Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2017

Πόλεμος και πόλεμος, László Krasznahorkai

(…)
αλλά γεγονός είναι ότι, στα σαράντα τέσσερα του χρόνια, έβρισκε τον εαυτό του φοβερά ηλίθιο,
έναν πανηλίθιο που, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως κατανοούσε τον κόσμο,
ενώ στην πραγματικότητα, παραδέχτηκε εκεί, στην όχθη του ποταμού,
όχι μόνο δεν κατανοούσε τον κόσμο
αλλά δεν κατανοούσε τίποτα απολύτως

  Πόσο δύσκολο να μιλήσει κανείς γι’ αυτήν την μαγική ασυνάρτητη γραφή, που ωστόσο προχωράει στην ουσία μέσα από απροσδόκητα εσωτερική συνοχή! Με μακροπερίοδο λόγο, ή μάλλον με περιόδους που χωρίζονται με κόμματα αντί για τελείες, χωρίς παραγράφους αλλά με μικρά υποκεφάλαια σε κάθε ενότητα, το ύφος θυμίζει τον αγαπητό Σαραμάγκου, που σου επιβάλλει ξεχωριστό  -αργό- ρυθμό ανάγνωσης και ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε λέξη. Ο αναγνώστης λοιπόν, πριν από κάθε αριθμημένο υποκεφάλαιο, παίρνει μια βαθιά ανάσα και βυθίζεται σ’ ένα είδος παραληρήματος, που το εκφέρει ένας από τους ήρωες σε προφορική αφήγηση (συνήθως ο Κόριμ, ο κεντρικός ήρωας), απευθυνόμενος σχεδόν πάντα σ΄ ένα αόριστο και απρόσωπο ακροατήριο (π.χ. στο αεροδρόμιο, στους υπαλλήλους εταιριών κλπ),όμως όχι σε ευθύ λόγο αλλά σε πλάγιο (του τύπου όπως εξήγησε αργότερα, είπε στο κινέζικο εστιατόριο κλπ)
   Είναι πράγματι μοναδικό το ύφος του Ούγγρου συγγραφέα, και όχι μόνο συναρπάζει όταν ξεπεράσει κανείς το πρώτο σοκ της σελίδας-χωρίς-κενά, αλλά νιώθεις ότι είναι το μόνο που ταιριάζει με το περιεχόμενο. Γιατί το περιεχόμενο είναι εξίσου φευγάτο, αντισυμβατικό και σχεδόν παραμυθένιο: ο κεντρικός ήρωας Κόριμ, που είναι αυτός που συνήθως αφηγείται, ένας μέσος συνηθισμένος υπάλληλος των Αρχείων του κράτους, κάποια μέρα  ανακαλύπτει ένα μυστηριώδες χειρόγραφο που του ανατρέπει όλη τη ζωή, κάθε βεβαιότητα, ακυρώνει κάθε παρελθόν. Δεν μαθαίνουμε βέβαια αμέσως εμείς τι ήταν αυτό το τόσο ανατρεπτικό που ανάγκασε τον Κόριμ να πουλήσει ή να καταστρέψει ΟΛΑ  του τα υπάρχοντα και να ετοιμάσει ένα ταξίδι –Γολγοθά για τη Νέα Υόρκη, όπου μέσα σ’ όλα τα εμπόδια που του θέτει η απειρία του μέτριου υπαλλήλου προστίθεται κι αυτό  της γλώσσας (είχε καταλάβει ότι στην ουσία είχε ήδη φύγει, εφόσον όλα έμπαιναν σε τάξη μπροστά του και όλα κατέρρεαν πίσω του, όπως συνήθως συμβαίνει πιθανώς μ’ αυτού του είδους τα «μεγάλα ταξίδια»). Όπως αποκαλύπτεται έμμεσα στην αρχή, και άμεσα καθώς προχωράει η πλοκή, ο Κόριμ έχει ξεκάθαρο σχέδιο, που του υπαγορεύεται από μια επιτακτικότατη ανάγκη.  
   Η πλοκή, είναι μεν παράδοξη, αλλά σχετικά απλή, χτισμένη σε εικόνες γοητευτικές και κάπως σουρεαλιστικές… Έτσι, βλέπουμε π.χ. αρχικά τον ήρωα πάνω σε μια γέφυρα, περιστοιχισμένο από εφτά πιτσιρικάδες που του έχουν μόλις επιτεθεί, για τους οποίους μαθαίνουμε ότι είναι αλητάμπουρες που περιμένουν το τρένο των 6 να περάσει για να δοκιμάσουν τις καινούριες τους σφεντόνες (!). Σ’ αυτό το απίστευτο ακροατήριο ο Κόριμ αρχικά ξεδιπλώνει τον ακατάσχετο μονόλογό του, βήμα βήμα το πώς άνοιξε η συνείδησή του μετά την ανακάλυψη που έκανε στα αρχεία του τρομερού ανώνυμου χειρογράφου, πώς μεταστράφηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να τα σβήσει όλα και να ξεκινήσει τη μεγάλη αποστολή του (μια ώρα ήταν αρκετή για να είναι πανέτοιμος. (…) Είχε συνειδητοποιήσει ότι μια ώρα είναι αρκετή για να διαλυθούν τα πάντα και να βρεθούμε, πριν εξαφανιστούμε, στο κέντρο ενός εντελώς διαλυμένου διαμερίσματος, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είπε ο Κόριμ, θα άναβε ευχαρίστως ένα τσιγάρο, θα κάπνιζε μια γερή γόπα, ήταν παράξενο, αλλά ξαφνικά είχε την επιθυμία να νιώσει αυτή τη γεύση, να τραβήξει μια γερή ρουφηξιά, μετά να φυσήξει αργά αργά τον καπνό, ήταν η μία και μοναδική φορά στη ζωή του που το αισθάνθηκε αυτό και ακόμη και τώρα δεν καταλάβαινε το γιατί).
Η ψυχική του διάθεση είναι τόσο οριακή που παρακολουθούμε μαζί του μαγεμένοι τη σαγήνη που του ασκούν πράγματα απλά, καθημερινά, όπως τα φώτα του σταθμού με φόντο τον ουρανό καθώς σουρουπώνει (ο ωκεανός των αστεριών και το δάσος των σηματοφόρων κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν τυφλοί, όλες οι μεγάλες συνιστώσες της ύπαρξης ήταν τυφλές, οι μεν απέναντι στις δε, το σκοτάδι ήταν τυφλό, η γη ήταν τυφλή, ο ουρανός ήταν τυφλός, δημιουργώντας έτσι, μέσα στο χαμένο βλέμμα ενός ανώτερου όντος, μια νεκρή συμμετρία μέσα στην απεραντοσύνη, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν, βεβαίως, μια μικροσκοπική κηλίδα, ο Κόριμ… στην πεζογέφυρα… και τα εφτά πιτσιρίκια), ενώ δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί την απειλή από τα κλεφτρόνια που τον έχουν κυκλώσει. Έτσι, κάτι που συναρπάζει τον αναγνώστη είναι ότι σε μικροκλίμακα έχουμε απλές καθημερινές, ανθρώπινες στιγμές με τις άπειρες συναισθηματικές αποχρώσεις, ενώ στο σύνολο χτίζεται μια ιστορία ουσιώδης αλλά αν και εξωπραγματική.
Η αποστολή του Κόριμ περιγράφεται σε λίγες σειρές: να φτάσει στη Νέα Υόρκη (από την Ουγγαρία), γιατί στο μυαλό του εκεί τοποθετεί το «Κέντρο του κόσμου», ένα ταξίδι που αποβαίνει περιπετειώδες. Δυσκολεύεται αφάνταστα να προσαρμοστεί αλλά με γαργαλιστικά επεισόδια καταφέρνει αυτό που με τόση σιγουριά έχει απ’ την αρχή σχεδιάσει: να βρει ένα ασφαλές κατάλυμα χάρη στα χρήματα που κουβαλάει ραμμένα στο παλτό του(στο σπίτι ενός «διερμηνέα» της ουγγρικής που συζεί με μια γυναίκα πορτορικάνα), να αγοράσει έναν υπολογιστή, και να μάθει να τον χειρίζεται έτσι ώστε να περάσει στο Διαδίκτυο την εκπληκτική ιστορία που έφτασε στα χέρια του, να την «πολλαπλασιάσει» αφήνοντάς την ελεύθερη στο διαδίκτυο να διαδοθεί στην αιωνιότητα. Και ύστερα να… αποχωρήσει.
Αυτά είναι τα εξωτερικά στοιχεία της υπόθεσης, έχουμε όμως και την εγκιβωτισμένη ιστορία, αυτήν που συγκλόνισε τον Κόριμ… Που τη μαθαίνουμε κομμάτι- κομμάτι, καθώς εκείνος την αφηγείται στη γυναίκα του διερμηνέα όταν κάνει διάλειμμα από την ψυχαναγκαστική του ρουτίνα σε… ουγγρικά με διάσπαρτες λέξεις αγγλικές! Και χωρίς να ξεχνάμε ποτέ ότι πρόκειται για αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εφόσον, όπως είπαμε, ο Κόριμ μιλά σε πλάγιο λόγο κι ο συγγραφέας μεταφέρει και το ύφος του) συμμετέχουμε σ’ ένα κείμενο-αποκάλυψη…
Όπως λέει ο Κόριμ, ο Ερμής (!), αυτό το όνομα βρίσκεται στο επίκεντρο εκείνου που θεωρεί ωε την πραγματική αφετηρία της ζωής του, τη βαθύτερη πηγή της πνευματικής του αφύπνισης. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, από τα πολλά παρόμοια σ’ όλο το βιβλίο, δείχνουν το μέτρο του πάθους που, με αφορμή ένα κείμενο του Walter.F. Otto αφιερωμένο στο θεό Ερμή, οδηγεί τον Κόριμ  (αφού διαλύει κάθε σιγουριά της ζωής του),  σ’ ένα ταξίδι που βασικά είναι πνευματικό, ενώ παράλληλα  αναδεικνύουν το μοναδικό ύφος του συγγραφέα:
Έψαχνε να βρει ποια είναι η πηγή, η αρχή της αναστάτωσης της ζωής του, η οποία τον έκανε ν’ αποτολμήσει αυτό το ταξίδι, αλλά αναζητούσε συνεχώς νέες πηγές, νέα ξεκινήματα, νέες ενάρξεις, έως ότου έφτασε σ’ ένα σημείο που μπορούσε να πει, ιδού, είναι το σημείο που έψαχνα, και το σημείο αυτό ονομαζόταν Ερμής, γιατί πραγματικά, ο Ερμής ήταν γι’ αυτόν η απόλυτη αρχή: η μέρα, η ώρα που τον συνάντησε και βρέθηκε πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον Ερμή, όταν, τρόπος του λέγειν, τον γνώρισε και εισέβαλε μέσα στον ερμητικό κόσμο, έναν κόσμο που τον σμίλεψε ο Ερμής και στον οποίο κυριαρχούσε εκείνος, γιατί αυτός ο Έλληνας θεός, με τη μυστηριώδη πλευρά του, τον διφορούμενο χαρακτήρα του, τις πολλαπλές του όψεις, τα απόκρυφα χαρακτηριστικά του, τις σκιώδεις περιοχές με τη βαριά, υποβλητική σιωπή, γοήτευσε ή, ακριβέστερα, μάγεψε τη φαντασία του, τον βύθισε στην αγωνία, τον παρέσυρε στο εσωτερικό ενός κύκλου από τον οποίο δεν υπήρχε διαφυγή, (…) ο θεός Ερμής λοιπόν, αντί να τον καθοδηγήσει τον έκανε να χάσει τον δρόμο του, τον έβγαλε απ’ τον δρόμο του, τον αποσταθεροποίησε, τον γοήτευσε, τον σαγήνευσε  (…) και τίποτα πια δεν ήταν όπως πριν, έβλεπε πια τα πράγματα με άλλο μάτι, γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει να του αποκαλύπτει μια τρομακτική όψη, ο Ερμής τον απελευθέρωσε απ’ όλα τα δεσμά του, μια απελευθέρωση με όλη τη φοβερή σημασία του όρου, γιατί ο Ερμής, είπε ο Κόριμ, σήμαινε να χάνεις όλα τα σημεία της αναφοράς σου, τα στηρίγματά σου, τους δεσμούς εξάρτησης, το αίσθημα σιγουριάς, (…) ο Ερμής ήταν η ενσάρκωση του προσωρινού και σχετικού χαρακτήρα των νόμων που διέπουν την ύπαρξη, ο Ερμής εισήγαγε και καταργούσε τους νόμους, με άλλα λόγια άφηνε ελεύθερο πεδίο.
            Να λοιπόν τι του έμαθε ο Ερμής, ο θεός των νυχτερινών μονοπατιών, της νύχτας (…):ακόμα κι αν όλα εξελίσσονταν σύμφωνα με τα σχέδια του Δία, ο Ερμής ψιθύριζε στο αυτί των δικών του υπηκόων ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι, και τους οδηγούσε μέσα στη νύχτα, τους έδειχνε την περιπλοκότητα των δικών του μονοπατιών και τους έφερνε αντιμέτωπους με το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το αβέβαιο, με την ανησυχητική βεβαιότητα του κινδύνου.
            Αυτό που ένιωσε ο Κόριμ όταν διάβασε το περιβόητο ανώνυμο χειρόγραφο ήταν ένας φόβος, φοβήθηκε όπως όταν μαθαίνει κανείς τη στιγμή της καταστροφής του ότι είναι ήδη κατεστραμμένος, δηλαδή όταν μαθαίνει κανείς κάτι που δεν επιθυμεί καθόλου να γνωρίζει. Συνειδητοποιώντας την περιπλοκότητα των πραγμάτων, παραιτήθηκε από την «παιδιάστικη αντίληψη» ενός κόσμου με νόημα, το νοσηρό όραμα του ιεραρχημένου κόσμου, σύμφωνα με το οποίο ο κόσμος σχημάτιζε ένα αδιαίρετο όλον, ένα όλον συνεχές και σταθερό, διεπόμενο εκ των έσω από μια ομοιογενή δομή της οποίας τα στοιχεία ήταν αυστηρώς αλληλοεξαρτώμενα, δίνοντας έτσι στο σύνολο του συστήματος μια κατεύθυνση, μια εξέλιξη, μια πρόοδο, μια σαφώς καθορισμένη ταχύτητα, δηλαδή, ένα όμορφο, απολύτως ορθολογικό περιεχόμενο, να λοιπόν από τι έπρεπε να παραιτηθεί (…)
            Είναι τόσο δύσκολο να μιλήσω για το εγκιβωτισμένο βιβλίο χωρίς να αποκαλύψω με γενικότητες αυτό που έτσι κι αλλιώς αποκαλύπτεται σιγά σιγά και χτίζεται με μαεστρία από τον συγγραφέα, φιλτράροντας όσο το δυνατόν λιγότερο μέσα απ’ το δικό μου πρίσμα πρόσληψης την ουσία του (που φυσικά είναι αναπόφευκτο). Και είναι φυσικό να αναρωτιέται ο αναγνώστης για τη σημασία αυτού του χειρογράφου.  Γιατί βέβαια, βλέποντας την υπερένταση στην οποία βρίσκεται διαρκώς ο ήρωας ευθύς μόλις το διάβασε, μια υπερδιέγερση που τον κάνει να παραβλέπει αν οι άλλοι τον θεωρούν τρελό, βλέποντας την «τρεμώδη» κατάσταση στην οποία έρχεται και επανέρχεται από την ένταση των συναισθημάτων, αναρωτιέται κανείς για το χειρόγραφο, γιατί τέλος πάντων είναι τόσο βαθιά συγκλονιστικό και αν όντως επιφέρει τέτοια «διάνοιξη της συνείδησης».          
            Το χειρόγραφο
Αν και το έγγραφο αυτό βρέθηκε ανάμεσα στους φακέλους των Αρχείων,  δεν επρόκειτο ούτε για σημειώσεις ούτε για επιστολές ούτε για τίτλους ιδιοκτησίας ούτε για καμιά συμβολαιογραφική πράξη ή επίσημο έγγραφο (…) όταν αναζήτησε ένα στοιχείο ή ένα όνομα, που θα τον βοηθούσε να το ταυτοποιήσει, είχε διαπιστώσει πως ήταν μάταιος κόπος, το χειρόγραφο δεν περιείχε τίποτε εκτός από το ίδιο, κανέναν τίτλο, καμιά ημερομηνία, καμιά σημείωση στο τέλος.  Μετά από ώρα μελέτης ο Κόριμ συνειδητοποιεί ότι κρατούσε ένα όχι και τόσο συνηθισμένο έγγραφο, απολύτως συναρπαστικό, συγκλονιστικό, οικουμενικής εμβέλειας, και γύρω στις έξι το πρωί είχε καταλάβει ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Όπως λέει και ο ίδιος, «αυτό το εξαιρετικά ποιητικό κείμενο» έπρεπε να το μεταφέρει στην αιωνιότητα, γιατί τότε ο θάνατός του θα είχε νόημα, τη στιγμή μάλιστα, είπε ο Κόριμ χαμηλώνοντας τη φωνή του, καθισμένος πάντα στο τραπέζι της κουζίνας, που η ζωή του δεν είχε κανένα.
Είναι ένα κείμενο χειμαρρώδες, όπως και η αφήγηση του Κόριμ  με την οποία μεταφέρει (στην αμίλητη γυναίκα του διερμηνέα που τον φιλοξενεί), σε πλάγιο πάντα λόγο διαμεσολαβημένο, το αποτύπωμα που η αφήγηση αυτή αφήνει στη συνείδησή του. Είναι ένα ταξίδι ή μάλλον πολλά ταξίδια μοιρασμένα στα έξι κεφάλαια του βιβλίου, ταξίδια τεσσάρων φίλων μέσα στο χρόνο. Ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί με τους τέσσερις  (και με τον Κόριμ και την ακροάτρια) στην αρχαία Κρήτη λίγο πριν την καταστροφή που επέφερε το ηφαίστειο της Θήρας∙ στην Κολωνία την εποχή όπου χτίζεται ο περίφημος καθεδρικός ναός Ντομκλόστερ (παρακολουθούμε ασθμαίνοντας όλη την ιστορία ενός έργου που ξεκίνησε το 1248 και ολοκληρώθηκε του 1814), ενώ επίκειται «η κόλαση του Καίνιχγκρεντζ» και -μάλλον- ο φοβερός γαλλοπρωσσικός πόλεμος του 1871, οπότε οι τέσσερις φίλοι δραπετεύουν ∙ στο Μπασάνο απ’ όπου οι ετοιμάζονται να πάνε στη Βενετία στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν η Βενετία μεσουρανούσε και συνήψε συμμαχία ειρήνης με την Φλωρεντία∙ στην Αγγλία την εποχή που ο αυτοκράτορας Αδριανός έχτιζε το περίφημο τείχος Corstopitum (στο σημερινό Corbridge) όπου οι τέσσερις φίλοι περιδιαβαίνουν τα ρωμαϊκά οχυρά.
 Αλλά βέβαια, αυτό είναι το εξωτερικό περίγραμμα. Γρήγορα κι εμείς, μαζί με τον Κόριμ, αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε σιγά σιγά τον απώτερο στόχο του συγγραφέα του χειρόγραφου, την επιλογή των φίλων να διεισδύσουν, να εισβάλουν σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους διαφορετικούς κόσμους ομορφιάς, ορθολογισμού και ειρήνης, κι όπως λέει ο Κόριμ στην κατάπληκτη και βουβή πάντα ακροάτρια ο άγνωστος συγγραφέας διατρέχοντας την οδό που χάραξε η Ιστορία μας, αναζήτησε ένα σημείο της, απ’ όπου θα τους έκανε να βγουν, ναι είπε ο Κόριμ και τα χέρια του, είχαν αρχίσει να τρέμουν, τα μάτια του να τσούζουν, μια θύρα εξόδου, ιδού τι έψαξε εκείνος ο Βλάσιχ, ή όποιο κι αν είναι το όνομά του, έψαξε ένα υπερφυσικό μέσον για να τους κάνει να βγουν, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει κι έτσι έστειλε τους τέσσερις άνδρες στον πραγματικό κόσμο, μέσα στην Ιστορία, δηλαδή στην κατάσταση του διαρκούς πολέμου, και προσπάθησε να τους εγκαταστήσει σε διάφορα μέρη που υπόσχονταν την ειρήνη, μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ.  
Μέσα από τις αναλυτικές περιγραφές αυτών των κόσμων (πάντα φιλτραρισμένες από τον Κόριμ) καταλαβαίνουμε ότι αυτό που αναστατώνει τον ήρωά μας είναι η σχέση των τεσσάρων, αγαπητών του ηρώων του βιβλίου, με ένα είδος «υπέρτατης ελευθερίας», η αναζήτηση ενός κόσμου δίκαιου, ορθολογικού  και ειρηνικού όπως η μινωική Κρήτη, η Βενετία του 15ου αιώνα ή η Pax της εποχής του Αδριανού, η ανάγκη για αγάπη και ελευθερία (ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους, γιατί είναι εκείνος που αποστρέφεται βαθύτατα το ψέμα, θα ήταν ανίκανος να πει ψέματα και αυτό δεν σήμαινε πως η αγάπη ήταν η ενσάρκωση της απόλυτη ελευθερίας, αλλά ότι αυτή η αγάπη έκανε ανυπόφορη την έλλειψη ελευθερίας).
Όμως αυτό που φέρνει τα απάνω κάτω κυρίως είναι η ομορφιά, μια ομορφιά που πονάει (και καταφέρνει να μας τη μεταδίδει ο συγγραφέας) π.χ. όλο αυτό το απόσπασμα, είπε ο Κόριμ στη γυναίκα, φαινόταν να αναφέρεται στον Κήπο της Εδέμ, κάθε φράση του χειρογράφου που περιέγραφε αυτό το χωριό, την κάθε ακτή, και την απαράμιλλη ομορφιά αυτής της περιοχής, αντί να κοινοποιήσει κάποιες πληροφορίες, φαινόταν να θέλει να βρει ένα δρόμο για τον παράδεισο, δεν αρκούνταν να περιγράψει ή να ανακοινώσει αυτή την ομορφιά, αλλά χρονοτριβούσε πολύ σ’ αυτήν, επινοώντας με τον τρόπο του αυτή την ομορφιά, beauty, την τόσο ιδιαίτερη, που δεν ανάβλυζε μόνο απ’ το τοπίο, αλλά και απ’ αυτό που απέκρυπτε, τη γαλήνη, την ευφορία, μια ακτινοβολούσα ειρήνη που υπαινίσσονταν ότι ό, τι ήταν καλό ήταν αναγκαστικά και αιώνιο. Έτσι, βλέπουμε πίσω από κάθε στοιχείο ομορφιάς, πίσω από ένα ηλιοβασίλεμα (μια θαυμάσια νωπογραφία που αναπαριστά κάτι το οποίο δεν υπήρχε, αλλά απεικόνιζε, με τον τρόπο του, τη βαθμιαία εξαφάνιση, την περατότητα, το αργό σβήσιμο και την πανηγυρική είσοδο στην σκηνή των χρωμάτων, επενέβη ο Κάσερ, εκείνη τη συναρπαστική τελετουργία του κόκκινου, του λιλά, του κίτρινου κλπ), ή πίσω από μια αυγή υπάρχει κάτι πνευματικό, κόσμοι απίθανοι που είναι υπαρκτοί και χαρίζουν την αίσθηση του συνόλου.
Πρόκειται για «τρύπες» μέσα στον ιστορικό χρόνο όπου φαίνεται να διαρρέει κάποιο έσχατο νόημα, κάποια ουσία μέσα στο διασπασμένο σύνολο, που φτάνει θραυσματικά μέχρι τον Κόριμ, και έτσι λαχανιαστά που τα αφηγείται εκείνος στην Μαρία (ανακατεύοντας και αγγλικές λέξεις, τα ωραίο τέχνασμα για να θυμόμαστε την υπερδιέγερσή του!) η αναστάτωση αγγίζει μέχρι και μας. Οι φίλοι λοιπόν ψάχνουν μια θύρα εξόδου από την Ιστορία, όμως στο 5ο και 6ο κεφάλαιο του βιβλίου η αφήγηση γίνεται πιο θολή, γιατί  απλούστατα, δεν υπάρχει διέξοδος…
Γιατί όλες αυτές οι επιλεγμένες ιστορικές στιγμές φαίνεται να καταλήγουν στον πόλεμο, να η ιστορία του ανθρώπου (κι ο Κόριμ, διαβάζοντας ξανά και ξανά το χειρόγραφο και αντιγράφοντάς το στον υπολογιστή σιγά σιγά το συλλαμβάνει), ο πόνος ήταν απερίγραπτος, εκείνοι οι τέσσερις άνδρες, ο Μπεγκάντζα, ο Φάλκε, ο Τοότ και ο Κάσερ ζούσαν τόσο έντονα μέσα του, που δυσκολευόταν να βρει λόγια για να το εκφράσει,  είπε ο Κόριμ κοιτάζοντας τη γυναίκα με ύφος απελπισμένο, δεν είχαν πια Θύρα Εξόδου, δεν υπήρχε 
παρά πόλεμος και πόλεμος.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2017

H καρδιά των πραγμάτων, Graham Green

Τι παράλογο πράγμα, να περιμένει κανείς χαρά
σε έναν κόσμο τόσο γεμάτο δυστυχία.

Στον ζοφερό κόσμο του οίκτου και της αμφιβολίας μάς οδηγεί για άλλη μια φορά ο Γκράχαμ Γκρην, που η θητεία του ως πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου φαίνεται να επηρέασε ιδιαίτερα το συγκεκριμένο έργο.
Βρισκόμαστε στη δυτική Αφρική, σε μια βρετανική αποικία που δεν κατονομάζεται (ίσως είναι η Σιέρα Λεόνε[1]) και, με βασικό πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Σκόμπι παρακολουθούμε την αποικιακή ζωή σ΄αυτή τη γωνιά της γης όπου ανθεί το λαθρεμπόριο (διαμαντιών), κι όπου μαζί με τους ντόπιους συμβιώνουν Άγγλοι, Γάλλοι, Σύριοι.
Δεν πρόκειται παρόλ’ αυτά για αστυνομικό μυθιστόρημα, κι ας είναι μπλεγμένος ο Σκόμπι και σε σκοτεινές υποθέσεις. Όπως και τα άλλα δυο βιβλία της «Καθολικής τριλογίας» (Η δύναμις και η δόξα και Το τέλος της υπόθεσης), το κέντρο βάρους πέφτει  στα ηθικά διλήμματα που δημιουργούν οι πολύπλοκες σχέσεις (ιδιαίτερα σ΄αυτές τις κοινωνίες με τις πολλές αντιθέσεις), η ανάγκη επιβίωσης αλλά και η συνείδηση του καθολικού, θρησκευόμενου ανθρώπου (πρέπει να πούμε ένα από τα θέματα του Γκρην είναι η αμφισβήτηση της θρησκείας και του θεού ακόμα, μέσα από τις αντιφάσεις που εντοπίζει στην κοινωνική πραγματικότητα).
Βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα να διχάζεται από την αγάπη του για δυο γυναίκες, ενώ αναρωτιόμαστε τι είδους αγάπη είναι αυτή, τη στιγμή που από τη μια η -ψιλοϋστερική- γυναίκα του τον κουράζει απίστευτα (πόσες φορές δεν νιώθει ότι κάνοντας μερικές ασήμαντες ερωτήσεις ανοίγει την πόρτα στη δυστυχία), τον πιέζει ποικιλοτρόπως και νιώθει καταρρακωμένη επειδή…  ο άντρας της δεν έχει την αίγλη που εκείνη θα ήθελε, π.χ. δεν γίνεται Αρχηγός της αστυνομίας. Από την άλλη, η ερωμένη που αποκτά κάποια στιγμή γίνεται κι αυτή απαιτητική και  φορτική. Έτσι, μπαίνουμε σε μια ψυχολογία ιδιαίτερη, ενός ανθρώπου που από οίκτο κι από υπερβολικό αλτρουισμό ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των άλλων και φτάνει στο σημείο να θυσιάζει τελείως τη δική του προσωπική γαλήνη για να μην προκαλεί δυστυχία στους αγαπημένους του. Ο ήπιος και συγκαταβατικός Σκόμπι βασανίζεται απ’ τον ίδιο του τον εαυτό γιατί του ήταν αδύνατον να κλείσει τα μάτια σε οτιδήποτε μπορεί να είχε κανείς ανάγκη από κείνον. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιο αχαλίνωτο πάθος που να φέρνει σε σύγκρουση τον αστυνόμο Σκόμπι, αλλά μια αφοσίωση που ξεκινά από την ηθική του συνείδηση (τον κρατούσε δεμένο το πάθος της ανύπαρκτης γοητείας  της). Το αίσθημα ευθύνης αλλά και ενοχών που είναι ενισχυμένα στον ήρωα, τον ωθούν να μη συγκινείται από την ομορφιά ή την ευφυΐα,  αλλά στρέφει τη φροντίδα και την προσοχή του  σε πρόσωπα που κανείς δεν θα έμπαινε σε κανένα κόπο για χάρη τους, τα πρόσωπα που ποτέ δε θα εισέπρατταν κρυφά βλέμματα, τα πρόσωπα που αργά ή γρήγορα θα δέχονταν την απόρριψη ή την αδιαφορία. Ο Γκράχαμ Γκρην, όπως και σε άλλα του έργα, επισημαίνει και εμβαθύνει στους στοχασμούς που προκαλεί αυτού του είδους τη συμπεριφορά διατυπώνοντας πρωτότυπες σκέψεις, γεμάτες απελπισία και αδιέξοδες (η αλήθεια, σκέφτηκε, ποτέ δεν χρησίμεψε πραγματικά σε κανένα ανθρώπινο πλάσμα -δεν είναι παρά ένα σύμβολο για τις αναζητήσεις μαθηματικών και φιλοσόφων. Στις ανθρώπινες κοινωνίες, η καλοσύνη και τα ψέματα αξίζουν όσο χίλιες αλήθειες. Είχε εμπλακεί σε κάτι που ανέκαθεν ήξερε πως ήταν ένας μάταιος αγώνας για να διασώσει τα ψέματα). Είχε παρόλ αυτά μπει βαθιά στην επικράτεια του ψεύδους, ενώ αυτό που κυρίως ήθελε μέσα του  ήταν ευτυχία για τους άλλους και μοναξιά και ειρήνη για τον εαυτό του.
Ο Σκόμπι έχει ορκιστεί ότι θα εξασφαλίζει σ’ όλη του τη ζωή την ευτυχία της Λουίζ, αλλά γρήγορα δεσμεύεται με τον ίδιο τρόπο και με την ερωμένη του, την Έλεν. Παλεύει σκληρά με τις αυστηρές ηθικές αρχές του καθολικισμού και σύντομα έρχεται σε αντίθεση με τα συναισθήματα που του δημιουργεί ο οίκτος (αν ήξερε κανείς, αναρωτήθηκε, τα δεδομένα, μήπως θα ένιωθε οίκtο ακόμα και για τους πλανήτες; Αν έφτανε σ΄αυτό που λένε καρδιά των πραγμάτων;/δείξε μου τον ευτυχισμένο άνθρωπο, κι εγώ θα σου δείξω είτε εγωισμό και κακία –ή αλλιώς την απόλυτη άγνοια). Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη σχέση του με τις γυναίκες, αλλά και με τους απατεωνίσκους του λαθρεμπορίου διαμαντιών. Υποκύπτει, από λύπηση, σε εκβιασμούς που τον εκθέτουν κάποια στιγμή ανεπανόρθωτα,  ενώ τα ψέματα που λέει από τη θέση του υπαρχηγού της αστυνομίας είναι απλώς η απόκρυψη της αλήθειας. Εδώ θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Γκρην βάζει σε δοκιμασία αυστηρές ρατσιστικές αρχές που χαρακτήριζαν την αστυνομική εξουσία στις αποικίες.
Καταλυτικά στην χλιαρή και μετριοπαθή ζωή του Σκόμπι δρα και ο άλλος βασικός ήρωας, ο νεαρός Ουίλσον, που διορίστηκε στην ΗΑΕ (Ηνωμένη Αφρικανική Εταιρία, εμπορικός κολοσσός από συγχώνευση τριων εταιριών) και  ενώ φαίνεται αρχικά άπειρος και αμέτοχος, χώνεται σφήνα στη ζωή του ζευγαριού, παρακολουθεί, καρφώνει και ανατρέπει ουσιαστικά την ασφαλή και ήρεμη ζωή του Σκόμπι.
Ο Σκόμπι οδηγείται μοιραία σε αδιέξοδο, όμως δεν έχουν τόση σημασία τα γεγονότα όσο ο τρόπος που τα βιώνει προσπαθώντας να δώσει λύσεις (του φαινόταν πως μόνο η περιοχή της απόγνωσης του είχε απομείνει προς εξερεύνηση). Η σχέση του με τον θεό κλονίζεται, δοκιμάζεται, και φτάνει στο σημείο να τη θυσιάσει προκειμένου να μην προκαλέσει ο ίδιος τη δυστυχία των ανθρώπων για τους οποίους νοιάζεται. Είναι θρήσκος κι επιλέγει να προδώσει τον θεό για να μην πληγώσει τους ανθρώπους (να τι του είχε κάνει η ανθρώπινη αγάπη –του είχε στερήσει την αγάπη για την αιωνιότητα). Πιστεύει στην κόλαση, όπως λέει, εννοώντας την ως μια μόνιμη αίσθηση απώλειας, αλλά δεν μπορεί να μετανοήσει, απερίφραστα δεν μπορεί να μετανοήσει για τον έρωτα. Ο συγγραφέας επομένως αμφισβητεί έμμεσα την πίστη, που κρίνεται στη δοκιμασία της εξομολόγησης (είναι πραγματικά κακό. Είναι σαν να κλέβεις τα μυστήρια για να τα βεβηλώσεις. Είναι σαν να χτυπάω τον Θεό ενώ είναι πεσμένος –στο έλεός μου). Στην επισήμανση του εξομολόγου  ότι δεν γίνεται να επιθυμείς τον σκοπό χωρίς να επιθυμείς τα μέσα, εκείνος αντιτείνει ότι μπορείς να επιθυμείς την ειρήνη της νίκης χωρίς να επιθυμείς τις ρημαγμένες πόλεις.
Τέλος, μεγαλειώδης είναι προς το τέλος ο «διάλογος»  με το θεό (κανένας δε μπορεί να μονολογεί για πολύ∙ πάντα θα ακουστεί και μια άλλη φωνή∙ αργά η γρήγορα, κάθε μονόλογος μετατρέπεται σε συζήτηση), θα έλεγε κανείς διάλογος με τη συνείδησή του, ένας διάλογος που λίγο πριν το τέλος παγιώνει μια πρωτότυπη κάθαρση. Αυτός που μιλά είναι ο άνθρωπος που παραδέχεται τη δυσπιστία/αθεΐα του (όχι, δεν σε εμπιστεύομαι. Σε αγαπώ, αλλά ποτέ δεν σε εμπιστεύτηκα/δεν μπορώ να μεταθέσω τις ευθύνες μου πάνω σου/δεν μπορώ να κάνω μία από τις δυο να υποφέρει ώστε να σώσω τον εαυτό μου) για να ακούσει την εσωτερική φωνή (του θεού), ως απάντηση, να λέει φύτεψα μέσα σου τη λαχτάρα για ειρήνη μόνο και μόνο για να μπορέσω μια μέρα να την ικανοποιήσω και να δω την  ευτυχία σου (…).
Όσο ζεις, έχω ελπίδα.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B1_%CE%9B%CE%B5%CF%8C%CE%BD%CE%B5

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2017

Ο Στόουνερ, John Williams

Διαβάζοντας  στο οπισθόφυλλο ότι πρόκειται για τη ζωή και τη σταδιοδρομία ενός βοηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας  περιμένει κανείς ένα είδος «campus novel».  Ωστόσο, ο μέσος αναγνώστης όπως εγώ, αν περιμένει  -αποπροσανατολισμένος από το συνοπτικό αυτό σημείωμα του εκδότη-  να ζωντανέψουν μέσα στις σελίδες συναισθήματα και χαρακτηριστικά επεισόδια από τον εκπαιδευτικό χώρο, μάλλον θα απογοητευτεί. Γιατί δεν είναι η ιδιότητα του καθηγητή το βασικό στοιχείο της βιογραφίας που διαβάζουμε  στο βιβλίο. Είναι η τραγική πορεία ενός μέσου ανθρώπου, μάλλον παθητικού (ιδιαίτερα στις… πρώτες δεκαετίες της ζωής του), με τετράγωνες επιθυμίες και χωρίς συγκρούσεις στις επιλογές του, σταθερού και αφοσιωμένου στις αρχές του, που το σύστημα τον απομονώνει όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τα κοινωνικά ήθη.
Ο συγγραφέας μάς προϊδεάζει γι’ αυτήν την κατάληξη ήδη απ’ την πρώτη σελίδα, όπου έχουμε το ψυχρό ύφος του βιογραφικού σημειώματος ενός ανθρώπου που έζησε χλιαρά στην Αμερική των αρχών  του 20ου αιώνα, έδρασε στο πανεπιστήμιο και πέθανε αφήνοντας ελάχιστα ίχνη πίσω του.  Στη συνέχεια δίνονται ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αλλά με συνοπτική γραφή, όπως ότι ήταν μοναχοπαίδι μιας οικογένειας που μοχθούσε σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο χωριό Μπούνβιλ κοντά στην Κολόμπια, από πολύ μικρό παιδί πήγαινε σχολείο δουλεύοντας ταυτόχρονα σκληρά στο αγρόκτημα, και αιφνιδιάστηκε απ’ την απόφαση των γονιών του να τον στείλουν να σπουδάσει στη Γεωπονική Σχολή της Κολόμπια καθώς θα δουλεύει παράλληλα στο κτήμα κάποιου συγγενή.  Πρόκειται επομένως για ένα άτομο που με δυσκολία κατέκτησε  τον κόσμο των γραμμάτων. Αιφνιδιαζόμαστε  όταν αλλάζει την αρχική επιλογή και επιλέγει τη μελέτη της λογοτεχνίας, γιατί την πορεία αυτήν  την παρακολουθούμε από απόσταση, χωρίς να μας επιτρέπει ο συγγραφέας να διεισδύσουμε στον εσωτερικό του κόσμο. Έτσι, δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά ήταν αυτό που έσπρωξε τον ήρωα να αλλάξει κατεύθυνση στις σπουδές του και να ακολουθήσει την αγγλική φιλολογία, πέρα απ’ το ότι ο ιδιόρρυθμος καθηγητής της Επισκόπησης της Αγγλικής Λογοτεχνίας (υποχρεωτικό στο πρώτο έτος της Γεωπονικής Σχολής) Άνταμ Σλόουν επέπληξε όλους τους μαθητές του τμήματος γιατί δεν είχαν καταλάβει το 73ο σονέτο του Σαίξπηρ. Το αποστασιοποιημένο ύφος σε συνδυασμό με την χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του ήρωα (αναρωτιόταν αν και στους άλλους φαινόταν τόσο γελοίος όσο στον εαυτό του) δίνουν, στην αρχή τουλάχιστον (περίπου στο 1/3 του βιβλίου) την αίσθηση ότι κάποια γεγονότα απλώς συμβαίνουν, δεν υπάρχει συναισθηματική συμμετοχή, ή μάλλον, δεν υπάρχει συναισθηματική σύγκρουση.  
Έτσι μονοδιάστατα  βλέπουμε την αφοσίωση στους δυο φίλους του στο πανεπιστήμιο, τη μετριοπαθή παθητική θλίψη του όταν ο ένας απ’ τους δυο σκοτώθηκε στον πόλεμο, και τον κεραυνοβόλο έρωτα προς την ψυχρή κούκλα Ίντιθ που για κείνον έγινε μονόδρομος/εμμονή χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση. Η επικοινωνία των δύο νέων είναι προβληματική και η παράδοξη συμπεριφορά της Ίντιθ δίνεται σαν αστυνομική αναφορά, με ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία ώστε να εξηγηθεί κάπως η ιδιορρυθμία της. Ίσως για να βιώσουμε και μεις τον αιφνιδιασμό και την αμηχανία του ήρωα. Ακόμα περισσότερο μας παραξενεύει η απόφαση της Ίντιθ να παντρευτεί, και παρά την σεξουαλική της αγκύλωση, να κάνει παιδί.
Ωστόσο, καθώς προχωράει η εξιστόρηση υπάρχει εξέλιξη, υπάρχει ωρίμανση. Ο Στόουνερ, ο μαυρόασπρος αυτός άνθρωπος, που αντιδρά σε όλα με απάθεια, στην πορεία αποκτά χρώμα, αποκτά πάθος και συναισθήματα (ή τουλάχιστον μας επιτρέπει ο συγγραφέας να τα δούμε), χωρίς να πάψει ποτέ να είναι κατά βάση αμήχανος και παραχωρητικός. Μαζί μ’ αυτόν αλλάζει κάπως και το ύφος, που γίνεται πιο παραστατικό, πιο διεισδυτικό (παρόλο το ψυχρό γ’ ενικό), χωρίς τη χρήση παρατατικού που συνοψίζει  σωρηδόν ολόκληρες χρονικές περιόδους δίνοντας στον αναγνώστη έτοιμα συμπεράσματα. Αυτό που γοητεύει είναι η επισήμανση σπάνιων ψυχολογικών αποχρώσεων,  δεδομένου ότι οι πρωταγωνιστές είναι  πολύ ιδιαίτερες προσωπικότητες και σχεδόν αντι-ήρωες. Καθώς λοιπόν προχωρά η αφήγηση, φωτίζεται περισσότερο ο εσωτερικός κόσμος του Στόουνερ, που δεν είναι τόσο φτωχός όσο φαινόταν εξωτερικά. Φωτίζεται κάπως και η Ίντιθ, που φαίνεται ότι ψυχικά είναι στραγγαλισμένη από τον πατέρα, πράγμα που ο σύζυγός της φαίνεται να διαισθάνεται, γι αυτό και είναι τόσο υποχωρητικός.
Οι άνθρωποι που επηρέασαν τον πρωταγωνιστή μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Απ’ τους δυο φίλους του, ο Ντέιβ ο πιο αγαπημένος, ήταν αυτός που αστόχαστα σκοτώθηκε στον πόλεμο (τον πρώτο παγκόσμιο) όπου «πήγε για πλάκα» (να σου πω την αλήθεια μάλλον το κάνω γιατί δεν έχει σημασία αν θα το κάνω ή όχι. Και μπορεί να έχει πλάκα να κάνω ένα πέρασμα στον κόσμο για μια φορά προτού γυρίσω στον περίκλειστο και αργό εκμηδενισμό που μας περιμένει όλους). Ήταν κι ο πιο οξυδερκής (λέει π.χ.για τον Γουίλι: είχες ανέκαθεν την ασκητική όψη του ανθρώπου που είναι ταγμένος σ’ έναν σκοπό/κι εσύ είσαι φτιαγμένος για να αποτύχεις, όχι πως θα κονταροχτυπηθείς με τον κόσμο. Θα τον αφήσεις να σε μασήσει και να σε φτύσει και θ’ απομείνεις να σκέφτεσαι τι πήγε στραβά).
Μεγάλη επιρροή φαίνεται εκ των υστέρων ότι του άσκησε και ο ιδιόρρυθμος καθηγητής του, Σλόουν, που ήταν ενάντια στην εθελοντική επιστράτευση των νέων στον πόλεμο, ένα «καθήκον» που διαδόθηκε σαν μόδα ανάμεσα στους φοιτητές (Σλόουν: δεν είναι απλώς ότι στον πόλεμο σκοτώνονται μερικοί χιλιάδες ή μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νέοι. Ο πόλεμος σκοτώνει κάτι σ’ έναν λαό το οποίο δεν ανακτάται ποτέ. Κι αν τύχει και ο λαός αυτός περάσει από αρκετούς πολέμους, αυτό που απομένει είναι το ανθρώπινο κτήνος). Η σκληρότητα και ταυτόχρονα ευαισθησία του Σλόουν προέρχονται από τις ακλόνητες αρχές του, και αποτελεί ένα είδος «προτύπου» για τον Στόουνερ, όπως φαίνεται πολύ αργότερα (θυμήθηκε, ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια, την αγωνία που χυνόταν σιγά-σιγά στο ειρωνικό πρόσωπο, τη διαβρωτική απελπισία που είχε διαλύσει εκείνη τη σκληρή προσωπικότητα –σκεφτόταν ότι τώρα πια γνώριζε και ο ίδιος, ως ένα βαθμό, αυτή την αίσθηση φθορά που τρόμαζε τον Σλόουν).
Η Ίντιθ, η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του, με τα μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια (το πιο αχνό γαλάζιο που μπορούσε να φανταστεί, όμως… μάτια άδεια σαν θραύσματα γυαλιού) τον οδηγεί σ’ ένα ήρεμο πάθος που ολοένα φουντώνει. Όμως ήταν ξένοι μ’ έναν τρόπο που δεν τον είχε φανταστεί, η ζωή της ήταν προγραμματισμένη και αμετάβλητη, σχεδόν κολοβωμένος ο ψυχισμός της, απίστευτες οι σκηνές περίπτυξης (στην καλύτερη περίπτωση «ναρκωμένη συναίνεση»)∙ η μόνη περίοδος «πάθους» που βίωσαν η περίοδος που χρειάστηκε για τη σύλληψη της Γκρέις  (αυτό που ωθούσε τα κορμιά του να ενώνονται ελάχιστη σχέση είχε με την αγάπη).
Η Ίντιθ είναι εξωπραγματική και απρόβλεπτη (ντιπ βλαμμένη να το πω λαϊκά), και απαράδεκτη ως μάνα (π.χ. δεν αντέχει τη μυρωδιά απ τις πάνες!!!). Τα πρώτα χρόνια μάνα και πατέρας μαζί είναι ο παραχωρητικός  Γουίλι που κάνει όλες τις δουλειές, και  δένεται με την κορούλα του ενώ συνεχίζει τον αγώνα του ως πανεπιστημιακός στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Μετά το θάνατο του πατέρα της όμως η Ίντιθ μεταμορφώνεται, παθαίνει κρίσεις ενεργητικότητα και παρεμβαίνει, και πάλι χειραγωγεί όλη την οικογένεια  σύμφωνα με τα καπρίτσια της ενώ ο Γουίλι, απομονωμένος από σύζυγο και κόρη, συστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και τα καθήκοντά του στη δουλειά, γύρω από μια ζωή τάξης και μοναχικής ρουτίνας.
 Καθώς προχωράει η ζωή του πρωταγωνιστή οι σχέσεις εξελίσσονται, ωριμάζουν. Αλλάζει και ο δυναμισμός του Στόουνερ στο Πανεπιστήμιο όπου βλέπουμε να έχει βρει τον εαυτό του. Ένα κεντρικό όμως επεισόδιο, που περιγράφεται αρκετά αναλυτικά, τον φέρνει σε αντιπαράθεση με συνάδελφο, κι όταν ο τελευταίος γίνεται Δ/ντής του τμήματος, ο Στόουνερ αντιμετωπίζει τις γνωστές δυσκολίες. Σ αυτό το μέρος παίρνουμε μια γεύση από τις ίντριγκες και τις σχέσεις εξουσίας γενικά στον πανεπιστημιακό χώρο.
Τότε όμως θα τον βρει ο έρωτας. Πρόκειται για τις πιο θερμές σελίδες του βιβλίου, γεμάτες εικόνες, χρώμα, πάθος, λαγνεία. Πρόκειται για έναν απ αυτούς τους απελπισμένους έρωτες της ώριμης ηλικίας, κρυφούς και χωρίς μέλλον, πράγμα που δίνει μια ξεχωριστή ποιότητα και γνώση (στα 43 του χρόνια ο Γ. Στόουνερ έμαθε αυτό που άλλοι, πολύ νεότεροι, είχαν μάθει πριν απ’ αυτόν: ότι το πρόσωπο που αγαπάς στην αρχή μιας σχέσης δεν είναι το ίδιο που αγαπάς στο τέλος της σχέσης, και ότι η αγάπη δεν είναι ένα τέρμα αλλά μια διαδικασία μέσα από την οποία το ένα πρόσωπο προσπαθεί να γνωρίσει το άλλο/έκαναν έρωτα, μετά έμεναν γα λίγο ξαπλωμένοι, σιωπηλοί και ξανάπιαναν τα διαβάσματά τους, λες και ο έρωτας και η μάθηση ήταν η ίδια διαδικασία).
Ο Στόουνερ δεν είναι πια, έτσι κι αλλιώς, αμήχανος, άπραγος και παθητικός. Παίρνει τη ζωή σχεδόν στα χέρια του, παρόλο τον πόλεμο που του επιφυλάσσει η πανεπιστημιακή κοινότητα. Άλλωστε και η κόρη του Γκρέις, που είναι μεγάλη πια, έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά, να είναι δίπλα του, να τον νιώθει. Όμως έχει αρχίσει η πτώση: μαζί με τη μοιραία αρρώστια αρχίζει ο εκβιασμός του γνωστού συναδέλφου όσο αφορά τη σχέση με τη μαθήτριά του. Θα περίμενε κανείς μέσα από τη σοφία του ο ήρωας να βρει τη δύναμη να αντισταθεί στον κοινωνικό εκφοβισμό. Δεν είναι όμως δειλία η αιτία που δεν αποφασίζουν να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν και τελικά χωρίζουν, αλλά ένα σπάνιο είδος ωριμότητας: αυτό που με κρατάει εδώ δεν είναι η Ίντιθ ούτε καν η Γκρέις∙ δεν είναι το σκάνδαλο ούτε η ζημιά που θα πάθουμε εσύ κι εγώ∙ δεν είναι ότι θα δεινοπαθήσουμε ούτε καν ότι μπορεί να έρθει η ώρα που θα διαπιστώσουμε ότι δεν αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Είναι απλά, η καταστροφή του εαυτού μας κι αυτού που κάνουμε.
Καθώς οι δυνάμεις του Στόουνερ λιγοστεύουν, καθώς δηλαδή προχωρά προς τον θάνατο, οι στιγμές αυτοσυνειδησίας  πληθαίνουν.  Συνειδητοποιεί ότι πίσω από την  ενδοτικότητά του και την αμηχανία του κάτω από το μούδιασμά του, την αδιαφορία, την απομάκρυνση παραμόνευε πάντα ένα πάθος παράφορο και ακλόνητο. Ξεχωρίζω όμως σαν σπάνια κατάκτηση ψυχής τη στιγμή, μετά από τόσα χρόνια βασάνων, που αντικρίζει την Ίντιθ με τη φρέσκια ματιά που χαρίζει η αίσθηση της αιωνιότητας:
Την κοίταζε πια σχεδόν χωρίς τύψεις∙ στο γλυκό φως του δειλινού το πρόσωπό της έδειχνε νεανικό και αρυτίδωτο. Να’ μουνα πιο δυνατός, σκεφτόταν∙ να είχα περισσότερη πείρα∙ να την είχα καταλάβει. Και τελικά, η αμείλικτη σκέψη, Να την είχα αγαπήσει περισσότερο.
Χριστίνα Παπαγγελή