Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2013

Η λέσχη των νέων πιανιστών, Ketil Bjørnstad

Εκεί που βρίσκεται η μουσική
βρίσκεται και η ζωή, πιο δυνατή από οπουδήποτε.


Έντονα ψυχογραφικό χαρακτήρα έχει το βιβλίο του Νορβηγού συγγραφέα που είναι και πιανίστας και συνθέτης (κυρίως τζαζ μουσικής). Ο θάνατος κι ο έρωτας σε ποικίλες εκδοχές είναι το μοτίβο που εναλλάσσεται ενώ οι ενσωματωμένες στην υπόθεση αναφορές σε έργα κλασικής μουσικής λειτουργούν σαν ένα είδος –μουσικής- υπόκρουσης.
Η ξαφνική απώλεια της μητέρας στην καρδιά της εφηβείας είναι το τραγικό επεισόδιο που καθορίζει την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή Άξελ Βίντινγκ. Σε προσωπικό εξομολογητικό τόνο  παρακολουθούμε τα βήματα που κάνει στην προσπάθεια να ανασυγκροτήσει  τον εαυτό του και να αναπροσδιοριστεί μέσα από την ενασχόληση με την –κλασική- μουσική (να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι ο νορβηγικός τίτλος είναι “ Til Musikken”, που σημαίνει «Η μουσική»).  Ο Άξελ από πολύ μικρός ξεχωρίζει για τη δεξιότητά του στο πιάνο∙ άλλωστε, η μουσική είναι ο μυστικός του δεσμός με τη μητέρα, εφόσον το πάθος που εκείνη έτρεφε για την κλασική  μουσική πέρασε και στον ίδιο (τραγουδάει όλη την ώρα. Παιδικά τραγούδια, κοντσέρτα για βιολί, ακόμα και συμφωνίες ολόκληρες. Και «ταξιδεύει» μέσω ραδιοφώνου, της λέει»). Από μικρό παιδί άκουγε μουσική που πολλές φορές «δεν την καταλάβαινε ούτε καν του άρεσε», αλλά απέκτησε μια μουσική παιδεία άθελά του, συμμετέχοντας σε ακροάσεις σπουδαίων μαέστρων σε εβδομαδιαία βάση: παρότι είμαστε τόσο διαφορετικοί  όλοι εμείς που συγκεντρωνόμαστε στην  Αίθουσα Τελετών, υπάρχει κάτι που μας ενώνει. Η λεγόμενη κλασική μουσική. Είμαστε κάπως παράξενοι, λες και ανήκουμε σε κάποια αίρεση. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τους Μπητλς ή τους Ρόλινγκ Στόουνς. Υπάρχει κάτι εντελώς διαφορετικό που μας δένει.
Παίζει λοιπόν κι ο Άξελ  πιάνο με αξιώσεις, διακρίνεται ανάμεσα της πιο ταλαντούχους της «Λέσχης των νέων πιανιστών» στο Όσλο, και νιώθει ότι προετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη συμμετοχή του στον  πολύ μεγάλο ετήσιο διαγωνισμό «Νέοι δεξιοτέχνες του πιάνου», τιμά τη μνήμη της αδικοχαμένης μητέρας (γιατί όλα αυτά έγιναν τόσο σημαντικά για μένα; Ξέρω πως έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη μητέρα, με την εξουσία και την επιρροή που είχε στη ζωή μου, αλλά είναι και κάτι ακόμα: είναι λες κι εκείνη ήξερε καλύτερα απ’ό, τι ήξερα εγώ τον εαυτό μου, λες και με οδηγούσε παρά τη θέλησή μου).

Οι οικογενειακές σχέσεις (πατέρας-μητέρα-αδερφή Κατρίνε- Άξελ) διαγράφονται γλαφυρά στο πρώτο κεφάλαιο, όπου κυριαρχεί  το σκηνικό του τραγικού χαμού της ιδιόρρυθμης μητέρας. Η Όζε κολύμπησε αστόχαστα (μεθυσμένη) στο ρεύμα του ποταμού, κοντά στον καταρράκτη. Εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη (Τι μπορώ να κάνω; Τα βάζω με τον εαυτό μου. Έχω μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Μετά θα πέσει στον καταρράκτη (…) Ξαφνικά σηκώνω το χέρι. Γνέφω στη μητέρα. Ακόμα και σήμερα δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό συνέβη στ’ αλήθεια, αλλά νομίζω ότι το θυμάμαι. Το βλέπω μπροστά μου λες και ήταν χθες: η μητέρα σηκώνει το αριστερό της χέρι. Μου γνέφει κι εκείνη. (…) Μου γνέφει πεθαίνοντας. Γνέφει της το μέρος μου, της εμένα, τον Άξελ Βίντινγκ, επειδή είμαι ο γιος της κι επειδή, τελικά, πάντα υπήρχαμε μόνο εγώ κι εκείνη. Κι ακόμα και σήμερα που τα γράφω αυτά, τόσα χρόνια μετά, είναι σα να στέκομαι στο ίδιο σημείο κάτω απ’ τη γέφυρα, ανάμεσα  στις καλαμιές, και να βλέπω τη μητέρα να μου γνέφει, να μου γνέφει ως το τέλος).
Το μοιραίο γεγονός, όπως είναι φυσικό, στιγματίζει όλη την πορεία του εσωστρεφούς Άξελ, αλλά και την υπόλοιπη οικογένεια∙ κάνει κοπάνες από το σχολείο, βυθίζεται στη μουσική  και πενθεί κάνοντας μοναχικές βόλτες στο ποτάμι (ο ποταμός μού ασκεί ακατανίκητη έλξη. Πηγαίνω εκεί καθημερινά. Περιπλανιέμαι ανάμεσα στα δένδρα/όταν κάθομαι εδώ, μέσα στο σκοτάδι, δεν νιώθω δυστυχισμένος-μονάχα άδειος και απαθής). Οι  σκέψεις κι οι αποφάσεις τριγυρίζουν σα δίνη γύρω από τις ανεξίτηλες τελευταίες εικόνες –ήταν άραγε μεθυσμένη η μητέρα όταν χάθηκε; Ήταν αλκοολική; Κατά πόσο μπορούσε ο Άξελ να τη σταματήσει; Κανένας δε μπορεί να τον στηρίξει. Ο πατέρας είναι ακόμα σε κατάσταση σοκ. Περνάει τις μέρες του πίνοντας κόκκινο κρασί και αφήνοντας τη ζωή του να χάνεται. Οι παλιοί δίσκοι της δε θα του δώσουν ποτέ απαντήσεις. Αλλά και η αδελφή του, Κατρίνε, είναι σε διάλυση, και μάλιστα του κάνει αψυχολόγητα χαλάστρα τη μέρα του διαγωνισμού. Έτσι, ο Άξελ γαντζώνεται από το πιάνο: σκέφτομαι ότι η μοναδική πραγματικότητα από την οποία μπορώ να κρατηθώ είναι αυτή που έχω τη δυνατότητα να δημιουργήσω.
Στο βιβλίο γίνονται αναλυτικές αναφορές των έργων που ακούει ή που επιλέγει να παίξει ο Άξελ, καθώς  και οι υπόλοιποι της λέσχης των πιανιστών.  Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το μελαγχολικό γράψιμο του Bjørnstad  (δηλαδή η αφήγηση του Άξελ) συνάδει με τα έργα αυτά, που είναι κυρίως έργα πιανιστικά.  Ο συγγραφέας δε γράφει έτσι ώστε να μην καταλαβαίνει κάποιος που δεν ξέρει μουσική ή δεν έχει ακούσει τα κομμάτια, αλλά σαφώς όλα είναι πολύ πιο διάφανα για κάποιον που τα γνωρίζει/έχει ακούσει. Το κομμάτι που επιλέγει π.χ. για το διαγωνισμό είναι το τρίτο μέρος της σουίτας του Ντεμπυσσύ «Bergamasque» , το «Σεληνόφως», κι όχι το Opus 118 του Brahms, που θα προτιμούσε ο δάσκαλός του. Αργό, αισθησιακό, που απαιτεί έκφραση κι εσωτερική δύναμη (το μικρό, ταπεινό κομμάτι για πιάνο είναι απείρως μελαγχολικό, όπως ακριβώς είμαι και γω αυτό το φθινόπωρο: της δυστυχισμένος δεκαεξάχρονος σε αυτοεξορία, αναγκασμένος να βρίσκεται στο περιθώριο, να θαυμάζει κρυφά μια κοπέλα για την οποία δε γνωρίζει σχεδόν τίποτα, να κρύβεται στο δάσος με τις σκλήθρες). Ντεμπυσσύ θα παίξει και το άλλο φαβορί του διαγωνισμού, η ζάπλουτη και πληθωρική Ρεμπέκα («Pour le Piano»No. 3 – Toccata), ένα έργο  πιο γρήγορο, θυελλώδες, πιο δεξιοτεχνικό.  Αλλά και η Επαναστατική του Σοπέν , ασφαλώς δεν είναι τυχαία επιλογή (στην τεχνική δεν έχω πια κανένα πρόβλημα, παρά μόνο στην έκφραση της κυκλοθυμικής μου διάθεσης. Θα καταφέρει άραγε η μουσική να τα εξισορροπήσει;). Δεν κρύβει και τη φιλοδοξία που έχουν τα αγόρια της ηλικίας (κοιτάζω τα επιτηδευμένα δεκατετράχρονα κορίτσια με τα βαμμένα νύχια και τις πούλιες και σκέφτομαι: πρέπει να τις διαλύσω), εφόσον  καταγράφονται με εξομολογητική ειλικρίνεια όλες οι ψυχικές διακυμάνσεις, οι αντιφάσεις, οι αδυναμίες.

Ίνδαλμα όλων των εφήβων της λέσχης, άπιαστο ταλέντο και δασκάλα με υπερβολικές απαιτήσεις είναι η Σέλμα Λύνγκε, με εξαιρετική ομορφιά και ταλέντο που καθηλώνει τους πάντες. Η Σέλμα δεν ασχολείται παρά  μόνο με επίδοξους πιανίστες.  Όταν πια με τα πολλά, αναλαμβάνει και τον Άξελ έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από κοντά, μέσα από τις παρατηρήσεις της, πόσο άρρηκτα δεμένα είναι η ψυχική ενέργεια, η ψυχική φόρτιση και αποφόρτιση  με την κατανόηση και την εκτέλεση της μουσικής (π.χ. για το Πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν : πιο αργά, Άξελ, τράβα το/ακόμα πιο αργά; τώρα καταλαβαίνω ότι έχει δίκιο, ότι ο ρυθμός αποκαθίσταται νότα τη νότα ανάμεσα στις παύσεις, καθώς η μουσική προχωρά/ποτέ δεν είχα ξανακούσει  έτσι το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν. Και είμαι εγώ αυτός που το παίζει/Τώρα παίξε για την πεθαμένη μαμά σου, ψιθυρίζει στο αυτί μου. Σκέψου ότι είναι κάτι που θέλεις να πεις σε κάποιον που σου είναι πολύτιμος, και χωρίς τον οποίο δεν μπορείς να ζήσεις/και ταυτόχρονα να σκέφτεσαι: είναι η τελευταία φορά που παίζω πιάνο, είναι η τελευταία φορά που ακούω μουσική/να είσαι πάντα γενναιόδωρος, ακόμα και όταν συγκρατιέσαι).

Όπως γράφει και η Βιβή Γ. στην εξαιρετική της παρουσίαση:
Ο Άξελ φιλτράρει-όσο μπορεί- τα πάντα μέσα από το οιδιπόδειο που έχει με την μάνα του, που το μεταφέρει σε όλες τις σχέσεις και όχι απαραίτητα μόνον τις ερωτικές, σχέσεις που συνάπτει με γυναίκες που μπαίνουν σχεδόν ακάλεστες στην ζωή του: την Άνια που είναι ο μεγάλος του έρωτας και πάει απολύτως στραβά από την αρχή ως το λυπητερό τέλος και εκείνος όντας παθητικός, με τα δικά του αδιέξοδα να μεγαλώνουν αδυνατεί να το διαχειριστεί, τη Μαριάννε, την πολύ νέα μητέρα της Άνια, έρμαιο του συζύγου-δυνάστη-πατέρα που όταν σηκώνει το ανάστημά της είναι πια αργά, την Μαργκρέτε Ιρένε, που αν και δεν την αγαπά είναι η πρώτη του σεξουαλική σχέση, την πλούσια Ρεμπέκα που γίνεται φίλη του και τον στηρίζει με, απρόσμενη για μια τόσο πλούσια κοπέλα, θέρμη και ανιδιοτέλεια, την Κατρίνε την αδελφή του με όλο το οικογενειακό κοινό, πικρό παρελθόν τους να πέφτει ασήκωτο πάνω και στους δύο, την ντίβα πιανίστα Σέλμα Λύνγκε που έχει αποσυρθεί αλα Γκρέτα Γκάρμπο από τα μουσικά δρώμενα αλλά παραμένει στα πράγματα από την θέση της σκληρής δασκάλας πιάνου που καταβροχθίζει τους μαθητές της προκειμένου να δικαιωθεί η ίδια.


Ο Άξελ γνωρίζει την Άνια και την ερωτεύεται προτού ανακαλύψει ότι όχι μόνο είναι κι αυτή πιανίστρια, αλλά διεκδικεί το πρωτείο με διαφορά(σκέφτομαι το «Σεληνόφως», σκέφτομαι ότι η Άνια θυμίζει φιγούρα του Ντεμπυσί έτσι που είναι κρυστάλλινη και διαυγής, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί κανείς να δει μέσα της).  Κι ο ίδιος αναρωτιέται μετά από χρόνια τι να είναι αυτό που πυροδότησε την εμμονή του με την Άνια Σκουγκ. Μια ιδιόρρυθμη κοπέλα, που θαρρείς ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική και παίζοντας θαρρείς βγαίνει στην επιφάνεια μια τρομακτική πτυχή της προσωπικότητάς της, μια πτυχή που ως τότε ήταν ελεγχόμενη. Παίζει Γκρηγκ με τρόπο που κάνει όλη την αίθουσα να δακρύζει, και μόλις τελειώνει, το κοινό είναι έτοιμο να κατεδαφίσει το κτήριο με χειροκροτήματα και ποδοβολητά. Όμορφη αν και υπερβολικά αδύνατη, σχεδόν καχεκτική.  Ένα μοναχοπαίδι, που όπως αποδεικνύεται και στη συνέχεια είναι υπερβολικά απομονωμένο, υπερ-προστατευμένο (ο μπαμπάς έφτιαξε έναν ολόκληρο κόσμο για μένα) σε τέτοιο όμως βαθμό που έχει ευνουχιστεί κάθε συναίσθημα, κάθε αυθορμητισμός, κάθε όνειρο.  Η μοναδική ερωτική συνεύρεση, ένα «απελπισμένο» κάλεσμα της Άνια, σχεδόν εκβιαστικό/βεβιασμένο, σα να ξέρει βαθιά μέσα της ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναζήσει κάτι τέτοιο… και είναι μια αποκάλυψη για τον Άξελ: δεν υπάρχει σάρκα στο κορμί της, είναι τόσο διαφορετική από την Άνια της φαντασίας μου. (…) Κάνω έρωτα με την Άνια Σκουγκ. Τόσο γρήγορα, τόσο τρυφερά, τόσο επώδυνα. Δεν δείχνει να το απολαμβάνει, παρότι το σώμα της μοιάζει να έχει μεγαλύτερη πείρα από το δικό μου. Τα κοφτά σπρωξίματα, ο ρυθμός που ακολουθούν τα κορμιά μας.
Και αργότερα:
Έζησα περισσότερα από όσα είχα ονειρευτεί.
Και όμως, είμαι θλιμμένος.

Είναι θλιμμένος γιατί διαισθάνεται ότι η Άνια είναι ήδη «αλλού». Το τραγικό τέλος του πατέρα της Άνιας και η άρνηση της ίδιας να ζήσει απαντούν στα ερωτηματικά της ιδιόρρυθμης παρουσίας της (η Άνια είναι για όλους μας ένα εφτασφράγιστο μυστικό). Τα ερωτήματα αυτά θα διαλευκανθούν στο επόμενο βιβλίο του Bjørnstad , «Το ποτάμι», που αποτελεί και συνέχεια του μυθιστορήματος, τρόπον τινά το «2ο μέρος». 

Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Ιουνίου 20, 2013

Εξίσωση θανάτου, Γιασμίνα Χάντρα

Τίποτα δεν είναι σοβαρό στη ζωή
εκτός από την αδικία

Lequation africaine” (αφρικανική εξίσωση) είναι ο γαλλικός τίτλος του μυθιστορήματος του γνωστού Αλγερινού συγγραφέα[1],  το οποίο αποτελεί συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στις ανισότητες που επικρατούν στην Κεντρική Αφρική σήμερα (Σομαλία, Νταρφούρ(Σουδάν), Ουγκάντα κλπ), φρίκη και αθλιότητα που ακόμα κι ο υποψιασμένος δυτικός άνθρωπος ούτε καν μπορεί να φανταστεί.
Ο αφηγητής/πρωταγωνιστής δόκτωρ Κουρτ χάνει τη γυναίκα του τελείως αναπάντεχα, και βυθίζεται στην κατάθλιψη που συνοδεύει τις τύψεις του και την κατάπληξη για τα κίνητρα της αυτοκτονίας της (το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και στο «Τρομοκρατικό χτύπημα», και μάλιστα εκεί αυτό είναι και το κεντρικό θέμα του βιβλίου). Αποφασίζει, για να ξεφύγει απ’ τη μελαγχολία, ν’ ακολουθήσει τον γιατρό φίλο του Χανς στην Αφρική, για την ακρίβεια στις Κομόρες[2] (όπου ο τελευταίος θα εξόπλιζε ένα νοσοκομείο υπέρ μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης).  
            Το θαλάσσιο ταξίδι από την Κύπρο στον Κόλπο του Άντεν, περιοχή γνωστή για την ανασφάλεια και την πειρατεία , δεν αρέσει ιδιαίτερα στον Κουρτ  (πολύς κόσμος και πολύς θόρυβος) κι έτσι, βάζουν πλώρη κατευθείαν για τις Κομόρες περνώντας τα παράλια της Σομαλίας, Κένυας, Τανζανίας, Μοζαμβίκης. Όμως, ένα βράδυ, ένα συνηθισμένο βράδυ,
παρόμοιο με τα χιλιάδες άλλα που είχαν προηγηθεί τα  πάντα ανατρέπονται.  Πέφτουν θύματα απαγωγής.

            Κι από δω και πέρα αρχίζει η σοκαριστική περιπέτεια. Σοκαριστική όχι μόνο για τη βία, την αθλιότητα, τη φτώχεια και την πείνα που είναι στην ημερήσια διάταξη σ΄ αυτήν την πιο υποβαθμισμένη περιοχή του κόσμου, αλλά γιατί ο Χάντρα αποδίδει με τόσο διεισδυτικό τρόπο την περίπλοκη κοινωνική κατάσταση στην Αφρική, που ο ευρωπαίος αναγνώστης νιώθει ότι ο ίδιος ζει σε μια γυάλα, με πολύ ξεκάθαρες και σταθερές αξίες που όμως εκπροσωπούν μια πολύ ωραιοποιημένη, ή μάλλον μανιχαϊστική πλευρά της «πραγματικότητας». Η ανατροπή που πετυχαίνει ο Χάντρα σ’ αυτό το βιβλίο αφορούν α) το ρόλο και τη συνείδηση των αδίστακτων αιμοσταγών βίαιων απαγωγέων/λαθρεμπόρων  και β) τον οίκτο που συνηθίζουμε εμείς οι λευκοί να προσφέρουμε σα δώρο στην εξαθλίωση των κατοίκων της Κεντρικής -ειδικά- Αφρικής.

            Α΄
Οι ήρωές μας σοκάρονται με τη βία των τεσσάρων νεαρών πειρατών -που τους μπουντρουμιάζουν σε άθλιες συνθήκες, που δεν διστάζουν ούτε δευτερόλεπτο να πετάξουν στη θάλασσα τον άχρηστο γι αυτούς Φιλιππινέζο υπηρέτη-, ενώ κάθε στιγμή κινδυνεύουν από κάποιο ξέσπασμα του αρχηγού να χάσουν τη ζωή τους. Μέσα σε τέσσερις μέρες έρχεται ταπάνω κάτω: βρίσκονται σε μια σκοτεινή υγρή σπηλιά, δεμένοι χειροπόδαρα τρώγοντας με το στόμα μια βρωμερή σούπα, ενώ το μίσος για το παράλογο ξεχύνεται σαν καυτή λάβα.  Παρόλ’ αυτά, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δυο λευκοί  γιατροί είναι πολύτιμο απόκτημα κι ότι υπάρχει ανταγωνισμός στις συμμορίες που λυμαίνονται την Αφρική για το ποιος θα αποσπάσει τα περισσότερα λύτρα. Όλα με αηδιάζουν πάνω τους: οι αισχρολογίες τους, ο ζήλος τους, η έλλειψη ανθρωπιάς τους. Νιώθουν ότι έχουν χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας υποβιβασμένοι σ’ ένα απαγορευμένο φτηνό εμπόρευμα, ένα προϊόν λαθρεμπορίου που θα το παζάρευαν βιαστικά. Γι αυτό και ο αρχηγός της συμμορίας, ο Μούσα, κατσαδιάζει τους συντρόφους του για την άσχημη κατάσταση στην οποία φέραν τους όμηρους (δεν είναι αιχμάλωτοι πολέμου, να πάρει!), γιατί πρέπει να είναι ανταλλάξιμοι…
            (…) Το εμπόριο των ομήρων έχει γίνει βιομηχανία πια στην Αφρική (…). Από τη στιγμή που οι απαγωγείς άρχισαν να βγάζουν δολάρια, οι τσαγκάρηδες άφησαν στην άκρη τα καρφιά και την κόλλα τους, οι χαμάληδες σταμάτησαν να κουβαλάνε τα μπαούλα της κάθε νοικοκυράς και ο κάθε πεινασμένος άρχισε να φαντάζεται πως θα θησαυρίσει με το που συναντούσε έναν ξένο στο δρόμο του… Στην αρχή επρόκειτο μόνο για οπαδούς της ΤΖιχάντ.
            Η ομάδα («πραιτοριανή φρουρά») που απήγαγε τον Χανς και τον Κουρτ είναι ένα μπουλούκι από λήσταρχους, καμιά ντουζίνα οπλισμένους ανισόρροπους, μαρμαρωμένους σε μια στάση προσοχής υποτίθεται στρατιωτικής (…) Σ΄ αυτό το πρωτόκολλο, που είναι στα όρια της παρωδίας, υπάρχει μια υπέρμετρη δουλοπρέπεια.

            Οι δυο αιχμάλωτοι μετά από τετραήμερη καθήλωση (δεμένοι χειροπόδαρα) σε σκοτεινή σπηλιά, οδηγούνται μέσα στην έρημο σε άγνωστη κατεύθυνση σε συνθήκες που τους εξαθλιώνουν (σκέφτομαι την αλλοτινή μου ζωή, τόσο συναρπαστική και τόσο εύκολη που μου φαίνεται σα φάρσα∙ μια ζωή αποστειρωμένη, χρονομετρημένη, ευθυγραμμισμένη στην εντέλεια, που ξεκινούσε και τελείωνε κάθε μέρα με τον ίδιο τρόπο). Σιγά σιγά ξεχωρίζουν οι χαρακτήρες, με τον αγροίκο κολοσσό Ζομά, τον πιο ευάλωτο τον «Μπλακ Μουν» (το νεαρό με γυαλιά δίχως φακούς), αλλά  αυτός που ξεχωρίζει αρχικά τουλάχιστον είναι ο αρχηγός τους, ο Μούσα. Ο Μούσα, δεν κρύβει την ειρωνεία του προς τους λευκούς, που βέβαια δηλώνει μίσος για τον πολιτισμό τους, για τη βολή τους, για την ανανδρία τους (αχ! Αυτοί οι μπαγάσες οι λευκοί! Όλα πρέπει να τους τα κάνεις λιανά!/δουλεύουν σε ανθρωπιστική οργάνωση, τι συγκινητικό!/ο Φιλιππινέζος είναι η δούλα σας, κάνει το νοικοκυριό, σας σκουπίζει τον κώλο και φροντίζει να έχετε τις ανέσεις σας…). Όπως κι ο αξιωματικός Ζεριμά (ο θάνατος και η ζωή των άλλων είναι στα χέρια μου, σαν καρνέ επιταγών: αρκεί να βάλω μια υπογραφή), δε θεωρούν ότι είναι λαθρέμποροι, αλλά πολεμιστές (τώρα που έγινες θέαμα, ξεβούλωσε τα’ αυτιά σου και άκουσέ με λίγο. Δεν είμαι απατεώνας, είμαι πολεμιστής. Κι εσύ δεν είσαι κιβώτιο με συσσίτιο, αλλά λάφυρο πολέμου).          
            Αρχίζει λοιπόν το ταξίδι των τριών αιχμαλώτων (του Χανς, του Κουρτ, και του Μπρούνο -ενός Γάλλου εθνολόγου που βρίσκεται 40 χρόνια στην Αφρική) μέσα στην έρημο, σε άγνωστη κατεύθυνση, προκειμένου να βρουν οι απαγωγείς την πιο συμφέρουσα συναλλαγή. Αρχικά, η έρημος τους τρελαίνει (Η έρημος είναι κάτι πολύ διεστραμμένο! … Ένας άσπαστος κωδικός, ένας ύπουλος και δεσποτικός δαίδαλος, το πίσω μέρος ενός ντεκόρ όπου το πείσμα μεταλλάσσεται σε έμμονη ιδέα και η πίστη σε παραφροσύνη). Ο συγχρωτισμός τους στις αλλόκοτες αυτές συνθήκες συντελεί στο να διαμορφώσουν πολύ ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους αλλά και πολλές σκηνές σύγκρουσης και μίσους με τους απαγωγείς. Παρακολουθούμε τη σταδιακή μετεξέλιξη των σχέσεων βήμα βήμα, χάρη στη μαστοριά του συγγραφέα να αναπαριστάνει ζωντανά γεγονότα και διαλόγους, χωρίς πολλά σχόλια, αφήνοντάς μας να οδηγηθούμε μόνοι μας στα «συμπεράσματα» που εκείνος διατυπώνει εύστοχα εκ των υστέρων.
           
            Οι πρώτες διαρροές στο σκληρό προσωπείο των απαγωγέων είναι όταν ο Ζομά σκοτώνει πάνω σε σύγκρουση τον Μπλακ Μουν, το νεαρό με γυαλιά χωρίς φακούς που τον ακολούθησε πιστά αλλά είχε αρχίσει να φρικάρει και δεν τον υπακούει πια (έπινα τα λόγια σου σαν αγιασμό/κάνεις ακριβώς τα αντίθετα απ αυτά που μου δίδαξες/τα αισθήματά μου για σένα δεν έχουν αλλάξει και διαφωνώ μαζί σου γιατί θέλω να συνεχίσω να τα νιώθω).  Πάνω στη βίαιη σύγκρουση ο Μπλακ Μουν πέφτει νεκρός, κι ο «κολοσσός» στρέφεται προς τον ουρανό κι απευθύνει ικεσίες, ταρακουνώντας ταυτόχρονα το αδύναμο κορμί που ολοένα χάνει αίμα με ξέφρενους σπασμούς, κι εκεί, μπροστά στα μάτια μας, ο αγροίκος, που παρίστανε πως διαθέτει τόση συμπόνια όσο και μια μηχανή πολτοποίησης, σωριάζεται με όλο του το βάρος και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, σα μικρό παιδί. Βέβαια, αυτή η αδυναμία του γίνεται χρυσή ευκαιρία για τους δυο ήρωές μας να επαναστατήσουν και να ελευθερωθούν με αρκετά βίαιο τρόπο. Και γρήγορα αποκαλύπτουν στα πράγματα του νεκρού πια Ζομά… ποιήματα, και μάλιστα αναγνωρισμένα στη χώρα του.
            Αυτός ο αγροίκος ήταν ποιητής, λέει ο Γάλλος με κομμένη την ανάσα.

            Αφρική,
                Νεκροκεφαλή,
                Βυθισμένη στα θολά νερά
                Των δίχως θάλασσα οριζόντων σου.
                Τι την έκαναν τη μνήμη σου
                Τα ηλιοκαμένα μπάσταρδα;

                Αφρική, Αφρική μου,
                Τι απέγιναν τα ταμ ταμ σου
                Στη σιωπή των ομαδικών τάφων;
κλπ κλπ

και παρακάτω:

             Είμαι το άθροισμα των εγκλημάτων σου
Η τεφροδόχος των προσευχών σου
Η ψυχή που εξορίστηκε από το σώμα σου
Το δίδυμο αδέρφι σου που απαρνιέσαι
Είμαι απλά ένας παλιός καθρέφτης
Που έχει το μέγεθος της υπερβολής σου
Μέσα στον οποίο μια μέρα ελπίζεις
Αν και μικρός, να δεις τον εαυτό σου μέγα.


            Β΄
 Η  πιο ενδιαφέρουσα μορφή κατά τη γνώμη μου είναι ο Γάλλος εθνολόγος, ο Μπρούνο, (είμαι Αφρικανός, ένα περιπλανώμενος αναχωρητής), που μπαίνει στην αφήγηση σιγά σιγά, σα δευτερεύον άτομο, ενώ βλέπουμε ότι όταν πια εξουδετερώνονται κάπως αναπάντεχα οι απαγωγείς, και μένουν μόνοι ο Κουρτ και ο Μπρούνο, αποπροσανατόλιστοι μέσα στην αχανή έκταση της ερήμου, ο Μπρούνο γίνεται  ένα είδος γκουρού για τον Κουρτ∙ ανθρώπου δηλαδή που τον μυεί στο να δει τα πράγματα με άλλη ματιά, πιο «εσωτερική». Γιατί ο Μπρούνο φτάνει στα όριά του (δεν το κουνάω από δω. Δεν έχω ιδέα για το πού βρισκόμαστε και δεν αντέχω άλλο. Μπορείτε να φύγετε αν θέλετε. Όσο για μένα, θα μείνω εδώ μέχρι να με λυπηθεί η μοίρα μου. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο). Αυτό  που βλέπουν σε πρώτο πλάνο είναι η απίστευτη κακομοιριά στο Νταρφούρ (αυτή η αιματοβαμμένη Ατλαντίδα όπου καταλήγουν). Ομάδες εξαθλιωμένων προσφύγων, κυνηγημένων από τις διάφορες συμμορίες περιπλανιούνται απέλπιδα στην έρημο, χωριά ολόκληρα ξεκληρίζονται εν μια νυκτί, οικογένειες με γυναικόπαιδα βρίσκονται υπό διωγμό. Οι διάφορες συμμορίες τούς καίνε τα χωριά, τους παίρνουν τα κατσίκια, τα σκυλιά, τους βιάζουν. Κορμιά καχεκτικά, νεαροί που κουβαλάνε τα αξιολύπητα απομεινάρια των γονιών τους σε αυτοσχέδια καρότσια, ξεδιπλώνοντας μπροστά μου το κουβάρι της ασχήμιας ενός κόσμου του οποίου την εξαχρείωση  δεν είχα ποτέ φανταστεί στο ελάχιστο, και για τον οποίο, σε καμιά στιγμή της ζωής μου δεν είχα προετοιμαστεί. Έναν κόσμο σισύφειο, παραδομένο στη δειλία των ανθρώπων και στο έλεος των επιδημιών, έναν κόσμο με τα βάσανά του, τις προσπάθειές του να αναρριχηθεί, τα καρτέρια του, τις στρατιές των νεκροζώντανων να περιφέρονται σα νομάδες περνώντας μέσα από χιλιάδες ταλαιπωρίες, με την ελπίδα σταυρωμένη στο μέτωπο, τσακισμένοι από το βάρος μιας κατάρας που δεν αποκαλύπτει ούτε τον κωδικό της, ούτε το όνομά της.
            Όταν πια καταφεύγουν σε καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού, ο Κουρτ ξεσπά: έχει χάσει άδικα το φίλο του τον Χανς, ήταν περαστικός, οι άνθρωποι αυτοί του είναι ξένοι, η ιστορία της Αφρικής δεν τον αφορά. Το αποκορύφωμα, πως ταξίδεψαν για «καλό σκοπό». Τώρα, κοιτάζει με τον Μπρούνο τις ισχνές φιγούρες, τα ανθρώπινα ερείπια που σέρνουν πίσω τους την ειρωνεία της μοίρας, που κουβαλάνε μέσα τους μια παράξενη πεποίθηση, η οποία δε μοιάζει ούτε στις προσευχές τους, ούτε σε κάποιο πεπρωμένο και που φαίνεται να τους κρατάει στη ζωή σα να τους έχει βάλει σε μια πρίζα με χαμηλή τάση ρεύματος. Δε βρίσκει νόημα στην επιβίωσή τους, όπως δε βρίσκουν κι αυτοί. Ξέρουν ότι τα βάσανά τους θα επαναληφθούν.
-          Αυτή είναι η Αφρική, κύριε Κράουσμαν, είπε ο Μπρούνο σα να διαβάζει τις σκέψεις μου.
-          Δεν αρκεί για να εξηγήσετε το πείσμα τους.
-          Εδώ είναι που κάνετε λάθος, φίλε μου. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν.
(…)
-          Πείτε μου, τι σας γοητεύει σε όλα αυτά;
-          Ακριβώς αυτό που σοκάρει εσάς: η δίψα για ζωή. Ο Αφρικανός ξέρει πως η ζωή είναι το πολυτιμότερο αγαθό του. Η θλίψη, οι χαρές και η αρρώστια είναι απλώς  μαθήματα. Ο Αφρικανός παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να τους δίνει μεγαλύτερη αξία απ’ όση αξίζουν. Είτε κάθεται στο κατώφλι της καλύβας του, είτε κάτω από μια χαρουπιά, είτε στην όχθη του ποταμού που βρίθει από κροκόδειλους, βρίσκεται πάνω απ’ όλα μέσα στον εαυτό του.
Ο διάλογος που ακολουθεί είναι και το επιστέγασμα της σύγκρουσης του ορθολογικού στοιχείου που εκπροσωπεί ο Κουρτ, του δυτικοευρωπαίου δηλαδή που υπερασπίζεται με πάθος τις δυτικές αξίες, το δικαίωμα της ζωής, της εργασίας, της στέγης, της τροφής κλπ. και του μη ορθολογικού, που βλέπει στην καρδιά του αφρικανού μια άλλη θεώρηση της ζωής:
-          Κάνετε λάθος σε όλα, κύριε Κράουσμαν, εδώ, όποτε η ζωή χάνει το νόημά της, κρατάει ακέραια την ουσία της, δηλαδή αυτήν την αλύγιστη επιμονή που έχουν οι Αφρικανοί στο να μην αφήνουν να χαθεί ούτε το παραμικρό λεπτό που τους χαρίζει η φύση.
-          Εσείς περιγράφετε ένα παραμύθι, εγώ βλέπω τον όλεθρο.

Όταν έφτασαν βέβαια στον καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού η κατάσταση γίνεται πιο ελεγχόμενη κι η αποκατάσταση του Κουρτ είναι κοντά. Οι δρόμοι των δύο φίλων πια χωρίζουν και διάφορα επεισόδια προετοιμάζουν το τέλος, τη «λύση». Για τον Κουρτ που αφηγείται η προσωπικότητα του Μπρούνο αποτελεί πάντα ένα μυστήριο: δοκιμάζω διάφορα κλειδιά που θα με κάνουν να ανοίξω την πόρτα για τον τρόπο σκέψης του και θα με έκαναν να κατανοήσω πώς λειτουργεί. (…) δεν ξέρω τι θα αντιπροσωπεύει από δω και πέρα για μένα αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι με μύησε στις πιο απέριττες κινήσεις και μ’ έκανε ν’ ανακαλύψω μέσα τους ένα νόημα και μια δύναμη/βιάζομαι να τον ξαναβρώ, να ξαναβρώ τον παρωχημένο του ρομαντισμό, τον πληθωρικό σωβινισμό του και την αδιόρθωτη αισιοδοξία του.
Οι δυο τελευταίες σελίδες, ένα είδος απολογισμού σαν από το τελευταίο κεφάλαιο ενός υποτιθέμενου ημερολογίου του Κουρτ είναι καταπληκτικές. Δεν μπορεί βέβαια να αντιγραφεί όλο… θα τελειώσω όμως μ’ ένα ακόμα ποίημα του εκβιαστή/λαθρέμπορου/ποιητή Joma Baba-Sy:
 
Ζήσε το κάθε σου πρωινό σα να τανε το πρώτο
Τύψεις, κακά στο παρελθόν ας φύγουν με τ’ αγέρι
Ζήσε την κάθε μέρα σου σαν να’ταν τελευταία
Γιατί τι φέρνει το αύριο κανείς μας δεν το ξέρει.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Γιασμίνα Χάντρα (Yasmina Khadra) (Αραβικά:ياسمينة خضراء) είναι το λογοτεχνικό γυναικείο ψευδώνυμο του Αλγερινού συγγραφέα Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (Mohammed Moulessehoul).Ο Μουλεσεχούλ μπήκε σε ηλικία εννέα ετών σε στρατιωτική σχολή. Έγινε αξιωματικός του Αλγερινού στρατού και άρχισε να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα το 1984 υιοθετώντας το γυναικείο ψευδώνυμό του για να αποφύγει τη στρατιωτική λογοκρισία. Παρά την δημοσίευση πολλών επιτυχημένων μυθιστορημάτων του στην Αλγερία, ο Μουλεσεχούλ αποκάλυψε την ταυτότητά του μόλις το 2001, αφού εγκατέλειψε το στρατό και έφυγε εξόριστος και για να απομονωθεί στη Γαλλία. Η ανωνυμία ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει κατά τη διάρκεια του Αλγερινού Εμφυλίου Πολέμου.
[2] Ηφαιστειογενές σύμπλεγμα τριών νήσων που αποτελούν ομώνυμο αρχιπέλαγος και σήμερα ανεξάρτητη χώρα. Βρίσκεται μεταξύ της Μαδαγασκάρης και των ανατολικών ακτών της Αφρικής.

Κυριακή, Ιουνίου 16, 2013

Με λένε Αράμ, Ουίλιαμ Σαρογιάν

Μια σειρά από απίθανες ιστορίες για γέλια και για κλάματα με αφηγητή τον Αράμ, νεαρό Αρμένιο από οικογένεια μεταναστών  στην Αμερική των αρχών του αιώνα. Φαίνεται ότι ο Αρμένιος συγγραφέας, που έζησε κι αυτός στην Αμερική έχοντας χάσει τους -μετανάστες- γονείς του από την ηλικία των εφτά χρόνων, αυτοβιογραφείται εδώ σε μεγάλο βαθμό (άλλωστε κι ο ίδιος αφιερώνει τις «ευχάριστες αναμνήσεις από το 1915 ως το 1925 στους ανθρώπους του Φρέσνο της Καλιφόρνια, δηλαδή στη μικρή άσχημη πόλη που μέσα της κλεινόταν ολόκληρος ο πλατύς αστείος κόσμος και στους περήφανους και ευέξαπτους Σαρογιάν με την απέραντη ανθρωπιά).  Παρακολουθούμε ανά κεφάλαιο κάποιο επεισόδιο από τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που καταχωρεί η μνήμη ως σημαδιακά, από την ηλικία ακόμα των εννιά χρόνων, τότε που ο κόσμος ήταν γεμάτος από κάθε λογής απίθανη λάμψη και η ζωή ήταν ακόμα ένα όνειρο όλο θέλγητρο και υγεία, ή, όπως γράφει σε άλλη ιστορία, τότε που ο κόσμος ήταν όλο νιάτα και ποίηση. Από πολύ φτωχική οικογένεια (όλοι οι κλάδοι της οικογένειας Γκαρογκλανιάν ζούσαν μέσα στην πιο εκπληκτική και κωμική φτώχεια του κόσμου), ο Αράμ ξεχωρίζει ως άτομο για την ευαισθησία, οξυδέρκεια αλλά και την ποιητική του ιδιοσυγκρασία.
Κάθε ιστορία από τις δεκατέσσερις που περιλαμβάνει το μικρό αυτό βιβλίο  είναι ένα διαμάντι. Απλή, ευσύνοπτη, περιεκτική, με ρυθμό προφορικής αφήγησης και με κάτι πολύ ξεχωριστό και γλυκόπικρο καθεμιά στο περιεχόμενο, με πρωταγωνιστές αγαπημένα συγγενικά πρόσωπα όπως ο ξάδερφος Μουράτ (μέσα σε κάθε οικογένεια βρίσκεται κάπου και μια τάση παλαβομάρας και τον ξάδερφό μου τον Μουράτ τον θεωρούσαμε όλοι σαν τον φυσικό απόγονο αυτής της τάσης του σογιού μας).  Πρόσωπα που ανακυκλώνονται και με τα οποία εξοικειώνεται ο αναγνώστης κι ας είναι περαστικά μέσα στις αυτοτελείς ιστορίες.
Απίστευτος τύπος είναι π.χ. και ο παππούς της οικογένειας, ο «Γέρος», που περιφρονεί βαθύτατα τον βιβλιοφάγο και «ρήτορα» εγγονό του Ντικράν, που παρεμπιπτόντως είναι παιδί- θαύμα (Χαράμι πάει το παιδί. Του συμβαίνει τίποτα; Για όνομα του θεού, σε τι είναι καλύτερος; Μη δεν είναι έντεκα χρονώ; Τι καλύτερος και ξεκαλύτερος λοιπόν; Είναι πράγματα αυτά να βλέπεις ένα παιδί με τα μυαλά φουσκωμένα για τη μεγάλη του αξία; Βγάλε το καημένο το παιδί έξω από το σπίτι κι αμόλα το στα χωράφια). Κι όταν ο μικρός εκφώνησε δημόσια ένα άψογο λόγο με το θέμα « Έγινε εις μάτην ο Παγκόσμιος Πόλεμος;», με βασικό συμπέρασμα ότι ο Πόλεμος έσωσε τη δημοκρατία, τον συγχαίρει (πρέπει να σου πω ότι είμαι μάλλον ευχαριστημένος) αλλά συμπληρώνει: Πρέπει να σου πω ότι από έναν μεγάλο άνθρωπο δε θα μπορούσα να ανεχτώ ένα τόσο φριχτό συμπέρασμα. (…) σαν φτάσεις στα εξήντα εφτά σου χρόνια, θα ξέρεις πόσο ανόητα είναι αυτά τα συμπεράσματα που τόσο αθώα ειπώθηκαν από σένα απόψε , σε μια τόσο καθαρή και ρέουσα αγγλική γλώσσα.
Αξεπέραστης αυθεντικότητας είναι και ο θείος Κοσρόβ (διάλεγε τους φίλους του και τους εχθρούς του από τον τρόπο που έπαιζαν τάβλι) που τον βλέπουμε κι αυτό σε διάφορες ιστορίες, με αποκορύφωμα την ιστορία «Ο καημένος και καψερός Άραβας». Μέσα στον παραλογισμό των αντιδράσεων του Κοσρόβ, βλέπουμε απύθμενη ανθρωπιά.
Όταν πια σκιαγραφούνται τα βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του Αράμ (Η πίστη μου συνίσταται στο να πιστεύω σ’ όλες τις θρησκείες (συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου) και των συγγενών, γίνονται δηλαδή «τυπικοί ήρωες», ο αναγνώστης έχει την περιέργεια να δει τις ιστορίες τους μέσα στα διαφορετικά σκηνικά. «Το τσίρκο» π.χ., έρχεται στην πόλη κι αναστατώνει τον Αράμ και τον συμμαθητή του,  που ρισκάρουν βουρδουλιές και αποβολή απ το σχολείο για να βοηθήσουν τους θεατράνθρωπους. Ή στην ιστορία «Οι πρεσβυτεριανοί τραγουδιστές της χορωδίας», οι δυο φίλοι μπλέκονται άθελά τους στη χορωδία της εκκλησίας…  
Εξίσου ξεκαρδιστική και απίστευτη είναι και η ιστορία «Ένα όμορφο ρομάντζο παλιάς μόδας, με έρωτα, λυρικά ποιήματα κι ό, τι θες», που διαγράφει και τη σχολική πραγματικότητα της εποχής. Στο πολυπολιτισμικό σχολείο της Καλιφόρνια ο Αράμ κατηγορείται άδικα ότι έγραψε ερωτικό ποίημα στον πίνακα του σχολείου, όπου αποκαλύπτεται ο ανικανοποίητος έρωτας της ασκημομούρας Μις Ντάφνυ προς τον άτεγκτο διευθυντή Μίστερ Ντέρινγκερ. Η κωμικότητα του επεισοδίου έγκειται στην αθωότητα του ατίθασου Αράμ, την ενοχή του φιλήσυχου και πέραν κάθε υποψίας ξάδερφού του Αράκ και κυρίως στα αντιφατικά συναισθήματα των δυο δασκάλων. Οι τριάντα βουρδουλιές που είναι η κατώτερη ταρίφα τιμωρίας στους ένοχους, γίνεται αφορμή για ποικίλες κωμικές καταστάσεις που φτάνουν στον αυτοεξευτελισμό των δασκάλων και στην ανάδειξη της αυθεντικότητας του χαρακτήρα του Αράμ.

Θα συμφωνήσω πάντως με τη Λέσχη ανάγνωσης του «Degas»  ότι το πιο ωραίο είναι «Οι ροδιές». Πρωταγωνιστής εδώ ουσιαστικά είναι ένας από τους θείους του Αράμ, που καταπιάστηκε να καλλιεργεί ροδιές… όμως, χειρότερος καλλιεργητής απ’ αυτόν δεν μπορούσε να γίνει. Ήταν πάρα πολύ ευφάνταστη και ποιητική φύση για να κοιτάζει το συμφέρον του. Το μόνο που αποζητούσε ήταν η ομορφιά.  Για τον θείο του όλα ήταν καθαρή αισθητική και μόνο γεωργική καλλιέργεια δεν ήταν. Θείος κι ανιψιός κάνουν τα αδύνατα δυνατά να ξεχερσώσουν την άγονη έκταση που βρέθηκε στα χέρια τους, να βρουν με χίλια ζόρια νερό και να φυτέψουν 700 ροδιές, που την πρώτη χρονιά απέδωσαν… τρία όλα κι όλα ρόδια, ενώ τη δεύτερη διακόσια.  Ήταν ο πιο γοητευτικός παραλογισμός που έγινε ποτέ και ο θείος μου ήταν ξετρελαμένος.
Τον επόμενο χρόνο έγινα  δεκαπέντε χρονών. Πλήθος θαυμαστά πράγματα μου είχαν συμβεί. Δηλαδή θέλω να πω ότι είχα διαβάσει κάμποσα ωραία βιβλία κι ότι είχα φτάσει το θείο μου στο μπόι. Το κτήμα εξακολουθούσε να είναι το μυστικό μας. Φυσικά η επιχείρηση φαλιρίζει, κι ο θείος αναγκάζεται να δώσει πίσω τα συμβόλαια σ’ αυτόν που του είχε πουλήσει τη γη. Όμως δεν αντέχει να αποχωριστεί τα δέντρα: 

-   Έχω φυτέψει είκοσι στρέμματα ροδιές, εκεί πέρα, και θα σας ήμουν υπερβολικά ευγνώμων αν με αφήνατε να φροντίζω αυτά τα δέντρα.
-   Να τα φροντίζετε; Και για ποιο λόγο παρακαλώ;
(…) Δεν είπαμε λέξη γιατί ήταν τόσο φοβερά πολλά αυτά που είχαμε να πούμε 
και δεν υπήρχε γλώσσα για να ειπωθούν...

Χριστίνα Παπαγγελή
                       

Τρίτη, Ιουνίου 11, 2013

Ανήλικος επισκέπτης (The little stranger), Σάρα Ουότερς

Μια ιστορία μυστηρίου που αποπνέει βρετανικό πνεύμα, με μυστηριώδη συμβάντα σ’ έναν  παλιό «στοιχειωμένο» πύργο της αγγλικής επαρχίας, φαντάσματα από το παρελθόν, ανερμήνευτους ήχους και υποβόσκοντα ερωτισμό. Όλα αυτά που παραπέμπουν στη φθορά και παρακμή της αριστοκρατίας, στις κοινωνικές ανακατατάξεις των αρχών του 20ου  αι. Μυρωδιά από Έμιλι Ντίκινσον, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Μάργκαρετ Άτγουντ, Χένρυ Τζέημς. Αφήγηση με όλες τις βρετανικές αρετές -γλαφυρή, διεισδυτική, ψυχογραφική- από τη γνωστή για τις λεσβιακές της αναφορές συγγραφέα Σάρα Ουότερς[1], αν και στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν υπάρχουν καθόλου τέτοιου είδους στοιχεία.
Ο αφηγητής είναι ο γιος μιας από τις παλιές υπηρέτριες της έπαυλης,  που υπηρετούσε εσώκλειστη παλιά,  όταν η ζωή στην ύπαιθρο ήταν  στις δόξες της, πριν τον ξεπεσμό μεγαλογαιοκτημόνων.  Τώρα (μετά το Β΄ παγκόσμιο) ο Φαραντέυ επισκέπτεται ξανά την παρακμασμένη βίλα με την ιδιότητα του γιατρού, έχοντας θολές αναμνήσεις από την εποχή της λαμπρότητας και της ακμής.  Με αφορμή κάποια ιατρικά επεισόδια, η παρουσία του στο παλάτι των Έιρς γίνεται τακτική και συνδέεται με καθένα από τα πρόσωπα που έχουν απομείνει  φύλακες της παλιάς αίγλης: τη γριά μητέρα με τα δυο παιδιά που της έμειναν -τη δυναμική και ιδιόρρυθμη κόρη της Καρολάιν και τον ψυχικά διαταραγμένο Ροντ-, καθώς και τη 14χρονη υπηρέτρια Μπέτυ, που φαίνεται η μόνη που έχει πλήρως σώας τας φρένας. Σιγά σιγά ο Φαραντέι γοητεύεται από τη δυναμική προσωπικότητα της Καρολάιν, παρόλο το άξεστο κι ανεπιτήδευτο στυλ της (ασχημούλα, υπερβολικά ψηλή για γυναίκα, με χοντρουλά πόδια και αστραγάλους, μαλλιά που πέφταν ξερά σαν άχυρο στους ώμους). Η μυστηριακή ατμόσφαιρα στην οποία βυθίζεται ο ήρωας, που εντείνεται από την εκκεντρική ιδιοσυγκρασία όλων των  μελών της οικογένειας (μόνο η μικρή υπηρέτρια Μπέττυ φαίνεται να είναι ισορροπημένη), τον κάνει να θέλει πιο απελπισμένα τον έρωτα της Καρολάιν, που εκδηλώνεται σταδιακά, αργά κι υπαινικτικά, κι αυτή η σαγήνη που τον παγιδεύει περιγράφεται με απαράμιλλο τρόπο. Η Καρολάιν με τη σειρά της ανταποκρίνεται μεν, άλλοτε θερμά άλλοτε πιο συγκρατημένα, αλλά φαίνεται να είναι δέσμια του μυστικού που κυβερνάει το σπίτι.
Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ τα όσα συνέβαιναν μεταξύ μας ποτέ δεν ήταν τόσο σαφή, ούτε τόσο απλά. Τώρα πια σκεφτόμουν την Καρολάιν συνεχώς. Κοιτώντας το στιβαρό, γωνιώδες πρόσωπό της, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάποτε μου φαινόταν άσχημο. Όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν πάνω από τα φλιτζάνια του τσαγιού ένιωθα λες και ήμουν ολόκληρος φτιαγμένος από προσάναμμα, κι ότι μπορούσα να λαμπαδιάσω με μόνο την τριβή των ματιών της στα δικά μου.  
Ο «ανήλικος επισκέπτης» (the little stranger) είναι το φάντασμα της αδερφής της Καρολάιν που γεννήθηκε και πέθανε με τραγικό τρόπο πολύ πριν τη γέννηση της Καρολάιν. Δε μαθαίνουμε ποτέ αν είναι αποκύημα της φαντασίας των άρρωστων ψυχικά κατοίκων της έπαυλης, ή αν όντως η συγγραφέας έχει μπει στον κώδικα που έχουν οι ιστορίες φαντασμάτων. Ίσως αυτή η αμφισημία είναι σκόπιμη. Γεγονός πάντως είναι ότι αυτός ο επισκέπτης, είτε "υπάρχει" είτε όχι, επηρεάζει τη ζωή όλων και τις ισορροπίες σε βαθμό μη αντιστρέψιμο.
Μερικές φορές τα έχω κουβεντιάσει με τον Σίλι, ο οποίος διατρανώνει εκ νέου  την παλιά, ορθολογική του πεποίθηση, πως η έπαυλη, στην πραγματικότητα, ηττήθηκε από την ιστορία, και καταστράφηκε από την αποτυχία της να εναρμονιστεί μ’ ένα κόσμο που άλλαζε ραγδαία. Κατά τη γνώμη του οι Έιρς, ανήμποροι να συγχρονιστούν με το βήμα των καιρών, επέλεξαν την υπαναχώρηση- προς την αυτοκτονία και την τρέλα. Ισχυρίζεται πως η Αγγλία, απ’ άκρη σ’ άκρη, είναι γεμάτη από αντίστοιχες οικογένειες της παλιάς αριστοκρατίας, που αφανίζονται κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Σήμερα η Σάρα Ουότερς είναι η ψυχή του York Lesbian Arts Festival, μια ζεστή και φιλική συγκέντρωση συγγραφέων και αναγνωστών με αποκλειστικά λεσβιακό χαρακτήρα.

Δευτέρα, Ιουνίου 03, 2013

Ιμαρέτ, Γιάννη Καλπούζου

Πρόκειται για ένα χορταστικό ιστορικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα στο είδος τους, που μας μεταφέρει στην πολυεθνική οθωμανική Άρτα από τα μέσα του 19ου αι. (πριν δηλαδή την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος/1881) μέχρι τα τέλη του αιώνα, οπότε η Άρτα ανήκει πια στην Ελλάδα και οι διαφορετικές εθνότητες έχουν διακριτές πορείες.
Στην οθωμανική  αυτή πόλη[1] (“τουρκόπολη” ονομαζόταν ακόμα κι όταν έφυγαν πια οι μουσουλμάνοι) ζούσαν χίλιες οικογένειες Ελλήνων, 250 Οσμανλήδων και 100 Εβραίων, καθώς και λίγοι Αλβανοί (όπως άλλωστε σ’ όλα τα πολυεθνικά κράτη της εποχής -αυστριακή αυτοκρατορία/μετέπειτα αυστροουγγρική, ρωσική αυτοκρατορία, το γερμανικό κράτος αργότερα που ονομάστηκε Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία). Περί τις εξίμισι χιλιάδες ψυχές. Κάθε φυλή κι ένας ξεχωριστός κόσμος, με τους δικούς του κώδικες και κανόνες. Με αντιθέσεις, διαμάχες, έχθρες, διαφωνίες αλλά κι εκείνα τα στοιχεία που αναμφίβολα επιτρέπουν τη συνύπαρξη. Μπλέκονταν οι κόσμοι, έσμιγαν, όμως την ίδια στιγμή το μικρό ή το μεγάλο γεγονός σ’ έφερνε αντιμέτωπο με την ταυτότητα του «άλλου». Είναι η δύσκολη εποχή κατά την οποία αρχίζουν και φουντώνουν οι  εθνικισμοί σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ έχει ήδη αρχίσει να στέκεται στα πόδια του το νεοσύστατο ελληνικό κράτος που γίνεται σιγά σιγά φυτώριο αλυτρωτικών βλέψεων. Ο παλμός της ζωής σ’ αυτήν την  ιστορική συγκυρία και οι σταδιακές μεταβολές μέχρι την ένωση με την Ελλάδα, και η μετάβαση σε εθνικό κράτος (με «φυλετική καθαρότητα») αποδίδεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία και, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, με ιστορική υπευθυνότητα εφόσον τηρήθηκαν κάποιοι μεθοδολογικοί όροι και φαίνεται ότι προηγήθηκε ενδελεχής έρευνα (ο συγγραφέας  κατάγεται από χωριό της περιοχής, και φαίνεται να έχει βαθιά γνώση, μεράκι αλλά και πρόσβαση σε ποικίλες ιστορικές και λαογραφικές πηγές).  Η προσεγμένη δουλειά αποτυπώνεται και στον πολύ απαραίτητο χάρτη της παλιάς πόλης που παρατίθεται στην αρχή, όπως και το «γραικικο- τουρκικό» γλωσσάρι, στο τέλος του βιβλίου.
Η πλοκή χτίζεται γύρω από τη ζωή δύο ομογάλακτων αρτινών, του  Οσμανλή[2] Νετζίπ και του έλληνα Λιόντου, που γεννήθηκαν την ίδια μέρα, τον Απρίλη του 1854 ενώ μια προδομένη εξέγερση αναστατώνει πάλι την περιοχή, και τους ενώνει ως παιδιά και ως έφηβους σπάνια φιλία. Το ίδιο βράδυ βρίσκεται δολοφονημένος ο πατέρας του Λιόντου στην είσοδο του χωριού, παίρνοντας μαζί του το μυστικό της δολοφονίας του, μυστήριο που θα κουβαλάει σ’ όλη του την πορεία ο γιος του και θα στοιχειώσει τη ζωή του.
Παρακολουθούμε κεφάλαιο παρά κεφάλαιο την αφήγηση των δυο νέων, και μέσα από τη διαφορετική ματιά του καθένα χτίζουμε σιγά σιγά το παζλ των προσωπικών τους ιστοριών αλλά και των ιστορικών γεγονότων. Οι διαφορετικές εκδηλώσεις της θρησκείας είναι αυτές που πρώτα γίνονται αισθητές στα εξάχρονα παιδιά  ως σημάδια της διαφορετικής τους κουλτούρας. Οι τελετές, τα έθιμα, οι νηστείες, και λιγοστές λέξεις που τις γνωρίζουν και οι δυο εθνότητες, αν και οι μωαμεθανοί ακόμα και μεταξύ τους μιλούσαν ελληνικά. Στη συνέχεια οι διαφορές επεκτείνονται στον τύπο των σχολείων: ο Λιόντος π.χ. μετά το 1860 παρακολουθεί την Αλληλοδιδακτική Σχολή και στη συνέχεια το Ελληνικό Σχολείο, ενώ ο Νετζίπ αντίστοιχα το Μεχτέμπ και τη σχολή Ρουστιέ. Ανταλλάσσουν, σαν παιδιά, τις γνώσεις τους, και, όπως λέει ο Λιόντος «με τον τρόπο μας εξοβελίζαμε την εικόνα του “άλλου”». Ο συγγραφέας τονώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραθέτοντας με αρκετές λεπτομέρειες τις διαφορές στην κουλτούρα των δυο πολιτισμών (χωρίς φυσικά να «αξιολογεί»), ενώ γίνονται αναφορές και στην κουλτούρα των Εβραίων, εφόσον μάλιστα οι δυο φίλοι κάνουν παρέα και με δυο δίδυμα εβραιόπουλα. Έχει πάντως ενδιαφέρον το ότι είχαν το δικαίωμα  τα παιδιά των Οσμανλήδων να παρακολουθήσουν μαθήματα και στο Ελληνικό Σχολείο, και το αντίστροφο.
Μορφή εμβληματική ο παππούς του Νετζίπ, ο Ισμαήλ, που με την εμπειρία του, τις γνώσεις του αλλά και τη λαϊκή σοφία περι-γράφει, σχολιάζει κάθε περίσταση φωτίζοντάς την με τη δική του οπτική.  Είχε το χάρισμα της αφήγησης ο παππούς Ισμαήλ, έτσι που και οι πιο απλές ιστορίες να μεγεθύνονται στη σκέψη μας και ν΄ αποκτούν άλλη διάσταση. (…) Για όλα κάτι είχε να πει ο παππούς Ισμαήλ. Σε κάθε περίπτωση, είχε τον τρόπο να μας κερδίζει. Εννοώ εμένα και τον Νετζίπ. Εκτός του ταλέντου να διηγείται ιστορίες, να αναλύει γεγονότα, να μας πλησιάζει με ζεστασιά και να μας ξετρελαίνει με πικάντικα αστεία και παροιμίες, ήταν σπουδαγμένος. Η ζωή του κέντριζε τη φαντασία μας, και όσα εξιστορούσε φάνταζαν στα μάτια μας μαγικά. Ο παππούς Ισμαήλ αγαπά την ιστορία του τόπου του, τις ιδιαιτερότητες, τις παροιμίες, τους μύθους και προσπαθεί να είναι όσο «αντικειμενικός» γίνεται. Δε διστάζει, φερειπειν να αναφερθεί στις αγριότητες των Οθωμανών με κορυφαίο  τον Αλή Πασά (σαν μ’ ακούν οι μουσουλμάνοι, πικραίνονται και με κακίζουν. Σαν μ’ ακούν οι χριστιανοί, το ίδιο. Γιατί λέω αλήθειες. Και συνήθως στη ζωή είσαι ή με τον έναν, ή με τον άλλο. Να λες τα πράγματα με το όνομά τους δεν αρέσει σε κανέναν).  
Μέσω της μορφής του σοφού παππού Ισμαήλ, ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία, απομυθοποιώντας την ιστορία όπως διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία,  να δείξει ότι στη βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν κράτη όπως σήμερα. Υπήρχαν λαοί που ζούσαν όλοι μαζί σε μια αχανή έκταση. Η ανάμειξη των φυλών ήταν τέτοια που έχασαν κάπως το αρχικό τους χρώμα, χωρίς βέβαια να εξαφανιστούν.  Στις αντιρρήσεις του Λιόντου ότι οι έλληνες υπήρχαν πάντα, άσχετα αν ονομάζονταν Ρωμιοί ή χριστιανοί, αντιπαραθέτει ιστορικά στοιχεία για να δείξει ότι οι Οθωμανοί κατέκτησαν μια αυτοκρατορία μισοκατακτημένη από Φράγκους, Σέρβους, Αλβανούς, Βούλγαρους κ.α. κι η αλήθεια είναι πως σ’ αυτό τους βοήθησαν οι ίδιοι οι λαοί της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Βυζαντινοί και μη (περιοχές συνθηκολόγησαν χωρίς πόλεμο, ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός πάντρεψε την κόρη του με τον σουλτάνο Ορχάν, χριστιανοί πολέμησαν με το μέρος των Οθωμανών ή αλλαξοπίστησαν με τη θέλησή τους κ.α.).  
Ο παππούς Ισμαήλ είναι αυτός που θα προσπαθήσει να ανακόψει τον εθνικιστικό φανατισμό του αδερφού του Νετζίπ,  του Ντογάν, που από νωρίς με την παρέα του σκορπά νταηλίκι, προκαλεί και δημιουργεί φασαρίες σ’ όλη την πόλη, και φυσικά δεν ανέχεται τη σχέση Νετζίπ- Λιόντου. Διαφορετική και πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα είναι ο άλλος αδερφός, ο Μπεχζάτ (λειτουργούσε με τους δικούς του κώδικες, τους οποίους ο Ντογάν δεν αντιλαμβανόταν).
Ο άλλος «πνευματικός οδηγός» του Λιόντου ήταν ο θείος και νονός του, ο Δαμιανός Μέγης που έχει αναλάβει και ουσιαστικά την κηδεμονία του. Δεν έχει την ευρύτητα του Ισμαήλ, κι ως εκ τούτου αντιπαθεί τους Τούρκους, αγαπά όμως τον Λιόντο και δεν αντιτίθεται στη φιλία του με τον Νετζίπ. Δεν χάνει πάντως ευκαιρία να του κάνει μαθήματα περί οθωμανικής αυτοκρατορίας∙ μιλά για τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις άδικες φορολογίες όπου στηρίχτηκε όλο το σύστημα, το παιδομάζωμα και… φυσικά εξιδανικεύει  τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό (όλα τα σύγχρονα έθιμα με κάτι τα συνέδεε ο νονός μου). Σαγηνεύει τον Λιόντο με τις αφηγήσεις του σχετικά με τα αρχαιοελληνικά έθιμα και την επιβίωσή τους στην εποχή τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Καλπούζος έχει την ευκαιρία να μας περιγράψει ένα έθιμο της περιοχής (του χωριού Πέτρα), την «σκυλοκ’νιά»,  όπου την Καθαρά Δευτέρα «εξάγνιζαν» ένα σκύλο (κατά τον Δαμιανό, μετεξέλιξη των ανθρωποθυσιών του Πάσχα).
 Έτσι, ο αναγνώστης γεύεται όλες τις τάσεις, όλες τις ιδεολογίες που αλληλοσυμπλέκονται σ’ έναν ιστορικό καμβά.
Αυτό είναι το πνεύμα, το σκηνικό και οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, κι από κει και πέρα με βάση όλα αυτά τα δεδομένα,  εξελίσσονται… κατά το εικός. Οι δυο έφηβοι ενηλικιώνονται, ωριμάζουν κι οι δρόμοι τους κάποτε χωρίζουν. Μαζί τους ωριμάζουν κι οι ιστορικές συνθήκες που οδηγούν στο βασικό ορόσημο, το 1881 (προσάρτηση Άρτας/Θεσσαλίας), ενώ οι αντιθέσεις της εποχής τους τους οδηγούν σε εσωτερικές συγκρούσεις . Για παράδειγμα, ο έρωτας στην περίπτωση του Νετζίπ αποβαίνει μοιραίος, εφόσον ο έρωτάς του για την όμορφη χορεύτρια Καμίλα τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πατέρα του κι όλη την οικογένεια, ενώ χωρίς τη στήριξή τους εξαθλιώνεται οικονομικά. Αναγκάζεται να πιάσει δουλειά  στον τσιφλικούχο[3] Κ. Καραπάνο, που μαζί με κάποιον ακόμα Κων/λίτη έχουν αγοράσει όλη την περιοχή (εικοσιοκτώ χωριά, το 70% της επαρχίας της Άρτας !), έχουν αγοράσει δηλαδή το «τεσσαρούφ», τη μερική κυριότητα και εξουσία της κάρπωσης των δημόσιων κτημάτων (η ψιλή κυριότητα ανήκει στο οθωμανικό κράτος). Έτσι οι Καραπάνοι εισπράττουν τον ίμορο, δηλαδή το ένα τρίτο της σοδειάς. Ο Νετζίπ ανέλαβε την επίβλεψη των εισπρακτόρων. Ξαφνικά βρέθηκα μέσα σ’ έναν τεράστιο μηχανισμό ο οποίος με τρόμαξε. Έπρεπε να υπολογίζει την σοδειά πριν από τη συγκομιδή για να αποφεύγεται η απόκρυψη εκ μέρους των αγροτών… Φυσικά, υπάρχουν πολλές κοινωνικές συγκρούσεις  και τρομακτική εκμετάλλευση και αδικίες. Ο Νετζίπ συγκλονίζεται από την εξαθλίωση των χωρικών αλλά μετά τις πρώτες φορές περιήλθε σε κατάσταση συναισθηματικής ανοσίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισα να συμμετέχω, λέει, στις απειλές που εκτόξευαν οι εισπράκτορες περί συλλήψεων και φυλακίσεων κι έφτασα να δικαιολογώ την αντίδρασή μου, καταλογίζοντας ευθύνες και παραβατική συμπεριφορά στους αγρότες γιατί δεν σέβονταν τους νόμους.
Ωστόσο η κοινωνική εξαθλίωση και το μίσος των καταπιεσμένων δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον Νετζίπ. Η εσωτερική πάλη που νιώθει τον κάνει για πρώτη φορά να τάσσεται καθαρά στην απέναντι όχθη και να λέει από τη μια οι Ρωμιοί, κι από την άλλη οι Οσμανλήδες. Ο αποκλεισμός από την οικογένεια κι η ανέχεια φθείρουν και τη σχέση του με την Καμίλα, που τον εγκαταλείπει αγαπώντας τον...
Δεν μπορώ να ζήσω άλλο μαζί σου. Με χτύπησες, μ’ έσυρες στο δρόμο, με είπες «πουτάνα» μπροστά στο φίλο σου κι ας δόθηκα μόνο σε σένα. Θα ξαναγίνει. Δεν είσαι για τα δύσκολα, Νετζίπ, δεν αντέξαμε, κι ούτε κι αλλού θ’ αντέξουμε. Κι ούτε θέλω όταν σ’ αγκαλιάζω να σκέφτομαι κείνες τις άρρωστες στιγμές και τους καβγάδες μας. Θέλω να τα ξεχάσω όλα. Θέλω να πάρω μαζί μου μόνο το όνειρο. Όπως τον πρώτο καιρό.
Έπιασα τον Νετζίπ από το μπράτσο και τραβήξαμε για το σπίτι μου. Έμοιαζε να’ χει χαθεί κάθε ζωή από μέσα του, κλπ κλπ.

«Άστον να πονέσει», είπε ο παππούς Ισμαήλ πριν φύγει. «Κι αυτό ζωή είναι».
«Ζωή ο πόνος;» αντέτεινα.
«Όλα ζωή είναι, ό, τι σε κάνει να νιώθεις, και πιο πολύ ό, τι σε αρπάζει με δύναμη. Για καλοσκέψου το, κι άλλη φορά μου λες».

Τα γεγονότα λίγο πριν το 1881 πυκνώνουν σε ένταση και  ενδιαφέρον, εφόσον και οι δυο αντίπαλες πια εθνότητες έρχονται σε συνεχείς αντιπαραθέσεις. Η είσπραξη των φόρων γίνεται όλο και πιο καταπιεστική αλλά οι μουσουλμάνοι πια έχουν αρχίσει να δρομολογούν το φευγιό τους, μαζί μ’ αυτούς κι ο Νετζίπ για την Κων/πολη. Ο συγγραφέας «κλείνει» όλες τις ανοιχτές υποθέσεις, με κεντρικό επεισόδιο την αποκάλυψη του μυστικού του Λιόντου, της δολοφονίας του πατέρα του.  Θα λέγαμε ότι τα τελευταία κεφάλαια παίζουν το ρόλο «εξόδου». Η ιστορία αλλάζει κεφάλαιο, και μαζί μ’ αυτήν και για τους ήρωές μας σημαίνει το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.

«Πού ήρθαμε Νετζίπ; Πού είναι η πόλη μας;» Ψιθύρισε η Χουλγιά.
«Αυτή είναι πια η πόλη μας» απάντησα και μέσα μου παρακαλούσα να είναι όλα ένα κακό όνειρο.
Ν’ ανοίξω ξαφνικά τα μάτια και να βρεθώ στην Άρτα, στο σπίτι μου, στην αυλή μου.
 
 Χριστίνα   Παπαγγελή




[1] Σύμφωνα με τον παππού Ισμαήλ, η Άρτα δε χρωστά το όνομά της στον Άραχθο ή στην παραφθορά του ονόματος «Αργιθέα». Ούτε στο «άρτος» λόγω των πολλών σιτηρών, ούτε στην Άρτεμη. Υποστήριζε ότι προέρχεται από την αραβική λέξη «ναρντά», που σημαίνει «εναπομείναν κομμάτι», ο μέρος δηλαδή που έφαγε ο Άραχθος με τις κατεβασιές του. Λέει ακόμα ότι επικράτησε μεταξύ 880 και 950, όταν οι σαρακηνοί λεηλατούσαν τα παράλια της Ηπείρου. Και οι μουσουλμάνοι την έλεγαν «ναρντά».
[2] Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο αυτοπροσδιορισμός της ταυτότητας του σοφού παππού Ισμαήλ που μαλώνει τον «εθνικιστή» εγγονό του Ντογάν: «Εμείς είμαστε Οσμανλήδες, Οθωμανοί. Τούρκοι είναι οι άξεστοι, οι αγράμματοι, οι χωριάτες. Τούρκος είναι αυτός που τον ζεύεις στο αλέτρι σαν το βόδι και οργώνει. Τούρκους μάς λένε οι Ρωμιοί κι όχι μπροστά μας. Μας λένε κοροϊδευτικά και οι Ευρωπαίοι για να μας μειώσουν. Κάνουν θέατρα και μας διακωμωδούν».
Και συνεχίζει ο Νετζίπ: Τότε ακόμα έτσι ήταν, όπως τα έλεγε ο παππούς Ισμαήλ. Πολύ αργότερα αρχίσαμε να λέμε «είμαστε Τούρκοι». Τότε λέγαμε ότι πατρίδα μας ήταν μια αιώνια χώρα, το «Τουράν» (η πέρα του Ιράν χώρα, κοιτίδα των Οθωμανών). Οθωμανική αυτοκρατορία ξέραμε κι όχι Τουρκία. Όταν  ο Κεμάλ το 1912 απευθυνόταν στους στρατιώτες του με την επονομασία Τούρκοι, εκείνοι διαμαρτύρονταν.
 [3] «Τσιφτσήδες» είναι η καλλιεργητές. «Τσιφτσί» αρχικά σήμαινε τον «κλήρο» ενός ζευγά, απ’ όπου το «τσιφλίκι»