Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2015

Ταξίδι στη Ρώμη, Αλμπέρτο Μοράβια

Ρουφάς το καυτό αλκοόλ
όπως τη ζωή σου.
Τη ζωή σου τη ρουφάς σαν μία ρακή.
(Απολινέρ)

Είναι τόσες οι ομοιότητες της νουβέλας αυτής του Μοράβια με το «Ο άνθρωπος που κοιτάζει», που θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για «παραλλαγή στο ίδιο θέμα»: κι εδώ αφηγητής είναι ένας νεαρός που στερήθηκε νωρίς την παρουσία της μητέρας,  ενώ τώρα ως ενήλικας προσπαθεί να διερευνήσει την ανορθόδοξη σχέση με τον απόντα πατέρα. Κυρίως όμως, κεντρικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση του νεαρού ήρωα παίζει η ίδια, σχεδόν απαράλλαχτη σκηνή, ένα τραυματικό βίωμα από την παιδική ηλικία -αθέλητη παρακολούθηση ερωτικής σκηνής με πρωταγωνίστρια την ηδυπαθή μητέρα, βίωμα που ακολουθεί τον ήρωα και τον προσδιορίζει ως χαρακτήρα. 
Ο Μάριο Ντε Ζίο είναι φοιτητής, και ταξιδεύει για τη Ρώμη. Πάει για να γνωρίσει τον πατέρα του, όπως λέει, ενώ σε άλλο επίπεδο είναι ανοιχτός σε κάθε ταξίδι. Τον γνωρίζουμε μαζί με τις συνταξιδιώτριές του στις οποίες όμως ξαφνικά μ έναν τρόπο ανεξήγητο, γελοίο συστήνεται όχι ως φοιτητής, αλλά ως… ποιητής. Ποιητής χωρίς να έχει γράψει ούτε ένα ποίημα (!): δε γράφω ποιήματα, θεωρώ όμως τον εαυτό μου ποιητή επειδή ταυτίζομαι, μ έναν ποιητή που έχει γράψει τα ποιήματα που θα θελα να γράψω εγώ, μάλιστα πολύ καλύτερα απ όσο θα τα’ γραφα εγώ/δεν έγραψα ποιήματα γιατί τα ποιήματά μου τα’ χε γράψει κιόλας ο Απολινέρ! Εξηγείται καλύτερα λέγοντας ότι αυτό που τον κάνει ποιητή είναι ότι διακατέχεται από ένα πνεύμα μόνιμης διάθεσης. Μιας διάθεσης να δέχεται οποιαδήποτε εμπειρία του προσφέρει η ζωή… Η πλοκή πάντως μέσα από την αφήγηση του Μάριο διανθίζεται από στίχους του Απολινέρ, που είναι απολύτως ταιριαστοί (πόσο νωθρή η ζωή, πόσο βίαιη η ελπίδα).
Οι συνταξιδιώτριές του, η Ζαν και η δεκατριάχρονη Άλντα θα γίνουν φίλες του, οι μοναδικές φίλες που έχει στη Ρώμη. Η σχέση με την καθεμιά τους έχει έναν ιδιότυπο ερωτισμό, ενώ εκείνος τους εξομολογείται πολλά για τον εαυτό του (έτσι, έμμεσα τα μαθαίνουμε κι εμείς), παραμένοντας απελπιστικά «διαθέσιμος».
Η σχέση με τον άγνωστο ως τώρα πατέρα έχει εξαρχής ενδιαφέρον, και βέβαια ερμηνεύει εντέλει πολλές από τις παραξενιές του ήρωα. Η αποκάλυψη ότι πρόκειται για έναν… άσωτο πατέρα, «θεατρίνο στη ζωή», «παλιάτσο», που είχε όμως αρρωστημένη εμμονή με την επίσης άσωτη μάνα γίνεται σταδιακά και διαμορφώνει τον ευάλωτο Μάριο (δε θα’ θελα να κάνω κάτι ύστερα από μηνύματα που δέχομαι απ’ έξω. Θα’ θελα, αντίθετα, να υπακούω σε εσωτερικές, ας πούμε, παρορμήσεις). Στο σκηνικό προστίθεται και η μέλλουσα “μητριά”, μια γυναίκα με την οποία εξελίσσεται μια ακόμα ιδιότυπη σχέση. Ο πάντα διαθέσιμος Μάριο ουσιαστικά πολιορκείται από ακατανόητα θηλυκά, αλλά παραμένει προσκολλημένος στο μητρικό μοντέλο (εκείνη αγαπούσε τη ζωή, έχοντας πλήρη άγνοια για τους κινδύνους που την κυκλώνανε, την αγαπούσε με την ενστικτώδη ορμή και αθωότητα, όπως την αγαπούν τα ζώα)˙ στοιχειωμένος στην τραυματική εμπειρία που προσπαθεί να ξεπεράσει βιωματικά (σαν παρωδία, μία πραγματικότητα από το παρελθόν ξαναζωντάνευε, έστω και διαφορετική, στο παρόν). Η σχέση με πατέρα και μητριά έχει κάτι το… τριγωνικό, ενώ ο πατέρας στην προσπάθειά του να υποκαταστήσει την άπιστη μητέρα, σπρώχνει την καινούρια του ερωμένη σε… περιπέτειες (θέλω να κινώ τις κλωστές, να’ μια ο μαριονετίστας που διευθύνει το παιχνίδι, ο γάτος που παίζει με τον ποντικό. Εγώ ξέρω, μα πρόσεξε: εκείνη δεν ξέρει πως εγώ ξέρω. Κι ακόμα: εγώ ξέρω ότι εκείνη δεν ξέρει ότι εγώ ξέρω).
Ο Μοράβια για άλλη μια φορά παίζει ανάλαφρα με τα φροϋδικά σύνδρομα, αποδίδοντας μοναδικές αποχρώσεις ερωτισμού˙  ο ερωτισμός αυτός συνδέεται άμεσα με την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των πρωταγωνιστών, με τις διακυμάνσεις της συμπεριφοράς τους, με τα βαθύτερα βιώματά τους.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 27, 2015

Ο θάνατος και η ζωή της ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ, Ronald Hayman

Θαρρείς και αυτό που ήθελα να σκοτώσω, δεν ήταν μέσα από το δέρμα,
δεν ήταν ο αδύναμος, γαλάζιος παλμός
που τιναζόταν κάτω από το δάχτυλό μου,
μα κάπου αλλού, πιο βαθιά, πιο μυστικά, 
κάπου πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί.

Ο γυάλινος κώδωνας

Πρόκειται για μια σχολαστικά λεπτομερή βιογραφία της γνωστής Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ σχεδόν σε γραμμικό χρόνο, αν εξαιρέσουμε την αρχική αναδρομή: όπως υποβάλλει και ο τίτλος, γίνεται πρώτα αναφορά στην αυτοχειρία της στα τριάντα ένα της χρόνια και στη συνέχεια στην πορεία ζωής που την οδήγησε σ αυτό το τέλος. Είναι μια έξυπνη αντιστροφή, εφόσον η ζωή της ποιήτριας αλλά και το περιεχόμενο της ποίησής της περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο ως λύτρωση.
Οι ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις και οι παραπομπές σε στίχους της Πλαθ, οι οποίοι σε μεγάλο μέρος έχουν άμεση σχέση με τα βιώματά της (ποίηση καθαρά εξομολογητική), δίνουν μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα της μοναδικής της προσωπικότητας. Όμως, η προσπάθεια του βιογράφου- σκηνοθέτη Ηayman να έχει ακρίβεια και τεκμηρίωση σε όσα γράφει, τον κάνει ουσιαστικά να αποδίδει ένα χρονικό, σε γ ενικό, βασισμένο στα στοιχεία της καθημερινότητας από τα -πάμπολλα- ημερολόγια που άφησε πίσω της η Σύλβια (έγραφε από έντεκα χρονών). Έτσι, δυσκολεύεται ο αναγνώστης να βρει την αντιστοιχία ανάμεσα στο κακομαθημένο κορίτσι με ψυχωσικά και μανιοκαταθλιπτικά σύνδρομα, με μανία για διακρίσεις και αποκλειστικότητα από τη μια, και τη μεγάλη ποιήτρια από την άλλη. Είναι αλήθεια, ότι αν διαβάσεις πρώτα αυτή τη βιογραφία, χωρίς να έχεις άμεση επαφή με την ποίηση της Σύλβιας Πλαθ που κατά τη γνώμη μου ξεφεύγει σε κάτι πολύ πιο «καθολικό», αναρωτιέσαι γιατί να αναλωθείς ως αναγνώστης για να παρακολουθήσεις την πορεία ενός ακόμη ατόμου που δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τη σχέση με τον πατέρα, με τη μητέρα, με τον σύντροφο, με τον εαυτό. Τουλάχιστον, αυτό συνέβη σε μένα. Δευτερευόντως, επανέρχεται το ερώτημα του κατά πόσο τελικά το ποιητικό έργο κάποιου στέκεται από μόνο του και κατά πόσο φωτίζεται -ή συσκοτίζεται- από τα βιογραφικά στοιχεία. Τέλος, αναρωτιέσαι πόσο αλλοιώνει το φως ενός βιογράφου την προσωπικότητα του βιογραφούμενου, τι είναι βιογραφία, και πόσοι ανεξερεύνητοι δρόμοι οδηγούν από το βίωμα στην τέχνη.
Είναι ξεκάθαρο ότι όλη η ζωή της Σύλβιας Πλαθ ήταν μια πάλη ενάντια στο ψυχόρμητο θανάτου, ή τουλάχιστον, την αυτοκαταστροφική  τάση που είχε από τα οκτώ της χρόνια, όταν πέθανε ο «κολοσσιαίος» πατέρας της (έτσι τον αποκαλεί και η ίδια). Ο σπόρος όμως της εγκατάλειψης ίσως είχε εμφυτευτεί από τα τρία της, απ όταν δηλαδή ο πατέρας της αρρώστησε και δεν μπορούσε να ασχοληθεί μαζί της. Δεν είναι τυχαίο που επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα για πρώτη φορά στα 23 της χρόνια (ο Φρόυντ εξηγεί ότι η μελαγχολία είναι απόρροια αποτυχίας ή αδυναμίας να πενθήσει κάποιος επαρκώς μια σημαντική απώλεια). Οι πρώτες της συλλογές μεταστοιχειώνουν αυτήν την απώλεια, αποτελούν προσπάθειες να «εξορκίσει» το φάντασμα του πατέρα. Ο συγγραφέας δείχνει σε όλους τους τόνους ότι η Πλαθ πάσχει από το «σύνδρομο της Ηλέκτρας» και χρησιμοποιεί σαν «περσόνες» τους ήρωες των ποιημάτων της για να εκδραματίσει αυτά που τη στοιχειώνουν. Η ποιήτρια Πλαθ όχι μόνο φαντασιώνεται γάμο με τον νεκρό πατέρα, αλλά ταυτίζεται με το κορίτσι που η μητέρα της είχε σκοτώσει τον πατέρα της.
Ακόμα κι όταν ζούσε ο πατέρας, στη ζωή των παιδιών κυριαρχούσε η μητέρα. Μια γυναίκα με προφίλ οσιομάρτυρα, με πολλές ικανότητες που τις θυσίασε για την οικογένεια, και εξακολούθησε να θυσιάζεται για τα παιδιά της σ όλη τη διάρκεια της ενηλικίωσής τους. Μεγαλώνοντάς τα με «αυτοτιμωρητική πειθαρχία», ήταν αυτή που ουσιαστικά μύησε τα δυο παιδιά στην ποίηση, διαβάζοντάς τους ποιήματα ενώ ήταν ακόμη πολύ μικρά (βλέποντας τον εαυτό της να ανατριχιάζει, αναρωτήθηκε μήπως κρύωνε. «Όχι˙ μια σπίθα τινάχτηκε από το ποίημα και σε αναστάτωσε» ήταν η εξήγηση της μητέρας της.
Τα συναισθήματα της Σύλβιας απέναντι στη μητέρα είναι διχασμένα: η «πιο γλυκιά μητερούλα», η «καταπληκτική» μητέρα,  γίνεται αντικείμενο επίθεσης (και η απόπειρα αυτοκτονίας είναι, φυσικά,  μια ακραία μορφή έμμεσης επίθεσης στη μητέρα)˙ ενδόμυχα την κατηγορεί για τον θάνατο του Όττο Πλαθ, όπως κατηγορούσε και τον εαυτό της και υπέθετε ότι η μητέρα της κατηγορούσε εκείνην. Η αυτοτιμωρητική μητέρα στερούνταν απίστευτα προκειμένου να απολαύσουν τα παιδιά της τιμές και διακρίσεις (π.χ. να πάει η Σύλβια στο πολύ απαιτητικό κολλέγιο Σμιθ) και έχει υπερβολικές απαιτήσεις από κείνα (υπήρχε ένα στοιχείο εκδραμάτισης σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, στη συνεχή επιδίωξη της διάκρισης. Στο σχολείο, στην κατασκήνωση στο ημερολόγιό της, στο κολέγιο, ως επαγγελματίας συγγραφέας, η Σύλβια χαρακτηριζόταν από έναν ψυχαναγκασμό όταν μονίμως πάσχιζε να διαπρέπει). Δεν είναι τυχαία, επομένως η ανάγκη της Σύλβιας να υπερφορτώνει τη μέρα της με χιλιάδες καθήκοντα, και να επιδίδεται σ έναν αγώνα δρόμου για να τα προλάβει όλα καταβάλλοντας αφύσικη ποσότητα ενέργειας.
Η Ορέλια έβλεπε πάντα στη Σύλβια μια προέκταση του εαυτού της, έναν τρόπο να αποζημιωθεί για τη θυσία που έκανε όταν υποχώρησε στη θέληση του πατέρα της κι εγκατέλειψε τη λογοτεχνία χάριν της στενογραφίας. Στην ψυχαναλυτική ερμηνεία στην οποία προβαίνει ο  Ηayman (άλλωστε και η ίδια η ψυχαναλύτρια της Σύλβια αργότερα θα συμφωνήσει) επισημαίνεται ότι η ανάγκη για επιτυχία ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάγκη ν ανταμείβεται γι’ αυτό με την αγάπη της μητέρας της. Η Σύλβια ποτέ δεν συγχώρεσε τη θεραπεία με ηλεκτροσόκ στην οποία την οδήγησε η μητέρα της, μετά από μια κρίση νεύρων (όταν δεν κατάφερνε κατά τη γνώμη της να ανταποκριθεί επαρκώς στα θερινά μαθήματα δημιουργικής γραφής!). Πολύ αργότερα, θα καταφέρει με τη βοήθεια της δρος Μπούσερ (ψυχαναλύτριας) να αποστασιοποιηθεί, συνειδητοποιώντας πόσο μίσος και οργή είχε συσσωρεύσει. Η δρ Μπούσερ δεν την συμβούλευσε πώς να διαχειριστεί την εχθρότητά της, αλλά τη βοήθησε να την αναγνωρίζει και να την αντιμετωπίζει (σου δίνω την άδεια να μισείς τη μητέρα σου).

Ο φόβος της απόρριψης, κληρονομιάς από την εγκατάλειψη από τον πατέρα,  λοιπόν, καθώς και ο φόβος της αποτυχίας ήταν δυο άξονες θεμελιακοί στην ψυχοσύνθεση της Σύλβιας Πλαθ, που κρύβονται πίσω από την «επιθανάτια αγωνία[1]» των έργων της. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου επιγράφεται «Ο εχθρικός εαυτός». Και εδώ ο Ηayman καταφεύγει σε ψυχαναλυτικούς όρους για να περιγράψει την αυτοκαταστροφική της προσωπικότητα. Η τάση για αυτοδραματοποίηση ακόρεστη, και, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ίσως μηχανευόταν κρίσεις για να εμπλουτίζει το υλικό των έργων της. Άλλα και η άποψη της φίλης της Νάνσυ ήταν ότι επιδίωκε να δημιουργήσει καταστάσεις κρίσης, για να τροφοδοτεί τη δημιουργική φαντασία της. Στον τρόπο π.χ. με τον οποίο μεταπλάθει κάποιες οριακές εμπειρίες όπως τον παρολίγο πνιγμό της όταν ήταν πολύ μικρή, δίνει η ίδια μια διάσταση θανάτου. Αν και η Σύλβια δεν κινδύνεψε πραγματικά, το επεισόδιο αυτό μοιάζει να την έφερε κοντά στο θάνατο, αλλά αυτή η ερμηνεία ήταν πιο επικίνδυνη απ το ίδιο το γεγονός, γιατί αποκάλυψε και βοήθησε να παγιωθεί ένας τρόπος σκέψης που έδωσε λάμψη και σαγήνη στο θάνατο, υπονοώντας μια εξίσωση ανάμεσα στην ανυπαρξία και σε μια ουτοπιστική επιλογή του πραγματικού κόσμου.
Ωστόσο, ο εσωτερικός διχασμός και η αμφιθυμία  ήταν πολύ βαθιά ριζωμένα μέσα της για να πιστέψει κανείς ότι ήταν επίπλαστα. Ο «κυρ- Πανικός» πρωταγωνιστεί σε διήγημά της δίνοντας σάρκα και οστά σε εφιάλτες και όνειρα τρομακτικά, όπου η Σύλβια επικεντρώνεται στην ιδέα του φόβου ως θεού. Οι εμπειρίες της από τα νοσοκομεία αποβαίνουν τρομακτικές. Από ψυχιατρική άποψη η Πλαθ είχε τάσεις σχιζοειδείς (ο Ηayman κάνει αρκετά εκτενή αναφορά στον «διχασμένο εαυτό» του Λαινγκ συσχετίζοντας με τον ψυχισμό της Πλαθ) και κατά μεγάλα διαστήματα σύνδρομο μανιοκατάθλιψης (τον τελευταίο καιρό ακολουθούσε συστηματική αγωγή, και μάλιστα υπήρχε υποψία ότι υπερέβαλλε σκόπιμα στις δόσεις). Η μανιοκαταθλιπτική αλληλοδιαδοχή ανάμεσα σε αισθήματα απέραντης ευτυχίας και καταστροφικής απόγνωσης ήταν τόσο απότομη και βίαιη, που η έκσταση σκουντουφλούσε πάνω στην αγωνία˙ το μίσος για την Ορέλια πάνω στην αγάπη.
Και αλλού:
Η απληστία της για τη ζωή τής αποδείκνυε ότι το να τα θέλει όλα, ήταν εξίσου επικίνδυνο με το να μη θέλει τίποτα. Υπήρχαν δύο τρόποι να μη θέλει τίποτα: ο ένας ήταν να διαθέτει έναν τόσο πλούσιο εσωτερικό πυρήνα χαράς, ώστε η εξωτερική πραγματικότητα να γίνεται περιττή˙ ο άλλος, να νιώθει τόσο νεκρή και σάπια, που τίποτα να μην μπορεί να βοηθήσει.
Μέσα από τις καταγραφές στα ημερολόγια, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει  τις ερωτικές περιπέτειες της Πλαθ πριν τον μεγάλο της έρωτα, τον επίσης ποιητή Τεντ Χιουζ. Μερικούς από τους προηγούμενους τους αγάπησε, αν και μόνο στον Ρίτσαρν Σασούν εκφραζόταν ελεύθερα («το χάος κάτω από την επιφάνεια»). Ο Τεντ όμως ήταν μια ισχυρή και ανεξάντλητη πηγή αγάπης/ο καλύτερος δυνατός αντικαταστάτης του πατέρα της, ο θάνατος του οποίου της στέρησε, όπως πίστευε, τον άνθρωπο που μπορούσε να εμπιστευτεί, γιατί ποτέ δεν θα απέσυρε την αγάπη του. Ο Χιουζ ήταν ψηλός, δυνατός, ωραίος, δημιουργικός, ευφυής, πετυχημένο, πρόθυμος να βοηθήσει.
Ο γάμος των δύο λογοτεχνών στα πρώτα χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένος. Η σχέση τους ενέπλεκε τη λογοτεχνία με τη σεξουαλικότητα˙ ο Τεντ, πιο γνωστός ως ποιητής στηρίζει και εμπνέει τη δημιουργικότητα της Σύλβιας. Συνεργάζονται σε όλα τα επίπεδα, από τις δουλειές του σπιτιού, τη συγγραφή, μέχρι και… την επίκληση σε πνεύματα, μια και ο Χιουζ είναι οπαδός του σαμανισμού και του αποκρυφισμού. Η Σύλβια από τη μεριά της νιώθει πολύ ερωτευμένη αλλά και πολύ εξαρτημένη, επίσης δεν ήταν εύκολο να ξεπεράσει τη ζήλεια της για την επιτυχία του Χιουζ. Αποδεικνύεται, κατά τα λεγόμενα, φιλόδοξη και ανταγωνιστική και, κυρίως, ψυχαναγκαστική. Έτσι, τα πρώτα σύννεφα της μανιοκατάθλιψης δεν αργούν να επανεμφανιστούν… Η ψυχαναγκαστική δραστηριότητα  επαυξάνεται μετά τη γέννηση της Φρίντα και ακόμα περισσότερο του Νικόλα, που έγινε σε περίοδο που είχε αποκαλυφθεί πλέον στην Σύλβια η σχέση του Όττο με την Άσια (όταν δούλευε αισθανόταν καλά. Η δραστηριότητα διέλυε την οργή που την παρέλυε, όμως πάντα η αγωνία της επανερχόταν, αρπάζοντάς την σαν δηλητήριο που είχε κολλήσει στον οισοφάγο). Παράλληλα δυσκολεύουν και οι συνθήκες διαβίωσης. Τον τελευταίο χρόνο η Σύλβια βρίσκεται να μεγαλώνει μόνη της δυο παιδιά, σ ένα επαρχιακό τεράστιο σπίτι στο Λονδίνο (εκεί που έμενε ο Γέητς) χωρίς θέρμανση, χωρίς κοζίνα γκαζιού για μεγάλο διάστημα, χωρίς ηλεκτρικό κάποιες φορές. Οι απελπισμένες κινήσεις της, όπως περιγράφονται από τον  συγγραφέα, μοιάζουν με κραυγές για βοήθεια…
Δεν παρατίθενται όλες αυτές οι λεπτομέρειες εδώ (όπως άλλωστε και στο βιβλίο) για να ερμηνεύσουν την τραγική αυτοκτονία της νεαρής ποιήτριας, γιατί πιστεύω ότι ο λαβύρινθος που οδηγεί στην απόφαση κάποιου να δώσει μόνος του τέλος στη ζωή του είναι ανεξιχνίαστος. Οι λεπτομέρειες όμως της ζωής της Πλαθ, που δίνονται άλλωστε και ανάγλυφα στα ημερολόγιά της, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την ποίησή της (πράγμα που δεν συμβαίνει βέβαια με όλους τους δημιουργούς). Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, είναι μια ποίηση «εξομολογητική», όπως και του Χιουζ, του σύγχρονού της ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ, της φίλης της ποιήτριας Ανν Λέξτον (συζητούσαμε για το θάνατο με ξεθυμασμένη ένταση, σαγηνευμένες και οι δυο απ αυτόν, σαν πεταλούδες της νύχτας γύρω από τον ηλεκτρικό γλόμπο. Τον ρουφούσαμε! Εκείνη διηγήθηκε με γλυκιές και τρυφερές λεπτομέρειες την ιστορία της πρώτης απόπειράς της…. Μιλούσαμε για τον θάνατο, κι αυτό ήταν ζωή για μας, που βαστούσε παρά τη θέλησή μας).   
Είναι η «ποίηση του θανάτου»˙ η Σύλβια ήξερε ότι ήταν στο φόρτε της στο στίχο, αλλά και στο πεζό, όταν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, σαν τους μεταφυσικούς ποιητές, έπαιζε με το θάνατο/ χαιρόταν να ερευνά τα όριά της/της άρεσε να δραματοποιεί την καθημερινή εμπειρία της/μαστίγωνε τον εαυτό της για να προχωρήσει/ ήταν φοβερά δυνατή και φοβερά ευάλωτη. Τα περισσότερα ποιήματα της Πλαθ έχουν ως αφετηρία ένα ασήμαντο γεγονός, μια εμπειρία, μια παρατήρηση. Ξαναζούσε τη ζωή της δίνοντάς της μόνιμο σχήμα στα ποιήματά της. Η απώλεια, η παροδικότητα, το φευγαλέο, θα ήταν ανυπόφορα αν δεν αντισταθμίζονταν από καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Όπως αναφέρει και ο επιμελητής του Observer και εκδότης Άλβαρεζ (που της συμπαραστάθηκε στις τελευταίες δύσκολες μέρες), η ιδιοφυΐα της Πλαθ έγκειται στην ικανότητά της να παίρνει ένα «κομμένο δάχτυλο, μια μελανιά, έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη, και να τα εμποτίζει με βαθύτητα και δέος».  
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] «Η επιθανάτια αγωνία στο έργο της Σύλβιας Πλαθ», του Γιάννη Αντίοχου (ποιητή και μεταφραστή όχι μόνο έργων της Πλαθ αλλά και του Τεντ Χιουζ, και άλλων της «εξομολογητικής ποίησης)

Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2015

Αδελφοί Καραμάζοβ, Φιόντορ Ντοστογιέβσκη

Δυο άβυσσοι, δυο άβυσσοι, κύριοι, την ίδια στιγμή˙
χωρίς αυτό είμαστε δυστυχείς και ανικανοποίητοι,
η ύπαρξή μας δεν είναι πλήρης.
Διαβάζοντας  -ξανά- το τελευταίο αυτό έργο του Ντοστογιέβσκι (με αφορμή την παράσταση της Νατάσας Τριανταφύλλη στο Θέατρο Τέχνης), ένιωσα αρχικά ότι κάποια χαρακτηριστικά της γραφής ήταν λίγο ξεπερασμένα πια, δεν τα αντέχει η εποχή μας. Με όλο το σεβασμό στον μεγάλο συγγραφέα, τον οποίο αναγνωρίζω ως αυθεντία από την εφηβεία και μ έχει γεμίσει αμετάκλητο ενθουσιασμό με το «Ο Ηλίθιος», το «Έγκλημα και Τιμωρία» κ.α., διαπίστωσα αυτή τη φορά, την… εικοστή ίσως κατά την οποία ασχολούμαι με μυθιστορήματά του, κάποιες «ατέλειες» που με κάνουν να πιστεύω ότι ίσως υπερτιμήθηκε˙ κι αυτή η υπερτίμηση ίσως πάλι, δεν ήταν τυχαία. Στην πορεία, μπαίνοντας πιο βαθιά στον πυρήνα του έργου, κατάλαβα ότι ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας ενσάρκωσε όλη τη κοσμοθεωρία και φιλοσοφία του περί τα ανθρώπινα μ έναν τρόπο θαυμαστό παρά τις τεχνικές αδυναμίες (που απλώς κουράζουν τον αναγνώστη). Και η κοσμοθεωρία αυτή δεν είναι άλλη από την βαθιά, υπαρξιστική ουσία του χριστιανισμού. Της θρησκείας που σαν θεμέλιο έχει όχι μόνο την αγάπη, -την αγάπη στον άνθρωπο και στη ζωή- αλλά το πάθος με τη φιλοσοφική σημασία που μπορεί να έχει η έννοια αυτή. Το πάθος ως μια συναισθηματική δύναμη ανεξέλεγκτη (η ακατανίκητη δίψα για έρωτα, αγάπη, χρήμα, δόξα κλπ)  που σε απομακρύνει από τον εαυτό σου˙ που σε κάνει ν αντικρίζεις κατάματα την άβυσσο της ταπείνωσης, του εκμηδενισμού αλλά και που, αυτό το ίδιο, μπορεί να σε οδηγήσει στην υπέρβαση που σε ανεβάζει στα ουράνια μεταβαίνοντας σε υψηλότερο επίπεδο συνειδητότητας. Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση, λοιπόν, η ουσία του έργου είναι εσχατολογική, γιατί, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας χτίζει συστηματικά την πλοκή/αφήγηση δίνοντας απαντήσεις σε οριακά εσχατολογικά ερωτήματα.
Η μεταφορά αυτών των προβληματισμών στη γλώσσα της λογοτεχνίας, ίσως επειδή πηγάζει εγκεφαλικά, έχει απίστευτες αξιώσεις. Έτσι, παρόλες τις ατέλειωτες παρενθέσεις και κουραστικές περιγραφές, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε με θαυμασμό μπροστά στον μυθιστοριογράφο, που έχει κάτι παραπάνω να πει από το να αφηγηθεί συναρπαστικές ιστορίες.

Είμαστε φύσεις πλατιές
Είμαστε φύσεις πλατιές, καραμαζοφικές, ικανές να συμπεριέχουμε τις κάθε είδους αντιθέσεις και ν αντικρίζουμε ταυτόχρονα και τις δυο αβύσσους, την άβυσσο από πάνω μας, την άβυσσο των ανώτερων ιδανικών και την άβυσσο κάτω από μας, την άβυσσο της πιο χαμηλής και βρωμερής πτώσης. (…) Η συναίσθηση του βάθους της κατάπτωσης είναι το ίδιο απαραίτητη γι αυτές τις αχαλίνωτες, ασυγκράτητες φύσεις, όπως και η συναίσθηση της ανώτερης ευγένειας. Και αυτό είναι αλήθεια: ακριβώς αυτό το αφύσικο μίγμα τους χρειάζεται συνεχώς και ακατάπαυστα: δυο άβυσσοι, δυο άβυσσοι, κύριοι, την ίδια στιγμή˙ χωρίς αυτό είμαστε δυστυχείς και ανικανοποίητοι, η ύπαρξή μας δεν είναι πλήρης.
Ο συγγραφέας διάλεξε ως ενσαρκωτές αυτής της -ακραίας/οριακής- στάσης τους αδερφούς Καραμάζοβ, που αποτελούν μια πολλαπλή εκδοχή της παραπάνω ίδιας κοσμοαντίληψης (η φιληδονία είναι τρικυμία, κάτι περισσότερο από τρικυμία!). Είναι  ο ελαφρόμυαλος και άξεστος μεγάλος αδερφός Ντιμήτρι, ο μηδενιστής περήφανος επιστήμονας Ιβάν, ο δόκιμος μοναχός- ανθρωπιστής Αλιόσα, και ο τέταρτος νόθος γιος του επιστάτη, επιληπτικός αλλά πανέξυπνος/δαιμόνιος, ο Σμερντιακόβ. Και τα τέσσερα αδέρφια παρά τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία: πρώτα πρώτα, δεν φαίνονται να έχουν «τακτοποιήσει» τη σχέση με τον αχαλίνωτο και προκλητικό, απρόβλεπτο πατέρα Φιόντορ, ο οποίος τους εγκατέλειψε στη μοίρα τους από πολύ νωρίς. Η ανολοκλήρωτη, τραυματική σχέση πατέρα- γιου ξεδιπλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις κι αυτό το πυρηνικό στοιχείο του έργου από μόνο του, δίνει ψυχαναλυτική και φιλοσοφική διάσταση. Το πνεύμα και των τεσσάρων (πέντε με τον πατέρα) είναι ατίθασο και προκλητικό, και όλοι χαρακτηρίζονται από (εξωπραγματική) αυτογνωσία και αφοπλιστική ειλικρίνεια. Παράλληλα, η διαφορετική -έως αντιδιαμετρική- κοσμοθεώρηση (π.χ. ο Αλιόσα είναι πιστός χριστιανός, με ίνδαλμά του τον στάρετς Ζωσιμά από τη μια, ο Ιβάν μηδενιστής/σοσιαλιστής/αθεϊστής από την άλλη) δεν είναι εμπόδιο για εξομολογήσεις (ο ένας στον άλλον), συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, ενώ το γεγονός ότι πρόκειται για αδέρφια δικαιολογεί την συναισθηματική ταύτιση, την συν- πάθεια (εκ του πάσχω), την υπέρβαση των λογικών αδιέξοδων μέσω της αγάπης. Τέλος, με τον δικό του τρόπο ο καθένας ψάχνει να βρει την Αλήθεια, ή καλύτερα το νόημα της ύπαρξης.
Δύο κεντρικά γεγονότα που συσπειρώνουν όλα τα μέλη της αταίριαστης οικογένειας χωρίζουν και το βιβλίο (ως προς την πλοκή) σε δυο βασικά μέρη: το πρώτο είναι η οικογενειακή συνάθροιση στο κελί του στάρετς Ζωσιμά, με αφορμή τα περιουσιακά και κληρονομικά ζητήματα ανάμεσα στον Ντιμήτρι και τον πατέρα του. Το δεύτερο  είναι η δολοφονία του πατέρα. Τα δύο αυτά επεισόδια αποτελούν τον κορμό της αφήγησης,  ενώ δορυφορικά εντάσσονται και άλλα, βοηθητικά ή έστω, λιγότερο σημαντικά.

Α΄. Η συνάθροιση στο κελί του στάρετς/ τα πρόσωπα
Ας είμαστε εμείς αμαρτωλοί, ας κολυμπάμε στο ψέμα
και ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός.
Κάπου σε αυτόν τον κόσμο, σε κάποιο μέρος υπάρχει ένας άγιος.
Αυτός ζει μέσα στην αλήθεια, ξέρει την αλήθεια.
Πάει να πει πως δεν πεθαίνει η αλήθεια  στον κόσμο.

Η απόφαση να συγκεντρωθούν στο μοναστήρι πάρθηκε γιατί μονάχα το αξίωμα και η προσωπικότητα του στάρετς θα μπορούσε να τους επιβληθεί και να χει πάνω τους συμφιλιωτική επίδραση.[1] Η συνάθροιση στο κελί του στάρετς πλαισιώνεται από μικρότερα επεισόδια (π.χ. επισκέψεις του ενός στον άλλον), και μ αυτές τις αφορμές ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά στον αναγνώστη τις διαφορετικές προσωπικότητες, τις σχέσεις τους, τις διαφορές τους όχι μόνο των αδερφών αλλά και των υπόλοιπων συμπρωταγωνιστών.  Δίνεται επίσης και η λαβή για διαλόγους και αντιπαραθέσεις πάνω στη θρησκεία, στην αρετή, στο ρόλο της εκκλησίας κ.α. Καταλυτικό ρόλο παίζει φυσικά ο στάρετς Ζωσιμάς του οποίου τα λόγια νιώθεις έντονα ότι απηχούν τη βαθύτερη οπτική του συγγραφέα.

Φιόντορ (πατέρας)
 Πρώτος παρουσιάζεται ο γερο- γελωτοποιός, όπως αυτοαποκαλείται, ο Φιόντορ (πατέρας). Ταράζει τα νερά της κοσμιότητας με τους άξεστους τρόπους του, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι είναι πρόστυχος, παλιάτσος, διεφθαρμένος, επιπόλαιος, ψεύτης. Παρόλα του τα χρόνια παρουσιάζεται εξαιρετικά φιλήδονος (σύμφωνα με τον κανόνα μου, σε κάθε γυναίκα μπορείς να βρεις κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, που να πάρει ο διάβολος, κάτι που δεν μπορείς να το βρεις σε καμιάν άλλη/ για μένα δεν υπήρξαν ποτέ ασχημομούρες: και μονάχα πως είναι γυναίκα, είναι κιόλας το ήμισυ του παντός…) Δημιουργεί απίστευτο σκάνδαλο όχι μόνο στο κελί του στάρετς αλλά και αργότερα στο γεύμα που παραθέτει ο ηγούμενος, με προσβολές και ξεκάρφωτες ψευτιές. Ο Ντοστογιέφσκι εξαίρει έμμεσα την πνευματικότητα του στάρετς (σημειωτέον ότι παρουσιάζεται πρόσχαρος, καθόλου βλοσυρός) με τις ανθρώπινες, απλές και ουσιαστικές του παρεμβάσεις. Π.χ.
(Φιόντορ): - Ενδοξότατε στάρετς, αποφανθείτε. Σας προσβάλλω με τη ζωηρότητά μου ή όχι;
                            - Σας παρακαλώ και σας, είπε ο στάρετς με τον πιο υποβλητικό τρόπο, να μην ανησυχείτε και να μη νιώθετε καμιά συστολή μπροστά μου. Μην πιέζετε τον εαυτό σας, φερθείτε σα να’ σασταν στο σπίτι σας. Και το κυριότερο, μην ντρέπεστε τόσο πολύ τον εαυτό σας γιατί από αυτό ακριβώς προέχονται όλα. (…) Το κυριότερο είναι να μη λέτε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό σας. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιά αλήθεια μέσα του ούτε και στους άλλους -και έτσι χάνει κάθε εκτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεκτίμηση. Μην εκτιμώντας κανέναν, παύει να αγαπάει. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του είναι αυτός που προσβάλλεται πρώτος.

Στάρετς Ζωσιμάς
Ο θαυμασμός του συγγραφέα προς τον θεσμό των στάρετς είναι πρόδηλος. Υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερωμένο στον στάρετς Ζωσιμά, αλλά και ο ίδιος ο Αλεξέι συγκεντρώνει σε χειρόγραφο όλη του τη ζωή και τη διδασκαλία, την οποία εμείς διαβάζουμε (Εκ του βίου του εις θεόν αποδημήσαντος Ιερομονάχου Στάρετς Ζωσιμά, συντεταγμένα κατά τας ιδίας αυτού αφηγήσεις υπό Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ). Είναι ένα αρκετά εκτεταμένο κεφάλαιο, σαν μια νουβέλα εγκιβωτισμένη στο βασικό μυθιστόρημα. Πέρα από την πολύ συναρπαστική βιογραφία, υπάρχουν και στοιχεία της διδασκαλίας του άκρως ενδιαφέροντα, μια και οι στάρετς γενικά, αλλά περισσότερο ακόμα ο Ζωσιμάς δεν είχαν το δογματικό και αγκυλωμένο πνεύμα πολλών χριστιανών κληρικών.
Τώρα ιδιαίτερα, που ο Ζωσιμάς βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, τα λόγια του αποκτούν μια εσωτερική σοφία απαράμιλλη…  Είναι οι σελίδες του βιβλίου που δείχνουν τη βαθιά σημασία της χριστιανικής θρησκείας/φιλοσοφίας, όπως:
·         Νέε, μην ξεχνάς την προσευχή σου˙ σε κάθε σου προσευχή, αν είναι ειλικρινής, θα προβάλλει ένα καινούριο αίσθημα και μέσα σ αυτό μια καινούρια σκέψη, που άλλοτε την αγνοούσες και που θα σου δώσει καινούριο θάρρος. Και θα καταλάβεις πως η προσευχή είναι διαπαιδαγώγηση.
·         Να αγαπάτε τα ζώα. Ο θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυννέφιαστη χαρά.
·         Η ταπεινοσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι φοβερή δύναμη, φοβερότερη από την άλλη. Δεν έχει αξία ν αγαπήσεις για μια στιγμή, να αγαπήσεις πάντα. Όλα είναι σαν τον ωκεανό, σας λέω. Τότε θα προσευχόσουν και στα πουλάκια (λέει παραπάνω ότι ο αδερφός του προσευχόταν στα πουλάκια),  βασανιζόμενος από μια ακέρια αγάπη σαν σε έκσταση και θα παρακαλούσες να σου συγχωρέσουν και αυτά τις αμαρτίες σου. Να την εκτιμάς αυτήν την έκσταση, όσο και αν φαίνεται ακατανόητη στους ανθρώπους. 
·         Πάρε τον εαυτό σου και κάνε τον υπεύθυνο για τα κρίματα των ανθρώπων. (…) Σε τούτη τη γη υπάρχουν πολλά που μας είναι κρυμμένα, μα σε αντάλλαγμά μας έχει χαριστεί η μυστική εσωτερική αίσθηση του ζωντανού μα συνδέσμου μ΄ έναν άλλον κόσμο, μ έναν κόσμο ουράνιο και ανώτερο.

Ιβάν
Εντυπωσιακή είναι η παρουσία του αινιγματικού και ψυχρού Ιβάν, που παρά την αντίθεσή του με τη θρησκεία (αμφισβητεί το ρόλο της εκκλησίας αλλά υπερασπίζεται με πάθος την… ταύτιση εκκλησίας και κράτους: κάθε κράτος της γης θα έπρεπε να μεταβληθεί πέρα για πέρα σε εκκλησία/αν όλα γίνονταν εκκλησία, τότε, αυτή θα αφόριζε τον εγκληματία και τον ανυπάκουο και δε θα έκοβε κεφάλια) ασχολείται σε εκτενές άρθρο με το ρόλο που θα έπρεπε να διαδραματίζει η εκκλησία. Θεωρεί ότι λιμπεραλίστες και οι ντιλετάντες μπερδεύουν τον σοσιαλισμό με τον χριστιανισμό αλλά η πιο προκλητική του άποψη είναι ότι αν λείψει από την ανθρωπότητα η πίστη της για την αθανασία της, θα εξαφανιστεί όχι μονάχα η αγάπη, μα και η απαραίτητη δύναμη για τη συνέχιση της παγκόσμιας ζωής. Αλλιώς: δεν υπάρχει αρετή αν δεν υπάρχει πίστη στην αθανασία.
Η απάντηση του στάρετς και εδώ είναι συγκλονιστική: Πρέπει να είστε μακάριος αν το πιστεύετε αυτό ή πολύ δυστυχισμένος/αυτή η σκέψη δεν καταστάλαξε ακόμα στην καρδιά σας και σας βασανίζει (…) Δεν έχετε λύσει ακόμη αυτό το πρόβλημα  και αυτό είναι το μεγάλο σας βάσανο γιατί το πρόβλημα ζητά επιτακτικά μια λύση…
Ο Ιβάν ξεδιπλώνει τις υπαρξιακές αγωνίες του στον Αλιόσα, με τον οποίο επικοινωνεί ουσιαστικά για πρώτη και τελευταία φορά (θέλω να σε γνωρίσω μια για πάντα και να με γνωρίσεις και συ). Κατά τη γνώμη μου, αυτές οι φιλοσοφικές σελίδες είναι από τις πιο συγκλονιστικές όλου του βιβλίου. Είναι  εικοσιτριών χρονών και δίνει την εικόνα ότι δεν πιστεύει τίποτα. Είναι  παιδί όμως και διψάει για ζωή (και αν ακόμα πάψω να πιστεύω στη ζωή, και αν ακόμα χάσω την εμπιστοσύνη μου στη γυναίκα που αγαπώ, και αν δεν πιστεύω πια στην τάξη των πραγμάτων, και αν ακόμα πειστώ πως όλα δεν είναι τίποτα άλλο παρά χάος χωρίς καμιάν αρμονία, και αν ακόμα υποστώ όλη τη φρίκη της ανθρώπινης απογοήτευσης, θα θελήσω παρ όλα αυτά να ζήσω, και, μια και άρχισα να πίνω από αυτή την κούπα, δεν θα την παρατήσω ώσπου να πιω και την τελευταία σταγόνα!/υπάρχει τάχα στον κόσμο μια απελπισία που να μπορέσει να νικήσει την παράφορη και ανάρμοστη ίσως δίψα μου για τη ζωή; - Το μισό της δουλειάς σου έγινε πια, Ιβάν το κατέκτησες: αγαπάς να ζεις. Νομίζω πως όλοι σ αυτόν τον κόσμο πρέπει να αγαπήσουν πρώτα απ΄όλα τη ζωή -Ν αγαπήσουν τη ζωή περισσότερο από το νόημά της; - Αυτό είναι απαραίτητο. Πρέπει να την αγαπήσουν πριν από τη λογική, όπως το’ πες απαραίτητα πριν από τη λογική, και τότε θα καταλάβουν και το νόημά της).
Ωστόσο όλο αυτό το πάθος για ζωή αναιρείται αμέσως μετά… Καλεί τον ευσεβούμενο αδερφό του να συζητήσουν για το αν υπάρχει θεός και σπεύδει να τον καθησυχάσει ότι δεν είναι άθεος, ουσιαστικά είναι αγνωστικιστής. Θέλει να πιστεύει στην τάξη, στο νόημα της ζωής, στην αιώνια αρμονία, στον Λόγο που προς Αυτόν τείνει το Σύμπαν. Ακόμα όμως κι αν υπάρχει θεός, δεν παραδέχεται  αυτόν τον κόσμο του θεού, αν και ξέρει πως υπάρχει… Ο Ιβάν αμφισβητεί βαθιά τον χριστιανισμό. Ουσιαστικά τον αμφισβητεί «εκ των έσω», ξεκινώντας από την αγάπη στον άνθρωπο. Δεν παραδέχεται όλα τα βάσανα και τις κακίες ιδιαίτερα σε βάρος των μικρών παιδιών, και παραθέτει συγκλονιστικά παραδείγματα. Για ποιο λόγο είναι απαραίτητα όλα αυτά; Χωρίς αυτά λένε, δεν θα μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη, γιατί δε θα γνώριζε το καλό και το κακό. Μα γιατί να γνωρίσει αυτό το διαολοκαλό και το διαολοκακό αφού κοστίζει τόσο ακριβά; Και παρακάτω: Και αν τα βάσανα των παιδιών ήταν συμπλήρωμα όλων εκείνων των βασάνων που είναι απαραίτητα για ν αγοραστεί η αλήθεια, τότε υποστηρίζω από τα πριν πως όλη αυτή η αλήθεια δεν αξίζει τέτοιο τίμημα. Όπως επισημαίνει με μεγάλο σεβασμό ο στάρετς Ζωσιμάς (σε άλλο σημείο του βιβλίου), το βάσανό του είναι ότι δεν καταλαβαίνει, και δεν θέλει να καταλάβει. Δεν παραδέχεται  ότι στο όνομα της αλήθειας και της ελευθερίας του ανθρώπου, πρέπει να υπάρχουν τόσα βάσανα και καημοί: θέλω να βρίσκομαι εκεί πέρα όταν όλοι θα μάθουν ξαφνικά για ποιο λόγο ήταν όλα έτσι όπως ήταν/μου χρειάζεται μια ανταμοιβή, αλλιώς θα εκμηδενίσω ο ίδιος τον εαυτό μου. Και η ανταμοιβή αυτή να μην έρθει κάπου στο άπειρο, κάποτε, μα εδώ, σε τούτη τη γη, να τη δω και μονάχος μου. Πίστευα και θέλω να τα δω μονάχος μου και αν ως τα τότε θα χω πεθάνει, πρέπει να μ αναστήσουνε γιατί θα πειραχτώ πολύ αν γίνουν όλα αυτά όταν εγώ θα απουσιάζω. (…) Δεν την θέλω την αρμονία, από αγάπη στην ανθρωπότητα δεν τη θέλω. Θέλω να μείνω καλύτερα με τα βάσανα τα ανεκδίκητα. Καλύτερα να μείνω με τα ανεκδίκητα βάσανά μου και με την άσβεστη αγανάκτησή μου, έστω κι αν έχω άδικο.
Η πνευματική «ανταρσία» του Ιβάν κορυφώνεται με την ιστορία του «Μεγάλου Ιεροεξεταστή», μια ιστορία -ποίημα που έπλασε ο ίδιος και παρουσιάζει ένα ιεροεξεταστή να διώκει τον Χριστό γιατί δεν είναι ικανός να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους (χόρτασέ τους και μετά να τους ζητάς αρετή/ μπορεί ο άρτος ο επουράνιος να συγκριθεί με τον επίγειο). Ο άνθρωπος εξαγοράζει την ελευθερία του με την υποταγή σε όποιον του δίνει να φάει. Τι φταίει η αδύναμη ψυχή που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα;
Ο Αλιόσα αναστατώνεται: Πώς θα ζήσεις λοιπόν; Πώς θα αγαπάς; Με τέτοια κόλαση στο μυαλό και στην καρδιά θα το μπορέσεις τάχα; Ναι, απαντά ο Ιβάν, με τον τρόπο των Καραμάζοβ (υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τα αντέξει! Η δύναμη των Καραμάζοβ…. Η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ!) Παρόλ αυτά ο Αλιόσα υπερασπίζεται τον αδερφό του όταν τον κατηγορούν για υπολογισμό, φιλοχρηματία και απληστία. Θεωρεί γι αυτόν ότι έχει ανώτερους σκοπούς. Ο Ιβάν δεν πρόκειται να παρασυρθεί από λεφτά ούτε γαλήνη. Ίσως να γυρεύει την οδύνη.

Αλιόσα
Ο «ήρωας» του συγγραφέα είναι ο λιγομίλητος, συγκρατημένος και εσωστρεφής Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ, θα λέγαμε το «alter ego» του. Από την πρώτη κιόλας σειρά στα «Δυο λόγια του συγγραφέα», δηλαδή στην Εισαγωγή, γράφει: Αρχίζοντας να περιγράφω τη ζωή του ήρωά μου, του Αλεξέι, νιώθω κάπως άβολα. Άλλωστε, στην ιστορία της οικογένειας που παραθέτει στην αρχή, ξεκινά από τον Αλιόσα, παρόλο που είναι το τρίτο παιδί του Φιοντόρ.
Ο δόκιμος μοναχός, ο αγαπημένος τού στάρετς (ο οποίος παρεμπιπτόντως πριν πεθάνει λέει στον Αλιόσα να επιστρέψει στα εγκόσμια), δεν διαφέρει ριζικά στην ψυχοσύνθεση από τα αδέρφια του. Όλοι είμαστε στην ίδια σκάλα,  θα εξομολογηθεί στον Μίτια, όταν εκείνος του διηγείται τις «ποταπότητές του» (λέξη- κλειδί στο συγκεκριμένο έργο). Απλούστατα, όλη η αγάπη που χε στη νεανική και άδολη καρδιά του για «όλους και για όλα» είχε συγκεντρωθεί εκείνον τον καιρό, και όλο τον προηγούμενο χρόνο σε ένα πλάσμα, στον πολυαγαπημένο του στάρετς, ο οποίος έγινε για κείνον ένα ιδανικό αναμφισβήτητο. Ο συγγραφέας ουσιαστικά μάς παρουσιάζει τον Αλιόσα μέσα από τα λόγια αγάπης του στάρετς, στον οποίο θυμίζει τον χαμένο μικρό του αδερφό (δεν του μοιάζει και τόσο στο πρόσωπο, αλλά έχει τόσες ψυχικές ομοιότητες που πολλές φορές νόμιζα ότι είχα μπροστά μου εκείνον τον ίδιο νέο, τον αδερφό μου). Στην εκτενή παράθεση της τραγικής ιστορίας του αδερφού του Ζωσιμά καταλαβαίνουμε κι εμείς οι αναγνώστες αυτές τις ψυχικές ομοιότητες (για ποιο λόγο να μετράμε τις μέρες; Και μια μέρα φτάνει για να γνωρίσει ο άνθρωπος όλη την ευτυχία, και -τη  μεγαλειώδη φράση που ξεστόμισε λίγο πριν πεθάνει στον Ζωσιμά-: Ζήσε για μένα). Ο Αλιόσα συμπάσχει, ακούει, πονά για τους άλλους. Ο στάρετς αποχαιρετά τον μαθητή του λέγοντάς του, σαν προφητεία: Θα φύγεις απ αυτούς τους τοίχους, μα θα παραμείνεις στον κόσμο καλόγερος. Θα χεις πολλούς εχθρούς, μα και αυτοί ακόμα θα σ αγαπήσουν. Η ζωή θα σου φέρει πολλές δυστυχίες, μα με αυτές ίσα ίσα θα γίνεις ευτυχισμένος και θα ευλογήσεις τη ζωή και θα αναγκάσεις και άλλους να την ευλογήσουν, και αυτό θα είναι το πιο σπουδαίο απ όλα.
Η νεανική καρδιά του Αλιόσα ταράχτηκε όταν η οσμή αποσύνθεσης του σώματος του νεκρού μοναχού δοκίμασε την πίστη των μοναχών. Ντράπηκε, ταπεινώθηκε, το θεώρησε άδικο που «ο πιο δίκαιος από τους δίκαιους παραδόθηκε στην ειρωνεία και τον χλευασμό»! Εδώ παρεμβαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας (υπάρχει έντονη αυτοαναφορικότητα) για να υπερασπιστεί τη νεανική ψυχοσύνθεση: Θα παρακαλούσα μονάχα τον αναγνώστη να μη βιαστεί ακόμα να με την αφέλεια του μικρού ήρωά μου. (…) Σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο τιμητικό να αφήσει κανείς τον εαυτό του να τον παρασύρει ένα πάθος, έστω και παράλογο, που να προέχεται πάντως από μια μεγάλη αγάπη, παρά να συγκρατηθεί. Για τους νέους αυτό είναι ακόμα πιο αληθινό γιατί δεν μπορεί να χει κανείς μεγάλη εμπιστοσύνη σ ένα νέο που συνεχώς λογικεύεται. Η γνώμη μου είναι πως ένας τέτοιος νέος δεν αξίζει και πολλά πράγματα!/Και τούτο γιατί ο κάθε άνθρωπος που δεν είναι βλάκας έχει όλον τον καιρό να λογικευτεί).
Ο Αλιόσα είναι το γλυκό, πράο πνεύμα που αποδέχεται κάθε αμαρτία προσπαθώντας να την κατανοήσει. Δεν είναι τυχαίο που η «τρομερή» Γκρούσενκα θέλει αρχικά να τον καταστρέψει, αλλά πολύ γρήγορα μεταστρέφεται και διατυμπανίζει ότι «τον αγαπά με την ψυχή της». Άλλωστε, κι ο ίδιος διακρίνει στην «αχαλίνωτη, μανιασμένη» Γκρούσενκα την ικανότητα να αγαπάει (είναι ανώτερη σε αγάπη από μας). Γιατί η καρδιά του Αλιόσα δεν μπορούσε να υποφέρει την αβεβαιότητα., γιατί η αγάπη του ήταν πάντα ενεργητική. Δεν μπορούσε να αγαπάει παθητικά. Μόλις αγαπούσε, άρχιζε αμέσως και να βοηθάει.

Ντιμήτρι (Μίτια)
Μπορεί ο Αλιόσα να παρουσιάζεται σαν ο αγαπημένος του Ντοστογιέφσκι, αλλά αυτός που δοκιμάζεται πιο σκληρά από τους τέσσερις Καραμάζοβ είναι ο εξωστρεφής, ευερέθιστος, βίαιος, φιλήδονος, γλεντζές Μίτια. Είναι ο πρωτότοκος, από άλλη μητέρα, με αξιώσεις σε μια περιουσία που δεν ξέρει αν υπάρχει ˙ μια προέκταση του Φιοντόρ, χωρίς τα πάθη του να αποκτούν τη γελοιότητα του ηλικιωμένου πατέρα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πατέρας και γιος είναι ασυγκράτητα παθιασμένοι με την ίδια γυναίκα, την Γκρούσενκα.
Άτακτος, άπληστος, παράφορος, ένα πνεύμα στρεβλό και κομματιαστό. Όμως ο Αλιόσα, που αγπά όλον τον κόσμο τον χαραακτηρίζει ευγενικό, περήφανο, μεγαλόψυχο. Μάτια παιχνιδιάρικα κι αντιδράσεις κραυγαλέα αυθόρμητες, ακόμα και μπροστά στον ανακριτή. Έχει φλογερή καρδιά, που καίγεται από πυρετό για την Γκρούσενκα, ενώ έχει φερθεί με «ποταπότητα» απέναντι στην αξιοπρεπή Κατερίνα Ιβάνοβνα, την επίσημη αρραβωνιαστικιά του. Είναι όμως γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό, για κείνον η ομορφιά είναι κάτι φοβερό και τρομερό, είναι ένας «γνήσιος Καραμάζοβ» (φιληδονία, απληστία, παλαβομάρα!), όπως επιμένει ο συγγραφέας να μας υπογραμμίζει:
Προχωράω και δεν ξέρω: στη βρωμιά και στο αίσχος βρίσκομαι ή στο φως και στη χαρά; Να πού είναι η δυστυχία, γιατί όλα στον κόσμο είναι αίνιγμα! Και όταν τύχαινε να βουλιάζω στην πιο βαθιά ακολασία επαναλάμβανα αυτό το ποίημα[2] για τον άνθρωπο. Με διόρθωσε; Ποτέ! Γιατί είμαι ένας Καραμάζοβ. Γιατί αν πέφτω κάποτε στην άβυσσο, πάντα πέφτω με το κεφάλι κάτω και με τις φτέρνες απάνω και είμαι και ευχαριστημένος κιόλας που πέφτω ακριβώς με τούτον τον ταπεινωτικό τρόπο και το θεωρώ και πολύ όμορφο. Και λοιπόν σε αυτό ακριβώς το αίσχος αρχίζω τον ύμνο. Ας είμαι καταραμένος, ας είμαι τιποτένιος και κανάγιας, όμως εξακολουθώ ν ασπάζομαι την άκρη της χλαμύδας που τυλίγει τον θεό μου. Ας ακολουθώ το διάβολο, όμως παρόλ’ αυτά, Κύριέ μου, είμαι γιος σου και σε αγαπάω και νιώθω τη χαρά που χωρίς αυτήν ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει και να υπάρξει.
Ο στάρετς υποκλίνεται στον Μίτια, μπροστά στον μεγάλο πόνο που τον περιμένει… -παρόλο που είναι «τιποτένιος» και τιποτένια, πρόστυχα και άδικα φέρθηκε στην Κάτια, όπως ο ίδιος αφηγείται με πολλές λεπτομέρειες στον Αλιόσα (ποτέ δε μου συνέβη αυτό, με καμιά γυναίκα, έτσι που να την κοιτάω με μίσος μια τέτοια στιγμή και όμως, εκείνη την κοίταξα τότε κάπου τρία ή πέντε δευτερόλεπτα με τρομερό μίσος – με κείνο το ίδιο μίσος που απέχει από τον έρωτα, από τον πιο παλαβό έρωτα, μόλις μια τρίχα!) Όταν γνώρισε την Κάτια, αισθάνθηκε ένα «σφαλάγγι» να του δαγκώνει την καρδιά, όχι γιατί ήταν όμορφη, αλλά, όπως λέει ο ίδιος, ήταν όμορφη εκείνη τη στιγμή γιατί ήταν ευγενικιά και γω ήμουν πρόστυχος, γιατί εκείνη βρισκόταν σε όλο το ύψος της μεγαλοψυχίας και της θυσίας της για χάρη του πατέρα της, και ήμουν ένας κοριός. Και να που εγώ, ο κοριός και ο πρόστυχος, την έχω ολάκερη στο χέρι, όλην, ολάκερη, και την ψυχή και το κορμί της. Θα στο πω ειλικρινά: τούτη η σκέψη, η σκέψη του φαλαγγιού, άδραξε τόσο γερά την καρδιά μου, που λίγο ακόμα και θα λιωνε από την ηδονή.
Όταν όμως γνώρισε την Γκρούσενκα, λες και τον χτύπησε κεραυνός. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο: είναι η βασίλισσα της αδιαντροπιάς, μια σωστή τίγρισσα που της πρέπει το ικρίωμα, ένα πλάσμα καταχθόνιο, κατά τα λεγόμενα πάντα του Ντιμίτρι (ενώ βέβαια ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία και γεγονότα για να στοιχειοθετήσουμε την ίδια άποψη). Είναι ο θηλυκός Ντιμίτρι, «αχαλίνωτη» και «μανιασμένη», αδίσταχτη στις προσβολές, ακραία αλλά και γεμάτη χαρά και καλοσύνη (απλή, ανοιχτόκαρδη, ένα αλλιώτικο πλάσμα) όταν θέλει. Γι’ αυτήν την γυναίκα ο Μίτια τα δίνει όλα -δεν δειλιάζει ακόμα και να πεθάνει για ένα βλέμμα˙ είναι η μοιραία γυναίκα της ζωής του, ποτέ δεν ένιωσε αυτό το καινούριο, αδοκίμαστο αίσθημα, ένα αίσθημα αναπάντεχο και γι αυτόν τον ίδιο, ένα αίσθημα τρυφερό μέχρι ευλάβειας, μέχρι εκμηδένισης.
 -Και θα εκμηδενιστώ! πρόφερε ξάφνου σε μια κρίση υστερικού ενθουσιασμού.

Β΄. Ο φόνος του πατέρα
Αυτός σκότωσε και γω τον δίδαξα να σκοτώσει.
Ποιος δεν επιθυμεί τον θάνατο του πατέρα;

Ντιμήτρι (Μίτια)
Όλα συνηγορούν στο ότι ο Φιοντόρ Καραμάζοβ δολοφονήθηκε από τον Μίτια. Ήδη ο συγγραφέας μάς έχει προετοιμάσει γι’ αυτό από τις πρώτες εκατό σελίδες. Πόσες φορές πάνω στο πάθος του ο Ντιμήτρι/Μίτια δεν αναφώνησε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του; Πόσες φορές δεν χρειάστηκε χρήματα και δεν έδειξε με τον τρόπο του ότι τα χρήματα που φύλαγε ο πατέρας Καραμάζοβ τα θεωρούσε δικά του; Πόσα κίνητρα ακόμα να χρειάζεται η εμπάθειά του;
Το μεγαλείο είναι ότι δεν τον ενδιαφέρει καθόλου ότι όλες οι υποψίες πέφτουν δικαιολογημένα πάνω του! Είναι τέτοια η λαχτάρα του να συναντήσει την Γκρούσενκα, που θα την διεκδικήσει από τον πατέρα χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσον, και προχωρά μες στη νύχτα τυφλωμένος, σαν τη θύελλα αναστατώνοντας το σύμπαν για να τη βρει. Μέσα σ αυτήν την παραφορά  ούτε προφυλάξεις παίρνει, ούτε προλαβαίνει να σχεδιάσει τίποτα. Μόλις μαθαίνει ότι η αγαπημένη του βρίσκεται στο Μόκρογιε με τον πρώην της, τρέχει σαν τον τρελό να κλέψει τα χρήματα, αφήνοντας πίσω του χτυπημένο τον επιστάτη Γρηγόρη, μη γνωρίζοντας αν του έχει καταφέρει μοιραίο χτύπημα. Δεν τον ενδιαφέρει, έτσι κι αλλιώς, γιατί το σχέδιό του είναι να δει την Γκρούσενκα (έστω για μια στιγμή, έστω κι από μακριά) και μετά… να πεθάνει! Το περιστατικό περιγράφεται πολύ αναλυτικά αλλά σκόπιμα θολά ως προς κάποιες λεπτομέρειες. Όταν όμως φτάνει στην Γκρούσενκα υπάρχει μια μοιραία ανατροπή: εκείνη τον δέχεται με αγάπη, με γλέντια και χαρές!
Ξάφνου οι σκόρπιες σκέψεις του συγκεντρώθηκαν και όλα φωτίστηκαν. Το φως ήταν τρομερό. Τρομαχτικό!
Ένα λεπτό σχεδόν πριν δεν ήξερε τι να αποφασίσει. Τότε που’ ρχότανε εδώ πέρα τον βασάνιζε κιόλας η επαίσχυντη πράξη του, η κλοπή κι εκείνο το αίμα. Το αίμα!... όμως τότε εν υπέφερε τόσο, ω, όχι! Γιατί τότε όλα πια είχαν τελειώσει. (…)  Λοιπόν, τώρα είναι ίσα ίσα καιρός να ζήσει κανείς, όμως… όμως δεν μπορεί να ζήσει, ω κατάρα!
Το πνεύμα του Μίτια είναι αγνό, κι αυτό φαίνεται πεντακάθαρα μετά τη σύλληψή του! Η αυθόρμητη αντίδραση χαράς όταν έμαθε ότι ο Γρηγόρης ζει, η νευρικότητα και η διαχυτικότητα με την οποία περιγράφει πράξεις και συναισθήματα μπροστά στον ανακριτή, οι απροσδόκητες απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτουν, η αυτοκατηγόρια για ποικίλα αμαρτήματα και η απόλυτη συναίσθηση ότι είναι ένας τίμιος άνθρωπος που έκανε του κόσμου τις προστυχιές (!), μα που έμεινε πάντα τίμιος και ευγενικός άνθρωπος (διψούσα για τιμιότητα, μαρτύρησα για τιμιότητα, μα παρόλ’ αυτά σε όλη μου τη ζωή δεν έκανα παρά χυδαιότητες), κυρίως όμως η ψυχική του ηρεμία όταν βεβαιώνεται για τη βαθιά αγάπη της Γκρούσενκα, όλα αυτά κάνουν τον αναγνώστη να απορήσει. Ο Μίτια βιάζεται να εξιστορήσει όλα τα συμβάντα, «κοχλάζει», όπως λέει ο συγγραφέας. Οι -εξήντα περίπου- σελίδες της προανάκρισης είναι από τις πιο συναρπαστικές του βιβλίου, γιατί βλέπουμε πώς ένα ενθουσιώδες πνεύμα, βουτηγμένο στις προστυχιές και τις ατασθαλίες αλλά ξέχειλο από ειλικρίνεια, ξεγλιστρά από τον ορθολογισμό των ανακριτών, (βέβαια στη συνέχεια εκδίδεται το ένταλμα σύλληψης). Ο Μίτια δεν διστάζει να ομολογήσει ότι σχεδίαζε να αυτοκτονήσει από έρωτα, φάσκει και αντιφάσκει σε σχέση με τα λεφτά που είχε πάνω του (ε, είπα ψέματα, αυτό είναι όλο. Και αφού το είπα την πρώτη φορά δεν ήθελα ύστερα να το διορθώσω. Γιατί λέει ψέματα ο άνθρωπος καμιά φορά;). Παρόλ αυτά, σ αυτή τη φάση  είναι… ειλικρινής και καταλήγει στο μεγαλειώδες:
Πολλά πράγματα έμαθα αυτή τη νύχτα! Έμαθα πως όχι μονάχα είναι αδύνατο να ζεις όταν είσαι παλιάνθρωπος μα πως όταν είσαι παλιάνθρωπος είναι αδύνατο και να πεθάνεις… Μάλιστα κύριοι, πρέπει να πεθαίνει τίμια κανείς!...
Ούτε στη φυλακή φαίνεται να τον απασχολεί τον Μίτια η αθώωσή του. Όταν τον επισκέπτεται ο Αλιόσα, οι κουβέντες του είναι πάνω στην… «Αξιολογία», ενώ γεμάτος ενθουσιασμό αναφωνεί στον αδερφό του: «τώρα που έφτασε η τελευταία διορία πρέπει να σ ανοίξω την καρδιά μου. Τούτους τους δυο μήνες, αδερφέ μου, βρήκα μέσα μου έναν άλλον άνθρωπο, λες και αναστήθηκε εντός μου ένας άλλος άνθρωπος! Τον είχα πάντοτε μέσα μου, μα ποτέ δεν θα παρουσιαζόταν μπροστά μου αν δε με χτύπαγε αυτό τ’ αστροπελέκι». Ξεχειλίζει από δίψα για ζωή (μέσα σε χίλια μαρτύρια –υπάρχω, μέσα στους σπασμούς των βασανιστηρίων –υπάρχω, ζώντας πάνω σ ένα στύλο –υπάρχω, βλέπω τον ήλιο, και αν δεν τον βλέπω ακόμα, ξέρω πως υπάρχει. Το μόνο που τον βασανίζει είναι τι γίνεται αν δεν υπάρχει θεός;
Και το επιστέγασμα:
Το μόνο που με κάνει και απορώ τώρα είναι πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν και να μην τα σκέφτονται όλα αυτά.

Ιβάν
Συνείδηση! Τι είναι συνείδηση; Εγώ ο ίδιος τη φτιάχνω.
Γιατί λοιπόν βασανίζομαι; Από συνήθεια.
Από πανανθρώπινη συνήθεια εφτά χιλιάδων ετών.
Ας την ξεσυνηθίσουμε και θα γίνουμε θεοί.

Αντίθετα απ΄ ό, τι θα περίμενε κανείς, ο Ιβάν μετά τη δολοφονία του πατέρα του «αρρωσταίνει». Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον αμφισβητία, -αυτόν τον άθεο, τον ασεβή κυνικό, που δίδασκε ακόμα και τον (επίσης άθεο) Σμερντιακόβ ότι δεν υπάρχει τίποτα και «όλα επιτρέπονται»- να βασανίζεται από ένα μυστικό, που δεν αργεί να μας αποκαλυφθεί. Ο φόνος φαίνεται να τον αφορά άμεσα, ή μάλλον έμμεσα: αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ, τότε τον επηρέασε ο ίδιος, ουσιαστικά έγινε όργανό του, άρα ο Ιβάν είναι ο ηθικός αυτουργός. Ο Αλιόσα σπεύδει να τον καθησυχάσει (ολόκληρο κεφάλαιο επιγράφεται «Δεν είσαι εσύ! Δεν είσαι εσύ!»), ενώ εκείνος αρχικά αρνιέται τις συμβουλές των «απεσταλμένων του θεού». Όμως η αλήθεια του αποκαλύπτεται σιγά σιγά και τον διαβρώνει. Μέσα στη σύγχυσή του εξομολογείται στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, τη μυστική του αγάπη (όπως μας αποκαλύπτεται εντέλει) όλες του τις ηθικές αμφιβολίες. Επισκέπτεται ξανά και ξανά τον Σμερντιακόβ ο οποίος τον τρελαίνει με τις λογικά ηθικές του παρατηρήσεις (δεν θα μπορούσατε ποτέ να σκοτώσετε εσείς ο ίδιος και ούτε το θέλατε, όμως θέλατε να τον σκοτώσει κάποιος άλλος, Αυτό το θέλατε). Ο Σμερντιακόβ του αποδεικνύει ότι είχε κάθε λόγο να τον συμφέρει αυτός ο φόνος και ότι βαθιά μέσα του ήθελε να γίνει αυτός ο φόνος. Η αμφιβολία τρελαίνει τον Ιβάν (αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ και όχι ο Ντιμήτρι, τότε σίγουρα είμαι κι εγώ συνένοχος γιατί τον παρακίνησα)..
Το μυθιστόρημα παίρνει χαρακτήρα αστυνομικού θρίλερ, χωρίς βέβαια να χάνει το ψυχογραφικό του ενδιαφέρον. Γιατί από τη μια η αμφιβολία διογκώνεται εξαιτίας ενός «ντοκουμέντου» που βρίσκεται στα χέρια της Κατερίνας Ιβάνοβνα και ενοχοποιεί τον Μίτια, από την άλλη ο Σμερντιακόβ βασανίζει σαδιστικά τον Ιβάν μέχρι να του αποκαλύψει απερίφραστα την αλήθεια (τότε όμως ήσασταν θαρραλέος, “όλα επιτρέπονται” λέγατε και τώρα κατατρομάξατε!).
Η αρρώστια του Ιβάν επιδεινώνεται. Είναι φανερό ότι είναι καθαρά ψυχική ενώ σ ένα εκτεταμένο κεφάλαιο περιγράφεται ο εφιάλτης του˙ σαν παραλήρημα, η συνομιλία εφ όλης της ύλης με τον… διάβολο. Η φιλοσοφική αξία του διαλόγου είναι μεγάλη, παρόλο που το εύρημα παραείναι παιδαριώδες. Ο διάβολος/σατανάς τον ειρωνεύεται (τι σημασία έχει για σένα η αρετή;), του λέει «πολλές αλήθειες» (ήξερε τι να μου πει για να με κάνει έξω φρενών/εδώ που τα λέμε μου είπε πολλές αλήθειες για τον εαυτό μου), τού ανατρέπει όλη τη θεωρία ότι θεός και αθανασία δεν υπάρχουν. Όλα φαίνεται να καταρρέουν γιατί ο άνθρωπος ηθικά αναζητά την Αλήθεια (όπως κάνει θέλοντας και μη ο Ιβάν). Στη βαθιά θρησκευτική συνείδηση του συγγραφέα ο θεός ταυτίζεται με την αλήθεια, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγνοήσει:
Ο Αλιόσα άρχιζε να καταλαβαίνει την αρρώστια του Ιβάν: «Βασανίζεται από την περήφανη απόφαση, από τη βαθιά του συνείδηση». Ο θεός, που δεν τον πίστευε, και η αλήθεια Του κυρίεψαν την καρδιά του, που δεν ήθελε ακόμα να υποταχτεί. Ο Αλιόσα χαμογέλασε ήρεμα: «Ο Θεός θα νικήσει!» σκέφτηκε. «Ή, θ αναστηθεί μέσα στο φως της αλήθειας ή… θα χαθεί στο μίσος, εκδικούμενος τον εαυτό του και τους πάντες γιατί υπηρέτησε σε κάτι που δεν πίστευε», πρόσθεσε πικρά ο Αλιόσα και ξαναπροσευχήθηκε για τον Ιβάν).

Σμερντιακόβ
Ο συγγραφέας δεν αφιερώνει αντίστοιχα πολλές σελίδες στον τέταρτο, νόθο γιο του Φιοντόρ Καραμάζοβ,  τον Πάβελ Φιοντόροβιτς, που ζει σαν υπηρέτης/μάγειρας στο σπίτι του με το όνομα Σμερντιακόβ, από το παρατσούκλι της «παλαβής» και διεφθαρμένης μάνας του. Ο Σμερντιακόβ είναι παρών σε όλες τις οικογενειακές ιστορίες αλλά είναι άρρωστος, επιληπτικός και φυσικά κανένας δεν τον λογαριάζει επίσημα για γιο του Καράμάζοβ. Ο πρώτος στον οποίο θα δημιουργήσει ανησυχίες/υποψίες ο δειλός και τιποτένιος λακές (ένα δίποδο άθροισμα όλης της δειλίας του κόσμου, μια βρεμένη κότα με αδύναμο μυαλό) είναι ο Ιβάν. Μιλούσαν για φιλοσοφικά ζητήματα/ο Σμερντιακόβ όλο ζητούσε πληροφορίες, έκανε κάτι πλάγιες ερωτήσεις που φαινόταν να τις είχε καλοσκεφτεί κι έδινε τον αέρα ανθρώπου που υπολόγιζε τις κινήσεις του με ιδιοτέλεια.
Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας καθορίζει ως «φονιά του πατέρα», πατροκτόνο δηλαδή για να αποδώσουμε με ψυχαναλυτικό όρο αυτό που επιδιώκει ο Ντοστογιέβσκι (Ποιος δεν επιθυμεί τον θάνατο του πατέρα;), αυτό το αποπαίδι,  τον άρρωστο ψυχικά και σωματικά, άθεο και ευεπηρέαστο σε μηδενιστικές θεωρίες. Αν και όλοι, εκτός από τον αγαπημένο του θεού Αλιόσα, είχαν λόγους για να σκοτώσουν τον Φιοντόρ. Τον πραγματικό φονιά τον μαθαίνουμε κι εμείς οι αναγνώστες πολύ πριν την περίφημη δίκη. Τον μαθαίνουμε μαζί με τον Ιβάν, του οποίου η ψυχή περνά από τα σαράντα κύματα μέχρι να του αποκαλυφθεί η τρομερή Αλήθεια (πράγμα που σημαίνει ότιείναι συνένοχος, ηθικός αυτουργός).
Η προσωπικότητα του Σμερντιακόβ φωτίζεται περισσότερο από τα λόγια του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς, του εισαγγελέα (το παλικάρι αυτό είχε ικανότητες μα ήταν ανόητος και τσακισμένος από την αρρώστια και το σπουδαιότερο άθεος και πως την αθεΐα του τη διδάσκανε ο Φιόντορ Πάβλοβιτς και ο μεγαλύτερος γιος). Τον παρουσίασε σαν άνθρωπο με αδύναμο λογικό, με στοιχεία κάποιας συγκεχυμένης μόρφωσης που τον παραστρατήσανε, με φιλοσοφικές ιδέες που ξεπερνούσαν τις νοητικές του ικανότητες και που είχε τρομοκρατηθεί από μερικές σύγχρονες δοξασίες περί καθήκοντος και υποχρεώσεων που του τις διδάξανε πρακτικά ο πατέρας του και θεωρητικά ο μεγαλύτερος γιος, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
Αγάπη, αλήθεια, έρωτας, θυσία
Η Αγάπη και η Αλήθεια είναι οι δυο βασικές αξίες γύρω από τις οποίες δοκιμάζονται και στροβιλίζονται οι ήρωες. Η βαθιά θρησκευτική συνείδηση του Ντοστογιέβσκι δίνει δικαίωση στην πίστη σ αυτές τις δύο αξιακές παραμέτρους. Έτσι, δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι διαφορετικές στάσεις των αδερφών Καραμάζοβ οδηγούν στην αντίστοιχη μοίρα. Ο Ντιμήτρι είναι ο αχαλίνωτος, άσωτος αμαρτωλός , που βρίσκει το δρόμο του, το δρόμο της εσωτερικής ευτυχίας, της αληθινής αγάπης (με την Γκρούσενκα) και της λύτρωσης παρόλη την καταδίκη του. Ο Αλιόσα είναι αυτός που ξέρει να μοιράζει αγάπη, αγάπη «ενεργητική».  Γι’ αυτό και ουσιαστικά παραμένει αλώβητος, και με το στόμα του ο συγγραφέας εκφράζει την βαθύτερη κατανόηση, τις βαθύτερες αλήθειες. Ο Ιβάν βασανίζεται μέχρι τέλους παλεύοντας με τη συνείδησή του (ή με τον «Διάβολο») ενώ ο Σμερντιακόβ αφαιρεί μόνος του τη ζωή του.
Η αγάπη με όλες της τις μορφές  -η συγγενική, η αδελφική, η φιλική και ασφαλώς η ερωτική- αποδίδεται σε όλους τους τόνους. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι όλο το μυθιστόρημα έχει ως βαθύτερο θεματικό κέντρο την Αγάπη. Υπάρχει το ερωτικό κυνήγι του πατέρα και του Μίτια προς την Γκρούσενκα, η αγάπη του Μίτια προς την Γκρούσενκα (άλλο να ‘ σαι ερωτευμένος κι άλλο ν αγαπάς. Μπορείς να ερωτευτείς μια γυναίκα ακόμα και μισώντας την) αλλά και προς την Κατερίνα˙ της Κατερίνας Ιβάνοβνα στον Μίτια αλλά και στον… Ιβάν (δυο εχθροί ερωτευμένοι). Η αγάπη της Λίζας προς τον Αλιόσα και η τυφλή ανταπόκρισή του. Η ανυπότακτη ζήλεια. Οι αποχρώσεις όλων αυτών των συναισθημάτων, οι μεταπτώσεις και οι αντιδράσεις είναι θυελλώδεις, και στηρίζονται σε γεγονότα και πράξεις:
·           Εκείνη την κοίταξα τότε κάπου τρία ή πέντε δευτερόλεπτα με τρομερό μίσος –με κείνο το ίδιο μίσος που απέχει από τον έρωτα, από τον πιο παλαβό έρωτα, μόλις μια τρίχα!
·           Μήπως ένας Καραμάζοβ μπορεί αιώνια να φλέγεται από ένα τέτοιο πάθος; Γιατί αυτό είναι πάθος κι όχι έρωτας.
·           Σας αγαπώ παρόλο που δεν σας σέβομαι.
·           Με είχε φέρει σχεδόν σε σπαραγμό.
·           Ένιωθε ταπεινωμένη, προσβεβλημένη και καταφρονεμένη, ένιωθε πως την περιφρονούσαν για τα συναισθήματά της. Και να που ξανάρθε ο άνθρωπος που και πρώτα την αγαπούσε τόσο -ω, αυτό το ήξερε πολύ καλά- και που τον θεωρούσε πάντα στην καρδιά και στο πνεύμα ανώτερό της. Όμως η κοπέλα είχε αυστηρές αρχές και δεν του δόθηκε ολότελα παρόλο τον ασυγκράτητο, καραμαζοβικό πόθο του αγαπημένου της και παρόλη τη  γοητεία που ασκούσε πάνω της.
·           Μονάχα από περηφάνια δέθηκε μαζί του με αγάπη υστερική και σπαραχτική, από προσβεβλημένη περηφάνια, και αυτή η αγάπη έμοιαζε περισσότερο με εκδίκηση παρά με αγάπη.
Η αγάπη, στην περίπτωση της Κατερίνας Ιβάνοβνα φτάνει στα όρια της θυσίας, και όσο αφορά τον Μίτια, και όσο αφορά τον Ιβάν. Η Κάτια βρίσκεται ακριβώς σ εκείνη τη στιγμή του αβάσταχτου πόνου όταν και η πιο περήφανη καρδιά με πόνο συντρίβει την περηφάνια της και πέφτει νικημένη από την οδύνη.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επαναλαμβάνεται αρκετές φορές η λέξη «σπαραγμός» (η διαβεβαίωση πως η Κτερίνα Ιβάνοβνα αγαπάει τον Ιβάν και πως μονάχη της, επίτηδες, για κάποιον λόγο, «σπαράζει» και ξεσκίζει την καρδιά της, ξεγελάει τον εαυτό της, βασανίζεται νομίζοντας τάχα πως αγαπάει τον Ντιμήτρι…).
Η λύτρωση των παθών μέσω του πόνου και της αγάπης, η υπέρβαση και η μετάβαση σ ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας είναι πλέον πράξη. Υπογραμμίζεται από τα άμεσα χριστιανικά μηνύματα που μεταφέρουν ο Πάτερ Παΐσιος, και ο στάρετς στο αντίστοιχα εκτεταμένο κεφάλαιο: 
-Θα επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη.
Αν  τα αποφασίσεις αυτό μια για πάντα, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλον τον κόσμο. 
Η ταπεινοσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι φοβερή δύναμη.  

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Στο μέρος αυτό του βιβλίου προβάλλεται αυτή η  πτυχή της μοναστηριακής ζωής, ο θεσμός των στάρετς, που άνθιζε πάνω από χιλιετία στον Άθω και στο Σινά, ενώ στη Ρωσία ίσχυε για καμιά εκατονταετία μόνο. Τι είναι λοιπόν στάρετς; Στάρετς είναι αυτός που σας παίρνει την ψυχή σας, τη θέλησή σας στη δική του ψυχή και στη δική του θέληση. Εκλέγοντας τον στάρετς σας, απαρνιέστε τη θέλησή σας και την παραδίνετε σε αυτόν με την υποχρέωση της πλέριας υπακοής, με πλέρια αυταπάρνηση. Αυτήν την δοκιμασία, αυτό το τρομερό σχολείο της ζωής, ο απαρνούμενος τον εαυτό του, το αποδέχεται θεληματικά με την ελπίδα πως ύστερα από μακροχρόνια δοκιμασία θα νικήσει τον εαυτό του (…) δηλαδή θα ελευθερωθεί από τον εαυτό του.
[2] Ο θνητός για να υψωθεί
Να μην ειν ταπεινωμένος
Με τη μάνα του τη γη
Πρέπει αιώνια να ν δεμένος