Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2014

Tariq Ali, Η νύχτα της χρυσής πεταλούδας

Στον κόσμο και τον πολιτισμό του σύγχρονου Πακιστάν μάς ταξιδεύει αυτή τη φορά ο Tariq Ali ολοκληρώνοντας την πενταλογία του με θέμα το Ισλάμ. Ακολουθώντας ευρηματικές τεχνικές και διεγείροντας ταυτόχρονα και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μας ταξιδεύει στη Λαχόρη[1], το Καράτσι, αλλά και στο Παρίσι, το Λονδίνο, στο Γιουνάν (δυτική επαρχία της Λ. Δ. της Κίνας) και στο… Πεκίνο (καταδεικνύοντας τις ιστορικές σχέσεις Πακιστανών και Κινέζων). Κυρίως όμως, μας ταξιδεύει και στο παρελθόν, στη μεγάλη παράδοση που χαρακτηρίζει την περιοχή αλλά και τους γειτονικούς λαούς.
Το ενδιαφέρον για τον δυτικό αναγνώστη, πέρα από τους πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες και τις σχέσεις στις οποίες διαπλέκονται, δεν είναι η βαθύτερη γνωριμία μ έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτισμούς, δεν είναι μόνο οι συναρπαστικές εγκιβωτισμένες ιστορίες απ αυτές που δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσεις στη Δύση, ούτε τα πλούσια πολιτικά, ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Είναι το πώς ο πολιτισμός της ανατολής και οι διαφορετικές κοινωνικές δομές αφομοίωσαν τις ταχύρρυθμες αλλαγές στην επιστήμη & τεχνολογία, την οικονομία, τον πολιτισμό, την τέχνη, δίνοντας μια διαφορετικής χροιάς – από τη Δύση- σύνθεση. Ο διάσημος πανεπιστημιακός, συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής  και στοχαστής Τάρικ Άλι διαλύει το φολκλορικό επίχρισμα με το οποίο η Δύση ντύνει την Ανατολή, κι ενώ βρίσκει τεχνάσματα να αποδώσει την ιδιαιτερότητα του τόπου και την ιστορικότητά του, δείχνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και την αλληλεπίδραση όχι μόνο με τη Δύση αλλά και με την (Άπω) Ανατολή.  
Με υψηλή μόρφωση, σπουδασμένοι και πολιτικά ενεργοί είναι και οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου. Δύο όμως είναι οι πιο σημαντικές προσωπικότητες: ο αφηγητής Νταρά, ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής, φίλος της λογοτεχνίας και συγγραφέας, που αναλαμβάνει πρόθυμα να γράψει -κατά παραγγελία- τη βιογραφία του παιδικού του φίλου και ιδιόρρυθμου και τολμηρού ζωγράφου Πλάτωνα, 45 χρόνια μετά την εποχή που έζησαν μαζί (έχω πέσει με τα μούτρα στην ανασύνθεση της ζωής του. Εκείνο που ενδέχεται να μην έχει καταλάβει πλήρως είναι ότι, για να γράψω γι αυτόν, είναι ανάγκη να ζωντανέψω εκ νέου τη ζωή των άλλων, μαζί και τη δική μου. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται σήμερα, πάντως η ζωή του δεν είναι και δε θα μπορούσε να είναι αυθύπαρκτη).  Ο δεύτερος πρωταγωνιστής είναι ο  ίδιος ο Πλάτωνας (Μοχάμεντ Αφλατούν), που μας προσελκύει το ενδιαφέρον απ την αρχή (προτιμούσα τον ερωτευμένο Πλάτωνα από τον μελαγχολικό Πλάτωνα, τον απελπισμένο, βουτηγμένο στο ουίσκι, αυτοκτονικό Πλάτωνα/ο δικός του εσωτερικός πυρήνας, ένα λεπτό ατσάλινο μέταλλο, δεν είχε λυγίσει, γεγονός που τον έκανε να μην ανέχεται όσους ήταν λιγότερο δυνατοί απ αυτόν/του άρεσε το ζην επικινδύνως και, κατά μία έννοια, ο έρωτάς του για τη Ζάυναμπ ενέπιπτε σ αυτήν την κατηγορία). Γεννημένος στο Ανατολικό Παντζάμπι (που τώρα ανήκει στην Ινδία) γλίτωσε από το πογκρόμ του 1947[2] όταν ήταν στην τελευταία τάξη του σχολείου, ενώ τους υπόλοιπους μουσουλμάνους του χωριού (ανάμεσά τους και οι δικοί του) τους έκαψαν ζωντανούς οι σίχ.  Σώθηκε φτάνοντας στη Λαχόρη, όπου οι μουσουλμάνοι επιδίδονταν σε σφαγές των σίχ και των ινδουιστών και στη λεηλασία της πατρίδας τους. Τον Πλάτωνα κάποτε κάποιο μέλος του μυστικού μαρξιστικού πυρήνα τον ονόμασε «μικροαστό ατομικιστή», πράγμα που όχι μόνο δεν το αρνήθηκε αλλά το αποδέχτηκε γελώντας, λέγοντας ότι οι μαρξιστές αντιμετωπίζουν τον Μαρξ σαν προφήτη (η οικογένειά μου ήταν θρήσκα. Με πήγαιναν τακτικά στο τζαμί, είχα αποστηθίσει το Κοράνι, δίχως να καταλαβαίνω λέξη, και συμμετείχα σε όλες τις τελετουργίες. Όταν είδα τι γινόταν από όλες τις πλευρές στο όνομα της θρησκείας, της γύρισα την πλάτη μου για πάντα).
Ο τόπος καταγωγής, όπου συναντιούνται οι ήρωες  και οι φίλοι τους/συμπρωταγωνιστές μετά από χρόνια είναι η Λαχόρη, στο Παντζάμπι. Ο συγγραφέας έχει πολλές ευκαιρίες να μας μιλήσει γι αυτή την ιδιαίτερη περιοχή, που παρεμπιπτόντως είναι και η ιδιαίτερη πατρίδα του:
Αγαπούσα κι εκτιμούσα αυτήν την πόλη: το θάρρος της που συναγωνιζόταν την κουζίνα της∙ το πνεύμα της και τον αυτοσαρκασμό της∙ τη ζωντάνια της, αρσενική και θηλυκή∙ τα καφέ της, που ακόμα και μετά το 1947 διατήρησαν μια συνέπεια κι ένα βάθος σκέψης∙ την τρυφερότητα ή τη τραχύτητά της, ανάλογα με την περίσταση. (…)
 Δίνει όμως και την άλλη όψη:
Ο Πλάτωνας τους αντιπαθούσε όπως μόνο εκείνος ήξερε, διακρίνοντας το κωμικό στοιχείο σε ό, τι θεωρούσαν αρετή, τους προσέβαλλε κατάμουτρα, λέγοντας ότι δεν είχε ξαναδεί πιο χοντροκέφαλα και βάρβαρα καθάρματα, έστω κι αν παραφούσκωνε κάπως, εν γνώσει του. Κορόιδευε την αφύσικη εκζήτηση και τη γλώσσα του σώματός τους, την κενοδοξία στο ντύσιμό τους, τη χλομή όψη τους και την αποκρουστική φιλαυτία τους, αλλά πάνω απ όλα την αναλγησία τους προς όσους θεωρούσαν κοινωνικά κατώτερούς τους.
Οι δυο φίλοι έχουν κριτική στάση απέναντι στο φανατισμό και των σιιτών και των σουνιτών (διασκεδαστικότατη η αναφορά στις διαφορές που αφορούν τη «ζωτικής σημασίας ισλαμική ιεροτελεστία» του πόσες φορές τινάζουν οι μεν και οι δε το πέος μετά το κατούρημα!), απεχθάνονται τους συμπατριώτες τους που μιλούν συνέχεια για το ένδοξο μογγολικό παρελθόν  της πόλης, για την κυριαρχία των Μουγκάλ στην Ινδία, για το Μουγκάλ έτσι και το Μουγκάλ αλλιώς∙ ο Πλάτωνας φώναζε: «το μογγολικό κρασί, η μογγολική ακολασία και το όπιο, η μογγολική αδυναμία στα αγοράκια…». Οι προετοιμασμένες ευφυολογίες δεν είχαν θέση στο τραπέζι μας (…) Το αυθόρμητο ευφυολόγημα ενδέχεται να είναι άστοχο, αλλά σίγουρα το προτιμούσε από το άλλο είδος. Απεχθάνονται το φανατισμό και σατιρίζουν τους θρησκευόμενους. Κάνουν πορεία στο αμερικανικό προξενείο με αφορμή τη δολοφονία του Λουμούμπα το 1961, και παίρνουν μέρος στη φοιτητική εξέγερση ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς το 1968.

Ο έρωτας παίζει και σ’ αυτό το βιβλίο του Τάρικ Άλι συμπρωταγωνιστικό ρόλο∙ έτσι, έχουμε τον μεγάλο κι ανέφικτο έρωτα του αφηγητή, την κινεζικής καταγωγής Τζιντιέ (είναι η «σουνέρι τίτλι», δηλαδή η χρυσή πεταλούδα/το είδος του έρωτα που αισθανόμουν για την Πεταλούδα είχε μια παρενέργεια που εκδηλώθηκε με τη μορφή της πιο ευτράπελης, αναμφίβολα αρετής: την αγνότητα), και τη Ζαϋνάμπ, μια χειραφετημένη γυναίκα, εξίσου σημαντική και για τους δύο φίλους, που… την ανάγκασαν οι άντρες της οικογένειά της για λόγους κληρονομικούς  να… παντρευτεί το Κοράνι[4]. Οι προσωπικές ιστορίες και οι ερωτικές περιπέτειες είναι γλαφυρές και φανερώνουν ιδιαίτερο πάθος, υπάρχει διάχυτος ερωτισμός και λυρισμός:
·         ήταν η πρώτη φορά που η κοπέλα γέλασε. Η καρδιά μου σταμάτησε προς στιγμήν να χτυπάει. Υπάρχει ένα απαίσιο ρητό στα παντζάμπι, που δίνει μεγάλη σημασία στο γέλιο σε συνάρτηση με την ερωτική κατάκτηση: ασί τε πασί (αν γελάσει, την έριξες)
·         δεν είχαμε εγωισμό σ αυτά τα ζητήματα, επομένως δε μας ένοιαζε αν θα χάναμε την αξιοπρέπειά μας
·         ήταν ακόμα πιασμένος στα βρόχια της τρέλας, του μαρτυρίου και της χαράς, διαδικασία την οποία ο Σταντάλ έχει περιγράψει διεξοδικά ονομάζοντάς την «κρυστάλλωση»
·         εκείνο το καλοκαίρι όλες μου οι σκέψεις ήταν η ωρίμανση της διαδικασίας της κρυστάλλωσης (κρυστάλλωση: σύμφωνα με τον Σταντάλ, ο ερωτοχτυπημένος μοιάζει με το κλωνάρι που το ρίχνουν στα αλατωρυχεία τον χειμώνα,  και δυο μήνες αργότερα το ανασύρουν σκεπασμένο από λαμπερούς κρυστάλλους)
Και ποια είναι η «νύχτα» της χρυσής πεταλούδας; Όντως η Τζιντιέ ήταν μια αιθέρια ύπαρξη με πνευματική ομορφιά που δεν ένιωθε για κανέναν άντρα σαρκικό πόθο, όπως ισχυρίζεται ο άντρας της;
Όπως γράφει μετά από χρόνια σε επιστολή της στον Νταρά:
Θα μπορούσες να είχες ανακαλύψει από πρώτο χέρι την αλήθεια, αν δεν είχες εμμονή με τον πρωινό καφέ. Εκείνη η ευκαιρία δεν θα παρουσιαστεί, δυστυχώς, ξανά στο δρόμο μας.

 Ιδιαίτερη είναι η μνεία για τη γλώσσα/διάλεκτο «παντζάμπι» (επίσημη γλώσσα είναι η «ουρντού», που αποτελεί σημάδι αναγνώρισης μεταξύ των πακιστανών (ακούγοντας τις βλαστήμιες του, αυτός που του τηλεφωνούσε γέλασε πνιχτά και τον χαιρέτησε στα παντζάμπι, τη μητρική γλώσσα που βάζει κάτω όλες τις γαμημένες μητρικές γλώσσες -έτσι τουλάχιστον καυχιούνται οι υποστηρικτές της. Καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει αυτήν την πολυεπίπεδη γλώσσα, την τόσο πλούσια σε λογοπαίγνια και αμφισημίες, εξαιτίας των οποίων ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι, στην ουσία, κάθε λέξη της κάθε διαλέκτου των παντζάμπι έχει διττή ή κρυφή σημασία.
Όμως, ο μελετητής Τάρικ Άλι, είναι πολύ προσεκτικός και διατηρεί μια επιστημονική, θα λέγαμε, αντικειμενικότητα όταν αναφέρεται σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις. Λέει λοιπόν, αμέσως μετά ο αφηγητής: Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό ισχύει. Κάτι τέτοιο θα είχε δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα στη θρησκεία των Σιχ, ο ιδρυτής της οποίας, ο οραματιστής μυστικιστής ποιητής Νανάκ, σπουδαίος αριστοτέχνης της γλώσσας, θα πρέπει να ήξερε τι έκανε όταν προβίβασε τη μητρική γλώσσα παντζάμπι καθιστώντας την επίσημη γλώσσα της νέας πίστης, που διαχωρίστηκε από τους βεβαρημένους από τις κάστες Ινδουιστές.

  Η ιστορία της οικογένειας της κινέζας Τζιντιέ, που με πολύ έντεχνο τρόπο μας παραθέτει ο μυθιστοριογράφος, μάς δίνει την ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση της πολυπλοκότητας των σχέσεων και του πολιτισμού στις περιοχές αυτές της Μέσης/άπω Ανατολής. Ακούμε από πρώτο χέρι (μεγάλη προγιαγιά) για τις εξεγέρσεις στο Γιουνάν λες και συνέβησαν την περασμένη εβδομάδα. Ο προπάππος της Τζιντιέ ήταν Σουλτάνος στο Γιουνάν, ονόματι Σουλεϋμάν (μουσουλμάνος). Η οικογένειά της έφτασε στη Λαχόρη μετά από μακρά πορεία από το Γιουνάν στην Ινδία. Η πρόσμειξη στοιχείων των δυο πολιτισμών είναι φυσικό επόμενο, π.χ. το Χάν Κιτάμπ είναι συλλογή κινέζικων ισλαμικών κειμένων, γραμμένο από Κινέζους μουσουλμάνους, που συνδυάζουν τον Ισλαμισμό με τον Κομφουκιανισμό. Το μίσος μεταξύ των Χάν και των Χούι (κινέζοι μουσουλμάνοι) και η απειλή των Μαντσού και των Τσινγκ ήταν τα αίτια άπειρων πολεμικών συρράξεων αλλά και συζητήσεων για το ποιοι ήταν προοδευτικοί και ποιοι όχι (τους προτιμάς μόνο και μόνο επειδή οι μαοϊκοί αρνούνται να αναγνωρίσουν την εξέγερση του Γιουνάν ως προοδευτική, φοβούμενοι μήπως ενθαρρύνουν παρόμοιες ενέργειες κλπ. κλπ.).
Μέσω του Κομφούκιου, του αδερφού της Τζιντιέ, που εξαφανίζεται στην Κίνα του Μάο για να τον ανακαλύψουν μετά από χρόνια σε κατάσταση αμνησίας από ξύλο μιας αντίπαλης ομάδας Ερυθρών Φρουρών, παίρνουμε μια γεύση της σύγχρονης κατάστασης στην Κίνα.

Οι πολιτικές αναφορές, όσο αφορά το σύγχρονο Πακιστάν, πληθαίνουν προς το τέλος του βιβλίου, με αφορμή την -πολιτική- δολοφονία του φιλοδυτικού στρατηγού Ραφίκ, γαμπρού της Τζιντιέ. Τα στρατιωτικά καθεστώτα, με τον πόλεμο του 2001, η εξάπλωση των Ταλιμπάν[5] αλλά και των Ταλιμπού (ειδική ομάδα των Ταλιμπάν που έχει στόχο να εισχωρήσει στον στρατό και την αστυνομία), η μαζική έξοδος των νεαρών ττης δεκαετίας του ‘60 στα Λονδίνα,τα Παρίσια αλλά και στην Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης (ο «Κομφούκιος», ο αδερφός της Τζιντιέ), κάνουν την κατάσταση στο Πακιστάν χαώδη, πράγμα που απεικονίζεται στο τεράστιο ζωγραφικό τρίπτυχο που άφησε κληρονομιά ο Πλάτων προτού πεθάνει.  
Χαρακτηριστικά ενδεικτική φιγούρα της παρακμής η Νότι Λατίφ, που κοιμόταν με τους στρατηγούς (μέσα σ αυτούς κι ο Ραφίκ), φυγαδεύεται στο Παρίσι, κατευθύνεται ώστε να γράψει τις ιστορίες της («ο νέος Ντιντερό»!) και ντρεσσάρεται από τα μήντια σαν την ηρωίδα που κατάφερε να ξεπεράσει την ισλαμική καταπίεση! Ασφαλώς έχει συναίσθηση ότι την εκμεταλλεύονται, όπως γινόταν σ όλη της τη ζωή.
Οι ιστορίες της Νότι όσο αφορά την καθημερινή ζωή με τον άντρα της και τους στρατηγούς, μια αφήγηση αδιάπτωτης ηθικής, πολιτικής και οικονομικής εξαχρείωσης, είχε για μας πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ όσο για τους δυτικούς αναγνώστες, αλλά η εξιστόρηση της στρατολόγησής της από τη γαλλική μυστική υπηρεσία πληροφοριών και του τρόπου με τον οποίον την παρέσυρε να αναλάβει τον καινούριο της ρόλο ήταν μία εντυπωσιακή ματιά στον ερεβώδη κόσμο της προπαγάνδας του σύγχρονου πολέμου.
 Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Πρωτεύουσα της «Παντζάμπ» (Πενταποταμία), στα σύνορα με την Ινδία, Πολιτιστική πρωτεύουσα του Πακιστάν. Την περίοδο των αγώνων για την ανεξαρτησία της Ινδίας και του Πακιστάν η Λαχόρη έπαιξε σημαντικό ρόλο.
[2] Η Διχοτόμηση του Πακιστάν έγινε το 1947 Το 1947 οι Βρετανοί αποχωρούν από την Ινδία, από την οποία αποσχίστηκε το καθαρά Μουσουλμανικό κράτος του Πακιστάν, το οποίο χωριζόταν σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν 1.600 km ινδικού εδάφους. Τότε έλαβε χώρα και η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών (ανταλλαγή) μεταξύ Ινδών και Πακιστανών στην ιστορία (20.000.000)
Το σημερινό Πακιστάν προέκυψε μετά την αποσκίρτηση του Ανατολικού Πακιστάν και τη δημιουργία νέου κράτους (του Μπανγκλαντές) το 1971.
[4] συνήθης τερατώδης πρακτική αν και καταγγελλόταν απ όλες τις φατρίες ως αντίθετη του Ισλάμ
[5] Με τον όρο Ταλιμπάν, δηλαδή σπουδαστές του κινήματος της ισλαμικής γνώσης εννοείται το πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα που κυβέρνησε το Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001. Οι Ταλιμπάν ανήλθαν στη εξουσία μετά από έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο. Εκδιώχθηκαν βίαια από την εξουσία μετά την πολεμική σύρραξη Αφγανιστάν-Η.Π.Α., τον Δεκέμβριο του 2001 (από την wiki- pedia).

Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2014

Η πέτρινη γυναίκα, Tariq Ali

Σαγηνευτικό το γράψιμο του πολιτικού στοχαστή και μυθιστοριογράφου Tariq Ali από την πρώτη κιόλας σελίδα: «Οι μύθοι πάντα συσκοτίζουν την αλήθεια όσον αφορά τις οικογενειακές ιστορίες». Μια οικογενειακή ιστορία λοιπόν, με τους μύθους της, τα μυστήριά της, τους ήρωές της και τις μικρές τραγωδίες. Εικόνες, μυρωδιές, ιστορίες, στοχασμός και συναισθήματα συνυφαίνονται αβίαστα, με μεγάλη παραστατικότητα κι ευαισθησία. Είναι το τρίτο μυθιστόρημα της πενταλογίας με θέμα το Ισλάμ (υποθέτω με άλλους ήρωες κάθε φορά), και το πρώτο που έφτασε στα χέρια μου.
Βρισκόμαστε στην Οθωμανική αυτοκρατορία του τέλους του 19ου αι., σ’ ένα απομακρυσμένο προάστιο της Κων/λης όπου είχε εξοριστεί  λόγω δυσμένειας ο προπάππος της Νιλοφέρ, της πρωταγωνίστριας και αφηγήτριας του βιβλίου. Μέσα από τις οικογενειακές σχέσεις αυτής της διακεκριμένης και μορφωμένης οικογένειας Οθωμανών, που καθορίζονται βέβαια από τους νόμους του Ισλάμ, βλέπουμε πώς παρακμάζει η  αυτοκρατορία και πώς ωριμάζουν οι συνθήκες  στην πορεία προς τον εκσυγχρονισμό, που επέβαλε λίγα χρόνια αργότερα ο Κεμάλ.
Η όμορφη Νιλοφέρ επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό σπίτι συνοδευόμενη από το πρώτο της παιδί, τον Ορχάν. Οι σχέσεις της με τον πατέρα της είναι διαταραγμένες, όχι μόνο γιατί την έχει αποκηρύξει επειδή παντρεύτηκε   Έλληνα σχολικό επιθεωρητή κατά παράβαση της επιθυμίας του, αλλά κι επειδή ήταν ανέκαθεν αυταρχικός(είχα επιδιώξει να φύγω από το σπίτι, αλλά με τους όρους μου. Η απόφαση του πατέρα να με αποκηρύξει στάθηκε αληθινό πλήγμα. Τον μισούσα. Μισούσα τη στενοκεφαλιά του. Μισούσα τη συμπεριφορά του απέναντι στα αδέρφια μου). Έτσι, στην επιστροφή της,  παρακολουθούμε την πορεία των αναμνήσεων, τα νοσταλγικά βήματα αλλά και τις πιο εσωτερικές της σκέψεις καθώς αντικρίζει πρόσωπα και τοπία αγαπημένα μετά από τόσο καιρό. Μύθοι παλιοί, ιστορίες  αγαπημένων προσώπων, θρύλοι και μικρές προσωπικές τραγωδίες συμπληρώνουν το σκηνικό. Αφηγηματικό εύρημα είναι η «Πέτρινη γυναίκα»,  ένας μεγάλος βράχος της περιοχής που έχει τη μορφή γυναίκας, όπου εξομολογούνται οι ήρωες τα μυστικά τους, δίνοντας στον αναγνώστη καταπληκτικές αναδρομικές  ιστορίες που είναι αυτοτελείς.

Το ερωτικό πάθος είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε πολλές παραλλαγές, και μάλιστα στο παραμυθιακό χρώμα της ανατολής. Μέσα από τον έρωτά τους διαγράφονται οι ήρωες, μερικοί από τους οποίους είναι  πολύ συμπαθητικοί. Ο πασάς Ισκαντέρ, ο αυταρχικός πατέρας, θρηνεί ακόμα την πρώτη του γυναίκα αποκαλύπτοντας  ένα καινούριο πρόσωπο στη Νιλοφέρ.  Η μητέρα της από την άλλη, θυμάται ακόμα έντονα τον έρωτά της με τον Σουλεϊμάν, τον αληθινό πατέρα της Νιλοφέρ, που την εγκατέλειψε ανεξήγητα. Μα και η ίδια η Νιλοφέρ έλκεται από τον Σελίμ, ενώ ο Ντιμίτρι, ο πατέρας των παιδιών της, της είναι αδιάφορος.  Ο Αρμένιος υπηρέτης Πετροσιάν, ο αδερφός Σαλμάν κι άλλοι έχουν ανάλογες ιστορίες. Ο λυρισμός του Tariq Ali στις ερωτικές στιγμές έχει κάτι το μοναδικό:
Ο Σουλεϊμάν ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος άνθρωπος που με ρώτησε τι γύρευα από τη ζωή. Δεν γέλασε όταν του εξομολογήθηκα τις πιο μύχιες φαντασιώσεις μου. Όταν είπα πως ήθελα να γράψω μυθιστορήματα όπως ο Μπαλζάκ, αυτός με ενθάρρυνε. Άκουγε με προσοχή ό, τι έλεγα. Δεν επιχείρησε ποτέ να μου επιβάλει τη θέλησή του –άσε που ακόμα κι αν προσπαθούσε, δεν θα πετύχαινε τίποτα. Κάτι τέτοιες στιγμές, είναι αρκετό να αγαπάς απλώς τη ζωή. Όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους, έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν.
Και από την εξομολόγηση του Σαλμάν στην Πέτρινη Γυναίκα:
Δεν αντέχω να ξαναζήσω την εμπειρία, έστω και για χάρη σου, Πέτρινη γυναίκα. Ορισμένες λεπτομέρειες είναι τόσο αγνές και γλυκές, που μου φέρνουν κλάματα. Αν σου μιλούσα, θα παρέλυα ξανά από αδυναμία, θα την αγαπούσα απ την αρχή κι όλα θα πήγαιναν χαμένα. Θα’ ταν σα να πέφτω στην άβυσσο, δίχως ποτέ να φτάνω στον πυθμένα- και δεν υπάρχει χειρότερος βραχνάς.

Αυτό ωστόσο που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον (για τον έλληνα ιδιαίτερα, που η επίσημη ιστορία του συσκοτίζει τον πολιτισμό των Οθωμανών), είναι πτυχές της ισλαμικής ιστορίας που δεν είναι και πολύ γνωστές. Ομηρικές διαφωνίες, π.χ., για το ρόλο των Αββασιδών και των Ομμεϋαδών στην ιστορία του ισλάμ (όσο κι αν κοροϊδεύεις, δεν γίνεται να ανυψώσεις την έριδα μεταξύ Ομμεϋαδών και Αββασιδών σε παγκόσμια πνευματική διαμάχη)Η ανάγλυφη παρουσίαση μιας ολόκληρης κοινωνίας που μετασχηματίζεται για να εκσυγχρονιστεί, με όλες τις επιφυλάξεις απέναντι στις νεωτερικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται από την Επιτροπή Ένωσης  και Προόδου, δηλαδή της μυστικής οργάνωσης αξιωματικών που οδήγησαν στο κόμμα των Νεότουρκων του Κεμάλ.
- Πιστεύω ότι η αποτυχία μας να εκσυγχρονιστούμε στις αρχές αυτού του αιώνα οφείλεται στην άρνησή μας να δεχτούμε την τυπογραφία και άλλες εφευρέσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Θα μπορούσε ο βαρόνος να μας εξηγήσει γιατί περιφρονεί τον Κύκλο του Δικαίου; διδαχτήκαμε τη χρησιμότητά του όταν μυηθήκαμε στην τέχνη της διακυβέρνησης της χώρας. Δεν βλέπω τίποτα επιλήψιμο στην πολιτική θεωρία που επικρατούσε επί αιώνες στην αυτοκρατορία μας. Είναι απείρως προτιμότερη από τη δημοκρατία που ανέχεται ο Μπίσμαρκ.
- Αυτός ο κύκλος του Δικαίου που λατρεύετε εσείς οι Οθωμανοί , στηρίχτηκε σε σαθρά θεμέλια, Ισκαντέρ Πασά. Στόχος του δεν ήταν η λύση των προβλημάτων, αλλά η δημιουργία εντυπώσεων. Πρόσεξε πώς ηχεί, βαριά και παρατεταμένα-σαν τα κανόνια του Μωάμεθ του Πορθητή έξω απ την Κωνσταντινούπολη. Δεν υφίσταται ανώτατη εξουσία χωρίς στρατό, στρατό χωρίς πλούτο, πλούτος χωρίς αφοσιωμένους υπήκοους, αφοσιωμένοι υπήκοοι δίχως δικαιοσύνη, δικαιοσύνη χωρίς αρμονία επί της γης, αρμονία χωρίς κράτος, κράτος χωρίς δίχως νόμο, επιβολή του νόμου δίχως ανώτατη εξουσία, ανώτατη εξουσία δίχως σουλτάνο ή χαλίφη. Αυτός ο κύκλος έχει ένα ολέθριο ψεγάδι, βασίζεται στο ντεβσιρμέ (παιδομάζωμα). (…) Είναι επικίνδυνο να φανταζόμαστε ότι μια ομάδα δίχως δεσμούς αίματος, συντροφικής αλληλεγγύης ή κοινωνικής τάξης θα παραμείνει πιστή στην ανώτατη εξουσία. Η κοινή εκπαίδευση είναι καλή για τη δημιουργία των Γάλλων σεφ, αλλά όχι για τη δημιουργία ισχυρού κράτους.
Εξίσου ενδιαφέρον έχει και το πώς συζητούν οι μορφωμένοι Οθωμανοί (όπως ο πατέρας της Νιλοφέρ, ο Ισκαντέρ πασάς, που έχει βιβλία ανυπολόγιστης αξίας, γαλλικά, γερμανικά, αραβικά, περσικά και τουρκικά) για τους μεγάλους στοχαστές της δύσης, όπως για τον Αύγουστο Κοντ, τον Χέγκελ, τον Μακιαβέλι ή για μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως ο Βάγκνερ. Συζητούν ας πούμε για τη θρησκεία, με εντυπωσιακά ορθολογικό τρόπο (η θρησκεία μας δε φτιάχτηκε για τους παπάδες και τους καλογέρους. Θα μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς προσευχή, η οποία καθιερώθηκε πολύ αργότερα. Αυτά τα πράγματα επινοήθηκαν για να συναγωνιστούμε τους χριστιανούς. Αφού αυτοί είχαν ιερείς, χρειαζόμαστε κι εμείς τους δικούς μας. Στη θρησκεία μας δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ πνευματικού και εγκόσμιου).

Οι ιστορικές αναφορές φτάνουν αναδρομικά μέχρι το 1870, στην Παρισινή Κομμούνα, ένα γεγονός που έζησε ο Ισκαντέρ πασά, έχει προβληματίσει και μπολιάσει τη σκέψη του, όπως φαίνεται από το ημερολόγιό του, το οποίο διαβάζει ο Σαλμάν κι εντυπωσιάζεται (κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν στα 1789. Τι παράξενο αλήθεια∙ οι άνθρωποι αυτοί διαθέτουν μια ενστικτώδη αίσθηση της ιστορίας τους). Ο δε Χασάν το βαλε σκοπό να οργανώσει μια Κομμούνα στην Ισταμπούλ. Το πρόβλημα δε βρισκόταν στο ότι θα αντέγραφε μια ήττα, αλλά στο ότι ο λαός της Ισταμπούλ εξακολουθούσε να είναι μανιωδώς προσκολλημένος στα αναθεματισμένα τα τζαμιά. Οι Παριζιάνοι, χάρη στο 1789, είχαν θεραπευτεί από την ασθένεια αυτή. Ήταν φανατικοί πολέμιοι του κλήρου.

Θύμα του πολιτικού φανατισμού ήταν η δολοφονία του Ντιμίτρι, του Έλληνα άντρα της Νιλοφέρ, που βρισκόταν στο Ικόνιο, όσο εκείνη είχε επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Οι υποκινητές ενεργούσαν υπό την επιρροή των Νεότουρκων, που θεωρούσαν όλους τους Έλληνες πράκτορες των Γάλλων, των Βρετανών, των Ρώσων (τα αποβράσματα της πόλης, που κυκλοφορούν με την αμφίεση των Νεότουρκων, διατείνονται πως υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση και τις σύγχρονες ιδέες.  Στην πραγματικότητα είναι κοινοί εγκληματίες, οι οποίοι επιθυμούν να καταλάβουν τα σπίτια μας και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση, λέει ο ίδιος). Ο Ντιμίτρι, γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του Νιλοφέρ  έχει απομακρυνθεί συναισθηματικά (εγώ ήμουν ο βάτραχος που παρέμεινε βάτραχος κι εσύ ήσουν ανέκαθεν μια πριγκίπισα) και προαισθανόμενος τη δολοφονία του του, ουσιαστικά, όπως λέει και η Νιλοφέρ, «αφήνεται να πεθάνει». Η ζωή του ήταν βουτηγμένη στη θλίψη, κι ήταν ανώφελο να βασανίζεται, εφόσον χάθηκε η ελπίδα. Όπως γράφει κι ο ίδιος στην τελευταία επιστολή που της έγραψε πριν τον σκοτώσουν, 
Η άρνησή μου να υποταχτώ, ήταν πράξη πολιτική. Πες στον Ορχάν και την Εμινέ ότι λυπάμαι, αλλά, πραγματικά, για μένα δεν υπάρχει άλλος δρόμος. 

Χριστίνα Παπαγγελή