Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2023

Πύρινη άνοιξη, Σαχάρ Χαλίφα

     Στο όχι και τόσο μακρινό 2002, στην ταραγμένη -επί χρόνια- Παλαιστίνη της περιόδου της δεύτερης ιντιφάντα[1] (λέξη που στα αραβικά σημαίνει εξέγερση) τοποθετεί η δημοφιλής Παλαιστίνια συγγραφέας την ιστορία των δύο νεαρών ηρώων της, του Άχμαντ και του Ματζίντ. Μέσα στις τρομερές συνθήκες της διχασμένης, ουσιαστικά εμπόλεμης κοινωνίας, οι εύπλαστες προσωπικότητες των δύο εφήβων επηρεάζονται από την δίνη της Ιστορίας και ενηλικιώνονται με σκληρό τρόπο.
     Βρισκόμαστε στη Ναμπλούς[2], μια αρχαία πόλη κοντά στην Ιεριχώ (η παλιά πόλη ή Κάσμπα[3], η Φλαβία Νεάπολη,η Σεχέμ των Ζηλωτών, η Γιαμπούς, η Χιμιάρ, η παλαιότερη πόλη στην ιστορία (…) Η Ναμπλούς έμεινε εδώ, σαν τη νύφη της νύχτας, τη νύφη της μέρας, τη νύφη του παρελθόντος και του παρόντος), με παρελθόν που φτάνει στα βιβλικά χρόνια και με πολλά ιστορικά μνημεία. Την εποχή που εξετάζουμε, κοντά στην πόλη υπάρχει ο οικισμός εβραίων εποίκων Κιριάτ Σαΐμπα, όπου ζει το ξανθόμαλλο κορίτσι, η μικρή Μίρα, που γοητεύει από μακριά τον έφηβο Άχμαντ. Η αφήγηση μεταφέρεται και στη Ραμάλα[4], την “de jure” πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους (1988).
     Ο Άχμαντ είναι ένα σιωπηλό, πολύ ευαίσθητο και ντροπαλό αγόρι που τραυλίζει και συγκινείται εύκολα, και η φυσική του συστολή προβληματίζει τον πατέρα (πώς θα ζούσε ο γιος του έτσι, με μια καρδιά τρυφερή σαν τις καρδιές των κοριτσιών, με γλώσσα δεμένη και τραυλή και μάτια κρυμμένα πίσω από γυαλιά;). Ο Άχμαντ όλη μέρα ζωγραφίζει, κοιτάει με τα κιάλια την μικρή εβραιοπούλα που κάνει κούνια, και με την παρότρυνση του πατέρα του αρχίζει να ασχολείται με τη φωτογραφία. Αντίθετα, ο δυναμικός Ματζίντ είναι φοιτητής, και τραγουδάει τόσο όμορφα, που γρήγορα γίνεται δημοφιλής, θέλει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό τραγουδιού, να ανοίξει τα φτερά του, να ταξιδέψει, να έχει μια μοντέρνα ζωή και να γίνει σαν τα ινδάλματά του, τον Μουσταφά Κάμαρ και τον Άμρου Ντιαμπ. Το μέλλον λοιπόν όχι μόνο του Άχμαντ αλλά και του Ματζίντ προβληματίζει τον πατέρα, τον Φαντέλ αλ Κασάμ, βιβλιοπώλη και τώρα λαμπρό δημοσιογράφο, ο οποίος έχει ζήσει τη μιζέρια των καταυλισμών, των διώξεων και της απώλειας της ταυτότητας (είχε γράψει πολλά γι’ αυτήν τη γενιά και τη ρευστότητά της. Είχε γράψει για την έλλειψη συνειδητοποίησης, την εξάπλωση της διαφθοράς ανάμεσα στους φοιτητές, για το πόσο το Ισραήλ είχε εκμεταλλευτεί τη γενιά αυτή και τους φοιτητές, με την πορνεία, τα πάρε δώσε, το έιτζ, τα ναρκωτικά, τα φθηνά όπλα. Και δεν τους έφταναν οι δικές μας αγορές, αλλά είχαν απλωθεί σ’ όλες τις αραβικές αγορές. Και ορίστε τώρα, οι γενιές, η μια μετά την άλλη, θερίζουν μονάχα ντροπή και ήττα).
     Δεν είναι αδικαιολόγητες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του Φάντελ, καθώς όπως μαθαίνουμε και από την ιστορική μελέτη του ILAN PAPPE[5], το νεοαποικιοκρατικό καθεστώς στην αναγνωρισμένη πια -απ’ το 1988- Παλαιστίνη (μετά την πρώτη ιντιφάντα) είχε διεισδύσει και στον οικονομικό τομέα, εξαθλιώνοντας όλα τα κοινωνικά στρώματα των Παλαιστίνιων που ζούσαν στα κατεχόμενα εδάφη. Καθώς μάλιστα οδεύουμε στην δεύτερη ιντιφάντα[6] ο κλοιός στενεύει, και τα πράγματα γίνονται δύσκολα και για τον Άχμαντ και για τον Ματζίντ, καθώς ο μεν πρώτος αναζητά το ξανθόμαλλο κορίτσι, ο δε Ματζίντ τα καλοκαίρια δουλεύει στον οικισμό των εβραίων, όπου βρίσκει καλύτερα μεροκάματα (Φαντέλ: θα λέω στους ανθρώπους ότι δεν είσαι γιος μου και ότι δεν σε γνωρίζω). Οι εβραϊκοί εποικισμοί μέσα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, όπως αυτός στον οποίο ζει η Μίρα και η οικογένειά της, κυρίως όμως ο κλοιός που ολοένα στενεύει και η οικονομική καταπίεση κάποια στιγμή φέρνουν ταραχές και μικροσυμπλοκές που σταδιακά οδηγούν σε ανοιχτό πόλεμο, εξέγερση γυναικόπαιδων και εφήβων με πέτρες και με απελπισμένες επιθέσεις αυτοκτονίας.
     Δύο αντιδιαμετρικοί χαρακτήρες είναι τα δύο αδέρφια, και περιστοιχίζονται από πολλές ενδιαφέρουσες προσωπικότητες: εκτός από τον πατέρα, ο επιπόλαιος ξάδερφος Αΐσα· η μητέρα τού Άχμαντ (Ουμ Άχμαντ) κι η μητέρα του Ματζίντ (Ουμ Ματζίντ)·η περίφημη γιαγιά του Ματζίντ, του Αΐσα και του Άχμαντ· η Σοάντ η σοβαρή, η εργατική, φίλη του Ματζίντ (από την μπάντα)από τη Ναμπλούς, που κι αυτή αγαπά τον Ματζίντ, κι ο πατέρας της που είναι στη φυλακή· η Λόρα, εγγονή του περίφημου και πανίσχυρου τσιγγάνου αλ Ουάσμι που μετοίκησαν στη Ραψάλα ως νομάδες (οι Ουασασίμι ήταν άνθρωποι αγροίκοι, χωρίς ηθική, που ενεργούσαν μυστικά κι έπειτα δημοσιοποιούσαν τις πράξεις τους, πράξεις στις οποίες ο κόσμος έτρεμε ακόμα και να αναφερθεί), με την οποία έχει σχέση ο Ματζίντ, θαμπωμένος από την κοινωνική της θέση, αλλά κάποιες φορές δυσφορεί μαζί της (συνέχισε να είναι σιωπηλός, συνοφρυωμένος, μπερδεμένος, μην ξέροντας πώς να την ευχαριστήσει και να την ξεφορτωθεί, πώς να συγκρατηθεί μαζί της, να συγκρατήσει τον εαυτό του… βρισκόταν σ’ ένα τεντωμένο σκοινί).
     Πρώτο κομβικό επεισόδιο ο περίφημος διαγωνισμός τραγουδιού στην Ραμάλα, όπου ο Ματζίντ θριαμβεύει καταπλήσσοντας τους πάντες, ακόμα και τον πατέρα του (πράγματι η επιτυχία του γιου του και το χειροκρότημα του κόσμου τον είχαν ευχαριστήσει, του είχαν δώσει κουράγιο. Μεγάλωσαν την αυτοπεποίθησή του, γιατί αυτός ήταν υπεύθυνος για την ανατροφή του Ματζίντ. Η πατρίδα όμως; Ο λαός; Η επανάσταση και η πίστη;/δεν ήταν η επανάσταση, ούτε το όνειρο της επανάστασης, ούτε ο ελευθερωτής των λαών). Ο κλοιός όμως έχει αρχίσει να στενεύει και οι σχέσεις των δύο εχθρικών λαών επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα.
     Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Άχμαντ με τη βοήθεια του Αΐσα χώνεται κρυφά μέσα στον εβραϊκό οικισμό ψάχνοντας τη… γάτα του, που του πήρε η Μίρα, και το ρομαντικό αγόρι που δάκρυζε στη θέα ενός λουλουδιού ενηλικιώνεται απότομα, καθώς οι εβραίοι φρουροί τον συλλαμβάνουν νύχτα, τον χτυπούν, τον φυλακίζουν. Είναι η εποχή που ξεκίνησαν πάλι τα έντονα επεισόδια, η πολιορκία (σύνδεση των δρόμων διακόπηκε και οι πόλεις έμοιαζαν με κλουβιά, απομονωμένα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε πόλη ήταν ένα τεράστιο γκέτο, περιστοιχισμένο από στρατιώτες. Στρατιωτικά οχήματα έφραζαν τις εισόδους, σκάβοντας τάφρους, υψώνοντας τοίχους από σκουπίδια, εγκαθιστώντας σημεία ελέγχου). Ο Ματζίντ, υπεύθυνος για τον αδερφό του προστρέχει στον ισχυρό Αλ Ουάσμι, για βοήθεια. Άθελά του όμως μπλέκει στην δίνη των ψεύτικων κατηγοριών και της αδέξιας άμυνας, καταλαβαίνει ότι ο Αλ Ουάσμι είναι προδότης και το σκάει πανικόβλητος . Ο Ματζίντ ήταν πλέον ένας καταζητούμενος, ένας ύποπτος φυγάς στα χέρια μιας ομάδας επαναστατών… έτσι, μια νέα σελίδα γράφτηκε στη ζωή του. Ο νεαρός μουσικός άφησε την κιθάρα του κι έπιασε το πολυβόλο.
     Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από σχεδόν ασήμαντη αφορμή, αθώα θα έλεγε κανείς, τα δυο παλληκάρια μπλέχτηκαν στη δίνη της επανάστασης/εξέγερσης/ιντιφάντα (το μόνο που τον συνέδεε με την επανάσταση ήταν τα λόγια των τραγουδιών), έγιναν πολίτες του κόσμου… ενός κόσμου όπου γίνονται καθημερινές συμπλοκές, ενώ τα τανκς περικυκλώνουν τις πόλεις των παλαιστίνιων. Άρχισαν να παρακολουθούν με αγωνία την στάση των διεθνών δυνάμεων (ΗΠΑ, Μόσχα, Κούβα, Ισραήλ κλπ), την άνοδο του Σαρόν (θα κάνει μ’ εμάς ό, τι έκανε και με τα στρατόπεδα της Σάμπρα και Σατίλα[7]) έχοντας επίγνωση ότι οι πηγές και τα μέσα επιβίωσης είχαν εξαντληθεί. Ο Άχμαντ έπαψε πια να τραυλίζει κι ο Ματζίντ είναι έτοιμος για όλα («Μας παίζουν τον σκοπό του θανάτου κι εμείς πρέπει να τον χορέψουμε».
     Η συγγραφέας μας οδηγεί σταθερά στην καρδιά αυτής της τόσο ιδιόρρυθμης ιστορικής συνθήκης, σε μια χώρα πολιορκημένη κι εξαρτημένη, χωρισμένη σε καντόνια που δεν επικοινωνούν το ένα με τα’ άλλο, που οι κάτοικοί της εδώ και τρεις γενιές πολεμούν με πέτρες και ξύλα, που αυτοπυρπολούνται και ανατινάζουν, που σκοτώνουν και σκοτώνονται, που προδίδουν και προδίδονται, χωρίς να υπάρχει επίσημος «πόλεμος». Υπάρχει ένας εχθρός που «μοιάζει με μηχανή, με μια μπουλντόζα που σαρώνει τα πάντα». Ταυτόχρονα, εξυφαίνει και τα λεπτά συναισθήματα, φόβου, αγωνίας, έρωτα, αγάπης, όπως τα συναισθήματα της γλυκιάς Σοάντ προς τον άντρα που κάποτε υπήρξε ο Ματζίντ (εκείνος ο άντρας, εκείνος ο άνθρωπος εκείνη η αίσθηση, η λαχτάρα της ψυχής… ένας καταιγισμός συναισθημάτων/η αγάπη δεν ήταν παιχνίδι που παίζεις μαζί του και όταν το βαριέσαι το πετάς), αλλά και της Λόρα, της κόρης του ισχυρού Αλ Ουάσμι, που επανεμφανίζεται απροσδόκητα.
     Ο τραυματισμός του Ματζίντ στην σπηλιά (όπου κρύβονται με τον Άχμαντ, την απίστευτη γιαγιά-«χάτζα» και την Σοάντ) τον αφήνει για μέρες αναίσθητο, και η αναγκαστική «έξοδος» από τη Ναμπλούς μέσα σε αδιανόητες συνθήκες ρίσκου και συμπτώσεων, είναι ίσως από τις κορυφαίες σκηνές του βιβλίου. Η γιαγιά επιστρατεύει όλη την σοφία των αιώνων που κουβαλάει στις πλάτες της… και οι τέσσερις ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Ο Ματζίντ, καθώς άρχισε σιγά σιγά να συνέρχεται, καταλήγει στο αρχηγείο του προέδρου (του Αμπού Αμάρ, δηλαδή του Αραφάτ). Η εμφάνιση του Αραφάτ στην «σκηνή» είναι αντάξια του θρύλου του (η γιαγιά του τού είχε πει πολλές φορές πως ήταν πανύψηλος, τεράστιος σαν γίγαντας, πως η φωνή του έμοιαζε με κεραυνό και η ματιά του ήταν διεισδυτική σαν τρυπάνι και σαν λάμα μαχαιριού. Τώρα τον έβλεπε σαν όλους τους άλλους ανθρώπους· ούτε γίγαντα ήταν, η φωνή του ούτε βροντούσε, ούτε άφριζε. Μα η ματιά του, πράγματι, ήταν σαν τρυπάνι). Ο Ματζίντ μέσα από το αποκλεισμένο αρχηγείο αποκτά άμεση αντίληψη της «σύγκρουσης» Αραφάτ-Σαρόν, ενώ είναι το μοναδικό σημείο του βιβλίου όπου μιλάει σε α΄ενικό (γράφει, υποτίθεται, ημερολόγιο): είμαστε πλέον στη φυλακή. Είμαστε πλέον παγιδευμένοι. Και η πολιορκία έχει ενταθεί.
     Είναι η χρονική στιγμή που την εξέγερση την υποστηρίζουν και ακτιβιστές κάθε χρώματος, ακόμα και Εβραίοι. Οι πολιορκίες όμως της Ναμπλούς και της Τζενίν ήταν οι οδυνηρότερες στην διάρκεια της δεύτερης ιντιφάντα. Έτσι οι ήρωές μας βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Βομβαρδισμοί, ρουκέτες, πείνα, δίψα, στέρηση. Παρακολουθούμε καταλεπτώς την αγωνία και τα συναισθήματα καθώς προχωρά μια ανελέητη πολιορκία, με τις γυναίκες να πάσχουν και να βοηθούν όπως μπορούν. Μέσα στον πανικό των σκοτωμών και των τραυματισμών, ο Άχμαντ βρέθηκε να βοηθά τους γιατρούς και τις νοσοκόμες έχοντας χάσει κάθε πίστη, κάθε χαρά (είχε ακούσει πολλές φορές για κείνη την υπομονή, την πίστη και την απίθανη, παράξενη δοκιμασία στην οποία υπέβαλλε ο θεός τους άτρωτους και καρτερικούς του δούλους, που μπορούσαν ν’ αντέξουν περισσότερα από κάθε άλλο λαό στον κόσμο (…) Τι εξήγηση ήταν αυτή που έλεγε πως ο θεός δοκίμαζε τους ανθρώπους με τέτοιον τρόπο; Τι είδους αδιάκοπη και βασανιστική δοκιμασία ήταν αυτή;)
     Η πολιορκία και η παράδοση της Ναμπλούς, τα αιματηρά επεισόδια, αλλά και η ύπαρξη προδοτών όπως ήταν μάλλον ο ξάδελφος Αΐσα, σκορπίζουν την απελπισία στην καρδιά του Άχμαντ: Μη μου μιλάς για τον Θεό, ούτε για τον Μωάμεθ, η καρδιά μου βάρυνε πια και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά μόνο να σκοτώνω. Πρέπει να σκοτώνω/Η χώρα είναι ρημαγμένη, οι άνθρωποι διώχτηκαν απ’ τα σπίτια τους, των αγροτών τα δέντρα τα ξερίζωσαν, τα σπίτια τα γκρεμίσανε, ανατίναξαν τα τζαμιά, χτύπησαν εκατοντάδες και φυλάκισαν χιλιάδες (…) Δεν έμεινε τίποτα που θ΄άξιζε για χάρη του να ζήσουμε.
     Είναι τέτοια η σύγχυση αξιών, ιδεών, που δεν γνωρίζει κανείς αν είναι καλύτερο να δικαστεί ως δολοφόνος ή να σώσει τη ζωή του. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει τον παραλογισμό της υποστήριξης του Αραφάτ από τις δυτικές δυνάμεις ενώ είναι ακόμα πολιορκημένος! Η ειρήνη είναι στον δρόμο καθώς η ιντιφάντα εξασθενεί αφήνοντας ανυπολόγιστες καταστροφές, αλλά η πολιορκία της Ραμάλας συνεχίζεται! Η μοναδική λύσυ είναι η λύση απελπισίας, όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας.
     Τα βήματα προς μια εύθραυστη ειρήνη είναι δειλά, ενώ η Παλαιστινιακή αρχή[8] (προσωρινή αυτοδιοικητική αρχή μετά την συμφωνία του Όσλο) δείχνει να ακολουθεί συμβιβαστική πολιτική. Κι ο Ματζίντ γίνεται ήρωας, μιλά στην τηλεόραση, γίνεται τηλεοπτικός αστέρας και επιδιώκει υπουργικό αξίωμα, φέρνοντας σε αμηχανία τις δυο γυναίκες που ενδιαφέρονται για κείνον. Η συγγραφέας συνεχίζει να αποδίδει τα εσωτερικές σκέψεις του Ματζίντ σε α΄ενικό (προσπάθησα να τα πω όλα αυτά στη Λόρα και τη Σοάντ, για να με καταλάβουν. Ξέσπασαν πάνω μου σαν μια σφηκοφωλιά με χιλιάδες κεντριά και με δαγκωματιές (…) Μα τι να έλεγα σε κάποιον που δεν γνώριζε τι σήμαινε ν’ αντικρίζεις το πρόσωπο του θανάτου ανά πάσα στιγμή; Τι να έλεγα σε κάποιον που δεν στερήθηκε μια γουλιά νερό; Τι να’ λεγα σε κάποιον που δεν ήξερε την εξαθλίωση του να συντρίβεσαι απ’ τα τανκς και να σου πίνει όλο το αίμα η πολιορκία; Υπήρχε λοιπόν αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι σαν την ιστορία; Και πως η ιστορία είναι σαν τον αγώνα και πως ο αγώνας, όπως οι πρώτες αχτίδες της αγάπης, που αρχίζει γλυκά, σταθερά και δυνατά κι έπειτα με τον χρόνο μαραίνεται, πεθαίνει και χάνεται; Ο χρόνος λοιπόν κυβερνά κι όχι οι άνθρωποι).
Εμείς είμαστε ο δρόμος
Ανακατευόταν το παρόν με την ιστορία,
τα ερείπια, τον αγώνα τους
και την εκτυφλωτική λάμψη των συναισθημάτων
     Δεν τελειώνει, παρόλ’ αυτά στην φάση αυτή, της επισφαλούς ειρήνης, το βιβλίο. Ο φακός τώρα πέφτει στην Λόρα και την Σοάντ, κυρίως στην Σοάντ που αναπροσδιορίζει τον ρόλο της, ως αγωνίστριας και ως απελευθερωμένης γυναίκας που αγαπά, ή μάλλον αγάπησε τον Ματζίντ. Δηλώνει ότι δεν νιώθει δεσμευμένη, δεν θέλει να έχει την μοίρα των υποταγμένων γυναικών. Ο πατέρας της, που βγήκε απ’την φυλακή, δεν παύει να αναμασάει ξεπερασμένες ιδέες (αν ο πατέρας της, που είχε βγει από μια τέτοια φυλακή, μιλούσε έτσι, τότε τι θα έλεγε ο υπόλοιπος κόσμος;). Βλέπει με θλίψη ότι ο Άχμαντ έχει χάσει τον δρόμο του, τις αξίες του, ή μάλλον, το μέλλον του (η εισβολή είχε αναταράξει όλη την ύπαρξή του και δεν άντεχε πλέον να τον μεταχειρίζονται σαν ανήμπορο παιδί).
     Μέσα στην απόγνωση κορυφώνονται τα συναισθήματα της Σοάντ, ανάμεσα στον βαθύ, «θηλυκό» –γεμάτο ελπίδα, καρτερία και απαντοχή- έρωτα από τη μια (νά'τη τώρα που επέστρεφε σ’ αυτόν, επέστρεφε στην εικόνα του, χωρίς εκείνη την απόσταση, χωρίς εκείνο το βάθος, γιατί η αγάπη είχε αποκαλύψει τα συναισθήματα, είχε φέρει πίσω την άνοιξη) και τον ρεαλισμό από την άλλη (και δεν θα τον συναντούσε, μα θα τον περίμενε, θα περίμενε έναν άντρα που δεν ήταν δικός της, που θα ανήκε σε όλους, σαν το άγαλμα του μάρτυρα, στη μέση της πλατείας, σαν το μνημείο του μαρτυρίου).
     Παρόλ’ αυτά  ήρωας, στην «αρσενική» του έκφανση, αναδεικνύεται στο τέλος όχι ο ορμητικός Ματζίντ, αλλά ο συνεσταλμένος και μετριοπαθής Άχμαντ, ο οποίος, μετά από έναν καθαρτικό διάλογο με τη Μίρα και την φίλη της, σε μια από τις αδιέξοδες διαδηλώσεις που πνίγονται στην καταστολή, ασυμβίβαστος, απελπισμένος, μέσα σε απύθμενη βία, ορμάει με όλη του τη δύναμη, σαν ρουκέτα, πάνω στους στρατιώτες.
Χριστίνα Παπαγγελή 
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7_%CE%99%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1
[2] Η πόλη ιδρύθηκε το 72 μ.Χ. ως Φλάβια Νεάπολη από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό κοντά στη βιβλική πόλη Συχέμ η οποία καταστράφηκε από τους Ρωμαίους κατά τον Πρώτο Ιουδαϊκό Πόλεμο. Η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού. Τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. έριδες ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Σαμαρείτες κλιμακώθηκαν με εξεγέρσεις έναντι στη Βυζαντινή διοίκηση με αποτέλεσμα τη καταστολή τους και τη συρρίκνωση της κοινότητας των Σαμαρειτών. Το 636 η πόλη κατακτήθηκε από τους Άραβες τον Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ και το όνομά της εξαραβίστηκε σε Ναμπλούς. Το 1099 η πόλη κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους και οι Άραβες την ανακατέλαβαν το 1187 με τον Σαλαντίν. Η πόλη το 1517 πέρασε στην κατοχή των Οθωμανών, το 1917 των Βρετανών και παρέμεινε σε βρετανική κατοχή μέχρι το 1948, όταν και τη Δυτική Όχθη κατέλαβαν οι Ιορδανοί. Το Ισραήλ κατέλαβε τη περιοχή μετά τον πόλεμο των έξι ημερών. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιντίφαντα, η Ναμπλούς υπήρξε θέατρο αιματηρών επεισοδίων. Η πόλη σήμερα έχει κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό και βρίσκεται στο Κράτος της Παλαιστίνης. Αποτελεί σημαντικό εμπορικό και αγροτικό κέντρο.
[3] Η Κάσμπα είναι μοναδικό είδος μεντίνας, Ισλαμικής πόλης ή φρουρίου. Η κάσμπα ήταν το μέρος όπου κατοικούσε ο τοπικός άρχοντας και σημείο άμυνας όταν η πόλη δεχόταν επίθεση. Χαρακτηριστικό μιας κάσμπα είναι τα ψηλά τείχη τα οποία συνήθως δεν έχουν κανένα παράθυρο. Βικιπαίδεια
[4] Πρωτεύουσα της Παλαιστίνης «ντε γιούρε» είναι η Ραμάλα, ενώ «ντε φάκτο» είναι η Ανατολική Ιερουσαλήμ.
[5] https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=124053&return_url
[6] Μετά τη δολοφονία του «εργατικού» πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 από εβραίο εξτρεμιστή, το παλαιστινιακό άρχισε να οπισθοδρομεί, ιδίως με την άνοδο στην εξουσία του σκληροπυρηνικού συντηρητικού «σεφαραδίτη» Αριέλ Σαρόν και των μικρών θρησκευτικών κομμάτων, που τον υποστήριζαν. Οι συνεχιζόμενοι εβραϊκοί εποικισμοί μέσα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη έφεραν τη δεύτερη ιντιφάντα («ταρακούνημα» στα αραβικά) το φθινόπωρο του 2000.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000, ο Αριέλ Σαρόν, βουλευτής τότε στην αντιπολίτευση, επισκέφθηκε τον περίβολο του μουσουλμανικού τεμένους Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ, που θεωρείται ο τρίτος πιο ιερός χώρος για το Ισλάμ. Η ενέργειά του αυτή θεωρήθηκε βέβηλη και προκλητική από το μουσουλμανικό στοιχείο κι έδωσε την αφορμή για την έναρξη βίαιων επεισοδίων. Εικάζεται ότι ο Σαρόν με την πράξη του αυτή επιδίωκε να σταματήσει τις ειρηνευτικές προθέσεις της «εργατικής» κυβέρνησης του πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ. Τον επόμενο χρόνο, ο Σαρόν θα εκλεγεί πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Η βία που ξέσπασε κράτησε περί τα πέντε χρόνια. Οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποίησαν ως όπλο αρχικά τον πετροπόλεμο και στη συνέχεια τις επιθέσεις αυτοκτονίας, ενώ οι Ισραηλινοί ξεδίπλωσαν όλη την γκάμα της στρατιωτικής τους μηχανής. Για να αποφύγουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, πραγματοποίησαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στα παλαιστινιακά εδάφη και άρχισαν να χτίζουν ένα τείχος κατά μήκος της Δυτικής Όχθης.
Το τέλος της δεύτερης ιντιφάντα τοποθετείται είτε στο θάνατο του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ (11 Νοεμβρίου 2004), είτε στη συνάντηση του Σαρμ Ελ Σέιχ (8 Φεβρουαρίου 2005), μεταξύ του Πρόεδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς και του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, όπου συμφωνήθηκε, με αμερικανική μεσολάβηση, η κατάπαυση των εχθροπραξιών. Τα θύματα και από τις δύο πλευρές άγγιξαν τις 4.500 μαχητές και αμάχους (1.000 Ισραηλινοί και 3.500 Παλαιστίνιοι). Το κόστος της δεύτερης ιντιφάντα για τους Ισραηλινούς ανήλθε γύρω στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια (το ⅓ του ΑΕΠ της χώρας) και για τους Παλαιστινίους γύρω στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια (το ¼ του ΑΕΠ της χώρας).
[7] Στα στρατόπεδα αυτά σφαγιάστηκαν το 1982 Παλαιστίνιο πρόσφυγες (μέχρι 3.500)
[8] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2023

Οι χώρες της επαγγελίας, Jean-Michel Guenassia

     Διαπίστωσα πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει κανείς την πραγματικότητα: νομίζεις ότι την πλησιάζεις, προσπαθείς να ταιριάξεις τις λέξεις με ό, τι έζησες, πασχίζεις να ομορφύνεις το πορτρέτο, αλλά, όσο επιμένεις, τόσο κατασκευάζεις ένα κυβιστικό παραμύθι, με την δυσάρεστη εντύπωση ότι πρόδωσες την αλήθεια και ότι είσαι ανίκανος να ανασυστήσεις το παρελθόν.
     Με λαχτάρα διαβάζει ο αναγνώστης το βιβλίο αυτό του Γκενασιά, μια και γνωρίζει ότι θα συναντήσει τους ήρωες από το αγαπημένο βιβλίο «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» (Γαλλία 1959-1964), και βασικά τον έφηβο (12 χρονο αρχικά) Μισέλ[1] που τον αφήσαμε μαθητή δεκαεπτά χρονών, και τον μεγαλύτερο κατά επτά χρόνια αδερφό του, τον φοιτητή και στρατευμένο κομμουνιστή, Φρανκ[2]. Γύρω απ’ αυτά τα κεντρικά πρόσωπα περιστρέφονται κι άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες, των οποίων παρακολουθούμε την εξέλιξη, καθώς μικρές ενότητες εναλλάσσονται, με τον φακό να φωτίζει μια τον έναν και μια τον άλλον. Κυρίως όμως θα λέγαμε ότι πρωταγωνιστεί ο 20ός αιώνας στο δεύτερο μισό του, στη Γαλλία και όχι μόνο, με τις ιδεολογικές αντιθέσεις, τη δυναμική νεολαία που οδήγησε στον Μάη του ’68, τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο και την πίστη ότι αυτός ο κόσμος είναι εφικτός. Έτσι, ακολουθώντας τα βασικά πρόσωπα, βλέπουμε κάποιες από τις «χώρες της επαγγελίας», χώρες που αναδιοργανώνονταν με βάση τις νέες ελπιδοφόρες μεταπολεμικές αξίες: την Αλγερία (5 Ιουλίου 1962 ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη), το νεοσύστατο Ισραήλ με τα κιμπούτς, την Τσεχοσλοβακία που  την άνοιξη του 1968 επαγγελλόταν έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», ακόμα και την Σοβιετική Ένωση, που επί Χρουστσόφ και Γκορμπατσόφ προχώρησε σ ένα πιο ήπιο αποσταλινοποιημένο καθεστώς.
     Ο Μισέλ και ο Φρανκ, ο ένας βασικά από τον καλλιτεχνικό χώρο κι ο άλλος από τον πολιτικό (που ασφαλώς συμπλέκονται μεταξύ τους), λειτουργούν σαν δυο πόλοι όπου γύρω τους περιστρέφονται ποικίλες, μοναδικές και σημαντικές προσωπικότητες, έτσι ώστε το αποτέλεσμα είναι μια πολυσύνθετη αναπαράσταση του παλμού της εποχής. Παρόλο που απέχουν μεταξύ τους επτά χρόνια και παρόλο που ο Φρανκ εξαφανίστηκε από την οικογένεια (και τη Γαλλία) χωρίς σημάδι ζωής από το 1962 για σαράντα (!) χρόνια, οι δύο αδερφοί έχουν διαφορετκό χαρακτήρα (πιο συναισθηματικός ο Μισέλ, πιο δογματικός ο Φρανκ), αρκετές ομοιότητες (τυχοδιωκτικοί, ασυμβίβαστοι), αλλά σχετικά παράλληλες πορείες: σύγκρουση με την οικογένεια και βασικά με την αντιδραστική μάνα, η οποία έδιωξε τον Φρανκ λόγω πολιτικών πεποιθήσεων (τον αντιμετώπιζε σαν ταξικό εχθρό, σαν να ένιωθε προσωπικά θιγμένη από τα ιδεολογιστικά λογύδρια του μεγάλου της γιου), ενώ ο Μισέλ γεμάτος θυμό και μίσος ακριβώς για τον ίδιο λόγο έφυγε απ’ το σπίτι. Και οι δυο αναζητούν απελπισμένα μια γυναίκα, ο Φρανκ στην Αλγερία την Τζαμίλα και ο Μισέλ την Καμίγ στο Ισραήλ, ενώ αρκετά και οι δυο αργότερα υιοθετούν, και ο ένας και ο άλλος, από ένα παιδί που δεν είναι δικό τους. Βέβαια, στα 40 χρόνια που μεσολαβούν μέχρι να ξανανταμώσουν, πολλά πράγματα αλλάζουν, και οι ίδιοι μεταστρέφονται πολλές φορές, ωστόσο παραμένουν κι οι δυο ανήσυχα πνεύματα, με έντονη δράση και συμμετοχή στην πρώτη γραμμή των ιστορικών γεγονότων.
     Είναι η εποχή της ανασυγκρότησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα που ακολούθησε, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, η ανεξαρτησία της Αλγερίας, η άνοιξη της Πράγας, ο Μάης του ’68, η σταδιακή αποσταλινοποίηση, η κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου ήταν ιστορικοί σταθμοί που έφεραν ανακατατάξεις, και μαζί μ’ αυτές ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο. Σ΄αυτό το πλαίσιο ανδρώθηκαν οι ήρωες και οι ηρωίδες μας. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Φρανκ και ο Μισέλ, με πολλές δυσκολίες, βρήκαν τον δρόμο τους και δούλεψαν για πολλά χρόνια, ο ένας στην Αλγερία και ο δεύτερος στο Ισραήλ. Δυο «χώρες της επαγγελίας» όπως υπαγορεύει ο τίτλος, χώρος όπου θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας. Μ’ ένα ευρύ πνεύμα θα μπορούσαμε να περιλάβουμε και την Ρωσία του Γκορμπατσόφ, όπου έζησε ο Φρανκ την περίοδο του Γκορμπατσόφ, αλλά και την Τσεχοσλοβακία, εφόσον υπάρχουν αρκετές εκτεταμένες αναφορές στη δυσφορία κάποιων ηρώων με το κομμουνιστικό καθεστώς (Έλενα, Πάβελ) και στην καταδικασμένη προσπάθεια του Ντούμπτσεκ να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού στη χώρα (άνοιξη του 1968).
     Πρόκειται επομένως για ένα πολυσύνθετο μυθιστόρημα, με πολλές παράλληλες ιστορίες και πολλή Ιστορία, με αντιθέσεις, συγκρούσεις κι έντονα συναισθήματα καθώς η παραστατική γραφή του Γκενασιά δεν αναφέρει απλώς αλλά «ζωντανεύει» γεγονότα με θεατρικό/κινηματογραφικό τρόπο.
     Συνδετικό στοιχείο στις διάφορες ιστορίες είναι το «τετράφυλλο τριφύλλι», ένα είδος «φυλαχτού» που αλλάζει χέρια και διατρέχει όλες σχεδόν τις ιστορίες. Το «γούρι» αυτό το βρήκε ο πατέρας των δύο αγοριών, ο Πωλ, την πρώτη κρύα του μέρα στο στάλαγκ (στρατόπεδο αιχμαλώτων της Ναζιστικής Γερμανίας) και θεώρησε ότι τον προφύλαξε απ’ τα δεινά του πολέμου και τον βοήθησε να επιστρέψει ζωντανός. Το έδωσε στον Μισέλ, με τη σειρά του εκείνος στην Σεσίλ, στον Ιγκόρ, και ξανά στον πατέρα, ο οποίος αυτή τη φορά το έδωσε στον Φρανκ. Ωστόσο, επειδή σκέφτηκε πως πάντα χρειαζόταν να σπρώξεις ελαφρώς την τύχη σου, έφτιαξε παιγνιωδώς κι άλλο ένα, ένα ψεύτικο (ήταν μια ανόητη ιδέα, φυσικά. Ένα ψεύτικο τετράφυλλο τριφύλλι δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του, όλοι το ξέρουν αυτό/σκέφτηκε ότι η επίδραση του τετράφυλλου τριφυλλιού δεν εξαρτιόταν από το αν ήταν αληθινό ή ψεύτικο, αλλά από το αν είχε τέσσερα φύλλα (!)). Η ουσία είναι ότι τα τριφύλλια αυτά ταξίδεψαν σε πολλά χέρια, που τα φύλαγαν οι κάτοχοί τους μεαγάπη και σεβασμό, και μετά από πολλές σπείρες έγινα το σημάδι αναγνώρισης των δύο αδερφών.
 
(Σημείωση: Ζητώ συγνώμη για το μέγεθος της ανάρτησης, και για την αδυναμία μου να αποφύγω ένα είδος «περίληψης» του περιεχομένου. Η πολυδιάστατη αφήγηση και η επιθυμία μου να καταγράψω ό, τι θα ήθελα να θυμάμαι, με ανάγκασε στην συνοπτική απόδοση του περιεχομένου, πράγμα που συνήθως το αποφεύγω. Όποιος αναγνώστης επιθυμεί, μπορεί να σταματήσει εδώ).

Μισέλ
Γιατί είμαστε τόσο αβέβαιοι όσο αφορά το μέλλον μας,
γνωρίζοντας πολύ καλά τι δεν θέλουμε να κάνουμε,
μα ποτέ τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας;
     Ο έφηβος Μισέλ, που στο προηγούμενο βιβλίο τον είδαμε επί πέντε χρόνια να μπαινοβγαίνει στην σκακιστική Λέσχη «Balto» με τους εμιγκρέδες-πολιτικούς εξόριστους- έχει σχεδόν υποκαταστήσει την προβληματική του οικογένεια με τις αρράγιστες φιλίες που είχαν κτιστεί εκεί: ο Ίγκορ,[3] ο Σάσα[4] (ο αδερφός του Ίγκορ, ο Βέρνερ, ο Λεονίντ[5] κ.α. είναι πρόσωπα που εξακολουθούν να επηρεάζουν αποφασιστικά τον ψυχισμό του, και που συντέλεσαν σε μια πρώιμη ωρίμανση και στη συγκρότηση μιας πολύ ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας.
     Θα έλεγε κανείς ότι η βασική οπτική γωνία είναι του Μισέλ, άλλωστε είναι ο μόνος που μιλάει σε α΄ενικό. Έτσι, με μια σχετική αμεσότητα, εκφράζει όχι μόνο τα συναισθήματά του αλλά και την αντίληψή του για τον ίδιο του τον χαρακτήρα, καθώς ενηλικιώνεται. Μετά την εξαφάνιση του Φρανκ -που εγκατέλειψε όχι μόνο την οικογένεια αλλά και την Σεσίλ-, βρίσκεται σε μεγάλο σταυροδρόμι, που τον κάνει να έχει μια πορεία ζιγκ ζαγκ: νιώθει ότι μισεί τη μάνα του (είχα την εντύπωση ότι ήμουν ορφανός. Χωρίς τον πόνο. Έχοντας κληρονομήσει τη μνησικακία της, δεν είχα καμία πρόθεση να κάνω το πρώτο βήμα), του λείπει η φιλενάδα του, η Εβραία Καμίγ (που έφυγε στο Ισραήλ με τους δικούς της), νοσταλγεί την Σεσίλ -την εγκαταλελειμμένη από τον Φρανκ ερωμένη, πενθεί τον αδερφό τής Σεσίλ τον Πιερ (που σκοτώθηκε στην Αλγερία), ενώ διαβάζει με πάθος Λατινικά για προαγωγικές εξετάσεις.
     Ωστόσο χάνει τη μέρα των εξετάσεων «λόγω ενός ολέθριου τηλεφωνήματος» (συνέλαβαν τον Ιγκόρ με την κατηγορία ότι σκότωσε τον Σάσα, τον αδερφό του) και γράφεται στη Γαλλική φιλολογία. Γρήγορα όμως πλήττει θανάσιμα (Πώς μπορεί να καθίσταται ανιαρό κάτι τόσο όμορφο; Δολοφονούμε τον Σαιν Σιμόν. Δεν είναι μόνο η εκφορά του λόγου (του καθηγητή) μονότονη, αλλά και τα περιεχόμενο της αφήγησης κουραστικό και άγευστο. Για μένα το διάβασμα είναι η ενσάρκωση της ζωής, όπως το φαγητό ή η αναπνοή, κάτι απολύτως απαραίτητο για την ύπαρξη, ωστόσο έχω την εντύπωση πως παρακολουθώ κάθε μέρα ένα μάθημα λογοτεχνικής μουμιοποίησης το οποίο παραδίδει ένας νεκροθάφτης/Πρέπει να σου αρέσει τρομερά η λογοτεχνία για να μην την σιχαθείς).
     Στο δεύτερο έτος λοιπόν, αρχίζει πάλι απ’ το μηδέν. Έχει καινούργια φιλαράκια, την απερίσκεπτη Λουίζ (Δεν πειράζει να πεθάνεις, σημασία έχει να ζήσεις), και τον Τζίμυ, ηθοποιό ανερχόμενο, που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε –ενδιαφέρουσες περιπτώσεις κι οι δυο, οι ιστορίες των οποίων περιλαμβάνονται σε θραύσματα στην αφήγηση του Μισέλ. Ο τελευταίος μένει με τον πατέρα και τη φιλενάδα του Μαρί και γυρεύει τρόπο και χρήματα να βρει την Καμίγ, δηλαδή να πάει στο Ισραήλ (νέα σύγκρουση με οικογένεια, καθότι χρειάζεται υπογραφή κηδεμόνα). Αποφασίζει να δεχτεί να εργαστεί στη νεοσύστατη επιχείρηση-μαμούθ του πατέρα του μετά από ταχύρρυθμη εκπαίδευση, αλλά γρήγορα βγαίνουν στην επιφάνεια και οι αντιθέσεις με το πατρικό πρότυπο: ο πατέρας μου ήταν μιας άλλης εποχής άνθρωπος, είχε πάρει μέρος στον πόλεμο, διακατεχόταν από μια παράφορη επιθυμία να ζήσει καλύτερα, ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι η αγορά μιας τηλεόρασης ή ενός πλυντηρίου αποτελούσε καθοριστικό βήμα προς την ευτυχία. Εγώ ήμουν πεπεισμένος για το αντίθετο: οφείλαμε να αντισταθούμε σε κείνο το ευτελές σύμπαν.
     Ο Μισέλ καθώς ενηλικιώνεται πια, αφού βεβαιώνεται για το τι δεν θέλει στη ζωή του, βρίσκει επιτέλους τι θέλει. Ο δρόμος από την άρνηση στην κατάφαση δεν είναι εύκολος… κι εκείνος μ’ όλην του την ψυχή θέλει πρωταρχικά να πάει στο Ισραήλ, να βρει την Καμίγ. Με τον Ίγκορ και τον Λεονίντ (ο πρώτος για να δουλέψει ως γιατρός και ο δεύτερος ως… πιλότος) καταφέρνουν να ταξιδέψουν εντέλει στην «Γη της επαγγελίας», πλανιέται επί βδομάδες αναζητώντας με διάφορες περιπέτειες την Καμίγ σε διάφορα κιμπούτς (όταν σκεφτόμουν την Καμίγ, ένιωθα το κορμί μου να παραλύει, η θερμοκρασία μου ανέβαινε, με έπιανε ένα ελαφρύ άγχος, αγνοούσα αν εκείνη είχε την ίδια εντύπωση για μένα), για να ανακαλύψει τον πατέρα της στο απομακρυσμένο Σαάρ Χαγκολάν και να μάθει ότι η Καμίγ βρίσκεται στο Τελ Αβίβ. Η συνάντησή του μαζί της, όταν πια εκείνος είχε αποφασίσει να γυρίσει στο Παρίσι και να κάνει την… αυτοκριτική του, περνάει από πολλά σπαραξικάρδια κύματα, πολλά «μεγάλα λόγια» («Δεν είμαι η Πηνελόπη», «θέλω να ζήσω, να διασκεδάσω, να ταξιδέψω, να πάω στις ΗΠΑ, δεν θέλω να παντρευτώ, θέλω να είμαι ελεύθερη κλπ κλπ», «είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί σου» ενώ ο άμοιρος Μισέλ δηλώνει ότι τα έχει χαμένα με τούτο το "ερωτικό γρονθοκόπημα".
     Το επεισοδιακό ταξίδι επιστροφής στο Παρίσι, μαζί με την Καμίγ, θέτει όχι μόνο τη σχέση τους σε δοκιμασία αλλά ανοίγει καινούργιους ορίζοντες στον Μισέλ: η καταιγίδα που ταρακουνούσε το σαπιοκάραβο τούς βγάζει στο Λιβόρνο, κι ενώ η Καμίγ τον εγκαταλείπει ταλαιπωρημένη κι εξοργισμένη για το Παρίσι, εκείνος αποφασίζει να παραμείνει και να επισκεφτεί, για τουριστικούς/καλλιτεχνικούς λόγους, την Φλωρεντία. Είναι αρχές Νοεμβρίου του 1966, μέρες που έχουν μείνει στην ιστορία της πόλης[6]λόγω των τρομακτικών καταστροφών από κατακλυσμό και υπερχείλιση του Άρνου. Είναι τόσο κολοσσιαία και ισοπεδωτική αυτή η πλημμύρα, που όλοι πιστεύουν ότι έχει συντελεστεί η Αποκάλυψη! Οι μοναδικές φωτογραφίες που βγάζει ο Μισέλ με την θρυλική Leica του φίλου του Σοβιετικού φωτογράφου Σάσα (γνωστός φωτογράφος στο κύκλωμα), τον κάνουν διάσημο και… επιτέλους ο Μισέλ βρίσκει τον προορισμό του (δεν επέλεξα, ούτε αποφάσισα τίποτα, το έπραξε η μοίρα αντί για μένα). Ο Φιλίπ Μορζ, κάτοχος φωτογραφικού πρακτορείου, δρομολογεί από δω και μπρος την επαγγελματική πορεία του Μισέλ (δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, απλώς βρέθηκα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή και προσπάθησα ν’ αποτυπώσω όσο μπορούσα καλύτερα την ένταση του δράματος). Το νέο του επάγγελμα τον φέρνει πολλές φορές σε αμηχανία (π.χ. μισεί τον Κλο Κλο που του αναθέτουν να φωτογραφίσει), αλλά αναλαμβάνει και ρεπορτάζ δύσκολα που τον ευαισθητοποιούν, όπως για τους ανθρακωρύχους της περιοχής της Λανς.
     Το ξανασμίξιμο με την Καμίγ είναι όχι μόνο αβίαστο (χρειάστηκαν όλα πέντε δευτερόλεπτα για να ξαναβρούμε την σύμπνοιά μας) αλλά ο έρωτας («σχηματίσαμε ένα και μοναδικό ον») αποκτά και διάρκεια, ενώ η μοίρα τους φέρνει σχεδόν στην πόρτα τους την Άννα, την κόρη του Φρανκ και της Σεσίλ (ο εξαφανισμένος Φρανκ δεν έχει ιδέα), την οποία και μεγαλώνουν σαν δικό τους παιδί.
Οι «αθεράπευτα αισιόδοξοι»
     Μέσω αυτής της τεθλασμένης πορείας του Μισέλ, παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον και την εξίσου δαιδαλώδη πορεία κάποιων από τους «αθεράπευτα αισιόδοξους», τους εξόριστους εμιγκρέδες του σοσιαλισμού. Τον Βέρνερ[7] που υπερασπίζεται τον Ίγκορ μέχρι τελικής πτώσεως, τον Λεονίντ που αγωνίζεται να μπει στην EL Al Airlines και παρότι μη Εβραίος στρέφεται στον ιουδαϊσμό, αλλά κυρίως την τραγική περίπτωση του Ίγκορ που είναι φυλακισμένος με την κατηγορία ότι σκότωσε τον αδερφό του Σάσα (ο αδερφός του, συνταγματάρχης των μυστικών υπηρεσιών στην ΕΣΣΔ και μετέπειτα αυτοεξόριστος, θαμώνας της Λέσχης αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα σημείωμα στον μοναδικό φίλο που τον αποδεχόταν, τον Μισέλ). Το μεγάλο μυστικό του Σάσα -ότι ήταν άνθρωπος της KGΒ- τον είχε κάνει μισητό στους υπόλοιπους και δή στον Ίγκορ, αν και ο αθώος έφηβος Μισέλ (μέχρι που διαλύθηκε η λέσχη, δεν ήξερε ότι ο Ίγκορ ήταν αδερφός του Σάσα) τον εκτιμά πολύ και ως φωτογράφο, σ΄αυτόν άλλωστε οφείλει την αγάπη του στην φωτογραφική τέχνη.
     Όπως μας λέει ο Μισέλ, απέναντι στον Σάσα ο Ίγκορ στάθηκε ανυποχώρητος, ανίκανος να του συγχωρήσει το γεγονός ότι υπήρξε ένας ανελέητος κομμουνιστής στην ΕΣΣΔ, ότι παραποίησε χιλιάδες φωτογραφίες και εξαφάνισε έτσι χιλιάδες ανθρώπους από προσώπου γης. Εκ των υστέρων ο Ίγκορ κατηγορείται για φόνο, νιώθει ηθικά υπεύθυνος και ένοχος, και ζητά εξιλέωση μέσω της ποινής του. Ο Μισέλ με τον Βέρνερ κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες (και 20.000 φράγκα προκαταβολή!) για να τον απαλλάξουν, τονίζοντάς του τη λεπτή διαφορά μεταξύ ευθύνης και ενοχής, κι ότι δεν γίνεται να είμαστε ένοχοι για πράγματα που δεν διαπράξαμε. Όταν μετά από πολλές «άγρυπνες νύχτες που πέρασε ξαναβλέποντας την ταινία της ζωής του και τελικά απελευθερώθηκε από τον θυμό που τον έπνιγε για πάνω από δώδεκα χρόνια» ελευθερώνεται, αποφασίζει να πάει με τον Μισέλ στο Ισραήλ για να εξασκήσει την ιατρική σε μια χώρα όπου δεν υπάρχουν ακόμα πολλές ειδικότητες.
     Κι από κει και πέρα βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μια απίστευτη οδύσσεια, που την παρακολουθούμε μέχρι τέλους. Ο μεγάλος καημός του Ίγκορ να γυρίσει στην οικογένειά του, στην Σοβιετική Ένωση, την Ναντέζντα και τα δυο παιδιά, που τους εγκατέλειψε βίαια το 1952 (μετά από προειδοποίηση ότι διώκεται για εσχάτη προδοσία- εποχή μεγάλων διώξεων, «εκκαθαρίσεις της λευκής μπλούζας» ή «συνωμοσία των γιατρών» που έστησε ο Στάλιν), περνά από σαράντα κύματα: μετά από πρακτική σε νοσοκομείο της Χάιφα προκειμένου να αναγνωριστεί το ρωσικό του πτυχίο στην ιατρική, και την βαθιά εκτίμηση συναδέλφων του λόγω της τρομακτικής του εμπειρίας στην ΕΣΣΔ στο παρελθόν, του προτείνουν απ’ το νοσοκομείο να πάει σε μυστική αποστολή στην Σοβιετική Ένωση, να στρατολογήσει τους εκεί Εβραίους για να επιστρέψουν και να στελεχώσουν το νεοσύστατο Ισραήλ, την «Γη της Επαγγελίας» (!!!). Θα πάει ως ιατρός Ισραηλινός πολίτης με επαγγελματική βίζα για να παραδώσει προηγμένο ιατρικό εξοπλισμό «στο πλαίσιο μιας συμφωνίας συνεργασίας με τα ρωσικά νοσοκομεία». Η αρχική άρνηση έγινε κατάφαση, προκειμένου να ξαναδεί έστω για λίγο τους δικούς του, κι έτσι αρχίζει μια τρελή περιπέτεια: μετά από εκπαίδευση -κινηματογραφικού στυλ- οκτώ εβδομάδων, με το όνομα Αντρέι Αλτμάν εμφανίζεται στο σοβιετικό νοσοκομείο για να επιδείξει έναν… διασονογράφο (μηχάνημα υπερήχων)! Το σχέδιο προχωράει, αλλά παρόλο που φαλτσάρει και τον ειδοποιούν ότι κινδυνεύει, ρισκάρει για να συναντήσει τη Ναντέζντα, ενώ τα παιδιά του δεν θέλουν πια να τον δουν (σήμερα είσαι για μένα ένας ξένος. Και για τα παιδιά επίσης, δεν θα έπρεπε να έχεις επιστρέψει ποτέ. Τι νόμιζες; Ότι θα πετούσαμε από τη χαρά μας; Ότι θα ξαναρχίζαμε τη ζωή μας από την αρχή;. το ξέραμε πως κατάφερες να το σκάσεις. Και μπράβο σου. Εγώ κατάφερα να μην σε σκέφτομαι πια).
     Σύντομα ο Ίγκορ συλλαμβάνεται (εμείς οι αναγνώστες μαθαίνουμε ότι τον κατέδωσε εικοσάχρονος ο γιος του, Πιερ) και τον ρίχνουν βαριά άρρωστο, με συμπτώματα σηψαιμίας, στις θρυλικές φυλακές Κρέστυ. Σωτήρας του αναδεικνύεται ο γιος του Σάσα, ο ανιψιός του Βίκτορ, άνθρωπος του συστήματος (KGB), που δεν έχει γνωρίσει όμως τον πατέρα του. Στις ατέλειωτες μέρες που ακολούθησαν την δύσκολη ανάρρωσή του, ο Ίγκορ συνειδητοποιεί ότι δεν είχε σημασία που η αντάμωσή τους δεν στέφθηκε με επιτυχία χάρηκε που έμαθε ότι η γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν ζωντανοί/δεν καταδίκαζε την κίνηση του Πιότρ, δεν ήταν θυμωμένος μαζί του, τον εαυτό του κατηγορούσε, θα έπρεπε να έχει υπόψη του ότι, σε τούτη τη χώρα, η κατάδοση συγκαταλεγόταν στα αναγκαία μέσα επιβίωσης. Το πιο τραγικό και μεγαλειώδες είναι ότι, όταν του δίνει την ευκαιρία ο Βίκτωρ να τον φυγαδεύσει, εκείνος αρνείται: Θα μείνω εδώ. Είμαι Ρώσος. Είναι η πατρίδα μου, δεν θα ξαναφύγω.
     Το τίμημα ήταν τέσσερα χρόνια φυλακή. Η επανένταξη του Ίγκορ στην κανονική ζωή με μια άλλη γυναίκα που γνώρισε και αγάπησε, η προσαρμογή σε μια διαφορετική Σοβιετική ένωση απ΄ αυτήν που έζησε (μιλάς για μια εποχή που έχει πια περάσει, η πολιτική του κράτους άλλαξε, ο εχθρός μας σήμερα είναι η διαφθορά και η μαύρη αγορά), και η σχέση του όχι μόνο με την Λουντμίλα (την κόρη του) που τον αποδέχτηκε, αλλά με τον καταδότη γιο του, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (κατανοώ απολύτως ότι πληγώθηκε με την αναχώρησή μου, ήταν πολύ μικρός ακόμη, πες του ότι τον αγαπάω, ότι θα είναι για πάντα γιος μου και ότι θα χαιρόμουν αφάνταστα να τον ξαναδώ). Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αρκετά αναλυτικά αυτές τις παράλληλες ιστορίες, και τέλος ρίχνει τον φακό του στην εσωτερική σύγκρουση του Πιοτρ, που αισθάνεται όπως θα έπρεπε να αισθάνεται κι ο Οιδίποδας όταν έβγαλε τα μάτια του.
Φρανκ και Σεσίλ
Ήταν ανέκαθεν ιδεαλιστής,
ένα παιδί που ονειρευόταν έναν καλύτερο κόσμο
και ήθελε πάντα να βοηθάει τους φτωχούς

     Μπορεί ο Φρανκ να μην παρουσιάζεται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μπορεί να κυριαρχεί η οπτική γωνία του Μισέλ (ακόμα και στην έκταση των αφηγήσεων), αλλά εξίσου έντονη και συναρπαστική είναι η προσωπικότητα του Φρανκ. Πιο απόλυτος, δογματικός, ιδεολόγος, «αδιάλλακτος κομμουνιστής» και ανελέητος σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και προς τον εαυτό του, είναι ο ήρωας με τις μεγαλύτερες και πιο ακραίες αντιθέσεις στον βίο του. Μια γεύση που την είχαμε και στο προηγούμενο βιβλίο…
     Έχοντας ρητά εκφραστεί από μικρό παιδί ότι «αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του είναι επανάσταση», θαυμαστής του πατέρα ντε Φουκώ (εκείνον τον καλόγερο-στρατιώτη που είχε αφιερώσει τη ζωή του σ’ έναν σκοπό μεγαλύτερον από τον ίδιο!) και με παιδική θητεία ως …παπαδοπαίδι, αποφάσισε από φοιτητής ακόμα να είναι ένας γνήσιος κομμουνιστής που δεν θα έκανε ποτέ εκπτώσεις απ’ τις αρχές του, ότι η ηθική του θα ήταν άτεγκτη. Εξαφανίστηκε από την Γαλλία χωρίς κανένα ίχνος το 1962, ανεπιθύμητος από την δεξιάς ιδεολογίας μάνα, στην Ολλανδία πρώτα, με όνειρο να πάει στην Κούβα ενώ στη συνέχεια καταφεύγει στην Αλγερία, ως λιποτάκτης, προγραμμένος χωρίς περίπτωση να αμνηστευθεί εφόσον κατά λάθος σκότωσε έναν… Γάλλο αξιωματικό! Έχοντας βαθιά σημαδευτεί από μια έγκυο που μπροστά στα μάτια του αυτοκτόνησε στις γραμμές του μετρό, ψάχνει κι αυτός απεγνωσμένα την Τζαμίλα, μια νεαρή Αλγερινή που έχει στην κοιλιά της το δικό του παιδί, εγκαταλείποντας την Σεσίλ (που είδαμε στο πρώτο βιβλίο) και που εξακολουθεί να είναι σφοδρά ερωτευμένη (Ο Φρανκ, λέει ο Μισέλ, δεν σκέφτηκε ποτέ ότι επιλέγοντας την Τζαμίλα είχε απαρνηθεί την Σεσίλ, το θεωρούσε αποτέλεσμα της πολιτικής του συνειδητοποίησης, διότι γι’ αυτόν ο κομμουνισμός ήταν ηθική. (…) Στην αποβάθρα του αιματοβαμμένου μετρό, ο Φρανκ εγκατέλειψε την Σεσίλ σ’ ένα δευτερόλεπτο, το καθήκον του ήταν η Τζαμίλα). Ο άμεμπτος ηθικά λοιπόν Φρανκ, ούτε διανοείται ότι πληγώνει αθεράπευτα την Σεσίλ, η οποία με τη σειρά της είναι επίσης… έγκυος!
     Ο Φρανκ δεν το ξέρει βέβαια και το μαθαίνει… σαράντα χρόνια μετά, με αρκετά παράδοξο τρόπο. Ο συγγραφέας, με την αντιστικτική του δομή, μας δίνει λεπτομερώς και την πορεία της Σεσίλ, η οποία υποφέρει, γιατί όχι μόνο εξακολουθεί να αγαπά τον Φρανκ που την εγκαταλείπει να τον περιμένει στο πλοίο με το οποίο θα πήγαιναν …Βενεζουέλα αφήνοντάς της μόνο μια επιστολή, (όσο παλιά κι αν θυμηθώ τον εαυτό μου, ήμουν ανέκαθεν ερωτευμένη με τον Φρανκ, ποτέ δεν αγάπησα ούτε κοίταξα άλλον άνδρα), όχι μόνο περιμένει το παιδί του, αλλά μαθαίνει και τον τραγικό θάνατο του αδερφού της, Πιερ. Πίστευε ότι ο Φρανκ θα επέστρεφε, δυσκολεύτηκε να πάρει την απόφαση να κρατήσει το παιδί, δυσκολεύτηκε στην γέννα, και παρά τις απελπισμένες της προσπάθειες -και μάλιστα με τη βοήθεια ψυχολόγου-, δεν το αγάπησε ποτέ. Πρόκειται για έναν μάλλον αντιπαθητικό χαρακτήρα που πίσω από τον εγωισμό του κρύβονται ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά, εμμονικά και αυτοκαταστροφικά. Η Σεσίλ μετά από τα απανωτά αυτά χτυπήματα δεν συνήλθε ποτέ, ωστόσο ο συγγραφέας μας δίνει με ψυχογραφικές λεπτομέρειες το τραυματικό παρελθόν της, αλλά και τις προσπάθειες να ορθοποδίσει -καθώς παρακολουθούμε και κάποιες από τις συνεδρίες της στον ψυχολόγο- να εκτελέσει το «καθήκον» της, να αγαπήσει το κοριτσάκι της, την Άννα. Όμως η καρδιά της είναι πέτρα, δεν αισθάνεται καν ένοχη (η Σεσίλ δεν μπορούσε να την αγαπήσει, ήταν αδύνατον, τεχνικά ανέφικτο, η κόρη εκείνου του καθάρματος σίγουρα θα του έμοιαζε/μου είναι αδιάφορη ή, ακόμα χειρότερα, τη βαριέμαι, η παρουσία της είναι μια διαρκής μομφή, ότι δεν την αγαπώ, ότι δεν την αγκαλιάζω ποτέ). Έτσι, η Σεσίλ μ’ έναν επιδέξιο χειρισμό, συναντά τον Μισέλ και του παραδίδει την τετράχρονη Άννα, ενώ εκείνη εξαφανίζεται οριστικά!
     Από καθαρή ειρωνεία, την ίδια εκείνη μέρα του ματαιωμένου ραντεβού, ο Φρανκ είχε συγκλονιστεί από την έγκυο γυναίκα στο μετρό που αυτοκτόνησε, κι έχοντας κατά νου την Τζαμίλα πήρε την οριστική του απόφαση: αναρωτήθηκα: τι θέλεις στ’ αλήθεια να κάνεις με τη ζωή σου; Και, σε τούτη την ερώτηση, η απάντηση ήταν σαφής: να ζήσω με την Τζαμίλα και να ξαναχτίσω την Αλγερία.
     Δυο μήνες πριν να κηρυχτεί η Αλγερία ανεξάρτητη δημοκρατία ( 5 Ιουλίου του 1962) ο Φρανκ βρίσκεται στα σύνορα απ’ την πλευρά του Μαρόκου, αποκλεισμένος (κλειστές δίοδοι, έλεγχοι) ενώ βλέπει τα καραβάνια των Γάλλων να εγκαταλείπουν τη χώρα. Παραδόξως, Ο Φρανκ είχε βρεθεί και από τις δύο πλευρές σε εκείνον τον πόλεμο: πρώτα υπηρετώντας στον γαλλικό στρατό για να υπερασπιστεί την επικράτεια ενάντια στην εξέγερση του πληθυσμού της, συμμετέχοντας μάλιστα σε επιχειρήσεις καταστολής των εξεγερμένων· έπειτα, φρίττοντας με ό, τι τον διέταζαν να κάνει, υποστήριξε τον αγώνα των εχθρών της Γαλλίας και άλλαξε στρατόπεδο, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι συμπατριώτες του να τον θεωρούν πλέον προδότη. Πέρ’ απ’ αυτό όμως, είναι προγραμμένος ως λιποτάκτης και δολοφόνος. Η Αλγερία για τον Φρανκ είναι μονόδρομος. Αναπόφευκτα επομένως, παρακολουθώντας την πορεία του Φρανκ, ακολουθούμε και τα δειλά βήματα της Αλγερίας προς την ανασυγκρότηση.
     Στο Μαρόκο ο Φρανκ γνωρίζει τον Μιμούν Χαμαντί, άνθρωπο του Μπουμεντιέν[8], που όπως θα δούμε αργότερα πήρε πραξικοπηματικά την εξουσία από τον χαρισματικό, δημοφιλή ηγέτη του αντιαποικιακού αγώνα, Αχμέντ Μπεν Μπελά[9]. Ο Φρανκ, βάζει στην άκρη τις επιφυλάξεις του βιβλιοπώλη που τον φιλοξένησε (ο Μιμούν δεν διαθέτει και τις καλύτερες συστάσεις, έχει βάψει τα χέρια του με αίμα, άφθονο αίμα. Μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι άνθρωπος του Μπουμεντιέν, είναι βίαιοι και σκληροί άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τα σημαίνει οίκτος) και περνά τα σύνορα με όραμα να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Οι Γάλλοι φεύγοντας εγκατέλειψαν καίριες διοικητικές θέσεις, κατέστρεψαν αρχεία και φακέλους (δεν διαθέτουμε καμιά απογραφή, το κράτος πρέπει να κτιστεί απ’ την αρχή, ξέραμε πώς να πολεμάμε μα δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για την ειρήνη).
     Η σύντομη φιλοξενία του σε μοναστήρι από έναν τραπιστή μοναχό, τον Λυκ, ενισχύει την ροπή του προς θρησκευτικού χαρακτήρα στράτευση (η ικανότητα αυταπάρνησης, η βούληση να αφοσιωθούν σε κάτι υψηλότερο από το ασήμαντο εγώ τους για να βοηθήσουν όσους δεν είχαν τίποτα, για να αλλάξουν τον κόσμο αποκλειστικά με τη δύναμη της πίστης τους και της πεποίθησής τους), και προοιωνίζει την απροσδόκητη μεταστροφή του χρόνια αργότερα. Ωστόσο, ακόμα είναι άθεος και μαρξιστής και, παράλληλα με την αναζήτηση της Τζαμίλα, πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά: αρχικά του προτείνουν να διοικήσει… το νοσοκομείο! Παρόλη την ασχετοσύνη του περί ιατρικών, καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες προς πάσα κατεύθυνση, από να τελεί έκτακτα χρέη… μαίας, να επισκευάζει ασανσέρ και χαλασμένες βρύσες μέχρι να δίνει απαντήσεις σε ηθικά διλήμματα, τύπου αν πρέπει να παρέχουν ιατρική περίθαλψη σε μέλη της OAS[10](παραστρατιωτική, τρομοκρατική οργάνωση υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας) που κρίνονται «δολοφόνοι».
     Το πολιτικό κλίμα είναι πολύ έντονο: το δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση ακολουθεί η άτακτη φυγή των Γάλλων της Αλγερίας, η υποστελέχωση όλων των δομών, οι πράξεις εκδίκησης… Λίγες μέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (5/7/67) έχουμε στο Οράν σφαγή των Γάλλων που απέμειναν από ανθρώπους της FLN (Αλγερινοί επιτέθηκαν στους Γάλλους, τους πυροβόλησαν, τους έσφαξαν, τους βασάνισαν, τους έβγαλαν τα μάτια, οι δρόμοι του κέντρου ήταν σπαρμένοι με πτώματα κλπ /το χειρότερο ήταν ότι δολοφονήθηκαν οι Γάλλοι που δεν είχαν αναχωρήσει, που ήθελαν να παραμείνουν στη νέα Αλγερία και την στήριζαν). Εδώ να σημειώσουμε ότι λίγους μήνες πριν είχε εξαπολυθεί «πογκρόμ» 10.000 τουλάχιστον Αλγερινών στο Παρίσι και βάφτηκε κόκκινος ο Σηκουάνας[11]. Η σχέση επομένως των δύο εθνών είναι κάτι παραπάνω από εχθρική[12]. Πέρ’ απ’ αυτό, η Αλγερία, μια χώρα πλούσια σε πετρέλαιο, υδρογονάνθρακες και φυσικό αέριο, τετραπλάσια από τη Γαλλία, είναι γεμάτη φυλές από διάφορες εθνότητες που πολλές φορές βρίσκονται σε διχόνοια (βλ. περίπτωση Καβυλίας[13]). Ακόμα, πηγή πλούτου ήταν και η πώληση τεράστιων ποσοτήτων κρασιού (14εκ. εκατόλιτρα το χρόνο) στην αγορά της Γαλλίας –ένα προϊόν που δεν καταναλώνεται καθόλου στις μουσουλμανικές κοινωνίες.
      Οι πρώτοι μήνες τη ανεξαρτησίας ήταν μια συγκεχυμένη περίοδος, κοντά 800.000 Γάλλοι είχαν εγκαταλείψει την Αλγερία, λιγότεροι από 200.000 είχαν απομείνει, άνθρωποι ηλικιωμένοι, αριστεροί κλπ. Ο Φρανκ, όπως και ο Λυσιέν (γιατρός) και ο Μαρσιάλ (ιδιοκτήτης μαγαζιού με παπούτσια) ως εναπομείναντες Γάλλοι, είναι σαν τη μύγα μές στο γάλα. Ο Φρανκ μαθαίνει αραβικά με τον Χασέν, τον μπακάλη, βοηθώντας τον στο μαγαζί (Χασέν: φανταζόταν πλέον το μέλλον του με μεγαλύτερη αισιοδοξία, αν οι Αλγερινοί κατάφερναν επιτέλους να βάλουν τους Γάλλους να δουλέψουν). Με τον καιρό ο ήρωάς μας αποδεικνύεται άνθρωπος εμπιστοσύνης, και η γνωριμία του με τον Μιμούν –άνθρωπο, όπως είπαμε, του Μουμεντιέν-, τον χώνει ακόμα πιο βαθιά στα γρανάζια της εξουσίας. Ο Μιμούν τον προσλαμβάνει στη Νομαρχία, όπου δουλεύει ακατάπαυστα σε αποστολές, προγράμματα σχεδιασμού, συμμετέχει στην προσπάθεια αγροτικής αυτοδιαχείρισης, και νιώθει αφάνταστα τυχερός που συμμετέχει σ’αυτό το όραμα, έναν «αλγερινό ή μάλλον, ισλαμικό σοσιαλισμό». Ο Λυσιέν αποκτά τη θέση εμπειρογνώμονα στο Υπουργείο Υγείας και καλεί Κουβανούς γιατρούς και ιατρικό προσωπικό από κομμουνιστικές χώρες (συνεργαζόμαστε πλέον μ’ αυτές τις χώρες, εκπονούμε σχέδια μαζί τους, χωρίς τη βοήθειά τους θα ήταν σκέτη καταστροφή). Ωστόσο οι δυσκολίες στην κυριάρχηση της ειρήνης, π.χ. σφαγές των αρκί[14], δεν σταματούν (Φρανκ: Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, προς το παρόν. Ο λαός πρέπει να ξεθυμάνει/Ε, μήπως πάθατε αμνησία; Πώς φερθήκαμε στου Γάλλους δωσίλογους μετά την απελευθέρωση;), τον δε Μαρσιάλ τον κυνηγούν άνθρωποι του FLN.
     Όλα είναι πολύ δύσκολα να χτιστούν απ’ την αρχή, υπάρχει ακόμα και «Ινστιτούτο Σχεδιασμού (!) (δεν μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε πολλά πράγματα μαζί, πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στα βιομηχανικά σχέδια που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας) κλπ κλπ. Eγκαινιάζουν καινούργιο νόμισμα, συσφίγγουν τις σχέσεις με Βουλγαρία, ΕΣΣΔ, Τσεχοσλοβακία, παρόλ’ αυτά η Τσέχα Ελένα που για ένα διαστημα συνδέεται ερωτικά με τον Φρανκ, όταν καταλαβαίνει ότι εκείνος ποτέ δεν θα επιστρέψει στη Γαλλία, τον εγκαταλείπει.
     Με το πραξικόπημα του Μιμούν Χαμαντί, τον Ιούνιο του 1965, ο Φρανκ αναλαμβάνει την χαρτογράφηση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, μαζί με Αμερικανούς εργολάβους και στέλνεται στο Χάσι Μεσαούντ[15]. Εκεί τον συλλαμβάνει και η γαλλική χωροφυλακή, με προοπτική να τον επαναπατρίσουν στην Γαλλία όπου θα περνούσε στρατοδικείο (είχε έρθει το τέλος, ο Φρανκ θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον εαυτό του), αλλά μετά από μια βδομάδα απελευθερώθηκε χάρη στη μεσολάβηση του Μιμούν.
Προσωπική ζωή, μεταστροφή
     Το κεφάλαιο με την Τζαμίλα κλείνει οριστικά, εφόσον ο Φρανκ την βρίσκει μετά από πολλές προσπάθειες με τον γιο τους Καρίμ, αλλά ανακαλύπτει ότι εκείνη έχει παντρευτεί και τον αποδιώχνει. Ωστόσο, όπως κι ο Μισέλ, αργότερα δημιουργεί ένα είδος οικογένειας εφόσον γνωρίζει την Ιταλίδα Ροζέτα, μια απελευθερωμένη γυναίκα που δεν σκόπευε ωστόσο να ζήσει όλη της τη ζωή στην Αλγερία, και οι δυο τους με απροσδόκητη γενναιοδωρία προστατεύουν έναν πιτσιρικά, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, τον Σαρλί, που τον πιάνουν να κλέβει συστηματικά τον Χασέν. Πρόκειται για μια συνήθη περίπτωση παιδιών, που μετά τον πόλεμο της Αλγερίας δεν έχουν χαρτιά, είναι εγκαταλελειμμένα, αναγκασμένα να τα βγάλουν πέρα μόνα τους, παιδιά μαρτύρων ή ορφανά πολέμου. Τον παίρνει στο σπίτι του με αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα παρόλο που ο Σαρλί κλέβει, εξαφανίζεται κλπ. Η ιστορία του Σαρλί είναι συγκλονιστική: με καταγωγή από την Καβυλία, ο πατέρας δεκανέας του γαλλικού στρατού· σκότωσαν με φρικτούς τρόπους την οικογένειά του που προσπάθησαν να μεταβούν στη Γαλλία. Μισεί τους Γάλλους που τους εγκατέλειψαν στη μοίρα του, μισεί τους Αλγερινούς που σκότωσαν τους δικούς του.
     Ο Φρανκ μετά τις επιτυχίες του στις διαπραγματεύσεις για πώληση των πλεονασμάτων αλγερινού κρασιού, απέκτησε και βίλα και Peugeot! Kαι, το 1970, σε ηλικία 30 ετών, έγινε αλγερινός πολίτης έχοντας απαρνηθεί χωρίς καμιά τύψη τη γαλλική του υπηκοότητα. (Τούτος ο στόχος, τον οποίο προσπάθησε να επιτύχει από τότε που επέστρεψε στην Αλγερία, δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με γιασεμιά, αλλά μια μάχη). Ο Σαρλί με την «τακτοποιημένη ζωή μιας σχεδόν φυσιολογικής, φαινομενικά τουλάχιστον, οικογένειας», μεγαλώνει, ψηλώνει και μεστώνει· πάει σχολείο όπου περνά τα 40 κύματα, θέλει να γίνει μπακάλης, θέλει να πάει Αμερική, θέλει να γίνει ροκάς. Ο Φρανκ τον πιέζει να μη γίνει μπακάλης, φτάνει στο σημείο να τον πληρώνει για να… σπουδάσει, μαλώνουν, το παιδί εξαφανίζεται. Οι συγκρούσεις με τον Φρανκ ιδιαίτερα είναι αναπόφευκτες (το μίσος ήταν εκεί, επίμονο, αιχμηρό, και επεκτεινόταν μέσω μιας συναισθηματικής τριχοειδούς δράσης στη θρησκεία των βασανιστών). Οι διαφορές Ροζέτας- Φρανκ επεκτείνονται και στη σχέση τους με το παιδί, τις παρακολουθούμε αρκετά αναλυτικά μέσα από το γλαφυρό ύφος του Γκενασιά μέχρι το 1976, και κάποια στιγμή με πρόσχημα 15μερες διακοπές στην Ιταλία, η Ροζέτα φεύγει με τον Σαρλί και δεν επιστρέφουν ποτέ.
Αλλαγή σελίδας
Ένα ωραίο βράδυ, το μέλλον ονομάζεται παρελθόν
Τότε γυρίζουμε και βλέπουμε τη νεανική μας ηλικία
Λουί Αραγκόν

     Πρέπει να μάθεις να απαλλάσσεσαι από τη δυστυχία που σου φθείρει το μυαλό σα χαλίκι στο παπούτσι σου. Πρέπει να τους αφήσεις πίσω σου, τα λόγια του Μιμούν. Η μουσουλμανική σοφία είναι στωική και επικούρεια, οφείλουμε να απελευθερωνόμαστε από τα βάσανα της ψυχής. Για να προχωράμε.
     Ο Φρανκ το 1978 συνοδεύει τον άρρωστο Μπουμεντιέν στην ΕΣΣΔ τελώντας τα χρέη μεταφραστή. Ο Μπουμεντιέν πέθανε σύντομα, διάδοχος έγινε ο Μπεντζεντίντ, και η εύνοια του καθεστώτος απέναντι στον Μιμούν, επομένως και τον Φρανκ έπαψε να τους προστατεύει. Ο Φρανκ για άλλη μια φορά ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του· δεν θέλει πια να γυρίσει ούτε Αλγερία, ούτε Γαλλία («Είμαι Ρώσος τώρα»). Δεν ήταν ο μόνος που ζητούσε άσυλο στην ΕΣΣΔ, μερικές δεκάδες κυρίως Βρετανοί διπλωμάτες, Λατινοαμερικάνοι, ορισμένοι Αφρικανοί δικτάτορες κλπ.
     Ο Φρανκ ζει στη Μόσχα ζώντας από κοντά όλες τις συγκλονιστικές πολιτειακές μεταβολές της ΕΣΣΔ (Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, 1985-1991[16]: πρέπει να ξαναχτίσουμε τα πάντα, το σλόγκαν). Ήδη, το ενδιαφέρον του Φρανκ για την ανασυγκρότηση των λαών έχει ατονήσει… Το 1988, η συνάντησή του με τον πατέρα Μπορίς ήταν μοιραία. Οι ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του τον οδηγούν στο να βοηθάει την ολοκλήρωση των εργασιών στον ναό της Παρθένου Μαρίας του Μπάρασι. Και… η ζωή του θα είχε συνεχιστεί έτσι αν δεν είχε ανατραπεί το απόγευμα της Κυριακής 8 Αυγούστου 1993: στην Κόκκινη Πλατεία, μέσα σ’ ένα γκρουπ από τουρίστες ξεχωρίζει και τον αναγνωρίζει η… μητέρα του, ναι, εκείνη η απρόσωπη κι άσπλαχνη μάνα. Μετά από 33 χρόνια πλήρους εξαφάνισης, τον χαιρετά, τον αγκαλιάζει θερμά και του λέει τα νέα της οικογένειας… Ο Μισέλ έχει δυο παιδιά με την Καμίγ, και φυσικά του μιλά με αφέλεια για την 30χρονη πια Άννα (την κόρη του Φρανκ που δεν ήξερε καν την ύπαρξή της).
     Είναι το μόνο σημείο στο 600σέλιδο βιβλίο όπου ο συγγραφέας βάζει τον Φρανκ να μιλά πρωτοπρόσωπα: Ήρθε πια η ώρα να ζήσω τη ζωή μου, την αληθινή, αυτήν που ανέκαθεν προσδοκούσα, όχι εκείνη που μου επέβαλε η κοινωνία και με την οποία δεν ένιωσα ποτέ άνετα. (…) Η απόφασή μου δεν αποτελεί ούτε διαπίστωση ήττας, ούτε παραίτηση, ούτε φυγή, αλλά υπόσχεση. Μόνο υπόσχεση. Δίχως ονειροπόληση. Δίχως αντάλλαγμα. Δίχως παζάρεμα. Είναι το πεπρωμένο μου σε αυτή τη γη και θα το εκπληρώσω.
     Ο άθεος, υλιστής, μαρξιστής Φρανκ παρουσιάστηκε στο μοναστήρι Μπογκοροντίτσε ως δόκιμος μοναχός με την αμετάκλητη απόφαση να μην «ξαναγυρίσει στον κόσμο των ανθρώπων». Μόλις έλαβε το χρίσμα στάλθηκε σε άλλο μοναστήρι, δίπλα στον στάρετς Βιτάλι. Οι κοπιαστικές εργασίες συνοδεύονταν από πνευματική άσκηση (το να είσαι καλόγερος είναι μια πνευματική, ή καλύτερα, ψυχική κατάσταση). Στα τριάμισι χρόνια χειροτονείται κι αποκτά το όνομα Παύλος, στα επτά εγκαταλείπει το μοναστήρι («Δεν βρήκα αυτό που έψαχνα»). Δεν γυρίζει ωστόσο στην κοσμική ζωή, προχωρά ακόμα περισσότερο, στον ασκητισμό (η κλίση μου είναι η μοναξιά, η σταθερότητα, η σιωπή). Καταφεύγει σε ένα ερημητήριο χωμένο σε πυκνό δάσος, με συνοδό τον δόκιμο Στέπαν που με δική του πρωτοβουλία του αφήνει φαγητό. Γιατί το κρύο, τα χιόνια, οι λύκοι κάνουν το μέρος απροσπέλαστο (ο Παύλος συνήθισε να ζει με την υγρασία που του τρυπούσε τα κόκαλα, το κρύο που τον παρέλυε, το σκοτάδι, να κατευνάζει την πείνα που τον βασάνιζε όταν οι προμήθειές του λιγόστευαν).
     Πρόκειται για μια «οδυνηρή περίοδο», γεμάτη στερήσεις, φωνές κι εφιάλτες αλλά σιγά σιγά ο Φρανκ/Παύλος δέχεται επισκέψεις, δίνει συμβουλές, παρηγορεί πονεμένες ψυχές, κι όταν πια μετά την ευλογία μιας στέρφας γυναίκας εκείνη γεννά δίδυμα, ανακηρύσσεται άγιος!
     Σαράντα χρόνια είχαν να ιδωθούν ο Φρανκ με τον Μισέλ, ο οποίος όταν ειδοποιήθηκε ότι ο αδερφός του ζει και βρίσκεται στο ερημητήριο, έφτασε με την Άννα, γίνεται μέσα στη συγκίνηση η «αναγνώριση» και ο εξηντάχρονος ήρωάς μας γυρίζει πάλι σελίδα: Σκέφτεται ότι
η ζωή είναι αυτή που φτιάχνουμε. Ότι δεν γυρίζουμε πίσω, αλλά ότι μπορούμε να τη ζήσουμε. Να μην την αφήσουμε να περάσει από δίπλα μας για μία ακόμα φορά.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Από την ανάρτηση του «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων»: «Πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο Μισέλ, ένας ιδιαίτερης ευφυΐας πιτσιρικάς, με αυξημένη περιέργεια κι ευαισθησία, που γράφει το σχολείο στα παλιά του τα παπούτσια αλλά είναι εξαιρετικά βιβλιόφιλος, αγαπά το ροκ εν ρολ, τη φωτογραφία και είναι πολύ επιδέξιος στο ποδοσφαιράκι (γι αυτό και γίνεται θαμώνας του « Balto», καταπλήσσοντας του θαμώνες με τις επιδόσεις του). Ανήκει σε μια οικογένεια όπου οι πολιτικές διαφορές λόγω διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης είναι αξεπέραστες (οι φίλοι μου είχαν μία οικογένεια∙ εγώ είχα δύο). Τον παρακολουθούμε από τη μέρα που γιορτάζει τα δωδέκατα γενέθλιά του, τη μόνη φορά που είδε τις δυο οικογένειες μαζί, αρκετά μικρός για να καταλαβαίνει τις αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές αλλά αρκετά μεγάλος για να τις θυμάται και να μπορεί να αποκωδικοποιήσει αργότερα. Η εφηβική όμως, υγιής αντίδραση είναι να προσπερνά όλες αυτές τις αντιθέσεις με χιούμορ (η αλήθεια είναι ότι δεν μου καιγόταν καρφί για τις ιστορίες, τα πιστεύω και τις βρισιές που αντάλλασσαν. Η ισχυρογνωμοσύνη τους μου έδινε στα νεύρα), και να παρακολουθεί τον καθένα με την προσοχή που περιμένει κανείς από ένα άτομο τόσο παθιασμένο με τη λογοτεχνία (ήμουν ο μόνος που τον πρόσεχε όταν μιλούσε. Μου άρεσε πάντα ν’ ακούω τους άλλους) (http://anagnosi.blogspot.com/2013/12/jean-michel-guenassia.html,).
[2] Ο Φρανκ είναι και το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας, εφόσον ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του τον κάνει να αφιερωθεί στο Κόμμα να διαρρήξει κάθε δεσμό με την δεξιά οικογένεια (βασικά τη μάνα, που τον διώχνει απ το σπίτι) και να εξαφανιστεί από τη Σεσίλ, την κοπέλα που αγαπά. Ο Μισέλ προσπαθεί να χειριστεί τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας και βρίσκεται στο κέντρο των επί μέρους τραγικών επεισοδίων (σύγκρουση μάνας- πατέρα, απόπειρα αυτοκτονίας της Σεσίλ, μυστικές συναντήσεις με τον Φρανκ ο οποίος αποφασίζει να γραφτεί εθελοντικά στο στρατό υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, συνεννόηση με πατέρα για να τον συναντήσει, λιποταξία, δίωξη από την αστυνομία, ένταλμα σύλληψης, κ.α.).
[3] Έτσι, έχουμε τον Ίγκορ, γιατρό στην πατρίδα του αλλά χωρίς χαρτιά στη Γαλλία, ιδρυτή της Λέσχης μαζί με τον Βίκτορ (ισχυριζόταν ότι σκότωσε τον Ρασπούτιν, αλλά δεν ήταν ψεύτης, ήταν παραμυθάς!). Ιδεολογικοί αντίπαλοι, εκδιώχτηκαν κι οι δυο απ τη χώρα τους και… βρέθηκαν να αναπολούν τη μυρωδιά, τη μουσική και το φως της χώρας τους, μολονότι ο ένας ήταν φιλομοναρχικός, χριστιανός ορθόδοξος, αντισημίτης, μισογύνης και εχθρός των μπολσεβίκων ενώ ο άλλος ένας παλιός εχθρός, ένας βαμμένος κόκκινος, φανατικός κι ενθουσιώδης, που είχε συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Οι διαφορές τους, που στη χώρα τους θα τους έκαναν να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλον, χάνονταν εδώ.
[4] Η πιο απίθανη όμως περίπτωση, η πιο θλιβερή/τραγική/αδιέξοδη είναι η περίπτωση του Σάσα, ο οποίος, απομονωμένος από τους υπόλοιπους, είναι φανερό απ την αρχή στον Μισέλ ότι κρύβει μεγάλο μυστικό. Λόγω της ενασχόλησης του με τη φωτογραφία, οι δυο τους συνδέονται με ιδιαίτερα φιλικό δεσμό. Ο τραγικός του θάνατος φέρνει στα χέρια του Μισέλ γράμμα απολογισμού, όπου αποκαλύπτεται ο αποφασιστικός του ρόλος στο διωγμό πολλών συγγενών συμπατριωτών του, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι όσοι τον διατάζανε είχαν δίκιο, ότι έπρεπε να εξοντώσουν τους εχθρούς. Αυτό που σοκάρει όμως είναι η παραχάραξη της αλήθειας που φτάνει στην καταστροφή έργων ποιητών (τα μάθαινε απ έξω…) ως και στην επέμβαση σε… φωτογραφίες! (η δική μου δουλειά ήταν να διαγράφω). Με τη μοναξιά και τη συγκίνηση αυτού του ανθρώπου που αυτοψυχογραφείται (κι αυτός θυσίασε τα πάντα για ένα πουκάμισο αδειανό…) και με την κάθαρση που φέρνει η κατανόηση τελειώνει και το βιβλίο (http://anagnosi.blogspot.com/2013/12/jean-michel-guenassia.html).
[5] Άλλη σημαδιακή προσωπικότητα ο Λεονίντ, που είχε το χρυσό αστέρι του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, γνωστός για τα τρομερά του ανέκδοτα που έκαναν ακόμα και τον Στάλιν να γελάει. Ο πρώτος υψηλόβαθμος που αυτομόλησε στη Δύση, για μια γυναίκα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, γιατί αυτή η γυναίκα δεν τον δέχτηκε: μερικοί από δω μέσα πιστεύουν ότι έχω τύψεις που χαράμισα τη ζωή μου και θυσίασα τη θέση μου για μια περιπέτεια δίχως αύριο. Στο είπα, δε μετανιώνω για τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί της για 794 μέρες ήταν τόσο μοναδικό, τόσο έντονο, που φτάνει για να γεμίσει μια ολόκληρη ζωή. (…) Είναι η μοίρα μου, ο δικός μου τρόπος να της είμαι πιστός.
[6] Στις 4 και 5 Νοεμβρίου 1966, η Ιταλία καταποντίστηκε από τις Άλπεις μέχρι τη Σικελία, καθώς καταρρακτώδεις βροχές έπεφταν χωρίς διάλειμμα επί 40 ώρες. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Συνολικά 35 άτομα βρήκαν τον θάνατο και εκατοντάδες άλλα τραυματίστηκαν από τους ποταμούς νερού και λάσπης που έπνιξαν τις πεδιάδες και απομόνωσαν επί ημέρες τεράστια τμήματα της χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μπελούνο στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, όπου οι άστεγοι υπερέβησαν τους 15.000. Τρομερή ωστόσο ήταν η καταστροφή στην Τοσκάνη, όπου τα αγριεμένα νερά του ποταμού Άρνου παρέσυραν σπίτια και γέφυρες και, το κυριότερο, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές στα αριστουργήματα της Αναγέννησης. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%86%CF%81%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CF%84%CE%BF%CF%85_1966#:~:text=%CE%97%20%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%86%CF%81%CE%BD%CE%BF%CF%85%20%CF%84%CE%BF,%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7%CF%82%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CF%83%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1%20%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1.
[7] Γερμανός από την Ανατολική Γερμανία, που τον βρίσκουν ημιλιπόθυμο, σε κατάσταση πλήρους αμνησίας κι επειδή φαινόταν « Γερμαναράς» δεν θα τον περιμάζευαν αν δεν επενέβαινε ο Ίγκορ από ανθρωπισμό και δεν τον αναγνώριζε ο Μαρκυζό (δεν είναι δυνατόν! Είναι παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του δικτύου Monnaie, ειδικευόταν στη διείσδυση στις γερμανικές υπηρεσίες. Παρασημοφορεμένος απ την αντίσταση, κλπ κλπ/ δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση). Ο τρόπος ανάκτησης της μνήμης του είναι απίστευτος… μέσα από μια παρτίδα σκάκι!
[8] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%AD%CE%BD#:~:text=%CE%9F%20%CE%A7%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%20%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%AD%CE%BD%20(%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CE%AC%3A%20%D9%87%D9%88%D8%A7%D8%B1%D9%8A,%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82%2027%20%CE%94%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85%20%CF%84%CE%BF%CF%85%201978.
[9] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%87%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%84_%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BD_%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%AC
[10] https://en.wikipedia.org/wiki/Organisation_arm%C3%A9e_secr%C3%A8te
[11] https://www.koutipandoras.gr/article/san-simera-i-sfagi-ton-algerinon-sto-parisi-toy-1961/
[12] Η ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς οδήγησε το 1954 στην έναρξη του Πολέμου της Αλγερίας, ο οποίος έληξε το 1962 με την ανεξαρτησία της Αλγερίας, μετά από τη συμφωνία του Εβιάν και δημοψήφισμα στην Αλγερία. Η Αλγερία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη τις 5 Ιουλίου 1962. Περίπου 900.000 Ευρωπαίοι πιε-νουάρ έφυγαν από την Αλγερία ανάμεσα στο 1962 και το 1964.[35]
[13] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CF%85%CE%BB%CE%AF%CE%B1
[14] https://en.wikipedia.org/wiki/Harki
[15] Πετρέλαιο ανακαλύφθηκε στην περιοχή το 1956 και η σημασία της πόλης έχει αυξηθεί ταχύτατα έκτοτε. Θεωρείται η πρώτη ενεργειακή πόλη της Αλγερίας όπου όλες οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν γραφεία και βάσεις. Είναι πόλη διυλιστηρίων πετρελαίου που ονομάστηκε από την πρώτη πετρελαιοπηγή που βρέθηκε στην περιοχή. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%AC%CF%83%CE%B9_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CE%B1%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%.
[16] Στα επτά χρόνια που ηγήθηκε της Ε.Σ.Σ.Δ. προσπάθησε να οικοδομήσει ένα μοντέλο σοσιαλισμού, στο οποίο να συνυπάρχουν και οι νόμοι της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου, ένα κομμουνιστικό καθεστώς με πλουραλιστική βάση λειτουργίας