Πέμπτη, Ιανουαρίου 29, 2015

Η σκιά του ανέμου, Carlos Ruiz Zafón

Ένα ακόμα βιβλίο μυστηρίου έγραψε ο γνωστός από το «Παιχνίδι του αγγέλου» συγγραφέας, ένα «βιβλίο για τα βιβλία», όπου ο πρωταγωνιστής Ντανιέλ προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστήριο που περιβάλλει τον συγγραφέα του βιβλίου «Η σκιά του ανέμου», τον Χούλιαν Καράξ! Πέρα από την αστυνομικού τύπου υπόθεση που συναρπάζει σε μεγάλο βαθμό τους λάτρεις των μυστηρίων, είναι ένα βιβλίο για τη σαγήνη της λογοτεχνίας∙ και εδώ θα συμφωνήσω με την αγαπητή βιβλιόφιλη φίλη Κ.Β. που επισήμανε ότι υπάρχει μια διακειμενική συγγένεια με το βιβλίο αυτό και το «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα» του Πασκάλ Μερσιέ, εφόσον κι εδώ ο κεντρικός ήρωας μαγεύεται σε τέτοιο βαθμό από κάποιο βιβλίο, ώστε αναζητά απεγνωσμένα τον -εξαφανισμένο κι εδώ- συγγραφέα, πράγμα που καθορίζει τη ζωή του και τις επιλογές του.
Η βασική σύλληψη είναι πρωτότυπη και ελκυστική: Ο εντεκάχρονος πρωταγωνιστής και αφηγητής Ντανιέλ είναι ένα έξυπνο αγόρι ορφανό από μητέρα, που αγαπά ιδιαίτερα τα βιβλία (γιος του περιθωριακού παλιοβιβλιοπώλη Σεμπέρε που είναι δευτερεύων χαρακτήρας στο «Παιχνίδι των αγγέλων»). Βρίσκουμε κι εδώ, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο το εύρημα του υποβλητικού «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων», ενός  χώρου όπου συγκεντρώνονται ένα αντίτυπο από όλα βιβλία που ήταν καταδικασμένα να καταστραφούν και να σιωπήσουν για πάντα, βιβλία που διατηρούν τη μνήμη και την ψυχή χρόνων και θαυμάτων που δε θυμάται πια κανείς. Εκεί  οδηγεί ο πατέρας τον γιο του στα ενδέκατά του γενέθλια για να διαλέξει βιβλίο -και οι συμβολισμοί είναι σημαδιακοί. Το μοιραίο βιβλίο που διαλέγει «κατά τύχη» ο Ντανιέλ (η «Σκιά του ανέμου»),  θα το διεκδικήσουν κι άλλοι αλλά ο Ντανιέλ  δεν το αποχωρίζεται ακόμα κι όταν τον εκβιάζουν.
Από κει και πέρα κλιμακώνεται το μυστήριο. Ποιος είναι ο μυστηριώδης ξένος, που προσομοιάζεται με τον διάβολο (κάτι τέτοιες νύξεις μ έκαναν λίγο να ξενερώσω, αλλά ευτυχώς δεν υπάρχει καθόλου μεταφυσικό στοιχείο), για ποιο λόγο  παρακολουθεί τον Ντανιέλ, για ποιο λόγο επιμένει να αποκτήσει το βιβλίο, ποιος είναι αλήθεια ο συγγραφέας Χούλιαν Καράξ και ποια η πραγματική του βιογραφία∙ στην αναζήτηση αυτή εμπλέκονται κι άλλα μικρότερης κλίμακας μυστήρια, ενώ οδηγός και βοηθός του Ντανιέλ είναι ο πολύ γραφικός, ιδιόρρυθμος και έντονα συναισθηματικός  Φερμίν Ρομέρο δε Τόρες, που τον περιμάζεψαν ως ζητιάνο και με τις σφαιρικές του γνώσεις, την τόλμη και την εξυπνάδα του διεισδύει  και ξεκλειδώνει τα μυστικά στα οποία σκοντάφτει.
Ο Ντανιέλ για να προστατεύσει το βιβλίο το ξανακρύβει στο «Κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων», αλλά γι αυτόν είναι πια μονόδρομος το να αποκαλύψει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου του συγγραφέα Καράξ.  Η ιστορία είναι πράγματι σαγηνευτική αν και κάπου προς τη μέση «κάνει κοιλιά», με την έννοια ότι στην προσπάθειά του ο Θαφόν να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα του αναγνώστη, περιπλέκει υπερβολικά την υπόθεση, κοινώς το «παρατραβάει», παραθέτει δε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη παρέκβαση.  Εξίσου τραβηγμένη βρήκα την τελική-τελική έκβαση, που κατά τη γνώμη μου προσβάλλει και την αληθοφάνεια.
Παρόλες αυτές τις αδυναμίες σε επίπεδο πλοκής, το ύφος είναι συναρπαστικό, ιδιαίτερα όσο αφορά τις αποχρώσεις του έρωτα, που είναι άλλωστε κυρίαρχος στο βιβλίο: αρχικά η «γυναίκα με τα άσπρα», η τυφλή αλλά πανέμορφη, διάφανη Κλάρα, δημιουργεί αναστάτωση στον εντεκάχρονο ήρωα (ο σφυγμός μου χτυπούσε σαν τρελός κι ευγνωμονούσα τη θεία πρόνοια για το ότι δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες για να αντιληφθούν το φλόγισμα στα μάγουλά μου/είχα μείνει πλέον άφωνος, στο έλεος αυτού του πλάσματος στου οποίου τα λόγια και τη γοητεία δεν είχα τρόπο, αλλά ούτε και διάθεση να αντισταθώ). Ο έρωτας του ενήλικα πια Ντανιέλ με τη Μπέα, όπου η εφηβική ειρωνεία και το μίσος γίνεται αγάπη με βήματα σταδιακά (μας προστάτευε το λυκόφως κι εκείνη η σιωπή της εγκατάλειψης, που φέρνει κοντά τους άγνωστους, κι ένιωσα την τόλμη να πω οτιδήποτε, κι ας ήτανε η τελευταία φορά/κάποιος είπε ότι από τη στιγμή που σταματάς για να σκεφτείς αν αγαπάς τον άλλον, δεν τον αγαπάς πια/ο πιο σοφός άνθρωπος στον κόσμο, ο Φερμίν, δεν μου είχε πει τίποτα γι αυτό το παράξενο τρέμουλο των χεριών που καθιστούσε κάθε κουμπί, κάθε φερμουάρ, ένα έργο υπεράνθρωπο/δεν μου είχε πει τίποτα γιατί ήξερε πως το θαύμα συμβαίνει μόνο μια φορά, πως όταν συνέβαινε, μιλούσε τη δική του, μυστική γλώσσα, που μόλις αποκαλυπτότανε χανότανε για πάντα)∙ τέλος, οι μοιραίοι έρωτες της Πενέλοπε και της Νούρα Μονφόρτ με τον συγγραφέα, τον Χούλιαν Καράξ, περιγράφονται εσωτερικά και πολύ πειστικά, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα παίζουν λειτουργικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Εξίσου κυρίαρχο ρόλο έχει και το θέμα της φιλίας, και μάλιστα σε διαφορετικές φιλικές σχέσεις: Φερμίν-Ντανιέλ, Ντανιέλ-Τομάς (παρατήρησα αυτόν τον ντροπαλό και σιωπηλό γίγαντα που τριγυρνούσε μέσα στις τάξεις και στους διαδρόμους του σχολείου σαν μια αδέσποτη ψυχή). Δεν βλέπουμε μόνο τις εκδηλώσεις φιλίας όπως είναι η αυτοθυσία του Μικέλ από την αγάπη του στον Χουλιάν, αλλά ο Θαφόν κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει/νιώσει και ποιοι είναι οι ενδότεροι λόγοι που συνδέουν τους δυο φίλους.

Ενδιαφέρον έχει και το ιστορικό πλαίσιο, αλλά δε νομίζω ότι δικαιολογείται ο όρος «ιστορικό μυστήριο», όπως αναφέρει η Biblionet . Οι πινελιές αυτές αφορούν αναφορές στον ισπανικό εμφύλιο, στο φρούριο του Μοντζούικ στη Βαρκελόνη όπου θανατώθηκαν πολλοί δημοκρατικοί (και πρόσωπα του βιβλίου) και η απειλητική παρουσία του επιθεωρητή Φερμέρο, του οποίου οι μέθοδοι παραπέμπουν στη σκοτεινή αυτή περίοδο της ισπανικής ιστορίας. Τέλος, θα δανειστώ από τον librofilo το σχόλιο που έκανε για το «Παιχνίδι του αγγέλου», ότι το γκόθικ στοιχείο του μυθιστορήματος ενισχύεται από την έντονη παρουσία της Βαρκελώνης στην δράση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Ιανουαρίου 09, 2015

Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Βικτόρ Σερζ (2ο μέρος)

(συνέχεια της παρουσίασης )

5.     Η Ευρώπη σε σκοτεινή στροφή (1922-26)
Μπορούμε άραγε να προσδιορίσουμε από πριν
την ημερομηνία μιας επανάστασης;

Ο συγγραφέας εξακολουθεί να υπερασπίζεται το μπολσεβικικό όραμα, συγκρίνοντας το με την συμβιβαστική πολιτική των σοσιαλδημοκρατών∙ ήταν η μόνη θεραπεία μέσα σ ένα αστικό σηπόμενο κόσμο. Όμως, όπως λέει παρακάτω, σχεδόν κανείς δεν κατάλαβε, μέσα στη Διεθνή, την πορεία στη Ρώμη και την άνοδο του Μουσολίνι. Η γνώμη των διοικούντων ήταν ότι αυτή η μπουφόνικη φιγούρα θα φθειρόταν σύντομα.
Με άλλους εκπρόσωπους και πράκτορες της Διεθνούς, με τη γυναίκα του και το γιο του, με την ταυτότητα αρχικά Πολωνού και στη συνέχεια Λιθουανού, καταλήγει στο Βερολίνο όπου ετοιμάζεται η εξέγερση της 25ης Οκτωβρίου (τελικά ξεκίνησε την 23η Οκτωβρίου) στο Ράιχ. Εκεί η Ρωσική επανάσταση διατηρούσε όλο το φωτοστέφανο της καινούριας δικαιοσύνης, της νέας οργάνωσης της παραγωγής, της άγνωστης δημοκρατίας. Ο Σερζ παρακολουθεί από πολύ κοντά όλα τα γεγονότα, μιλά για την καταστολή και την ήττα του κομμουνισμού και της γερμανικής εργατιάς. Η κρίση της αστικής τάξης και οι όροι της συνθήκης των Βερσαλλιών ρίχνουν τη γερμανική  εργατική τάξη στη μιζέρια και την πείνα. Μιλά  και για τον Αδόλφο Χίτλερ: «ένας αδύνατος αγκιτάτορας ενός μικροσκοπικού κόμματος που αναπτύσσεται στη Βαυαρία, επιχειρεί τη γελοία πραξικοπηματική του ενέργεια στο Μόναχο... (Νοέμβρης 1923, πραξικόπημα μπυραρίας).
         
Το πρωινό της αναγγελίας της δικτατορίας του φον Σέεκτ, ο Σερζ παίρνει το εξπρές για την Πράγα, μια όαση ευημερίας και ευγένειας. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά. Αποτυχημένη εισβολή στην Εσθονία, καταστολή της εξέγερσης στη Γεωργία, θυελλώδης άνεμος στα Βαλκάνια. Βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στην καρδιά του μεσοπολέμου… Με αφορμή το θάνατο του Λένιν, ο συγγραφέας παραθέτει ένα συγκλονιστικό ελεγείο (μαζί με μερικούς άλλους, ο άνθρωπος αυτός έφερε σε ένα τεράστιο κίνημα από διστακτικές μάζες την πιο φωτεινή και την πιο καθοριστική πολιτική συνείδηση). Ενδιαφέρεται για το κίνημα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας (μαθαίνουμε την ύπαρξη της ORIM, μακεδονικής εθνικιστικής και τρομοκρατικής οργάνωσης από το 1893), γύρω απ τη μεγάλη ιδέα της οποίας βρίσκονταν μυρμηγκιές πρακτόρων. Ο συγγραφέας παραθέτει με λεπτομέρειες την επαφή του με πολλούς «ρομαντικούς επαναστάτες» που τους γνώρισε προσωπικά, όπως η Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα, ο Μπέλα Κουν (μιλά αρνητικά) και ο Γκέοργκ Λούκατς. Αρχίζει και διαβλέπει την αρχή της πολεμικής ενάντια στον Τρότσκι με το μέρος του οποίου τάσσεται, τουλάχιστον στα χρόνια αυτά. Η επανάσταση βρίσκεται πια σε αδιέξοδο (επειδή κάποιοι έδωσαν δείγματα πολιτικής γενναιότητας ζητώντας να ενημερωθούν σχετικά με τις ρωσικές υποθέσεις, διώχτηκαν).
Όπως τον συμβουλεύει και ο Λούκατς, οι ταπεινώσεις δεν έχουν τόση μεγάλη σημασία για μας. Μην εξοριστείτε για το τίποτα. Ας οργανώσουμε τις δυνάμεις μας. Η ιστορία θα μας χρειαστεί ξανά.

6.     Η επανάσταση σε αδιέξοδο (1926-28)
Γιατί αυτή η παρατεινόμενη συντριβή στη ρώσικη γη μας;

           Η επιστροφή στη ρώσικη γη είναι σπαραξικάρδια. Πολλοί σύντροφοι, πολύ αξιόλογοι (όπως η Ευγενία Μπογδάνοβα Μπος, ο ποιητής Εσένιν/ ο μεγάλος λυρικός μας ποιητής, ο ποιητής της ρωσικής υπαίθρου, των καμπαρέ της Μόσχας, των μποέμ τραγουδιστών της εποχής της επανάστασης, και πολλοί άλλοι που αναφέρονται με λεπτομέρειες) δίνουν τέλος στη ζωή τους. Διωγμένοι από το κόμμα, διότι είχαν προτείνει την «καινούρια πορεία», οι νέοι άνδρες προτίμησαν για τον εαυτό τους το πιστόλι. Και ως γνωστόν ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε σύντομα, με μια σφαίρα στο στήθος∙ αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Συγκλονιστικός και ο θάνατος του Γιόφφε (η χώρα δεν άκουσε τον ήχο του πιστολιού του Γιόφφε που το ύστατο μήνυμά του παρέμεινε κρυφό).
Πώς να ζήσεις όταν το κόμμα σού αρνείται το δικαίωμα να το υπηρετήσεις; Η φτώχεια, η πείνα, ο πληθωρισμός έχουν φτάσει σε δυσβάσταχτα όρια…  Όμως η χυδαία στάμπα του χρήματος έχει εμφανιστεί πάνω σε όλα τα πράγματα. Μιλάει για το «βρόμικο εμπόριο», που προκύπτει από ψεύτικες κοοπερατίβες, με κλεμμένα λεφτά (δωροδοκίες κλπ), με διαφθορά. Απ αυτήν την άποψη η ΝΕΡ είναι αναμφισβήτητα μια ήττα.
Σ αυτό το κεφάλαιο ο Σερζ μιλά με σκληρότητα και πικρία όχι μόνο για τις αυτοκτονίες ένα σωρό διαψευσμένων αγωνιστών αλλά και γιατί ο αγώνας αυτός βυθίστηκε στη σιωπή της Ιστορίας (όλα είναι προδομένα, θα ομολογήσει ευθαρσώς κάποιος άνθρωπος της Τσεκά που 10 χρόνια πριν διέταξε νυχτερινή εκκαθάριση, δηλαδή σφαγή εκατοντάδων υπόπτων). Μιλά για τη γέννηση της αντιπολίτευσης, που θα εγκαινιάσει μια εποχή εσωτερικών εκκαθαρίσεων με επιστέγασμα τη δίωξη του Τρότσκι.
Ο Σερζ τοποθετεί στη χρονιά αυτή, το 1926, την απαρχή μιας ψύχωσης, ένα μοναδικό ψυχολογικό φαινόμενο μέσα στην ιστορία. Μέσα στα αδιέξοδα αυτής της ψύχωσης (άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι οδηγούνται σε σεξουαλική διαστροφή/μου γεννήθηκε μια ακατανίκητη επιθυμία να γνωρίσω την κόλαση της κοινωνίας μας) γεννιέται η « Αντιπολίτευση του Λένινγκραντ» (επιμένω σ ένα σημείο της ιστορίας: δεν υπήρξε ποτέ κανένα άλλο Κέντρο της Αριστερής Αντιπολίτευσης στο Λένινγκραντ). Είναι οι τροτσκιστές, που είχαν δημιουργήσει την ομάδα τους από το 1923 και βρίσκονταν σε αναμονή. Ο Σερζ είναι μέλος της διεθνούς Επιτροπής του Κέντρου της αντιπολίτευσης στη Μόσχα. Στο Σπίτι του Τύπου, στο Λένινγκραντ, συναντά τον ρεαλιστή και οξυδερκή Βασίλι Τσαντάγεφ (ο Τσαντάγεφ έγινε φίλος μου. Ήταν ο πρώτος ανάμεσά μας που σκοτώθηκε/ο μόνος από μας που τόλμησε να θέσει το πρόβλημα ενός δεύτερου κόμματος- στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός μόνο είχε προβλέψει τις μεγάλες δίκες της απάτης)  με τον οποίο θα δέσει τη μοίρα του μέχρι τη δίωξη του Τρότσκι και τη σύλληψή τους, ενώ το τραγικό τέλος του φίλου του θα τον καταρρακώσει.
 Πολλά συμβαίνουν στη διάρκεια των ταραγμένων αυτών χρόνων. Ο Τρότσκι εξακολουθούσε παρά τις καταγγελίες να είναι αισιόδοξος, αλλά η θύελλα ξέσπασε τελείως απρόσμενα. Ο Ζινόβιεφ και ο Καμένεφ, «εξέχουσες προσωπικότητες του Πολιτικού Γραφείου μετά τον θάνατο του Λένιν», απομονώνονται κι έρχονται σ επαφή με την Αντιπολίτευση. Περίπου πεντακόσια με εξακόσια άτομα είναι παράνομα οργανωμένα αλλά αρχίζει παράλληλα και μια διαδικασία στρατολόγησης. Οι κατηγορίες απέναντι  στην επίσημη γραμμή του κόμματος (στραγγαλισμός δημοκρατίας, περίπου δύο εκατομμύρια άνεργοι, ανεπάρκεια αγαθών, εκκαθαρίσεις, καταστολές) κωδικοποιούνται στην  «Πλατφόρμα», που υπογράφεται από μέλη της Κεντρικής επιτροπής, με σκοπό να μαζέψουν… τριάντα χιλιάδες υπογραφές. Η ιδεολογική μάχη είχε αφιερωθεί σε τρία προβλήματα για τα οποία γινόταν λόγος όσο το δυνατόν λιγότερο: για την κατάσταση στη γεωργία, για τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα, και για την Κινεζική επανάσταση.
Η Κινεζική εξέγερση πνίγεται στο αίμα από τον αντικομμουνιστή Τσανγκ Κάι Σεκ ενώ οι Ζινόβιεφ, Τρότσκι, Ράντεκ κλπ θεωρούν ότι μια αλλαγή πολιτικής της Κεντρικής Επιτροπής θα έσωζε την επανάσταση. Η στάση του Στάλιν οξύνει τα πνεύματα, και η σύγκρουση πια του Πολιτικού Γραφείου με τις αντιπολιτευτικές ομάδες είναι δεδομένη (Φώναζα: « Συλλαμβάνετε τον Νετσάγεφ. Θα πρέπει αύριο να μας συλλάβετε κατά χιλιάδες. Μάθετε ότι είμαστε έτοιμοι και φυλακή να πάμε και εξορία και στα νησιά Σολόφσκι για να υπηρετήσουμε την εργατική τάξη. Τίποτε δεν θα μας κάνει να πάψουμε να μιλάμε).
Δεν πίστευα στη νίκη μας, ήμουν μάλιστα βέβαιος, βαθιά μέσα μου, για την ήττα μας.
Και παρακάτω:
Το σοβιετικό Θερμιδόρ ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο του 1927, τις πρώτες μέρες της ανάληψης της εξουσίας. Μέσα σε δέκα χρόνια, η εξαντλημένη επανάσταση στράφηκε ενάντια στον εαυτό της).
Παρακολουθούμε βήμα βήμα την απομόνωση του Τρότσκι στην Άλμα Άτα, την απομάκρυνση εκατοντάδων αγωνιστών σε μακρινούς τόπους εξορίας, την ταπεινωτική συνθηκολόγηση των Ζινόβιεφ- Μπουχάριν (η συνθηκολόγηση του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ μας φάνηκε πολιτική αυτοκτονία και ταυτόχρονα θλιβερή παλινωδία. Οι Ρακόφσκι, Ράντεκ, Μουράλοφ διαβεβαίωσαν για τελευταία φορά την πίστη των διαγραφέντων στο κόμμα. Και το σχίσμα έγινε μέσα σ αυτήν την έξαρση πίστης).  Μέσα στα θύματα είναι κι ο Τσαντάγεφ, ενώ ο Σερζ περνά 7-8 βδομάδες απομόνωσης αλλά «το Παρίσι (Μπαρμπύς, Ρόζενταλ) ενδιαφέρθηκε γι αυτόν» και ελευθερώθηκε.

7.     Τα χρόνια της αντίστασης  (1928- 1933)
είδα και άκουσα τόσα πράγματα για το δράμα αυτών των σκοτεινών χρόνων που θα μου χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να αφηγηθώ τα γεγονότα

Ο Σερζ δε συμμερίζεται την ψευδαίσθηση που έχουν οι περισσότεροι στην αντιπολίτευση, ότι πρέπει να δημιουργήσουν μια ισχυρή παράνομη οργάνωση με σκοπό την κομματική ένταξη κάποτε. Είναι υπέρ μιας νόμιμης, διάφανης και αδιάλλακτης αντιπολίτευσης.  Ωστόσο, η καταστολή είναι τόσο μεγάλη που οι μόνοι ελεύθεροι αντιπολιτευόμενοι στο Λένινγκραντ είναι.. ο ίδιος και η γυναίκα του Τρότσκι, στη Μόσχα ο Αντρές Νιν και λιγοστοί ακόμα. Η γραφειοκρατική αντεπανάσταση είχε φτιάξει ένα δεσποτικό  κράτος, περιορίζοντας τη χώρα σε απόλυτη σιωπή, κανείς μα κανείς ανάμεσά μας δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Η ταπείνωση όμως δεν έχει τελειωμό, γιατί όσους αποκηρύσσουν τη συμμετοχή τους στην αντιπολίτευση τους αναγκάζουν να καταδώσουν συντρόφους, και όχι μια φορά αλλά δέκα φορές, ασταμάτητα.
Η κρίση του σιταριού οδηγεί σε άπειρες κατασχέσεις από αποσπάσματα νεαρών κομμουνιστών που αρπάζουν όχι μόνο σιτηρά, αλλά λινάρι, καπνό, βαμβάκι, κλπ. Η σύγκρουση με την αγροτιά  (αν το κράτος δημεύει τα σιτηρά, ποιος ο λόγος να τα σπείρουμε;) οδηγεί σε μια έκρυθμη κατάσταση που θυμίζει εμφύλιο. Η σιτοδεία και ο λιμός που ακολουθεί επιδεινώνουν τα προβλήματα, που οδηγούν σε μαζικές εξορίες και τρομοκρατία (με συρμούς ολόκληρους, έφευγαν οι εκτοπισμένοι χωρικοί προς τον παγωμένο βορρά, τα δάση, τις στέπες, τις ερήμους, πληθυσμοί ρημαγμένοι μη έχοντας τίποτε). Η κολεκτιβοποίηση μείωσε τα νοικοκυριά κατά πέντε εκατομμύρια οικογένειες (!!!) μέσα σε εφτά χρόνια…
Κρίση στη βιομηχανία. Κρίση κρέατος. Μαζικές δίκες, εκτελέσεις χωρίς δίκη. Η κατηγορία του σαμποτάζ σε χιλιάδες τεχνικούς, μια τερατώδης συκοφαντία με μοναδική δικαιολογία της την ανάγκη να βρεθούν υπεύθυνοι σε μια οικονομική κατάσταση που είχε καταντήσει ανυπόφορη. Οι φυλακίσεις και εξορίες κατέληξαν να γίνονται και μεταξύ αδερφών, ενώ το Πολιτικό Γραφείο ξαναπαίρνει υπόψη του τις ιδέες της απόβλητης αντιπολίτευσης (εκτός από την εργατική δημοκρατία) και τις εφαρμόζει με βιαιότητα! Ο Στάλιν ζητά… υποστήριξη αν επανεντάξει τους διωχθέντες στο κόμμα, ενώ ο Τρότσκι (εξόριστος στην Άλμα Άτα) τους προτρέπει να υποστηρίξουν τον Στάλιν για να μην επικρατήσει η «δεξιά»!!!

Αυτήν την περίοδο ο Σερζ, μετά από μια δύσκολη αρρώστια που τον έφτασε κοντά στον θάνατο, παίρνει την απόφαση να γίνει συγγραφέας! Μέχρι τότε θεωρούσε ότι η λογοτεχνία ήταν κάτι δευτερεύον, αλλά τη συγκεκριμένη εποχή συνειδητοποιεί ότι αξίζει τον κόπο (θα μπορούσα καθώς η συμπεριφορά μου ως αντιπολιτευόμενου είχε καταντήσει σε απραξία, να προσφέρω γι αυτούς τους καιρούς, χρήσιμες μαρτυρίες). Μιλά αρκετά εκτεταμένα για την προσωπική του εμπλοκή, τα μυθιστορήματα που γράφει με χίλιες δυσκολίες  αλλά και για τη γραφή γενικότερα:
Οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι δεν είναι πολιτικά πνεύματα γιατί δεν είναι ουσιαστικά ορθολογιστές. Η πολιτική ευφυΐα ακόμη και στην περίπτωση του επαναστάτη είναι βασισμένη σε έναν βαθύ ιδεαλισμό, απαιτεί έναν επιστημονικό κι έναν πραγματιστικό εξοπλισμό και εξαρτάται στη συνέχεια από τους κοινωνικούς σκοπούς όπως αυτοί έχουν οριστεί. Ο καλλιτέχνης, αντίθετα, αντλεί ασταμάτητα το υλικό του από το ασυνείδητο, το προσυνειδητό, από την ενσυναίσθηση, από την εσωτερική λυρική ζωή που είναι αρκετά δύσκολο να την προσδιορίσει κανείς. (…) Θα μπορούσε άραγε ο ίδιος άνθρωπος να είναι ταυτόχρονα μεγάλος πολιτικός και μεγάλος μυθιστοριογράφος ως μια και μόνη προσωπικότητα; Αμφιβάλλω, βλέποντας σ αυτές τις υπάρξεις ριζικές ασυμβατότητες.
Έτσι, μέσα από αυτή τη νέα ασχολία, ο Σερζ μάς δείχνει  τα τεκταινόμενα στον χώρο των εκδόσεων, των βιβλίων κλπ. Ο Μαξ  Ήστμαν βρήκε τη σωστή διατύπωση: « ένστολοι συγγραφείς». Η στρατιωτικοποίηση των Ρώσων συγγραφέων κράτησε χρόνια∙ και η ελευθερία της δημιουργίας χάθηκε ταυτόχρονα με την ελευθερία της γνώμης, με την οποία είναι άρρηκτα δεμένη.
Το 1928-9 οι συγγραφείς στο Λένινγκραντ σκέφτηκαν να ξεσηκωθούν κατά της λογοκρισίας, τις εκστρατείες δυσφήμισης κλπ. Δεν είχαν ακόμη αρχίσει οι εξορίες. Όμως, σε διάφορες δίκες αρχίζουν και ψηφίζουν ενάντια στους συντρόφους τους, ενώ δεν το πιστεύουν. Η στάση του Σερζ είναι (ή, τουλάχιστον, την παρουσιάζει), παλικαρίσια, όπως δηλώνει δημόσια: σκέφτομαι ότι γίνεται τόση κατάχρηση με το περίστροφο, ώστε ο μόνος τρόπος να αποδώσει κανείς τιμή στην ανθρώπινη ζωή στην ΕΣΣΔ θα ήταν να ανακοινώσει την κατάργηση της ποινής του θανάτου, σύμφωνα με το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του 1917).
Μια πολλαπλή λογοκρισία αλλοίωνε ή σκότωνε τα βιβλία. Ο Σερζ δίνει διάφορα δείγματα της λογοκρισίας αυτής, της «κριτικής» που αποστείρωνε κάθε αληθοφάνεια, αλλά όπως λέει και ο ίδιος, αυτό που δεν μπορεί να μεταφέρει είναι η εξουθενωτική, αποκαρδιωτική και ανόητη ατμόσφαιρα ορισμένων συγκεντρώσεων των συγγραφέων που είχαν ξεπέσει σε μια γεμάτη ζήλο υπακοή. Υπάρχουν ωστόσο και οι αντιφρονούντες, αλλά τα χέραι ήταν δεμένα… Το έγκλημά μας ήταν απλά το ότι υπήρχαμε, το ότι δεν αρνιόμαστε τον εαυτό μας, διατηρούσαμε τις φιλίες μας, και μιλούσαμε ελεύθερα μεταξύ μας…
Η συνεχή καταδίωξη όμως τρελαίνει τον κόσμο, άλλωστε το καθεστώς καταβρόχθιζε κάθε εξάμηνο και μια καινούρια κατηγορία θυμάτων (τροτσκιστές, κουλάκοι, τεχνικοί, έμποροι, κ.α.). Σιγά σιγά τρελαίνεται και η γυναίκα του συγγραφέα, εξουθενωμένη από μα τραγική οικογενειακή ιστορία με τον πατέρα της. Δεν είναι επίσης τυχαίο, ότι η νεαρή γυναίκα του Στάλιν, Ναντιέζντα Αλληλούγεβνα, αυτοκτόνησε στο Κρεμλίνο με μια σφαίρα στο στήθος.
Στο τέλος αυτής της περιόδου βρίσκουμε τον Σερζ να διακηρύσσει γραπτά τις βασικές αρχές του και τις ενστάσεις του, σε μήνυμα που στάλθηκε στο Παρίσι (ένα γράμμα- διαθήκη) ζητώντας να δημοσιευτούν σε περίπτωση εξαφάνισής του. Πιστεύει ότι ήταν ο πρώτος που ονόμασε απολυταρχικό το σοβιετικό καθεστώς.

8.      Τα χρόνια της αιχμαλωσίας (1928-1933)
Δεν υπήρχε τίποτα, δεν μπορούσε εδώ να υπάρχει τίποτα για να με ψέξουν
εκτός αν ήταν έγκλημα γνώμης, η οποία όμως υπήρχε εδώ και χρόνια,
και εύκολο να την κρίνεις όπου κι αν βρισκόμουν

1933. Η γυναίκα του Σερζ πάσχει από μανιοκαταθλιπτική ψύχωση (σχιζοφρένεια έλεγε η διάγνωση) και τον συγγραφέα τον συλλαμβάνουν  καθώς βγήκε να της πάρει φάρμακα… Γίνεται «έρευνα για εγκληματικότητα» που θα κρατήσει για δέκα μόνο λεπτά∙ φυσικά συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, στέλνεται στη Μόσχα κι από κει στο  Όρενμπουργκ όπου θα ζήσει αυτά τα πέντε χρόνια της αιχμαλωσίας. Είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά  κεφάλαια του βιβλίου, από την άποψη ότι συμμετέχει ο αναγνώστης στην αγωνία του ήρωα, που δεν ξέρει κάθε στιγμή τι θα του ξημερώσει, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι γίνονται μυστικές εκτελέσεις χωρίς δίκη και μαζικές εκτοπίσεις για πολύ πιο ασήμαντη δράση.
Οι λεπτομέρειες όλης της πεντάχρονης αυτής περιπέτειας δίνονται βιωματικά.  Οι πολύ ουσιαστικές φιλίες, ακόμα και με άτομα της δεξιάς αντιπολίτευσης. Άπειρες ανθρώπινες τραγωδίες με ονοματεπώνυμο, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξεχωριστό κεφάλαιο η καθεμιά. Οι ατέλειωτες ανακρίσεις δείχνουν  στον συγγραφέα όλο το μηχανισμό τον οποίο  θα ακολουθήσουν αργότερα οι μεγάλες δίκες. Αντιστέκεται με γενναιότητα, με λόγια που σφάζουν.  Έτσι κι αλλιώς έχει διαγραφεί ως μέλος της αντιπολίτευσης, δεν έχει νόημα να δηλώσει αφοσίωση στην Κεντρική Επιτροπή ή στο κόμμα. Παρόλ αυτά, τις μέρες αυτής της απόλυτης απομόνωσης που διαρκεί η ανακριτική διαδικασία (80 μέρες με έξι ανακρίσεις) κοιμόταν όσο περισσότερο μπορούσε, βάδιζε, έκανε γυμναστική, έκανε μαθήματα στον… εαυτό του, έγραφε νοερά νουβέλες ή δράματα…
Μελετούσα το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου. Είχα την αίσθηση, και την έχω ακόμα, ότι έφθανα σε μια θέαση των πραγμάτων σχεδόν ανέκφραστη με φιλοσοφικούς όρους, αλλά σωστή, πλατιά, καθησυχαστική. Εν πάση περιπτώσει, απέκτησα πραγματική γαλήνη. Και η ανάμνηση αυτών των ημερών παραμένει μέσα μου μια ανάμνηση πνευματικής υπέρβασης και συνταρακτικής δύναμης.
Η μετάβαση στο Όρενμπουργκ, την «πρωτεύουσα των στεπών», αυτήν την Κιργισιανή πόλη του Καζακστάν, συμπίπτει μ έναν φοβερό λιμό στην περιοχή. Η άθλια κοινωνική ζωή  σ αυτήν την απομακρυσμένη περιοχή στον Ουράλη ποταμό περιγράφεται με πολλή γλαφυρότητα. Τρομερό κρύο τον χειμώνα, απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι, ελονοσία χωρίς φυσικά κινίνη.
Οι εξόριστοι, που είναι περίπου το 10% των κατοίκων, πρέπει να βρουν δουλειά και να βολευτούν όπως μπορούν, χωρίς να φύγουν από την πόλη (η εξορία είχε στην πραγματικότητα πολλές διαβαθμίσεις). Πρέπει να παρουσιάζονται κατά περίπτωση, καθημερινά, ή κάθε τρεις μέρες, ή κάθε δέκα λεπτά στην Γκεπεού. Για να βρεις δουλειά πρέπει να στο επιτρέψει η Γκεπεού, πρέπει να επανενταχτείς στο κόμμα. Δεν ετίθετο βέβαια τέτοιο θέμα, όσον αφορά τον Σερζ. Βιοπορίζεται με τις εκδόσεις του στο Παρίσι.
Εδώ θα ξαναβρεθεί με τη γυναίκα του και τον γιο του, οι οποίοι φέρανε και τα χειρόγραφα, και τη γραφομηχανή. Αποφάσισα να εργαστώ σα να είχα μπροστά μου μέλλον∙ στο τέλος τέλος μπορεί και να είχα. Υπήρχε μια πιθανότητα στις δυο να επιβιώσω, η άλλη ήταν να χαθώ στις φυλακές. Με κάθε τίμημα, αμετάκλητα, θα διατηρήσω, ενάντια στο δεσποτισμό αυτό το ελάχιστο των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας∙ το δικαίωμα να σκέφτομαι ελεύθερα.
Η διεύθυνση του σχολείου στο Όρενμπουργκ κάλεσε τον Σερζ για να τον « επιπλήξει» για το «αντισοβιετικό» πνεύμα με το οποίο μεγάλωνε το αγόρι του, κι αυτό με αφορμή την παρατήρηση του παιδιού ότι στη Γαλλία τα συνδικάτα λειτουργούν ελεύθερα!
Ο συγγραφέας παραθέτει πάλι με ονοματεπώνυμο σύντομα τις ιστορίες πολλών συντρόφων από την περίοδο εκείνη, μικρές τραγωδίες τις περισσότερες φορές.
Ο χειμώνας του 1934-35 ήταν τρομερός, γιατί αφενός η γυναίκα του είχε πάει για θεραπεία στο Λένινγκραντ, αφετέρου η Γκεπεού του έκοψε ξαφνικά τα τρόφιμα. Η ντιρεκτίβα εναντίον του είναι πια γεγονός, μέχρις ότου αρρωσταίνει βαριά και περνά βδομάδες στη χειρουργική κλινική του Όρενμπουργκ, στο τμήμα «πυωδών νόσων», που ήταν γεμάτο από αρρώστους των οποίων η αληθινή αρρώστια, το πραγματικό ατύχημα ήταν ο υποσιτισμός.
Ο Σερζ, αντίθετα από τις προβλέψεις, επέστρεψε σπίτι του αντί να εξαφανιστεί: αυτό έγινε γιατί είχε αναπτυχθεί μια πεισματάρικη μάχη στη Γαλλία γύρω από το όνομά μου. Αγωνιστές και διανοούμενοι απαιτούσαν ή την ελευθέρωσή μου ή την δικαιολόγηση της εξορίας μου. Είναι η εποχή της περιβόητης δίκης του Σεργκέι  Κίροφ[1], γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης του Λένινγκραντ, και της δολοφονίας του από τον Λεονίντ  Νικολάγεφ, η οποία εγκαινιάζει τις μεγάλες μαζικές εκτοπίσεις και εκκαθαρίσεις δεκάδων χιλιάδων κατοίκων του Λένινγκραντ, και, ως γνωστόν, τις Μεγάλες Δίκες και τις απροκάλυπτες, μαζικές διώξεις.
Η «υπόθεση Βικτόρ Σερζ» ενοχλεί τους κύκλους των διανοουμένων στο Παρίσι.  Στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1935 γίνεται ένα « διεθνές συνέδριο συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας» (Ρ. Ρολάν, Μαλρώ, Μπαρμπύς, Ζιντ). Ο Ρομαίν Ρολλάν, μάλιστα, επισκέφτηκε γι αυτόν τον λόγο τον Στάλιν, ο οποίος υπόσχεται ότι θα του δοθεί άδεια να εγκαταλείψει την ΕΣΣΔ μαζί με την οικογένειά του.
Ήξερα μόνο ότι η πολιτική εξορία ήταν κάτι που δεν τελειώνει ποτέ για αυτούς που έχουν σταθερές πεποιθήσεις.

9.     Η ήττα της Δύσης (1936- 1941)

Το τρένο μπήκε στην ουδέτερη ζώνη των γκρίζων συνόρων. Οι εξόριστοι διασχίζουν την Πολωνία, τη ναζιστική Γερμανία και καταλήγουν στις Βρυξέλλες, τη γενέτειρα του συγγραφέα. Το σοκ της σύγκρισης της ζωής στη σοβιετική ένωση με τη ζωή στη δύση είναι μεγάλο (αυτός ο πλούτος που τον άγγιζες απλώνοντας το χέρι σου, το χέρι ενός ανέργου σε έναν εργατικό δρόμο, χωρίς σοσιαλισμό ούτε πλάνο! Ήταν εκνευριστικό. Τα ήξερα όλα αυτά από πριν, αλλά η πραγματικότητα με κατέπληξε σαν να μην ήξερα τίποτα απολύτως/ σου ερχόταν να κλαις από ταπείνωση και πόνο για την επαναστατική μας Ρωσία). Ιδιαίτερα ο υιός Σερζ, που δεν έχει γνωρίσει τον δυτικό τρόπο ζωής, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάποιο μαγαζί, φερειπείν, ανήκει σ έναν μόνο άνθρωπο!
Οι επαναστάτες εδώ, οι αριστεροί, είναι «χορτασμένοι», πηγαίνουν σαν μπουρζουάδες στη σοσιαλιστική γιορτή της πρωτομαγιάς, και προτρέπουν τον Σερζ να μη γράψουν τίποτα για τη Ρωσία, γιατί βρίσκονται στην αρχή ενός καταπληκτικού λαϊκού κινήματος ενθουσιασμού, με διαδηλώσεις, ζυμώσεις, συναντήσεις… Το Μάη του ‘ 36, όντως, ξεσπάνε απεργίες σε Γαλλία και Βέλγιο, με ταυτόχρονη κατάληψη εργοστασίων.
Ενώ αφαιρούν από την οικογένεια Σερζ τα διαβατήρια και τη σοβιετική ιθαγένεια, και οι αριστεριστές πιστεύουν ότι έχουν χάσει κάθε ευκαιρία, κι ενώ ξεσπάει η Ισπανική επανάσταση, δημοσιοποιούνται οι αναρίθμητες συλλήψεις και δίκες, εκτελέσεις κλπ των γνωστών κομμουνιστικών στελεχών στην ΕΣΣΔ (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ,κα.), και όλων των γνωστών και φίλων (ήταν αδύνατον να δολοφονήσεις αυτούς και να αφήσεις να ζήσουν οι άλλοι, τα αδέρφια τους, αδύναμοι μάρτυρες, μάρτυρες ωστόσο οι οποίοι καταλάβαιναν τα πάντα στο βάθος).
Ιδρύθηκε στο Παρίσι μια «Επιτροπή έρευνας για τις δίκες της Μόσχας – και για την υπεράσπιση της ελευθερίας τη γνώμης μέσα στην επανάσταση».  Ήταν ο απελπισμένος αγώνας μιας «χούφτας συνειδήσεων» ενάντια στην πλήρη κατάπνιξη της αλήθειας στην παρουσίαση των εγκλημάτων που χαντάκωναν την ΕΣΣΔ και προετοίμαζαν την ήττα της Ισπανικής Δημοκρατίας». Γιατί είναι γνωστό πια, ότι, όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, η υπερβολή του πιο ασύστολου ψεύδους που θα μπορούσε να συλλάβει κανείς ήταν ολοφάνερη στα μάτια μας, εμάς των μαρτύρων που ήμασταν σχεδόν φιμωμένοι. Ο παραλογισμός φτάνει στο ζενίθ: οι Μυστικές Υπηρεσίας μπερδεύονται με τη Γκεστάπο, η Ιαπωνία μπαίνει στη σκηνή, κατηγορούνται οι τροτσκιστές για το λιμό της κολεκτιβοποίησης, ενώ βρίσκονται στη φυλακή! Η σοβιετική εξουσία εξαφανίζει οποιονδήποτε είχε γίνει μάρτυρας οποιουδήποτε εγκλήματος, ώστε το χαλκευμένο ψεύδος να γίνει πιστευτό.
Το «μυστήριο των ομολογιών», που δεν καταλαβαίνουν οι δυτικοί διανοούμενοι επικαλούμενοι την ατομική συνείδηση, εξηγείται από τον Σερζ με «ρωσική εξήγηση». Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι επαναστάσεις και τα απολυταρχικά καθεστώτα διαμορφώνουν μια άλλη ατομική συνείδηση και ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή σύγχυσης της ανθρώπινης συνείδησης. Ο Αντρέ Ζιντ, πρόθυμος να κάνει «πολλά για τα θύματα της Μόσχας» ανακόπτεται (δυο φορές προσπάθησε να με πλησιάσει ο Μπουχάριν και τον εμπόδισαν… δεν θέλω ωστόσο να υπάρχει ούτε ίχνος πεσιμισμού στο βιβλίο μου… Τι βρισιές έχω να εισπράξω! Και θα υπάρχουν πολιτοφύλακες της Ισπανίας που θα με θεωρήσουν πραγματικά προδότη!)
Η αντίθεση των αναρχικών ομάδων στην Ισπανική Επανάσταση με το κομμουνιστικό κόμμα είναι γεγονός το 1937 (προετοιμάζουν στη Βαρκελώνη την εξολόθρευση κάποιων χιλιάδων αναρχικών και στρατευμένων στην POUM). Οι αρχηγοί του POUM συλλαμβάνονται, οδηγούνται σε άγνωστο προορισμό, όχι από την κανονική αστυνομία αλλά από την αστυνομία του κομμουνιστικού κόμματος. Ήξερα ότι αν ο Αντρές Νιν [2]έπεφτε στα χέρια των Ρώσων, δεν θα έβγαινε ζωντανός.
Και αργότερα:
« Η Ισπανική Δημοκρατία χάθηκε! « Αδυνατώντας να νικήσει τον φασισμό, εγκατέστησε στο εσωτερικό ένα καθεστώς στρατοπέδων συγκέντρωσης και δολοφονιών ενάντια στους πιο δραστήριους και τους πιο σίγουρους αντιφασίστες και έχασε έτσι το ηθικό κύρος της δημοκρατίας.
Τα εγκλήματα αυτά διαπράττονται με το γνήσιο ύφος των δικών της Μόσχας. (…) Παρακολουθούσαμε τη γέννηση των συλλογικών ψυχώσεων όπως αυτές που είχαν διαπραχθεί τον Μεσαίωνα, καθώς και τη δημιουργία μιας μεθοδικής καταστολής της κριτικής σκέψης που με τόσο κόπο είχε κατακτηθεί μέσα από τον σύγχρονο στοχασμό. (…) Για τον απολυταρχισμό ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η κριτική σκέψη- γι αυτό αγωνίζεται με πείσμα να την εξαφανίσει. Δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση ανάμεσα στους επίσημους κομμουνιστές και τους κομμουνιστές της αντιπολίτευσης, μόνο βρισιές, απειλές, καταγγελίες.
Το κίνημα διεθνούς αλληλεγγύης υπέρ των καταδιωγμένων της Ισπανίας που οργανώθηκε αυτήν την εποχή, φαίνεται ότι είχε ένα αποτέλεσμα. Την άνοιξη του 1937, ωστόσο, ο Σερζ την χαρακτηρίζει «μαύρη». Έχει εξολοθρευθεί η εξέγερση της Βαρκελώνης κι έχει αρχίσει η δεύτερη από τις έξι μεγάλες δίκες της Μόσχας. Τα εγκλήματα διαδέχονται το ένα το άλλο (πάλι ο συγγραφέας δίνει ονοματεπώνυμο στις άπειρες τραγωδίες γύρω του)∙ μέσα σ αυτά και η μυστηριώδης εξαφάνιση του γιου του Τρότσκι, Λέων Σέντοφ.
Το αισιόδοξο και λαμπερό Παρίσι της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1937, απομακρυνόταν στο παρελθόν. Ο αντίκτυπος της Ισπανικής και της ρωσικής τραγωδίας στη Γαλλία είναι άμεσος. Η πανωλεθρία της Ισπανίας προκάλεσε πραγματικά ηθική καταστροφή στη Γαλλία. Με την εισβολή του Φράνκο στη Μαδρίτη και στη συνέχεια στη Βαρκελώνη εκατοντάδες χιλιάδες καταδιωγμένοι διασχίζουν τα Πυρηναία. Η γενναιοδωρία εξαφανίζεται, οι μάζες απλώς απομακρύνονταν από τους ηττημένους και από τα προβλήματα που αυτοί σιωπηλά έθεταν. (…) Θα άκουγα αργότερα, στην πορεία για την ήττα της Γαλλίας, εξαιρετικούς ανθρώπους να μιλούν με περιφρόνηση για τους «Ισπανούς καταδιωγμένους».
Άλλωστε, και σε επίπεδο πολιτικής η συμφωνία του Μονάχου αφήνει ξεκρέμαστους τους Τσεχοσλοβάκους εφόσον Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία συμφωνούν να παραχωρηθεί η Σουδητία στη Γερμανία και με εδαφικές συνέπειες γενικότερα υπέρ της Γερμανίας[3].  Είναι φανερό πια ότι ο γαλλικός λαός δεν μπορεί να αγωνιστεί, κι αυτό έχει επιπτώσεις στην πορεία του γαλικού εργατικού κινήματος.
Την ίδια εποχή ο Σερζ έρχεται σε ρήξη με τον Τρότσκι, που είναι εξόριστος στη Νορβηγία (τον έβλεπα να μπερδεύει μέσα στη λάμψη μιας υψηλής ευφυΐας τις σχηματικές μεθόδους του παλιού μπολσεβικισμού, για τον οποίο πίστευε ότι θα ερχόταν η αναπόφευκτη ανάσταση, σε όλες τις χώρες). Το πρόβλημα της ελευθερίας δεν μπόρεσε να το θέσει η Κόκκινη επανάσταση, καταλήγει ο συγγραφέας. Ο συκοφαντημένος, εκτελεσμένος, δολοφονημένος τροτσκισμός αποτελούσε εδώ απόδειξη μιας νοοτροπίας συμμετρικής προς τη νοοτροπία του σταλινισμού που η ίδια πολεμούσε. Η Αριστερή Αντιπολίτευση, κατά τον Σερζ, ήταν ένα κίνημα προσκολλημένο στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Και ο πόλεμος πλησιάζει… Ενώ η Ισπανία θα μπορούσε να νικήσει το φασισμό βοηθούμενη κι απ τους Μαροκινούς αυτονομιστές, η ΕΣΣΔ σαν να προσπαθούσε να τραβήξει σε μάκρος την αντίσταση στον φασισμό με μοναδικό σκοπό να κερδίσει χρόνο. Το Γενάρη του 1939 ο Φράνκο μπαίνει στη Βαρκελώνη χωρίς αντίσταση. Τα παρασκήνια της σχέσης Γερμανίας Ρωσίας, που κατέληξαν στο σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότοφ δίνονται με σχετικές λεπτομέρειες. Η αλλαγή κατεύθυνσης στην πολιτική βρετανών και γάλλων κατάφερε να αποθαρρύνει την εργατική τάξη και τη λαϊκή αριστερά γενικότερα. Στην πραγματικότητα σήμαινε την εγκατάλειψη του πολωνικού λαού και των Εβραίων της Πολωνίας στο ναζισμό, την εγκατάλειψη των δημοκρατιών που απειλούνταν από τον ολοκληρωτισμό, τη συγκατάθεση της ΕΣΣΔ για την απαρχή του πολέμου.
Ο Σερζ βιώνει την παράδοση του Παρισιού στους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1940. Κανείς δεν θέλει τον πόλεμο, κανείς δεν θέλει να αντιδράσει. Το κόμμα της αντίστασης (Ρεϋνώ, Νταλαντιέ, Λεόν Μπλουμ) έχει διαιρεθεί. Οι ξένοι που δεν είναι νόμιμοι οδηγούνται στην αστυνομία ενώ οι φυγάδες αντιναζιστές και αντιφασίστες θα γνωρίσουν καινούριες φυλακές: τις φυλακές της Δημοκρατίας που ήταν το τελευταίο τους άσυλο σ αυτή την ήπειρο και που τώρα χαροπαλεύει και έχει χάσει τα μυαλά της. Τους Ισπανούς και τις διεθνείς ταξιαρχίες που νίκησαν τον φασισμό στη Μαδρίτη τους συμπεριφέρονταν σα να ήταν πανουκλιασμένοι…
Η «κατάσταση της αποσύνθεσης» έχει προχωρήσει. Θα μπορούσαν να πολεμήσουν όλοι οι επαναστάτες όπως κι όλος ο γαλλικός λαός, αλλά κανείς δεν πίστευε σε τίποτε. Παρόλ αυτά, ο συγγραφέας διακρίνει την ιστορική αίσθηση που έχουν κάποιοι άνθρωποι που διαφεύγουν μαζί τους, ότι «αυτό θα συνέβαινε…»: λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή τη νέα αίσθηση που ο σύγχρονος άνθρωπος ετοιμάζεται να αποκτήσει με κόπο: την ιστορική αίσθηση. (…) Μεγάλωσα μέσα σε ρώσους επαναστάτες εξορισμένους, οι οποίοι ήξεραν ότι η επανάσταση ερχόταν, αδυσώπητα  προς αυτούς, από τα βάθη του μέλλοντος. Μου δίδαξαν χωρίς λέξεις την πίστη στον άνθρωπο και τη βέβαιη αναμονή των αναγκαίων κατακλυσμών.
Όλοι τρέπονται σε φυγή, καθώς ο Χίτλερ απαιτεί την αλλαγή καθεστώτος. Αισθάνομαι αιφνιδίως αυτή την οδυνηρή αποκάλυψη: ότι είμαστε εμείς, πολιτικοί πρόσφυγες, διωκόμενοι επαναστάτες, τριπλά ηττημένοι στην παρούσα κατάσταση γιατί ορισμένοι από «εμάς» δεν είναι πια «με μας», έχοντας ηττηθεί στο βάθος της ψυχής τους και αποθαρρυνθεί. Και ότι μια άθλια μάχη ξεκινά ανάμεσά μας για τις θέσεις στην τελευταία λέμβο που βυθίζεται.
Μασσαλία, μια «πόλη κόκκινη», με ένα κόκκινο όμως σε απόχρωση καμπίνας. Η ύπαρξη κρέμεται σε ένα τεντωμένο σκοινί. Κάποιους όλες οι αστυνομίες τους κυνηγούν με λύσσα. Ο Σερζ γράφει, όχι από «αγάπη» για τη λογοτεχνία, αλλά γιατί έπρεπε να καταγράψει κάποιος αυτούς τους καιρούς. Η δυστυχία είναι ταπεινωτική. Είναι η εποχή της αυτοκτονίας του Μπένγιαμιν και της δολοφονίας του Τρότσκι.
  Ο αμερικάνος Μακντόναλντ, κι άλλοι ομοεθνείς του υπόσχονται βίζες. Για μία μόνο απόδραση θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο μπαλζακικό βιβλίο, γεμάτο με απρόσμενα επεισόδια και σκοτεινά παρασκήνια…
Ο  Σερζ φεύγει για τη Μαρτινίκα μαζί με το γιο του. Περνά από τον Άγιο Δομίνικο του Τρουχίλιο (ήμασταν παράξενα ελεύθεροι), από το Μεξικό, για να καταλήξει στην Αβάνα (η σαρκική ομορφιά της λάμπει κάτω από το ηλεκτρικό φως). Είναι η εποχή όπου αρχίζει η μάχη στο Λένινγκραντ, κι αν και βρίσκεται μακριά, δεν παύει να είναι σε επιφυλακή. Σταματά αυτές τις αναμνήσεις, όπως λέει ο ίδιος, στο κατώφλι του Μεξικού.

10.      Σε πλήρη αναμονή

Αναστοχαστικό αυτό το σύντομο κι επιλογικό κεφάλαιο. Ο πενηντάχρονος πια συγγραφέας , κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο αγώνων, αιχμαλωσιών, απελάσεων, φυλακίσεων συνοψίζει τη δράση του και τις εμπειρίες του, τις διαψεύσεις και τις προσωπικές αποτυχίες του καταλήγοντας στο ότι «ο αγώνας συνεχίζεται». Έχει συνείδηση του ότι έζησε σε μια εποχή που σηματοδοτεί το τέλος ενός κόσμου, την αρχή ενός άλλου. Το στίγμα που δίνει στον εαυτό του είναι αυτό του συγγραφέα: είναι μάλλον στα βιβλία μου που βασίζομαι περισσότερο, αλλά έγραψα πολύ λιγότερο απ όσο ήθελα, βιαστικά, χωρίς να μπορέσω να τα ξαναδιαβάσω, αγωνιζόμενος. Αγωνιζόμενος έναν αγώνα που, σαν κατηγορική προσταγή, υπαγορεύει την υπεράσπιση του ανθρώπου ενάντια στα συστήματα που προγραμματίζουν την εκμηδένιση του ατόμου.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Στο 17ο Συνέδριο του κόμματος, τον Ιανουάριο του 1934, μολονότι αναγνωρίστηκε ο "θρίαμβος της σταλινικής πολιτικής", μεταξύ των παλαιότερων στελεχών γινόταν συζητήσεις για αντικατάσταση του Στάλιν με τον Κίροφ. Στην ψηφοφορία δε για την εκλογή των μελών της νέας Κεντρικής Επιτροπής, το 10% των συνέδρων καταψήφισε τον Στάλιν. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους το Κόμμα χάνει τον έλεγχο της υπηρεσίας ασφαλείας που εντάσσεται στο Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD). Η δολοφονία του Κίροφ την 1η Δεκεμβρίου του 1934 θα αποτελέσει την αφορμή για την εκκαθάριση από τον Στάλιν των αντιπάλων του μέσα στο Κόμμα.Την ίδια μέρα τέθηκε σε ισχύ διάταγμα που προέβλεπε τη διερεύνηση υποθέσεων με ταχύτατο και απλοποιημένο τρόπο και απαγόρευε την έφεση και την αίτηση χάριτος. Το Σεπτέμβριο του 1936 ο υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων Χένρικ Γιάκοντα αντικαταστάθηκε από τον Νικολάι Γιεζόφ με το όνομα του οποίου συνδέθηκε η περίοδος των μαζικών διώξεων.
[2] Αξίζει κανείς να διαβάσει το βιογραφικό του http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%82_%CE%9D%CE%B9%CE%BD
[3] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AC%CF%87%CE%BF%CF%85

Δευτέρα, Ιανουαρίου 05, 2015

Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, Βικτόρ Σερζ (μέρος 1)

Μια επανάσταση δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα συμπαγές σύνολο
παρά από μακριά∙ με τον καιρό μπορεί να συγκριθεί με ένα χείμαρρο που συμπαρασύρει
ορμητικά το καλύτερο και το χειρότερο και αναχαιτίζει
τα αληθινά ρεύματα της αντεπανάστασης

Σπάνια μαρτυρία από την εποχή της γέννησης του αναρχοσυνδικαλισμού και την πορεία του διεθνούς σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού κινήματος (από το 1880 περίπου μέχρι το 1940) αποτελεί το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο του γνωστού Ρώσου συγγραφέα[1], του οποίου  η «Υπόθεση Τουλάγιεφ» κατά τη γνώμη μου συγκρίνεται  με το «Μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Καίστλερ. Ο Βικτόρ Σερζ, αλλιώς Βικτόρ Λβόβιτς, προερχόμενος από το χώρο του αναρχισμού, συμμετείχε ενεργά στη μπολσεβικική επανάσταση, παρακολούθησε εκ των έσω όλες τις αντιφάσεις της δικτατορίας  του προλεταριάτου, αγωνίστηκε για την εξάπλωση της διεθνοποίησης της επανάστασης· γρήγορα κατέφυγε στην Αριστερή Αντιπολίτευση (σε διεθνές επίπεδο), υποστήριξε πρώιμα τις τροτσκιστικές θέσεις, γλύτωσε απ τα νύχια του σταλινισμού προφανώς λόγω της διεθνιστικής του δράσης και της ακτινοβολίας του στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ προς το τέλος της ζωής του διαχώρισε   τη θέση του κι απ τον Τρότσκι (πέθανε το 1947, εφτά χρόνια μετά τη δολοφονία του αρχηγού του Κόκκινου στρατού).
Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε και έζησε ο Σερζ δίνουν μια ξεχωριστή οπτική στα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται, τα οποία διαμόρφωσαν με μοναδικό τρόπο την επαναστατική του συνείδηση. Γεννήθηκε το 1890, στις Βρυξέλλες «κατά τύχη», εφόσον ο πατέρας του, μπλεγμένος στο κόμμα της Λαϊκής θέλησης (Ναρόντναγια Βόλια) -υπεύθυνο για τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄-, εξαφανίστηκε από τη Ρωσία, διέσχισε τα αυστριακά σύνορα κολυμπώντας κάτω από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και ξανάρχισε τη ζωή του καταφεύγοντας στη Γενεύη. Η φτώχεια ήταν απίστευτη εκείνη την εποχή και στις Βρυξέλλες, και στο Λονδίνο, και στο Παρίσι, όπως θα δούμε αργότερα. Έτσι, η μοίρα του φτωχού πανεπιστημιακού πατέρα ταυτίζεται με τη μοίρα του μετανάστη (Βέλγιο, Λονδίνο, Παρίσι, Ελβετία). Άλλωστε, από υποσιτισμό ο Βικτόρ έχασε και τον μικρότερο αδερφό του (απεχθανόμουν την καθημερινή πείνα των φτωχών παιδιών. Μέσα στα μάτια των παιδιών αυτών πίστευα ότι αναγνώριζα τις εκφράσεις του Ραούλ/ μου προξενούσε έκπληξη το ότι η θλίψη μπορούσε να περάσει και κατόπιν να εξακολουθήσει κανείς να ζει). Οι  γονείς του, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες διατήρησαν πάντα άσβεστη τη δίψα για γνώση (οι γονείς μου ταξίδευαν αναζητώντας τον άρτο τον επιούσιο και τις καλές βιβλιοθήκες), πάθος που το μεταβίβασαν στα παιδιά τους και μάλιστα, πάθος για «πρωτογενή» γνώση  (δεν είχα πάει στο δημοτικό γιατί ο πατέρας μου περιφρονούσε αυτή «τη βλακώδη αστική διδασκαλία για τους φτωχούς» και δεν μπορούσε να πληρώσει για το κολλέγιο. Με διάβαζε ο ίδιος, λίγο και άσχημα. Το πάθος όμως για γνώση και η ακτινοβολία μιας ευφυΐας η οποία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με την απραξία, δεν οπισθοχωρούσε ποτέ μπροστά σε μια αναζήτηση ή ένα πόρισμα, αναδύονταν από μέσα του σε τέτοιο βαθμό που με μαγνήτιζαν κι έτρεχα στα μουσεία, στις βιβλιοθήκες, στις εκκλησιές, γέμιζα τετράδια με σημειώσεις σκαλίζοντας τις εγκυκλοπαίδειες. Έμαθα να γράφω χωρίς να ξέρω γραμματική. Η γνώση για μένα δε διαχωριζόταν απ τη ζωή, ήταν η ίδια η ζωή).
Έτσι, η μπροσούρα του αναρχικού Κροπότκιν προς τους νέους (τι θέλετε να γίνετε; Μήπως δικηγόροι για να επικαλείσθε τον νόμο των πλουσίων που είναι εξ ορισμού ο μοναδικός; Γιατροί, για να θεραπεύετε τους πλούσιους και να συμβουλεύετε τους φτωχούς να διατρέφονται καλά; Αρχιτέκτονες, για να εγκαθίστανται σε ωραία σπίτια οι ιδιοκτήτες; κλπ κλπ) βρίσκει πρόσφορο έδαφος.  Δεκαπέντε χρονών, έχοντας βιώσει ήδη μια βαριά απώλεια, τον αδερφό του), μπλέκεται στους αναρχικούς κύκλους και γίνεται μαθητευόμενος φωτογράφος· έχει ήδη συνειδητά ταχτεί σ έναν αγώνα που ξέρει ότι μπορεί να είναι και αδιέξοδος (απευθυνόμενος νοερά στον πατέρα του: θέλω να αγωνιστώ, όπως αγωνίστηκες και συ, όπως πρέπει να αγωνίζεται κανείς όλη του τη ζωή. Είσαι ηττημένος το βλέπω. Θα προσπαθήσω να έχω περισσότερη δύναμη ή περισσότερη τύχη. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει κανείς).
Πού να πας, τι να κάνεις μ αυτήν την επιτακτική ανάγκη για το απόλυτο, αυτή την επιθυμία να μπεις στη μάχη, αυτόν τον κρυφό πόθο να ξεφύγεις από όλα τα εμπόδια της πόλης και της ζωής, χωρίς δυνατότητα διαφυγής;
Μας χρειάζεται ένας κανόνας. Να εκπληρώνεις κάτι και να προσφέρεις. Να είσαι.
Και παρακάτω:
Ήμασταν σοσιαλιστές: Νέοι Φρουροί. Μας είχαν σώσει οι ιδέες μας. Δεν υπήρχε λόγος να αποδείξουμε κάτι, ούτε χρειάζονταν υποστηρικτικά κείμενα για να υπάρξουν κοινωνικοί αγώνες. Ο σοσιαλισμός έδινε νόημα στη ζωή: τον αγώνα. Οι διαδηλώσεις ήταν μεθυστικές, κάτω από τις βαριές κόκκινες σημαίες, που είναι τόσο δύσκολο να κρατήσεις όταν έχεις κακοκοιμηθεί και δεν τρέφεσαι καλά.
Σιγά σιγά άρχισε η διαμάχη μας όχι με τον σοσιαλισμό αλλά με όλα αυτά τα συμφέροντα τα καθόλου σοσιαλιστικά που υπήρχαν γύρω από το εργατικό κίνημα. Εισβάλλουν στο χώρο του, τον διαπερνούν, τον κατακτούν και τον βρομίζουν. (…) Η εκλογική πολιτική μάς εξόργιζε πιο πολύ απ όλα. Ήμασταν συγχρόνως, μου φαίνεται, πολύ δίκαιοι και πολύ άδικοι μέσα από την άγνοια της ζωής η οποία είναι γεμάτη περιπλοκές και συμβιβασμούς.
Ήμασταν άπληστοι για το απόλυτο.

Και:
Εμείς θέλαμε μια αναρχική επανάσταση, δημοκρατική  -χωρίς την υποκρισία και την ατολμία των αστικών δημοκρατιών-, εξισωτική, ανεκτική ως προς τις ιδέες και τους ανθρώπους. Από θεωρητική πλευρά, θέταμε πολύ άσχημα αυτά τα προβλήματα, ο μπολσεβίκος τα έθετε σίγουρα καλύτερα από μας· από ανθρώπινη πλευρά, ήμασταν μέσα στην αλήθεια πολύ περισσότερο απ ό, τι εκείνος.

Έτσι, ο Βικτόρ Σερζ μπαίνει στη δίνη της εποχής του, μιας εποχής όπου όλη η Ευρώπη βράζει… Οι οξείες κοινωνικές αντιθέσεις δημιουργούν και έντονες αντιδράσεις, κοινωνικά κινήματα και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που ετοιμάζουν τη μεγάλη διεθνή επανάσταση αλλά και ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής, πολλές διαψεύσεις και πισωγυρίσματα.  Με τον απόηχο της Παρισινής Κομμούνας και της υπόθεσης Ντρέυφους, της δίκης της «συμμορίας του Μποννό», της εξέγερσης στην Καμπανία  (Μάρτιος του 1917) ο Σερζ ωριμάζει μέσα στις αρχές του αναρχισμού. Έζησε  άμεσα τα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία), είδε το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου μέσα στη φυλακή του Παρισιού και  στάλθηκε με την ανταλλαγή ομήρων στη Ρωσία παραμονές της ρωσικής επανάστασης. Μια επανάσταση που υποστηρίζει με όλη του την ψυχή παρόλο που διαισθάνεται ότι από την πρώτη μέρα έχει ήδη προδώσει τις αρχές της (η ρωσική επανάσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια αλλαγή πολιτικού καθεστώτος· η επανάσταση είναι, πρέπει να είναι κοινωνική. Αυτό πάει να πει ότι οι αγρότες θα επιβάλουν την εθνικοποίηση ή τουλάχιστον τον έλεγχο στις μεγάλες βιομηχανίες και τις τράπεζες. Ήμουν, χωρίς να το ξέρω, στη γραμμή του Λένιν).
Ως αυτοβιογραφούμενος, ο συγγραφέας Βικτόρ Σερζ έχει χωρίσει την αφήγησή του σε χρονικές περιόδους μέχρι το 1941 περίπου, δίνοντας σε κάθε κεφάλαιο τίτλο όπου φαίνεται ξεκάθαρα η επαναστατική του οπτική.

1.     Ένας κόσμος χωρίς δυνατότητες διαφυγής
Αναρχικά αδιέξοδα μέχρι το 1912

Η αλήθεια θα σε κάνει ελεύθερο. Η ελευθερία θα σου κάνει καλό.
Le revolté. Feuille de Propagande Anarchiste.

Ψάχνοντας απελπισμένα για δουλειά, πρώτα στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στο Παρίσι  (το Παρίσι μάς καλούσε, το Παρίσι του Ζολά, της Κομμούνας, της CGT, με τις μικρές εφημερίδες που τις τύπωναν με τρόμο ψυχής, το Παρίσι όπου ο Λένιν κάποιες φορές ετοίμαζε την Ίσκρα και μιλούσε στις συγκεντρώσεις των εμιγκρέδων, σε γειτονιές κλπ κλπ) μέσα στη φτώχεια και την ανασφάλεια, γνωρίζει προσωπικότητες  όπως τον Ζωρές ή τον αναρχικό Albert Libertad (πάμφτωχος, κλοσάρ, ανάπηρος, βίαιος  κι ελκυστικός έγινε η ψυχή ενός κινήματος που είχε εξαιρετικό δυναμισμό) και δουλεύει ως φωτογράφος, μεταφραστής, συντάκτης ή τυπογράφος σε διάφορες εκδόσεις.
Διαμορφωμένος από αντιφάσεις, διαχωρισμένος σε τάσεις υπόγειες και μη, ο αναρχισμός απαιτούσε πάνω απ όλα τη συμφωνία ανάμεσα σε λόγο και πράξη. Γι αυτό και μεις φτάσαμε (εκείνη την εποχή) στην ακραία θέση όπου, μέσα από μια άτεγκτη διαλεκτική, κατέληγε κανείς, δια μέσου της επαναστατικότητας, να μην έχει πλέον ανάγκη την επανάσταση.
Το δόγμα, που έγινε δικό μας, έλεγε: «Μην περιμένετε την επανάσταση. Αυτοί που υπόσχονται την επανάσταση είναι φαρσέρ όπως και οι άλλοι. Κάνε την επανάσταση σου εσύ ο ίδιος. Να είστε άνθρωποι ελεύθεροι, και να ζείτε σε συντροφικότητα».
Ο αναρχικός ατομικισμός στον οποίο κατέληγαν κάτι τέτοιες σκέψεις, ήταν η αφορμή για την πιο οδυνηρή πραγματικότητα για μας τους ίδιους. Να είσαι ο εαυτός σου. Μόνο που αναπτυσσόταν πάλι σε μια πόλη – χωρίς πιθανότητα διαφυγής-, στο Παρίσι, σε μια απέραντη ζούγκλα όπου ένας πρωταρχικός ατομικισμός, διαφορετικά επικίνδυνος από τον δικό μας, ο πιο δαρβινικός ατομικισμός της πάλης για επιβίωση, ρύθμιζε όλες τις σχέσεις. Φεύγοντας από τους καταναγκασμούς της φτώχειας τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας. Να είσαι ο εαυτός σου θα αποτελούσε μια πολύτιμη εντολή και ίσως μια υψηλή εκπλήρωση, εάν ήταν κάτι το εφικτό· αυτό δεν αρχίζει να γίνεται δυνατόν παρά τότε μόνον όταν ικανοποιούνται οι πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, κατάλυμα, ντύσιμο).
Είναι η εποχή όπου οι αναρχικές ιδέες εξαπλώνονται και πολυάριθμοι σύντροφοι θα βρίσκονταν, σύντομα, μέσα σε αυτό που ονομάζουμε παρανομία, σε μια ζωή που δεν κινείται πια στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά στο περιθώριο του νόμου. Πίσω από τις ιδέες υπάρχει η απελπισία, η αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, ότι ο κόσμος στην ουσία του είναι απαράδεκτος, κι όπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, «η ζωή δεν είναι ένα τόσο σπουδαίο αγαθό που θα ταν τρομερό να το χάσεις ή έγκλημα να το αφαιρέσεις από κάποιον». Είναι η εποχή όπου παραδέχεται ότι για τον Μαρξ δεν ήξερε σχεδόν τίποτα (στον συνδικαλισμό καταδικάζαμε έναν μελλοντικό κρατισμό εξίσου αμφίβολο με οτιδήποτε άλλο. Ο «εργατισμός» ως αντίδραση ενάντια στους πολιτικούς  μάς φαινόταν κάτι πολύ περιορισμένο καθώς κουβαλούσε μέσα του το μικρόβιο ενός άλλου είδους αριβισμού…)
Η διάψευσή του από το αναρχισμό επανέρχεται και αργότερα, όταν οι ατομικιστές κοροϊδεύουν την επανάσταση.  «Δεν είστε στην πραγματικότητα υπέρ κανενός/ δεν θα πολεμήσετε ποτέ για τίποτα, γιατί για σας δεν αξίζει τίποτα στ αλήθεια/ είστε το προϊόν του εκφυλισμού των πάντων: της μπουρζουαζίας, των αστικών ιδεών, του εργατικού κινήματος, του αναρχισμού).
Η μαρτυρία του Σερζ πάνω σ αυτήν την πτυχή της ιστορίας είναι πολύτιμη, γιατί γίνεται πολύ εκτεταμένη και συγκεκριμένη αναφορά σε άπειρες περιπτώσεις αναρχικών προσπαθειών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα έχει ανοιχτή την πόρτα προς τη Ρωσία λόγω της διασύνδεσής του με το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρελαύνουν ονόματα όπως του Σορέλ (θεωρητικός του επαναστατικού συνδικαλισμού που στήριξε τη μπολσεβικική επανάσταση), του Φερράλ (ο Φερράλ μ έμπασε σ έναν τρομακτικό κόσμο, τον κόσμο της πιο μεγάλης φτώχειας, της στέρησης που έχει γίνει αποδεκτή, του τέλους του ανθρώπου κάτω από το λιθόστρωτο της μεγάλης πόλης), του Λαβρόφ, του αναρχικού παιδαγωγού Γκουάρντια, του αναρχικού Αλμερέυδα, του Μερλό κι άλλων εκδοτών, του Αλφρέντ Γκαρσέν (συγγραφέας, φασίστας που κατέληξε στην… αριστερά) κ.α.
Έβλεπα με τρόμο τι μπορεί να κάνει η πόλη στον άνθρωπο, να τον περιορίσει στα ζωώδη ένστικτα του ψωριάρη, πεινασμένου, κυνηγημένου σκύλου… Ο κλοσάρ είναι ένα τελειωμένο, με θρυμματισμένες εσωτερικές αντιστάσεις πλάσμα που έχει μάθει να απολαμβάνει ασθενικά, αλλά και πεισματικά την ελάχιστη φυτική ζωή που του απομένει.
Το αυθόρμητο κίνημα και οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Παρίσι το 1904 τις ακολούθησαν η εκτέλεση του παιδαγωγού κι ελεύθερου στοχαστή Φρανθίσκο Φερρέρ (ιδρυτής της μοντέρνας σχολής της Βαρκελώνης), η εκτέλεση του Λιαμπέφ. Αργότερα (1912) η περίφημη δίκη της συμμορίας του Μποννό στέλνει πολλούς εκλεκτούς συντρόφους στο απόσπασμα. Δημιουργούνται αναρχικές παροικίες όπως η παροικία του Ε. Σαπελιέ στο Στόκελ όπου εγκαθίσταται ένας «πειραματικός κομμουνισμός». Γεγονότα σημαδιακά, κοινωνικές μάχες («μάχη του υπόκοσμου») που βίωσε έντονα ο έφηβος/νεαρός  Σερζ κι έβαλαν τα θεμέλια στις κοινωνικές του αντιλήψεις (από την ημέρα της   εκτέλεσης του Λιαμπέφ χρονολογείται η αποστροφή  που μου προξενεί η θλίψη του θανάτου που δεν προέρχεται από το πρωτόγονο έγκλημα του υποβαθμισμένου, του παραπλανημένου, του μισότρελου, του απελπισμένου, αλλά προκαλείται από ένα συλλογικό έγκλημα που έχει διαπραχθεί με ψυχραιμία από ανθρώπους που έχουν περιβληθεί την εξουσία).
Μετά τη μάχη για τον ιδεολόγο Φερρέρ, τον νυχτερινό αγώνα για τον απελπισμένο Λιαμπέφ, φάνηκε μέσα σε ποιο αδιέξοδο βρισκόταν στο Παρίσι το επαναστατικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων….
Είναι η περίοδος της «δεύτερης  έκρηξης του αναρχισμού στη Γαλλία (η 1η είναι το 1891-94) που καταλήγει ασφαλώς άδοξα, με σκληρή καταστολή κι εκτελέσεις (ανάμεσα στα εκτεταμένα συνθέματα του Πιοτρ Κροπότκιν και του Ελυζέ Ρεκλύς και στον παροξυσμό του Albert Libertad, η έκπτωση του αναρχισμού μέσα στην καπιταλιστική ζούγκλα γινόταν προφανής).

2.     Ζεις για να νικήσεις (1912-1919)

Απ αυτή τη δύσκολη παιδική ηλικία, απ αυτήν την ανήσυχη εφηβεία, απ αυτά τα τρομερά χρόνια δεν μετάνιωσα για τίποτα. Λυπάμαι αυτούς που μεγάλωσαν μέσα   σ αυτόν τον κόσμο χωρίς να γνωρίσουν την άλλη όψη της απανθρωπιάς, χωρίς να συνειδητοποιήσουν το αδιέξοδο και το χρέος να αγωνιστούν  -έστω και τυφλά- για τον άνθρωπο (…)
Οι απέξω βρίσκονταν στο πιο ακραίο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο οδυνηρό σημείο της ήττας.
(…)
Δεν ζει κανείς ποτέ μόνο με τον εαυτό του, δεν ζει κανείς ποτέ μόνο για τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει ότι και η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, συνδέεται με χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου.

Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου σαν άγρια θύελλα απότομη στον καθαρό ουρανό βρίσκει τον Σερζ στη φυλακή σ ένα νησί του Σηκουάνα (σ ένα μικρό κλουβί στο πεδίο της μάχης/αυτή η θύελλα μού εξηγούσε τον κόσμο). Είναι βέβαια ακατανόητη για τους διεθνιστές επαναστάτες η ξαφνική μεταστροφή των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, των συνδικαλιστών, των Γάλλων σοσιαλιστών και αναρχικών στον πατριωτισμό, μέσω της αδελφοκτονίας… (αυτό το παραλήρημα, γι μας ανεξήγητο, συνόψιζε το αποκορύφωμα μιας κοινωνικής καταστροφής που έμελλε να κρατήσει πολύ χρόνο ακόμα). Όταν αποφυλακίζεται  πηγαίνει στη Βαρκελώνη: από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων απλώνονταν χώρες μέσα στη γαλήνη κι στην αφθονία, χωρίς πληγωμένους που αναρρώνουν, χωρίς αδειούχους που μετρούν ακόμη και τα λεπτά της ώρας, χωρίς πένθος, χωρίς βιασύνη για ζωή την παραμονή του θανάτου.
Στη Βαρκελώνη, όπου η επαναστατική παράδοση οφείλει πολλά στον Μπακούνιν, παρακολουθεί το αναρχικό κίνημα που κορυφώνεται στην εξέγερση του 1917 (κορυφαία προσωπικότητα ο Σαλβαδόρ Σεγί). Η Κομμούνα, όπως αργότερα και η Ισπανική επανάσταση, γέννησε χιλιάδες ήρωες, εκατοντάδες αξιοθαύμαστους μάρτυρες, αλλά δεν απέκτησε αρχηγό. Με απασχολούσε πολύ γιατί μου φαινόταν πως με τη Βαρκελώνη βαδίζαμε προς μια δεύτερη Κομμούνα. Η ήττα, στις 19 Ιουλίου «σχεδόν χωρίς να αγωνισθούμε» γέμισε με εκατοντάδες πτώματα και τη μια πλευρά και την άλλη και έσβησε χωρίς να σταματήσει τη φόρα που είχε πάρει η εργατική τάξη…
Το 1917 το σημαδεύει όχι μόνο η επανάσταση στη Βαρκελόνη και φυσικά, η ρωσική επανάσταση αλλά και οι εξεγέρσεις της Καμπανίας που, όπως λέει ο Σερζ, υπήρξαν πολύ σοβαρότερες απ όσο είχε ποτέ ανακοινωθεί και δείχνουν ότι η Γαλλία είχε μόλις βγει από μια επαναστατική κρίση που είχε καταπνιγεί. Η αποτυχία των εξεγέρσεων στρέφει τον Σερζ προς τη Ρωσία και ψάχνει τρόπο επαναπατρισμού αλλά περνά κάποιους μήνες χωρίς άδεια παραμονής πάλι στο Παρίσι, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης  όπου οι εμπειρίες του και οι επαφές του με διάφορους αναρχικούς ήταν καθοριστικές προτού τον στείλουν με ανταλλαγή ομήρων στην Πετρούπολη, λίγο μετά το ξέσπασμα του Εμφύλιου πολέμου (1918, μετά τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης) και την απόπειρα δολοφονία του Λένιν από την αναρχική Ντόρα Καπλάν.
Όλα όσα ξέραμε για τη γαλλική επανάσταση, για την Κομμούνα του Παρισιού, για το ρωσικό 1905, μας έδειχναν τη λαϊκή αναταραχή, τον αναβρασμό των ιδεών, τον ανταγωνισμό των ομάδων, των κομμάτων, των εφημερίδων, εκτός μόνο από την εποχή της Τρομοκρατίας. Περιμέναμε να αναπνεύσουμε τον αέρα της ελευθερίας στην Πετρούπολη, χωρίς αμφιβολία μιας ελευθερίας σκληρής ακόμη και βάναυσης απέναντι στους εχθρούς της, μιας ελευθερίας ωστόσο πλατιάς κι ενθαρρυντικής. Και βρήκαμε στην πρώτη εφημερίδα ένα ανούσιο άρθρο με την υπογραφή Γ. Ζινόβιεφ σχετικά με το «μονοπώλιο της εξουσίας». «Το Κόμμα μας κυβερνά μόνο του […] δεν θα επιτρέψει σε κανέναν […]. Είμαστε η δικτατορία του προλεταριάτου […] οι απατηλές δημοκρατικές ελευθερίες που απαίτησε η αντεπανάσταση...». Προσπαθήσαμε να δικαιολογήσουμε σκεπτόμενοι την κατάσταση πολιορκίας, τον θανάσιμο κίνδυνο, αλλά και το ένα και το άλλο μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα γεγονότα, τα γεγονότα που άσκησαν βία στους ανθρώπους και στις ιδέες, όχι μια θεωρία καταστολής κάθε ελευθερίας.

3.     Η διάλυση και ο ενθουσιασμός (1919-20)

Μπήκαμε σ έναν κόσμο θανάσιμα παγωμένο.
Η φτώχεια, η στέρηση, η  αρρώστια (τύφος), το κρύο είναι τα χαρακτηριστικά στην Πετρούπολη τα χρόνια αυτά μετά τη διάλυση της Συντακτικής συνέλευσης όπου έχουν ήδη ξεκινήσει ορισμένα εγκλήματα της επανάστασης (παρατίθενται επώνυμα και με συγκεκριμένες λεπτομέρειες). Μια ετοιμοθάνατη επανάσταση στραγγαλισμένη από τον αποκλεισμό, έτοιμη να μεταμορφωθεί στο εσωτερικό σε μια χαοτική αντεπανάσταση. Η ύπαιθρος λεηλατούσε συστηματικά την πόλη κι η πείνα αποδεκάτιζε τις μάζες. Οι Εβραίοι ζούνε το άγχος ενός προσεχούς πογκρόμ. Ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος του σοβιέτ, είναι βέβαια αισιόδοξος. Ο Σερζ όμως εκτιμά ότι οι διανοούμενοι αντιμπολσεβίκοι ήταν περισσότεροι.

Στη Μόσχα τα πράγματα φαίνεται να είναι λίγο καλύτερα. Όμως το καζάνι βράζει πολύ περισσότερο απ ό, τι μας έχει αφήσει να ξέρουμε η επίσημη  ιστορία του ΚΚΣΕ… Οι μενσεβίκοι απαιτούν την κατάργηση της Τσεκά (η γνωστή φοβερή επιτροπή καταστολής της αντεπανάστασης, της κερδοσκοπίας και της λιποταξίας, συλλαμβάνοντας μαζικά τους ύποπτους, είχε την τύχη η ίδια να τακτοποιεί την τύχη τους, κάτω απ τον τυπικό έλεγχο του κόμματος, στην πραγματικότητα εν αγνοία του οποιουδήποτε). Νέες αναρχικές ενώσεις υποστηρίζουν νέες εξεγέρσεις και την Ομοσπονδία ελεύθερων κοινοτήτων.  
Είναι τόσες οι εκτελέσεις, οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί που ο ίδιος ο Σερζ, ουσιαστικά άνθρωπος του συστήματος (χαρακτηριστικά, του πρότεινε ο Ζινόβιεφ να οργανώσει τις υπηρεσίες της Γ΄ Διεθνούς αλλά αρνήθηκε) καταδικάζει απερίφραστα τις μεθόδους της: είχε καταντήσει κράτος εν κράτει, με την κάλυψη του πολεμικού απορρήτου και των μυστικών διαδικασιών. (…) Θεωρώ τη δημιουργία της Τσεκά ως ένα από τα πλέον σημαντικά σφάλματα, τα πιο αδιανόητα που διέπραξαν οι μπολσεβίκοι που κυβερνούσαν, καθώς οι συνωμοσίες, ο αποκλεισμός και οι ξένες παρεμβάσεις τούς έκανα να χάσουν κάθε λογικό έλεγχο.(…) Ήταν άραγε επιβεβλημένο να επιστρέψουν σε διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης; Στις αρχές του 1919 η Τσεκά δεν μπορούσε πια να ελέγξει την ψυχολογική διαστροφή και τη διαφθορά.

Το 1919 ο Σερζ το αποκαλεί «τρομερή χρονιά». Γίνονται άλλωστε πολλές προσπάθειες αλλαγής καθεστώτος, όπως στη Γερμανία (Μόναχο, πρώτη συμβουλιακή Δημοκρατία της Βαυαρίας, που προήλθε από την παράξενη συμμαχία ανεξάρτητων, αναρχικών κ.α. ενώ δεν υποστηρίχτηκε από τους κομμουνιστές!-/ΠΡΟΣΟΧΗ: η γνωστή δημοκρατία της Βαϊμάρης που καταστάλθηκε άγρια τον Απρίλιο του 1919 ήταν η δεύτερη συμβουλιακή δημοκρατία)και  στην Ουγγαρία (με επιτυχία). Είναι η εποχή της Γ΄ Διεθνούς, είναι η ήττα στην Εσθονία από τη Λευκή Στρατιά. Γενικότερα, η εξάπλωση του κομμουνισμού στη Δύση αποτυγχάνει .
Ο Σερζ κάλυπτε εκείνη την εποχή μια πλειάδα λειτουργιών. Χάρη στη γλωσσομάθειά του, διηύθυνε την υπηρεσία των λατινογενών γλωσσών της Διεθνούς και τις εκδόσεις της, υποδεχόταν τους ξένους εκπροσώπους, συμπλήρωνε τα αρχεία της πρώην Οχράνα, ήταν στρατιώτης σε κομμουνιστικό τάγμα και ακόλουθος του Υπουργείου Άμυνας. Βλέπει ολοκάθαρα τα λάθη και τις αντιφάσεις του κόμματος (όπως θα φανεί και στο επόμενο κεφάλαιο), τα επισημαίνει και μας παραθέτει πολύτιμες, εξακριβωμένες μαρτυρίες. Παρόλ αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
Η Ρωσία δε θα μπορούσε να αποφύγει την κόκκινη τρομοκρατία παρά μόνο αν είχε υποστεί τη λευκή· δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη δικτατορία του προλεταριάτου παρά μόνο αν είχε υποστεί μια δικτατορία της αντίδρασης… Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωναν την αγανάκτησή τους οι πιο οργισμένοι από τους διανοούμενους αντιμπολσεβίκους για να γίνουν πειστικοί, δυσανασχετώντας ως προς την αντεπανάσταση, μου αποκάλυπτε την αναγκαιότητα του μπολσεβικισμού.
Και αλλού:
Μέσα σε μια αιματοκυλισμένη Ευρώπη, αφανισμένη και αποβλακωμένη εκείνη την εποχή, ήταν προφανές για μένα, ότι ο μπολσεβικισμός είχε αναμφισβήτητα δίκιο. Σημασιοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα της ιστορίας.

Παρόλο που ο Σερζ βλέπει το μπολσεβικισμό σα μοναδική λύση για να σωθεί η επανάσταση, φαίνεται να εντοπίζει αρκετά πρώιμα τις αντιφάσεις της πολιτικής των μπολσεβίκων (ή τις επισημαίνει εκ των υστέρων;) αλλά και των σοσιαλδημοκρατών. Λέει, π.χ., ότι η πλειοψηφία των μαρξιστών της αριστεράς, που είχαν προσχωρήσει στον μπολσεβικισμό, υιοθετούσαν μια αλαζονική στάση∙ οι λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου» τούς τα ερμήνευε όλα, μαγικά, χωρίς να τους περνάει από το μυαλό η ιδέα να αναρωτηθούν πού βρισκόταν, τι σκεφτόταν, τι αισθανόταν, τι έκανε ο προλετάριος δικτάτορας. Οι σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα, είχαν κριτικό πνεύμα και έλλειψη κατανόησης.
Προς το τέλος του εμφύλιου μαθαίνεται και το καταπληκτικό νέο, το τέλος της τρομοκρατίας! Ήταν η φήμη ότι θα καταργηθεί η ποινή του θανάτου, σταθερό αίτημα πολλών στελεχών, που σε συμφωνία με τον Λένιν και τον Τρότσκι, πρότειναν την παύση των εκτελέσεων. Δυστυχώς η διάψευση έρχεται γρήγορα και με πολύ σκληρό τρόπο. Το Πολιτικό Γραφείο, όπως κρίνει ο Σερζ έθετε το πρόβλημα της απόλυτης εξουσίας χωρίς να τολμά να το λύσει μέσα σε μια ψύχωση φόβου και άτεγκτης εξουσίας. Η λευκή τρομοκρατία μπορεί να δικαιολογεί τη βία, αλλά ο Σερζ υποστηρίζει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν πολύ πιο δυνατή και πιο ξεκάθαρη αν οι άνθρωποι που κατείχαν την ανώτατη εξουσία, αγωνίζονταν να υπερασπίσουν και να εγκαθιδρύσουν, με όση ενέργεια απέδειξαν για να νικήσουν, τις αρχές του ουμανισμού απέναντι στον νικημένο εχθρό.

4.     Ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα μας (1920-21)

Είναι η εποχή που ο Σερζ την ονομάζει «πολεμικός κομμουνισμός»/πολιτική των επιτάξεων , ασκώντας σκληρή κριτική εφόσον είναι το αντίστοιχο του «καπιταλιστικός πόλεμος» (η λέξη «ολοκληρωτισμός» δεν υπήρχε ακόμη. Βρισκόμουν στην ανίσχυρη μειοψηφία που είχε συνείδηση της κατάστασης. Οι μεγάλες ιδέες του 1917 που είχαν επιτρέψει στο κόμμα των μπολσεβίκων να παρασύρει τις μάζες των αγροτών, τον στρατό, την εργατική τάξη και τη μαρξιστική διανόηση είχαν προφανώς πεθάνει). Ασκεί σκληρή κριτική κυρίως στον εξαναγκασμό και τη βία που επιβάλλονται σιγά σιγά, κάνοντας κάθε ελεύθερη σκέψη, δηλαδή κάθε κριτική σκέψη, επικίνδυνη.
Είναι το σύστημα που για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι πολύ δύσκολο να ζεις… («το εργαλείο είναι εξαιρετικό, αλλά η σούπα χάλια!»). Ελάχιστο το φαγητό των κρατικοποιημένων συνεταιρισμών, έλλειψη θέρμανσης, κρύο, τύφος αλλά κυρίως… «κομισαριοκρατία». Οι χωρικοί ζητούν, με βίαιο πολλές φορές τρόπο τον τερματισμό των επιτάξεων. Το κόμμα αγνοούσε ότι ο Τρότσκι είχε προτείνει την κατάργηση των επιτάξεων.  Στις αντιδράσεις στο πνεύμα του «πολεμικού κομμουνισμού» ο Λένιν δηλώνει ότι δεν έχει καμιά πρόθεση να μπει σε μια διαδικασία συνθηκολογήσεων με την αγροτική αντεπανάσταση.

Το δράμα του αναρχισμού θα αποκτούσε, με την εξέγερση της Κροστάνδης, μια σημασία ιστορική. Ήδη η μπολσεβικική δικτατορία έχει δημιουργήσει καμιά πενηνταριά εστίες αγροτικών εξεγέρσεων («κίνημα ένοπλων αγροτών»), κι έξαρση του διεθνικού αναρχισμού (καμιά τριανταριά αναρχικές οργανώσεις)∙  οι αναρχικοί προετοιμάζουν το Συνέδριό τους (οι αρχηγοί συλλήφθηκαν από την Τσεκά και οι περισσότεροι εξουδετερώθηκαν βίαια), ενώ οι «κομμουνιστές  εργάτες» είχαν αρχίσει να επαναστατούν. Τα επεισόδια και οι απεργίες είναι συνεχείς -ο Τρότσκι πρότεινε τη συγχώνευση των συνδικάτων και του κράτους ενώ ο Λένιν επέμενε στην αρχή της συνδικαλιστικής αυτονομίας και στο δικαίωμα της απεργίας, με την ολοκληρωτική υποταγή όμως των συνδικάτων στο κόμμα.  Παρά τις υποσχέσεις (αμνήστευση και νομιμοποίηση), οι αναρχικοί και οι μενσεβίκοι τέθηκαν εκτός νόμου.  Ο Σερζ δηλώνει ότι ήταν το μόνο μέλος του κόμματος που ήταν αποδεκτό από τους αναρχικούς ως ένας από τους συντρόφους τους.
Η τραγωδία στην Κροστάνδη ξεκινά  με τη διάδοση της ψευδούς είδησης ότι «η Κροστάνδη πέρασε στα χέρια των λευκών» (αυτό ίσως να ήταν και το πιο σοβαρό, τελικά. Το χειρότερο ήταν ότι το επίσημο ψέμα μάς παρέλυε. Το να ψεύδεται έτσι το κόμμα απέναντί μας ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν). Ο Σερζ, παρόλο που ακόμα υποστηρίζει τον μπολσεβικισμό, αναγνωρίζει ότι ο Τύπος ήταν κυριολεκτικά βυθισμένος μέσα στο ψέμα. Και ήταν ο δικός μας Τύπος, ο Τύπος της επανάστασής μας, ο πρώτος σοσιαλιστικός, δηλαδή αδιάφθορος και ανιδιοτελής Τύπος. Καταδικάζει τις συλλήψεις της Τσεκά και αποδίδει απερίφραστα ευθύνες σε μέλη του κόμματος και σε λάθος χειρισμούς (από την πρώτη στιγμή, ενώ ήταν εύκολο να κατευνάσουν την κρίση, οι μπολσεβίκοι αρχηγοί δεν θέλησαν να χρησιμοποιήσουν παρά την οδό της βίας). Το Πολιτικό Γραφείο έστειλε τελεσίγραφο υπογραμμένο από Τρότσκι-Λένιν  «Παραδοθείτε, ειδάλλως θα πυροβοληθείτε σαν τα κουνέλια».

Ο Βικτόρ Σερζ φωτίζει με την προσωπική του μαρτυρία όλα αυτά τα γεγονότα, καταδεικνύοντας με στοιχεία τα λάθη και τις αντιφάσεις και καταγράφοντας άπειρα συγκεκριμένα περιστατικά. Παρά το άγχος όμως που του προκαλούσε η «απόλυτη καταστολή κάθε δημοκρατίας», ήταν ακόμα αισιόδοξος. Πρόκειται για μια περίοδο πολύ δύσκολη, με πολλές αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, με λάθη και διαψεύσεις. Π.χ., ο ίδιος ο πράος και μειλίχιος Λένιν που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ελευθερίας του Τύπου, και υπόσχεται ένα κράτος τελείως διαφορετικό από τα παλιά αστικά κράτη, «χωρίς κρατικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς απέναντι στο λαό», δε διστάζει να συγκατατεθεί στις αμέτρητες συλλήψεις κι εκτελέσεις των αναρχικών. Ιδιαίτερα μετά την Κροστάνδη, ένα κύμα σκεπτικισμού διαχέεται στους κύκλους του Σερζ, ενώ το χάσμα μεταξύ κομμουνιστών και ελευθεριακών γίνεται ανυπέρβλητο.
Το επόμενο βήμα  διάψευσης είναι η αναγγελία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής από τον Λένιν, την άνοιξη του 1921, που ο Σερζ χαρακτηρίζει  ως «μετριοπαθή παλινόρθωση του καπιταλισμού».   Η νέα πολιτική καταπράυνε την πείνα γεννώντας το αίσθημα της αποκατάστασης της ειρήνης,  αλλά αφόπλιζε τους οπαδούς της από το κριτικό τους πνεύμα∙ φαίνονταν σα να καταλαβαίνουν την ένταξη σαν μια παραίτηση από το δικαίωμα του σκέπτεσθαι. Η παράταση της τρομοκρατίας μετά τη λήξη του εμφυλίου ωθεί πολλούς συντρόφους να εγκαταλείψουν την πολιτική ή… τη Ρωσία. Ανάμεσά τους ο Σερζ που φεύγει για Κεντρική Ευρώπη, που φαινόταν να είναι η εστία των προσεχών γεγονότων (αν ο κίνδυνος βρισκόταν μέσα μας, μέσα μας έπρεπε να βρίσκεται και η σωτηρία).


(ζητώ συγνώμη για το μέγεθος της ανάρτησης, και να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει και δεύτερο μέρος... Η φύση του βιβλίου με οδήγησε σε ένα είδος περίληψης, αλλά ήθελα να κρατήσω, μ αυτό τον τρόπο τα συγκλονιστικά γεγονότα μιας εποχής που σημάδεψε τα δικά μας χρόνια)

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «Σερζ» είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βικτόρ- Ναπολεόν Λβόβιτς, γιου του Λέοντος Κιμπάλμπιτς