Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2023

Στο ντιβάνι, Ίρβιν Γιάλομ

      Ξαναδιάβασα μετά από 20 χρόνια το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα και ψυχοθεραπευτή σε συνθήκες στέρησης (δεν είχα καινούργιο βιβλίο), και με συνάρπασε για μια φορά ακόμα η ελκυστική γραφή αλλά και η διεισδυτική ματιά, με κατάδυση με παρρησία και ειλικρίνεια στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Πρόκειται όχι ακριβώς για ψυχοθεραπευτικές περιπτώσεις, όπως στο βιβλίο του «Ο δήμιος του έρωτα» αλλά για ένα μυθιστόρημα με κεντρικούς ήρωες πρόσωπα φανταστικά, όμως κατά κύριο λόγο θεραπευτές. Ο Γιάλομ αυτήν τη φορά διερευνά τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν στην ανθρώπινη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, που πολλές φορές ξεκινά μεν ως επαγγελματική κι επομένως είναι «οριοθετημένη», ωστόσο ολισθαίνει ίσως εις βάρος (ή εις όφελος;) των δύο. Παράλληλα παρουσιάζει την ιεραρχία στον επαγγελματικό χώρο, την ανάγκη οι ίδιοι οι θεραπευτές να εποπτεύονται από πιο έμπειρους, τις φιλοδοξίες τους, τους πειρασμούς τους, τις αντιζηλίες τους, την ανθρώπινη, ευάλωτη πλευρά τους.
     Μέσα από βιωματικές καταστάσεις λοιπόν, ο ανίδεος από ψυχοθεραπεία αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις αρχές της νέας αυτή σχετικά επιστήμης, που εξελίσσεται και πειραματίζεται συνέχεια (όπως άλλωστε όλες οι επιστήμες). Φερειπείν, μια σημαντική ιδέα που διατυπώνεται μέσα από την εμπειρία των προσώπων είναι ότι «το ποσό και η φύση του άγχους που βιώνουμε δεν ορίζονται από (ή τουλάχιστον δεν ορίζονται μόνο από) τη φύση του τραύματος αλλά από το νόημα του τραύματος. Και το νόημα είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής». Το νόημα του τραύματος, εφόσον η κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα το προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο και ένταση.
     Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που τίθεται είναι το ζήτημα της «μεταβίβασης» όπως σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία ονομάζεται η μεταφορά από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή συναισθημάτων, προτύπων και προσδοκιών που κουβαλάει από την προηγούμενη ζωή του. Πρόκειται για ένα συχνό φαινόμενο που δημιουργεί συχνά την «αντιμεταβίβαση», δηλαδή ισχυρά συναισθήματα και στον ίδιο τον θεραπευτή. Ο συνηθέστερος τύπος «μεταβίβασης» είναι ο έρωτας, δεδομένου ότι ο θεραπευτής είναι συνήθως μια ανοιχτή αγκαλιά, που ακούει πρόθυμα όλες τις σκοτεινές σκέψεις του θεραπευόμενου κι είναι επομένως φυσιολογικό να δημιουργείται ένα είδος εξάρτησης, συχνά ερωτικής/σεξουαλικής φύσης. Ο συνειδητοποιημένος θεραπευτής παίρνει υπόψη του τα συναισθήματα αυτά, και τα μεταβιβαστικά και τα αντιμεταβιβαστικά, και τα αξιοποιεί ως υλικό για την θεραπεία.
     Όμως… όμως υπάρχει και η «ανθρώπινη», αδύναμη πλευρά. Ο Γιάλομ, στο βιβλίο του αυτό, αφού μας συστήνει τον βασικό ήρωα Έρνεστ (νευροψυχίατρο, επίκουρο καθηγητή ψυχιατρικής, ερευνητής μέλος της Επιτροπής Ιατρικής Δεοντολογίας, επίδοξο θεραπευτή), ξεκινά από την περίπτωση του 70χρονου καθηγητή Σήμουρ Τρόττερ, «πατριάρχη της ψυχιατρικής κοινότητας» και πρώην προέδρου της ΑΨΕ, δηλαδή της Αμερικανικής Ψυχιατρικής εταιρείας. Πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο καταξιωμένο, που περιέπεσε όπως στο ατόπημα να ερωτευτεί την 32χρονη πελάτισσά του Μπελλ. Ο Έρνεστ, ως αρμόδιος, αναλαμβάνει να χειριστεί την υπόθεση.
     Στην συνέντευξη στην οποία υποβάλλει ο Έρνεστ τον Τρόττερ, η θεωρία του Τρόττερ ανατρέπει τις μέχρι τότε αρχές του νεοφώτιστου ψυχοθεραπευτή: «Πρέπει να εφευρίσκουμε μια νέα θεραπεία για κάθε ασθενή, να παίρνουμε στα σοβαρά την έννοια της μοναδικότητας κάθε ασθενούς και ν’ αναπτύσσουμε μια μοναδική ψυχοθεραπεία για τον καθένα/τι τεχνικές χρησιμοποίησα; Η τεχνική μου είναι να εγκαταλείψω κάθε τεχνική! (…) Η Μπελλ δεν υπήρξε ποτέ για μένα μια διάγνωση, μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή μια διαταραχή διατροφής, ή μια ιδεοαναγκαστική ή αντικοινωνική διαταραχή ». Ο Τρόττερ διαπιστώνει ότι η Μπελλ «έπασχε» από σύνδρομο ματαίωσης, επομένως στην ερωτική έλξη που ένιωθε για τον θεραπευτή, θα ήταν ολέθριο να αναπαραχθεί αυτή η σχέση (δηλαδή μια εκ νέου ματαίωση). Έτσι, επινοεί τον όρο «θεραπευτική συμμαχία», όπως ονομάζει το κρίσιμο σημείο όπου θεμελιώνεται ένα είδος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο («σε όποιο σημείο -μα σε όποιο- και να τοποθετούσα τα όρια, εκείνη όλο προσπαθούσε να τα καταρρίψει»). Το μεταίχμιο στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου έγινε πολύ οριακό, και ο Τρόττερ όχι μόνο ενέδωσε στην επιμονή και την έξυπνη στάση της Μπελλ, αλλά «εκμεταλλεύτηκε την μεταβίβαση» όπως τον κατηγόρησαν, παραιτήθηκε από τους τίτλους του κι εξαφανίστηκε με την Μπελλ με την οποία έδεσε τη ζωή του.
     Μετά το εκτεταμένο (και λίγο κουραστικό) αυτό πρώτο μέρος, βλέπουμε να αναπαράγεται το ίδιο ερώτημα, το ίδιο ηθικό ζήτημα αλλά κάπως πιο περίπλοκα: ο Τζάστιν, χρόνια ασθενής του Έρνεστ, ξεπερνά ξαφνικά τα προβλήματά του με την γυναίκα του Κάρολ, γνωρίζοντας μιαν άλλη γυναίκα και ουσιαστικά ακυρώνοντας τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή («Ναι, ξέρω, ακούγομαι σαν απαιτητικός γονιός!» -ένα ακόμα ζήτημα στη σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή, που ο Έρνεστ το συζητά με τον επόπτη του, Μάρσαλ).
     Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην αφήγηση δυναμικά η δαιμόνια και εκδικητική Κάρολ, που αποφασίζει να ανταποδώσει το χτύπημα στον Τζάστιν, εκθέτοντας τον… ψυχοθεραπευτή του! Αποφασίζει λοιπόν να υποκριθεί την απελπισμένη καταπιεσμένη γυναίκα χρόνιου καρκινοπαθούς, και να εμφανιστεί ως ασθενής στον Έρνεστ, με απώτερο σκοπό να τον εκμαυλίσει! Αντίστοιχα ο Έρνεστ, για δικούς του λόγους, αποφασίζει να ακολουθήσει τις αρχές του Τρόττερ, δηλαδή στην συγκεκριμένη ασθενή να λέει την αλήθεια. Στην προσπάθειά του αυτή ισορροπεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί (προσκρούοντας στην αρχή ότι ό, τι γίνεται πρέπει να γίνεται σε όφελος του θεραπευόμενου), καθώς ο Έρνεστ επινοεί συνέχεια αρχές και κανόνες (Είναι οι κανόνες που θέτουν όρια στην αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή, για να προστατεύσουν όχι μόνο τον θεραπευόμενο, αλλά και τον ίδιο). Σημειωτέον ότι ο Έρνεστ είναι στερημένος από αληθινή ερωτική σχέση, και ο πειρασμός στις ερωτικές «αθώες» επιθέσεις της Κάρολ γίνονται αβάσταχτες.
      «Αντιστικτικά», παρακολουθούμε από κοντά τον τρίτο πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον επόπτη του Έρνεστ, τον αλαζονικό Μάρσαλ. Ο Μάρσαλ κάποια στιγμή μαγεύεται/ παγιδεύεται από έναν επιτήδειο πρώην ασθενή του, που παρουσιάζεται ως παθολογικά γενναιόδωρος και προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία στον θεραπευτή του, κάτι που «κουμπώνει» με την φιλοχρηματία, τη φιλοδοξία και την απληστία του Μάρσαλ (του ήταν τόσο οδυνηρό να αρνηθεί, που τα άτια του βούρκωσαν). Η διπλή εξαπάτηση του Μάρσαλ (ρισκάρει ένα ποσόν 90.000 δολαρίων) όταν του αποκαλύπτεται, βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο –εκδικητικό- εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τις αρχές της ψυχοθεραπείας. Ο ευφυής Γιάλομ με συγγραφική μαεστρία επινοεί την σύμπτωση να προσλάβει ο Μάρσαλ ως δικηγόρο την… Κάρολ (ομοιοπαθή εξαπατημένη με τάσεις εκδίκησης, αλλά πιο ώριμη μετά το δικό της στραπάτσο), η οποία με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο αλλά και την εμπειρία της βοηθά τον επόπτη ψυχοθεραπευτή να κατευνάσει τα πάθη του και να ξαναβρεί τον εαυτό του (προσπάθησε να κάνει τον Μάρσαλ να σκεφτεί λογικά πόσο άχρηστη ήταν η οργή του, τονίζοντάς του και πόσο αυτοκαταστροφική ήταν).
     Γιατί, ναι, η Κάρολ όχι μόνο δεν εκδικήθηκε τον άντρα της καταστρέφοντας τον Έρνεστ, αντίθετα με τους επιδέξιους χειρισμούς του Έρνεστ (ο οποίος βάδιζε ένα τεντωμένο σκοινί, δεδομένου ότι είχε δεσμευτεί να λέει στην Κάρολ την αλήθεια και να την κάνει μέτοχο των δικών του συναισθημάτων), με την αναδίφηση του παρελθόντος, με το σκάλισμα των δικών της τραυμάτων, με τα συγκινησιακά σοκ στα οποία υποβαλλόταν αναγκαστικά. Η σχέση του Έρνστ και της Κάρολ εξελίχθηκε σταδιακά σε μια σχέση ειλικρίνειας –της λέει ότι είναι ελκυστική ως γυναίκα, ότι τον ερεθίζει, την αγκαλιάζει κλπ αλλά δεν ενδίδει ερωτικά. Με την ψυχαναλυτική διαδικασία, που περιλαμβάνει βέβαια και αναλύσεις ονείρων, ο Έρνεστ δείχνει στην Κάρολ ότι αυτή επιμένει μεν να γίνει ερωμένη του, αλλά αυτό δεν είναι ειλικρινές. Και είναι η αλήθεια, γιατί η Κάρολ εννοείται ότι δεν είναι καθόλου ερωτευμένη (αντίθετα ερωτικά απεχθάνεται τον Έρνεστ).
     Ο Έρνεστ βρίσκει την δύναμη και την διαύγεια να δώσει μια εικόνα πολύ κοντά στην αλήθεια που γνωρίζουν και οι αναγνώστες και η Κάρολ, που είναι δυναμική και πανέξυπνη, έχει πλέον γοητευτεί, έχει «κατακτηθεί» από την οξυδέρκεια του Έρνεστ και νιώθει ότι έχει φτάσει σε τέτοιο βάθος η σχέση τους, που αποφασίζει να του αποκαλύψει την αλήθεια.
     Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο.
     Ένα βιβλίο ξεχωριστό, που δείχνει «κατά το εικός και αναγκαίον» πόσο ανεξιχνίαστοι και περίπλοκοι είναι οι μαίανδροι της ανθρώπινης ψυχής, πόσο δύσκολη και επισφαλής είναι η πάλη του καθένα με τους «δαίμονές» του, κι επομένως πώς αυτή η σύγκρουση με τις αντιφάσεις που κουβαλά ο καθένας  έρχεται σε ισορροπία με πολλή εσωτερική δουλειά, είτε είναι θεραπευτής, είτε θεραπευόμενος.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2023

Πικρή ζωή, Luciano Bianciardi

     Θα επιχειρήσω να γράψω την ιστορία της ζωής μου, δεν εννοώ το βιβλίο της ζωής μου, αλλά τη σελίδα, σκάβοντας, όπως το σαράκι ροκανίζει το πόδι ενός τραπεζιού. (…) Θα επιχειρήσω ένα ολότελα δικό μου λογοτεχνικό pastiche παντρεύοντας τοπικές διαλέκτους, ανακαλώντας σε μία μόνο φράση τον ποιητή Μπορκέλο και τον Ραμπελέ (…)
     Θα σας δώσω μια πλήρη αφήγηση –προσοχή όμως, ο ορισμός αυτός είναι προσωρινός -, στην οποία ο αφηγητής εμπλέκεται στην αφήγησή του ως αφηγητής και ο αναγνώστης ως αναγνώστης, και οι δυο μαζί εμπλέκονται από κοινού ως άνθρωποι ζωντανοί, φορολογούμενοι, πολίτες απολυμένοι από τον στρατό, με λίγα λόγια άνθρωποι ολοκληρωμένοι.
     Ένας νεαρός από κάποιο χωριό της Τοσκάνης, διανοούμενος και ρομαντικός, με τα όνειρα των νεαρών αναρχικών Ιταλών της δεκαετίας του ’60 για έναν δίκαιο κι ελεύθερο κόσμο, αφήνει πίσω του γυναίκα και παιδί και μεταβαίνει στο βιομηχανικό Μιλάνο -που εκείνη την εποχή ζει το «οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα»-, με σκοπό τον βιοπορισμό, αλλά έχοντας μια προσωπική μυστική αποστολή: να εκδικηθεί τον φρικτό θάνατο 43 μεταλλωρύχων της περιοχής του, που πέθαναν από την αδιαφορία και την πλεονεξία των υπεύθυνων[1]. Η αστική ζωή όμως, σαν δίνη, θα ρουφήξει στους ρυθμούς της τον νεαρό ήρωα, καθώς ο βιοπορισμός είναι ένας στόχος από μόνος του εξαντλητικός, και σιγά σιγά η ανάγκη για εκδίκηση/δικαίωση των νεκρών/δικαιοσύνη θα μετασχηματιστεί, θα αλλάξει νόημα και θα κατασταλάξει σε διαφορετικές μορφές πάλης. Ο Μπιαντσάρντι περιγράφει με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα τον αγώνα της επιβίωσης σε «ένα νεοκαπιταλιστικό, νεορομαντικό ή νεοκαθολικό μυθιστόρημα, δική σας επιλογή), δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
     Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, μορφωμένος και καλλιεργημένος -αν πάρει κανείς υπόψη την αγάπη του για την τέχνη, τις καίριες παρατηρήσεις για την ιστορία του τόπου, τα κτίρια, τα βιβλία, τη γλώσσα-, είναι μεταφραστής (όπως άλλωστε και ο συγγραφέας) και έχει μετακομίσει σε συνθήκες φοιτητικές στη συνοικία Μπρέρα του Μιλάνου, που χαρακτηρίζεται ως «συνοικία των καλλιτεχνών» -εκεί άλλωστε έζησε και ο ίδιος ο Μπιαντσάρντι. Συγκατοικεί με νεαρούς καλλιτέχνες μποέμ, με νεαρούς Βάσκους, σε μια μικρή κοινότητα όπου κουμάντο κάνει η σπιτονοικοκυρά τους, η κα ντε Σίο, δουλεύει χαλαρά και βολτάρει με τις παρέες, αλλά η βαθύτερη σκέψη του είναι «στην αποστολή του»: Ο τετραπλός μεγάλος πύργος στο κέντρο του Μιλάνου με τα αλεξικέραυνα, τις κεραίες και τα ραντάρ, ένα ολόκληρο φρούριο, με το έμβλημα -αξίνα και αποστακτήρας- που κάποτε δέσποζε (τώρα είναι μια μουτζούρα) είναι το κέντρο ελέγχου των τεράστιων ορυχείων της περιοχής (χαλκού, μολύβδου -απ τον οποίο παραγόταν θειικό οξύ- και λιγνίτη), όπου μετά τον πόλεμο είχαν βρει δουλειά 3.500 εργάτες (ζώντας φυσικά σε τρώγλες). Ο σκληρός ανταγωνισμός, όμως, με τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης και της Αμερικής έκανε τις συνθήκες παραγωγής απάνθρωπες (γλαφυρότατες οι περιγραφές του αφηγητή μας) με αποτέλεσμα να εκραγεί με μαθηματική ακρίβεια το ορυχείο που βρισκόταν κοντά στο χωριό του ήρωα (εγώ βρέθηκα στα σκαλοπάτια του κυλικείου, που είχε κιόλας κλείσει, και μου φαινόταν αδιανόητο πως όλα είχαν τελειώσει, πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο πλέον).
     Βλέποντας στο Μιλάνο καθημερινά τον τσιμεντένιο πύργο/σύμβολο της εκμετάλλευσης, ο αφηγητής μας νιώθει ότι πρέπει να αναλάβει δράση, ξεσηκωμένος μάλιστα και από τις αφηγήσεις του απολυμένου φύλακα του ορυχείου Οτέλο Τακόνι. Η αποστολή λοιπόν την οποία ανέθεσε ο ίδιος στον εαυτό του δεν είναι άλλη παρά να απαντήσει στην έκρηξη με έκρηξη, τινάζοντας στον αέρα τα κτίρια και τους περίπου 2.000 εργαζόμενους στα γραφεία!
     Ο ανώνυμος (τυχαίο;) ήρωάς μας με βιωματικό τρόπο μοιράζεται τις εμπειρίες του, τις παρατηρήσεις του, τις εσωτερικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του μεταφέροντας στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της βόρειας Ιταλίας της εποχής: το «οικονομικό θαύμα» έχει αντίδραση, οι αναρχικοί οργανώνουν αντάρτικο πόλεων, οι βόμβες είναι στην ημερήσια διάταξη. Εκείνος εργάζεται ως μέλος συντακτικής ομάδας σε περιοδικό για τον κινηματογράφο (που όπως ξέρουμε βρίσκεται σε άνθηση την εποχή αυτή). Ο διευθυντής κος Φερνάσπε, ζηλωτής του είδους, πασχίζει με πάθος να ευθυγραμμίσει τις στήλες και τις αράδες μετρώντας και ξαναμετρώντας τα γράμματα, δίνοντας παράλληλα ποιότητα στα ρεπορτάζ του (εμείς παλεύουμε να περάσουμε από τον νεορεαλισμό στον ρεαλισμό/από το ρεπορτάζ στην ιστορία). Έχει «όραμα» και για κείνον ο νεορεαλισμός είναι ξεπερασμένος. Η «αποστολή» όμως που έχει αναθέσει στον εαυτό του ο αφηγητής (κατά τη χήρα Βιγκανό η συμπεριφορά του είναι οπορτουνιστική: οπορτουνιστής είναι οποιοσδήποτε εγκαταλείπει τη γραμμή του κόμματος για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον) τον ωθεί να γνωρίσει κι άλλα άτομα που ανήκουν στην εργατιά, κι όχι στον κύκλο διανοουμένων, φωτογράφων και ζωγράφων της Μπρέρα (αν θες να τους συναντήσεις, πρέπει να συμμετέχεις στο τομεακό συμβούλιο).
     Ωστόσο, η παρουσία της όμορφης, ξανθιάς, ακτιβίστριας Άννας στη ζωή του τα ανατρέπει όλα. Την συναντά σε κάποια διαδήλωση, και τον εντυπωσιάζει με τις πολύ προχωρημένες της αντιλήψεις και την εμπειρία της στις επαναστατικές πρακτικές του αντάρτικου πόλεων (π.χ. τη σήμερον ημέρα δεν σχηματίζονται πια οδοφράγματα, γιατί γίνονται στόχος/σήμερα μπορείς να φυλάς έναν δρόμο απ΄τα γύρω σπίτια, από τα παράθυρα, τις ταράτσες κλπ). Φανατική, δογματική, επαναστάτρια (είχε βρεθεί κρατούμενη στις φυλακές Μαντελάτε), πανέξυπνη και πανέμορφη, κατακτά σε χρόνο ρεκόρ τον ήρωά μας ο οποίος ζει από την στιγμή που τη γνώρισε σε ερωτικό παραλήρημα (αμοιβαίο, βεβαίως, βεβαίως) που υψώνεται κατακόρυφο χαρίζοντας στον αναγνώστη σελίδες ακραίων συνειδητοποιήσεων καθώς περνάνε εβδομάδες «σχεδόν αδιάκοπης συνουσίας»!
     Η αδικαιολόγητη απουσία από τη δουλειά (λόγω συνοδείας της Άννας σε γυναικολόγο) στοίχισε στον αφηγητή μας την απόλυσή του. Ωστόσο ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει, καθώς οι συγκατοίκηση βάζει καινούργιους όρους στον τρόπο διαβίωσης. Τώρα μαζί με την Άννα μοιράζονται τα πάντα: την απέραντη γραφειοκρατία το τομεακού συμβουλίου (του οποίου ο γραμματέας είχε σαλόνι ομορφιάς για σκύλους!), τις ατέλειωτες ώρες αναζήτησης δουλειάς, κυρίως μεταφραστικής (εδώ η Άννα βοηθούσε δακτυλογραφώντας), την αλλαγή σπιτιών με καλύτερους μεν όρους, σε καλύτερες περιοχές αλλά με περισσότερα έξοδα (τα οποία παρακολουθούμε αναλυτικά, καθώς ο πρωταγωνιστής μας πιέζεται να στείλει και στην γυναίκα του και το παιδί του ένα μέρος), τους εργασιακούς άθλους προκειμένου να εξοικονομήσουν απλώς το ζην.
     Η αλλαγή της γειτονιάς, η διαβίωση πια σε λαϊκή κι εργατική συνοικία στην περιφέρεια, κάνει τον ήρωα να συνειδητοποιήσει ότι «αντί να μας απομακρύνει από την πόλη, μας έφερε εντέλει πιο κοντά της». Η κουλτουριάρικη γειτονιά τους έφερνε σ’ επαφή μόνο με «μαλλιάδες ζωγράφους, κορίτσια με βρώμικα πόδια, πειναλέους φωτογράφους, όχι την ίδια την πόλη» (όχι –για να καταλάβεις την πόλη, για να σκάψεις κάτω απ’ τον πηχτό της ζόφο και να φτάσεις στην αρχέγονη καρδιά της έπρεπε –κι αυτό το καταλαβαίνω τώρα- να ζεις την γκρίζα ζωή των γκρίζων κατοίκων της, να είσαι σαν κι αυτούς, να ζεις σαν κι αυτούς»). Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι μια ακόμα ατομική έκρηξη στο σύμβολο της τυραννίας δεν θα φέρει την αλλαγή, αλλά «εκεί που υπάρχει αλληλεγγύη, εκεί και η επανάσταση» (χρειάζεται ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπινα μυρμήγκια ενωμένα που να εξεγείρονται κόντρα στα φρούρια του κέντρου).
     Μαζί με τον πιο ώριμο πια ήρωα παρακολουθούμε σπαρταριστές παρατηρήσεις για τον τριτογενή και τεταρτογενή τομέα της οικονομίας (με άλλα λόγια, όποιος επιλέγει ένα επάγγελμα του τριτογενούς ή τεταρτογενούς τομέα πρέπει να διαθέτει δεξιότητες πολιτικής υφής/η μέθοδος της επιτυχίας έγκειται κατά κύριο λόγο, στον κουρνιαχτό που θα σηκώσεις)· τα τρία είδη προσώπων που συναντά κανείς στο τραμ· την παντοδυναμία των… τηλεφωνητριών και το πώς ένας υπάλληλος γίνεται σιγά σιγά αόρατος πριν απολυθεί· τη σχέση των διευθυντάδων με τις γραμματείς. Πέρα από τις δηκτικές παρατηρήσεις και το (αυτό) σαρκαστικό ύφος, ο αναγνώστης απολαμβάνει και πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την μετάφραση (όπου ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα). Η αδιάλειπτη εργασία και των δυο προκειμένου να μεταφράσουν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων μέσα στις προθεσμίες είναι εξοντωτική και πολλές φορές με πενιχρό αποτέλεσμα (Στις τρεις το πρωί είχαμε τελειώσει: τα αφεντικά μας είναι οι ένοχοι. Όσο παραμένουν ατιμώρητοι, είμαστε όλοι μας συνένοχοι. Ιερά λόγια). Οι αντιλήψεις περί αυτοματισμού, παραγωγικότητας, δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και ανθρωπίνων σχέσεων επεκτείνονται, κατά τον αφηγητή, σε όλους τους τομείς, κι αυτές «πρέπει να αλλάξουν». Μέσα στο στρες του, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει και ψιχία από τον μαγικό κόσμο των βιβλίων στον οποίον εισχωρεί ο ήρωάς του, και κατ’ επέκταση ο ίδιος ως πρόσωπο (δεδομένου ότι ασχολήθηκε κι εκείνος με τη μετάφραση).
     Η αστική μέγγενη σφίγγει καθώς προχωρά ο καιρός (και τελειώνει και το… βιβλίο). Καθώς τους διώχνουν από το πρώτο σπίτι (εξερράγη ο θερμοσίφωνας γιατί τον ξέχασαν ανοιχτό!),νοίκιασαν άλλο αλλά μόνοι τους με το πραγματικό τους όνομα, μπλέχτηκαν στην εφορία που τους ζητά αναδρομικά, τους κυνηγούν οι δοσατζήδες (είναι όλοι τους σαν μπουλντόγκ, έτοιμοι να μπήξουν τα δόντια τους στο αυτί σου και να κρέμονται εκεί με κίνδυνο να σου το ξεριζώσουν), οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι καταμετρητές του ρεύματος, η Μάρα η γυναίκα του, ακόμα και… οι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων! Κι έπειτα είναι οι καθημερινές βδέλλες, εκείνοι που σου τηλεφωνούν γα να σε ρωτήσουν σε ποιο σημείο της μετάφρασης έχεις φτάσει, και σου ζητούν να βιαστείς. Το κρεσέντο γίνεται γκροτέσκο με κατάληξη σκηνές μακάβριες, του ανθρώπου που παλεύει όχι με τον θάνατο, αλλά με τη ζωή, επειδή μοχθεί να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τους γύρω του.

Προσωπικά αρνούμαι

Η επανάσταση πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πιο μακριά.
Πρέπει να ξεκινήσει in interior homine.
     Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ακούμε πιο άμεσα τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα, που «προσωπικά αρνείται» αυτόν τον ρυθμό ζωής «αρκεί όλοι να δουλεύουν, αρκεί να είναι έτοιμοι να ξεθεώνονται στη δουλειά».
     Δεν ήρθα εδώ για να αυξήσω τον μέσο όρο και τις ανάγκες μου αλλά για να καταστρέψω τον γυάλινο και τσιμεντένιο πύργο με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που περικλείει. Ο κόσμος πρέπει να μάθει να μη συνεργάζεται, να μην παράγει, να μην είναι διαρκώς στο πόδι, να μην αφήνει να γεννιούνται καινούργιες ανάγκες και να απαρνηθεί αυτές που ήδη έχει. 
     Η γλυκιά ρουτίνα στη μεγάλη πόλη (σούπερ μάρκετ, καυσαέριο, λακκούβες στους δρόμους, βιασύνη περαστικών κλπ) είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, σε τρεις εκπληκτικές σελίδες ο ήρωας/συγγραφέας εκθέτει σε σαρκαστικό ύφος το επαναστατικό του όραμα που ο ίδιος βαφτίζει «αντιακτιβιστικό και συνουσιολογικό νεοχριστιανισμό» ενώ παραδέχεται ότι… πρέπει να επιβιώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Όπως επισημαίνει στο επίμετρο (https://www.academia.edu/95476728/%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_Luciano_Bianciardi_%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE_%CE%B6%CF%89%CE%AE_%CE%91%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CE%98%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7_2022_%CE%BC%CF%84%CF%86%CF%81_%CE%94%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B1_%CE%94%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%B7_)η εξαιρετική μεταφράστρια Δήμητρα Δότση, «η έκρηξη στα ορυχεία της Ριμπόλα, στην Τοσκάνη, όπου εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους σαράντα τρεις εργάτες, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα και επιστρέφει συχνά πυκνά στο έργο του». Άλλωστε, το θέμα του πρώτου του βιβλίου, «Οι μεταλλωρύχοι της Μαρέμα», ήταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής στα ορυχεία του Γκροσέτο.

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2023

Η γυναίκα του επάνω ορόφου, Claire Messud

Ευτυχισμένη, τρελή –ο όρος δεν έχει σημασία.
Ήταν σαν ο κόσμος να έχει γεμίσει φως.
Ήμουν Ευτυχισμένη.
Ήμουν ευτυχισμένη με κεφαλαίο Έψιλον, πραγματικά.
Ήμουν ερωτευμένη με τον έρωτα και κάθε τι (…) μού φαίνονταν όχι κάτι τυχαίο
αλλά μια αναπόφευκτη εκδήλωση της ομορφιάς της ζωής μου.
     Μια εξαπατημένη, οργισμένη γυναίκα μοιράζεται την «αλήθεια» της σε εξομολογητική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση και καταλαβαίνουμε από τις πρώτες σελίδες ότι πράγματι, κάτι άκρως εξοργιστικό της έχει συμβεί. Μια γλυκιά, ήρεμη σαρανταδυάχρονη δασκάλα που αγαπάει τη δουλειά της, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, βρήκε την ευκαιρία να «αποδράσει» σε ένα τόπο όπου υπάρχει η Αληθινή Ζωή· συναντά το όνειρό της, και ζει την ψευδαίσθηση ότι έχει βγει από το τρομακτικό «Σπίτι με τους Καθρέφτες». Η Πραγματικότητα ωστόσο την προσγειώνει απότομα χαρίζοντάς της βαθύτερη γνώση του εαυτού της. Αυτό είναι το βασικό πλάνο της πλοκής, επενδυμένο με πλούσια και αντιφατικά συναισθήματα.
     Η Νόρα Μαρί Έλντριτζ αυτοπροσδιορίζεται ως η ήσυχη Γυναίκα του Επάνω Ορόφου (ούτε η «Γυναίκα του Υπογείου» που θεωρεί όλον τον κόσμο υπεύθυνο, ούτε της σοφίτας), σιωπηλή, διακριτική, σχεδόν αόρατη, που έχει μάθει να βάζει στη σκιά τις δικές της προσδοκίες: να ζήσει σαν καλλιτέχνης σ’ ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι με κήπο, με πολλά παιδιά, και… σκυλιά (τουλάχιστον η τέχνη και τα παιδιά –αυτά δεν ήταν διαπραγματεύσιμα). Έχει χάσει την -δημιουργική, ενθουσιώδη αλλά ελάχιστα πρακτική- μητέρα της και φροντίζει τον ηλικιωμένο πατέρα της, και γενικότερα ζει μια συμπαθητική ρουτίνα γνωρίζοντας ότι είναι «δημοφιλής» κι ευχάριστη στους άλλους, ενώ, παρόλη την μετριοπαθή της πορεία νιώθει βαθιά μέσα της ότι είναι ξεχωριστή: όντας καλή μαθήτρια πέρασε σε επόμενη τάξη και προσαρμόστηκε μια χαρά, ενώ στα μαθήματα καλλιτεχνικών ξεχώρισε για την ιδιαίτερη φαντασία της. Γαλουχημένη ωστόσο με τις αξίες της οικονομικής ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας (αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα αντιμετώπισε την εκφυλιστική της πάθηση), υιοθέτησε την αντίληψη ότι η Σχολή Καλών Τεχνών δεν εξασφαλίζει το μέλλον, αλλά ότι το καλύτερο είναι να σπουδάσει μια επιστήμη και το δεύτερο πτυχίο της να αφορά την τέχνη (η μάνα της ανήκε στην γενιά των γυναικών που σπούδασαν μεν, αλλά δεν δούλεψαν), κι έτσι έγινε δασκάλα, επάγγελμα που φαίνεται να ασκεί με αγάπη κι ευσυνειδησία («Θα ασχοληθείς με την τέχνη σου έτσι κι αλλιώς»).
     Και τα χρόνια περνούν, κι έρχεται η «στιγμή Λούσι Τζόρνταν» (από το τραγούδι της Μάριαν Φέιθφουλ The ballad of Lucy Jordan), όταν η ζωή σού φαίνεται ασήμαντη και πάντα η ίδια, και δεν πιστεύεις ότι θα αλλάξει οτιδήποτε. Ότι δεν υπάρχει ελπίδα για σένα… μέχρι όμως τη στιγμή που ξεπηδά μια ευκαιρία, εκεί που πια δεν το περιμένεις (σου φαίνεται σαν να βρήκες ξαφνικά ένα σακί χρυσάφι όταν νόμιζες ότι δεν υπήρχε πια χρυσός στον κόσμο).
Όλα άρχισαν με το αγόρι
     Η ήρεμη ρουτίνα της Νόρας ανατρέπεται όταν γνωρίζει και συνδέεται με την γοητευτική και αντικομφορμιστική οικογένεια του Λιβανέζου Σκαντάρ Σαχίντ. Πρώτα το οκτάχρονο αγόρι, ο Ρεζά, μαθητής της (ένα παιδί παραμυθένιο) την κερδίζει από την πρώτη στιγμή με το γάργαρο γέλιο του, με τους τρόπους του αλλά και την «εξωτική» εμφάνισή του (Εξαιρετικός. Προσαρμόσιμος. Συμπονετικός. Μεγαλόψυχος. Πανέξυπνος. Πολύ γρήγορος. Πολύ γλυκός. Με φοβερή αίσθηση του χιούμορ).
     Και ύστερα η μητέρα, η Σιρένα, Ιταλίδα, που προσέρχεται στο σχολείο εξαιτίας του bullying που υφίσταται ο «μελαψός» γιος της από τους ψευτοπαλληκαράδες της τάξης του! Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια «συνάντηση» ψυχών, από την πρώτη πάλι στιγμή, ή μάλλον από το πρώτο χαμόγελο (Ω, εσύ είσαι, φυσικά. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει/ήταν ένα πολύ παράξενο συναίσθημα, ανακούφισης και προειδοποίησης κινδύνου ταυτόχρονα). Η ευφορία που νιώθει η Νόρα είναι ακαριαία, κι ας μην γνωρίζει ακόμη ότι η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, καταξιωμένη σε σημαντικούς καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Οι παιδαγωγικές απόψεις τους για την τιμωρία των παλληκαράδων αλλά και για την προσαρμογή του Ρεζά φέρνει τις δυο γυναίκες πολύ κοντά ενώ το κοινό τους πάθος, η τέχνη, ανοίγει ένα βαθύ κανάλι επικοινωνίας, προβληματισμών και δημιουργικών ανησυχιών, στις οποίες ο συγγραφέας επιτρέπει και στον αναγνώστη να συμμετέχει. Γιατί η Σιρένα είναι καλλιτέχνιδα ευρείας κλίμακας εγκαταστάσεων με συνοδεία βίντεο, που αποκαλύπτουν ότι ο όμορφος κόσμος είναι ψεύτικος (συγκεκριμένα τώρα δουλεύει μια εκδοχή της «Χώρας των Θαυμάτων» (οράματα του παραδείσου, ενός άλλου κόσμου, του κόσμου της ομορφιάς κι έπειτα όταν βρεθείς μέσα τους, από κοντά, συνειδητοποιείς ότι τα λουλούδια είναι λεκιασμένα με βρομιές και τα αναρριχητικά καταρρέουν κλπ κλπ)), σε αντίθεση με την Νόρα που φτιάχνει τρισδιάστατες εικόνες/μινιατούρες σε πολύ μικρούς χώρους, π.χ. σε ένα κουτί παπουτσιών, όπου πάντα όμως υπήρχε μια μικρή κρυμμένη σιλουέτα, που ήταν η Χαρά (ακόμα και στις σκηνές θανάτου τη βάζω). Αποφασίζουν να δουλέψουν μαζί σε κοινό ατελιέ, ένα παλιό εργοστάσιο που ανακάλυψε η Σιρένα, και η κοινή απασχόληση πάνω σε τόσο διαφορετικό αντικείμενο δίνει ευκαιρία στην Νόρα για εμβάθυνση και αυτογνωσία, για συζήτηση και περιδιάβαση στις έννοιες (σαν να ήσουν έντεκα χρονών και λαχταρούσες τη συντροφιά της καλύτερής σου φίλης). Είναι μια χρυσή περίοδος, που γεμίζει τη Νόρα ζωντάνια και όρεξη (το θαύμα της πρώτης χρονιάς Σαχίντ), και όλα στη Σιρένα της αρέσουν, ακόμα και … τα βρόμικα φλυτζάνια εδώ κι εκεί (είχε το ταλέντο να κάνει τα πράγματα όμορφα). Η πρωταγωνίστριά μας είναι γεμάτη ενέργεια και δουλεύει με χαρά τα «κουκλόσπιτά της (μικρογραφίες των δωματίων της Άλις Νιλ, της Ίντι Σέτζουικ, της Βιρτζίνιας Γουλφ, της Έμιλι Ντίκινσον) ψάχνοντας το πνευματικό νόημα αυτής της δημιουργικής ορμής.
     Και τέλος, ο σύζυγος της Σιρένα, ο Σκαντάρ, καθηγητής Ιστορίας, θύμα του εμφύλιου στον Λίβανο! Εισβάλλει ξαφνικά στο ατελιέ, όσο η Νόρα δουλεύει μόνη βραδιάτικα, σπάει τις νόρμες και τα φράγματα και χτίζει με τη Νόρα μια σχέση διαπροσωπική, σπάνια και αβίαστη. Γρήγορα η Νόρα συνειδητοποιεί ότι της αρέσει και σαν άντρας (ήθελα αμέσως να αγγίξω το σαγόνι του και να νιώσω την τραχύτητα από τα βραδινά γένια του). Κέφι, γέλιο και χαρά είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα στην συνάντησή τους και Νόρα έχει κίνητρο να ψάξει για το δημοφιλές ζευγάρι στο…google!
     Έτσι, με πολλές αναφορές και λεπτομέρειες η ηρωίδα/αφηγήτρια μάς δίνει να καταλάβουμε ότι οι τρεις Σαχίντ ανέτρεψαν κάθε ηρεμία και τάξη στη ζωή της (πριν από τους Σαχίντ νόμιζα ότι καταλάβαινα τον έρωτα και τι ήταν και πώς ένιωθα γι’ αυτό/ξέρω τι σκέφτεστε. Σκέφτεστε ότι την είχα ερωτευτεί –που ήταν αλήθεια- αλλά με ρομαντικό τρόπο- που δεν ίσχυε). Και δεν είναι τόσο άπειρη όσο θα πίστευε κανείς για «γυναίκα του επάνω ορόφου» (μόνο και μόνο επειδή κάτι είναι αόρατο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει/ ποιος βλέπει τα αόρατα συναισθήματα, τα άγραφα γεγονότα; Ποιος είναι εκείνος που όχι μόνο βλέπει τον έρωτα, πιο φευγαλέο από οποιοδήποτε φάντασμα, αλλά μπορεί και να τον αδράξει; Με ποιο δικαίωμα μου λέτε ότι δεν ξέρω τι είναι έρωτας;). Η ήρεμη, με σταθερές αξίες στοχαστική ζωή είναι επιλογή της. Τώρα όμως η οικογένεια Σαχίντ «αναστάτωσε τις στέρεες παρατάξεις»[1], σε βαθμό καταφανή. Άλλωστε, και οι φίλες τους νιώθουν την εσωτερική αλλαγή της Νόρας.
     Ωστόσο, καθώς μας περιγράφει την τότε εσωτερική της διέγερση, που παίρνει πολλές μορφές, πετάει πινελιές μίσους και οργής από το παρόν (μπορώ να σας πω τελείως ατάραχα ότι θα μπορούσα να τους σκοτώσω –ότι πάνω απ’ όλα θα μπορούσα να σκοτώσω εκείνη/ω μην ανησυχείτε, δεν θα το κάνω. Είμαι ακίνδυνη. Εμείς οι Γυναίκες του Πάνω Ορόφου είμαστε κι αυτό. Αλλά θα μπορούσα).
     Έτσι ο αναγνώστης παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον τα σκαμπανεβάσματα στη σχέση της Νόρας με καθένα από τα τρία μέλη της οικογένειας. Ένα ακόμα σοβαρό επεισόδιο μπούλινγκ απομακρύνει την οικογένεια, καθώς συμπίπτουν και οι διακοπές των Χριστουγέννων –και το μαρτύριο της μοναξιάς και της αναμονής χωρίς να έχει νέα τους διαδέχεται σύντομα μια νέα φάση προσέγγισης, ακόμα πιο στενής και ουσιαστικής: τώρα η Σιρένα τής προτείνει να κρατάει κάποια βράδια τον Ρεζά, όταν οι δυο γονείς θα λείπουν! Η Νόρα εισέρχεται κανονικά και με… τον νόμο στον πυρήνα της οικογένειας, υποκαθιστά τη μητρική σχέση με τον Ρεζά ο οποίος της δείχνει απίστευτη εμπιστοσύνη, εκτιμά με ειλικρίνεια την τέχνη της, ενώ τα βράδια την συνοδεύει στο σπίτι της ο Σκαντάρ, χτίζοντας μια σχέση που δεν αργεί να γίνει ερωτική, της μιας βραδιάς. Η Νόρα ζει σ ένα πέλαγος ευτυχίας, με την ψευδαίσθηση ότι έχει οικογένεια εφόσον και με τους τρεις μοιράζεται μυστικές στιγμές, νιώθει ότι την αγαπούν, βοηθάει την Σιρένα δημιουργικά στην έκθεση που εκείνη έχει προγραμματίσει στο Παρίσι (φτάνει να ακυρώσει το ραντεβού με τον καρτερικό πατέρα της για να βοηθήσει τη Σιρένα), και βασικά, είναι ευτυχισμένη (όλη η ζωή ήταν ξαφνικά δυνητικά συναρπαστική/ζούσα συνειδητά μ’ έναν τρόπο εντελώς καινούργιο για μένα).
     Τα έντονα συναισθήματα είναι αδιαπραγμάτευτα, τα κρατάει σαν φυλαχτό ακόμα κι αν υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι αμοιβαία, κι όταν τα μοιράζεται με τις φίλες της κι εκείνες της επισημαίνουν διάφορες ολισθηρές διαστάσεις (δεν αρνούμαι τα συναισθήματά σου, κάνω απλώς μια ερώτηση για την ιστορία που επιλέγεις να πεις γι’ αυτά τα συναισθήματα), εκείνη οχυρώνεται (απλώς και μόνο επειδή κάποιος σας εξηγεί με λογικά επιχειρήματα ότι δεν νιώθεις στ’ αλήθεια αυτό που νιώθεις, δεν αρκεί για να κάνει το συναίσθημα να φύγει).
     Οι μεθυστικές εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν εβδομάδες πυρετώδους προετοιμασίας για την έκθεση του έργου της Σιρένα, ένα έργο διαδραστικό, που ανιχνεύει τη «ζωτική δύναμη», που «ανοίγει τις πόρτες του δυνατού στο να ανακαλύψει ο καθένας την "δική του Χώρα των Θαυμάτων"». Το concept περιλάμβανε την επίσκεψη της τάξης της Νόρας και την μαγνητοσκόπηση των αντιδράσεων των παιδιών, μετά βέβαια από έγκριση των γονέων. Ο χρόνος πιέζει και ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει ότι η Σιρένα μεταμορφώνεται σε εγωκεντρική και αυταρχική καλλιτέχνιδα. Η Νόρα όμως δουλεύει με πάθος πολλές φορές μόνη της στο ατελιέ, φτάνει σε έκσταση χορεύοντας ημίγυμνη και μισομεθυσμένη παίρνοντας φωτογραφίες τον εαυτό της, κι αφήνοντας τα εκρηκτικά της συναισθήματα να την κατακλύσουν (τα ένιωθα όλα με τον ζήλο κάποιου που μόλις είχε ξυπνήσει –μα τον θεό ένιωθα και ένιωθα και ένιωθα/Ω, η μεγάλη περιπέτεια! Η ζωή εκεί, μπροστά μου, το ατελείωτο συμπόσιο που με περίμενε).
     Είναι το χρονικό σημείο όπου οι αστέρες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι που σχεδόν άπτονται, αλλά στη συνέχεια αρχίζουν κι απομακρύνονται. Την χρονική στιγμή που η Νόρα αισθάνεται έτοιμη να μοιραστεί τα πανάκριβα συναισθήματά της, η Σιρένα, απορροφημένη από την σούπερ διοργάνωσή της, εξαφανίζεται χωρίς προειδοποίηση, κι όταν επανεμφανίζεται έχει «συγκλονιστικά νέα» (όπως συνέβαινε τόσο συχνά –μ’ εμάς τις Γυναίκες του Επάνω ορόφου!- η ζωή της θα αποδεικνυόταν πιο σημαντική από τη δική μου ζωή). Ο ενθουσιασμός της Σιρένα «αδειάζει» για άλλη μια φορά τη Νόρα, εκμηδενίζοντας την δική της ύπαρξη (περιττό να σας πω ότι με έγδερνε ζωντανή). Γρήγορα και με οδυνηρό τρόπο η Νόρα αντιλαμβάνεται ότι την είχε χάσει, ότι η "Σιρένα κινούνταν σε άλλη σφαίρα". Η φόρτιση την οδηγεί να χάσει το μέτρο και τον εαυτό της, να αναζητήσει την ελευθερία και τη λύτρωση σε ένα είδος «εξορκισμού», όπως η ίδια παραδέχεται (ήμουν ολοκληρωτικά μια άλλη Νόρα).
     Δεν ήταν όμως βέβαια αυτή η διάψευση, απογοήτευση, η τραυματισμένη χαρά ή η έλλειψη αμοιβαιότητας που έκανε την «συμπαθητική, ήπια γλυκιά δασκάλα» να ξεπεράσει το όριο της αγανάκτησης και της οργής. Η Νόρα έχει την απαραίτητη ηθική ακεραιότητα να θαυμάσει το έργο της Σιρένα, να συμμετέχει, να βάλει στην άκρη το πληγωμένο της εγώ, να μην συγκρίνει και να μην υποτιμήσει τις δικές της καλλιτεχνικές, ερασιτεχνικές προσπάθειες. Ακόμα κι όταν φεύγουν οι Σαχίντ δημιουργώντας της συναισθήματα ψυχικής εγκατάλειψης, κι όταν η ίδια μετά από δυο χρόνια επισκέπτεται την έκθεση της σούπερ πετυχημένης Σιρένα, παραδέχεται ότι της χάρισαν στιγμές απίστευτης ζωντάνιας, χαράς και αγάπης...
     ...μέχρι την φρικτή ανατροπή, που συμβαίνει απότομα και στη ζωή της Νόρας αλλά και στον αναγνώστη (στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου) και γεμίζει και την πρωταγωνίστρια αλλά και τον αναγνώστη θυμό απέναντι στην Σιρένα  και τον Σκαντάρ. Αγανάκτηση που ξεχειλίζει – μια δικαιολογημένη Οργή που όταν εκλογικεύεται θέτει άπειρα ερωτήματα και ηθικά διλήμματα. Μια οργή που θα γίνει κινητήρια δύναμη στη Νόρα για να οριοθετήσει τον εαυτό της (το ότι είμαι έξαλλη, δολοφονικά έξαλλη, σημαίνει ότι είμαι ζωντανή).
     Η οργή μου δεν είναι οργή ασήμαντου ανθρώπου, γλυκιάς κοπέλας, υπάκουης κόρης. Η οργή μου είναι ένας κολοσσός. Γιατί δεν πρόκειται για μια περιστασιακή απογοήτευση. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας μας δίνει την ευκαιρία, με συναισθηματικό τρόπο, να ψηλαφίσουμε ένα πρόβλημα/θέμα/ζήτημα στο οποίο σκοντάφτει όλη η σύγχρονη κοινωνία και καθένας από μας χωριστά: την σχέση τέχνης και ζωής, εικόνας και ανθρώπινης επαφής.
    Έτσι η Νόρα, μεταμορφωμένη και ανασυγκροτημένη, τελειώνοντας την αφήγησή της, αναφωνεί:
     Περιμένετε και θα δείτε.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Μ. Αναγνωστάκη, «Το σκάκι»: Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω/Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει/Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη/Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου/Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά/Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Τρίτη, Ιουνίου 20, 2023

Οι αγώνες και οι μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, Εντουάρ Λουί

Ήταν σίγουρη πως άξιζε μιαν άλλη ζωή,
πως αυτή η ζωή υπήρχε κάπου, αφηρημένα, σε έναν εικονικό κόσμο,
πως ένα τίποτα θα αρκούσε για να την αγγίξει,
και πως η ζωή της στον πραγματικό κόσμο ήταν
αυτό που ήταν κατά λάθος.
     Μια γυναίκα που τη γνωρίσαμε αλλοτριωμένη από τη μιζέρια, τη φτώχεια, τις ταπεινώσεις και την εξαθλίωση όπως περιγράφονται στο πρώτο -αυτοβιογραφικό- βιβλίο «Για να τελειώνουμε με τον Εντυ Μπελγκέλ», αναδύεται εδώ κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Ο γιος, ο συγγραφέας, ανεξάρτητος κι απελευθερωμένος πια από τους δικούς του «δαίμονες», ανακαλύπτει (κι αποκαλύπτει) τα κρυμμένα πρόσωπα της γυναίκας που τον έφερε στον κόσμο. Όχι μόνο της μητέρας-νοικοκυράς πέντε παιδιών από δύο βάναυσους άντρες, αλλά του κοριτσιού, της γυναίκας, της κυρίας. Μιας γυναίκας που θέλει να ζει ελεύθερη, με όνειρα για ευτυχία, με μέλλον και δυνατότητες.
     Μια φωτογραφία που η μητέρα του είχε τραβήξει στον εαυτό της όταν ήταν είκοσι χρονών, στέλνει μηνύματα στον Εντύ για την ύπαρξη μιας προσωπικότητας για την οποία ο ίδιος δεν είχε ιδέα. Μιας προσωπικότητας που ακρωτηριάστηκε στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, και τον κάνουν να αναρωτιέται ποιο μερίδιο ευθύνης έχει κι εκείνος μπροστά σ’ αυτήν την καταστροφή. Ο συγγραφέας, έχοντας απαρνηθεί όλον συνολικά τον κόσμο της παιδικής του ηλικίας που τον έκανε να υποφέρει, έχει αποκηρύξει για πολλά χρόνια και την ίδια του τη μάνα, καθώς κύριο μέλημά του ήταν μην τυχόν εκείνη καταλάβει την ιδιαιτερότητα, την διαφορετικότητά του (δεν ήθελα να μάθεις πως σχεδόν κάθε μέρα δυο αγόρια με περίμεναν στον διάδρομο της βιβλιοθήκης του ίδιου εκείνου σχολείου για να με χαστουκίσουν και να με φτύσουν στο πρόσωπο, να με τιμωρήσουν γι' αυτό που ήμουν).
     Στο βάρος που κουβαλάει ο μικρός Εντύ[1] -να δώσει όνομα στην διαφορετικότητά του, να την αποδεχτεί, να αντέξει τα γιουχαΐσματα και τις κοροϊδίες μικρών και μεγάλων, στον τρόμο της απομόνωσης- προστίθεται κι ένα ακόμα δυσβάσταχτο άχθος: να μη μάθουν οι γονείς, αλλά κυρίως η μάνα, την αληθινή του ταυτότητα (δεν ήθελα να ξέρεις ποιος είμαι/όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα με τον τρόμο πως θα μάθεις για μένα/ ο αγώνας ενός γιου να μην είναι γιος). Δείχνει σε όλους ότι είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαμογελά ακόμα και στους βασανιστές του, παρόλο που νιώθει βαθιά αποξενωμένος από τον βαθύτερό του εαυτό.
     Ο βίος της Μπριζίτ Μπελγκέλ δεν είναι ασυνήθιστος. Περήφανη που γεννήθηκε σε κωμόπολη του βορρά κι όχι σε χωριό όπως ο πατέρας, είναι έξυπνη, θέλει να σπουδάσει, να γίνει μαγείρισσα, αλλά μένει έγκυος από τα 17 και παντρεύεται τον πρώτο σύζυγο, άξεστο και μέθυσο, τον οποίο και εγκατέλειψε (πέθανε από κίρρωση του ήπατος). Με δυο μικρά παιδιά, ερωτεύτηκε τον πατέρα του Εντύ, ωστόσο γρήγορα εκείνος έγινε «σαν όλους τους άλλους». Ακολουθεί ο Εντύ και λίγα χρόνια αργότερα δύο δίδυμα (παρά το σπιράλ!), ενώ όταν ο πατέρας μένει άνεργος από εργατικό ατύχημα, η εξαθλίωση χτυπάει κόκκινο (τι μπορούσε να κάνει; Έκανε ό, τι μπορούσε για να μη νιώσει απόλυτη ασφυξία).
     Ήταν πολύ νέα όταν μπήκε στα βάσανα, ήταν πολύ νέα όταν αποφάσισε να απελευθερωθεί, φεύγοντας για δεύτερη φορά από έναν (δεύτερο) γάμο που την σκλάβωνε (ένιωσα περήφανος για σένα. Σ’ το έχω πει;). Το κοριτσάκι μέσα της όχι μόνο δεν έχει πεθάνει αλλά γυρεύει να βγει και να ζήσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Κατά τα είκοσι χρόνια όμως σκλαβιάς, που συμπίπτουν με την ενηλικίωση του Εντύ (και την απόδρασή του στην Αμιένη) η μάνα όχι μόνο υπομένει τον ζυγό της φτώχειας και το άγχος της επιβίωσης, αλλά αμέτρητες προσβολές και βία από τον σχεδόν αλκοολικό άντρα της (δεν ξέρω γιατί ο πατέρας σου νιώθει την ανάγκη να με ταπεινώνει έτσι). Τα ξεσπάσματα χαρά κι αισιοδοξίας είναι μετρημένα στα δάχτυλα (πίνει, γελάει, πάει στο πλανόδιο τσίρκο, ονειρεύεται διακοπές με πάθος/ γιατί δεν έχω δικαίωμα να είμαι χαρούμενη;) και τις σπάνιες φορές που συμβαίνουν προκαλούν αποτροπιασμό ακόμα και στον Εντύ (είχα τόσο πολύ συνηθίσει να την βλέπω δυστυχισμένη μέσα στο σπίτι που η ευτυχία στο πρόσωπό της μου φαινόταν σκάνδαλο, απάτη, ψέμα που έπρεπε να αποκαλύψω όσο πιο γρήγορα γινόταν). Φτάνει στο σημείο να την απαρνηθεί όχι μια και δυο φορές όσο είναι μαθητής, ακόμη και να ντρέπεται γι’ αυτήν, για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και για το άξεστο φέρσιμό της (Εκείνη: Εντάξει, δεν σε ντρόπιασα και τόσο, ε;).
Η ιστορία της σχέσης μας άρχισε τη μέρα του χωρισμού μας
     Έτσι, καθώς γράφει αυτό το βιβλίο ο Εντουάρ Λουί, μεγάλος πια και κατασταλαγμένος, συνειδητοποιεί πόσο μόνη και αβοήθητη ήταν η μητέρα του, όταν προσπάθησε για δεύτερη φορά να μηδενίσει το κοντέρ και να ξαναρχίσει απ' την αρχή. Πόσο η ίδια ποθούσε να ζήσει κάποιες χαρές της «μπουρζουάδικης» ζωής (ψώνια, ταξίδια, ωραίο φαγητό, κυρίως όμως ελευθερία). Ωστόσο, η πορεία όσων θέλουν να μεταβούν από τη μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη είναι δύσκολη –επειδή αδυνατούσαν να προσαρμοστούν, επειδή αγνοούσαν τους κώδικες του κόσμου στον οποίο εισέρχονταν.
     Ήδη ο ίδιος ο Εντύ που έχει πάει σχολείο, γνωρίζει κάποιους «κώδικες» (π.χ. τη γλώσσα, τον τρόπο να ντύνεται κλπ) μπαίνει στον κύκλο των φοιτητών και των καλλιτεχνών, έχει διαφορετικό λεξιλόγιο και, τώρα ως συγγραφέας, συνειδητοποιεί ότι σε κείνη τη φάση και ο ίδιος «ασκούσε -με τη σειρά του- βία»: ήθελα να χρησιμοποιήσω την καινούργια μου ζωή ως εκδίκηση ενάντια στην παιδική μου ηλικία, ενάντια σε όλες τις φορές που μου είχατε δώσει να καταλάβω, ο πατέρας μου κι εσύ, πως δεν ήμουν ο γιος που θα θέλατε να είχατε. Σ’ αυτήν τη χρονική φάση η κοινωνική απόσταση μεγαλώνει, νιώθει ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, τίποτα να πουν, κι ωστόσο όλα αλλάζουν όταν η Μπριζίτ αποφασίζει να αλλάξει ζωή.
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει,
μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα,
κι εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω τη ζωή της
     Από κάποιο σημείο και μετά, η απόσταση από τον κόσμο του χωριού κάνει τον Εντύ να δει καθαρότερα. Πρώτα πρώτα τη βία που στον τόπο του θεωρούνταν δεδομένη (π.χ. ο άντρας να δέρνει τη γυναίκα). Όταν πια απελευθερώνεται και η μητέρα του, όταν αναφωνεί «Ποτέ πια», όταν αρχίζει να ψάχνει για δουλειά στη μεγάλη πόλη, το νόημα κάθε λέξης, κάθε πραγματικότητας άλλαζε. Αρχίζει να προσέχει και να περιποιείται τον εαυτό της, το Παρίσι την μαγεύει, η συνομιλία με την Κατρίν Ντενέβ για κείνη είναι σαν παραμύθι… Η μεταμόρφωση επέρχεται σχετικά γρήγορα κι ο Εντύ απολαμβάνει τις στιγμές ευτυχίας της, όταν δε η Μπριζίτ συναντά και σχετίζεται με κάποιον τρίτο άνδρα (που κατάλαβε ότι «δεν ήταν σαν τους προηγούμενους»), όταν βάζει εκείνη τα όριά της κι όταν, κυρίως, μιλάει με περηφάνια για τις επιλογές της ως γυναίκας (το να γίνει γυναίκα ήταν μια κατάκτηση), σύμφωνα με τον συγγραφέα «γίνεται με τον δικό της τρόπο πολιτικό υποκείμενο».
     Οι δυο «χαμένοι» της ιστορίας (εκείνη η γυναίκα κι εγώ, το τερατώδες παιδί), πέρα από την πραγματική συγγένεια, συναντιούνται ακριβώς στα σύνορα του κοινωνικού αποκλεισμού και της αναζήτησης της αληθινής/ελεύθερης ταυτότητας:
     Το πρόσωπο που είμαι εγώ, δεν είχε υπάρξει ποτέ άντρας. Και αυτή η διαταραχή του πραγματικού με φέρνει πιο κοντά της. Ίσως εδώ, σε αυτόν τον μη τόπο της ύπαρξής μου, μπορώ να προσπαθήσω να καταλάβω ποια είναι και τι έχει βιώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά στο πρώτο του βιβλίο 

Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2023

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, Εντουάρ Λουί

     Πρόκειται για μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ένα αυτοβιογραφικό ξεγύμνωμα όπως και τα επόμενα βιβλία του συγγραφέα -αυτό είναι το πρώτο του, γραμμένο στα 32 του χρόνια-, ο οποίος κατάφερε να υπερβεί απίστευτα τραυματικά βιώματα και να μην αποξενωθεί από τον εαυτό του. Αντίθετα, περνώντας από χίλια μύρια κύματα, όχι μόνο κατάφερε να μην απαρνηθεί την πραγματική του φύση ως ομοφυλόφιλου, αλλά βρήκε τέτοια ισορροπία ώστε ούτε μίσησε τους δυνάστες του, ούτε απορροφήθηκε από την ελκυστική μεγαλοαστική τάξη στην οποία κατάφερε να γίνει αποδεκτός.
     Ακραία φτώχεια και μιζέρια, βία οικογενειακή κι ενδοσχολική, αμορφωσιά, διαφορετικότητα ακόμα από τα παιδικά χρόνια, διακρίσεις μέσα στην οικογένεια και απόρριψη από το σχολικό περιβάλλον είναι συνοπτικά πάρα πολύ μεγάλο φορτίο για ένα παιδί που μεγαλώνει. Έτσι, η απόδραση απ’ αυτόν τον κλοιό που στραγγαλίζει την προσωπικότητα, ή μάλλον όχι απόδραση αλλά υπέρβαση, είναι ένας προσωπικός άθλος, ένα στοίχημα που τον κερδίζεις με πολύ πόνο και αγώνα, και το βιβλίο φέρει αυτό το σπάνιο μήνυμα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου, της μεταστοιχείωσης της δυστυχίας σε συνείδηση και δημιουργία. Αυτή η μεταμόρφωση αποδίδεται και στον τίτλο: ο Εντύ Μπελγκέλ –το πραγματικό, πρώτο όνομα- απεκδύεται τον παλιό του εαυτό και γίνεται Εντουάρ Λουί. Το θάρρος και η δύναμη που χρειάστηκαν για να καταγράψει τις στιγμές αδυναμίας, καταπίεσης, καταδυνάστευσης, αποξένωσης και λιποψυχίας τον οπλίζουν και τον απελευθερώνουν, κι έτσι όλη αυτή η αυτό-έκθεση γίνεται καταγγελία στην άνιση, ταξική, ρατσιστική και βίαιη κοινωνία.
     Από την πρώτη σελίδα το μαχαίρι καρφώνεται στην καρδιά του αναγνώστη: ο συγγραφέας, ώριμος πια, ομολογεί ότι δεν έχει καμιά χαρούμενη ανάμνηση από την παιδική ηλικία, κι αυτό γιατί κάθε στιγμή χαράς ισοπεδώθηκε από την οδύνη και τον φόβο. Ο καθημερινός εφιάλτης του από την ηλικία των 9-10 χρονών είχε αρχικά τη μορφή δυο βασανιστών, ένα ψηλό αγόρι κι ένα κοντό που τον βασάνιζαν κάθε φορά που τον έβλεπαν. Μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον ούτως ή άλλως βίαιο (μεθύστακας πατέρας που πλακώνεται στο ξύλο, κακοποίηση ζώων κλπ), η επιθετικότητα στο διαφορετικό (εσύ είσαι η αδερφή;/κοίτα, είναι ο Μπελγκέλ, η πούστρα) είναι κάτι σχεδόν φυσιολογικό (λέγοντάς το, το χάραζαν πάνω μου για πάντα σαν στίγμα/ξαφνιάστηκα, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγαν κάτι παρόμοιο. Δεν συνηθίζεις ποτέ την προσβολή). Το bullying των δυο αγοριών δεν ήταν μόνο λεκτικό (φρικτές βρισιές), αλλά συνοδευόταν κι από βαριά χτυπήματα και ταπεινώσεις αισχίστου είδους. Το μίσος όμως για τους ομοφυλόφιλους είναι γενικευμένο, όλο το κοινωνικό περιβάλλον συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειας αντιλαμβάνεται κάτι «δεν πάει καλά» με τον Εντύ, με εξέχοντα τον μεγάλο, ετεροθαλή αδερφό Βενσάν.
     Η αναδίφηση του παρελθόντος συνεπάγεται, εκ μέρους του συγγραφέα μια βαθιά κοινωνική τομή –μας οδηγεί κατευθείαν όχι μόνο στο υποβαθμισμένο περιβάλλον του χωριού της Β. Γαλλίας (Hallencourt) όπου μεγάλωσε ο Εντύ, αλλά και στις οικογενειακές καταβολές, τις νοοτροπίες και τις πεποιθήσεις με τις οποίες ανατράφηκαν ο παππούς του, η μάνα του, ο πατέρας. Ο άντρας πρέπει να είναι σκληρός (εγώ είμαι νευρικός άνθρωπος, δεν προσποιούμαι, και όταν νευριάζω, νευριάζω), το αλκοολίκι είναι μαγκιά, η γυναίκα οφείλει να δουλεύει στο σπίτι (οι γυναίκες κάνουν παιδιά για να γίνουν γυναίκες, γιατί αλλιώς δεν γίνονται πραγματικά γυναίκες. Τις θεωρούν λεσβίες, ψυχρές), το σχολείο δεν έχει τόση σημασία, οι γιατροί είναι μπουρζουάδικη πολυτέλεια. Η φτώχεια είναι καθοριστική γιατί προσφέρει ελάχιστες επιλογές, αν και υπήρχαν και φτωχότεροι (μια επιθυμία, μια απελπισμένη προσπάθεια, που ξανάρχιζε συνέχεια, να βρεις κάποιους που είναι κάτω από σένα, να μην είσαι ο τελευταίος στην κοινωνική κλίμακα). Η οικογένεια Μπελγκέλ δεν είναι τόσο τεμπέληδες όσο οι γείτονες, ούτε τόσο βρωμιάρηδες, ούτε τα σκυλιά κατουράνε όπου βρουν… «Άλλο φτώχεια κι άλλο βρωμιά», λέει περήφανα η μητέρα, αλλά δεν υπάρχει πολλές φορές γάλα, δεν υπάρχει αρκετό νερό για να πλυθούν όλα τα άτομα της επταμελούς οικογένειας, δεν υπάρχουν χρήματα για βασικά είδη. Η μάνα στέλνει τον μικρό Εντύ πολλές φορές στον μπακάλη για να ζητήσει βερεσέ (τα παιδιά προκαλούν πιο εύκολα τον οίκτο), ενώ τους παρέχει δωρεάν τρόφιμα μια φορά το μήνα το «Resto du cœur» -μεγάλη ντροπή (θα είναι το οικογενειακό μυστικό μας). Η κατάσταση επιδεινώνεται όταν ο πατέρας χάνει τη δουλειά του λόγω εργατικού ατυχήματος, οπότε η μητέρα αναγκάζεται να δουλέψει «ξεσκατίζοντας γέρους». Η εικόνα της μιζέριας συμπληρώνεται ακόμα μ' ένα σπίτι όπου οι… τέσσερις τηλεοράσεις (τις είχε βρει ο πατέρας στα σκουπίδια και τις είχε επισκευάσει) επιβάλλονταν από νωρίς το πρωί.
Πατέρας-μητέρα
    Όπως όλοι οι άνδρες, ο πατέρας είναι βίαιος, κι όπως όλες οι γυναίκες, η μητέρα απλώς διαμαρτύρεται. Άλλωστε το κυρίαρχο πρότυπο είναι του «σκληρού άντρα», του άντρα που δίκαια καταλαμβάνεται από οργή και μανία. Περιφρονεί τα βιβλία και το σχολείο γιατί οι σκληροί άντρες του χωριού, που ενσάρκωναν όλες τις τόσο σημαντικές αρσενικές αξίες, αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη σχολική πειθαρχία και ήταν πολύ σημαντικό για κείνον να είναι ένας από τους σκληρούς, και τα βάζει με τον εξίσου βίαιο πρώτο γιο της οικογένειας (από άλλον πατέρα). Ο πατέρας είναι ο μόνος που έχει «δικαίωμα» να μιλάει στο τραπέζι, και φυσικά, είναι ρατσιστής (οι βρωμοαράπηδες, δεν βλέπεις τίποτα άλλο στις ειδήσεις παρά μόνο Άραβες)· δεν διστάζει να κοροϊδέψει ακόμα και τον Εντύ για το γυναικωτό του φέρσιμο. Ίνδαλμα της κοινωνίας των σκληρών ανδρών γίνεται ο ξάδερφος Συλβαίν, ένας απατεωνίσκος που μπαινόβγαινε στη φυλακή κι είχε τη μαγκιά σε μια προσπάθεια απόδρασης να χτυπήσει με το αμάξι έναν μπάτσο, στο δε δικαστήριο να βρίσει τον εισαγγελέα (αυτή η προσβολή προς τον εισαγγελέα κάνει τα μέλη της οικογένειάς μου να τρέμουν από συγκίνηση όταν διηγούνται αυτήν την ιστορία «Είχε αρχίδια λέμε»)!
     Ωστόσο, διάσπαρτα επεισόδια μέσα στο βιβλίο σκιαγραφούν έναν πατέρα που τον διακρίνουν κάποιες αρχές, κάποια συναισθήματα («Ο άλλος πατέρας» είναι τίτλος κεφαλαίου). Αρχικά, αγαπά και δεν κάνει διακρίσεις στα δυο πρώτα παιδιά της οικογένειας, που είναι από τον πρώτο γάμο της Μπριζίτ, της μητέρας του Εντύ! Όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος στο πρώτο δικό τους παιδί, ήθελε κορίτσι! Έπειτα, δεν χτύπησε ποτέ τα παιδιά του γιατί δεν ήθελε να μοιάσει στον δικό του πατέρα (τον παππού του Εντύ), ο οποίος είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν ο πατέρας ήταν πέντε χρονών (αυτόν τον καργιόλη που μας παράτησε, που άφησε τη μητέρα μου στην ψάθα, τον έχω χεσμένο). Προτιμά να ξεσπά στους τοίχους (μετά από είκοσι χρόνια που ζήσαμε σ’ αυτό το σπίτι, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι τρύπες) ή, φυσικά, στο αλκοόλ. Ήταν εκείνος που επέμεινε να κρατήσουν τα δυο δίδυμα τελευταία παιδιά, όταν η Μπριζίτ είχε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη (σε περίοδο μεγάλης στέρησης). Επίσης, υπερασπίστηκε απροσδόκητα όχι μόνο τον Εντύ αλλά και τη γυναίκα του, όταν οι δυο απειλήθηκαν από τον πρώτο μέθυσο γιο, τον Βενσάν, κι όχι με βία αλλά με παρακάλια και γλυκές κουβέντες, ενώ ο Βενσάν τον χτυπούσε (ο πατέρας μου δεν ήθελε να τον χτυπήσει υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήθελε να μπλεχτεί σε έναν πραγματικό καυγά με τον γιο του). Απροσδόκητη τρυφερότητα δείχνει στον Εντύ όταν του χαρίζει τη βέρα του λέγοντάς του ότι τον αγαπάει (δεν το βρήκα, όπως πολλοί θα πίστευαν όμορφο και συγκινητικό. Το σ’ αγαπώ του με είχε αηδιάσει, αυτή η κουβέντα είχε για μένα έναν χαρακτήρα αιμομικτικό). Παρόλο που διακηρύσσει ρατσιστικές ιδέες, είχε φίλο απ’ το Μαγκρέμπ, και συγκρούεται άσχημα με μια παρέα κωλόπαιδων επειδή γιουχάρανε έναν ομοφυλόφιλο.
     Η μητέρα, της οποίας το πορτρέτο δίνει ο συγγραφέας πιο ολοκληρωμένα στο «Οι αγώνες και οι μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», έμεινε έγκυος από τα 17 της σταματώντας το επαγγελματικό όνειρο να γίνει μαγείρισσα, ή να σπουδάσει. Τα δυο πρώτα της παιδιά τα έκανε με μέθυσο άνδρα, τον οποίο κι εγκατέλειψε (κι ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα από κίρρωση του ήπατος). Θύμα της σπιτικής κούρασης και της φτώχειας δεν έχει χρόνο για τον εαυτό της, ωστόσο πίσω από την πλήξη και την εξάντληση κρύβει θυμό (ήταν μια γυναίκα μονίμως θυμωμένη, παρόλ’ αυτά δεν ξέρει τι να το κάνει αυτό το μίσος που δεν την αφήνει ποτέ) θέλει να δουλέψει αλλά δεν της «επιτρέπεται», και βρίσκει παροδικές διεξόδους (κάπνισμα, αλκοόλ, όνειρα για διακοπές). Σε αντίθεση με τον πατέρα, εκτιμά τις σπουδές, αποτρέπει τον Εντύ από το να σταματήσει το σχολείο (δεν θέλω να βασανιστείς όσο εγώ στη ζωή, εγώ έκανα βλακείες και μετανιώνω) θα ήθελε κι η ίδια να σπούδαζε, θεωρεί ότι έκανε μεγάλα λάθη (δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η οικογένειά της, οι γονείς της, τα αδέρφια της, ακόμη και τα παιδιά της και το σύνολο σχεδόν των κατοίκων του χωριού, είχαν αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα, ότι επομένως αυτά που εκείνη αποκαλούσε λάθη δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η πιο ολοκληρωμένη έκφραση της κανονικής εξέλιξης των πραγμάτων).
     Είναι φανερό από τις έμμεσες αναφορές του συγγραφέα, ότι η μητέρα του ήταν ένα μεγάλο κοριτσάκι που μπήκε στα βάσανα από πολύ νωρίς: της άρεσε να γελάει, βέβαια με χοντροκομμένα αστεία. Δήλωνε «μια γυναίκα απλή», όχι «κυρία» και μιλάει απλά, «χωριάτικα», πράγμα που το σνομπάρει ο Εντύ, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνει και αποκτά τη σχολική παιδεία, ωστόσο εκείνη αμφιταλαντευόταν διαρκώς ανάμεσα στην ντροπή επειδή δεν είχε σπουδάσει και στην περηφάνια για τον ίδιο ακριβώς λόγο , όπως έλεγε, το ξεπέρασα και έκανα τόσο όμορφα παιδιά, ότι αυτοί οι δυο λόγοι δεν υπήρχαν παρά μόνο σε σχέση ο ένας με τον άλλον.
Γινόμουν αυτό που ήμουν
     Αυτό που δημιουργεί τα μεγαλύτερα προβλήματα στον Εντύ είναι η φύση του. Ο ίδιος εντοπίζει την πηγή ακόμα από τους πρώτους μήνες της ζωής του (με το που άρχιζα να εκφράζομαι, να μαθαίνω να μιλάω, η χροιά της φωνής μου έπαινε έναν θηλυκό τόνο). Δυσκολεύεται κι ο ίδιος να καταλάβει την πηγή αυτής της διαφορετικότητας, του γιατί περπατάει διαφορετικά ή έχει τσιριχτή φωνή, ή γιατί φοβάται το βράδυ και γιατί κλαίει συχνά («σιντριβάνι» τον ονομάζει ο Βενσάν), στοιχεία που εγείρουν σχόλια τύπου «άσε τα σκέρτσα σου», «συμπεριφέρεσαι σαν γκομενίτσα» κλπ, που βέβαια καθώς μεγαλώνουν χοντραίνουν και πληγώνουν «σαν ξυραφιές» (αδερφάρα, πούστη, γυναικωτός, αγόρι είναι αυτό ή σκατά;). Η αντίδραση του Εντύ είναι ένα μόνιμο… χαμόγελο (προτιμούσα να βγάζω προς τα έξω την εικόνα ενός ευτυχισμένου παιδιού/έγινα ο καλύτερος σύμμαχος της σιωπής, και κατά μία έννοια, συνένοχος αυτής της βίας), ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει, ή παριστάνει τον έκπληκτο. Είναι ένας τρόμος, ένας πόνος που δεν συνηθίζεται, όπως λέει ο ίδιος όταν κάπως μεγαλώνει. Οι προσπάθειες του πατέρα του να τον κάνει να ασχοληθεί με «αντρικό» άθλημα, το ποδόσφαιρο ναυαγούν (ανακάλυψα με τρόμο ότι τα ντους δεν πρόσφεραν ιδιωτικότητα).
     Μέσα στην κλειστή κοινωνία του χωριού όπου οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι πάμφτωχοι, οι μπουρζουάδες, οι ανάπηροι κλπ είναι «αποκλεισμένοι», ο Εντύ προσπαθεί να κάνει παρέα με αγόρια. Ωστόσο τα αγόρια της ηλικίας του παίζουν ποδόσφαιρο, βλέπουν συνέχεια τηλεόραση ή αλητεύουν. Παρόλ' αυτά καταφέρνει κουτσά στραβά να βγαίνει με τα «φιλαράκια» του, έναν κύκλο αγοριών με τα οποία ποτέ δεν κατάφερε να ταιριάξει. Ο Εντύ αγαπά το σχολείο γιατί οι καθηγητές, τουλάχιστον, τον σέβονται. Η παρέα του με την Αμελί, ένα κοριτσάκι ανώτερης τάξης τον κάνει να συνειδητοποιήσει την ταξική διαφορά. Η ενασχόλησή του με το θέατρο επιτείνει τα προβλήματα.
     Αυτή η αλανοπαρέα την οποία συναντούσε χαλαρά είναι που συντέλεσε στην «αφύπνιση» του δεκάχρονου Εντύ, στην παραδοχή μέσα του δηλαδή, ότι είναι διαφορετικός. Στην αρχή βέβαια αντιδρά στο παιχνίδι που επινόησαν, να μιμηθούν τις στάσεις και κινήσεις που είδαν στην βιντεοκασέτα-πορνό με συνοδεία ομαδικού… αυνανισμού (εγώ δεν είμαι καμιά βρωμοαδερφή), ωστόσο σύντομα η επίγνωση ήρθε ως επιφοίτηση: παρίσταναν τους ομοφυλόφιλους κι αυτός ήταν για κείνους ένας τρόπος για να δείξουν πως δεν ήταν. Έπρεπε να μην είσαι αδερφή για να μπορείς κάποια στιγμή μιας βραδιάς να παραστήσεις πως είσαι χωρίς να κινδυνεύεις να σε βρουν. Ωστόσο, δεν νιώθει ικανός να αρνηθεί (δεν κατάφερνα πλέον να προσποιηθώ ούτε τον απρόθυμο ούτε τον αηδιασμένο). Το οργιαστικό παιχνίδι καταλήγει σε φρενίτιδα, κι ο Εντύ ομολογεί: Γινόμουν επιτέλους αυτό που ήμουν/η ιδέα πως στην πραγματικότητα ήμουν ένα κορίτσι μέσα σε σώμα αγοριού, όπως μου έλεγαν τότε, μου φαινόταν όλο και πιο αληθινή. Λίγο λίγο γινόμουν ομοφυλόφιλος. Μέσα μου κυριαρχούσε η σύγχυση.
     Η αποκάλυψη των παράτυπων παιχνιδιών από τη μάνα συνεπάγεται βαριά χαστούκια από τον πατέρα και μια σειρά άλλων ταπεινώσεων. Η μεγάλη απορία είναι γιατί κοροϊδεύουν τον ίδιο κι όχι τα άλλα αγόρια, και βασικά τον ξάδερφό του τον Στεφάν ο οποίος «τον έδωσε», δηλαδή το διέδωσε σ’ όλον τον κόσμο. Το καθημερινό bullying είναι τόσο επώδυνο που «τα πρώτα λεπτά μετά το ξύπνημα γίνονταν όλο και πιο εξωπραγματικά». Τα βλέμματα , οι χαρακτηρισμοί, οι βρισιές κι οι προσβολές –λόγια που θα ήθελα να ξεχάσω και πολύ περισσότερο να ξεχάσω ότι τα ξέχασα ώστε να εξαφανιστούν εντελώς.
Έπρεπε να απορρίψω αυτόν τον κόσμο
     Η ιδέα να (ξε)φύγει απ’ αυτόν τον εφιάλτη γεννιέται αυτήν την εποχή. Ωστόσο ο Εντύ είναι ακόμα πολύ μικρός. Χωρίς πια να απαρνιέται τον εαυτό του, κάνει ύστατες προσπάθειες να συμπεριφερθεί όπως όλοι (είχα καταλάβει ότι το ψέμα ήταν η μοναδική δυνατότητα που είχα να προκαλέσω την έλευση μιας νέας αλήθειας. Το να γίνω κάποιος άλλος σήμαινε να νομίζω ότι είμαι κάποιος άλλος, να πιστεύω ότι ήμουν αυτό που δεν ήμουν (!)). Θα τα φτιάξει με τη Λωρά, ένα κορίτσι κακής φήμης (η απόρριψη που αντιμετώπιζε την έκανε πιο προσιτή) και ψάχνει θεατές για να τους δείξει ότι φιλάει κορίτσι. Παρόλο που παλεύει με την απέχθεια, βλέπει ότι όλοι, ακόμα κι ο Στεφάν, μεταστρέφονται! Κι όταν βλέπει ότι φτάνει να ερεθίζεται σεξουαλικά, νιώθει ότι «έχει γιατρευτεί»!
     Κι όμως, δεν αρκεί να θέλεις να αλλάξεις, να λες ψέματα για τον εαυτό σου, για να γίνει το ψέμα αλήθεια. Το σώμα τον προδίδει, ή μάλλον τον επαναφέρει στην φύση του, όταν τον φλερτάρει για πρώτη φορά άντρας (πυρετός με κυρίευσε εκείνη τη νύχτα). Οι επόμενες προσπάθειες με την μεγαλύτερή του κατά 5 χρόνια Σαμπρίνα, οδηγούν τον 13χρονο Εντύ σε παγίδα, μιας και η σεξουαλική συνεύρεση γίνεται επιτακτική, και φυσικά αποτυγχάνει παταγωδώς. Η έλξη που νιώθει ο Εντύ στο ανδρικό κορμί του δημιουργεί τέτοιο άγχος που αρχίζει να μισεί τους… ομοφυλόφιλους, και να προσπαθεί απελπισμένα να γίνει «σκληρός άντρας».
     Ξέρει πια ότι πρέπει να φύγει. Η πρώτη κωμικοτραγική απόπειρα να το σκάσει ακολουθείται από πιο ώριμη απόφαση, στην Τρίτη γυμνασίου πια, να μην πάει στο Λύκειο της περιοχής, αλλά στην Αμιένη, στο Λύκειο Μαντλέν Μισελίς, όπου υπήρχε πρόγραμμα για δραματική τέχνη. Ο πατέρας, παρόλο που πιστεύει ότι η Αμιένη είναι γεμάτη μαύρους και βρωμοάραβες, και τον πηγαίνει στον σταθμό, και του δίνει ένα 20ευρο (ήξερα ότι ήταν πάρα πολλά, πολύ περισσότερα απ’ ό, τι άντεχε και έπρεπε να μου δώσει).
     Ο Εντύ περπατά σταθερά προς το μέλλον του μακριά από τον «κόσμο τους», με φόβο και πάθος… Έχει πια ανοιξει τα φτερά του, και, αποδεχόμενος πια την ταυτότητά του, γίνεται ο Εντουάρ Λουί. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2023

Το χιόνι των Αγράφων, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

     Έξι συγκλονιστικές αφηγήσεις-διηγήματα, με κοινό παρονομαστή την τραγωδία που η Ιστορία ονόμασε «Πορεία αόπλων της Ρούμελης» -άγνωστη στους περισσότερους και φυσικά ανύπαρκτη στην επίσημη ιστορία· έξι περιεκτικές ιστορίες επινόησε ο συγγραφέας όπου συνυφαίνεται η φρίκη με το όνειρο και την διάψευση, αγγίζοντας με τόλμη ένα από τα συλλογικά τραύματα της Νεότερης Ελλάδας· μια σκοτεινή σελίδα του εμφύλιου, που είχε ως συνέπειες πολλή οδύνη και ανατροπή των ελπίδων για έναν καλύτερο κόσμο. Το βιβλίο, δηλαδή, πατάει με το ένα ποδάρι σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα (διασταυρωμένα και τεκμηριωμένα ιστορικά) και με το άλλο σε συναισθηματικές, ανθρώπινες καταστάσεις που ξεπερνούν μεν κάθε φαντασία (αλλά ως γνωστόν, η πραγματικότητα υπερβαίνει την φαντασία), θεμελιώνονται ωστόσο στις απίστευτες συνθήκες όπου βρέθηκαν οι ήρωες, τον παγωμένο εκείνο χειμώνα του 1948.
     Αντιγράφοντας από το ιστορικό site https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/9973 βλέπουμε συνοπτικά τα ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία ο συγγραφέας έχτισε τις διαφορετικές, ψυχικές μαρτυρίες των ηρώων του, πείθοντάς μας ότι ακόμα κι αν κάποια πρόσωπα είναι καθαρά μυθιστορηματικά, οι δοκιμασίες και τα συναισθήματα είναι αληθινά, όσο θα μπορούσε κανείς να τα προσεγγίσει από διαφορετική ιστορική στιγμή:
     «H πορεία αόπλων της Ρούμελης πραγματοποιήθηκε από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) τον Φεβρουάριο του 1948 με κύριο σκοπό τη μετάβαση στις περιοχές του Γράμμου, που έλεγχε ο ΔΣΕ, 1.300 περίπου νεαρών νεοσύλλεκτων μελών του για να εξοπλιστούν, να εκπαιδευτούν και να στελεχώσουν τις μάχιμες μονάδες του ΔΣΕ. Οι νεοσύλλεκτοι προέρχονταν κυρίως από επιστράτευση που έχει πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948. Για την πραγματοποίηση της πορείας, οι άοπλοι μαχητές μαζί με ένοπλα συνοδευτικά τμήματα του ΔΣΕ συγκρότησαν μια ταξιαρχία, που έμεινε γνωστή ως «Ταξιαρχία αόπλων Ρούμελης» και η οποία είχε ως επικεφαλής τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Γιώργη Γούσια.
     Η φάλαγγα ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου του 1948 και ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από αυτή που είχαν ακολουθήσει αντίστοιχες φάλαγγες με μαχητές του ΔΣΕ. Η φάλαγγα ακολούθησε πορεία μέσω του βουνού Όθρυς, του θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα, των βουνών Κίσσαβος, Όλυμπος και Πιέρια για να καταλήξει στον Γράμμο μέσω Χασίων στις 25 Μάρτη του 1948. Από το ξεκίνημα της πορείας η φάλαγγα είχε γίνει αντιληπτή από τις κυβερνητικές δυνάμεις που σε όλη τη διάρκεια της πορείας προσπάθησαν να τη διαλύσουν, έχοντας σύμμαχο τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν την πορεία της ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά από μεγάλο αριθμό μαχών, χωρίς τρόφιμα και με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η φάλαγγα έφτασε στον Γράμμο έχοντας όμως απολέσει (νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι και λιποτάκτες) τα τρία τέταρτα των μελών της
».
     Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, πάνω στον πάλλευκο καμβά της δύσβατης χειμωνιάτικης οροσειράς των Αγράφων, εκτυλίσσονται οι έξι τραγωδίες στις οποίες ο συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς, με πολλές σιωπηρές προεκτάσεις για τις 1300 άγνωστες ή λησμονημένες ατομικές τραγωδίες των ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την παράλογη πορεία, που μόνο με την αυτοκτονική πορεία του 8ου τάγματος της Β΄ Ταξιαρχίας στην Ράκα (Απρίλης του 1943) που περιγράφει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες μπορεί να συγκριθεί, ή, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου, «τούτος ο άθλος μόνο με την επική πορεία του Μάο θα μπορούσε να παρομοιαστεί»[1].
     Αρχικά επιστρατεύουν υποχρεωτικά γυναίκες και άντρες από τα γύρω χωριά από 14 μέχρι 52 χρονών (σε οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. «Και αν δεν θέλουν;» ρώτησε κάποιος. «Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν»)· υποχρεωτικά γιατί οι Σούρληδες αλωνίζουν κάτω, ρημάζουν σπίτια, χαλάνε κορίτσια, σκοτώνουν κόσμο. Η εκπαίδευση φαίνεται παιχνίδι, η ελπίδα για μια «άλλη ζωή» δίνει κουράγιο (η Ελεύθερη Ελλάδα κάπου στην Ελλάδα ήταν ελεύθερη, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χωροφύλακες, μοναρχοφασίστες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες, σκέφτεται η Σωτηρία, που διέφυγε από τον δυνάστη κακοποιητικό πατέρα της με το να καταταγεί στην ταξιαρχία).
     Στις 18 Φεβρουαρίου του 1948, η Ταξιαρχία Αόπλων είναι παραταγμένη στην πλατεία της Βράχας και ξεκινάει με συνθήματα, τραγούδια και χορούς (σαν ακορντεόν, ένας σπασμός κίνησης μεταδίδεται από την κεφαλή ίσαμε την ουρά της φάλαγγας). Πρόκειται για τον «νεανικό ανθό των Αγράφων και της Ρούμελης», παραταγμένοι σε τρία τάγματα που σύντομα θα χάσουν τον συντονισμό τους, θα δέχονται επιθέσεις από τον Κυβερνητικό στρατό και τους Μάυδες, ενώ η ένοπλη συνοδεία δεν επαρκεί. Η διαταγή του αρχηγού είναι: «Σύνταξη δυνάμεων, σίτιση και ολιγόωρη ανάπαυση τη μέρα. Κανείς δεν μένει πίσω. Τα τμήματα δεν αποκόπτονται». Ο μεγαλύτερος εχθρός βέβαια αποδεικνύεται ο χειμώνας -οι παγωμένες λίμνες, το πυκνό χιόνι, οι καιρικές συνθήκες, η θερμοκρασία -7ο C.
     Έτσι, η αντίστοιχη περιγραφή της άφιξης της κατακερματισμένης ταξιαρχίας στο Γενικό Αρχηγείο της Ρούμελης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και αποκαρδιωτική: προπορευότανε ο Γούσιας, πάνω στο κανελί του άτι, δέκα μέτρα πιο πίσω ο ίδιος ως επιτελάρχης (μιλάει ο Γεώργιος Γεωργιάδης) κι ύστερα όλοι οι λοιποί κατά διμοιρίες, μπροστά οι βαθμοφόροι, πιο πίσω οι απλοί μαχητές. Με το που πέρασε ο Γούσιας ξεσπάσαν όλοι σε χειροκροτήματα και σε ζητωκραυγές, όσο όμως έρχονταν οι άλλοι, έσβηναν οι επευφημίες κι από τη μέση της πορείας πάψανε τα χειροκροτήματα και επικράτησε απόλυτη σιγή, μια παγωμένη βουβαμάρα. Από τους χίλιους πεντακόσιους περίπου επίστρατους ούτε τριακόσιοι δεν κατάφεραν να φτάσουν.
     Ιστορικά πρόσωπα που τα βλέπουμε να δρουν είναι οι Σούρληδες, φόβος και τρόμος των βουνών[2], ο Βουρλάκης- αρχηγός παρακρατικής ομάδας[3]-, οι επίσης παρακρατικοί Βελέντζας και Τσαντούλας, ο Απόστολος Πουλιόπουλος που φέρεται ως ανιψιός του θεωρητικού και πολιτικού ηγέτη της αριστερής αντιπολίτευσης του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλου, ο Βιδάλης, δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη και θύμα των παρακρατικών και τέλος, στο τελευταίο διήγημα, οι τραγικές περιπτώσεις του ταξίαρχου του Δ.Σ. Γιαννούλη[4] και του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη[5] που εκτελέστηκαν από τους συντρόφους τους.
   «Πρωταγωνιστής» όμως και, ως υποστράτηγος, υπεύθυνος σ’ αυτήν την αυτοκτονική πορεία είναι ο Γεώργιος Γούσιας[6], ψευδώνυμο του Γ. Βοντίτσιος, που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Ηγετικό στέλεχος και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, βασικός συνεργάτης του Νίκου Ζαχαριάδη κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, φέρεται να έχει ο ίδιος σχεδιάσει και αποφασίσει την απίστευτη αυτή πορεία (ταξίαρχος Γεωργιάδης: από στρατιωτική άποψη ήταν όλα λάθος. Όταν πήγαινε να συνεννοηθεί μαζί του, ο Γούσιας του’ δειχνε κάτι γραμμές στον χάρτη χαραγμένες με διαδρομές από δώ, με διαδρομές από κεί, χωρίς καμιά μέριμνα για την επιμελητεία, τους τραυματίες, τους αρρώστους, τις αντοχές των μαχητών, τις καιρικές συνθήκες και κυρίως, τις πιθανές κινήσεις του αντιπάλου). Ο Γούσιας ως μυθιστορηματικό πρόσωπο εμφανίζεται εγωιστής, καχύποπτος και άτεγκτος, πολύ σκληρός απέναντι στους λιποτάκτες, στους προδότες ή στους απείθαρχους («για λόγους παραδειγματισμού»). Πάντα πάνω στο άσπρο ή κανελί του άτι, τρώει πλούσιο πρωινό όταν όλοι πεινάνε, έχει ξεχωριστές προμήθειες για τον ίδιο, ψητό κρέας όταν δεν υπάρχει παρά μόνο νερόσουπα, κρατά πάντα πάνω του τσιγάρα, ενώ εκμεταλλεύεται τις νεαρές βοηθούς του στο κρεβάτι του. Οσφραινόταν παντού κινδύνους, διέκρινε αντεπαναστατικό δάκτυλο, χωρίς παρόλ’ αυτά να προσδιορίσει με ακρίβεια αν προερχόταν απ’ τον κύκλο των μοναρχοφασιστών ή των τροτσκιστών, που, κατά τη γνώμη του, δεν είχαν και μεγάλη διαφορά.
     Θύματα του άσβεστου μίσους που ανακυκλώνει τα εγκλήματα του εμφυλίου και των τραγικών λαθών της ηγεσίας, οι μυθιστορηματικοί ήρωες που βλέπουμε στις πέντε πρώτες ιστορίες βιώνουν την τραγική διάσταση της ιστορικής συγκυρίας, όπου, όπως είπαμε και παραπάνω, η ελπίδα δίνει τη θέση της στην απελπισία, και η πίστη στον άνθρωπο δίνει τη θέση της στην οδυνηρή διάψευση:
     -Ο 16χρονος Κυριάκος Σιάτρας που παρουσιάζεται εθελοντικά αφήνοντας μάνα και μικρότερο αδερφό στο χωριό, για να αποδώσει τιμή στον σκοτωμένο αντάρτη πατέρα του, βρίσκει τραγικό θάνατο προσπαθώντας να σώσει τον 14χρονο αδερφό του που… θεωρήθηκε προδότης (Όλα σταματημένα. Μοναχά το μυαλό του έψαχνε απάντηση στο ερώτημα: ποιος πατέρα, θα το βρει τώρα το δικό σου δίκιο;).
    -Ο τραυματισμένος Χαράλαμπος Σουρούτσης, «επικίνδυνος συμμορίτης» του οποίου το ελληνικό κράτος έκαψε το πατρικό σπίτι («τσεκούρι και φωτιά»), που αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας (απόδειξη της μεγαλοψυχίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους ειλικρινώς μετανοήσαντες κομμουνιστές) και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου ενώ το παρελθόν με τα κρυμμένα μυστικά του τού καίει τη μνήμη (για τον Χαραλάμπη όμως, παρελθόν, παρόν και μέλλον είχαν εξοριστεί πέρα απ’ τον μαντρότοιχο της μονής/ όλα άλλαζαν γρήγορα, βολικά και τελεσίδικα· όλα εκτός από τη δήλωση, την κομμένη αλυσιδίτσα και τη σιγή του οστεοφυλακίου, που επέμεναν στο δικό τους σιωπηλό αντάρτικο μπροστά στην ύπουλη εξουσία της λήθης, του χρόνου και των αναγκαστικών ή ηθελημένων συνθηκολογήσεων).
      -Ο Απόστολος Πουλιόπουλος, που αλλάζει το όνομά του σε Πούλιος ή Ουλιόπουλος για να μην τον συσχετίζουν με τον θείο του, θεωρητικό του τροτσκισμού[7], και που το μόνο που τον ενδιαφέρει όταν τάσσεται στη μονάδα είναι η συγχωριανή του Θεανώ, που την έχει όμως σε αποκλειστικότητα ως βοηθό και «γραμματέα» ο Γούσιας. Η τραγική μοίρα της Θεανώς είναι και το μαράζι του Απόστολου.
     -Η Σωτηρία, κακοποιημένη κατ’ επανάληψιν από τον πατέρα της (άλλες κραυγές πνίγονταν στον λαιμό της, άλλοι πόνοι πίεζαν το στήθος της, άλλοι κύκλοι μαύριζαν τα μάτια της. Μονάχα το πείσμα της ν’ αντέξει και η λύσσα της να εκδικηθεί έμεναν πάντα ίδια), παίρνει τα βουνά κι εκείνη, γιατί ο πατέρας της -κάθαρμα που ήθελε να τα’ χει καλά με όλους- προτίμησε να στείλει το κορίτσι όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό, παρά τον αδερφό της τον Σωτήρη που ήταν «καλό χέρι στις δουλειές».
     -Ο Αβράαμ Πολυχρονίδης, από τους λίγους που σώθηκαν από τις δεύτερες μαζικές εκτελέσεις που έγιναν στο Μεσόβουνο Εορδαίας (1941, 1944)[8]ο μάτι του είχε την κάπνα της καμένης ανθρακιάς. Όταν μάλιστα άρχισε να θάβει όλους μαζί τους εκτελεσμένους κάτω απ’ τα ποντιακά μοιρολόγια, και κυρίως όταν είδε τα χέρια του πατέρα του και των αδερφών του περασμένα στα μπράτσα του ανάπηρου θείου του σαν να χόρευαν όλοι μαζί τη σέρρα την ώρα που τους εκτελούσαν, κάτι έσπασε μέσα του για πάντα). Ο Αβράμης γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του Αρχηγείου της Ρούμελης την εποχή της «Λευκής Τρομοκρατίας»[9], και αναλαμβάνει μάγειρας. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες να θρέψει μέχρι και 2.500 χιλιάδες άτομα εν μέσω βομβαρδισμών και απωλειών αποβαίνουν σισύφειες.
      
     Το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, διήγημα, και επιστέγασμα όλου αυτού του φρικαλέου φιάσκου, είναι η σπαραχτική και αληθινή ιστορία του ταξίαρχου Γεώργιου Γεωργιάδη στο διήγημα με τον παράδοξο τίτλο «Πιο θάνατος». Με μεγάλη και δύσκολη προσωπική εξέλιξη, ξεκινώντας από τη Σχολή Ευελπίδων, αξιωματικός στα βουνά της Αλβανίας και στη συνέχεια στον Δημοκρατικό στρατό «ό, τι δεν έπαθε στον πόλεμο απ’ τους εχθρούς του έμελλε να το πάθει απ’ τους δικούς του φίλους». Ο Γεωργιάδης κλήθηκε εσπευσμένα να βοηθήσει όταν άρχισαν οι μεγάλες δυσκολίες της Ταξιαρχίας των Αόπλων. Αναλαμβάνοντας ως επιτελάρχης του Γούσια, αντιλαμβάνεται σύντομα ότι ο άνθρωπος είναι εκτός πραγματικότητας… Η ανοιχτή διαφωνία του με τον Γούσια αργότερα (Δεκέμβριο του 1948), στην επιχείρηση της Έδεσσας, θα του στοιχίσει την ζωή. Θα θεωρηθεί υπεύθυνος, προδότης, άνθρωπος του Βαφειάδη (είχε ήδη αρχίσει αντιπαράθεση στην ανώτατη ηγεσία του ΚΚΕ μεταξύ Ζαχαριάδη και Μάρκου με την αποπομπή του τελευταίου και την απομάκρυνσή του στη Μόσχα).
     Ο «πιο θάνατος» που αναλογεί στον διαφωνούντα αγωνιστή και ηρωικά πεσόντα, εκτελεσμένο από τους δικούς του ανθρώπους Γεωργιάδη (όπως έξι μήνες πριν εκτέλεσαν τον Γιαννούλη) ήταν ένας θάνατος αιφνιδιαστικός, πισώπλατος και ατιμωτικός:
      Λίγο έξω απ’ τις φυλακές τον σπρώξαν, παραπάτησε κι έπεσε κάτω με γυρισμένη την πλάτη.. κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είχε χρόνο. Από μια ταινία φυσίγγια άδειασε ο καθένας πάνω του. Μάταια είχε διαλέξει από πριν τα τελευταία του λόγια…
Χριστίνα Παπαγγελή
 
     [1] https://www.mixanitouxronou.gr/i-thriliki-megali-poria-tou-mao-pou-dieschise-perpatontas-ti-misi-kina-apo-tous-72-chiliades-epiviosan-mono-6-chiliades-machites-to-katorthoma-pou-didaskete-stis-stratiotikes-scholes/
     [2] https://periodista.gr/i-summoria-tou-sourla/Οι Σούρληδες αφού στρατολόγησαν με απειλές και βασανιστήρια πολλούς νέους από διάφορα χωριά διάλεξαν για λημέρι τους το χωριό Μέλια καθώς διέθετε σταθμό του σιδηρόδρομου κοντά στον Πλατύκαμπο “άνευ γραφείου”. Κάθε φορά που πήγαιναν στο χωριό βίαζαν, έκλεβαν και επέτασσαν σπίτια, οχήματα και αγαθά τόσο πολύ που οι κάτοικοι όταν τους έβλεπαν έτρεχαν να κοιμηθούν στα χωράφια. Σκοπός των Άγγλων ήταν η παλιννόστηση της βασιλικής εξουσίας η οποία δεν θα έρχονταν(με το δημοψήφισμα) αν πρώτα όλη η ελληνική ύπαιθρος δεν έμπαινε κάτω από τον ζυγό. Οι Σούρληδες στην περιοχή δολοφονούσαν αδίστακτα και αδιακρίτως, βασάνισαν και δολοφόνησαν πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθώς και τον δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις όπως αυτή του Θανάση Δρίβα που “βάφτιζαν” κάποιον κομμουνιστή για προσωπικούς τους λόγους, και μετά ξεκλήριζαν την οικογένεια και το βιός του. Αυτά φυσικά υπό την σφραγίδα του Μόλγκαν, του βρετανού συνδέσμου των Σούρληδων και της κυβέρνησης-λαγωνικού των Αθηνών.
    [3] http://kokkinosfakelos.blogspot.com/2017/07/blog-post_8.html
     4] https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/07/01/gcw-286/
     [5] https://www.greekhistoryrepository.gr/archive/item/10812?dv=1
     [6] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82
    7]  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AE%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
     [8] Το πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AD%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82
     [9] Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ Ελλήνων αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.

Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2023

Ο Δημήτρης Νάσκος γράφει για "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" του Ιωάννη Λαδάκη

 Σήμερα το μπλογκ "Ανάγνωση" φιλοξενεί το κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Νάσκος για το βιβλίο της προηγούμενης ανάρτησης του Ιωάννη Λαδάκη, "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής" 

     «Το Βιβλίο της Μεγάλης  Ανοχής». Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει διάφορα λογοτεχνικά είδη, όπως ο υπαρξισμός, η φιλοσοφία, ο συμβολισμός και ο σουρεαλισμός, δημιουργώντας ένα συνολικό ποίημα που αγγίζει την καρδιά και το μυαλό μας.
     Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου μας προσφέρει μια ισχυρή εικόνα: Χειροπέδες που έχουν σπάσει. Αυτή η εικόνα συμβολίζει τα δεσμά της κοινωνίας και πώς ένας άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί, αναζητώντας την αυθεντική ζωή. Στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας, αντικρούοντας τον σκληρό ανταγωνισμό του σύγχρονου κόσμου και την απώλεια της ταυτότητας, μας προτρέπει να σκεφτούμε μια μελλοντική επανάσταση που θα μας οδηγήσει σεμια νέα αρχή, απαλλαγμένη από την καταπίεση και την αισχροκέρδεια.
     Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο και τέσσερα κεφάλαια με τους εξής τίτλους: «Πιστεύω», «Η ιστορία του άλλου», «Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού» και «Η Μοναξιά του Ίχνους». Ο πρόλογος μάς εισάγει στο κύριο θέμα του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτισμένη βία και στη διαστρέβλωση της καθαρής σκέψης. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδύεται η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα – πότε ως εσωτερικός μονόλογος και πότε ως συνομιλία με τον άλλο του εαυτό.
     Στη συνέχεια, το καθένα από τα τέσσερα κεφάλαια παρουσιάζει διαφορετικές εμπειρίες και φαντασιώσεις του πρωταγωνιστή. Είναι η δική του οπτική για τα πράγματα και αισθητική. Είναι ο τρόπος που βλέπει, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει τον κόσμο. Η δική του γωνιακή εστίαση που εντυπώνει έναν καμβά λουσμένο με υπερρεαλιστικά χρώματα και όχι μόνο. Επιπλέον, θίγονται οικουμενικά ζητήματα, όπως ο ρόλοςτης ανθρώπινης ύπαρξης και της αγάπης, όπως το αίσθημα της απώλειας και της αναζήτησης της αλήθειας. «"Η αγάπη μου για τη ζωή είναι ένα παραμυθάκι που κάποτε θα το διαβάζουν μικρά παιδιά και θα χαζογελάνε με την ελαφρότητα του", μουρμούρισε στο αυτί της αγαπημένης του, ενώ οι σάρκες τους πάλλονταν μέσα στον πυρετό της ερωτικής πράξης. Οι αναστεναγμοί της μοιρολόι μαζί και χαρμόσυνο τραγούδι, πολύ γνώριμη και οικεία μελωδία».
     Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά ποιητική γλώσσα και μεταφορές, για να μας ταξιδέψει σε έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο συμβολισμούς και εικόνες. Η αφήγηση κυλάει με κελαριστό ρυθμό και μουσικότητα ακροβατώντας ανάμεσα στην επαναστατική διάθεση και τη μελαγχολία της ματαιότητας. «Τι κάνει αυτός μακριά από τον όχλο; Γιατί δεν είναι μαζί τους να αγωνιστεί, να ελπίσει, να πληγωθεί και να οργιστεί, να ξεσηκωθεί και να καταπαύσει με δυο σαθρές κουβέντες την αντάρα της ψυχής του;»
     «Το βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πνευματική αναζήτηση και μια πρόκληση να σκεφτούμε βαθύτερα το ποιοι είμαστε και τη θέση μας στον κόσμο. Με τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει την ισχύ και τους περιορισμούς των δεσμών της κοινωνίας, μας εμπνέει να αναζητήσουμε την αυθεντική μας φωνή και να αντιμετωπίσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. «Αλήθεια, μπορεί κάποιος ο οποίος έχει το χάρισμα της σκέψης, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, να μη μελαγχολεί;» Ερώτημα του ήρωα που παραπέμπει στο ρητό: Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο. Έκφραση που ενυπάρχει στον Εκκλησιαστή – ένα από τα σημαντικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. 
     «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» προσφέρει μια πολυσύνθετη εξερεύνηση της καθημερινής ζωής και του ουσιαστικού νοήματος της. Διαπλέκονται έννοιες όπως ο χαμένος ρομαντισμός και η οργή απέναντι στον καταναλωτισμό και την κυρίαρχη τεχνολογία. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που πιθανότατα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, στοχάζεται, προβληματίζεται και μέσω της ποιητικής γλώσσας, επιχειρεί να μας ανοίξει νέες θύρες αντίληψής. Ο ήρωας περιφέρεται στους δρόμους της πολιτείας και παρατηρεί. Συχνά, η ανοχή του εξαντλείται βιώνοντας γύρω του το αίσθημα της απόγνωσης, της αδικίας και της υποκρισίας. «Η χώρα βυθίζεται. Πανικός έχει σκορπίσει στους δρόμους υπό τη μορφή άναρχων διαδηλώσεων, οργισμένων νέων που πάντα αναζητούν αντικείμενο προς διεκδίκηση. Στη βουλή ο πρωθυπουργός βγάζει λόγο ενωτικό, λόγο εθνικής ομόνοιας, συνεννόησης και συνεργασίας προς το καλύτερο για τη βιωσιμότητα της χώρας στον σύγχρονο κόσμο».
     Στο έργο καυτηριάζεται και το επίπλαστο φαίνεσθαι, πάνω στο οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία. Όλοι ξέρουμε ότι διανύουμε την εποχή της εικόνας και της εντύπωσης, γεγονός που συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα και την καλαισθησία του σώματος. Αν θέλεις να ξεχωρίζεις, τότε μάλλον πρέπει να είσαι μυώδης και να εκφράζεσαι με στείρο τρόπο. «Δούλευε εδώ και λίγο καιρό σε ένα μπαράκι, στην πόρτα. Το γυμναστήριο τον βοήθησε να χτίσει σώμα και να γίνει αρκετά πιο αποδεκτός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάθε βράδυ φορούσε το επιβλητικό του ύφος, άλλαζε το σώβρακο για παν ενδεχόμενο, παίνευε για κανένα μισάωρο το πουλί του και έφευγε για τη δουλειά».
     Ο συγγραφέας, ορισμένες φορές, χρησιμοποιεί και ιδιόλεκτο, προφανώς για να δηλώσει την απαρέσκεια του απέναντι στη βεβήλωση των λέξεων. «Πού είσαι ρε μαν; Είσαι πολύ κουλ τελευταία, σε παρακολουθώ στο ιντερνέτ!» Τέτοιες εκφράσεις, βγαλμένες από την καθημερινότητα, στηλιτεύουν τη φτωχοποίηση του λεξιλογίου μας.
     Ακόμη, δεν λείπουν και τα ίχνη ειρωνείας που εντέχνως διασκορπίζονται μέσα στο κείμενο. «Το κουδούνι έγραφε: Προς τα γραφεία της αγαπητής και κοινωνικά ευσυνείδητης επιχείρησης μας, η οποία πάντα φροντίζει να μας παρέχει με όλα τα απαραίτητα αγαθά για την εργασία και την επιβίωση μας. Για να εισέλθετε πατήστε το κουμπί ελαφρά και με σεβασμό. Ευχαριστούμε». Εδώ ο συγγραφέας αλλάζει διάθεση και με χιούμορ αντιμετωπίζει τη σημερινή κατάσταση ως προς το ζήτημα της εύρεσης εργασίας, μιας εργασίας που φυσικά προσφέρει τον ελάχιστο μισθό, περικόπτει επιδόματα και επιβάλλει σκληρό ωράριο. Η δουλειά παραπέμπει περισσότερο σε δουλεία και κάτεργο. Το σαρκαστικό ύφος συνεχίζεται: «Παρακαλούμε, αγαπητέ μου. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι θα εργάζεστε καθημερινά και τα Σάββατα χωρίς σταθερό ωράριο έναντι ενός μισθού της τάξης του κατώτατου δυνατού που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθετική διάταξη της χώρας μας, στην οποία υπάγεται ασφαλώς και η επιχείρηση μας», αναφέρει στον ήρωα ο προϊστάμενος της εταιρίας εννοώντας περίπου πεντακόσια ευρώ. Να σημειωθεί, επίσης, πως ο ήρωας δεν έχει δικό του σπίτι, αλλά νοικιάζει με συγκάτοικο ένα μικρό διαμέρισμα, γεγονός που επιβαρύνει την ποιότητα της ζωής του.
     Γενικά, «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» αντλεί έμπνευση από τους περιορισμούς των κοινωνικών δεσμών και προτρέπει τον αναγνώστη να εξερευνήσει την αυθεντική του φωνή και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Μαςπροκαλεί να αναρωτηθούμε για την επιβίωση μας και να εξετάσουμε βαθύτερα τις επιλογές μας.
     Ο συγγραφέας περνάει μηνύματα αλληλεγγύης, αναπτύσσει ιδέες που σχετίζονται με την ισότητα των φύλων, εκφράζει τη συμπόνια του σε άστεγους και ζητιάνους. Λέει σχετικά με τα φύλα: «Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Ό,τι φύλα κι αν περιλαμβάνει το ζευγάρι, η ευτυχία που διακρίνει τη μετουσίωση της επαφής σε ένωση αποτελεί το μοναδικό ειδικό προαπαιτούμενο. Ίσως όχι για την κοινωνία, αλλά για το άτομο».
     Από το έργο δεν απουσιάζει η μουσική και η λογοτεχνία. Υπάρχουν αναφορές στηΛίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι, αλλά και στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, του οποίου οι στίχοι ανήκουν στον σημαντικό ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Δεν περνάει απαρατήρητη και η αναφορά στο εμβληματικό παραμύθι του Εξυπερύ Ο μικρός πρίγκιπας. Ο συγγραφέας, μέσω διακειμενικότητας, μας προτρέπει να γίνουμε πάλι παιδιά και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με αγνότητα και αθωότητα.
     «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία, γεμάτη συναισθήματα, προκλήσεις και εναλλαγές. Κάποια στιγμή, όλοι στη ζωή μας θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις και θα πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την πορεία μας. Δοκιμαζόμαστε διαρκώς βαδίζοντας κόντρα σε ισχυρούς ανέμους. Ποιές είναι οι αξίες μας; Ποιά η ηθική μας; Ποιες οι προτεραιότητες μας; Άραγε, είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια συθέμελη προσωπική αναθεώρηση, και να αλλάξουμε σαν άνθρωποι προς το καλύτερο;Άραγε, μέσα στα πιο μεγάλα σκοτάδια μας μπορούμε να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε τον εαυτό μας;
      Η ανθρώπινη ανοχή παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την πορεία. Μέσα από την ανοχή, μπορούμε να αποδεχθούμε τις διαφορές και να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους παρά τις αντιξοότητες. Η ανοχή μάς δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε τις σχέσεις μας, να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και να ανοίξουμε τον δρόμο για τη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση. Όταν καλλιεργούμε την έννοια της ανοχής, τότε δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Κάνοντας αυτοκριτική, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, να δεχτούμε τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε το μαγικό ταξίδι μας.
     Τι γίνεται όμως με την άλλη ανοχή; Εκείνη που σχετίζεται με την καταπίεση, την εξουσία και την εκμετάλλευση; Ο ήρωας της ιστορίας, συνειδητοποιώντας όσα συμβαίνουν γύρω του, σταδιακά ωθείται στο χείλος της αγανάκτησης. Σκέφτεται να επαναστατήσει, αλλά δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο. Νιώθει ένα μικρό και ασήμαντο τίποτα μπροστά στη θηριώδη και αδηφάγα κοινωνία. Παλεύει να μην χάσει τον πυρήνα της ουσίας του, την αυτοπεποίθηση και τελικά την ευτυχία του. Κολυμπάει στην κυβερνοθάλασσα των ψευδών ειδήσεων και της προπαγάνδας. Περιφέρεται στους λαβυρίνθους της πόλης βιώνοντας μια ισότητα που του προκαλεί απέχθεια. Όλοι ίδιοι, όμοια σκέψη και όμοιο συναίσθημα, ίδια βούληση και ίδια αποχαύνωση. Εκείνος ευαγγελίζεται μια άλλη ισότητα, πιο διαφορετική.
     Συνοψίζοντας, η ζωή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ανάπτυξης και ανοχής. Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και τα εμπόδια που μας παρουσιάζονται με ανοιχτή καρδιά και μυαλό, μπορούμε να επιτύχουμε θαυμαστά αποτελέσματα. Η ανοχή, αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του εαυτού μας προς τους άλλους, ανοίγει έναν δρόμο εσωτερικής δύναμης και δημιουργίας, όμως η ανοχή μιας άδικης κοινωνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει άμεσα να δοθεί μια λύση. Αυτή τη λύση φαίνεται να αναζητάει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας χαμένος μέσα σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα.
     Όλοι τρέχουν αναίτια και διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος να προλάβουν το τίποτα. Ο ήρωας αισθάνεται ότι συγκρούεται με ολόκληρη την κοινωνία. Τι θεωρείται καλό και τι κακό; Ποια είναι η ηθικότητα της φύσης; Πρέπει να ακολουθούμε το μονοπάτι της καρδιάς μας; Είναι μερικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Το πλήθος θυμίζει μυρμήγκια που εργάζονται παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Πώς μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο σύστημα; Με ποιον τρόπο; Όλες οι ζωές παρακολουθούνται πια, όπως συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Όργουελ. Το τώρα, το σήμερα, το παρόν μεταφράζονται στο νου του ήρωα ως ενοχή. Νιώθει ενοχές που είναι αδύναμος να αλλάξει κάτι στον κόσμο.
     Στην τελευταία πράξη του βιβλίου, ο συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό χαρακτήρα του μπροστά από έναν καθρέπτη να κοιτάζει το είδωλο του. Πίσω από το είδωλο του υπάρχει το φάσμα ολόκληρης της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που καίγεται και αιμορραγεί. Αυτοκίνητα εκρήγνυνται, φωτιές πέφτουν από τον ματωμένο ουρανό και μια αστραπή σκίζει στα δύο το τσιμέντο. Η πόλη έγινε η κόλαση των πολλών και ο παράδεισος των λίγων. Οι άνθρωποι βυθίζονται στην ανυπαρξία τους. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει και να καταλάβει τίποτα, αφού δεν υπάρχει ως κάτι. Ένα ανελεύθερο συναίσθημα διέπει τον κάθε άνθρωπο. Το βιβλίο κλείνει με τα εξής λόγια: «Θέλω να αναπνεύσω, μα λείπω χρόνια στην πλήξη. Ξυπνήστε το πάθος!»
Δημήτριος Π. Νάσκος
Μάιος 2023

Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2023

Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής, Ιωάννης Λαδάκης

Διάγω τη ζωή του Άλλου…
Εποχή της μεγάλης ανοχής, θύματα εκτοπισμένα στον αφρό,
πληγωμένα από του λόγου τις βολές,
ψεύτικες και ψευδείς,
εγώ κι εσύ γεννούμε του κόσμου τα νέα θύματα…
Νέοι πληγωμένοι… αντισταθείτε!
Εποχή της μεγάλης ενοχής… η πίκρα του παρόντος
     Ένας νεαρός άνθρωπος προχωρά βιαστικά μέσα στην πόλη, προσπαθώντας να αποφύγει την βιασύνη των άλλων ανθρώπων που περνούν σκοτεινοί κι απροσπέλαστοι, σχεδόν πανομοιότυποι «μέσα στην απροσδιοριστία της μορφής τους», όπως λέει ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αλλά σκεπτόμενος, που ανοίγει συχνά διάλογο με τον εαυτό του σαν να μιλά σε καθρέφτη.
     Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το είδος αυτού του λογοτεχνικού έργου, που κινείται ανάμεσα σε αφήγηση και στοχασμό, σε εξομολόγηση με βιωματικό χαρακτήρα και καταγραφή της υπαρξιακής αγωνίας. Της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, που νιώθει παγιδευμένος σ ένα τρόπο ζωής προκαθορισμένο, αλλά θέλει να ζήσει, να ζήσει μια ζωή αυθεντική· θέλει να αναπνεύσει, να βρει την ελευθερία. Είναι ένα βιβλίο με στοιχειώδη πλοκή αλλά με πολύ συναίσθημα και στοχασμό, με ελάχιστους χαρακτήρες πέρα από τον πρωταγωνιστή, λαχανιαστό, σπονδυλωτό, με ποιητικά στοιχεία, με στοιχεία ονείρου που κάποιες φορές μετατρέπονται σε εφιάλτη, μέσα σε μια εξωπραγματική, σουρεαλιστική πραγματικότητα.
     Ο ήρωάς μας, στον οποίο ο συγγραφέας σκόπιμα θαρρώ δεν θέλησε να δώσει όνομα, είναι ένας νεαρός της εποχής μας, πτυχιούχος με προσόντα, που κινείται στο γνώριμο σκηνικό της αλλοτριωμένης, σύγχρονης μεγαλούπολης. Βλέπουμε όλη του την πορεία από την χρονική στιγμή που ψάχνει για δουλειά, ενώ στη συνέχεια προσλαμβάνεται, εργάζεται, ερωτεύεται, απολαμβάνει τη συζυγική ζωή, παίρνει προαγωγή, ωριμάζει ζητώντας τον «άλλον», αναστοχάζεται. Παρακολουθούμε την αγωνία της συνύπαρξης με τον διαφορετικό, και της λαχτάρας του ήρωα όχι μόνο να ανακαλύψει τον εαυτό του αλλά και να αλλάξει τον κόσμο -μέσα από μικροεπεισόδια χαρακτηριστικά και κομβικά, αφαιρετικά και ελλειπτικά, πάντα όμως πάνω στο μοτίβο της αποξενωμένης, χειραγωγούμενης ζωής.
     Ο συγγραφέας δεν μας δίνει ονόματα, τοπωνύμια, χρονικούς προσδιορισμούς, συγκεκριμένα στοιχεία κλπ αλλά κινείται σχηματικά, σχεδόν αλληγορικά. Είναι φανερό ότι δεν τον ενδιαφέρουν παρά οι δυναμικές που αναπτύσσονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα θίγοντας τα καυτά για τους νέους ζητήματα της ανεργίας, της μοναξιάς, τηςψηφιακής απομόνωσης, της αλλοτρίωσης, της αποδοχής/ανοχής. Το πικρό χιούμορ γίνεται σαρκασμός και αυτοσαρκασμός (π.χ. η μεταβολή τον τρομάζει. Τον τρομάζει κυρίως επειδή δεν καταφέρνει να δράσει εναντίον της. Καταδικασμένος, λοιπόν, όπως όλοι οι άλλοι, όπως όλοι οι άλλοι ή : γιατί να δεχτεί κανείς να αυτομαζοποιηθεί διατηρώντας, παράλληλα, την υποκριτική ψευδαίσθηση της ατομικότητας και της αυτοκυριαρχίας του;)
     Ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, ακολουθώντας τον συναισθηματικό, υποκειμενικό χρόνο του πρωταγωνιστή. Έτσι, οι στιγμές αγωνίας ή έντονων συγκινήσεων μπορεί να απλώνονται και να περιγράφονται σε πολλές σελίδες, ενώ άλλες χρονικές περίοδοι, ομοιομορφίας και ρουτίνας, συμπυκνώνονται σε μικρές παραγράφους. Παράλληλα, ποιητικά μέρη που είναι όλο και πιο συχνά όσο προχωράμε στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος του βιβλίου, σηματοδοτούν τις εσωτερικές έγνοιες, τις αμφιβολίες για την ζωή που χάραξε ο πρωταγωνιστής, για τον ρόλο του μέσα στον κόσμο κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πιο ώριμος ο ήρωας, είναι πια ένα γρανάζι στον μηχανισμό της παραγωγής, και είναι η εποχή του καναπέ, της τηλεόρασης, του κινητού, του διαδικτύου.
     Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του και τις σκέψεις του, τα διλήμματα και τα συναισθήματά του, κι ας μην είναι ο ίδιος ο αφηγητής, (η εναλλαγή του γ΄ενικού με το δεύτερο ενικό δίνει ζωντάνια καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί συνέχεια τον εσωτερικό του κόσμο). Έχει τις κεραίες του ανοιχτές στις σύγχρονες προκλήσεις και βιώνει όλες τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας που θέλει τους ανθρώπους υποτακτικούς και συμβιβασμένους (όλοι τους είναι πολύ εχθρικοί, απομονωμένοι και συνάμα συνασπισμένοι σε έναν αγώνα υπέρ του φαίνεσθαι και της ομοιογένειας του φέρεσθαι, όπως αρμόζει σε μια φαινομενική πραγματικότητα). Νιώθει δυνατός και αδύναμος μαζί, νιώθει ότι «δεν ζει ανάμεσα στους άλλους» αλλά σ’ ένα «παράλληλο σύμπαν», ενώ η θέση του μέσα στον κόσμο, μέσα στους άλλους, τού δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα (είναι όλοι τους ανόητοι, άλλοι ηθικόβλακες, άλλοι τεχνοκράτες της λογικής και της σκέψης, άλλοι απλοί ζητιάνοι ενός ονείρου). Κι όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είμαστε μέρος μιας κοινότητας, προτρέπει τον εαυτό του να συναντήσει τους άλλους, να επιτρέψει στον Άλλον να τον κατακτήσει (η αιφνίδια είσοδος ενός προσώπου στη ζωή σου, έστω για μια στιγμή, αρκεί για να σε εμπνεύσει!).
     Στο πρώτο μέρος που έχει τίτλο «Πιστεύω», ο άνθρωπος-χωρίς-όνομα είναι άνεργος («όπως τόσοι άνθρωποι») και αναζητά εργασία (δεν θυμόταν αν είχε πρόσκληση ή αν όλη η αποστολή του ήταν απλώς ένα δημιούργημα της πλανημένης φαντασίας του μόνο για να εφησυχάσει τη συσσωρευμένη ενέργεια που πίεζε τους ιστούς και τα νεύρα του σώματός του. Ήταν καιρό τώρα άνεργος, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι. Σχεδόν εξανάγκαζε τον εαυτό του να κινείται τουλάχιστον, να περπατάει ανάμεσα σε ανθρώπους, να κυνηγάει την τύχη του κάπου εκεί, δίπλα στους άλλους). Βλέπει λοιπόν τους άλλους σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη, ομοιόμορφα και υποταγμένα, αλλά δεν ξεφεύγει ο ίδιος, γίνεται ένας απ’ αυτούς, ακολουθεί την μοίρα τους γιατί μια ακατανόητη Ανάγκη τον ωθεί να συστρατευθεί με τους άλλους.
     Η είσοδός του στο κτήριο και η σκηνή που κάνει αίτηση εργασίας αποκτά διάσταση καθαρά ονειρική/εφιαλτική , θα έλεγα καφκική: Περπατούσε μόνο μερικά λεπτά και του είχαν φανεί αιώνες. Τα όδια του (…) είχαν καιρό, πολύ καιρό να περπατήσουν τόσο δύσβατο μονοπάτι. Ναι, μονοπάτι, γιατί με τέτοιο έμοιαζε τώρα το κλιμακοστάσιο. Ένα απρόσμενα αγνό μονοπάτι, λες και ποτέ δεν είχε ακουμπήσει χέρι ανθρώπου πάνω του να το σπιλώσει, ίδιο με αυτά που οδηγούν στο μεγάλο στομάχι της γης μέσω διάπλατα ανοιχτών σπηλαίων. Και δεν ήταν μόνο το κλιμακοστάσιο που θύμιζε κάθοδο σε σπηλιά, μα και οι τοίχοι που θαρρείς από ακατέργαστη πέτρα είχαν κτιστεί και με γνήσιους σταλαχτίτες και σπάνια πετρώματα είχαν στολιστεί.
     Το πολυδαίδαλο κτήριο αλλάζει μορφή, το σάπιο ξύλο αντικαθίσταται από πολυτελές μάρμαρο, τα σκαλιά είναι ασύμμετρα, περνάει από σκοτεινούς διαδρόμους, ανακαλύπτει ότι διάφορα δωμάτια δεξιά και αριστερά έχουν κουφές πόρτες (τα υπόλοιπα γραφεία σε τι χρειάζονται; Ρώτησε αυθόρμητα. -Τίποτα είναι ρεκλάμα, του απάντησαν!) για να ανακαλύψει μετά ότι όλα αυτά αποτελούν την «πολιτική του φαίνεσθαι της επιχείρησης»! Η κοπέλα που τον εξυπηρετεί είναι «πάντα χαμογελαστή, σαν να της είχαν καρφώσει δύο πινέζες στις άκρες των χειλιών και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς», ενώ όταν επιτέλους φτάνει στον υπεύθυνο (έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε εκεί) ο παραλογισμός κορυφώνεται (Α, όχι, δεν νομίζω να έχει κάποιον ιδιαίτερο σκοπό η συνάντησή μας, αγαπητέ μου. Η επιχείρησή μας δεν γνωστοποιεί ποτέ τους σκοπούς της, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο άτομο!). Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά αφήνουν αδιάφορο τον «παχουλό κύριο με το αραχνοΰφαντο μουστακάκι» στο μοναδικό γραφείο της επιχείρησης ίσως και του κτηρίου. Η ερώτηση του υπεύθυνου, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που ο ήρωάς μας θέλει να εργαστεί, τον αφήνουν άφωνο (Γιατί, όσα του είπε δεν συγκαταλέγονταν σε πραγματικούς και μάλιστα, ισχυρότατους λόγους προς την ανεύρεση εργασίας; Νομίζει ότι δεν έχει ανάγκες, ότι τα καταφέρνει σε αυτόν τον άγριο κόσμο που μοιάζει να κυνηγά τη ζωή του; Τι νομίζει πως είναι η ζωή ενός νεαρού ανθρώπου όπως ο ίδιος; Έρωτας, γλέντι, πανηγύρι ολημερίς; Γιατί κανένας δεν βλέπει τις αγωνίες του;). Κι όταν, επιτέλους τελειώνει η συνέντευξη: 
     Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όχι από τη χαρά του, όχι από συγκίνηση, αλλά από το συνδυασμένο κράμα όλων αυτών των τελευταίων στιγμών. Κρατήθηκε στο ύψος του. Σηκώθηκε όσο πιο ήρεμα και ψύχραιμα μπορούσε, έτεινε το χέρι στον προϊστάμενο και τον χαιρέτησε φιλικά με μετριασμένη ευγνωμοσύνη. Έπειτα έστριψε την πλάτη του στο σκηνικό φρικαλέας φάρσας και προχώρησε προς την έξοδο. (…)Είχε εγκλωβιστεί.
     Ο δρόμος που του προσφέρει η εργασία διώχνει προσωρινά την ΠΛΗΞΗ, την πλήξη που του χτυπούσε επίμονα την πόρτα, και τη μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος. Ανύπαρκτη γειτονιά, ούτε ένα χαμόγελο (πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα που να φανερώνει μια στιγμή ζωή. Τίποτα απολύτως! Άραγε ζούσε;). Βλέπει παντού ψεύτικες σχέσεις, κενά πρόσωπα, ακόμα και με τον συγκάτοικό του (ο άλλος του μιλούσε για ώρα, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να δείξει ενδιαφέρον, να παραστήσει ότι τον ακούει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ακούσει ούτε λέξη). Όταν όμως του προσέφεραν τη θέση εργασίας με τα 500 ευρώ (!), τα βήματά του έγιναν ανάλαφρα, ίσως επειδή δεν πατούσε πια στο έδαφος, απορροφημένος στο αναμάσημα του δολώματος που καλά είχε πιάσει στο στόμα του και δεν έλεγε να το αφήσει…. Γιατί, ίσως να μην μπορούσε πια…
     Το καφκικό κλίμα συνεχίζεται και στην επόμενη ενότητα, όπου βλέπουμε τον εργαζόμενο πια ήρωά μας να έχει πελαγώσει μέσα στα ασαφή του καθήκοντα (δεν ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος σου μέσα στην επιχείρηση! Μην ανησυχείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε!). Ο χαμογελαστός συνάδελφος βρέθηκε… «φίλος» από το διαδίκτυο, κι αποτελεί μια όαση μέσα στο αδιέξοδο όπου σιγά σιγά παγιδεύεται. Τα όνειρα μπαίνουν στην άκρη προκειμένου να ανέβει τις βαθμίδες της ιεραρχίας και να «φτάσει ψηλά». Ένα… πράσινο χαπάκι, σύμφωνα με τον συνάδελφο –τον «καλό άνθρωπο», θα τον βοηθήσει (Δεν ήθελε, όχι δεν το ήθελε το χαπάκι. Όμως, δεν γινόταν κι αλλιώς).
Πλήττω…
Οι λέξεις είναι τόσο λίγες, τόσο ανυπόφορες…
Πλήττω…
Αλλά μια μέρα θα κερδίσω τον κόσμο
Ελεύθερος
Γιατί το χρωστάω ακριβώς στον κόσμο
Σε όλους εσάς ποτ περιμένετε τόσα από μένα
Σας ευχαριστώ και δεν θα σας απογοητεύσω!
     Έτσι, με πικρό χιούμορ, εφιαλτικά σκηνικά, ποιητικές εξάρσεις ο συγγραφέας μάς δίνει έναν ανθρώπινο τύπο, έναν ανώνυμο ήρωα. Και το ότι δεν έχει όνομα είναι σκόπιμο, γιατί είναι ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣ που παλεύει με τον αληθινό του εαυτό (αλλά υπάρχει αληθινός, ένας εαυτός;), τα όνειρά του, κι απ’ την άλλη την πλήξη του, την Ανάγκη να επιβιώσει και να επιπλεύσει σ΄έναν κόσμο κερδοσκοπίας. Ο άνθρωπός μας προσαρμόζεται σιγά σιγά, με τον γνωστό μιθριδατικό τρόπο.   
    Ένα διάλειμμα στην άτεγκτη αυτή πορεία είναι ο έρωτας που τον κάνει να αγαπήσει την γυναίκα που αργότερα θα παντρευτεί. Η φωνή της είχε σημασία να ακούγεται και το χαμόγελό της είχε μόνο σημασία να του γνέφει/Εκείνος είχε απέναντί του μια ύπαρξη που κατάφερνε να επαναφέρει την ελπίδα του… σε τι; Η ζωή αποκτά νόημα η φαντασία καλπάζει, το μυαλό παραδίδεται, και ένα «Σ’αγαπώ» βγαίνει αβίαστα, τα δύο σώματα γίνονται ένα και… η πλήξη έπαψε να υπάρχει. Το ίδιο και η διαδικτυακή ενασχόληση. Το παρόν του ήταν απλώς ονειρεμένο.
Ο Άλλος
Ο Άλλος ζει βυθισμένος στα άδυτα της λήθης ή του υποσυνείδητου
     Στην επόμενη ενότητα («Η ιστορία του άλλου»), ο πρωταγωνιστής μας είναι ώριμος άντρας, παντρεμένος (του γκρινιάζουν όλες οι οικείες πια φωνές των μικροαστικών απωθημένων και προτυπο-εξαρτημένων, του γκρινιάζει η ίδια γυναίκα που αγάπησε και μίσησε με διαφορά ελάχιστου χρόνου στο εύρος διάρκειας της ζωής του. Έχει πάρει προαγωγή, έχει πάρει αύξηση, έπαιζε και στο χρηματιστήριο. Νιώθει ότι η μελαγχολία ήταν μια νεανική τρέλα, για την οποία δεν υπάρχει περιθώριο πια (η ζωή δεν είναι προς συλλογισμούς, είναι προς έργα παραγωγικά, κερδοφόρα!). Ο κόσμος δεν άλλαξε, και τώρα είναι αργά, δεν τον συμφέρει άλλωστε, όπως σκέφτεται ο ίδιος.
     Το αποκορύφωμα του κοινωνικού σαρκασμού είναι ότι ο ήρωάς μας, μέσα στην οικονομική κρίση που πλήττει και την εταιρεία στην οποία δουλεύει, παίρνει προαγωγή και γίνεται… πλασιέ! (μεγάλη θέση, μην το γελάς). Το προϊόν που προωθεί είναι Το Προϊόν, το μόνο που αξίζει και το μόνο που μπορεί να διοχετευτεί στην αγορά και να φέρει κέρδος. Μια ακόμα καφκική άνοδος στον 8ο όροφο μιας πελάτισσας (περνούσε τους ορόφους κι όμως, θαρρείς δεν ήξερε να μετρά, ένιωθε ότι κάνει διαρκώς κύκλους, ναι, κύκλους, ανάμεσα σε δύο ή τρία μεμονωμένα πατώματα) με τον ήρωά μας να κρατά το πολύτιμο Προϊόν, ένα κοινωνικό αγαθό «από τα πλήρως αναγκαία πια», αποτελεί κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα στην καταναλωτική εποχή μας, γεμάτη από άχρηστες πολυτέλειες.
     Η αποκάλυψη του τι είναι το Προϊόν, είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με την σχηματική πραγματικότητα του συγγραφέα. Είναι ένας… σπόρος!!! Ένας σπόρος που υπόσχεται την κατάπαυση της παθητικότητας (γι’ αυτό υπήρχε ο σπόρος, για να αναστηλώσει τον χαμένο χρόνο και χώρο).
     Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού στην οθόνη, της «προτυποποίησης» του κόσμου, των κοινωνικών διαφορών είναι τώρα πια πιο οξυμένη. Το κέντρο βάρους είναι τώρα η κοινωνία· τα προβλήματα των άστεγων, των προσφύγων, των ανέργων και κάποια στιγμή και της επιδημίας είναι πιο επιτακτικά και ζητούν την άμεση συμμετοχή. Ο συγγραφέας πάλι προσεγγίζει σχηματικά τις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, τις πορείες, τον ηγέτη, τα διαγγέλματα, ενώ παράλληλα ο εαυτός αναρωτιέται: Τι σημασία έχει η μέρα, ο καιρός, ο διπλανός, ο άλλος. Μόνο εγώ. Μα, εγώ δεν είμαι…. ο άλλος;
     Τα ποιητικά μέρη στην επόμενη ενότητα του βιβλίου («Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού») υπερτερούν, και μας οδηγούν στον υποσυνείδητο, αντικαθρεφτιζόμενο κόσμο του ήρωα, όπου η αμφιβολία και ο προβληματισμός βρίσκουν πάλι τη θέση τους. Κεντρική θέση έχει η έννοια της ανοχής, ωστόσο ο ήρωας, πιο έμπειρος πια, μπορεί να διακρίνει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανθρώπινα «ίχνη». Το «ίχνος», ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στην τελευταία ενότητα «Η μοναξιά του ίχνους», παραπέμπει στον εαυτό- είδωλο, που υπακούει στους προκαθορισμένους ρόλους, που χτίζει την εικόνα που θέλουν οι άλλοι. Το υπερ-εγώ που θα έλεγε κι ο Φρόυντ, το σκοτεινό ανεπεξέργαστο κομμάτι μέσα μας.
Σε αυτήν την επίγεια κατακόμβη που μ’ έριξε η τύχη
Θα στηθώ όρθιος
Παρά τη λύπη και τη βρόμα
Παρά τους ανθρώπους που δεν αντέχω γύρω μου
Η ανοχή θα υψωθεί πάνω από τα όποια εμπόδια
Και ζωντανό θα με βγάλει…
     Όμως ο συγγραφέας επιστρατεύει κάθε σημάδι ανθρωπιάς κι ελπίδας, αφήνοντας για το τέλος μια γεύση αισιοδοξίας και πίστης στον Άνθρωπο:
     Όσο πιο μυστικός, ακόμα και απροσδιόριστος, χαμένος, ανύπαρκτος είναι ο προορισμός σου, τόσο πιο απολαυστικό είναι το ταξίδι. Ατέρμονο, γλυκύ, νανουριστικό, αναδημιουργικό. (…) Ταξίδι μεγάλο είναι κι από δω μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Εσύ κάνεις το ταξίδι, εσύ σχεδιάζεις τη διαδρομή και κάθε διαδρομή αξίζει, αρκεί να τη νιώθεις, να αφήνεις την αύρα της να σε σηκώνει στον αέρα, να σε στροβιλίζει και εσύ απλώς, να είσαι η ύπαρξή σου κι η ύπαρξή σου να πραγματώνεται μέσα στο ίδιο το νόημα που της δίνεις εσύ!
    Κάμε τη ζωή σου ταξίδι και ταξίδεψε μαζί της…
Χριστίνα Παπαγγελή