Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2024

Ατίμωση, J.M. Coetzee

Θέλεις να κάνεις μια πράξη
που φανερώνει ταπεινότητα μπροστά στην ιστορία
     Ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα νοτιοαφρικάνου συγγραφέα, που αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και την ιδιαίτερη εξέλιξη της χώρας αυτής, όπου ακόμα και μετά τη λήξη του απαρτχάιντ (1949- 1991), συνεχίζονται οι συνέπειες της απίστευτης ρατσιστικής βίας που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Ο συγγραφέας με μέθοδο και μαεστρία ενσταλάζει στους βασικούς του ήρωες την παραδοχή ότι το κοινωνικό σύνολο στην πληγωμένη χώρα του νοσεί -επομένως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να χτίσουν μια ζωή υγιή και ισορροπημένη…
     Αυτή είναι ουσιαστικά η πιο βαθιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο, απλώς μένει σαν γεύση όταν ο αναγνώστης διαβάσει πια όλο το μυθιστόρημα και δοκιμάσει διάφορα συναισθήματα. Γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο -λευκός- Ντέηβιντ Λούρι, πενήντα δύο χρονών διαζευγμένος (με μια κόρη) και πετυχημένος επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν, είναι ένας μάλλον συμβατικός τύπος, που στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται χωρίς διαφορές από τον πρωταγωνιστή ενός οποιουδήποτε campus novel σε οποιοδήποτε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η μόνη ίσως υπενθύμιση ότι πρόκειται για το ιδιαίτερο μετα-απαρτχάιντ καθεστώς, είναι ότι άλλοτε δίδασκε Σύγχρονες Γλώσσες, αλλά επειδή οι Κλασικές Σπουδές και οι Σύγχρονες Γλώσσες καταργήθηκαν στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου κύματος ορθολογισμού άλλαξε το αντικείμενό του. Ως ειδικό μάθημα επέλεξε να διδάσκει Ρομαντικούς Ποιητές, ενώ παράλληλα έχει τη φιλοδοξία να γράψει ένα έργο (θεατρικό; μουσικό;) για τον Μπάιρον, και για την ακρίβεια για τις παράνομες ερωτικές περιπέτειες του ρομαντικού ποιητή.
     Ένας τύπος λοιπόν μάλλον συνηθισμένος, μέτριος και μετριοπαθής αλλά με παρελθόν γυναικά, με όχι πολύ σπουδαία επικοινωνία με τους φοιτητές/τριές του, και που τώρα πια στην δεκαετία των πενήντα του ικανοποιεί τακτικά τις σεξουαλικές του ανάγκες με τη νεαρή πόρνη Σοράγια, σε μια ευχάριστη ρουτίνα (οι ανάγκες του αποδεικνύονται αρκετά απλές τελικά, απλές και εφήμερες, σαν τις ανάγκες μιας πεταλούδας). Όταν αυτή η ρουτίνα σπάει για λόγους πέρα από τη θέλησή του, εξακοντίζει τα σεξουαλικά βέλη του σε μια φοιτήτριά του, νόστιμη, μικρή, μελαχρινούλα και επαρκώς παθητική ώστε να μην του αντισταθεί (είναι λίγο τσιμπημένος μαζί της. Δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν περνάει τρίμηνο που να μην ερωτευτεί την τάδε ή την δείνα φοιτήτριά του). Είναι όμορφη και τον μαγεύει, αλλά είναι φανερό ότι εκείνη κολακεύεται, χωρίς να έχει άλλα έντονα συναισθήματα. Ο Ντέηβιντ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, την εξουσία του, τα λόγια και τις κολακείες για να την εκμαυλίσει ( π.χ. -Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια. Είναι κομμάτι του δώρου που προσφέρει στον κόσμο. Έχει χρέος να τη μοιράζεται -Και αν τη μοιράζομαι ήδη; -Τότε να τη μοιράζεσαι πιο γενναιόδωρα).
     Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς περισσότερα για να αντιπαθήσει τον ήρωα, που φέρεται σαν πέφτουλας-σεξιστής-κομπλεξικός, και, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρητικοποιεί την παραβίαση της θέλησης της μπερδεμένης κοπέλας που δυσκολεύεται -λόγω θέσης; λόγω ηλικίας;- να αντιδράσει (αν και είναι παθητική από την αρχή ως το τέλος, εκείνος απολαμβάνει την πράξη). Αλλά κι από τις επόμενες εκβιασμένες συναντήσεις όπου ο Ντέηβιντ φτάνει ως και στη βία για να «αποκαλύψει τα στρογγυλά, τέλεια μικρά στήθη της», ο κύριος καθηγητής φαίνεται να είναι απορροφημένος από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ομορφιάς που του δίνει ο ρομαντισμός (π.χ. «τέτοιες στιγμές δεν έρχονται αν τα μάτια μας δεν είναι στραμμένα κατά το ήμισυ στα μεγάλα αρχέτυπα της φαντασίας μας που φέρουμε μέσα μας», και από τις θεωρίες του τύπου ότι «και οι πορνόγεροι, οι άστεγοι οι πλάνητες είναι “παιδιά του θεού” και δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους στο θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων ή ότι «η λαγνεία είναι σεβαστή, η λαγνεία και το συναίσθημα». Τόσο πωρωμένος είναι  που δεν σκέφτεται στιγμή τον ψυχισμό, τον κόσμο και τη θέληση της νεαρής κοπέλας, δεν σκέφτεται ότι η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ένα είδος εξευγενισμένου βιασμού.
     Αυτή η αίσθηση που έχει από την αρχή ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο αλλά το λιγότερο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, κορυφώνεται όταν η κοπέλα αιφνιδιάζεται τόσο από μια απρόσμενη ερωτική επίθεση, που παραδίδεται αμαχητί, σαν «κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού» (δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο). Η περιπλεγμένη θέση στην οποία βρίσκεται η Μέλανι φαίνεται από την αντιφατική της συμπεριφορά στη συνέχεια· δεν αργεί να έρθει σαν κεραμίδα στον καθηγητή η επίσκεψη του θυμωμένου ερωτικού συντρόφου της ο οποίος του ζητά τον λόγο, ενώ η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και για βιασμό, που ακολουθεί, χωρίζει τη ζωή του ήρωα στα δυο.
     Η εικόνα που δίνει ο Ντέηβιντ ως χαρακτήρας γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, καθώς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του παραπτώματός του· όχι μόνο δεν μετανιώνει και δεν κάνει τίποτα για να ελαφρύνει τη θέση του: δηλώνει μεν «ένοχος» στο συμβούλιο των καθηγητών, αλλά υπερασπίζεται το «δικαίωμα στην επιθυμία», το δικαίωμα να ακολουθεί το ένστικτό του, νιώθει «Υπηρέτης του Έρωτα», ενώ, σύμφωνα και με την υπεύθυνη από το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών, δεν κάνει καμιά αναφορά στον πόνο που προκάλεσε, καμία αναφορά στη μακρά ιστορία εκμετάλλευσης στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή η περίπτωση. Αυτή του η αμείλικτη στάση αποδεικνύεται μοιραία γιατί τον οδηγεί σε αναγκαστική παραίτηση από την επαγγελματική του θέση, και από κει και πέρα, ενώ δεν φαίνεται να αναδιπλώνεται από τις απόψεις αυτές περί ενστίκτου και επιθυμίας, η ζωή του παίρνει μια πολύ διαφορετική τροπή.
     Μεταστροφή
 Το μυαλό του έχει γίνει καταφύγιο για παλιές ιδέες, στείρες, λειψές,
που δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Θα έπρεπε να τις αποδιώξει, να κάνει εκκαθάριση.
     Εδώ λοιπόν, σταματά το -ας πούμε- «campus novel» κι ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην καρδιά μιας παθολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ιστορία και στις πληγές της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα ξετυλίγει την ψυχογραφία του -ηττημένου;- ανθρώπου ο οποίος απεκδύεται, σταδιακά και παρά τη συνειδητή του θέληση, όλους τους ρόλους, απογυμνώνεται από κάθε τίτλο (συζύγου, εραστή, καθηγητή, στη συνέχεια πατέρα και προστάτη) και μπαίνει σε μια κατάσταση μαθητείας: μαθαίνει να αποδέχεται την πραγματικότητα της χώρας στην οποία διάλεξε να ζει, και όπου για χρόνια τις ανθρώπινες σχέσεις τις όριζε το μίσος.
     Καταλύτης σ’ αυτήν την αργή κι επίπονη μεταστροφή είναι η Λούσυ, η κόρη του, στην οποία καταφεύγει μετά αμέσως την αποπομπή του (σημειωτέον ότι η πρώην γυναίκα του και μητέρα της Λούσυ ζει πια στην Ολλανδία). Η Λούσυ μένει σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Ανατολικό Ακρωτήριο (με καλλιέργειες, ζώα, γεώτρηση, στάβλους, σκυλιά κλπ) και είναι -σχεδόν- αφομοιωμένη με τους ντόπιους. Είναι μια γυναίκα πληθωρική και άξεστη, δεν θυμίζει σε τίποτα την αστική της καταγωγή, αντίθετα είναι βέρα αγρότισσα πια, με τη βρωμιά και την ατημελησιά της κοινωνικής τάξης που επέλεξε (περίεργο που εκείνη και η μητέρα της, άνθρωποι της πόλης, διανοούμενοι, έφεραν στη ζωή αυτό το δείγμα του παρελθόντος, τούτη τη νεαρή, γεροδεμένη άποικο. Αλλά ίσως δεν την γέννησαν αυτοί· ίσως η ιστορία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο). Έχει ως βοηθό και προσφάτως συν-ιδιοκτήτη τον -ντόπιο- Πέτρους, που συστήνεται ως «ο κηπουρός και ο άνθρωπος των σκυλιών», και κάθε Σάββατο πουλάνε μαζί τα προϊόντα τους σε πάγκο στο παζάρι. Η Λούσυ, εν κατακλείδι, δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο το πρότυπο της θηλυκής, κομψής γατούλας που φαίνεται να προσελκύει ερωτικά τον Ντέηβιντ. Άλλωστε, δεν κρύβει ότι είναι λεσβία. Όμως, είναι και κόρη του.
     Η Λούσυ τον υποδέχεται φυσιολογικά και ευγενικά, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της έχει παραιτηθεί και δεν τον δεσμεύει τίποτα πια με την προηγούμενη ζωή του, του προσφέρει «καταφύγιο» για όσον καιρό θέλει στον άγνωστο, για κείνον, κόσμο της. Εκείνος, με τη σειρά του, βλέπει από μιαν απόσταση τις επιλογές της κόρης του, σνομπάρει π.χ. το «Καταφύγιο ζώων» όπου η Λούσυ βοηθάει την διευθύντριά του, την Μπεβ Σο, (είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνετε αλλά για μένα οι φιλόζωοι είναι κάπως σαν ένα είδος χριστιανών. Είναι όλοι τόσο χαρωποί και καλοπροαίρετοι, που μετά από λίγο σου έρχεται να βιάσεις), και ασκεί σε όλα -αδύναμη- κριτική. Θεωρεί αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στη μαύρη ερημιά, επικίνδυνο για μια κοπέλα μόνη, και του ξυπνάει το ένστικτο της πατρικής προστασίας.
     Ωστόσο, απρόθυμα στην αρχή, στη συνέχεια πιο συνειδητά, εγκαθίσταται για αρκετό χρονικό διάστημα στο αγρόκτημα, βοηθά τον Πέτρους (να βοηθώ τον Πέτρους. Μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει η ειρωνική χροιά του πράγματος), προσπαθεί να καταλάβει την Λούσυ παρά τις σεξουαλικές της επιλογές (γίνεται η δεύτερη σωτηρία του, η νύφη της αναγεννημένης νιότης του) και επισκέπτεται και την Φιλοζωική οργάνωση της Μπεβ, μιας γυναίκας που αρχικά αντιπαθεί γιατί είναι απ’ αυτές που δεν κάνουν τίποτα για να φανούν ελκυστικές. Η σχέση της Μπεβ με τα ζώα, κατά βάση σκυλιά, είναι πολύ ιδιαίτερη, σωματική και εν-συναισθηματική· άλλωστε η αποστολή της είναι όχι απλώς να τα φιλοξενεί, αλλά να τα οδηγεί στον θάνατο, όταν δεν υπάρχει η επιλογή της ζωής.
     Disgrace (= ατίμωση)
     Η σταδιακή «απογύμνωση» του κεντρικού ήρωα, τα διάφορα σκαλοπάτια της «ατίμωσης» και της ταπείνωσης που τον εκμηδενίζουν όλο και περισσότερο, τον αποσυνδέουν από την αλαζονεία που χαρακτήριζε τη λευκή φυλή απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, και αποτελούν και την εξιλέωσή του. Ένα είδος «συλλογικής ενοχής» ξυπνάει μέσα του, που αναστέλλει την οργή για όσα συμβαίνουν. Ένας σκληρός πυρήνας μέσα του φυσικά αντιστέκεται, προσπαθεί να «παραμείνει ο εαυτός του», όμως εξαρχής έχει την υποψία ότι ό, τι κάνει η Λούσυ (οι σκύλοι, η κηπουρική, τα βιβλία αστρολογίας, η σεξουαλική της επιλογή) είναι σαν να προσπαθεί να επανορθώσει για τα κρίματα του παρελθόντος. Η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον αστικό ασφαλή τρόπο ζωής και τον αγροτικό που περιστοιχίζεται από ντόπιους, σιγά σιγά εξασθενεί μπρος στην ανάγκη να εξιλεωθεί. Ακόμα και η Λούσι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της είναι ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου», που τον έδιωξαν οι συνάδελφοι για να νιώθουν ασφαλείς.
     Ένα συμβάν όμως, βαρυσήμαντο και τραυματικό, μια πολύ σκληρή δοκιμασία, είναι αυτό που θα βυθίσει τον Ντέηβιντ ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτό το πηγάδι της ατίμωσης: τρεις άγνωστοι ντόπιοι, μεταξύ τους κι ένα νεαρό αγόρι, μπαίνουν με δόλο στο σπίτι και κλέβουν, σκοτώνουν τα σκυλιά, βιάζουν τη Λούσι και τραυματίζουν τον Ντέηβιντ (είναι ανήμπορος, ένας στόχος, μια καρικατούρα, ένας ιεραπόστολος με ράσο και καπέλο που περιμένει με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, όσο οι άγριοι τα λένε στη δική του γλώσσα και ετοιμάζονται να τον ρίξουν στο καζάνι που βράζει). Είναι «πράγματα που συμβαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά της χώρας», και πρέπει να είναι κι ευχαριστημένοι που επέζησαν…
     Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες, για τον Ντέηβιντ αλλά και για τον αναγνώστη. Η βία και η εκδικητικότητα εκ μέρους των ντόπιων απέναντι στου λευκούς εν γένει, και μάλιστα σε μια γυναίκα λεσβία που τολμά να θέλει να αφομοιωθεί με του ντόπιους αγρότες εξηγούν σε πρώτο επίπεδο την τυφλή βία (μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες). Το μέρος είναι επικίνδυνο, πρέπει να φύγουν, αποφαίνεται ο Ντέηβιντ, που υποφέρει που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την κόρη του (το μυστικό της Λούσυ· η ατίμωσή του) όσο υποψιαζόταν κλειδωμένος στην τουαλέτα ότι εκείνη έπεφτε θύμα της αβάσταχτης φρίκης (ο βιασμός, ο θεός του χάους, του συνονθυλεύματος, ο βεβηλωτής της ιδιωτικότητας. Ο βιασμός μιας λεσβίας είναι χειρότερος από τον βιασμό μιας παρθένας· το πλήγμα είναι μεγαλύτερο). Ακόμα όμως πιο παράξενη είναι η κατοπινή σιωπή της, η αποστασιοποίησή της από τον πατέρα, και η άρνηση να καταγγείλει στην αστυνομία τον βιασμό. Απλώς, αποξενωμένη, ψυχρή και σιωπηλή, μαζεύει τις δυνάμεις της για να επιστρέψει στο αγρόκτημα και «να συνεχίσει όπως πριν».
     Ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μεταφέρει τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα του ήρωα, μπροστά σ’αυτήν την «εξοργιστική» στάση της Λούσυ, να παραχωρήσει δηλαδή εντέλει στους βιαστές της το δικαίωμα να σκάνε στα γέλια σε βάρος της, να νιώθουν νικητές. Πρέπει να τονίσουμε ότι μία από τις αρετές του συγγραφέα είναι ότι δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα αυτά, δεν προβαίνει ως παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη είναι η αφήγηση) σε αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά οι μύχιες ψυχικές καταστάσεις συνεπάγονται από τη δράση και τους διαλόγους.
     Το αίσθημα λοιπόν της «disgrace» επιστρέφει τώρα με διαφορετική μορφή: νιώθει εξουθενωμένος, γερασμένος, ότι το ενδιαφέρον του για τον κόσμο αποστραγγίζεται από μέσα του σταγόνα τη σταγόνα. Νιώθει ντροπή, και η ατίμωση έχει κυριολεκτικότερο νόημα από ποτέ (αυτό πέτυχαν οι επισκέπτες τους, αυτό έκαναν σ’ εκείνη τη γεμάτη αυτοπεποίθηση σύγχρονη νέα γυναίκα/λένε ότι την έβαλαν στη θέση της, ότι της έδειξαν τον προορισμό των γυναικών).
     Ακόμα πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση για τον Ντέηβιντ όταν καταλαβαίνει ότι η Λούσυ έμεινε έγκυος, και ότι δεν προτίθεται να διακόψει την εγκυμοσύνη (αυτό που μου συνέβη είναι εντελώς προσωπικό. Σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς δημόσιο θέμα. Αλλά σε αυτό το μέρος, αυτή τη στιγμή, δεν είναι). Δεν μπορεί να καταλάβει την κόρη του, που από τη μια φοβάται, από την άλλη δεν αντιδρά, δεν καταγγέλλει, δεν φεύγει . Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί οι βιαστές, ενώ το αγόρι που ήταν μαζί τους («για να μαθαίνει») αποκαλύπτεται ότι τριγυρνάει στα περίχωρα, και είναι συγγενής του Πέτρους.
     Ένα πρόσωπο-κλειδί είναι ο Πέτρους, που όχι μόνο από υπηρέτης έχει γίνει αφέντης (στην πραγματικότητα ο Πέτρους κάνει όλες τις δουλειές/όπως τον παλιό καιρό: baas en klaas, αφέντης και υπηρέτης. Με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτονόητο να δίνει διαταγές στον Πέτρους). Όχι, παρόλο που ο Πέτρους παίρνει μισθό, είναι περισσότερο γείτονας παρά υποτακτικός. Η στάση του Πέτρους απέναντι στην βία που υπέστησαν πατέρας και κόρη κάνει έξαλλο τον Ντέηβιντ: είναι νηφάλιος και ήρεμος, και μεθοδικά δουλεύει στο κτήμα έχοντας τον Ντέηβιντ για βοηθό, με απώτερο σκοπό να γίνει κι ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ό δε μέγιστον, προστατεύει τον νεαρό βιαστή (προσπαθώ να διατηρήσω την ειρήνη).
     Η λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα καταρρακώνει ακόμα περισσότερο τον ήρωά μας: ο Πέτρους, που έχει ήδη δυο γυναίκες και παιδιά, προσφέρεται να παρέχει προστασία και στην Λούσυ με το παιδί της, και μόνο μ’ έναν τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό: να την παντρευτεί (εδώ είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται), μια πρόταση που δεν απορρίπτει η Λούσυ (ο Πέτρους μπορεί να μην είναι σημαντικό πρόσωπο, αλλά είναι πολύ σημαντικός για κάποια τόσο ανίσχυρη όσο εγώ. Τουλάχιστον τον Πέτρους τον ξέρω). Ίσως είναι το «τίμημα», όπως λέει η ίδια, για να μπορέσει να μείνει στον τόπο που αγαπά (θεωρούν ότι τους οφείλω κάτι. Θεωρούν ότι εκείνοι εισπράττουν ένα χρέος, ότι είναι φοροεισπράκτορες). Ίσως είναι η πράξη ταπείνωσης μπροστά στην Ιστορία. Ωστόσο, η Λούσυ δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει σαν νεκρή, αλλά αν εγκαταλείψει τώρα το κτήμα, «θα φύγει ηττημένη και θα γεύεται την ήττα όλη της τη ζωή».
     Ηττημένος νιώθει κι ο Ντέηβιντ, ταπεινωμένος σε όλα τα επίπεδα… Η προσπάθειά του να επιστρέψει στο Κέιπ Τάουν ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ξενότητας. Το σπίτι του είχε υποστεί επιδρομή και λεηλασία, δεν είχε απομείνει τίποτα. Το ίδιο και στο πρώην γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκλονιστική είναι η σκηνή όπου ο Ντέηβιντ επισκέπτεται τον πατέρα της Μέλανι, αρχικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξομολογητική διάθεση (ζω σ’ ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου), και ζητά με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, συγνώμη. Μια σκηνή που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί δεν υπήρχε σ’ όλο το βιβλίο κανένα σημάδι ότι επεξεργάστηκε τη θέση της Μέλανι και των δικών της με ενσυναίσθηση.
     Κι όμως, φαίνεται ότι έχει πλήρη συνείδηση ότι η ατίμωση αυτή, δηλαδή η απογύμνωση από κάθε είδος κύρους, είναι συνέπεια της αρχικής αλαζονείας -της αλαζονείας του αρσενικού που νιώθει επιθυμία και πρέπει να την ικανοποιήσει. Επιστρέφοντας στο κτήμα της Λούσυ, είναι μεταλλαγμένος, μπαίνει στην «υπηρεσία» της Μπεβ αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά που οδηγούνται στην ευθανασία, και είναι αποφασισμένος για ένα νέο ξεκίνημα:
     Ίσως αυτό πρέπει να μάθω να αποδέχομαι. Να ξεκινώ απ’ το μηδέν. Χωρίς τίποτα. Χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια.
     «Σαν σκύλος».
     «Ναι, σαν σκύλος»
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 23, 2024

Άμστερνταμ, Ίαν Μακ Γιούαν

Οι φίλοι που συναντήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν εδώ
έχουν πια φύγει.
Ο καθένας προς το δικό του λάθος…
W.H. AUDEN, “The crossroads”
     Έξυπνο και ενδιαφέρον, αλλά κάπως εγκεφαλικό, ομολογώ ότι με κούρασε κάπως και με απογοήτευσε το «σαρωτικό» τέλος. Η γραφή του έμπειρου συγγραφέα συναρπάζει, αλλά πιστεύω ότι η προσπάθειά του να αναδείξει προβλήματα παθογένειας στην εποχή μας -εστιάζοντας ιδιαίτερα πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο- είναι μεν πετυχημένη, αλλά προσδίδει έναν νατουραλιστικό χαρακτήρα στην όλη πλοκή: υπερβολική εστίαση στα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες- οι άνθρωποι είναι έρμαια των ενστίκτων (μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης), και εντέλει θύματα των κοινωνικών συνθηκών.
     Δεν το κρύβω, δεν συμ-πάθησα καθόλου τους ήρωες, ίσως γι’ αυτό και δεν με άγγιξε το μυθιστόρημα αυτό, αν και το διάβασα με γοργό ρυθμό. Ακόμα και η Μόλλυ (διάσημη δημοσιογράφος στον τομέα της γαστρονομίας, γευσιγνώστρια και φωτογράφος), η μοιραία γυναίκα μετά από τον θάνατο της οποίας συσπειρώθηκαν παλιοί εραστές και άσπονδοι φίλοι -κι από δω ξεκινάει η πλοκή του μυθιστορήματος-, πρέπει να ήταν αντιπαθής! Δεν μας επιτρέπει όμως ο συγγραφέας να σχηματίσουμε γνώμη, μάλλον δεν έχει σημασία και μάλλον δεν θέλει να εστιάσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Είναι δεδομένο ότι η σχέση του καθένα με την Μόλλυ ήταν ακαταμάχητη, των δύο κεντρικών προσώπων (Βέρνον και Κλάιβ), του επίσης αντιπαθητικού υπουργού Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ και του συζύγου της Μόλλυ, του επίσης αντιπαθούς ως γλοιώδους Τζορτζ Λέιν. Ασφαλώς υπήρχαν κι άλλοι θαυμαστές ή εραστές, αλλά δεν παίζουν ρόλο στο μυθιστόρημα.
     Έχουν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από την εποχή των αναρχορομάντζων (δεκαετία 60, νιότη, τρέλα, ελεύθερο σεξ κλπ), κι ο κάθε ήρωας έχει τραβήξει τον δικό του δρόμο, έχοντας στήσει τη δική του οικογένεια. Ο Βέρνον Χάλλιντεϋ είναι δημοσιογράφος, διευθυντής της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας «Κριτής», μιας εφημερίδας που τον τελευταίο καρό χαροπαλεύει λόγω ανικανότητας του προηγούμενου διευθυντή. Ο Κλάιβ Λίνλεϋ είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους Άγγλους μουσικοσυνθέτες στον οποίο μάλιστα ανατέθηκε η σύνθεση της «Συμφωνίας της χιλιετίας» (λίγα χρόνια από το τέλος της χιλιετίας), η επιτυχία της οποίας θα του διασφαλίσει την αιώνια δόξα και την είσοδο στο πάνθεον των -βρετανών- καλλιτεχνών. Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να εισχωρήσει στον ευαίσθητο χώρο της δημοσιογραφίας αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και να αναδείξει με λεπτομέρειες τις συμβατικότητες και τα τεχνάσματα/κομπίνες στα οποία ανατρέχουν για να επιπλεύσουν όσοι τις υπηρετούν.
     Οι δύο παλιοί φίλοι, που τους συνδέει αδιάρρηκτα το ακαταμάχητο παρελθόν, συναντιούνται ξανά μετά από μακρόχρονη σιωπή, με αφορμή την κηδεία της γυναίκας που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας για τον καθένα, και που βασανίστηκε από σπάνια εκφυλιστική νόσο χάνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι κι οι δυο δημοφιλείς, και, καθώς είναι ευάλωτοι μετά την τελετή, και παράλληλα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή της -φιλόδοξης- καριέρας τους, κάνουν μια συμφωνία μεταξύ τους, να απαλλάξουν ο ένας τον άλλον, αν φυσικά υπάρξει ανάγκη, από την βάσανο της χρόνιας αρρώστιας (ιδιαίτερα, μάλιστα, αν φτάσω στο σημείο που να μην μπορώ να λάβω ο ίδιος την απόφαση ή να την υλοποιήσω/σου ζητάω, σαν παλιότερος φίλος μου που είσαι, να με βοηθήσεις αν φτάσουμε ποτέ στο σημείο όπου θα διακρίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατόν).
     Το ζήτημα λοιπόν της ευθανασίας θίγεται από τον συγγραφέα αν και δεν εξετάζεται σε βάθος, όπως θα περίμενε κανείς, παρόλο που έμμεσα δίνει νόημα στον τίτλο (αναρωτιόμουν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί τιτλοφορείται «Άμστερνταμ» ένα βιβλίο που βασικά διαδραματίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο). Η εξήγηση δίνεται στο τέλος: η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα όπου οι γιατροί έχουν το ελεύθερο να παρέχουν ουσίες που προκαλούν τον εκούσιο θάνατο[1]. Το χιτσκοκικό τέλος ίσως δίνει και μιαν απάντηση στο ερώτημα αν θα πρέπει να «υποβοηθιέται» η εθελούσια αποχώρηση από τη ζωή.
     Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
     Προκύπτουν όμως και άλλα ηθικά διλήμματα, τα οποία αρέσκεται ο συγγραφέας να επεξεργάζεται, όπως έχει αποδειχτεί και σε προηγούμενα μυθιστορήματα[2], όχι μόνο βιοϊατρικής φύσεως όπως επισημαίνει η Νίκη Κώτσιου[3]: το πρώτο είναι σε ποιον βαθμό μπορεί η δημοσιογραφική προβολή να παραβιάσει την ιδιωτική ζωή κάποιου δημόσιου προσώπου, ακόμα κι αν αυτό το άτομο είναι απεχθές/απαράδεκτο πολιτικά. Αυτό φυσικά το δίλημμα αφορά τον Βέρνον, ο οποίος βρέθηκε με φωτογραφίες στο χέρι που εκθέτουν και γελοιοποιούν τον υπ. Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ, ένα ανθρωπάριο που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός και είναι υπέρ της θανατικής ποινής, εναντίον του Μαντέλα κλπ (μιλάμε για έναν βασανιστή, έναν δήμιο, τον υπερασπιστή των οικογενειακών αξιών, τη μάστιγα των μεταναστών, όσων ζητούν άσυλο, των Τσιγγάνων, των περιθωριακών). Ο Βέρνον δεν φαίνεται να έχει ηθικές αναστολές, εφόσον ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι επικίνδυνος, σώζει επομένως κόσμο αν τον καταστρέψει! Αντίθετα, η δημοσίευση αυτή, όπως υπολογίζει, θα ανεβάσει τις πωλήσεις στα ύψη και θα σώσει την εφημερίδα από χρεωκοπία.
     Δεν διαφέρει και πολύ η ηθική στάση του Κλάιβ απέναντι στο δίλημμα που του φέρνει η δική του επαγγελματική πορεία: προκειμένου να μη χάσει την έμπνευσή του, που με πολύ κόπο χτίζει για να δώσει ένα αντάξιο φινάλε στη συμφωνία του ψάχνοντας ηρεμία και συγκέντρωση στην αγαπημένη του «περιοχή των Λιμνών», δεν προσέχει ούτε καταγγέλλει καν τον κατ’ επανάληψη βιαστή που ψάχνει η αστυνομία, ο οποίος είχε απομονώσει μια γυναίκα στην έρημη περιοχή όπου ο Κλάιβ έψαχνε την επιφοίτηση της μουσικής δημιουργίας.
    Οι δυο φίλοι αποδείχτηκαν «άσπονδοι», εφόσον η πρόθεση αυτή του Βέρνον (που τη μεθόδευσε με επαγγελματικό σαδισμό) έκανε έξω φρενών τον Κλάιβ (εάν είναι γενικώς εντάξει και για έναν ρατσιστή το να είναι τραβεστί, τότε είναι εντάξει και για έναν ρατσιστή ντο να είναι τραβεστί. Αυτό που δεν είναι εντάξει είναι το να είσαι ρατσιστής). Άλλωστε, τις γελοίες φωτογραφίες ο Γκάρμονυ τις εμπιστεύτηκε στη Μόλλυ, ήταν δικές της (δεν έχουν να κάνουν με μένα ή με σένα ή με τους αναγνώστες σου. Θα μισούσε αυτό που κάνεις).
     Αντίστοιχα, η σύγκρουση των δύο παλιόφιλων προκαλεί τον εκβιασμό εκ μέρους του Βέρνον, ότι αν δεν καταγγείλει όσα είδε ο Κλάιβ από τον βιαστή (έχεις ηθικό καθήκον/εσύ μου λες ποιο είναι το ηθικό μου καθήκον; Εσύ; Είναι δυνατόν;) θα θεωρηθεί συνεργός σε απόπειρα βιασμού.
     Ο συγγραφέας ολοκληρώνει τις δύο διαφορετικές υποθέσεις με ευφυέστατο τρόπο, ανατρέποντας τις προσδοκίες των δύο ηρώων και δίνοντας όπως είπαμε, ένα «χιτσκοκικό» φινάλε, με χιούμορ που αγγίζει το γκροτέσκο.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία έγινε νόμιμη στην Ολλανδία με νόμο που ψηφίστηκε το 2001 αλλά τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2022. Με την ψήφιση του νόμου, η Ολλανδία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε νόμιμη την ευθανασία, σύμφωνα με το BBC
[2] Γράφει η Νίκη Κώτσιου: «Ο σπουδαίος βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν, ευαισθητοποιημένος σε φαινόμενα της σύγχρονης ζωής, συχνά θέτει στο έργο του ζητήματα ιατρικής ηθικής, που 
να τον απασχολούν πολύ. Στο Σάββατο ένας χειρουργός καλείται να χειρουργήσει και να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που απείλησε να τον σκοτώσει, ενώ στο Νόμο περί τέκνων μια δικαστίνα καλείται να αποφασίσει για τη ζωή ενός νεαρού ιεχωβά, που αρνείται να δεχθεί μετάγγιση αίματος. Στο Άμστερνταμ (βραβείο Booker 1998), που θα μας απασχολήσει εδώ, επιχειρείται μια προσέγγιση της ευθανασίας, ενώ συγχρόνως τίθενται πολλά ακόμη θέματα ηθικής τάξεως, που παρουσιάζουν πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες πτυχές» (https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou).
[3] https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2024

Για την αγάπη της Έλενας, Γιασμίνα Χάντρα

    Ένα ακόμα συγκλονιστικό μυθιστόρημα μάς χάρισε ο αγαπημένος αλγερινός συγγραφέας, και μάλιστα εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Έχοντας ζήσει κι ο ίδιος κάποια χρόνια στο Μεξικό, τη χώρα αυτή των μεγάλων επαναστάσεων αλλά και των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων, μας οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου της διαφθοράς, της εγκληματικότητας και των πανίσχυρων κυκλωμάτων που την εξουσιάζουν ουσιαστικά, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα κοντά στις ΗΠΑ.
      Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό σχεδόν ανώνυμο, στο βόρειο Μεξικό, με το παράδοξο όνομα «Περίβολος της αγίας Τριάδος», σε μια ξεχασμένη επαρχία της επίσης παραμελημένης πολιτείας Τσιουάουα (το χωριό μας θα’ πρεπε να λέγεται Νεκροταφείο των Ζωντανών, έτσι όπως οι τρώγλες μας έμοιαζαν με τάφους κι οι γείτονές μας με φαντάσματα). Είναι μια από τις πολλές περιοχές που εγκαταλείπουν οι νέοι ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, κι εξαφανίζονται είτε οικειοθελώς, είτε επειδή μπλέκουν στην παρανομία.
     Υπάρχει, όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος, μια δυνατή και ρομαντική αγάπη -καθοριστική και καταλυτική-, αλλά δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια «ιστορία αγάπης», εφόσον η αγάπη αυτή τελειώνει καθώς ξεκινά το βιβλίο και… αρχίζει ξανά στην τελευταία σελίδα! Γιατί ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής Ντιέγκο, φτωχόπαιδο -όπως όλα- και με υπερβολική αγάπη στη λογοτεχνία, έχει δεσμό με την Έλενα με την οποία αγαπιούνται από παιδιά κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Όμως μετά από ένα τρομερά βίαιο και τραυματικό γεγονός στα ερείπια ενός ναού όπου πήγαν ρομαντικό περίπατο (βιασμό της κοπέλας μπροστά στα μάτια του), εκείνη ντροπιασμένη και οργισμένη με την αδυναμία/δειλία του συντρόφου της να αντιδράσει (άντρας να σου πετύχει!), κλείνεται στο σπίτι και μετά από καιρό εξαφανίζεται.
     Ο φιλήσυχος και συνεσταλμένος Ντιέγκο, με τον ξάδερφο και αδελφικό φίλο του Ραμίρες, παρακινημένοι και από την απελπισμένη μάνα της Έλενας (φέρε μου πίσω το κορίτσι μου/φέρε μου την πίσω αλλιώς θα κάνω κομμάτια αυτήν την Παναγία και θα συνεχίσω να τα βάζω μαζί της ώσπου να πέσει η κατάρα της πάνω σ’ όλο το χωριό) ξεκινούν ένα ταξίδι που για τον Ντιέγκο δεν θα έχει επιστροφή αν δεν βρουν την Έλενα (η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες). Όσο για τον Ραμίρες, εκείνος γρήγορα διαχωρίζει τη θέση του, ότι θα βοηθήσει μεν τον Ντιέγκο, αλλά βασικά φιλοδοξεί να βγάλει λεφτά και να «φτιάξει μια καινούρια ζωή».
     Η αρχή του νήματος είναι ο συγχωριανός Οσάριο που έχει φύγει από το χωριό, επειδή ένας πιτσιρικάς είδε την Έλενα να φεύγει μαζί του. Ο Οσάριο ενσαρκώνει το όνειρο κάθε χωριατόπαιδου για κοινωνική ανέλιξη, γιατί όταν επιστρέφει πού και πού από το «θρυλικό» Χουάρες[1], παραμυθιάζει όλους με τις ευκαιρίες, τις γνωριμίες και τα πλούτη του (αμαξάρες, ακριβά ρούχα κλπ). Ο Ντιέγκο και ο Ραμίρες λοιπόν δεν έχουν παρά να βρουν τον Οσάριο.
     Είναι η πρώτη φορά που οι δυο νέοι απομακρύνονται απ’ το χωριό τους, και πέφτουν κατευθείαν στα βαθιά… Φτάνοντας με τα πολλά στην Πόλη του Χουάρες, τη μεγαλύτερη πολιτεία της Τσιουάουα (ένα αχανές τοπίο από στριμωγμένους τον έναν πάνω στους άλλους συνοικισμούς, χτισμένη σ’ ένα άχαρο οροπέδιο που το κατέτρωγε αέναα η έρημος) αφού αναζητούν ανάμεσα σε ύποπτες φάτσες τον «καλοντυμένο», «κουβαρντά» Οσάριο, αντιλαμβάνονται γρήγορα (κι αδυνατούν να το πιστέψουν) ότι ο συγχωριανός τους τους δούλευε ψιλό γαζί· είναι ένας απατεώνας χειρίστου είδους που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες (τζαμπατζής είναι, κοιμάται σε όποιον του ζητάει να κατεβάσει τα βρακιά του). Η φήμη επιβεβαιώνεται όταν ο Οσάριο τούς εξαπατά πουλώντας τους για άλλη μια φορά μούρη και αφήνοντάς τους μεθυσμένους σε μια «σπιταρώνα» (δήθεν δικιά του) αφού τους έκλεψε ό, τι είχαν και δεν είχαν.
     Αυτό είναι και το καθοριστικό επεισόδιο μετά από το οποίο οι δυο φίλοι αναγκάζονται, απένταροι και αφοπλισμένοι, να εισχωρήσουν ανεπιστρεπτί στα κυκλώματα του λαθρεμπορίου και της παρανομίας. Είναι αδύνατον να επιστρέψουν άπραγοι στο χωριό, ο Ντιέγκο χωρίς νέα της Έλενας κι ο Ραμίρες χωρίς να έχει καν τα χρήματα που είχε ξεκινώντας. Άλλωστε, ο «Μονόφθαλμος» στον οποίο ανήκε το σπίτι, τους διαβεβαιώνει ότι ο Οσάριο όντως είχε μια μελαχρινούλα που έμοιαζε με την Έλενα και της πούλαγε παραμύθια για καριέρα στον κινηματογράφο (ένιωσα την καρδιά μου να σκάει σαν χειροβομβίδα στο στήθος μου)!
     Δεν ξέρετε πού πάτε να μπλέξετε
     «Εδώ δεν είναι σαν το χωριό, όπου όλοι στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Στο Χουάρες, ο καθένας κοιτάζει το τομάρι του, κι αυτό δεν αλλάζει ποτέ». Όμως η απόφαση των δύο πρωτάρηδων ήταν αμετάκλητη και μέσα από τις γνωριμίες και την ανάγκη, βρήκαν εντέλει δουλειά στη δούλεψη του Σίσκο (ένας ψηλόλιγνος Ινδιάνος, ξερακιανός σαν καλαμιά), ως «σιδεράδες». Γρήγορα βέβαια αντιλαμβάνονται όχι μόνο ότι πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο άτομο με… αρχές (να την πατάς άλλους είναι ανθρώπινο, όμως να χάνεις την αξιοπρέπειά σου είναι ασυγχώρητο), του οποίου αν ξύσεις τις πληγές θα βρεις τραγικές πτυχές (ένας άνθρωπος βασανισμένος, ένας ναυαγός της Ιστορίας που βίωνε την κρίση ταυτότητας σαν μια πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση/ ένας ινδιάνος που παρά τη θέλησή του ενσωματώθηκε σ’ έναν μπασταρδεμένο κοσμοπολιτισμό), αλλά ότι είναι φανατικός και αδίστακτος, χωμένος βαθιά στα δίχτυα της διαφθοράς και της εγκληματικότητας. Γνωρίζουν αναπόφευκτα και τα «μεγάλα αφεντικά», τον Ελ Καρντινάλ, τον «βασιλιά του υπόκοσμου» και τον Κουτσίγιο (ένας μακελάρης που θα μπορούσε να σου βγάλει τα μάτια για να κοιτάξει μέσα στο κρανίο σου), που ήταν ο διευθυντής ενός παράνομου «εργαστηρίου», στο υπόγειο ενός μαγαζιού με ρούχα, ενώ στο «μπουντρούμι» που χωριζόταν μ’ έναν τσιμεντένιο τοίχο, κανείς δεν ήξερε τι μαγειρευόταν από πίσω…
     Είναι φανερό ότι οι δύο νιόφερτοι είναι «δόκιμοι» στα γρανάζια της διακίνησης λαθραίων και της παράνομης κερδοσκοπίας. Στην αρχή είναι βέβαια «ψάρια, ακολουθούν πιστά τους αυστηρούς κανόνες, μεταφέρουν «σακουλάκια» κρυφού περιεχομένου, έχουν «συναδέλφους», κι όταν αργότερα τα αφεντικά μένουν ευχαριστημένα τους δίνουν κινητό, στέγη και χρήματα.
     Η αποφασιστική στιγμή που για τους δυο φίλους δεν υπάρχει γυρισμός, είναι όταν ο Καρντινάλ τιμωρεί παραδειγματικά και με αποτρόπαιο τρόπο -μέχρι θανάτου- τον Ράνγκο, έναν συνεργάτη τους επειδή παρέβη μία από τις αρχές τους (όχι ακόμα δολοφόνος αλλά ολοκληρωτικά συνένοχο, εκείνη την ημέρα διάβηκα το κατώφλι: η άβυσσος με υποδέχτηκε στο απέραντο κολαστήριό της). Καθοριστική είναι και η αποκάλυψη της τραγικής τύχης της Μαριμπέλ, του «πιο αγνού κοριτσιού στο χωριό», που -όπως πιθανόν και η Έλενα- παρασύρθηκε από τον Οσάριο με ψεύτικα υποσχέσεις και όνειρα, και κατέληξε «σκιά του εαυτού της»: τα τσιγαρλίκια και το τρακ την οδήγησαν σε κύκλωμα πορνείας («πολυτελείας», με διάσημα πρόσωπα), και μετά από επεισόδια απίστευτης βίας εκ μέρους του Οσάριο την βρήκαν να ζει σε εξαθλίωση, έχοντας αποκτήσει και δυο παιδιά, το ένα μάλιστα με πρόβλημα.
     Έτσι λοιπόν, ο αναγνώστης παρακολουθεί δύο άξονες δράσης, ο ένας αφορά την εμπλοκή των δύο βασικών ηρώων όλο και περισσότερο στον κόσμο των συμμοριών, της ακολασίας, των αλληλοσπαραγμών και του τσαμπουκά, κι ο άλλος είναι οι ενέργειες που κάνουν παράλληλα για να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης της Έλενας. Άλλωστε οι δύο άξονες πολλές φορές αλληλοκαλύπτονται εφόσον ο Οσάριο, το τρίτο βασικό και χαρακτηριστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, που γνωρίζει πού είναι Έλενα, είναι κι αυτός μπλεγμένος στον μηχανισμό της διαφθοράς και του κέρδους χωρίς καμιά ηθική αναστολή.
    Έτσι λοιπόν, όταν το μίσος προς το «καθίκι» φουντώνει (η σύγκρουση με τον Οσάριο γίνεται αναπόφευκτη, από την οποία οι δυο φίλοι βγήκαν δαρμένοι και ταπεινωμένοι) όμως το μίσος αυτό μαζί με το όνειρο για μια ευτυχισμένη συνύπαρξη με την Έλενα δίνει κουράγιο στον Ντιέγκο να συνεχίσει με κάθε τίμημα, μαζί βέβαια με τον Ραμίρες που έχει άλλα όνειρα (θέλω να γίνω πρόεδρος μιας πραγματικής εταιρείας, όχι μιας ομάδας παραφρόνων. Θέλω να ανήκω στην αφρόκρεμα, όχι στα παράνομα καρτέλ).
     Στον κόσμο αυτόν των κολασμένων ξεχωρίζει ο Νονίτο, ο κομπιουτεράς (είμαστε έμποροι του θανάτου, Ντιέγκο, είμαστε χαμένα κορμιά και τίποτε άλλο, χωρίς πίστη, χωρίς νόμο/ξέρω πολύ καλά το κακό που κάνω, όμως εξακολουθώ να το κάνω), που πληρώνει πολύ ακριβά την επανάστασή του, να ελευθερώσει καμιά ντουζίνα νέγρους και νέγρες («πληγιασμένους, εξασθενημένους και τρομοκρατημένους»), Αφρικανούς πρόσφυγες που τους έπιασαν «δικοί τους», μεταμφιεσμένοι σε διακινητές, με σκοπό να τους πουλήσουν στο ίντερνετ (θα τους ζητάμε λύτρα, αν θέλουν να τους ξαναδούν οι δικοί τους). Ο Νονίτο είναι αυτός που προειδοποιεί επανειλημμένα τον Ντιέγκο ότι το Χουάρες είναι «ο προθάλαμος του θανάτου», παρόλ’ αυτά δεν αργεί η στιγμή που ο Ντιέγκο θα ζητήσει να έχει όπλο… (αυτό που με στενοχωρεί, Ντιέγκο, είναι πως δεν είσαι με τίποτα φτιαγμένος για τέτοια πράγματα).
     Σαν να γινόμουν κάποιος άλλος

Ήθελα να μάθω να σκοτώνω
     Ο κόσμος στον οποίο βρέθηκαν μπλεγμένοι οι δύο ήρωες είναι αυστηρά δομημένος, με τους αρχηγούς, τα πρωτοπαλίκαρα, τις ομάδες «κρούσης» τις ζώνες επιρροής, τους μυστικούς συμβούλους. Το απίστευτο μακελειό που ακολουθεί τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μεταξύ δύο συμμοριών είναι η αφορμή για ακόμα πιο μεγάλη καταβύθιση στον κόσμο αυτόν απ’ όπου είναι πολύ δύσκολο πια να ξεφύγουν τα δυο χωριατόπαιδα. Φυσικά, πίσω από τις συμμορίες βρίσκονται οι φιλοδοξίες των μεγάλων κεφαλιών και οι αλληλοεξοντώσεις (κάποιος έκλεψε το εμπόρευμα!), γεγονός για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Νονίτο τον Ντιέγκο (μερικές φορές ο Σίσκο ψάχνει αφελείς που θα κάνουν τη βρομοδουλειά για πάρτη του. Στην αρχή θα σε κάνει να πιστέψεις πως σ’ έχει πάρει από καλό μάτι, κι όταν τσιμπήσεις σαν το ψάρι, θα πετάξει εσένα στο νερό για να μη βραχεί εκείνος). Η πλοκή παίρνει πορεία καθαρού αστυνομικού θρίλερ με εκδικήσεις, βασανιστήρια, ανατριχιαστικές δολοφονίες, ενώ ο Ντιέγκο προσπαθεί μέσα από την «επιθυμία να σκοτώνει» να βρει την χαμένη του αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση που έχασε «εκείνη τη μέρα στα χαλάσματα του ναού».
     Δεν αργεί να τραυματιστεί πολύ σοβαρά, δεν αργεί να αποκτήσει όπλο. Ήρθε και η ώρα του να σκοτώσει, βέβαια σε κατάσταση άμυνας, σώζοντας τη ζωή του Ραμίρες. Τα συναισθήματα του Ντιέγκο είναι εφιαλτικά, ωστόσο ανεβαίνουν κι οι δυο πρωταγωνιστές στην ιεραρχία του κυκλώματος, αναλαμβάνοντας όλο και πιο δύσκολες υποθέσεις. Όταν πια τα ξεκαθαρίσματα τελειώνουν και κυριαρχεί, προς ανακούφιση όλων, η ομάδα του Σίσκο, οι δυο φίλοι προσαρτώνται στην ομάδα του Φαρίνια, ο οποίος όμως με τη σειρά του βρίσκει κάποια στιγμή τραγικό τέλος από τον Ραμίρες (αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Τόσο στον υπόκοσμο όσο και στα δάση, υπάρχει το κυρίαρχο αρσενικό που καθοδηγεί την αγέλη με τον βούρδουλα). Η κατρακύλα στον βούρκο δεν φαίνεται να έχει τελειωμό…
     Η Έλενα ήταν η αρένα μου όπου έδινα τους πιο τρομερούς μου αγώνες.
Δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω δεύτερη φορά το βάρος μιας δειλίας
σαν αυτή που είχα δείξει
     Η ξαφνική εμφάνιση της Έλενας στο πλάι ενός ηλικιωμένου με πολυτελή κούρσα αναστατώνει τον Ντιέγκο και του δίνει νέα ώθηση και παράτολμο θάρρος. Παρά τις επανειλημμένες συμβουλές του Ραμίρες (η Έλενα δεν είναι πια το κοριτσόπουλο που σ’ έκανε να τρέχεις σαν σκυλάκι στα λιβάδια. Πηδιέται ασύστολα, αλλά ο δικός σου πισινός πονάει. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους, μια για πάντα, πως επέλεξε να κάνει καριέρα πουλώντας το κορμί της κι ότι εσύ δεν έχεις κανένα μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό;), η εμμονή του Ντιέγκο στο απατηλό όνειρο μιας ήρεμης ζωής στο πλάι της Έλενας είναι αμετάκλητη (δεν ήξερα αν την αγαπούσα ακόμη ή αν απλώς τη χρησιμοποιούσα για να αυτομαστιγώνομαι. Ήταν φανερό ότι στηριζόμουν σε αέρα κοπανιστό, αλλά δεν είχα σε τι άλλο να στηριχτώ).
     Ο δειλός και συνεσταλμένος Ντιέγκο δεν έχει πάψει να φοβάται ζωντανούς και νεκρούς, ωστόσο αντλεί δύναμη από το όνειρο αυτό, το μόνο που του έχει απομείνει, και ακολουθώντας ένα νήμα που χτίζεται από παγίδες και μηδαμινές πιθανότητες να πετύχει τον σκοπό του, αγγίζει το φάσμα της Έλενας.
     Εκεί βέβαια τον περιμένουν εκπλήξεις…

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η Χουάρες είναι σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο καθώς αποτελεί πέρασμα προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως επίσης, λόγω της θέσης της στα σύνορα, και το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών του Μεξικού από και προς τις ΗΠΑ. Το τοπικό καρτέλ, που εκτιμάται ότι είναι από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, διακινεί το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Έτσι, την ίδια πορεία με την αύξηση του πληθυσμού και της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη ακολούθησε και η εγκληματικότητα, που σήμερα είναι από τις υψηλότερες στη χώρα. Το 2009, η πόλη χαρακτηρίστηκε ως «το πιο βίαιο μέρος της Γης μετά τις εμπόλεμες ζώνες». Οι δολοφονίες στη πόλη μειώθηκαν αισθητά από το 2010 μέχρι το 2012, κυρίως επειδή το καρτέλ Σιναλόα κατάφερε να απομακρύνει το καρτέλ Χουάρες. Όμως η εγκληματικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%B4_%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81%CE%B5%CF%82)

Παρασκευή, Αυγούστου 02, 2024

Ο θαυμαστός μανδαρίνος, Ασλί Ερντογάν

Σε κάθε χάδι της γυναίκας πρόβαλλε κι από μια πληγή
στο σώμα του μανδαρίνου·
ήταν οι πληγές που είχαν ανοίξει η πάλη τα χτυπήματα,
τα σπαθιά και τα μαχαίρια.
Είχανε μείνει κρυφές ως τη στιγμή που ένιωσε
ειλικρινές ενδιαφέρον και τρυφερότητα.
     Γραφή εξόχως ποιητική, ύφος εξομολογητικό, βαθύ υπαρξιακό, γύρω από τη μοναξιά, τη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα και τον χωρισμό. Πολύ διεισδυτική η ματιά της τολμηρής, νεαρής Τουρκάλας συγγραφέα, που σπούδασε Φυσική κάνοντας ειδική έρευνα πάνω στα… στοιχειώδη σωματίδια στο CERN!
     Πρόκειται για δύο εκτεταμένα διηγήματα στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου («Ο θαυμαστός μανδαρίνος» και «Ένας επισκέπτης από τη χώρα του παρελθόντος»), και τέσσερα πολύ μικρά «αφηγήματα» ενδιάμεσα. Όλα στην ίδια πάνω κάτω θεματολογία, σε πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική- σχεδόν ημερολογιακή- γραφή διακοπτόμενη από σκέψεις, μνήμες και στοχασμούς, επικοινωνούν εσωτερικά. Γυναίκα η αφηγήτρια στο πρώτο και άνδρας στο τελευταίο, θα μπορούσε όμως όλα να υπαγορεύονται από το ίδιο πρόσωπο. Άλλωστε είναι φανερό, κι επιβεβαιώνεται από το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας Ανθής Καρρά («Η Ασλί Ερντογάν και η τρέλα της γραφής») ότι σε όλα τα αφηγήματα είναι πολύ έντονο το προσωπικό βίωμα (χωρίς να είναι καθαρά «αυτοβιογραφικά»), καθώς, όπως η ίδια η συγγραφέας ομολογεί σε συνέντευξη, έγραφε για να εκτονώσει την πίεση της δουλειάς και της προσαρμογής στην ξένη χώρα, συγκεκριμένα στη Γενεύη.
      Στην κόγχη του χαμένου ματιού   
      Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ήταν αυτό που έκανε την αφηγήτρια της πρώτης ιστορίας να αποκτήσει αυτήν την οδυνηρή πληγή στο δεξιό μάτι, δυο βδομάδες μετά τον χωρισμό της με τον μεγάλο της έρωτα, τον Ισπανό Σέρτζιο. Η ηρωίδα στο «σήμερα» περιπλανιέται στην Παλιά Πόλη της Γενεύης, που ήταν γεμάτη από ψυχές, φαντάσματα και μνήμες, αλλά και σε σκοτεινούς κι έρημους δρόμους στις νυχτερινές της περιηγήσεις, στο κέντρο της πόλης ή στη λίμνη Λεμάν, στις γειτονιές των προσφύγων («Πακί»), ακόμα και σε κακόφημες γειτονιές. Μια συνήθεια που όπως λέει είχαν με τον Σέρτζιο (μια πόλη αρχίζει να ζει μόνο όταν υπάρχει σ’ αυτήν κάποιος που αγαπάς). Οι μοναχικοί αυτοί περίπατοι δίνουν αφορμή για μυριάδες σκέψεις, αναπολήσεις και μνήμες, αναστοχασμούς της παράδοξης πορείας της ζωής της. Παρόλο που είναι ακόμα πολύ νέα, αναφέρει για το παρελθόν: «η ζωή μου ήταν γεμάτη από συρματοπλέγματα, κι εγώ αγωνιζόμουν απελπισμένα να σπάσω τα αιχμηρά εκείνα σύρματα με κίνδυνο κι η ίδια να πληγωθώ». Νιώθει ανάμικτα συναισθήματα για την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη (η Τουρκία μού είχε κλέψει την εφηβεία μου και καμιά χώρα δεν μπορούσε να μου τη δώσει πίσω) όπου ως γνωστόν οι γυναίκες ζουν μέσα στον φόβο και τη θλίψη, χωρίς αυτοπεποίθηση και με χιλιάδες ενοχές για τις σωματικές τους επιθυμίες. Ωστόσο, είναι στιγμές που η νοσταλγία την κυριεύει, νοσταλγία «για τη γλώσσα της, τη γη και τους ανθρώπους της». Γιατί δεν παύει να νιώθει ξένη, μια αλλοπρόσαλλη, αχαλίνωτη κι άπιστη ξένη…
Δεν ήμουν παρά ένα κενό, μια ερμηνεία, ένα ερωτηματικό,
ένα βλέμμα, ένα τίποτα δηλαδή στην καρδιά της ζωής  
     Σίγουρα πρόκειται για μια σίγουρη κι ανεξάρτητη κοπέλα που έκανε από τα χρόνια της εφηβείας την «εξέγερσή της», δεν φοβόταν το σκοτάδι (εξωτερικό κι εσωτερικό), τη μοναξιά, τον κίνδυνο (αναζητούσα τα σκοτάδια σαν την αγριόγατα που βρέθηκε σε έναν δρόμο μακριά από το δάσος της/από τότε μάλιστα που έμεινα με ένα μάτι, δεν με νοιάζει πλέον τίποτα). Η τόλμη της φαίνεται σε χαρακτηριστικά επεισόδια της λεπτής, νευρικής, περιπλανώμενης γυναίκας, που είναι μονόφθαλμη και φαίνεται αξιολύπητη (δεν μπόρεσα να μάθω να φοβάμαι τη νύχτα και το σεξ, κι ας έπρεπε, ίσως επειδή συμβόλιζαν την ελευθερία).
      Μετά τον χωρισμό ξενυχτάει μέχρι πρωίας στα «θλιβερά της καφενεία» και καταφεύγει στη γραφή (γράφω, γράφω ασταμάτητα, στιγμή δεν σηκώνω τα μάτια/γράφοντας μεταμορφώνομαι σε μιαν άλλη ύπαρξη). Είναι η κατάσταση που η ίδια ονομάζει «τρέλα», μια τρέλα που μεγαλώνει τις νύχτες.
Η αγάπη έχει ένα μάτι παραπάνω
(Το δεξί μου μάτι είναι πολύ πιο σοφό
από κάποια άλλα που δεν έχουν χάσει το ταίρι τους·
θα μπορούσε μάλιστα να το πει κανείς και λιγάκι πολύξερο)
     Ο ανυπόφορος πόνος στο δεξιό μάτι, όταν ακόμα είναι πρόσφατη η πληγή, δίνει «σουβλιές στη συνείδηση» (είχα αρχίσει να αμφιβάλλω πως μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο πραγματικό πέρα από τον σωματικό πόνο). Καταλαβαίνει ότι η όψη της μπορεί να είναι τρομακτική για τους άλλους, η κόγχη γίνεται ένας απαίσιος λάκκος (κι εδώ ας αναφέρουμε σύντομη την σημείωση της Ανθής Καρρά, ότι η λέξη sağ στα τουρκικά σημαίνει όχι μόνο δεξιός αλλά και γερός, υγιής, στέρεος, ενώ η λέξη boşluk, σημαίνει κοιλότητα, λάκκος, κενό). Ωστόσο το «μισό αυτό βλέμμα» γίνεται η αφορμή της μεταστοιχείωσης του κόσμου, εκφράζει μια σιωπηρή κραυγή που εμπεριέχει το σκοτάδι του βλέμματος, την απουσία της ύπαρξης. Όπως διατυπώνει αλλού, με το ποιητικό της ύφος, το κενό και το σκότος συναντούν την ύπαρξη και το φως.
     Ασφαλώς οι πιο ωραίες σελίδες που μας χαρίζει η συγγραφέας αναφέρονται στον αδιέξοδο, βαθύ και τρυφερό έρωτα προς τον Σέρτζιο, και φυσικά στον χωρισμό. Διάσπαρτες είναι οι σελίδες αυτές αφού συνειρμικό είναι το νήμα της αφήγησης. Το «άψυχο, πορσελάνινο» πρόσωπο, το «παγόβουνο μέσα στην καρδιά» της καταρρέουν μπροστά στο γεμάτο στοργή και ευαισθησία πλησίασμα του Σέρτζιο (δεν θυμάμαι καθόλου πώς έγινε και τον ερωτεύτηκα ξαφνικά με τόσο πάθος).
     Ο Σέρτζιο ίσως ήταν το ετερώνυμο της αφηγήτριας, εφόσον η ίδια τον χαρακτηρίζει «αθεράπευτο κυνηγό της ευτυχίας» (ήμουνα μια αιώνια εξόριστη, ενώ εκείνος ένας αιώνιος ταξιδιώτης), ενώ εκείνη νιώθει ότι τη στοιχειώνει το παρελθόν . Εκείνος ρουφούσε άπληστα κάθε στιγμή χωρίς να χάνει τον εαυτό του, η αφηγήτρια αναζητά «καταφύγιο σαν την αγριόγατα που βρέθηκε μακριά από το δάσος της». Ωστόσο, να που παραδίνεται άνευ όρων σ’ αυτό το καταλυτικό συναίσθημα (ήθελα να ανακαλύψω τη χαρά να εμπιστεύεσαι κάποιον, να υποτάσσεσαι στην αγάπη, να παραδίνεσαι στο πάθος χωρίς όρους και χωρίς να περιμένεις κάποιο αντάλλαγμα, χωρίς να ονειρεύεσαι καν την ευτυχία, μονάχα στο όνομα της αγάπης/δεν ήμουν ευτυχισμένη όταν ήμουν με τον Σέρτζιο, αλλά κάτι πέρα απ’ αυτό· ήμουνα ζωντανή, μπορούσα να ανασαίνω).
     Ο έρωτας για την ηρωίδα είναι η ίδια η ύπαρξη και η συνείδησή της, τα σώματα που σμίγουν «τόσο παράφορα και φυσικά σαν δυο ποτάμια», ζουν σ’ ένα «σύμπαν ηδονών», χωρίς παρελθόν και μέλλον.
     Σε κάθε χωρισμό βρίσκω τη γεύση του θανάτου
      Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες χωρισμού, ούτε από ποιον προήλθε αυτή η απόφαση. Ωστόσο, η «αχίλλειος πτέρνα» είναι ακριβώς αυτή η αντίθεση που τους έφερε κοντά: η τρυφερότητα του Σέρτζιο κι η προστατευτικότητά του συγχέεται στο μυαλό της με τάση για εξουσία (δεν ήξερα πώς να διαχωρίζω την επιθυμία προστασίας από την επιθυμία κυριαρχίας). Οι εξομολογήσεις της ηρωίδας και οι μύχιες σκέψεις της δείχνουν έναν άνθρωπο τόσο πληγωμένο και περήφανο, που δεν μπορεί να πιστέψει στα αληθινά συναισθήματα του άλλου (έχει πιστέψει πως η μαγική δύναμη της αγάπης του είναι ικανή να θεραπεύσει και τις πιο βαθιές πληγές/θέλει να με μεταμορφώσει σε μνημείο πόνου, ένα αντικείμενο λατρείας που θα γονατίζει μπροστά του για να εξιλεωθεί. Νιώθω μίσος εκείνη τη στιγμή για τον Σέρτζιο).
     Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στα γραφτά της πλάθει μια φανταστική ηρωίδα, την Μισέλ, όταν πια τα έχει χάσει όλα… Μια περσόνα ξεκάθαρα, όμορφη, μαυρομάλλα, η γυναίκα που όλοι οι άντρες ερωτεύονται, μια γυναίκα που θα την ερωτευόταν και ο Σέρτζιο. Μια γυναίκα-οπτασία με αυτοπεποίθηση και περηφάνια, απερίσκεπτη, παράτολμη και ριψοκίνδυνη, με γάργαρο γέλιο, γεμάτη πάθη και όρεξη για ζωή (ήταν φτιαγμένη στο όνομα της ζωής, από την ίδια την ουσία της ζωής. Όπως ο Σέρτζιο). Η φαντασία συνυφαίνεται με την πραγματικότητα όταν συναντά μια πραγματική Μισέλ, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της (όσο κι αν ήταν πρόσωπο της φαντασίας, είχε δημιουργηθεί στο όνομα της ζωής, δεν ήταν σαν κι εμένα, ένα φάντασμα).
     Ένας επισκέπτης από τη χώρα του παρελθόντος
Εκείνη ήταν ένα δυστυχισμένο παιδί,
κι εγώ από την αρχή ένας γέρος άνδρας
     Μεγάλη εσωτερική συγγένεια έχει το τελευταίο αυτό διήγημα με το πρώτο, μόνο που όπως είπαμε, ο αφηγητής είναι άνδρας. Ζει κι αυτός στην Ελβετία με τη σκέψη του στην Ιστανμπούλ (και ιδιαίτερα στην Τσάμλιτζα που την ονομάζει «η Ελβετία της Ιστανμπούλ»), έχει στοιχειώσει την σκέψη του μια γυναίκα που την έχασε πριν ένα χρόνο από μοιραία αρρώστια, και γράφει για να ξεφύγει από το άγγιγμα του θανάτου (όλες τις πηγές της ευτυχίας της ζωής μου, τον έρωτα, την τέχνη, τη μουσική, την ποίηση, τα βουνά, ό, τι υπήρχε, τα έκανε ξαφνικά, με ένα χτύπημα, ο θάνατος κομμάτια, για να μη μπορέσω να συνέλθω ποτέ/ τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για να μπορέσει έστω και λίγο να ελέγξει, να καθυστερήσει τη συντριβή που νιώθει στην ψυχή του; Μπορεί να μεθύσει, να κάνει έρωτα, να κλάψει, να γράψει).
     Η «τρέλα της γραφής» είναι πιο παρούσα στο διήγημα αυτό, μιας και ο ήρωας παραθέτει αυτούσια κομμάτια των «γραπτών του», θραύσματα του παρελθόντος (έγραφα σαν να κομμάτιαζα το χαρτί, σαν να διέπραττα κάποιο έγκλημα). Ωστόσο έχει πλήρη επίγνωση ότι υπάρχει «άβυσσος ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις λέξεις» (όπως όλοι οι αφηγητές, έτσι κι εγώ αστοχούσα στην αλήθεια). Αναπολεί τις στιγμές γνωριμίας με την παράξενη κοπέλα, τις βόλτες τους στο Ουσκουντάρ, μιλάει για τον φόβο της απώλειας, για την διαρκή αναζήτηση (κάπου έπρεπε να βρίσκεται μια πίστη, μια σκέψη, ένας άνθρωπος που να κάνουν τη ζωή άξια να τη ζήσεις).
     Για τον αφηγητή το νόημα της ζωής υπήρξε η γυναίκα αυτή με την οποία η επικοινωνία ήταν σπάνια και αβίαστη (γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον μέχρι την πιο κρυφή του γωνιά). Μια γυναίκα που του θύμιζε λύκαινα λόγω του «κρύου, μεταλλικού γκρίζου των ματιών της» με το «διαπεραστικό και άσπλαχνο βλέμμα» (γκριζογάλανα μάτια έχει και η αφηγήτρια τη πρώτης ιστορίας) –άλλωστε, η «φοβισμένη της αγριάδα» θυμίζει πάλι την ηρωίδα του «θαυμαστού μανδαρίνου». Επιπλέον, η αίσθηση ότι πίσω από την σκληρότητά της κρυβόταν η ανάγκη για τρυφερότητα, είναι και η βασική ιδέα του μύθου του μανδαρίνου (βλ. motto). 
     Μνήμες από ώρες νυχτερινής περιπλάνησης και εξομολογήσεων, έρωτες στα… νεκροταφεία, στιγμιότυπα από τις αντιφάσεις της που κι αυτές τις αγάπησε (οι πιο ουσιώδεις πλευρές των ανθρώπων κρύβονται στις αντιφάσεις τους). Ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο σαν επισκέπτης από άλλον πλανήτη, γράφει γι’ αυτήν. Γράφει τι αγαπούσε απ’ αυτήν αλλά και τι απεχθανόταν, κυρίως την παραίτησή της όταν πια παραδόθηκε στην αρρώστια. Γιατί τότε «η ζωή γίνεται κόλαση μαζί της». Ωστόσο, το γράμμα που άφησε εκείνη σε κείνον, λίγο πριν τον θάνατο, είναι συγκλονιστικό, μα οι λέξεις είναι πολύ λίγες, κατά τον αφηγητή, για να περιγράψει τι ένιωσε (δεν είχα μια δική μου γλώσσα, αν μιλούσα, θα μιλούσα τη γλώσσα της έλλειψης).
     Γράμμα σ’ εσάς
Η πιο τσουχτερή βία είναι η βία της σιωπής
     Στην Α

     Φεύγοντας

     Ταξίδι στο βάθος του καθρέφτη (εικόνες)

     Ξεχασμένα χώματα

     Η απώλεια, ο θάνατος, ο χρόνος, η μοναξιά, ο χωρισμός ανακυκλώνονται σ’ αυτά τα πολύ σύντομα αφηγήματα, πάντα με πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι από διαφορετική οπτική γωνία. Το ύφος γίνεται όλο και πιο ελλειπτικό, πιο ποιητικό και συνειρμικό. Το μοτίβο του «θαυμαστού μανδαρίνου» το βλέπουμε στο «Στην Α» (όπου παρεμπιπτόντως έχουμε την αίσθηση ότι μιλάει ο Σέρτζιο μετά από χρόνια): μονάχα όταν ενδιαφέρθηκες εσύ άρχισαν να ματώνουν οι πληγές μου, κι όμως ήταν πάντα εκεί.
     Επαναλαμβανόμενες αναφορές βλέπουμε και σχετικά με τους… Ερυθρόδερμους, πιο έντονα στο τελευταίο «Ξεχασμένα σώματα», που είναι αφιερωμένο στην ινδιάνικη, περήφανη ψυχή, αλλά και στον «Επισκέπτη από την χώρα του παρελθόντος».
    Αντιγράφω δύο αποσπάσματα που προσωπικά με άγγιξαν πολύ:
     Σελ. 142:
     Όταν άνοιξα στο σκοτάδι τα μάτια μου τον θυμήθηκα. Τα μάτια του που είναι χωρίς βλέμμα, μάτια αγάλματος. Να αρνιόταν να είναι το κενό, μονάχα το κενό, να αποκτούσαν ένα βλέμμα τα μάτια του, για μια στιγμή μονάχα ένα βλέμμα, να’ βλεπα την εικόνα μου στις κόρες των ματιών του που μικραίνουν, ν’ άκουγα έναν ήχο αντί για την ηχώ του τίποτα.
     Και, σελ. 137:
     Δεν μιλώ για τη νοσταλγία που νιώθει κανείς για το παρελθόν· το παρελθόν δεν ήταν πιο ευτυχισμένο απ’ το παρόν, δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν ήταν. Μιλώ για τη θλίψη που νιώθω γιατί κυλά ακατάπαυστα ο χρόνος, γιατί «η στιγμή αυτή» γίνεται παρελθόν. Θαρρείς πως πηγαίνω κατά μήκος ενός μεγάλου ποταμού, δεν επιτρέπεται πουθενά να σταματήσω και να βγω στην όχθη, δεν μπορώ να δω τίποτα για δεύτερη φορά.
(…)Μιλώ για την καθαρή θλίψη των στιγμών που φεύγουν η μία μετά την άλλη, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Ιουλίου 30, 2024

Το χάρτινο σπίτι, Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες

Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα.
Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω
     Το μικρής έκτασης αυτό ευρηματικό αφήγημα/μυθιστόρημα διατρέχει σ’ όλες τις πιθανές διαστάσεις τη σχέση των βιβλιόφιλων με το βιβλίο και την ανάγνωση, σχέση που μπορεί να είναι ευλογία αλλά και κατάρα. Συνήθως πρόκειται για μια λατρεία που σίγουρα για κάποιους μπορεί να γίνει εμμονή, και μάλιστα καταστροφική.   
     Ο αφηγητής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στον «Τομέα των Ισπανικών Γλωσσών», αντικαθιστά την Μπλούμα Λέννον στα μαθήματά της, όταν εκείνη σκοτώθηκε από τροχαίο καθώς περνούσε τον δρόμο… διαβάζοντας τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον (!). Μπορεί λοιπόν να γίνει κανείς «θύμα» ενός βιβλίου; (Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα). Πώς αλλάζει το βιβλίο το πεπρωμένο ενός ανθρώπου; («Παράτα τα.Τα βιβλία είναι επικίνδυνα»).
     Ο συγγραφέας επινόησε έναν πολύ έξυπνο τρόπο να πλέξει μια ιστορία μυστηρίου, που καθηλώνει τον αναγνώστη και παράλληλα εκθέτει σε όλη τη γκάμα το πάθος για την ανάγνωση, για τη λογοτεχνία. Αρχικά, είναι ξεκάθαρο ότι και ο -ανώνυμος μέχρι τέλους- αφηγητής λατρεύει τα βιβλία, παραδέχεται ότι πολλές φορές κρατά βιβλία που αποκλείεται να τα ξανανοίξει (πώς να ξεφορτωθώ για παράδειγμα, «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» χωρίς να ξεριζώσω έναν από τους λίγους θεμέλιους λίθους των παιδικών μου χρόνων; κλπ κλπ), παρατηρεί ότι όλοι εκθέτουμε με καμάρι τη βιβλιοθήκη μας «σαν έναν μεγάλο ανοιχτό εγκέφαλο», ωστόσο έρχεται η στιγμή που ο αριθμός των βιβλίων είναι τόσο μεγάλος, ώστε παραβιάζεται ένα αόρατο σύνορο, ότι το πρόβλημα του χώρου κάνει την χρήση/εύρεση/ταξινόμηση των βιβλίων μη λειτουργική. Επισημαίνεται επίσης πολύ εύστοχα ότι οι βιβλιόφιλοι χωρίζονται στους βιβλιοσυλλέκτες, αυτούς που ψάχνουν σπάνιες εκδόσεις κλπ, και τους βιβλιοφάγους, που μοναδικό μέλημά τους είναι η μελέτη κι η κατανόηση.
     Δεν είναι τυχαίο επομένως που ο ήρωάς μας ασχολήθηκε με τόσο ζήλο για να εξιχνιάσει αυτήν την παράξενη υπόθεση. Το αντικείμενο-κλειδί γύρω από το οποίο περιστρέφεται το μυστήριο είναι ένα αντίτυπο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ «Γραμμή σκιάς»,  που βρέθηκε στα χέρια του αφηγητή σταλμένο από την Ουρουγουάη , προορισμένο όμως για την αδικοχαμένη καθηγήτρια, την Μπλούμα. Ήταν ένα βιβλίο διαφορετικό: τσαλακωμένο, με ίχνη τσιμέντου , σκόνης και βρωμιάς, ενώ μικρά πετραδάκια φαίνονταν κολλημένα εδώ κι εκεί! Το μυστικό του πολύτιμου αυτού αλλά φοβερά κακοπαθημένου βιβλίου (να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ντομίνγκεζ αφιερώνει «Το χάρτινο σπίτι» στον «μεγάλο Τζόζεφ»), ιντριγκάρει τον ήρωά μας και τον εξωθεί να αναζητήσει τον αποστολέα, που, όπως μαθαίνει μέσω από έναν φίλο-«σύνδεσμο», τον ιδιόρρυθμο Ντελγάδο («είναι άνθρωπος κάπως ιδιαίτερος, θα το καταλάβετε αμέσως»), είναι ο Ουρουγουανός Κάρλος Μπράουερ. Ο Κάρλος Μπράουερ φαίνεται να είχε μια σύντομη ερωτική σχέση με την άτυχη Μπλούμα, καθώς εθεάθησαν μαζί σε τρυφερές στιγμές μετά από κάποιο συνέδριο στο Μόντερρεϋ, δυο χρόνια πριν (αποφασισμένη να αποδείξει ότι μπορεί να ήταν ξένη αλλά όχι ξενέρωτη, σοβαρή αλλά όχι άσχετη, κομψή και ταυτόχρονα αισθησιακή, σχολιάζει ο υφιστάμενός της).
     Η συνάντηση με τον επίσης βιβλιομανή Ντελγάδο, είναι απολαυστική, καθώς η τρέλα του για τα βιβλία υπερβαίνει οπωσδήποτε το μέτρο: δεκαοχτώ περίπου χιλιάδες τόμοι βρίσκονται ταχτοποιημένοι σε τζαμωτές βιβλιοθήκες και περιστρεφόμενα αναλόγια στους διαδρόμους, ενώ υπήρχαν βιβλία στο μπάνιο, στο δωμάτιο υπηρεσίας, στην κουζίνα κλπ κλπ. Ο Ντελγάδο τρέφει βαθιά αγάπη και σύνδεση με τους συγγραφείς των βιβλίων του, και εξομολογείται ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να ζει για λίγες ώρες κάθε μέρα μια εποχή της ανθρωπότητας που διαφορετικά θα του ήταν ξένη. Δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να τη ζήσεις», μνημονεύοντας σαν motto την φράση του Μπόρχες «Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στον χρόνο». Παρόλ’ αυτά δεν βρίσκεται στα όρια της ψυχικής διαταραχής, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τον Κάρλος Μπράουερ, τον Ουρουγουανό αποστολέα του μυστηριώδους πακέτου στην Μπλούμα Λέννον, που έφτασε όμως στο Κέμπριτζ όταν δυστυχώς εκείνη είχε ήδη φύγει από τη ζωή.
     Αυτός λοιπόν που βρίσκεται στον ακραίο πόλο της κλίμακας, ο «μέγας βιβλιοφάγος», είναι ο Μπράουερ, για τον οποίο παίρνει πληροφορίες ο αφηγητής από τον Ντελγάδο: οι είκοσι χιλιάδες τόμοι του δεν χωρούσαν βέβαια σε κανένα σπίτι· ήταν στιβαγμένοι σε στήλες με ράφια μέσα στα δωμάτια, στο μπάνιο είχε παντού βιβλία εκτός από τον τοίχο της ντουσιέρας κλπ κλπ. Όσο περνά ο καιρός, ο Μπράουερ γίνεται όλο και πιο άπληστος, όλο και πιο αχόρταγος, σημειώνει ανελέητα τους τόμους του («αν δεν αφήσω σημάδι δεν υπάρχει οργασμός»), αλλά κάποια στιγμή δεν μπορεί να βγάλει άκρη με τόσο πλήθος βιβλίων (λένε ότι το βιβλίο που δεν βρίσκεται είναι βιβλίο που δεν υπάρχει). Βρίσκει απίθανους τρόπους συσχετισμών των βιβλίων και αρχειοθέτησης (ήταν το πρώτο σημάδι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά), ώστε να μπορέσει να ταξινομήσει, παρουσιάζοντας ωστόσο όχι μόνο σημάδια εξάντλησης αλλά και τρέλας. Εδώ ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει σουρεαλιστικές ακρότητες που θυμίζουν καρτούν. Η εκκεντρικότητα του Μπράουερ ξεπερνά κάθε όριο και αγγίζει την παράκρουση όταν το αρχείο του -ευτυχώς όχι και οι βιβλιοθήκες- πήρε φωτιά και καταστράφηκε (ένας βιβλιόφιλος μόνο με το άκουσμα της λέξης φωτιά βιώνει την αποτέφρωση του ονείρου του).
     Τα ίχνη του αποτρελαμένου βιβλιοφάγου χάνονται για λίγο χρονικό διάστημα, για ν’ αποκαλυφθεί λίγο αργότερα ότι μετακόμισε στην θάλασσα, ανάμεσα στη λίμνη Ρότσα και στον ωκεανό (μια έρημη ψαρο-περιοχή). Το χάρτινο σπίτι δεν είναι σχήμα λόγου, γίνεται πραγματικότητα, καθώς στο άγριο αυτό μέρος αποφάσισε ο Κάρλος Μπράουερ να μεταφέρει όλα τα βιβλία του δίνοντας μια άλλη, πρωτότυπη δομή στην αχανή του βιβλιοθήκη, μιας και δεν μπόρεσε να βρει διαφορετικό, πιο αποτελεσματικό τρόπο ταξινόμησης…
Η παγκόσμια λογοτεχνία αναδυόταν μέσα από την άμμο με μια ταπεινωτική ικεσία
     Οι εικόνες που μας χαρίζει ο συγγραφέας μέσα απ’ τα μάτια του αφηγητή σ’ αυτό, το τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου λύνεται και το «μυστήριο», είναι καθηλωτικές, ενώ μεταφέρουν την υπαρξιακή ανατριχίλα που νιώθει κανείς διαβάζοντας Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ο αφηγητής βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί τη Ρότσα και να έρθει σε επαφή με «τα λίγα χαλάσματα που έμεναν ακόμα όρθια». Η φοβερή δύναμη της φύσης, η εντροπία που διακατέχει τα πάντα, έχει σαρώσει τους άπειρους τόμους του εμμονικού βιβλιοφάγου, η θάλασσα ήταν εκεί, αγριεμένη και τρικυμισμένη, με κάθε κύμα της να σκάει σαν δαγκωματιά· τα βρύα και τα κοχύλια έχουν διεισδύσει ανάμεσα σε «σελίδες κολλημένες και δύσκαμπτες σαν ψαροκόκαλα» όπου κείτονταν σκορπισμένοι ο Νερούντα με τον Ουιδόμπρο, τον Λόρκα και τον Έλιοτ...
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2024

Φλόρενς Μπλαντ, Ανδρέας Νικολακόπουλος

     Μας έχει συνηθίσει ο αγαπημένος συγγραφέας στο να εξερευνά τις σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης ψυχής (στις δύο τουλάχιστον συλλογές των διηγημάτων «Αποδοχή κληρονομιάς» και «Σάλτος»), διεκδικώντας κατά γενική ομολογία τον τίτλο του «σύγχρονου Έντγκαρ Άλαν Πόε». Μυστήριοι και φρικιαστικοί θάνατοι, δολοφονίες, απίθανες διαστροφές και μακάβριες ιστορίες τρόμου 
συνδυάζονται με το μυθικό, φαντασιακό και αποτρόπαιο στοιχείο, δίνοντας παραμυθιακή διάσταση σε αφηγήσεις που σου κόβουν την ανάσα.
     Το συγκεκριμένο βιβλίο όμως, που φέρει τον χαρακτηρισμό «μυθιστόρημα», έχει έναν πιο σύνθετο χαρακτήρα: οι τέσσερις σχεδόν ανεξάρτητες νουβέλες, με αντίστοιχους κεντρικούς ήρωες πρόσωπα «με βαρύ κάρμα/βεβαρημένη παιδική ηλικία», όπως γράφει η Ελένη Γκίκα, συνδέονται χαλαρά, καθώς ο αναγνώστης τούς συναντά και σε άλλες ιστορίες, ενώ όλοι μαζί συμπλέκονται -με παράδοξο τρόπο- στην τελευταία. Οι αυτοτελείς αυτές ιστορίες κινούνται παράλληλα, διαδραματίζονται προς τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά σε τελείως διαφορετικό τόπο (Γαλλία, Νορβηγία, Ουαλία, Αγγλία ). Πέρα από τις σκοτεινιές λοιπόν της ανθρώπινης διαστροφής σε ατομικό επίπεδο, παρακολουθούμε και τις ζοφερές πτυχές της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο σε συλλογικό επίπεδο, για την ακρίβεια της ζοφερής καθημερινότητας σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές «πολιτισμένες» χώρες του αμφίσημου 19ου αιώνα. Εικόνες και συνθήκες (όπως π.χ. εκμετάλλευση, ακραία φτώχεια, βρωμιά, αρρώστιες κλπ) που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε πόσο καθοριστικές μπορεί να ήταν, ή μάλλον να συνειδητοποιήσουμε, καθώς έχουμε ως αφετηρία τη στρογγυλεμένη εικόνα που μας δίνει η επίσημη ιστορία (σχολείο, επίσημη ιστορία, επέτειοι κλπ).
     Ο συγγραφέας, όταν η περίσταση το απαιτεί, παραθέτει επεξηγηματικά, σαν παρεκβάσεις, ιστορικά στοιχεία -ή μάλλον στοιχεία «ανθρωπογεωγραφίας»- που διεγείρουν την περιέργεια/ενδιαφέρον: από την «Πόλη του φωτός» του «θανατόφιλου» 19ου αιώνα όπου οι δημόσιες εκτελέσεις με λαιμητόμο ήταν το αγαπημένο θέαμα χιλιάδων πολιτών, μεταφερόμαστε στην παγωμένη Κριστιάνια (σημερινό Όσλο) της Νορβηγίας όπου οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αλιεία και την υλοτομία, βλέπουμε την εξέλιξη του χωριού Πέναρθ της Ουαλίας με τα περίφημα μεταλλεία και ορυχεία («ουαλικού άνθρακα») την εποχή που ξεκίνησαν μεγάλες απεργίες κι εξεγέρσεις (το άλλοτε ασήμαντο Πέναρθ συνέχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, χάρη στην επέκταση του γειτονικού ανθρακωρυχείου και στο τρένο το οποίο σφύριζε στην πόλη κάθε μια ώρα)· βλέπουμε την αναπτυσσόμενη περιοχή των West Midlands, και τέλος, το Λονδίνο της εποχής, τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό και γνωστότερη πόλη του κόσμου/κέντρο μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, με το μεγαλύτερο λιμάνι παγκοσμίως και ποικίλα προσφυγικά κύματα. Ένα κοσμοπολίτικο κέντρο που ωστόσο «υπέφερε από τα μολυσματικά και αμέτρητα πορνεία και τις κάτισχνες νεκροζώντανες εκδιδόμενες που γυρόφερναν κλέβοντας ή ψαρεύοντας πελάτες». Ζωντανεύει μπροστά μας το ριζοσπαστικό κίνημα των σουφραζέτων, εξαιρετικά μαζικό την εποχή εκείνη, τόσο ώστε χίλιες τουλάχιστον γυναίκες στις αρχές του 20ου αι. να βρίσκονται στη φυλακή. Είναι επίσης η εποχή της παιδικής εργασίας και της εκμετάλλευσης, που οδήγησαν στην ίδρυση οικοτροφείων, ορφανοτροφείων και ιδρυμάτων παντός είδους.
     Το Λονδίνο, όπου συγκλίνουν οι ιστορίες του βιβλίου στην τέταρτη και τελευταία, δεν είχε καμιά σχέση με την εικόνα της ευμάρειας που φαντάζονταν οι άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν μακριά από εκείνη. Η πόλη, εκτός από το εμπορικό κέντρο της, ήταν ένας αχανής βούρκος, που μέσα του βασίλευαν η δυσεντερία, η χολέρα και κάτι απομεινάρια λοιμού που είχαν γαντζωθεί σε κτίρια και κορμιά.
     Προσωπικά δεν με κουράζουν διόλου οι περιγραφές αυτές, αν και μπορεί να είναι εκτεταμένες, αντίθετα επειδή είναι ακριβείς και τεκμηριωμένες (πολλές απ’ αυτές τις διασταύρωσα, όπως π.χ. πληροφορίες και στοιχεία για τον «Στρατό της Σωτηρίας» που δημιουργήθηκε στηνΑγγλία) δημιουργούν έναν πίνακα, μια μεγάλη εικόνα όπου τοποθετούνται οι εξατομικευμένες περιπτώσεις.
     Το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ατομικές αυτές περιπτώσεις των τεσσάρων κεφαλαίων είναι η περίφημη Φλόρενς Μπλαντ (ή αλλιώς, ο «Ματωμένος καρπός του Σάλφορντ, η Πρωινή Κραυγή του Σάουθγκέϊτ, η περιβόητη Δηλητηριάστρια και Κυρία των Σπασμών»), η κατά συρροή δολοφόνος, επιστήμονας στο είδος της, που με κίνητρο το άσβεστο μίσος της μετέρχεται κάθε μέσον για να σκορπίσει φρικτό θάνατο σε εκατοντάδες ανθρώπους, με ευφάνταστους και πρωτότυπους τρόπους, χωρίς βέβαια να αφήνει ίχνη.
     ΓΑΛΛΙΑ
Ο Δήμιος με το Χρυσό Μάτι

Δεν είναι το μεγάλο που σε τρελαίνει,
μα το μικρό και ασήμαντο
     Είναι αλήθεια ότι στα τέλη του 19ου αιώνα, στην «Πόλη του Φωτός» όπου άνθιζαν οι τέχνες, τα γράμματα, η δημοκρατία και… η γαστρονομία, η τέχνη της «γκιλοτίνας» είχε την τιμητική της! Μετά τις πολιτικές αναταραχές που προκάλεσε ο Γαλλο-πρωσικός πόλεμος (1870-1), δυο αντίθετες πολιτικές παρατάξεις (μεταρρυθμιστές και συντηρητικοί) οξύνουν τις διαφορές τους λόγω της ιμπεριαλιστικής και αποικιακής πολιτικής του κράτους (βλ. Πολυνησία, Μαδαγασκάρη, Αφρική), αναζωπυρώνοντας το πνεύμα των προγόνων εκείνων που, χρόνια πριν (1572), κατέσφαξαν χιλιάδες Ουγενότους (νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου). Αποτέλεσμα όλων αυτών των ζυμώσεων και των κοινωνικών αντιθέσεων, γράφει ο συγγραφέας, ήταν να στενάζουν οι φυλακές από κάθε λογής ποινικό και πολιτικό κρατούμενο. Είναι παράδοση η χρήση της λαιμητόμου, καθώς η χρήση της χάνεται στο βάθος του χρόνου (έχουμε και την ευκαιρία να δούμε και μια συνοπτική ιστορία της φρικιαστικής αυτής μεθόδου θανατικής ποινής, καθώς και μια λίστα «διάσημων αποκεφαλισμών»).
     Η δουλειά του δήμιου ήταν ίσως η πιο επικερδής μετά του δημάρχου, αλλά και ως «ψυχαγωγικό» θέαμα για χιλιάδες θεατές κάθε φορά, ήταν τόσο δημοφιλές που ο άρχων της καρατόμησης ήταν ο πιο γνωστός πολίτης της χώρας. Ο Τιμπό Γκωντέν, λοιπόν, ο μονόφθαλμος «Δήμιος με το χρυσό μάτι», ο ήρωας της πρώτης ιστορίας, είναι ένα πρόσωπο πολύ δημοφιλές (ο φέρων τον θάνατο, ο αγγελιοφόρος της τιμωρίας). Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο πατροπαράδοτο επάγγελμα, ο οποίος παρεμπιπτόντως με πολύ μυστηριώδη τρόπο μια μέρα παραιτήθηκε («Εγώ με το αίμα ξόφλησα. Εγώ με το αίμα ξόφλησα») για να δώσει στη συνέχεια τέλος στη ζωή του.
     Ο επαγγελματισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Τιμπό την αποστολή του δημιουργεί ανατριχίλα (η σκέψη του απογοητευμένου πλήθους τον καταρράκωνε και μόνο που περνούσε απ’ το μυαλό του) καθώς ο συγγραφέας μάς επισημαίνει τις «αρετές» που διακρίνουν τον αψεγάδιαστο… αποκεφαλιστή (σβελτάδα, αποτελεσματικότητα, διακριτικότητα, τήρηση αρχείου κλπ). Ως εκ τούτου ο ήρωάς μας αναλαμβάνει σημαντικές υποθέσεις εγκληματιών και η φήμη του εξαπλώνεται σ’ όλη τη Γαλλία, μερικές από τις οποίες παρακολουθεί κι ο αναγνώστης.
     Η μακάβρια ικανοποίηση που αντλεί ο Τιμπό από την άψογη εκτέλεση του καθήκοντος αποκτά ρωγμές -ήδη η γυναίκα του, κόρη δήμιου κι αυτή, τον θεωρεί «αιμοβόρο τέρας» και τον εγκαταλείπει. Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται από τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αποδεικνύεται «πρωτάρης και ερασιτέχνης» στην περίπτωση της ξακουστής δολοφόνου με την απόκοσμη ομορφιά.
ΝΟΡΒΗΓΙΑ
Το κορίτσι που αρνούνταν να πεθάνει
     Η τραγική μοίρα της Ίνγκερν, της κοπέλας που γεννήθηκε στο Όσλο (τότε -1838- Χριστιανία) και κατάφερε να επιζήσει ως βρέφος από τις τρομερά χαμηλές θερμοκρασία του παγωμένου χειμώνα, ενώ οι γονείς της πέθαναν την ίδια χρονιά από τις καιρικές συνθήκες, μας βάζει βαθιά στο φαινόμενο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που μαστίζει ακόμα δυστυχώς τις κοινωνίες μας.
     Το βρεφοκομείο-εκκολαπτήριο πορνείας του Σβέιν (συνεργάτη του πατέρα της στη βιοτεχνία παστών ψαριών) παρείχε «στέγη και δουλειά» σε άπορα και ορφανά παιδιά… Εδώ αναγκάστηκε να μεγαλώσει η Ίνγκερν μέχρι τα 8 της χρόνια οπότε άρχισε να εκδίδεται με απόλυτα έκφυλους και διαστροφικούς τρόπους μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά (τα επόμενα οκτώ χρόνια πέρασαν βουτηγμένα σε μια ναρκωμένη απάθεια και σε μια σχεδόν κατατονική και λιγωτική καθημερινότητα χωρίς ψυχή και εναλλαγές). Αυτή η κόλαση ήταν η αφορμή για τη μεγάλη της εξέγερση, που επέφερε μια εξωπραγματικά φρικτή τιμωρία. Παρόλ’ αυτά επέζησε (για δεύτερη φορά, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας) και βρήκε τη δύναμη να καταφύγει στο Νιούκαστλ («Βρετανία έρχομαι») και να δοθεί ψυχή τε και σώματι στα άπορα ορφανά παιδιά του ορφανοτροφείου Γουίλλοου του Σάουθγκέιτ. Με την απίστευτη δοτικότητα κι εργασία που προσέφερε κατάφερε αρχικά να γίνει προϊσταμένη καθαριότητας, στη συνέχεια βρήκε λύση επισιτισμού για να καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών, κι έφτασε να έχει για πολλά χρόνια υψηλή διευθυντική θέση.
     Το κορίτσι «που αρνούνταν να πεθάνει» έγινε μια φιλήσυχη φιλάνθρωπη γιαγιά που έφτασε 102 χρονών χωρίς να επιστρέψει ποτέ στο Όσλο, όπου ήταν θαμμένο το μυστικό ενός διεστραμμένου -παρά τη θέλησή της- παρελθόντος. Ωστόσο οι φυλαγμένες φωτογραφίες και έγγραφα που βρέθηκαν μετά θάνατον, αποδεικνύουν την πανανθρώπινη αλήθεια, ότι παρέμενε δεκαετίες μετά απόλυτα συνδεδεμένη με εκείνο το κομμάτι που, όσο σκοτεινό και να ήταν, δεν έπαυε να είναι μέρος της παιδικής της ηλικίας.
     ΟΥΑΛΙΑ
     Το μικρό κι ασήμαντο χωριό Πέναρθ της Ουαλίας, όπως είπαμε πριν, στα τέλη του 19ου αι. εξελίσσεται ραγδαία λόγω των μεταλλείων και των ορυχείων, σ’έναν τόπο που τον λυμαίνονταν τα κτηματομεσιτικά γραφεία αποσπώντας από τους κατοίκους την περιουσία τους (πανύψηλα σπίτια, δρόμοι κλπ. Ο ήρωας αυτής της ιστορίας, Μπραντ Φάουλερ, γόνος ριζοσπαστών μεταλλωρύχων (ο πατέρας εκλεγμένος αντιπρόσωπος των εργατών), πρωτοπόρων στις απεργίες και στις συγκρούσεις με την αστυνομία, μεγαλώνει σ’ ένα εξεγερσιακό περιβάλλον με αιματοβαμμένο παρελθόν. Νέος έξυπνος και όμορφος, γίνεται ο αρχηγός μιας «μικρής ομάδα σαμποτέρ» με το όνομα «Δρακοφονιάδες» σαμποτάροντας αστυνομία κι εξουσία κτηματομεσιτών.
     Ο κεραυνοβόλος έρωτας του Μπραντ Φάουλερ με την αναρχική Κίμπερλι Ρόουζ και η κρυάδα που πήρε όταν αυτή τον απαρνήθηκε, κάνει τον ήρωά μας να γυρίσει σελίδα με στροφή 180 μοιρών (ορκίστηκε να μην αφήσει να τον ξαναπροσβάλει ή απορρίψει ποτέ κανείς, να μην ξανανιώσει κυνηγημένος ή παρακατιανός (…) ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να ταχθεί με την πλευρά του διαβόλου).
      Η λύση κι εδώ είναι η φυγή στην Αγγλία, ενώ η αναθεώρηση απόψεων είναι ριζική (π.χ. συμπέρανε πως δεν έφταιγε για όλα η ανώτερη τάξη, όπως του έλεγε η μητέρα του, μα κυρίως η ηττοπαθής θεώρηση των πραγμάτων της τάξης του), αργότερα δε προσχωρεί στο κόμμα των… Συντηρητικών. Ο Μπραντ Φάουλερ μεταστρέφεται ριζικά, πηγαίνει στη σχολή Αστυφυλάκων (Γουέστ Μίντλαντς), ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας για να γίνει υποδιοικητής στο «πιο μάχιμο τμήμα του Λονδίνου» αι αργότερα Διοικητής της Αστυνομίας όλου του Λονδίνου.
     Η αποστολή του Μπραντ να «ξεμπερδέψει» με τις Σουφραζέτες (που όπως είπαμε απασχολούσε την τότε κυβέρνηση) αλλά και να βρει λύση στο ζήτημα των άπορων παιδιών, τα οποία προστάτευε «μια κάποια πρώην προϊσταμένη, ονόματι Μπάρτον» με μεγάλο κύρος και προσβάσεις στη μεγαλοαστική τάξη, είναι η αρχή του άδοξου τέλους του.
     ΑΓΓΛΙΑ
     Στο τέταρτο αυτό μέρος, όπως είπαμε, συναντάμε στοιχεία από τα προηγούμενα: το ορφανοτροφείο Γουίλλοου όπου έδρασε η Ίνγκερν είναι ο τόπος όπου μεγάλωσε η ορφανή ηρωίδα μας, η Φλόρενς, με την υπομονή και την κατανόηση της κυρίας Μπάρτον. Το ατίθασο κορίτσι, με το μίσος στην καρδιά για την αδικία της εγκατάλειψης από τους Ιταλούς γονείς της, είχε μια πολύ τεθλασμένη πορεία καθώς η συμπεριφορά της ανάγκασε την κα Μπάρτον να τη διώξει απ΄το ίδρυμα, αλλά δεν έπαψε να την προστατεύει.
     Παρακολουθούμε με συγκρατημένη φρίκη τα βήματα της νεαρής κοπέλας να μάθει καλούς τρόπους και συμπεριφορές ώστε να εισχωρήσει στην αστική καλή κοινωνία, και στη συνέχεια τον σταδιακό εθισμό της στην παρανομία, ξεκινώντας από το να πουλάει κρυφά ακατέργαστο αρσενικό, δραστικό δηλητήριο για δολοφονίες. Το παράνομο χρήμα τής ανοίγει τον δρόμο στους μεγαλοαστικούς κύκλους, αλλάζει ρούχα, τρόπους ζωής, συνήθειες, αποκτά υψηλές γνωριμίες ενώ παράλληλα συνεχίζει να μελετά με πάθος απίθανους τρόπους για να σκορπίζει τον θάνατο χωρίς να αφήνει ίχνη…
     Η πληθωρική γραφή του συγγραφέα μάς δίνει, σαν αστυνομικό δελτίο αναφοράς, άπειρα παραδείγματα ευφάνταστων τρόπων θανάτου στους οποίους μεσολαβήτρια ήταν η «νεαρή γυναίκα» (αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας μόνο προς το τέλος αναφέρει το όνομά της). Η Φλόρενς είναι μια σήριαλ κίλλερ επί πληρωμή, που κανένας δεν μπορεί να υποπτευθεί.
     Ωστόσο η ρωγμή στο τέλειο και αψεγάδιαστο σύστημά της έρχεται, από κείνην την ίδια… Ο κεραυνοβόλος έρωτας προς τον γοητευτικό Νέιθαν Λεβί, δαιμόνιο έμπορο και βιομήχανο, γίνεται κάποια στιγμή αμοιβαίος και ωθεί την Φ. να αφήσει στην άκρη το μίσος που δεν απέδιδε τίποτα και να συνεχίσει να πλουτίζει με νόμιμους τρόπους. Μια παρένθεση ψυχικής ευφορίας, κι ευδαιμονίας στο κοινό ταξίδι που έκαναν οι δυο τους στην Ινδία (απολαμβάνουμε κι εδώ σαγηνευτικά ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία) κράτησε δυο μήνες, αλλά μετά την διάψευση/προδοσία (για δεύτερη φορά στη ζωή της ένιωσε σαν το άγαλμα που πέφτει κάτω και κομματιάζεται σε χιλιάδες θραύσματα) ξεσπά σε μια θύελλα δράσης-αντίδρασης, σ’ ένα ανελέητο γαϊτανάκι θανάτου (τόσο βαθύ σαν πληγή από δαμασκηνό μαχαίρι καταμεσής της πλάτης), που δεν αργεί να οδηγήσει και στον δικό της, αναπόφευκτο πια και, ίσως ηθελημένο, θάνατο.
      Είναι η πρώτη φορά που ο ήρωας (εδώ η ηρωίδα) του βιβλίου μιλάει σε α΄ ενικό, αφηγούμενη τις παρατεταμένες και σημαδιακές στιγμές της εκτέλεσής της, ενώ οι τελευταίες της λέξεις είναι
"Χαμογέλασα μέσα στα δάκρυά μου".

Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιουνίου 17, 2024

Η πλεξούδα, Λετισιά Κολομπανί

Μπροστά στον αργαλειό μου
τρεις δέσμες νάιλον απλωμένες.
Πιάνω τα νήματα απ’ τη δέσμη, τρία τρία.
Πρέπει να δέσουν μεταξύ τους δίχως να σπάσουν.
     Ένα βιβλίο… αθόρυβο και διακριτικό, ευκολοδιάβαστο και απλό στη σύλληψή του, που παρόλ’ αυτά αφήνει δυνατό αποτύπωμα και αγγίζει πολύ σπουδαία θέματα, ενώ δεν στερείται πρωτοτυπίας. Πρόκειται για την παράλληλη πορεία τριών γυναικών, αγνώστων μεταξύ τους, των οποίων οι ιστορίες εξελίσσονται σε μικρά κεφάλαια εναλλάξ, που λειτουργούν σαν μικρές θεατρικές σκηνές, αφήνοντας κάθε φορά στον αναγνώστη την αγωνία για να μάθει τη συνέχεια. Ωστόσο, καθώς η πλοκή αποκτά ένα καινούργιο στοιχείο (ένα απρόοπτο, μια αγωνία, μια οριστική απόφαση ή μια εσωτερική εξέγερση), βλέπουμε ότι η γραμμική πορεία των τριών αποτελείται από σημεία κομβικά, που μπλέκονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν μια μαγική ολότητα -γιατί όχι;- μια πλεξούδα, ενώ στο τέλος, με παραμυθένιο τρόπο οι τρεις διαδρομές βρίσκουν τρόπο να συναντηθούν. «Τρία νήματα που πλέκονται μεταξύ τους», όπως επισημαίνει η ίδια η συγγραφέας προτού ξεκινήσει την ιστορία.
Στις γυναίκες αφιερώνω τη δουλειά μου,
που ετούτα τα μαλλιά τις δένουν, μεταξύ τους,
σαν ένα μεγάλο δίχτυ από ψυχές.
Σμίτα- Τζούλια- Σάρα
     Οι τρεις γυναίκες-πρωταγωνίστριες είναι η Σμίτα, η Τζούλια και η Σάρα. Ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτισμικό χάσμα χωρίζει τη μια από την άλλη, παρόλες όμως τις διαφορές τους κάποια θεμαλιακά στοιχεία είναι κοινά:
     Η Σμίτα, Ινδή, ζει με τον σύζυγό της Ναγκαράτζαν και την κόρη τους τη Λαλίτα στο χωριό Μπαντλαπούρ (στην περιοχή Ούταρ Πραντές). Ανήκουν στην απόβλητη κάστα των «Ανέγγιχτων» (είναι «μια Ντάλιτ»), έχοντας σαν πεπρωμένο («ντάρμα») να κάνει την πιο ταπεινή και βρομερή δουλειά, να μαζεύει τα… σκατά των άλλων ξυπόλυτη και με γυμνά χέρια (θα τιμωρηθεί ένα παραβιάσει αυτούς τους κανόνες, όχι μόνο από το κράτος αλλά και από τους συμπολίτες της, και μάλιστα με πολύ ειδεχθή τρόπο). Η κάστα των ανέγγιχτων ως γνωστόν είναι απομονωμένη επειδή το επιβάλλει η θρησκεία – οι «ανέγγιχτοι» είναι καταδικασμένοι μόνο να υπηρετούν, να τρώνε αρουραίους, να υφίστανται βία και βιασμούς και να βιώνουν εν γένει έναν καθημερινό Γολγοθά αδιαμαρτύρητα, μέχρι να πεθάνουν.
     Η Τζούλια ζει στο Παλέρμο και δουλεύει στην βιοτεχνία («κασκατούρα») του πατέρα της, Πιέτρο Λανφρέντι μαζί με την αδερφή της και με άλλες εργάτριες (παύει πια να είναι η κόρη του αφεντικού, γίνεται μια εργάτρια σαν τις άλλες), με τις οποίες έχει άριστες σχέσεις. H «κασκατούρα» (βιοτεχνία που έφτιαχνε ποστίς και περούκες) είναι μια πολύ παλιά παράδοση στη Σικελία, την οποία ο πατέρας τής Τζούλια γνωρίζει από πάππου προς πάππο.
     Τέλος η Σάρα Κοέν, μια δικηγόρος πολυάσχολη και πολυμήχανη, με δυο γάμους και τρία παιδιά στο ενεργητικό της, ζει και δουλεύει στο Μόντρεαλ του Καναδά τόσο πυρετωδώς που η μέρα της είναι χρονομετρημένη στο χιλιοστό. Είναι τόσο απορροφημένη από τη δουλειά στο δικηγορικό γραφείο, που όχι μόνο δεν μοιράζεται στιγμές μοναδικές με τα παιδιά της (π.χ. γενέθλια), αλλά αντιπαλεύει τις ενοχές της με έναν ανεξήγητο αριβισμό (γρήγορα είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε θέση για συναισθηματισμούς στο περιβάλλον της/κουβαλούσε παντού το φορτίο της ενοχής της, όπως η χελώνα το βαρύ καβούκι της). Η εργασιομανία της είναι πέρα από κάθε ανθρώπινο μέτρο, κρύβει κάθε οικογενειακή πτυχή από το εργασιακό της περιβάλλον (δεν αποκαλύπτει τίποτα από τη σφαίρα της ιδιωτικής της ζωής και ούτε παρεισφρέει στις ζωές των άλλων), και το burn out παραμονεύει να της υποσκάψει την υγεία.
     Πρόκειται λοιπόν όχι μόνο για τρεις γυναίκες που ζουν σε διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά φαίνεται να έχουν και διαφορετικό χαρακτήρα. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι καθεμιά τους εκπροσωπεί μια πτυχή του γυναικείου ζητήματος, της θέσης της γυναίκας την σήμερον ημέρα μέσα στην υφήλιο. Η συγγραφέας, φανερά ορμώμενη από την ιδιαίτερη καταπίεση που υφίσταται η σύγχρονη γυναίκα σε διάφορες μορφές, αφιερώνει το βιβλίο της στις «θαρραλέες γυναίκες». Αυτές που καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν με κουράγιο και σθένος τις αναποδιές για να φέρουν την ανατροπή και την ισορροπία, που είναι το ζητούμενο.
Δεν ήξεραν πως ήταν αδύνατον, κι έτσι το έκαναν
Μαρκ Τουέιν
     Κόμπο τον κόμπο λοιπόν, παρακολουθούμε τις προσπάθειες των πρωταγωνιστριών να ξεφύγουν από τη μοίρα που τις θέλει καθηλωμένες και υποταγμένες. Παράλληλα, έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά τρεις διαφορετικές καθημερινότητες σε τρεις διαφορετικές… ηπείρους -Ασία, Ευρώπη και Αμερική-, με όλα τα κοινωνικά ζητήματα και τις προεκτάσεις που συνεπάγονται.
     Τρία καθοριστικά «συμβάντα» είναι αυτά που αντίστοιχα θα ωθήσουν καθεμιά από τις ηρωίδες να πάρει τη μοίρα στα χέρια της, αυτά που θα φερουν την αριστοτελική «δέση» σε κάθε ιστορία, από την οποία και μετά θα ξεκινήσει η «λύση:
     Στην περίπτωση της Σμίτα, η ουσιαστική άρνηση του δάσκαλου-Βραχμάνου να δεχτεί τη Λαλίτα στο σχολείο (ήθελε να σκουπίσω την αίθουσα μπροστά στους άλλους) γκρεμίζει κάθε ελπίδα της Σμίτα να μορφωθεί και να ξεφύγει η κόρη της από το βαρύ πεπρωμένο της, που όπως είπαμε είναι να μαζεύει μια ζωή τα σκουπίδια και τα περιττώματα των ανώτερων καστών (έτσι που σφίγγεται πάνω στο κορμί της δαρμένης και ταπεινωμένης κόρης της, ξαναγίνεται κι αυτή παιδί και κλαίει για τις χαμένες ελπίδες).
     Η απόσυρση του πατέρα της Τζούλια από την βιοτεχνία λόγω ατυχήματος με τη βέσπα και η παραμονή του στο νοσοκομείο, παραδίδει τη σκυτάλη της επιχείρησης στην Τζούλια -όμως είναι μια κακή συγκυρία για την επιχείρηση: γρήγορα η Τζούλια θα συνειδητοποιήσει ότι η βιοτεχνία τους έχει ήδη χρεοκοπήσει, και ότι δεν έχει ελπίδες να ορθοποδήσει, γιατί η «κασκατούρα» δεν έχει πια θέση στη σύγχρονη κοινωνία (οι Σικελοί δεν φυλάνε πια τα μαλλιά τους/οτιδήποτε παλιώνει το πετούν κι αγοράζουν καινούριο). Δεν αποκλείεται αυτή να είναι και η αιτία του ατυχήματος του απελπισμένου πατέρα (Το δυστύχημα του πατέρα τους τους ταρακούνησε για τα καλά. Ο θάνατος της βιοτεχνίας τώρα θα τους αποτελειώσει)
     Η περίπτωση όμως της Σάρας είναι λίγο διαφορετική από των δύο άλλων. Γιατί ο καρκίνος του μαστού, που πυροδότησε τη δική της μεταστροφή, είναι αποτέλεσμα της δικής της εργασιομανίας και αγχωτικής αντιμετώπισης του χρόνου, κι όχι εξωτερικών συνθηκών. Άλλωστε ο συγκεκριμένος καρκίνος είναι κάτι θεραπεύσιμο πια, όμως ο πανικός που καταβάλλει την Σάρα δε οφείλεται στον φόβο της αρρώστιας αλλά στην κοινωνική κατακραυγή (!) και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Γι' αυτό άλλωστε κάνει την εγχείρηση και τις θεραπείες όσο πιο κρυφά μπορεί… Επομένως, θα έλεγε κανείς ότι ακόμα κι αυτή η αυτό-καταστροφική κατάσταση είναι αποτέλεσμα των υπερβολικών απαιτήσεων που έχει η κοινωνία από τη σύγχρονη επιστήμονα-εργαζόμενη-γυναίκα-μητέρα! Και όχι μόνο: το να είσαι άρρωστος και μάλιστα καρκινοπαθής, σε κάνει ανήμπορο, μη παραγωγικό, άχρηστο (άρρωστη είναι χειρότερα από έγκυος).
Το νήμα δεν πρέπει ν’ αφήσω,
πρέπει απ’ αυτό να κρατηθώ.
Να το ξαναπιάσω και να συνεχίσω.
     Απίστευτες δυσκολίες και περιπέτειες περιμένουν τις τρεις γυναίκες από τη στιγμή που αποφάσισαν να αγωνιστούν για να περισώσουν τη ζωή τους και βασικά την αξιοπρέπειά τους. Η Σμίτα έχει ν’ αντιμετωπίσει την επιφυλακτικότητα/δειλία του άντρα της, τη στέρηση, την κούραση, την αγωνία να τα καταφέρει να φτάσει στο Σεννάι, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις αρχές. Η Τζούλια πρέπει να αποφύγει έναν συμβατικό γάμο που θα ήταν μια συμβατική λύση στο πρόβλημα, και σ’ αυτό την βοηθά, σαν από θαύμα, ο μεγάλος έρωτας στον οποίο τόλμησε να δοθεί, ο Ινδός (Σιχ) Καμαλτζίτ Σινκ, απ’ το Κασμίρ. Η Σάρα έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό της και τις επιλογές της, τον ρατσισμό και την ανταγωνιστικότητα στον ανδροκρατούμενο επαγγελματικό χώρο που η ίδια επέλεξε, με τη σωματική της εξασθένιση και την ψυχική κατάπτωση. Όλα αυτά την οπλίζουν ξαφνικά με μια πρωτόγνωρη δύναμη: όχι, δεν θα χαθεί. Δεν θα παραδώσει τα όπλα.
Εκείνος που σώζει μια ζωή σώζει ολόκληρο τον κόσμο
     Η συγγραφέας μ’ έναν πραγματικά ευρηματικό τρόπο βρίσκει το νήμα που συνδέει τις τρεις ιστορίες ενώ η ποιητικότητα της γραφής (που πολλές φορές συμπληρώνεται με ποιήματα ανάμεσα στα κεφάλαια) αναπληρώνει την τριτοπρόσωπη, κάπως αποστασιοποιημένη αφήγηση. Είναι ξεκάθαρη η «γυναικεία» οπτική και ο οπτιμισμός που κρύβει μια «στρογγυλεμένη», δηλαδή ελαφρώς στρατευμένη πρόθεση, αλλά οι αρετές της πλοκής και της γραφής εξουδετερώνουν αυτήν την αίσθηση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2024

Νερό καμένο, Carlos Fuentes

     Στην καρδιά του Μεξικάνικου πολιτισμού μάς βάζει ο γνωστός Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος με τα τέσσερα αφηγήματα-νουβέλες που περιλαμβάνονται στο μικρό αυτό βιβλίο. Δικαιολογημένα το «Νερό καμένο» έχει τον υπότιτλο «αφηγηματικό κουαρτέτο»: Με επίκεντρο το Μέξικο Σίτι (που, ως γνωστόν, είναι χτισμένο πάνω σε λιμναία περιοχή, πάνω στην παλιά πρωτεύουσα των Αζτέκων)[1], ξεδιπλώνονται τέσσερις ιστορίες χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους, όπου αναδεικνύονται όλες οι τεράστιες αντιθέσεις (ταξικές, κουλτούρας, πολιτικής) που συνυπάρχουν και συγκρούονται στην πολύπαθη αυτή πόλη (και κατ’ επέκταση χώρα). Κυρίως όμως αναδύεται το μεξικάνικο πνεύμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τις ιδιάζουσες ιστορικές συγκυρίες και τους λαούς που συνθέτουν τον πληθυσμό του.
     Στρατηγοί, τσιφλικάδες, υπηρέτες, πόρνες, επαναστάτες, επαναστάτριες, προδότες, καπιταλιστές, μοιραίες γυναίκες και προστάτες των αδύναμων παρελαύνουν σε βάθος τριών γενεών, ενώ η πυκνή γραφή του Φουέντες κινείται σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα: ιστορικό, ψυχογραφικό, πολιτικό, κοινωνικό. Η χώρα των μεγάλων αντιθέσεων δεν έμεινε αλώβητη από την επέλαση του 20ου αι.: οι αντιθέσεις αυτές, με την βιομηχανική επανάσταση, τον καπιταλισμό και την τεχνολογική έκρηξη οξύνθηκαν σε υπέρμετρο βαθμό: παρθένα φύση αγκαλιά με απέραντες, πολυπληθείς τσιμεντουπόλεις· ακραία θρησκευτικά πάθη συνυπάρχουν με συνεχείς επαναστάσεις· έκλυτα ήθη συνδυάζονται με θρησκευτική πίστη και ευλάβεια, ενώ το παλιό με το καινούριο συνυφαίνονται ή ανταγωνίζονται το ένα τ’ άλλο.
     Θαρρείς μέσα από τις απλές σχετικά ιστορίες διαγράφεται όλη η ιστορική πορεία του Μεξικού. Όπως γράφει γράφει η εικαστικός Κυριακή Κώστα  με αφορμή το εικαστικό καλλιτεχνικό της έργο «στην online έκθεση "Energy Systems" του Well Projects», για το οποίο εμπνεύστηκε από το βιβλίο του Φουέντες: «Το «Νερό Καμένο» διηγείται θανάτους και αναγεννήσεις της πόλης του Μεξικό, όπως ένας φοίνικας ανατέλλει από τις στάχτες του. Αφιέρωσα πολύ χρόνο μελετώντας τη γραφή του Φουέντες και συνέλεξα τα στοιχεία που σχετίζονταν με το "υγρό στοιχείο" και την "κίνηση". Τα ακόλουθα διηγήματα παίζουν με τις έννοιες της ροής, της συνέχειας και της αλλαγής. Λειτουργώντας σαν αφηρημένο επιστολικό διήγημα, οι σχετικές με το νερό λέξεις του Νερού Καμένου γίνονται νέες ρευστές ιστορίες».
     Στο «αφηγηματικό κουαρτέτο», πέρα από την κοινή θεματική των διηγημάτων (η πόλη του Μεξικού, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις, οι εγκληματικές ενέργειες, οι ραγδαίες αλλαγές των ηθών μέσα σ’ έναν αιώνα) κάποια πρόσωπα τα συναντάμε σε διαφορετικό περιβάλλον, κάποιοι από κομπάρσοι γίνονται πρωταγωνιστές και τούμπαλιν, ή κάποια πρόσωπα τα βλέπουμε από άλλη οπτική γωνία.
     Α. Η γιορτή της μητέρας
Ποτέ δεν θα ξαναγίνει τέτοια επανάσταση
     Αφηγητής εδώ είναι ο Πλουτάρκο Βεργάρα, εγγονός του περίφημου στρατηγού Βισέντε Βεργάρα, οπαδού πάλαι ποτέ του Ομπρεγόν, και επονομαζόμενου «Κοψαρχίδη» (είχε διατάξει να κόψουν τ’ «αποτέτοια» κάποιου αιχμαλώτου που τόλμησε να τον πειράξει για το όνομά του (βεργάρα= κοντάρι)). Ο εγγονός μνημονεύει τα έργα και ημέρες του παππού του δείχνοντας απέραντο σεβασμό και θαυμασμό στον άνθρωπο αυτόν, που τώρα βέβαια είναι ένας ξεμωραμένος γέρος, αλλά κάποτε ήταν λοχαγός των «Dorados» (τάγμα ιππικού του Πάντσο Βίγια) πολεμώντας στο πλευρό του «Κένταυρου του Βορρά» στα μακρινά χρόνια της μεξικανικής επανάστασης (1910-1920)[2]. Ύστερα έγινε ο συντ/ρχης Βεργάρα υπηρετώντας τον Καράνσα (πρώτο ηγέτη της επανάστασης), όταν όμως ο Πάντσο Βίγια νικήθηκε στη Σελάγια από τον Ομπρεγόν[3], ο παππούς τάχτηκε με το μέρος του «Συνταγματικού» Ομπρεγόν[4]. Απίστευτες ιστορίες και θρυλικά ονόματα όπως του Ουέρτα, του Μαδέρο, του Καράνσα, του Ζαπάτα και κυρίως όμως του «εξοχότερου ηγέτη της επανάστασης, του Πλουτάρκο Ελίας Κάγιες» πηγαινοέρχονται στις αφηγήσεις του Βεργάρα προς τον εγγονό του. Άλλωστε ο Κάγιες (διάδοχος του Ομπρεγόν) είναι ο νονός του Πλουτάρκο (πόσο νέοι πέθαναν όλοι τους! ο Μαδέρο δεν πρόλαβε να κλείσει τα σαράντα, ο Βίγια ήταν σαράντα πέντε, ο Ζαπάτα τριάντα εννιά, ακόμα και ο Καράνσα, που έδειχνε γέρος, ήταν δεν ήταν εξήντα ενός· ο στρατηγός μου ο Ομπρεγόν σαρανταοκτώ).   
     «Μα γιατί με βάφτισε», ρωτάει ο εγγονός τον παππού του, «δεν ήταν ορκισμένος εχθρός της εκκλησίας;» «Άλλο το’ να άλλο τα’ άλλο», απαντάει εκείνος, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι «η Κυρά του Γουαδελούπε είναι μια Παναγία επαναστάτρια» (!).
     Ο εγγονός Πλουτάρκο, προσηλωμένος στο αξιακό σύστημα του παππού, βιώνει ταυτόχρονα όλη την ταχύρρυθμη εξέλιξη (τσιμεντένιος ορίζοντας, διαφημίσεις, κόκα κόλα, φλιπεράκια, κλπ), παρόλ’ αυτά θέλει να μοιάσει στο ηρωικό του πρότυπο. Ορφανός από μητέρα, υπάρχει ωστόσο κάπου στο σπίτι και ο πατέρας, ο licenciado Αγουστίν[5] Βεργάρα, με τον οποίο ο Πλουτάρκο δεν μιλάει σχεδόν ποτέ (η μόνη στιγμή που μαζευόμασταν οι τρεις ήταν στο δείπνο). Δικηγόρος στο επάγγελμα, νταραβερίζεται με αμερικάνους εκατομμυριούχους σε σκοτεινές δουλειές. «Ανεπρόκοπος και τεμπελχανάς» κατά τον παππού, γυρίζει όλη νύχτα με μια πάμπλουτη χήρα (θα’ θελα να συνδεθώ με μια πραγματική κυρία, ώριμη, όπως η ερωμένη του μπαμπά μου/ενώ εγώ έπρεπε να περιμένω να’ ρθει το Σάββατο για να πάω στις πουτάνες, μόνος χωρίς παρέα). Η Εβανχελίνα, η μητέρα του Πλουτάρκο, έχει πεθάνει μυστηριωδώς.
     Η σύγκρουση του πατέρα με τον παππού είναι αναπόφευκτη μιας και ο Αγουστίν κινδυνεύει να χάσει όλη την -παράνομη- περιουσία σε μετοχές και ύποπτες υπογραφές (παππούς: κωλόπαιδο, σου παρέδωσα μια περιουσία γερή, υγιή, ο πλούτος της γης είναι ο μόνος ασφαλής πλούτος/πατέρας: μπας και νομίζεις ότι με τις ντομάτες χτίσαμε όλο αυτό το σπίτι κι αγοράσαμε αυτοκίνητα, τι με πέρασες για κανέναν μανάβη της λαϊκής; Τι νομίζεις ότι φέρνει πιο πολλά, η ντομάτα ή η παπαρούνα;)
     Ο καλοπροαίρετος εγγονός δεν έχει να εξιχνιάσει μόνο τη σκοτεινή σχέση του πατέρα με τον παππού του, αλλά και την απουσία της μητέρας του (πώς και δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία της στο σπίτι;), για να ανακαλύψει ότι ήταν «ελευθέρων ηθών», πήγαινε με όποιον γούσταρε (το’ κανε λοιπόν γιατί της άρεσε. Πού είναι το κακό;)· για την ακρίβεια, ήταν «ελεύθερου πνεύματος» (η θάλασσα κι εκείνη ήταν συνομήλικες, κι οι δυο τους μόλις είχαν γεννηθεί, η μάνα σου η Εβανχελίνα και η θάλασσα, χωρίς να χρωστάνε σε κανέναν τίποτα, χωρίς υποχρεώσεις). Σε αντίθεση με τη γιαγιά Κλοτίλδε, του στρατηγού, που ήταν μια «καθώς πρέπει» κυρία. Η μητέρα του Πλουτάρκο ήταν ένα αίνιγμα που αγάπησε ο Αγουστίν, κι ας υποψιαζόμαστε ότι δεν έφυγε από φυσικό θάνατο (αυτά τα πράγματα τακτοποιούνται στο πι και φι).
     Στην τελική σκηνή, στο συγγραφικό σήμερα όπου ο εγγονός είναι πια 30 χρονών, εμφανίζονται οι τρεις άντρες της οικογένειας στο Γαλλικό Νεκροταφείο, «ορφανοί» από γυναίκες, για να τιμήσουν με θρησκευτική ευλάβεια τις δύο απούσες. Όλα τα χρέη και οι ατασθαλίες έχουν «τακτοποιηθεί», και, τα συναισθήματα είναι έντονα και καυτά.
     Είναι η Γιορτή της Μητέρας…
     Β. Αυτά ήταν κάποτε παλάτια
     Η δόνια Μανουελίτα, η κεντρική ηρωίδα αυτής της νουβέλας, είναι από τους ταπεινούς και καταφρονεμένους του βιβλίου (σαν γριά μοναχική βασίλισσα που την ξέχασαν όλοι). Ήταν η υπηρέτρια των παιδικών χρόνων του Πλουτάρκο (ή μήπως παραμάνα του, αναρωτιέται ο ίδιος, τόσο μικρός ήταν όταν την διώξανε) στο σπίτι του στρατηγού Βεργάρα, αλλά εδώ τη βλέπουμε γριά, μόνη και περιφρονημένη να ποτίζει τις γλάστρες όλης της γειτονιάς, να ταΐζει τα πουλιά στα κλουβιά και τα σκυλιά της γειτονιάς. Η κόρη της, η Λούπε Λουπίτα, που οι κακές γλώσσες λένε ότι την προστάτευε με το να την παρουσιάζει ως ανάπηρη, έχει εξαφανιστεί (υπεύθυνος είναι ο πρωτότοκος του Ραούλ). Ωστόσο, όλοι την κακολογούν, τη λένε παλιομάγισσα, εκτός από τον τον Λουισίτο, τον έφηβο ανάπηρο γιο του Ραούλ ( «που κάποτε ήταν πλούσιος στην Ορισάβα»)[6].Ο Λουισίτο όχι μόνο τη θυμάται με αγάπη, αλλά τη συμπονά και την υπερασπίζεται (μόνο εκείνη έτρεξε να με σηκώσει. Μόνο εκείνη με πήρε στα χέρια της, κοίταξε αν είχα χτυπήσει και μου χάιδεψε το κεφάλι/είναι η μόνη που μ’ έβγαζε βόλτα. Όλοι οι άλλοι είναι πάντα απασχολημένοι).
     Το βασικό επεισόδιο που σφραγίζει τη σχέση Μανουελίτας και Λουισίτο, κι ουσιαστικά ενηλικιώνει τον νεαρό έφηβο (σε λίγο μπαίνω στα δεκαπέντε… μπορώ να σας μιλήσω σαν άντρας) είναι ο ανελέητος βασανισμός ενός κακομοίρη σκύλου από τα παιδιά της γειτονιάς. Η ψυχική αναστάτωση και η ακραία αντίδραση της Μανουελίτας κορυφώνεται στην προσευχή που παραθέτει αυτούσια ο συγγραφέας, μέσα στην εκκλησία όπου την συνοδεύουν καμιά εικοσαριά αδέσποτα (Κύριε, Εσύ που μαρτύρησες στον σταυρό, λυπήσου τα σκυλιά Σου, μην τα εγκαταλείπεις, δός τους τη δύναμη να αμύνονται αφού δεν έδωσες στους ανθρώπους την καλοσύνη να συμπεριφέρονται σπλαχνικά στα φουκαριάρικα ζωντανά κλπ κλπ).
     Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό των αντιθέσεων στη φτωχική γειτονιά, όπου η προσφορά και η καλοσύνη συμπορεύονται με την άκρατη κακογλωσιά και κακία, ζωντανεύει όχι μόνο το Μέξικο Σίτι -τα παλιά και τα καινούργια σπίτια (Ραούλ: αλλιώς ήταν κανείς πλούσιος πριν την επανάσταση κι αλλιώς μετά)-, αλλά και τα όνειρα όσων ακόμα μπορούν να ονειρεύονται μια ζωή περιμένοντας αυτό που δεν έρχεται ποτέ, αυτό που δεν γίνεται ποτέ.
     Γ. Γλυκοχαράματα
Ο Φεδερίκο Σίλβα έκλεινε τα μάτια
για να εισπνεύσει καλύτερα αυτήν την τόσο χαρακτηριστική ευωδιά
του ξημερώματος στην Πόλη του Μεξικού·
το εύχυμο και πρασινωπό κατάλοιπο της ξεχασμένης λάσπης της λίμνης.
Όταν μύριζες αυτό, ήταν σα να μυρίζεις την πρώτη αυγή του κόσμου.
     Ο Φεδερίκο Σίλβα, πλούσιος εισοδηματίας, ζει μόνος του σ’ έναν «άναρχο κόμβο» οδών και λεωφόρων στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού, αναπολώντας με ρομαντική νοσταλγία την εποχή που η γειτονιά του ήταν σε ανθρώπινα μέτρα (…και να σκεφτεί κανείς πόσο όμορφη ήταν αυτή η πόλη με τα παστέλ της χρώματα/αυτή ήταν μια από τις μόνιμες επωδούς του ηλικιωμένου εργένη, γαντζωμένου πάνω σε πράγματα ξεχασμένα, που δεν ενδιέφεραν πια κανέναν εκτός απ’ τον ίδιον).
     Δεν έχει άδικο απ’ την πλευρά του ο Φεδερίκο Σίλβα: το σπίτι του, ένα μέγαρο γαλλικής τεχνοτροπίας των αρχών του 20ου αι., μία έπαυλη απ’ αυτές που έχτιζαν στο Μεξικό οι αποικιοκράτες, ασφυκτιούσε τώρα ανάμεσα σε πανύψηλους ουρανοξύστες από μπετόν και γυαλί, στερώντας του τον αέρα, τον ήλιο, τις μυρωδιές (ντρεπόταν για το γεγονός ότι μια χώρα όπου είχαν κτιστεί αθάνατοι ναοί και πυραμίδες κατάντησε να καμαρώνει για μια πόλη από στυπόχαρτο, στουπέτσι και σκατά). Παρόλ’ αυτά, ο ίδιος επιμένει να διατηρεί αυτήν τη μικρή όαση, την «ιδιωτική του Εδέμ» σε πείσμα των καιρών.
     Το όνομα του Φεδερίκο Σίλβα, όπως και της «τυραννικής και φιλοχρήματης» μητέρας του δόνιας Φελίσιτας, θα αναφερθεί και στο τέταρτο διήγημα του κουαρτέτου. Είναι ο στυγνός ιδιοκτήτης που αύξησε αλύπητα τα ενοίκια από τα παλιά αποικιακά μέγαρα όπου νοίκιαζε η οικογένεια του Μπερναμπέ (στις οδούς Τακούμπα, Γουατεμάλα, Μονέδα/δεν είχε πάει ποτέ. Αγνοούσε παντελώς τους ανθρώπους που τα κατοικούσαν). Ο ίδιος αυτοσυστήνεται λέγοντας ότι εκπροσωπεί τη μεσοαστική τάξη, μια τάξη που κατάφερε να επιβιώσει «αξιοπρεπώς» παρόλους τους κλυδωνισμούς που επέφερε η επανάσταση.
     Παρόλ’ αυτά, στο παρόν διήγημα βλέπουμε έναν ρομαντικό άνθρωπο, προσκολλημένο βέβαια στο παρελθόν, μια τραγική φιγούρα που τείνει να γίνει συμπαθής: πρόσωπο με ασιατικά χαρακτηριστικά όπως άλλοτε και πολλών γηγενών Μεξικανών (κάποιων που αποκαλύπτουν το πρώτο πρόσωπο, αυτό που ήρθε από την τούνδρα και τα μογγολικά βουνά). Ψυχαναγκαστικός, με σταθερές συνήθειες, προσκολλημένος στον τρόπο ένδυσης, ακόμα και στον παλαιό τρόπο διατροφής (έβλεπε με αηδία τους νεαρούς να καταπίνουν ό, τι πιο ελεεινό), χωρίς ποτέ να έχει γυναικεία συντροφιά, περνά ατέλειωτες ώρες χαϊδεύοντας και χαζεύοντας τα αντικείμενα του πλουσιόσπιτου που είχε εξοπλίσει η μοναδική ίσως γυναίκα της ζωής του, η ματαιόδοξη και επιδεικτική μητέρα του με την εξωφρενική συλλογή φορεμάτων και τις παράλογες απαιτήσεις. Μια γυναίκα μέγαιρα, που προφανώς με τη διεστραμμένη κι απαιτητική συμπεριφορά της τον ευνούχισε.
     Παρόλ’ αυτά, οι λιγοστοί φίλοι του Φεδερίκο (δύο άντρες και μια γυναίκα) καταφέρνουν να γεμίσουν τη ζωή αυτού του «παροπλισμένου» άντρα, που βρήκε τραγικό (αλλά όχι και τελείως τυχαίο) θάνατο. Όπως με πολύ έντεχνο τρόπο μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας, συνδύασε την ανάγκη του να μείνει άγαμος και την ανάγκη του να αγαπά.
     Δ. Ο γιος του Αντρές Απαρίσιο
Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι ο εχθρός της αγάπης,
έλεγε καμιά φορά,
εκείνοι οι άνθρωποι αγαπιόνταν ως το έγκλημα
κι αυτή η αγάπη ήταν πιο δυνατή
από τις επαγγελίες μου για δικαιοσύνη.
     Πάλι βλέπουμε μια ιστορία «ενηλικίωσης», εφόσον ο ήρωας αυτού του αφηγήματος, ο Μπερναμπέ, είναι στην εφηβική ηλικία. Ο «γιος του Αντρέ Απαρίσιο» μεγαλώνει χωρίς πατέρα, εφόσον έχει εξαφανιστεί εδώ και 11 χρόνια μετά από μια δολοφονία- αυτοδικία.
     Υπασπιστής -παλιότερα- του «θρυλικού» στρατηγού «Κοψαρχίδη» (βλ. 1η νουβέλα), βοηθός αγρονόμος, ο Αντρέ Απαρίσιο έφτασε νιόπαντρος σε κάποιο χωριό του Γκερέρο για να δει διαλυμένο τον συνεταιρισμό από τους κομματάρχες και τους φορτηγατζήδες. Ο νεανικός του ζήλος και η όρεξη για «δικαιοσύνη» (η δικαιοσύνη ήταν υπόθεση οικογενειακή, υπόθεση τιμής και περηφάνιας, τι δουλειά είχε με τη δικαιοσύνη ένας αγρονομάκος ουρανοκατέβατος) τον χαντακώνουν, γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος και μετά το αναπόφευκτο έγκλημα εξαφανίζεται.
     Ο Μπερναμπέ με τη μητέρα του, Αμπαρίτο, και με τους τρεις θείους του ζουν σ’ έναν τόπο που δεν είχε όνομα και γι’ αυτό δεν ήταν τόπος/ ήταν ένας τόπος προσωρινός, όσο κι οι παράγκες από χαρτόνι και λαμαρίνα. Είναι ένας τόπος ξεπεσμένος όπου κανείς δεν θα τους απειλήσει με έξωση, όπως ξεπεσμένη είναι και η οικογένεια του Μπερναμπέ (είσαι παιδί καλής οικογένειας Μπερναμπέ, μην το ξεχνάς ποτέ, μην κάνεις παρέα με τους αλήτες του σχολείου σου). Είναι μία από τις οικογένειες που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν γιατί η δόνια Φελίσιτας (της 3ης νουβέλας) αύξησε αλύπητα τα ενοίκια.
     Η ευγενική καταγωγή σώζεται στις ωραίες λέξεις και τη μόρφωση που προφανώς έχει η μητέρα, μια μητέρα ωστόσο σκληρή και χωρίς τρυφερότητα (του απάντησε με λέξεις μετρημένες, δίνοντας στον γιο της να καταλάβει πως η ψυχρή και εύτακτη πλευρά της δεν είχε αλλάξει με την τρυφερότητα). Ο Μπερναμπέ όμως δεν αγαπά τις λέξεις, τα «καταραμένα λόγια», σταματά κρυφά το σχολείο στα 12 του και ακολουθώντας τους τρεις θείους του, τρεις φτωχοδιάβολους που δουλεύουν σε βενζινάδικο (του Αγουστίν Βεργάρα, 1η νουβέλα), γνωρίζει στα πορνεία την Μαρτίνα/Μαρτινσίτα. Μια κακάσχημη κοπέλα που ήρθε στην πρωτεύουσα, όπως τόσες άλλες, «για να αισθανθούν ελευθερωμένες για λίγο απ’ το μουρντάρη αφεντικό τους» -«έχει πλάκα να ζεις κάθε βδομάδα μια στιγμούλα έρωτα»- στην οποία βρίσκει όμως την χαμένη τρυφερότητα. Έτσι, όταν κάτω από την κοινωνική πίεση αναγκάζεται να χωρίσει (πού το βρήκες αυτό το μούλικο/τόσο φτηνιάρης είσαι βρε ανιψιέ), η έντονη ψυχική σύγκρουση ταράζει τον Μπερναμπέ, μια σύγκρουση που δεν βρίσκει διέξοδο στις λέξεις. Κι ας έχει πια γίνει πιο ανεξάρτητος, βάζει στην άκρη το συναίσθημα και ακολουθεί την προτροπή «πήγαινε στον στρατό, Μπερναμπέ»…
Ξυπνάς όμως μια ωραία πρωία και τέρμα
η μεγάλη και ελεύθερη πατρίδα που’ χες ονειρευτεί, Μπερναμπέ
(Ήταν απλό, το παν ήταν να δημιουργήσεις
ένα κλίμα αόρατου αλλά μοιρασμένου τρόμου)
     Είναι αξιοθαύμαστος ο πυκνός τρόπος γραφής αυτών των, όχι τόσο συναρπαστικών διηγημάτων, όπου ωστόσο φαίνεται ανάγλυφα όλη ακραία αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, την φτώχεια και τον πλούτο, την επαναστατικότητα και τον καιροσκοπισμό, τη μεγαλοψυχία και την εκμετάλλευση. Η πολιτική σύγχυση και η κοινωνική μιζέρια ευνοούν, ως γνωστόν, κάθε στρατιωτικο/παρακρατικό μόρφωμα και η ιστορία πορεύεται με τεθλασμένες.
     Στο φινάλε του τελευταίου αυτού διηγήματος, που είναι και το φινάλε του βιβλίου, ο παραζαλισμένος Μπερανμπέ στρατολογείται από τους «συναρχικούς[7]» (κάτι κουφιοκέφαλους σαν και σένα μας τους κουβαλούν εδώ με το τσουβάλι. Τι να κάνουμε όμως; Αυτή είναι η πρώτη ύλη μας), ένα «τάγμα» ακραία αντικομμουνιστικό με τραγελαφικές φιγούρες για αρχηγούς. Δεν είναι τυχαία ούτε η στρατολόγησή του, ούτε η εμπλοκή του σε προβοκάτσια με κόστος την ελευθερία του. 
     Δεν παύει να είναι ο «γιος του Αντρέ Απαρίσιο»...
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Η Πόλη του Μεξικού βρίσκεται στην κοιλάδα του Μεξικού αποκαλούμενη επίσης Κοιλάδα Ανάουακ (Anáhuac), μια μεγάλη κοιλάδα στα υψηλά οροπέδια στο κέντρο του Μεξικού, σε ένα ύψος 2.240 μέτρων. Στηρίχτηκε αρχικά από τους Αζτέκους το 1325 σε ένα νησί της λίμνης Τέξκοκο (Texcoco).
[2] Η Μεξικανική Επανάσταση γνωστή και ως Μεξικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ήταν ένας μεγάλος ένοπλος αγώνας που διήρκεσε περίπου από το 1910 έως το 1920 και άλλαξε ριζικά τη μεξικάνικη κουλτούρα επιφέροντας δραστικές κυβερνητικές μεταβολές. Αν και η πρόσφατη έρευνα έχει επικεντρωθεί στις τοπικές και περιφερειακές πτυχές της Επανάστασης, ήταν μια πραγματικά εθνική επανάσταση.[3] Το ξέσπασμά της το 1910 προέκυψε από την αποτυχία του 31ετούς καθεστώτος του Πορφίριο Ντίας να βρει μια διαχειρίσιμη λύση για την προεδρική διαδοχή με αποτέλεσμα να υπάρξει πολιτική κρίση μεταξύ των ανταγωνιστικών ελίτ. Παράλληλα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να εκδηλωθεί, σε κάποια μέρη, αγροτική εξέργερση[4].. Η ένοπλη σύγκρουση ανέτρεψε τον Ντίας από την εξουσία και ακολούθησαν νέες προεδρικές εκλογές το 1911, οι οποίες έφεραν τον Μαδέρο στην εξουσία (…) Όταν η προσπάθεια των επαναστατών να καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία απέτυχε, το Μεξικό βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο (1914 - 1915). Η παράταξη των Συνταγματικών (αγγ. constitutionalists) υπό τον πλούσιο κτηματία Βενουστιάνο Καράνσα αναδείχθηκε νικήτρια το 1915, κατατροπώνοντας τις επαναστατικές δυνάμεις του πρώην Συνταγματικού Πάντσο Βίγια και αναγκάζοντας τον επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα να επιστρέψει στο αντάρτικο. Ο Ζαπάτα δολοφονήθηκε το 1919 από πράκτορες του Προέδρου Καράνσα. (από την Wikipedia: . https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7)
[3] Μέχρι τον Απρίλιο του 1913, οι Συνταγματικοί είχαν πετύχει μεγάλες κατακτήσεις στη Σονόρα, ενώ τα στρατεύματα του Ουέρτα κράτησαν μόνο τον νότο. Εκεί αναδείχθηκαν οι επαναστάτες διοικητές Άλβαρο Ομπρεγκόν και Πλουτάρκο Έλιας Κάγιες.
[4] Στις 28 Ιανουαρίου, ο Ομπρεγκόν κατέλαβε την Πόλη του Μεξικού ουσιαστικά χωρίς αγώνα
[5] Licenciado, τίτλος τιμής όπως π.χ. ο commendatore
[6] https://en.wikipedia.org/wiki/Orizaba
[7] Συναρχισμός, κίνημα της άκρας δεξιάς που είχε ρεύμα στις φτωχές τάξεις, δεκαετία ’40