Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Το παράδοξο του Αϊνστάιν, Colin Bruce

Ένα πάρα πολύ διασκεδαστικό κι… επιμορφωτικό ταυτόχρονα βιβλίο, που απευθύνεται σε όσους λατρεύουν τα φυσικομαθηματικά αλλά και τις ιστορίες μυστηρίου. Πρόκειται για μικρές ιστορίες με πρωταγωνιστές τους γνωστούς ήρωες του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, δηλαδή τον Σέρλοκ Χόλμς και τον Ουότσον, οι οποίοι καλούνται να εξιχνιάσουν εγκλήματα κι ανακαλύπτουν, με τη βοήθεια των επίσης γραφικών κι υπερφίαλων επιστημόνων καθηγητών Τσάλεντζερ και Σάμερλι, ότι η λύση του μυστηρίου βασίζεται σε κάποια εφαρμογή της σύγχρονης φυσικής. Κατά κανόνα ακολουθεί εκλαΐκευση της θεωρίας με «χειροπιαστά» παραδείγματα του τύπου «έχουμε ένα τρένο μήκους 330.000 χλμ», που όμως βοηθά πάρα πολύ τον μέσο κι αδαή αναγνώστη να «συλλάβει» θεωρίες δύσκολες στην κατανόησή τους. Ενισχυτικά είναι και τα σκίτσα που πολλές φορές παρατίθενται και κάνουν πιο κατανοητά τα παράδοξα (στον μικρόκοσμο και στον μακρόκοσμο) που προσπαθεί να ανιχνεύσει η σύγχρονη επιστήμη. Παράδοξα που αφορούν τη θεωρία της σχετικότητας, την κβαντική θεωρία, τη σχέση μάζας και ενέργειας, τις ιδιότητες του ουρανίου, τη φύση και την ταχύτητα του φωτός, την αντίληψη του χρόνου και του ταυτόχρονου, τη θεωρία πιθανοτήτων κ.α.
Άλλωστε, και μόνο οι τίτλοι των υποθέσεων προσελκύουν και εξάπτουν τη φαντασία του αναγνώστη: Η υπόθεση της χαμένης ενέργειας, του προατομικού γιατρού, των ιπτάμενων σφαιρών, της σχετικής ζήλειας, της γάτας της κυρίας Χάντσον, της ερημικής παραλίας κλπ.

Βρισκόμαστε βέβαια στις αρχές του 20ου αι. Αφηγητής είναι ο προσγειωμένος και μετριοπαθής Ουότσον, που ακολουθεί με σκεπτικισμό ("Η Άλγεβρα μού προκαλεί τρόμο!" ) αλλά και με γνήσιο ενδιαφέρον τα άλματα του Σέρλοκ και των δυο άλλων, ακόμα πιο επηρμένων επιστημόνων:
-Ειλικρινά, Χόλμς, κάνω ό, τι μπορώ! Αλλά αν οι προσπάθειές σου στοχεύουν στην αναβάθμιση του μορφωτικού μου επιπέδου, οφείλεις να κάνεις κάποιες παραχωρήσεις. Για παράδειγμα, οι λεπτές έννοιες των μαθηματικών είναι πέραν των αντιληπτικών μου δυνατοτήτων!
Ο Χόλμς χαμογέλασε και στη συνέχεια σήκωσε με επισημότητα το δεξί χέρι με την παλάμη στραμμένη προς το μέρος μου.
-Σύμφωνοι, Ουότσον. Έχεις το λόγο μου γι’ αυτό: θα προσπαθήσω να ζορίσω τον εγκέφαλό σου για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθηματικά. Στην πραγματικότητα, οι μαθηματικές λεπτομέρειες έχουν συνήθως δευτερεύουσα σημασία στην επιστημονική έρευνα. Το σημαντικό είναι η κατανόηση των επιστημονικών αρχών, κι όχι οι υπολογισμοί.

Και στη σελίδα 230 (στην "Υπόθεση του ενεργειακού αναρχικού (!)" όπου μεταξύ άλλων διερευνάται η σχέση κινητικής ενέργειας και μάζας):
Δεν υπάρχει θέμα διαφωνίας όσο αφορά τους υπολογισμούς. Πρόκειται για ένα πιο λεπτό ποιοτικό σημείο: πώς θα ερμηνευτούν τα αποτελέσματα.
Έμεινα κατάπληκτος.
- Θυμάμαι από το σχολείο ότι ήταν αρκετά εύκολο να αποκτήσεις μια ποιοτική κατανόηση της επιστήμης. Οι υπολογισμοί των ποσοτικών μεγεθών ήταν αυτοί που μας έκαναν τη ζωή δύσκολη.

Έτσι λοιπόν, η αμεσότητα των …εγκλημάτων μας βάζει σ' ένα σκηνικό καθημερινότητας όπου η ανάγκη να βρεθεί λύση είναι επιτακτική. Αυτό, καθώς και η γλαφυρότητα της αφήγησης, το διάχυτο λεπτό εγγλέζικο χιούμορ που «σκιτσάρει» κυριολεκτικά τους ήρωες ("έχω εδώ μια έξυπνη συσκευή που θα αποδείξει την επιχειρηματολογία μου…"), εκτός του ότι δίνουν ανάλαφρο τόνο, προχωρούν κατευθείαν στην ουσία, στην ουσία την επιστημονική. Η ανταγωνιστικότητα και οι διαπληκτισμοί των δυο επιστημόνων Τσάλεντζερ και Σάμερλι, πέραν του ότι είναι διασκεδαστικοί, είναι έξυπνο εύρημα για να φανούν οι αντιπαραθέσεις και οι διαφωνίες πάνω σε θέματα όπως η -σωματιδιακή/κυματική- φύση του φωτός.

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, σε γνώστες της φυσικής και μη, και σε κάνει να αγαπάς τη φυσική επιστήμη και να βλέπεις πόσο άμεση είναι η σχέση της με την καθημερινότητα.


Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010

Έγκλημα και τιμωρία, Φιοντόρ Ντοστογιέβσκι

Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του και η φυλακή,
του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός,
που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του.
Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλή ώρα εκείνο το βράδυ
κι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει. Απλώς αισθανόταν.
Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα
το δρόμο του μες το μυαλό του.

Από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι το παραπάνω απόσπασμα -όταν πια ο κύκλος του εγκλήματος του Ρασκόλνικοφ έχει κλείσει- κι όλο το περιεχόμενο του μυθιστορήματος θαρρείς συνοψίζεται σ’ αυτές τις λίγες γραμμές. Το έγκλημα και η υπέρβασή του· η υπέρβαση της εσωτερικής πάλης· το πέρασμα της συνείδησης σ’ ένα άλλο επίπεδο όπου είναι κυρίαρχη η δύναμη της ζωής. Ο αναγνώστης αφήνει τον ήρωα στη φυλακή όπου έχει οδηγηθεί μετά από αυτόβουλη ομολογία, αλλά είναι πια λυτρωμένος, πνευματικά ελεύθερος.

Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο μονοδιάστατα στα έργα του Ντοστογιέφσκι· έτσι κι εδώ, το κείμενο κινείται σε πολλά επίπεδα και οι ήρωες ξεδιπλώνουν αβίαστα όλες τις αντιφάσεις τους. Ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι ένας συνηθισμένος εγκληματίας και η μεταστροφή του δεν είναι μια χριστιανικού τύπου μετάνοια. Αν κι ο Ντοστογιέβσκι επιτρέπει ΚΑΙ αυτή την ανάγνωση. Όμως κατά τη γνώμη μου προχωρά πολύ περισσότερο, και σε πλάτος και σε βάθος. Σε πλάτος γιατί υπάρχει μια περιρρέουσα κοινωνική κατάσταση και ιδεολογία που θέτει ηθικά διλήμματα (του τύπου «αξίζει να θυσιαστεί/φονευτεί μια ζωή –μια ψείρα- ένα εγκληματάκι για να γίνουν πολλές αγαθοεργίες;», «υπάρχουν ζωές που αξίζουν περισσότερο από άλλες;», "υπάρχουν κάποια “εξαιρετικά” άτομα, που έχουν απόλυτο δικαίωμα να κάνουν όλων των ειδών τις ατιμίες;»), στα οποία ο Ρασκόλνικοφ καλείται ν’ απαντήσει έμπρακτα· σε βάθος γιατί ο συγγραφέας προχωρά και ανατέμνει ψυχικές δομές της ανθρώπινης ύπαρξης «απαντώντας» αυτή τη φορά σε ερωτήματα όπως «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στο φόνο;» ή «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στην απόκρυψη της αληθινής της φύσης;», διεισδύοντας στις πιο εσωτερικές φωνές ενός προσώπου, πιο συγκεκριμένα του Ρασκόλνικοφ. Τέλος, «ζωγραφίζει», στήνει σκηνικά, σκιαγραφεί ανθρώπινους χαρακτήρες, μεταφέρει τον παλμό των κοινωνικών αντιθέσεων και τη μυρωδιά της πολιτικής κατάστασης στα χρόνια μετά τον Ναπολέοντα.

Ο Ρασκόνικοφ –σκόπιμα προφανώς- δεν έχει κοινωνικό κύρος, δεν εκπροσωπεί κάποια κοινωνική τάξη. Είναι ταπεινής καταγωγής, ένας «πρώην» φοιτητής, πολύ φτωχός, ακοινώνητος, περήφανος. Πολύ όμορφος αλλά κακοντυμένος και χλωμός. Χωρίς ξεκάθαρη πολιτική θέση ή ιδεολογία, θαυμαστής του Ναπολέοντα, σέρνει μια απελπισία στα όρια του μηδενισμού· ένας «φυγάνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης (Ντοστογιέβσκι, σελ. 233).


Αναποφασιστικότητα, δειλία, ντροπή, σιχασιά αλλά κι ερεθισμός και ένταση είναι τα παλλόμενα συναισθήματα του ήρωα όπως μας μεταφέρονται από την πρώτη κιόλας σελίδα. Η απόφαση έχει παρθεί αλλά η συνείδηση βρίσκεται σε σύγχυση. Ο ίδιος του ο φόβος, καθώς κατεβαίνει τις σκάλες έχοντας δρομολογήσει το έγκλημα, τον κάνει να απορεί: την ώρα που πάω να κάνω κάτι τόσο σοβαρό, να φοβάμαι αυτά τα τιποτένια! (…) ήθελα να’ ξερα. Τι να’ ναι αυτό που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα οι άνθρωποι; Το καινούριο βήμα, την καινούρια δική τους λέξη. Αυτό είναι που φοβούνται πιο πολύ…
Οι άνθρωποι οι εξαιρετικοί, κατά τον Ρασκόλνικοφ (όπως τουλάχιστον μαθαίνουμε στο τέλος του μυθιστορήματος από ένα άρθρο «Περί εγκλήματος» που έχει ήδη δημοσιεύσει) έχουν το χάρισμα και το ταλέντο να πουν στο περιβάλλον τους έναν καινούριο λόγο. Την καινούρια τάξη πραγμάτων, την καινούρια συνείδηση.
Η ταύτιση με τον ήρωα στην οποία μας καθοδηγεί βήμα-βήμα ο συγγραφέας, μας κάνει ν’ αγκαλιάζουμε με σχετική συμπάθεια τη γεμάτη ένταση ψυχή, κι αυτό γίνεται καθώς ακούμε συνέχεια την εσωτερική φωνή του, τον πολυφωνικό τρόπο με τον οποίο βιώνει κάθε εμπόδιο· ακούμε την αγωνία του πριν αλλά και μετά το έγκλημα. «Το εσώτατο σημείο όπου φωλιάζει ο ψυχισμός», όπως γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο «Ντοστογιέβσκι», σελ 239, «δεν είναι ένας ελεγχόμενος χώρος σιωπής αλλά ένα ακατάπαυστο μούρμουρο, ένα λαλίστατο ηχείο όπου αντηχούν οι φωνές των άλλων, που προκαλούν, κατηγορούν και διώκουν. Ο Ντοστογιέβσκι έβλεπε τη συνείδηση σαν μια κονίστρα αντιδικίας και μόνιμης λογομαχίας, έναν ανοίκειο χώρο πυκνοκατοικημένο από όλες τις δόλιες εκφάνσεις του «εγώ» και του «εσύ».


Πολλά είναι τα εξωτερικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν το έγκλημα: η φτώχεια, ο στρυφνός και αντιπαθητικός χαρακτήρας της γριας-εκμεταλλεύτριας, η οικτρή οικονομική κατάσταση της μητέρας και της περήφανης αδελφής που αναγκάζεται να «πουληθεί» για τους δικούς της ανθρώπους (το πράγμα είναι ολοφάνερο, για τον εαυτό της, για την άνεσή της, ακόμα και για να σώσει τον εαυτό της από το θάνατο, δε θα πουλιότανε, αλλά για τον άλλον, να που πουλιέται! Πουλιέται για ένα αγαπημένο της πρόσωπο, για ένα άτομο που λατρεύει. Αποθανέτω η ψυχή μου! Φτάνει αυτά τα πλάσματα που αγαπήσαμε να είναι ευτυχισμένα!) Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν προβάλλεται ιδιαίτερα. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν, υποθέτει ο αναγνώστης, όχι όμως ως καθοριστικά κίνητρα του ήρωα, αλλά ως παράγοντες που δεν τον εμποδίζουν να δράσει διαφορετικά. Ο Ντοστογιέβσκι μάς τον δείχνει να οδηγείται σχεδόν υπνωτισμένος προς το φόνο, σαν κάτι που «πρέπει» να γίνει, χωρίς να φωτίζει, χωρίς να εξηγεί, χωρίς να ερμηνεύει. Ο παντογνώστης αφηγητής πολύ σπάνια θα ερμηνεύσει, απλώς καταγράφει, διεισδύοντας όμως σε κάθε πτυχή της εσωτερικότητας του ήρωα. Κι ακόμα πιο αποπροσανατολιστικό είναι το στοιχείο μιας σπάνιας φιλευσπλαχνίας και ευαισθησίας που διακρίνει τον Ρασκόλνικοφ και ζωγραφίζεται στα επεισόδια με τον Μαρμελάντοφ, τη Σόνια, το νεαρό μεθυσμένο κορίτσι, τη στάση που κρατά απέναντι στην αδελφή του. Είναι φιλεύσπλαχνος και δίνει απλόχερα τα λιγοστά του χρήματα για να βοηθήσει. Κι όλα αυτά πριν το φόνο.
Μένει έτσι γυμνό, καθαρό το ιδεολογικό στοιχείο ως κίνητρο, που προοικονομείται στο πρώτο μέρος αλλά γίνεται πιο διαυγές στο δεύτερο μισό – ο ήρωας μένει «πιστός» στις ιδέες του περί εξαιρετικών ανθρώπων μέχρι τέλους, που πάει στη φυλακή. Και όχι, ούτε τότε μετάνιωσε, με τη χριστιανική σημασία του όρου.
Λοιπόν;
Γιατί σκότωσε ο Ρασκόλνικοφ;
Ούτε κι ο ίδιος ξέρει καλά καλά.
Αυτό που δίνει νόημα στην πράξη του είναι αυτό που ακολουθεί το φόνο, το χτίσιμο της συνείδησης γύρω από το ρήγμα που άνοιξε ο ίδιος στον εαυτό του.

Οδηγήθηκε στο φόνο σαν από κάποια αναγκαιότητα, σε μια κατάσταση οριακή ψυχικά και σωματικά, και εξαντλεί όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις για να μην αποκαλυφθεί. Κινείται στο «κόκκινο» και μαζί του συμπάσχουμε κι εμείς, όχι μόνο στη φονική πράξη αλλά και σε ό, τι ακολουθεί. Γιατί γρήγορα διαψεύδεται η αρχική του πεποίθηση ότι ο φόνος θα ολοκληρωθεί όταν απλά θα έχει συντελεστεί η πράξη. Ο διπλός φόνος (αναγκάστηκε να σκοτώσει και την αδερφή της γριας) κάθε λεπτό δίνει ώθηση σ’ ένα εφιαλτικό κυνηγητό προκειμένου να μην τον υποπτευτούν. Οι δοκιμασίες που περνά είναι απρόβλεπτες και ποικίλες: πιο απίθανη απ’ όλες η ομολογία του Νικολάι – μπογιατζή στον πρώτο όροφο- ότι εκείνος διέπραξε το φόνο! Κι ακόμα πιο απίθανοι οι ελιγμοί του δαιμόνιου ντετέκτιβ, του Πορφύρη, που σαν alter ego, παίζει το παιχνίδι του ποντικού με τη γάτα και βασανίζει την κουρασμένη συνείδηση του Ρασκόλνικοφ. Η «αστυνομική» πλοκή συναρπαστική, ακόμα και στο επίπεδο τί-ποιος- πού.

Μπορεί κάποιος να σταθεί στο ουσιαστικό θρησκευτικό στοιχείο, για την ακρίβεια στο απόσταγμα της χριστιανικής θεώρησης για τη ζωή (ο άνθρωπος αξίζει να ευτυχεί πάντα μέσα από τον πόνο) που αναμφισβήτητα υπάρχει στο έργο του Ντοστογιέβσκι κι ενσαρκώνεται μέσα από τον τύπο της γεμάτης αγάπη και αυταπάρνηση Σόνιας. Μπορεί επίσης κάποιος να δει την ιδεολογική πάλη της εποχής (μηδενισμός, επανάσταση, σοσιαλισμός, ριζοσπαστισμός: όλα εξαρτώνται από το περιβάλλον; Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα; μπορούμε να θυσιάσουμε το άτομο για το κοινωνικό συμφέρον;). Ο Κ. Παπαγιώργης μιλά για τον αγώνα του Ντοστογιέβσκι κατά των ορθολογικών θεωριών (του σοσιαλισμού και του καθολικισμού μη εξαιρουμένων), που ουσιαστικά φυσικοποιούν τον άνθρωπο, τον εντάσσουν σε μια απαρέγκλιτη αναγκαιότητα στην οποία μόνο υποκύπτοντας μπορεί να επιβιώσει». Θα μπορούσε λοιπόν να στηρίξει κάποιος τη άποψη ότι ο Ντοστογιέβσκι, με εργαλείο τη λογοτεχνία, δηλαδή την αφήγηση βιωμένης εμπειρίας, αντικρούει αυτήν την αντίληψη.

Όλα αυτά τα επίπεδα ενυπάρχουν και διαπλέκονται. Όμως προτίμησα να εστιάσω στην περίπτωση καθαρά της ατομικής συνείδησης. Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένας άνθρωπος που υψώνει την ελευθερία της βούλησης ενάντια σε ό, τι ο ίδιος θεωρεί κατεστημένο, που χωρίς κανένα φανερό καταναγκασμό –ούτε καν εξωτερικό κίνητρο-, επιλέγει «ελεύθερα», να διαπράξει τη βαρύτερη αμαρτία, δοκιμάζοντας τα όριά του. Πιστεύει ότι έχει το χάρισμα, τη δύναμη να ξεφύγει από το πεπρωμένο της ανωνυμίας και της μιζέριας. Προβαίνει στην πράξη-κλειδί, αλλά «ο φόνος φαίνεται να έχει πλήξει μέσα του ένα μυστικό κέντρο το οποίο δε μπορούσε πρωτύτερα να υποψιαστεί», κι όπως ο ίδιος ο Ντοστογιέβσκι γράφει στα Σημειωματάριά του, «μόνο μετά το έγκλημα αρχίζει η ηθική εξέλιξή του και εμφανίζεται η δυνατότητα ορισμένων ερωτημάτων που πρωτύτερα δεν υπήρχαν».
Ο φόβος της τιμωρίας αποδεικνύεται στην πορεία λιγότερο ισχυρός από το πάθος να καταλάβει τα αληθινά κίνητρα της πράξης του, την αλήθεια (δηλαδή τα όρια) της ύπαρξής του. Μπορεί να φοβάται, αλλά νιώθει αθώος. Ούτε μια στιγμή, στους ατέλειωτους εσωτερικούς μονολόγους δε φάνηκε να νιώθει φρίκη ή οίκτο για τα εγκλήματά του. Κρύβεται αλλά φανερώνεται κιόλας. Γεμάτος υπερένταση περιγράφει αναλυτικά, δυο μέρες μετά το φόνο, στον Ζομιότοφ απαντώντας στην ερώτηση «τι θα έκανε αν έπρεπε να κρύψει τα χρήματα» λέγοντας φαρδιά πλατιά την αλήθεια!
Ήξερε τι έκανε μα δε μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Η τρομερή λέξη πήδαγε πάνω στα χείλη του. Λίγο ακόμα και θα του ξέφευγε, λίγο ακόμα και θα την πρόφερε!
-Κι αν τη σκότωσα εγώ τη γριά και τη Λισαβέτα; Πρόφερε ξαφνικά, και συνήλθε.

Αυτό που τον βασανίζει δεν είναι οι τύψεις, οι ενοχές ή η λύπηση, αλλά το ότι είναι δειλός (ελευθερία και εξουσία, εξουσία το σπουδαιότερο! Εξουσία πάνω σ’ όλα τα «τρέμοντα καθάρματα» και πάνω σ’ όλη τη μυρμηγκοφωλιά τους. Να ο σκοπός!). Κι αυτό που τον κάνει να μιλήσει στη Σόνια είναι η ανάγκη του να υπερβεί για μια ακόμα φορά τον εαυτό του (Σε χρειάζουμαι, γι αυτό ήρθα σε σένα (…) Μήπως κι εσύ δεν έκανες το ίδιο; Και συ επίσης παρέβης… είχες τη δύναμη να παραβείς. Σήκωσες το χέρι ενάντια στον εαυτό σου, κατάστρεψες μια ζωή…. Τη δική σου. Το ίδιο κάνει).
Η σκηνή της εξομολόγησης στη Σόνια είναι από τις πιο καθοριστικές στο δρόμο προς την αυτογνωσία. Η συνείδηση του εαυτού γίνεται μέσα από τη συναισθηματική ωρίμανση (άπειρα τα συναισθήματα που καταγράφονται σ’ αυτές τις οριακές στιγμές, έντονα και αλυσιδωτά) καθώς ο Ρασκόλνικοφ προσπαθεί να απαντήσει έλλογα στο «γιατί». Και είναι αλλεπάλληλα τα στρώματα των αιτίων, όλα έγκυρα και πραγματικά, αλλά η «αλήθεια» στη σύνθεσή τους, ρευστή και δυσδιάκριτη:
Ε, καλά, για να ληστέψω.
Ήθελα και να βοηθήσω τη μητέρα μου.
Ήθελα να γίνω Ναπολέοντας.
Το μόνο που έκανα ήταν που σκότωσα μια ψείρα, Σόνια, ένα άχρηστο, σιχαμένο, βρομερό ζωύφιο.
Κατάλαβα πως η εξουσία δίνεται μόνο στους ανθρώπους που τολμούν να σκύψουν και να την πάρουν.
Ήθελα να χω την τόλμη… και τη σκότωσα.
Ήθελα να ν’ ανακαλύψω τότε, κι όσο γινόταν πιο γρήγορα, αν είμαι μια ψείρα σαν όλους τους άλλους ή ένας άνθρωπος. Αν μπορούσα να δρασκελίσω πάνω από εμπόδια ή όχι, αν θα’χα την τόλμη να σκύψω και να πάρω τη δύναμη ή όχι, αν είμαι ένα τρέμον οντάριο.

Όχι, δε μπόρεσε να «πάρει τη δύναμη», αυτού του είδους τη δύναμη. Μέχρι λίγο πριν το τέλος του βιβλίου καταλογίζει στον εαυτό του δειλία και αποτυχία. Ο εγωισμός του είχε τσακίσει. Η εξοργισμένη του συνείδηση δε βρήκε καμιά τρομερή ενοχή στο παρελθόν του, εχτός ίσως από μια αποτυχία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα.

Πράγματι, η απόγνωση τον ακολουθεί ακόμα και στο κάτεργο:
Μια αδιάκοπη κι άσκοπη αγωνία στο παρόν, και μια αδιάκοπη θυσία στο μέλλον, μια θυσία που δε θα’ φερνε τίποτα- αυτά είχε να περιμένει σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί να ζήσει, τι να επιδιώξει; Τι σχέδια να κάνει; Να ζήσει για να υπάρχει; Το να υπάρχει μονάχα, πάντα του ήταν λίγο. Πάντοτε ήθελε κάτι περισσότερο. Ίσως μάλιστα να’ χε δει τον εαυτό του σαν άνθρωπο που του επιτρέπονταν περισσότερα απ’ όσα στους άλλους εξαιτίας ακριβώς των δυνατών και ασυγκράτητων επιθυμιών του.
Η Σόνια πήγαινε καθημερινά και τον έβλεπε στο κάτεργο. Τις περισσότερες φορές έφευγε λυπημένη, πάντα σα να’ παιρνε το χέρι της με κάποια αποστροφή. Πάντα φαινόταν θυμωμένος που την έβλεπε και μερικές φορές δεν έβγαζε λέξη απ΄το στόμα του σ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της.
Όμως η θηλυκή της παρουσία είναι ο καταλύτης, η παρεξηγημένη δύναμη, η anima που θα τον πάρει από το χέρι και θα τον οδηγήσει πίσω, στον εαυτό του. Δε συγχωρεί ακριβώς (άλλωστε τον επιπλήττει και τον συμβουλεύει να παραδοθεί) αλλά τον αγαπά. Απλά και χωρίς όρους: τι έκανες, τι έκανες στον εαυτό σου, είναι η πρώτη της αντίδραση. Δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο δυστυχισμένος σαν κι εσένα.
Γιατί η Σόνια είναι το βλέμμα, ο καθρέφτης, το μάτι που αγκαλιάζει όλα τα πάθη, αθώα ακριβώς γιατί κι εκείνη είναι βουτηγμένη σ’ -αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν - «αμαρτία». Η ψυχή που συν-κινείται και συν-πάσχει, που θα φιλήσει το μεταμορφωμένο βάτραχο και θα τον ελευθερώσει, κάνοντάς τον να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της μοίρας του:

Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του και η φυλακή, του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλή ώρα εκείνο το βράδυκι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει. Απλώς αισθανόταν. Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα το δρόμο του μες το μυαλό του.

Χριστίνα Παπαγγελή