Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2020

ΜΕΡΑ ΝΥΧΤΑ, Ταξίδια στο σκριπτόριο & άνθρωπος στο σκοτάδι, Paul Auster

 Πρόκειται για δυο πολύ παράξενες ιστορίες, σχεδόν επιστημονικής φαντασίας (στο οπισθόφυλλο παρουσιάζονται ως «μεταφυσικές», δεν θα συμφωνήσω), εξωπραγματικές ως προς το χωρο-χρόνο, που έχουν ως κοινό θέμα τους παράλληλους κόσμους, και τη «γραφή», έμμεσα δηλαδή τη μνήμη. Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά παίζει μ’ αυτό που νοούμε ως «πραγματικότητα», δείχνοντας τη ρευστότητα της ταυτότητάς μας όταν αυτή δοκιμάζεται στο χώρο και στο χρόνο. Αυτό  όμως που τις συνδέει πιο βαθιά είναι το απαράμιλλο, συναρπαστικό και μοναδικό ύφος του Πολ Όστερ, που μεταφέρει την πλοκή με άνεση από το ένα επίπεδο στο άλλο, απ’ τον έναν κόσμο στον άλλον, ενώ κατά το συνήθειο του συγγραφέα εγκιβωτίζονται κι άλλες δελεαστικές ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, με ποικίλα τεχνάσματα. Αυτήν την εναλλαγή δεν θα την ονόμαζα "μεταφυσική"αλλά δίνει αυτήν την αίσθηση γιατί εμπεριέχει μεταμοντέρνα στοιχεία (π.χ. αυτοαναφορικότητα, μετατόπιση του νοήματος, έμφαση στο τυχαίο, αναζήτηση περιεχομένου εννοιών, έμφαση στο μετέωρο, στην απροσδιοριστία, θάνατος του συγγραφέα κ.α.).

Και το θέμα όμως, κοινό στις δυο περιπτώσεις, ανιχνεύει το μήνυμα του μεταμοντερνισμού: η μνήμη/γραφή φτιάχνει τον κόσμο.  Πρωταγωνιστής του  κόσμου είναι η αφήγηση, η γραφή, η γλώσσα.      

Ταξίδια στο σκριπτόριo

Με το που κλείνει τα μάτια, βλέπει τα σκιώδη πλάσματα να παρελαύνουν στο κεφάλι του.

Είναι μια μεγάλη, υποφωτισμένη πομπή από δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, φιγούρες

Ένας γέρος που πάσχει από αμνησία, με προφανώς πολύ βεβαρημένο παρελθόν είναι κλεισμένος σε μια κάμαρα που παρακολουθείται με κάμερες και μικρόφωνα μέρα-νύχτα. Είναι ο κος Μπλανκ (καθόλου τυχαίο το όνομα), και φαίνεται ότι υπάρχει ένα κεντρικό σχέδιο να τον κάνουν να ξαναβρεί τη μνήμη του: μια σειρά από φωτογραφίες στο γραφείο, ένα μισοτελειωμένο χειρόγραφο κάποιου κρατούμενου, φάρμακα πρωί βράδυ, τηλεφωνικές κλήσεις αλλά κυρίως επισκέψεις από πρόσωπα που αποδεικνύεται ότι έχουν σχέση με τη ζωή που έχει ξεχάσει∙ όλ’ αυτά τού απλώνουν νήματα σύνδεσης με το παρελθόν του (η εξαιρετική παρουσίαση της Ελένης Γκίκα αποκαλύπτει ότι οι επισκέπτες είναι λογοτεχνικοί «ήρωες» από άλλα έργα του Όστερ). Μια μνήμη που «πονάει», μια μνήμη που αποφεύγει τις ενοχές, εφόσον γρήγορα καταλαβαίνει κι ο αναγνώστης ότι πρόκειται για κάποιον που έστελνε εκατοντάδες άλλους ανθρώπους σε αποστολές, όπου έβρισκαν φρικτό θάνατο (Σου έχω κάνει κάτι φρικτό. Δεν ξέρω τι είναι, όμως κάτι φρικτό, κάτι απερίγραπτο… ασυγχώρητο).

Παράλληλα, στο χειρόγραφο που διαβάζει ο κος Μπλανκ, παρακολουθούμε μια άλλη ιστορία, την εξομολόγηση του φυλακισμένου Σ. Γκραφ, λοχαγού που προσελήφθη στο Γραφείο  πληροφοριών στους «Πολέμους των Νοτιοανατολικών Συνόρων»  (όροι και τοπωνύμια φανταστικά, με καθαρό συμβολισμό βέβαια: «Ξένα Εδάφη», «Γλωσσικοί πόλεμοι», «ανεξάρτητες κοινότητες», «Πρωτόγονοι», ανταρσία στις δυτικές επαρχίες κλπ κλπ., ενώ ο ανώτερος πολιτικός σχηματισμός, ας πούμε το κράτος στον οποίο ανήκει ο Γκραφ είναι η «Συνομοσπονδία»).

Όπως και στο δεύτερο αφήγημα, ο Πολ Όστερ επιβραδύνει τον χρόνο δίνοντας με εξαιρετικά λεπτομερή τρόπο την καθημερινότητα του ήρωα, την προσπάθεια που καταβάλλει για να σηκωθεί ή να μετακινηθεί με την καρέκλα, τη σωματική προσπάθεια να εξυπηρετηθεί, να πάει τουαλέτα, να ντυθεί κλπ κλπ. Λικνίζεται με τις ώρες κυλώντας σε μια από τις μονότονες καταληπτικές φάσεις κατά τις οποίες ο νους αδειάζει από κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, κάθε σύνδεση με τον εαυτό, παγιδευμένος στον ερπετοειδή του λήθαργο. Από τους επισκέπτες (ένας πρώην αστυνομικός, ένας γιατρός, κ.α.) οι δυο γυναίκες (εκ των οποίων η μία αποδεικνύεται ότι είχε έντονη σχέση μαζί του) είναι καλές, τρυφερές, δοτικές. Τον πλένουν, τον φροντίζουν και του ικανοποιούν μέχρι και  μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον τις… σεξουαλικές επιθυμίες. Καθώς παραδίδεται στην περιποίηση και την ευγενική έως θερμή συμπεριφορά της Άννας και της Σοφίας, αρχίζει σιγά σιγά να ανακτά κάποιες εικόνες απ’ το παρελθόν, πρώτα- πρώτα τα παιδικά χρόνια (την πρώτη φορά που έπιασε κορίτσι από το χέρι, κι όταν του φίλησε του είπε «μην είσαι βλάκας»), τα άπειρα ξενοδοχεία και τα ταξίδια που έκανε, το κοριτσάκι που κρατούσε στα χέρια (που αναρωτιέται τώρα μήπως είναι η Άννα).

Καθώς οι αισθήσεις και η νοημοσύνη του κου Μπλανκ αρχίζουν και λειτουργούν καλύτερα, τα φασματικά όντα που έχουν χωθεί στο κεφάλι του έχουν μεταμορφωθεί σε ζωντανά φαντάσματα, ασώματες ψυχές επιστρατευμένες να εισβάλουν στο δωματιάκι του και να προκαλέσουν όσο περισσότερο χάος γίνεται.  Όσο όμως περνάει ο καιρός και καθαρίζει η ομίχλη της μνήμης, βυθίζεται με ενδιαφέρον στην ιστορία του χειρογράφου, που είναι ήδη μπλεγμένη (αποστολή του κου Σ. Γκραφ να βρει τον διπλό κατάσκοπο Λαντ, προσωπικό κίνητρο γιατί υποπτεύεται ότι η εξαφάνιση της γυναίκας και της κόρης του σχετίζεται με τον Λαντ, ανταρσία, προδοσίες, σφαγμένοι ιθαγενείς κλπ).

Το εύρημα εδώ του συγγραφέα είναι ότι εξαναγκάζουν τον κο Μπλανκ, που ήδη η ιστορία τον έχει συνεπάρει, να συνεχίσει Ο ΙΔΙΟΣ την αφήγηση από ένα σημείο και μετά («άσκηση στη δημιουργική λογική»), είναι όλα δηλαδή μέρος της αγωγής , ίσως και της ομολογίας των εγκλημάτων. Ο κος Μπλανκ που έχει ενθουσιαστεί, έχει ήδη τσιμπήσει το δόλωμα και δίνει μια αξιοπρεπέστατη αλλά κι ευφάνταστη συνέχεια στην πλοκή, που όπως υποθέτει ο αναγνώστης, τηρουμένων των αναλογιών, την αντλεί από τα πραγματικά γεγονότα που έζησε (π.χ. «τι καλύτερος τρόπος να ενώσεις τον λαό από το να επινοήσεις έναν κοινό εχθρό και ν’ αρχίσεις πόλεμο;»). Ή έτσι τέλος πάντων αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, καθώς η εκδοχή αυτή αιωρείται στον αέρα. Γιατί όλο αυτό το σκάλισμα της μνήμης και της φαντασίας ανασύρει εικόνες και σκηνές για τις οποίες, όπως αποκαλύπτει προς το τέλος ο δικηγόρος του Μπλανκ, τον περιμένει πολύ φρικτή τιμωρία…

Πρόκειται γα ένα μελλοντικό πλάνο εξαναγκασμού των εγκληματιών να θυμηθούν τα εγκλήματά τους και να «ομολογήσουν»; Η υπόθεση θυμίζει τους ατιμώρητους εγκληματίες πολέμου, που, μετά 30 χρόνια δεν έχει καν νόημα να δικαστούν και να εκτίσουν ποινή… έχουν ήδη ξεχάσει τη βαρύτητα των πράξεών τους, έχουν ήδη «ξεμωραθεί».

Γιατί το τελευταίο εύρημα του συγγραφέα θα…. εξαντλήσει τον ήρωά μας: το χειρόγραφο που έρχεται τώρα στα χέρια του ήρωά μας (παρεμπιπτόντως λέγεται «Ταξίδια στο σκριπτόριο») είναι ακριβώς η ιστορία που διαβάσαμε, από την αρχή. Έτσι υπάρχει μια αέναη κυκλική αφήγηση που θυμίζει την παραδοξότητα της ζωγραφικής του M.C. Escher.

Όμως ο συγγραφέας, παίρνοντας τον ρόλο του αποτιμητή δικαιοσύνης και του τιμωρού, δείχνει έλεος για τον κο Μπλανκ  αφήνοντάς τον στο δωμάτιο, όχι ως μορφή τιμωρίας αλλά ως πράξη υπέρτατης δικαιοσύνη και συμπόνιας, γιατί,

δεν γίνεται να εξαφανιστεί ποτέ, να είναι κάτι άλλο παρά οι λέξεις που γράφω στη σελίδα του.

Άνθρωπος στο σκοτάδι

Δεν υπάρχει μία και μοναδική πραγματικότητα, Δεκανέα.

Υπάρχουν πολλές πραγματικότητες. Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός κόσμος.

Υπάρχουν πολλοί κόσμοι, κι όλοι τρέχουν παράλληλα

ο ένας με τον άλλον, κόσμοι και αντίθετοι κόσμοι, κόσμοι και σκιώδεις κόσμοι,

και κάθε κόσμο τον φαντάζεται ή τον ονειρεύεται

ή τον γράφει κάποιος σ’ έναν άλλον κόσμο.

Κάθε κόσμος είναι δημιούργημα ενός νου.

Κι εδώ ο ήρωας και αφηγητής είναι ένας ηλικιωμένος κύριος, ο Όγκαστ Μπριλ, που έχει πρόβλημα μετακίνησης (τραυματισμένο πόδι από τρακάρισμα), υποφέρει από αϋπνίες και γράφει ιστορίες. Οι ατέλειωτες ώρες και η επιβραδυντική αφήγηση που εστιάζει στις σωματικές ανάγκες είναι ακόμα ένα κοινό στοιχείο με την προηγούμενη νουβέλα. Είναι η μοναξιά, που αμβλύνει τον χρόνο, τον κάνει να σέρνεται μαζί με όλες τις μικροκινήσεις που τον συνοδεύουν, κι όλο αυτό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα στοχασμού και αναστοχασμού. Γιατί ο Μπριλ είναι συγγραφέας και σ’ αυτή τη φάση της ζωής του σκέπτεται  μια ιστορία, μια ιστορία που παρακολουθούμε εναλλάξ με την προσωπική του εξομολογητική αφήγηση (πώς να σταματήσεις τον νου απ’ το να τρέξει όπου θέλει να πάει; Ο νους κάνει ό, τι τον κατεβάσει ο νους του).

Οι οικογενειακές τραγωδίες (θάνατος της γυναίκας του, χωρισμός της κόρης και βάναυση δολοφονία του συντρόφου της εγγονής του) έχει φέρει τον Όγκαστ κοντά με τη Μύριαμ (κόρη) αλλά κυρίως με την εγγονή (Κάτια), με τις οποίες ζει μαζί σε μια σχέση τρυφερότητας και στοργής. Ιδιαίτερα η Κάτια, αποτραβηγμένη από τη ζωή λόγω σκληρού πένθους, καταφεύγει στον παππού με τον οποίο βλέπει ταινίες (ο Όστερ βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει, να σχολιάσει, να ερμηνεύσει διάφορες ταινίες με την αγαπημένη του τεχνική του εγκιβωτισμού, στην οποία είναι  μάστορας γιατί πάντοτε η παρένθετη ιστορία συνδέεται με τον κύριο κορμό της αφήγησης, και δεν κουράζει, αντίθετα εξάπτει τη φαντασία).

Έτσι, έχουμε  πολλές, μικρές και μεγάλες ιστορίες που παρεμβάλλονται και προβάλλουν διαφορετικά θέματα (π.χ. η ταινία του Όζου «Τόκιο στόρυ», το θέμα της εργασίας της κόρης του πάνω στη ζωή της Ρόζας Χόθορν, κ.α.) . Όμως η αναφορά σε «παράλληλους κόσμους» γίνεται  τελείως  ξεκάθαρη στην παράλληλη ιστορία που ξεδιπλώνει ο Όγκαστ Μπριλ  τις ώρες τις δύσκολες, της αϋπνίας, όταν γίνεται ο «άνθρωπος στο σκοτάδι»:

Τοποθετεί αρχικά τον ήρωά του, Μπρικ, σ’ έναν… λάκκο. Δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί, πού βρίσκεται στον χώρο και στον χρόνο (αγαπημένη κι αυτή η ψυχική κατάσταση στον Όστερ). Βήμα βήμα ιχνηλατεί τον κόσμο, για ν’ ανακαλύψει αργά και βασανιστικά ότι γύρω του μαίνεται εμφύλιος, κι ότι όχι μόνο δεν ζει στην Αμερική που ξέρει (π.χ. κάποιες πολιτείες έχουν αποσχιστεί, δεν έχουν πέσει οι Δίδυμοι Πύργοι, η Ν.Υ. βομβαρδίζεται, 1,5 εκ. νεκροί κλπ) αλλά του αναθέτουν αποστολή  να… σκοτώσει τον Όγκαστ Μπριλ (Δολοφόνος; Μάλιστα, δολοφόνος! Μα εγώ προτιμώ τη λέξη απελευθερωτής, ή ειρηνοποιός)!!! Και γιατί πρέπει να πεθάνει; Γιατί ο πόλεμος είναι δικός του. Αυτός τον επινόησε, και ό,τι συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί είναι μέσα στο μυαλό του. Βγάλε απ’ τη μέση αυτό το μυαλό, και ο πόλεμος σταματά. Τόσο απλό.

Οι δυο κόσμοι μπλέκονται, εφόσον οι ιθύνοντες του Μπρικ, τον επαναφέρουν στον πρώτο κόσμο, με προθεσμία ενός μηνός να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Παρακολουθούμε τη δυσπιστία της γυναίκας του, την εσωτερική του σύγκρουση (δεν μπορεί να σκοτώσει) τους τρόπους που μηχανεύεται να αποφύγει τη διαταγή (βαθιά μέσα του ξέρει ότι έχει μολυνθεί από την επίσκεψή του στον άλλο κόσμο και ότι αργά ή γρήγορα όλα θα τελειώσουν). Φτάνουν μάλιστα στο σημείο, ο Μπρικ και η γυναίκα του να ανοίξουν τον υπολογιστή για να βρουν στοιχεία του Όγκαστ Μπριλ, ο οποίος μας εκμυστηρεύεται: «φαίνεται σημαντικό να με γνωρίσει λίγο ο ήρωάς μου».

Δεν είναι σκόπιμο να ξετυλίξω σ’ αυτήν την παρουσίαση όλο το κουβάρι της παραδοξότητας (που πάλι θυμίζει πίνακα του Escher), αλλά ο συγγραφέας με τη μεταμοντέρνα του γραφή και με αφορμή τον κλοιό που σφίγγει  τους δύο του ήρωες, μάς δίνει εξαιρετικές σελίδες για τον φόβο, τον θάνατο, το υπαρξιακό σκοτάδι που περιβάλλει τον Όγκαστ Μπριλ (όσο η εβένινη νύχτα που με περιβάλλει) καθώς σιγά σιγά αναστοχάζεται την τραγωδία της εγγονής του που πιστεύει ότι έσπρωξε τον φίλο της Τάιτους σε φρικτό θάνατο, τη δική του σχέση με τον Τάιτους, τη σχέση του με τη Σόνια (γυναίκα του),  κυρίως όμως τη σχέση του με τη γραφή, εντέλει με τη ζωή.

Καθώς ο κόσμος ο παράξενος γυρίζει.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2020

Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, Ζαν-Πωλ-Ντυμπουά

Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα αυτό το βιβλίο που ξεπέρασε κάθε μου προσδοκία, και πέρα από την απόλαυση μιας συναρπαστικής γραφής, μου χάρισε σελίδες υψηλής συγκίνησης. Ενώ το ξεκίνησα με επιφύλαξη μόνο και μόνο από τον τεράστιο τίτλο (συνήθως οι περιφραστικοί τίτλοι  δηλώνουν φλυαρία ή διάθεση πρωτοτυπίας), γρήγορα με παρέσυρε η διεισδυτική γραφή με το γλυκόπικρο χιούμορ, το θέμα, αλλά και η έξυπνη δομή που αναδεικνύει το περιεχόμενο.

Ο ήρωας-αφηγητής, Πωλ Γιάνσεν (από πατέρα Δανό και μάνα Γαλλίδα) απλώνει την εξιστόρησή του σε δυο χρονικά επίπεδα. Στο «σήμερα» βρίσκεται στη φυλακή σε κάθειρξη δύο ετών (στο σωφρονιστικό κατάστημα του Μοντρεάλ, το επονομαζόμενο και «φυλακές του Μπορντώ»), περιγράφει με ποικίλα χρώματα τον εγκλεισμό του  και δείχνει αμετανόητος για το παράπτωμα που τον οδήγησε εκεί, το οποίο όμως δεν μας αποκαλύπτεται παρά πολύ αργότερα. Ξέρουμε ωστόσο ότι δεν πρόκειται για φόνο, εφόσον ο συγκρατούμενός του, Πατρίκ, ένας αγαθός γίγαντας με παρορμητική/επιθετική συμπεριφορά αλλά και τρυφερή καρδιά που κρατείται ως υπόδικος για τον φόνο μέλους των Hells Angels, αναφωνεί: «δεν μου γέμιζες το μάτι, δεν σε είχα ικανό για τέτοιο πράγμα. Καλά έκανες. Ασυζητητί. Εγώ θα τον είχα σκοτώσει/Ναι ρε πούστη, εγώ θα τον είχα σκοτώσει. Το αρχίδι. Αυτούς τους καριόληδες πρέπει να τους ανοίγεις στα δυο».  Έτσι, από πολύ νωρίς γεννιέται στον αναγνώστη η περιέργεια για το τι ήταν αυτό που οδήγησε τον μειλίχιο κι ευαίσθητο αυτόν χαρακτήρα στη φυλακή, και μάλιστα δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. 

Στο δεύτερο επίπεδο, ανατρέχει σ’ όλη του τη ζωή ψυχογραφώντας τα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του: τη μητέρα του, τον πατέρα του Γιαν Χάνσεν, την Ινδιάνα γυναίκα του Γουινόνα, τη σκυλίτσα του Νουκ, τον μοναδικό του φίλο Κίραν Ριντ (που παρεμπιπτόντως ασκεί το εκκεντρικό επάγγελμα του «casualties adjustor», δηλαδή του «αξιολογητή νεκρών»(!!!)). Όλοι με τη φωτεινή και τη σκοτεινή τους πλευρά, τις αντιφάσεις τους, τις δύσκολες αποφάσεις, τις μεταστροφές.  Δεν είναι λοιπόν τυχαίος ο τίτλος «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», που άλλωστε με μια πιο εύστοχη παραλλαγή αποτελεί και τις τελευταίες κουβέντες του πατέρα, στο τελευταίο του κήρυγμα: «Δεν βαραίνουν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο». Γιατί όλοι οι ήρωες που παίζουν ενεργό ρόλο  είναι εξαιρετικές περιπτώσεις, με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, πάνω στις οποίες σκύβει ο αφηγητής- ήρωας με απόλυτη ενσυναίσθηση, δείχνοντας κατανόηση και αποδοχή στις πιο μεγάλες αδυναμίες και πάθη.

Τραγικότερη φιγούρα ο «μετρημένος, δοτικός κι εξαιρετικά γοητευτικός» Γιοχάνες  Χάνσεν, ο πατέρας∙ προτεστάντης πάστορας με απίστευτο ταλέντο στο κήρυγμα, με καταγωγή από την ήρεμη ψαράδικη γραφική Σκάγκεν[1] στη Δανία, ερωτεύτηκε την νεαρή Γαλλίδα Άννα Μαρζερί,  που διευθύνει πρωτοποριακό κινηματογράφο στην Τουλούζη της δεκαετίας του 60. Μια γυναίκα δυναμική, που εξαπολύει σαν «σοβιετική ομοβροντία» τα επιχειρήματά της υπέρ της ελευθερίας και της «ηδονής χωρίς αναστολές» , που χαρακτηρίζει τον σύζυγό της «ωραίο άντρα» (στην εύλογη ερώτηση του γιου «τι του βρήκε»), και δεν διστάζει να τον εκθέσει προβάλλοντας στον κινηματογράφο της extreme ταινίες όπως το «Βαθύ λαρύγγι», και καθαρά πορνογραφικές ταινίες όταν άρχισε ο κινηματογράφος της να παρακμάζει. Όταν πια η αντίθεση γίνεται αγεφύρωτη, ο πατέρας διωγμένος από την εκκλησία της Τουλούζης, μετακομίζει στον Καναδά, σε μια πόλη εκτεθειμένη στα τεράστια μεταλλωρυχεία του Θέτφορντ Μάινς. Εκεί βρίσκει την ανταπόκριση και την αποδοχή που είχε χάσει στη Γαλλία, όμως έχει ο ίδιος χάσει την πίστη του, όπως ομολογεί σε στιγμές πιο ιδιωτικές. Η μεγάλη μεταστροφή του Γιοχάνες Χάνσεν είναι η σταδιακή παράδοσή του στο πάθος του τζόγου, μια κατηφόρα που περιγράφεται βήμα βήμα, με χιούμορ και κατανόηση εκ μέρους του γιου (ο οποίος μάλιστα σ’ ένα γύρισμα της ατυχίας τον συντρέχει πρόθυμα), για να καταλήξει, οριστικά ηττημένος, χρεωμένος κι απογυμνωμένος από το πάθος, σε μια συγκλονιστική αποστροφή του λόγου του  στο τελευταίο, εξίσου μαγικό και αέρινο όσο τα προηγούμενα κήρυγμά του:

Είναι βέβαιο ότι θα μάθετε για μένα πράγματα αρκετά δυσάρεστα. Όλα θα είναι αλήθεια. Και για μια ακόμα φορά δεν θα πω τίποτα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Να ξέρετε όμως ότι, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα εδώ, συμπεριφέρθηκα σαν ένας αφοσιωμένος και έντιμος υπάλληλος. Ακόμα κι αν αυτοί οι όροι φαντάζουν σήμερα περίεργοι. Ακόμα κι αν, εδώ και καιρό, η πίστη με έχει εγκαταλείψει. Ακόμα κι αν η προσευχή έχει γίνει για μένα κάτι το αδύνατο.  

Στον Καναδά τον έχει ήδη ακολουθήσει και ο γιος του (η μάνα δεν αναφέρεται ξανά, μαθαίνουν κάποια στιγμή ότι αυτοκτόνησε), ο Πωλ, που δοκιμάζει διάφορες δουλειές μέχρι να καταλήξει επιστάτης στο κτίριο Excelsior. Ένα κτήριο με εξήντα περίπου ιδιόκτητα διαμερίσματα, πισίνα, κήπους κλπ των οποίων αναλαμβάνει τη συντήρηση. Γρήγορα γίνεται ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, τακτικές και έκτακτες, ενώ το υψηλό αίσθημα ευθύνης κι η αγάπη του για τους ανθρώπους τον ωθεί να προσφέρει ανιδιοτελώς κάθε δυνατή βοήθεια, ηθική, υλική και ψυχική σε όσους αναξιοπαθούντες την έχουν ανάγκη. Μαθαίνοντας όλα αυτά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο η απορία του αναγνώστη πώς ένας τέτοιος άνθρωπος έφτασε σε σημεία παραφοράς, ανεξέλεγκτης και αμεταμέλητης βίας.

Ακόμα περισσότερο βάθος στον ψυχισμό του ήρωα δίνει η ερωτική του σχέση με την ινδιάνα Γουινόνα, μια σχέση αμοιβαίας κατανόησης και αποδοχής του «διαφορετικού», σχέση αληθινής επικοινωνίας και μοιράσματος. Άλλωστε η Γουινόνα είναι μια ακόμα «κάτοικος»  του κόσμου που προσλαμβάνει τη ζωή με έναν πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενδεικτικό το επάγγελμά της: οδηγεί υδροπλάνο, μεταφέρει πάνω από λόφους και υψίπεδα «τους ψαράδες στα ψάρια τους», είναι σε απόλυτο βαθμό δεμένη με τη φύση, είναι μαγεμένη από τις εξαιρετικές αρετές του κολιμπρί, κι έχει προετοιμάσει τον ήρωα για τον μύθο του αλγκονκίνικου κάτω κόσμου, όπου ζούσαν πλάι πλάι νεκροί και ζωντανοί.  Όπως αντιλαμβάνεται ο ήρωας, ήταν προικισμένη με το χάρισμα να αναδεικνύει την καλύτερη πλευά του κάθε ανθρώπου. Το κεφάλαιο «Το αεροπλάνο, το τρακτέρ και η αναμονή», όπου επίκεντρο είναι η απώλεια της Γουινόνα, δινει από τις πιο σπαραχτικές σελίδες του βιβλίου, ή μάλλον της ζωής του ήρωα:

Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μάθω το παραμικρό για το συμβάν, γιατί έτσι θα ξεκινούσε η αργή ανάπλαση του δράματος, και κυρίως ο καταιγισμός των ερωτήσεων σχετικά με την κατάσταση του σώματος, την παραμόρφωση του προσώπου, το μαρτύριο της σάρκας, τη θραύση των οστών κα, πάνω απ’ όλα, θα ενεργοποιούνταν τα αθέατα μαύρα κουτιά του νου, που ποτέ δεν θα αποκαθιστούσαν τις λέξεις, τις σκέψεις, την ταραχή, τον πανικό και την οδύνη των τελευταίων δευτερολέπτων, όταν αρχίζεις να καταλαβαίνεις, λίγο πριν τη συντριβή, ότι ο άνδρας σου και η σκυλίτσα σου ανήκουν ήδη στον άλλο κόσμο, σ’ αυτό όπου παρηγοριέσαι λέγοντας παραμύθια, ανοησίες για τη δύναμη των πουλιών, για την υπομονή των λύκων, για την καλοσύνη των θεών κλπ κλπ

Ναι, ο Πωλ Γιάνσεν είναι ο άνθρωπος που δεν θα σκεφτεί τον παντέρημο εαυτό του όταν χάνει οριστικά τη μοναδική Γουινόνα, αλλά τα δικά της, τελευταία ανυπόφορα δευτερόλεπτα της μετάβασής της από τον έναν κόσμο στον άλλον. Κι αυτό ακόμα περισσότερο διευρύνει την απορία μας για την τρομερά βίαιη και αποτρόπαιη πράξη του, που ήταν βέβαια αποτέλεσμα παρόρμησης  και παραφοράς (τότε οι λύκοι μού έδειξαν το δρόμο), αλλά κρύβει ως βαθύτερο αίτιο την εξέγερση απέναντι στη βία της εξουσίας, μιας εξουσίας τυπικής, άτεγκτης και αμείλικτης, που ισοπεδώνει κάθε ίχνος ανθρωπιάς, αντιδιαμετρικά αντίθετης με την συγκολλητική αυτή ουσία που διακρίνει τον Πωλ, που τον ενώνει με τους ανθρώπους, κι ονομάζεται αγάπη:

Mετά από τόσο καιρό σ’ αυτό το υπερωκεάνειο, συνειδητοποιούσα ότι όλους αυτούς τους ανθρώπους τους νοιαζόμουν, κι ότι με κάποιο τρόπο, με τον δικό μου τρόπο, τους αγαπούσα.

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Η Σκάγκεν βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Γιουτλάνδης (Δανία), είχε την μεγαλύτερη αλιευτική κοινότητα στη Δανία, με περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού της να είναι ψαράδες. Χαρακτηρίζεται από συναρπαστική φύση, λευκές αμμουδιές, ήρεμη ατμόσφαιρα. Η λεγόμενη «Αποικία του Σκάγκεν» ή «οι Ζωγράφοι του Σκάγκεν» (Δανικά: Skagensmalerne) ήταν μια ομάδα Δανών και Σκανδιναβών καλλιτεχνών που συγκεντρώνονταν στην πόλη Σκάγκεν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Η Σκάγκεν ήταν καλοκαιρινός προορισμός που προσείλκυε βόρειους καλλιτέχνες που ήθελαν να ζωγραφίσουν τα ηλιόλουστα τοπία της, μιμούμενοι τους Γάλλους ιμπρεσιονιστές.

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2020

ἐρᾶν, Βυζαντινά αμαρτήματα, Γιάννης Καλπούζος

 Μεσ’ απ’ τον έρωτα ο άνθρωπος αγγίζει τη μέθη της ζωής και την αγιοσύνη

   Τη δύσκολη εποχή της Α΄φάσης της εικονομαχίας (726-787)[1] και λίγα χρόνια μετά (μέχρι το 796) διάλεξε ο Γιάννης Καλπούζος για να ξετυλίξει ένα πλούσιο ιστορικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα ελκυστικό για όσους  αγαπούν την ιστορία και την  -υποθετική πάντα- αναπαράστασή της στις καθημερινές λεπτομέρειες. Με σεβασμό στο ιστορικό πλαίσιο, οι ήρωες είναι μεν αληθοφανείς για την εποχή (καλά, τόσο εξωπραγματικό για τα σύγχρονα δεδομένα!) αλλά σαφώς είναι πρόσωπα μυθιστορηματικά. Η μυθιστορηματική πλοκή βέβαια μπορεί να μοιάζει ακραία, έχει όμως αρχή, μέση, τέλος χωρίς να αφήνει ερωτηματικά ή μισοτελειωμένες ιστορίες∙ πιστός στο πνεύμα της εποχής, ο συγγραφέας αποδίδει «δικαιοσύνη»  σύμφωνα με τα πεπραγμένα κάθε ήρωα (τα «βυζαντινά αμαρτήματα» που λέει κι ο τίτλος) και η ουσία είναι ότι μεταφέρει τον μέσο αναγνώστη -πάντα κατά το δυνατόν- στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου πολιτισμού. Και λέγοντας «μέσο» αναγνώστη, εννοώ τον αναγνώστη που αναζητά περισσότερο την απόλαυση του κειμένου (χωρίς ωστόσο  να διαστρεβλώνονται τα ιστορικά στοιχεία), κι όχι τόσο την ιστορική ακριβολογία που απαιτεί η επιστήμη. Έτσι, προς διευκόλυνση, ο Καλπούζος διατηρεί το σημερινό χρονολογικό σύστημα, τα σημερινά μέτρα και σταθμά, ενώ διευκρινίζει κάποιους  βυζαντινούς όρους δίνοντας τη σημερινή αντίστοιχη ονομασία.

Όπως και σε άλλα του βιβλία (Ιμαρέτ, Εις τάν πόλιν, Σέρρα), ο συγγραφέας μπαίνει στην καρδιά της εποχής όπου τοποθετεί την πλοκή, συγκεκριμένα εδώ της βυζαντινής, διαλέγοντας ήρωες των οποίων ο ρόλος είναι καθοριστικός στην πορεία των γεγονότων , αλλά και χαρακτηριστικός της ιστορικής συγκυρίας. Η βυζαντινή εποχή, συγκεκριμένα ο 8ος αιώνας μ.Χ. είναι μια δύσκολη περίοδος για να έχει κανείς εποπτεία του όλου. Οι ανθρώπινοι τύποι και χαρακτήρες  αλληλοπλέκονται δίνοντας μια σύνθετη εικόνα απ’ όλο το κοινωνικό φάσμα της εποχής: εικονολάτρες, εικονομάχοι, βασιλικοί, δούλοι και σκλάβοι από σκλαβοπάζαρα, συνωμότες, πόρνες, μοναχοί, στυλίτες, προδότες, «μιμάδες» και «ορχηστρίδες» (ηθοποιοί και χορεύτριες) κ.α. Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν παρελαύνουν απλώς, αλλά ψυχογραφούνται με όλα τους τα πάθη, τις επιθυμίες, τις αδυναμίες, μικρές και μεγάλες αμαρτίες∙  τιμωρούνται/αυτοτιμωρούνται  ή ανταμείβονται.

Η πρώτη σκηνή του βιβλίου, βάζει τον αναγνώστη κατευθείαν στο κλίμα του θρησκευτικού και δογματικού φανατισμού της εποχής αλλά και σε περιέργεια. Οι δυο από τους τρεις πρωταγωνιστές, η Λυγινή και ο Υάκινθος,  έχουν συρθεί από τα μοναστήρια όπου ο καθένας είχε καταφύγει για δικούς του λόγους, διαπομπεύονται ως εικονόφιλοι μοναχοί στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και αναγκάζονται να παντρευτούν με πολιτικό γάμο παρά τη θέλησή τους, μαζί με άλλα 200 περίπου  ζευγάρια καλόγερων και καλογριών. Ήδη έχει υπογραφεί η σύνοδος της Ιέρειας το754 μ.Χ που απαγορεύει τη λατρεία των εικόνων και πυροδοτεί το μυστικό κίνημα των εικονομάχων, που συσπειρώνονται σε μυστικές οργανώσεις και τιμωρούν ανελέητα όποιον παραβιάζει το νόμο.

Σε μια τέτοια μυστική οργάνωση δέκα ατόμων, τους «10 λέοντες» με αρχηγό τον πατρίκιο Φωκά, ανήκει κι ο Ροδανός, ο τρίτος πρωταγωνιστής, που επιπλέον κατέχει το «Ιερόν Στιχάριον», ένα ιερό κειμήλιο που προέρχεται από τα χρόνια του Χριστού και θα ήταν πολύτιμο τεκμήριο για τους εικονολάτρες. Επομένως ένα από τα ιερά καθήκοντα των «10 λεόντων», είναι να κρύψουν από τους εικονολάτρες αλλά και να διαφυλάξουν το Ιερόν Στιχάριον, εφόσον έχει απαράμιλλη ιερή αξία. Γενικότερα όμως, υπηρετούν την πολιτική του Λέοντα Γ΄ γιατί «οι εικόνες αποτελούν το πρόσχημα στην προσπάθεια να ισχυροποιήσουμε την πατρίδα και να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής των υπηκόων της».  

Το ιστορικό πλαίσιο, ξεκινάει από την εποχή του εικονομάχου Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρώνυμου (γιου του πρώτου εικονομάχου Λέοντα του Γ΄), κυριαρχείται όμως από τα έργα και τις ημέρες της κρυφά εικονόφιλης Ειρήνης της Αθηναίας[2] («Σαρανταπήχαινας», γνωστής για την αναστήλωση των εικόνων), ορφανής που μεγάλωσε στην Αθήνα, της οποίας παρακολουθούμε ως φόντο την πορεία, από την εποχή που διαγωνίστηκε -σε εξυπνάδα και ομορφιά- για να γίνει σύζυγος του Λέοντα του Δ΄ το 769  και να βασιλεύσει άλλοτε σαν αυτοκράτειρα άλλοτε σαν αντιβασιλέας μέχρι την μονοκρατορία που επέβαλε και την αναστήλωση των εικόνων στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787 μ.Χ. Παρακολουθούμε επίσης έμμεσα τις απειλές και τους πολέμους που διεξήγε σ’ αυτό το διάστημα η αυτοκρατορία ενάντια στους εχθρούς- γείτονές της (Βούλγαρους, Σλάβους, Άραβες). Μια περίοδος γεμάτη μυστικά, δολοπλοκίες και σκευωρίες για το ποιος θα επικρατήσει. Άλλωστε ο χώρος είναι άλλοτε η Κωνσταντινούπολη κι άλλοτε η Αθήνα, κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να ξεναγηθούμε στον χώρο  και στον χρόνο, στις δυο αυτές σημαντικές της εποχής πόλεις. Παράλληλα, βλέπουμε τις απίστευτες κοινωνικές διαφορές, τη φτώχεια και τη μιζέρια δίπλα στα αξιώματα και τον πλούτο (συνάμα αντίκριζαν το σμάρι της φτωχολογιάς με μπαλωμένα ιμάτια, βρόμικα, ξεσχισμένα, κοντά, που άφηναν γυμνά τα καλάμια τους,/πολλοί άντρες πορεύονταν ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι κλπ κλπ) , τους τρόπους διασκέδασης, τα παιχνίδια τους, τα… μπουρδέλα τους («μιμαρεία»), τους απίστευτους τρόπους διαπόμπευσης των μοιχαλίδων (κόψιμο μύτη, αφορισμός, διαπόμπευση στην αγορά, ακόμα και θάνατος), ενώ επιτρέπεται θεσμικά ο γάμος του άντρα με πολλές γυναίκες (παλλακεία).

Τρεις  είναι οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πλοκή: η μοναχική ζωή του Υάκινθου που για λόγους δικούς του αποφασίζει να ζήσει στην αρχή ως «πυλίτης» στην Πύλη του Αδριανού και στη συνέχεια ως «στυλίτης», απαρνούμενος κάθε τι το εγκόσμιο (και, περνώντας από τα χίλια μύρια κύματα αγιάζει)∙ ο μοιραίος και καταλυτικός έρωτας της -παντρεμένης με τον Υάκινθο, Λυγινής με τον Ροδανό, που ενδίδει αμέσως στα θέλγητρα του Ροδανού εφόσον με τον Υάκινθο ζουν ως «συνείσακτοι» ∙ και τέλος, η μυστική δράση της ομάδας των 10 λεόντων όπου ο Ροδανός έχει πρωτεύουσα θέση ως κάτοχος του «Ιερού Στιχαρίου». Κι ο μεν έρωτας είναι τόσο θυελλώδης που οδηγεί τη Λυγινή σε πολλαπλά «βυζαντινά αμαρτήματα», να μοιχεύσει, να γεννήσει και να εγκαταλείψει το παιδί της μέχρι και να συνοδεύσει στον πόλεμο τον Ροδανό υποδυόμενη τον άντρα, μέχρι και να εκπορνευτεί  όταν εκείνος την έδιωξε κλπ κλπ («κούρβα», «πολιτική», «σκηνική»), ενώ ο Ροδανός ασυγκράτητος εραστής αλλά και πολεμιστής (κατ’ εμέ ο άντρας είναι γεννημένος για τον πόλεμο, να μεθά στις φωτιές των κορμιών των γυναικών και να χορεύει λεβέντικους χορούς), βουτάει σε όλες τις αμαρτίες (φόνο, βασανισμό, παλλακεία, προδοσία) θυσιάζει τα πάντα για την ιδέα του για «την πατρίδα» με κόστος φρικτά βασανιστήρια από εκδίκηση, που του αλλοιώνουν το πρόσωπο. Πλήγμα μοιραίο και ειρωνικό: ο άνθρωπος που μάχεται την εικονολατρία με όλο του το είναι (και με αρκετά στιβαρά επιχειρήματα, δεδομένου ότι είχε λάβει σπάνια μόρφωση),  χάνει το μεγαλύτερο πόλο έλξης του «εράν», το «οράν» («λάτρεψες την ομορφιά σου και συνάμα πολέμησες τις εικόνες. Εκείνες αναστηλώθηκαν ενώ η δική σου καταστράφηκε…»/ «γκρεμίστηκε ο έσω και ο έξω κόσμος μου. Η εξωτερική εικόνα υπέσκαψε την εσωτερική»/«ο έρωτας πέθανε μαζί με το πρόσωπό μου. Εκ του οράν το εράν»).

Ο φανατισμός, οι ίντριγκες, οι τιμωρίες, τα μαστιγώματα, οι βασανισμοί και οι εκβιασμοί εκατέρωθεν  (και από εικονομάχους και από εικονολάτρες) εκδηλώνονται με αδιανόητο για τη σημερινή εποχή τρόπο: η τύφλωση είναι μέσα στα πρώτα και πιο ανώδυνα μέτρα ποινής ή εξουδετέρωσης του εχθρού (μαθαίνουμε ότι η μονοκρατόρισσα Ειρήνη  τύφλωσε μέχρι και τον γιο της αλλά και πάρα πολλά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας τυφλώθηκαν ως τιμωρία για την προσπάθεια σφετερισμού της εξουσίας). Γλωσσοκοπήσεις, καυλοκοπήσεις, μαστιγώματα  αλλά και αποκεφαλισμοί είναι τρόποι εκδίκησης μέσα στο ημερήσιο πρόγραμμα, αλλά και απίστευτα μαγικά φίλτρα, απίθανες δοκιμασίες και ιεροτελεστίες μύησης, κωδικοποιημένα μηνύματα, φέρνουν τους ανθρώπους σε μυστικές συνεννοήσεις. Μέσα από τρομερά νατουραλιστικές περιγραφές η φρίκη και η διαφθορά συμπλέκονται, με αποκορύφωμα τη μυστική τελετή «μαγική λαμπάδα», στην οποία κατέφυγε ο Ροδανός για να αποκαταστήσει τη χαμένη του ομορφιά.

Καθώς περνούν τα χρόνια κι οι ήρωες ωριμάζουν, ο καθένας παίρνει το δρόμο του έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία και υπευθυνότητα. Δεν είναι τυχαίο που στις τελευταίες σελίδες οι κύριοι ήρωες προβαίνουν σε εξομολογήσεις και αμοιβαίες συγνώμες από βάθους καρδιάς, κλείνοντας μεγάλους κύκλους «βυζαντινών αμαρτημάτων». Κι ο Ροδανός, ο πιο σκοτεινός και αποτρόπαιος, ο πιο παθιασμένος και ακραίος χαρακτήρας  που βούτηξε σ’ όλα τα «αμαρτήματα» όπου μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη ψυχή, εκφράζει μια μεγάλη αλήθεια, που θαρρώ είναι και το πιο βαθύ σημείο που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη συνείδηση για να αντέξει τα σκοτάδια της ύπαρξης:

Μόνη ελπίδα σ’ ετούτη τη σύρραξη είναι να είσαι ολόφωτος.

 Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%AF%CE%B1

[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7_%CE%B7_%CE%91%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1

Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2020

Η πιο πολύτιμη πραμάτεια. Ένα παραμύθι Jean-Claude Grumberg

 Ορίστε, αυτό είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να υπάρχει

στις ιστορίες και στην αληθινή ζωή.

Η αγάπη,

η αγάπη που δίνουμε στα παιδιά, τα δικά μας και των άλλων.

Η αγάπη που κάνει, παρόλα όσα υπάρχουν και δεν υπάρχουν,

η αγάπη που κάνει τη ζωή να συνεχίζεται.

 Αυτό είναι το τέλος αλλά και το απόσταγμα της σύντομης αυτής ιστορίας, σκληρής κι αληθινής, που μας δίνεται από τον Γκρανμπέρ σε μορφή παραμυθιού. Γιατί σκληρή είναι κάθε ιστορία που αναφέρεται στη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τα τρένα που όπως ξέρουμε ξεκινούσαν απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης ως «εμπορικά», μεταφέροντας «πραμάτειες».

Όμως δεν είναι το ύφος του παραμυθιού που κάνει πιο ανάλαφρη την τραγική αυτή ιστορία του πατέρα  που, με κόστος εκτός των άλλων το μίσος της γυναίκας του, "αναγκάζεται" από την απελπισία να πετάξει σαν ανεπιθύμητο δέμα το ένα από τα δυο δίδυμα νεογέννητά του έξω από το παράθυρο του τρένου, καθώς αυτό διέσχιζε από το στρατόπεδο του Ντρανσύ την Γαλλία για να φτάσει στην Γερμανία.

Ο συγγραφέας, γιος και εγγονός Εβραίων που εκτοπίστηκαν  από το συγκεκριμένο στρατόπεδο εμπνεύστηκε από τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα για να δώσει ένα παραμύθι για μεγάλους, με φτωχό-ξυλοκόπο-που-δεν είχε-παιδιά, με γυναίκα-που θέλει-να κάνει-παιδιά, με φτώχεια, άγνοια και καρτερία. Αδρές γραμμές χωρίζουν το καλό απ το κακό όπως γίνεται συνήθως στον μυθικό λόγο, υπάρχουν όμως μεταστροφές, και μέσα απ’ τον πόνο και τις δυσκολίες προβάλλει πολλή-πολλή, απλή, φυσική και μεταφυσική αγάπη.

 Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Οκτωβρίου 02, 2020

Το κουαρτέτο του Χάρλεμ, James Baldwin («Just above my head»)

 Η αγάπη δεν βρίσκεται στο έλεος του χρόνου και δεν αναγνωρίζει τον θάνατο,

η αγάπη κι ο θάνατος είναι δυο ξένοι.

Όσο γερασμένο, τσακισμένο ή σημαδεμένο κι αν είναι το πρόσωπο που αγαπάς,

πάντα θα κρύβει το πρόσωπο του παιδιού που ήταν κάποτε

–και που θα είναι πάντοτε για σένα.

Είναι το πρώτο βιβλίο που διάβασα του διάσημου Αφροαμερικανού συγγραφέα[1], που εκτός από μυθιστοριογράφος ήταν και θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και ακτιβιστής. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες είναι αισθητή η πολύπλευρη προσωπικότητά του, καθώς και η ιδιοφυής και χαρισματική γραφή του, νιώθεις παράλληλα γιατί είναι τόσο σημαντικός και διάσημος ο συγγραφέας αυτός. Άλλωστε, διαβάζοντας το πλούσιο βιογραφικό του καταλαβαίνουμε ότι παρόλα τα δύσκολα παιδικά χρόνια (φτώχεια, ρατσισμός, κακοποίηση, ομοφυλοφιλία κλπ) ο Μπάλντουιν είχε το θάρρος, την ευαισθησία και το πάθος να εκφράσει και να αγωνιστεί για τα προβλήματα των φυλετικών-σεξουαλικών-ταξικών διακρίσεων, της ομοφυλοφιλίας και γενικότερα του κοινωνικού ρατσισμού, να υπερασπιστεί τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα σε μια δύσκολη για τους μαύρους εποχή, και θαυμάζουμε το απίστευτο εύρος των ενδιαφερόντων και της ακτιβιστικής του δράσης.

Αρχικά θα έλεγε κανείς ότι το «Κουαρτέτο του Χάρλεμ» είναι οικογενειακή ιστορία, με κύριο πρωταγωνιστή τον Άρθουρ Μοντάνα, έναν χαρισματικό τραγουδιστή γκόσπελ[2] από το Χάρλεμ («αυτοκράτορας της Σόουλ» αναδείχτηκε προς το τέλος), που ουσιαστικά τον παρακολουθούμε από μικρό παιδί μέχρι τον θάνατό του σε πολύ νεανική ηλικία, 39 ετών. Ο αφηγητής είναι ο αδερφός του, Χαλ, κατά 7 χρόνια μεγαλύτερος, που με απίστευτη ευαισθησία και σπάνια αδερφική αγάπη παρακολουθεί την τεθλασμένη πορεία του Άρθουρ και της παρέας του (του περίφημου κουαρτέτου: Κόκκινου, Τραγανού και Φιστίκη, όλα παρατσούκλια), με τάσεις προστατευτικές και με έκδηλη ανησυχία για το επισφαλές μέλλον, μια και ο ρατσισμός στα μέσα του 20ου αιώνα ζει και βασιλεύει (στα χρόνια που μεγάλωσα, τα πάντα -τα πάντα!- μπορούν ν’ αλλάξουν σε κλάσματα δευτερολέπτου), ιδιαίτερα στις νότιες επαρχίες των ΗΠΑ. Καθώς ξεδιπλώνονται οι σχέσεις και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, βλέπουμε σε δεύτερο πλάνο και μια άλλη φιλική οικογένεια  των οποίων τα παιδιά, Τζούλια και Τζίμι, δρουν καταλυτικά στον ψυχισμό των δυο βασικών συμπρωταγωνιστών.

Αυτό είναι το πλαίσιο, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η «πλοκή», όσο η ατμόσφαιρα∙  πλούσια συναισθήματα με πολλές αποχρώσεις -μέσα σε συνθήκες ακραίες, υψηλή ενσυναίσθηση, βαθιά αγάπη και φιλία, έρωτας, πένθος. Και η ερωτική επικοινωνία όπου και όπως εκφράζεται, που υπογραμμίζεται από το λυρισμό και τους στίχους των γκόσπελ και τις παρατηρήσεις του αφηγητή πάνω σε λεπτά ζητήματα τέχνης και αισθητικής, ζητήματα που δεν αγγίζουν τον νου αλλά την καρδιά. Ατμόσφαιρα μελαγχολική και νοσταλγική, όπως τα τραγούδια γκόσπελ, που όμως υμνούν τη ζωή, την αγάπη και τον έρωτα. Παράλληλα θίγονται θέματα καυτά όσο αφορά τις κοινωνικές ανισότητες και τον ρατσισμό ενάντια στους μαύρους και τους ομοφυλόφιλους.

Το σκάνδαλο του θανάτου, του θανάτου του αγαπημένου του αδερφού είναι η πρώτη εικόνα που μάς παραθέτει ο Χαλ∙ για την ακρίβεια μάς περιγράφει την αποφράδα στιγμή που εκείνος έμαθε ότι ο Άρθουρ βρέθηκε νεκρός στην τουαλέτα ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνου, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η βαθιά ταραχή της ψυχής που δεν μπορεί να συλλάβει το αδιανόητο (όλες οι απαντήσεις μένουν αναπάντητες, όλες οι ερωτήσεις είναι ακατάληπτες, όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα γεγονός πιο αδιανόητο ακόμα κι από τον δικό σου θάνατο. Γιατί είναι ο δικός σου θάνατος, που συμβαίνει πέρα απ’ τα όρια της φαντασίας σου) φαίνεται όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα, από τις εμμονικές επαναλήψεις της ταραγμένης ψυχής. Ο χείμαρρος συναισθημάτων εναλλάσσεται με τις τύψεις που νιώθουμε συνήθως απέναντι στο αγαπημένο πρόσωπο που φεύγει οριστικά, για όσα δεν κάναμε, δεν προλάβαμε, δεν έφτασαν σε κείνο.

Αυτή η πικρή γεύση του τέλους φορτίζει τον Χαλ, που δυο χρόνια αργότερα αποφασίζει να γράψει αυτήν την -τραγική- οικογενειακή ιστορία, ιστορία που συνοψίζει όλη την τραγική ζωή των μαύρων της Νέας Υόρκης. Θέλει να εκφράσει την αλήθεια για τον αδερφό του, να μην την κουκουλώνει πια, να διαφυλάξει τη μνήμη του. Την ιστορία του αδερφού του, τον οποίο όχι μόνο αγάπησε παράφορα  παρόλο μερικές φορές μού την έδινε τόσο, που μου ερχόταν να τον πνίξω απ’ τα νεύρα μου. Έκανε τόσο δύσκολη τη ζωή του!), αλλά που του επέτρεπε να βλέπει καθαρά και τον ίδιο του τον εαυτό.

Έχουμε επομένως αναδρομική αφήγηση, αλλά με αναστοχασμούς ενδιάμεσα, ενός προσώπου που πάσχει να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του, που εμπλέκεται συναισθηματικά, ωριμάζει και εντέλει ίσως είναι και σημαντικότερο πρόσωπο από τον ίδιο τον Άρθουρ. Γιατί ο αφηγητής Χαλ όχι μόνο περιγράφει τα απίστευτα πάθη του Άρθουρ και της Τζούλια, έχει επομένως την ευαισθησία να διακρίνει τις δυο αυτές άπιαστες προσωπικότητες, αλλά πάσχει μαζί τους και αποδεικνύει άμεσα και έμμεσα ότι έχει τη δύναμη να καταλάβει, να αγκαλιάσει, να συγχωρέσει κάθε ανθρώπινη αδυναμία/στραβοπάτημα/αντίφαση, γιατί είναι φανερό ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η αλήθεια της ανθρώπινης ψυχής. Του Άρθουρ, της Τζούλια, του Τζίμι.

 Τζούλια

Τότε δεν μπορούσα φυσικά να ξέρω ότι, κάποια στιγμή, χρόνια μετά,

θα εγκατέλειπε τον άμβωνα, θα γινόταν πόρνη και, αργότερα,

ερωμένη ενός Αφρικανού φυλάρχου στο Αμπιτζάν.

Οι δυο οικογένειες είχαν πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ τους αρχικά, γιατί και ο Άρθουρ τραγουδά από 11 χρονών στην εκκλησία ξεσηκώνοντας τους πιστούς, αλλά και η Τζούλια ήταν παιδί-θαύμα: ήταν παιδί-ιεροκήρυκας (!), «δέχτηκε το κάλεσμα» στην ηλικία των 7 χρονών και συνέχισε μέχρι τα δεκατέσσερα. Είχε δηλαδή το χάρισμα του κηρυγματικού λόγου, με όσες δεισιδαιμονίες μπορεί να συνεπάγεται αυτό (όταν π.χ. αρρώστησε βαριά η μητέρα, δεν πήγαιναν στο νοσοκομείο πιστεύοντας ότι θα την σώσει ο λόγος του θεού). Ήταν ένα αντιπαθέστατο κοριτσάκι με αναμφισβήτητο ταλέντο, όμως υπεροπτικό και κακομαθημένο που έσερνε τους δικούς του απ’ τη μύτη, όπως κακομαθημένο και γκρινιάρικο ήταν και το πολύ μικρότερο αδερφάκι της, ο Τζίμι. Έτσι, τα συναισθήματα αντιπάθειας του Χαλ (και όλων της οικογένειας, λίγο-πολύ) προς την οικογένεια Μίλλερ ήταν βαθιά και δικαιολογημένα (η Έιμι και ο Τζόελ μ’ έκαναν να βαριέμαι μέχρι θανάτου, η Τζούλια ήταν σαλεμένη και μου έσπαγε τα νεύρα με τα καμώματά της. Μόνο για τον Τζίμι νοιαζόμουν λιγάκι, αλλά και πάλι μόνο επειδή ήταν μικρό παιδί).

Επειδή όμως η αναδρομική αφήγηση διακόπτεται από αναφορές στο παρόν, γρήγορα εμείς οι αναγνώστες μαθαίνουμε ότι στο σήμερα υπάρχει ακόμα, όχι μόνο επικοινωνία με την Τζούλια αλλά και βαθύς δεσμός (σελ.40: «μια σχέση αληθινής ελευθερίας και αγάπης που γεννήθηκε μέσα από πάθη και δοκιμασίες»). Η Τζούλια του σήμερα είναι μια γυναίκα όμορφη, με μια ομορφιά που τη βλέπεις μόνο στα πρόσωπα όσων έχουν υποφέρει τόσο πολύ, ώστε κανένας πόνος πλέον δεν τους ξαφνιάζει. Είναι μια ομορφιά τρομακτική, επειδή δεν μπορείς να την αρνηθείς, αλλά ούτε και να την κατανοήσεις/είχε μάθει τόσο καλά τι θα πει φόβος, που πλέον ήταν πολύ δύσκολο να φοβηθεί ξανά. Είχε μάθει τι θα πει να ανήκεις σε κάποιον άλλο, πολύ πριν τολμήσει να ονειρευτει καν τι θα πει αγάπη. 

Η μεταστροφή είναι καθολική, καθώς και η μεταστροφή των συναισθημάτων της οικογένειας Μοντάνα απέναντί της. Και το ενδιαφέρον του αναγνώστη κορυφώνεται.

Λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας της ένα βαρύ πλέγμα συναισθημάτων την οδήγησε  στο να παρατήσει τον άμβωνα (έχασα την πίστη μου… Δεν πιστεύω πια, δεν πιστεύω…), παρά την θέληση και τη μωροφιλοδοξία του πατέρα της που επέμενε να την «προωθήσει», γιατί νόμιζε ότι είχε βρει τη χήνα με τα χρυσά αυγά. Το τελευταίο της κήρυγμα στην ηλικία των 14 χρόνων («τακτοποίησε τα του οίκου σου») σηματοδοτεί την «κατρακύλα» της Τζούλια: η Τζούλια είχε γίνει  σκιά του εαυτού της, όμως ο θάνατος αρνούνταν να επιλέξει εκείνη αντί για τη μητέρα της. Από κει και πέρα σηκώνει έναν πολύ βαρύ σταυρό, που απλώνεται από σεξουαλική και σωματική κακοποίηση από τον πατέρα («κάθε άντρας θέλει να κάνει την κόρη του γυναίκα»), εκβιασμό, μέχρι εγκυμοσύνη/αποβολή, πορνεία, αγώνα επιβίωσης ενώ τη βασανίζει το  αίσθημα ευθύνης απέναντι στον εξαφανισμένο αδερφό της που τη σιχαίνεται, τον Τζίμι. Έχουμε δηλαδή μια απίστευτη ιστορία δύναμης, ψυχικού θάρρους αλλά και βαθιάς αγάπης προς πατέρα και αδερφό, που τη λυτρώνει και την κάνει  σοφή και τρυφερή.

Δεν γίνονται βέβαια όλα αυτά γνωστά παρά πολύ χρόνια αργότερα, όπως κι εμείς οι αναγνώστες τα μαθαίνουμε αργά και σταδιακά, μέσα απ’ την αφήγηση του Χαλ. Γιατί όταν η παρέα ανταμώνει μετά από χρόνια, η αλλαγή της Τζούλια είναι απίστευτη: πολύ αδύνατη, μαυροφορεμένη με τακούνια, με αλλόκοτη και απερίσκεπτη γενναιότητα/ψηλόλιγνο, φλεγόμενο, μαυροφορεμένο κορίτσι/σαν να μην είχε ηλικία/ο Άρθουρ διέκρινε εκείνο το τρομαγμένο πείσμα που αποτελεί το κλειδί τηςομορφιάς/ο τρόμος την έκανε αληθινή.

Η επανασύνδεση της Τζούλια με τον Τραγανό, τον Άρθουρ, και πολύ αργότερα με τον Χαλ, της δίνει τη δύναμη να λυτρωθεί από τα θηρία που την καταδυναστεύουν, που δεν είναι άλλα από την τρέλα, την απόγνωση, τον θάνατο. Αυτό που την κρατάει ζωντανή, όπως εκμυστηρεύεται, είναι η υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα ότι θα προσέχει τον αδερφό της. Προς το παρόν όμως υποφέρει σιωπηλά (προς το παρόν, αυτή είναι η ζωή μου). Κι αυτό που διαφοροποιεί αυτήν την ιστορία από τις συνήθεις ιστορίες εκμετάλλευσης και κακοποίησης πατέρα προς κόρη είναι ότι ενώ πεθαίνει καθημερινά από αγωνία, τρόμο και αντιφατικά συναισθήματα, προστατεύει και τον πατέρα και τον αδερφό με τη σιωπή της∙ στιγμές στιγμές νιώθει συνένοχη, αλλά ενώ είναι έτοιμη να το βάλει στα πόδια και να φωνάξει, ήξερε πως, αν συνέχιζε να φωνάζει, θα έπαιρναν τον πατέρα της μακριά της και θα τον έχανε. Έτσι οι φίλοι της νιώθουν ότι έχουν να κάνουν μ’ ένα αίνιγμα, ένα γρίφο. 

Ο έρωτας με τον Τραγανό, στον οποίο εκφράζει με υπαινιγμούς τα μαρτύριά της, τη λυτρώνει. Μα και με τον Άρθουρ έχει βαθιά επικοινωνία, αν και δεν μπορούσαν να γκρεμιστούν τα τείχη που η Τζούλια ύψωνε ανάμεσά τους (Άρθουρ: ήταν ένα μυστήριο, ένα πολύ βασανιστικό κι ευχάριστο μυστήριο, που το μυαλό του δεν μπορούσε να το αγνοήσει, αλλά ούτε και να το κατανοήσει). Όταν όμως τα γεγονότα κορυφώνονται, η φρικτή αλήθεια γίνεται γνωστή σε όλους, πρώτα στη μαμά των Μοντάνα, τη Φλόρενς (Μαμά Μοντάνα, μαμά Μοντάνα! Έλα γρήγορα σε παρακαλώ, τρέξε, πεθαίνω).

Ο Χαλ αργεί να δει τη μεταμόρφωση της Τζούλια γιατί λείπει στον πόλεμο στην Κορέα (ο συγγραφέας δεν δίνει λεπτομέρειες για τα βιώματα των ηρώων σ’ αυτόν τον πόλεμο). Μαθαίνει τα νέα της από τους τρίτους κι όταν πια την επισκέπτεται καταπλήσσεται. Είναι πλέον μια γυναίκα που έχει βρει τον εαυτό της, φωτεινή κι ευάλωτη, αληθινή και συνειδητή. Έρχονται τόσο κοντά που ξεκινά αργά και σταδιακά μια σχέση αγάπης και έρωτα που θα τον βασανίσει για χρόνια (ήταν κάτι τρυφερό και τρομακτικό συνάμα).

Αυτό που δίνεται όμως αριστοτεχνικά, και είναι και η αιτία που επιμένω τόσο στην παρουσίαση τη ιστορίας της Τζούλια είναι ότι αποδίδεται με λεπτομέρεια, βιωματικά και αβίαστα, το βαθύ αίσθημα αγάπης που διαποτίζει την Τζούλια και την έκανε να νικήσει τους δαίμονές της. Όπως συνειδητοποιεί και ο Χαλ, αργότερα βέβαια, η «χαλύβδινη αποφασιστικότητά της να μην καταδικάσει τον πατέρα της», οφειλόταν στο ότι έτσι προστάτευε και τον αδερφό της (που ήταν πολύ μικρός και δεν ήθελε να μάθει για την κακοποίηση) αλλά υπήρχε κι ένα είδος ενσυναίσθησης (το ξέρω ότι φοβάται. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά του, ότι πάντα φοβόταν). Δεν λέει ποτέ κακό για τον βασανιστή της, αλλά η πιο μεγαλειώδης ήταν η φράση της που αφορούσε τον Τραγανό, στον οποίο ποτέ δεν αποκάλυψε ότι ήταν δικό του το παιδί που απέβαλε:  «Δεν ήθελα να το εκμεταλλευτώ αυτό για να τον κάνω να νομίζει ότι μ’ αγαπούσε» (σχόλιο Χαλ: Δεν κατάλαβε ότι αποκάλυψε πολύ περισσότερα από όσα είπε/ Η Τζούλια μού είχε μόλις πει ότι ήξερε πως μπορεί να νοιαζόταν για τον Τραγανό περισσότερο από ό, τι θα νοιαζόταν ποτέ ο Τραγανός γι’ αυτήν, και μου είχε πει επίσης πόσο πολύ αγαπούσε -ή είχε αγαπήσει- τον πατέρα της»).

Γιατί όταν η Τζούλια γίνεται ο «εαυτός της», η ώριμη Τζούλια, είχε ένααν βαθύ, σχεδόν παθολογικό φόβο μήπως προκαλέσει πόνο σε κάποιον.

 Αγάπη-έρωτας

Αυτό είναι που κάνει ο ένας εραστής για τον άλλο,

βρίσκοντας το θάρρος να απογυμνωθεί,

προσφέροντας στον άλλον τη δύναμη

να μην κρατήσει τίποτα κρυφό

Παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα και τις δύσκολες περιστάσεις, το βιβλίο είναι διαποτισμένο από το συναίσθημα, ένα συναίσθημα φωτεινό και θετικό, έρωτα, αγάπης, επικοινωνίας, κατανόησης. Αγάπη στον αδερφό, στον πατέρα, πατέρα προς γιο, αγάπη προς τον φίλο, αγάπη στην ερωμένη ή στον εραστή… Βαθιά και διεισδυτική κι όχι δεδομένη, αγάπη στο συγκεκριμένο πρόσωπο, γι’ αυτό που είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις που συνεπάγεται η βαθιά αγάπη (οι πιο άγνωστοι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουμε γνωρίσει κι έχουμε αγαπήσει/Οι άνθρωποι που γνωρίζουμε λιγότερο απ’ όλους είναι εκείνοι τους οποίους αναγνωρίζουμε όχι με τις αισθήσεις μας αλλά με την ψυχή μας –οι άνθρωποι δηλαδή που είναι τελείως απαραίτητοι για το ταξίδι μας στη ζωή).  Οι σκηνές του έρωτα είναι καταπληκτικές σ’ όλο το βιβλίο (ακόμα και οι σκηνές του βιασμού), όχι μόνο γιατί η περιγραφή είναι πολύ ζωντανή, αλλά γιατί  εντάσσονται σ’ όλο το συναισθηματικό κλίμα και αποτελούν την κορύφωση δυο ψυχών που συναντιούνται, με όλες τις υποδηλώσεις και τις συνυποδηλώσεις, με τις αγωνίες, τις σιωπές, τις ανασφάλειες, τις χαρές που συνοδεύουν την ερωτική πράξη. Μα αυτό που ορίζει την ερωτική επικοινωνία δεν είναι το σεξ (αν και οι σεξουαλικές σκηνές είναι μοναδικές), αλλά αυτό που κάνει ο ένας εραστής στον άλλον είναι το θάρρος να απογυμνωθεί, προσφέροντας στον άλλον τη δύναμη να μην κρατήσει τίποτα κρυφό. Και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο συγγραφέας εστιάζει στο συναίσθημα, άλλωστε οι ήρωες είναι έφηβοι/νέοι και γυρεύουν τη συναισθηματική πλήρωση, είναι άνθρωποι με ανησυχίες και έντονη δράση.

 Η ιστορία μου είναι τραγούδι αγάπης για τον αδερφό μου

Κανείς δεν ξέρει πολλά πράγματα για τη ζωή του άλλου.

Και η άγνοια αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη όταν αγαπάς κάποιον.

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η όλη αφήγηση ξεκίνησε από την ανάγκη του Χαλ να εκφράσει το πένθος για τον πρώιμο θάνατο του Άρθουρ. Τον αδερφό στον οποίο τρέφει μια παθολογική αδυναμία και λατρεία (η φωνή του είναι παντού, μα ούτε αυτή μπορεί να γεμίσει τον χώρο που γέμιζε ο Άρθουρ με τις κινήσεις του και με το περπάτημά του, με τους αναστεναγμούς και τις κουβέντες του, τον χώρο που γέμιζε όταν κλαψούριζε και έκλαιγε και θρηνούσε, κι όταν γελούσε). Του μυστήριου, μοναχικού, χαρισματικού Άρθουρ, που κάποια στιγμή στα 13 του αντιλήφθηκε, με επίπονο τρόπο, ότι νιώθει ερωτική έλξη για τους άντρες, και στην ίδια ηλικία αναφώνησε γελώντας «Τελικά, μάλλον πρέπει να ζήσω τη ζωή που τραγουδάω στα τραγούδια μου». Είναι το1957, η εποχή της πρώτης του εμφάνισης, που σχηματίζεται το περίφημο κουαρτέτο «οι Σάλπιγγες της Σιών», εποχή που σηματοδοτεί την είσοδο του Άρθουρ σ’έναν κόσμο σκληρό (ποτά, χασίς, γυναίκες/άντρες, μαριχουάνα) και σ’ έναν αγώνα δύσκολο εφόσον εγκαινιάζει μια σειρά συναυλιών για τα πολιτικά δικαιώματα, σε μια κοινωνία όπου το ξύλο, οι κραυγές και οι προσευχές ακούγονταν από το Μισισίπι μέχρι το Χάρλεμ.

Είναι λοιπόν δικαιολογημένη η ανησυχία του μεγάλου αδερφού, γιατί ο Χαλ έβλεπε τον τρόπο με τον οποίο σπαταλιόταν ο Άρθουρ, έβλεπε πόσο δεν ευχαριστιόταν με τίποτα και άντεχε τα πάντα, ότι βυθιζόταν στη μοναξιά γιατί είχε μάθει να ζει μ’ αυτήν, και δεν ήταν σε θέση να προστατέψει τον εαυτό του (μπορούσε να τραφεί με τη σιωπή της πέτρας). Αλλά και η στάση του πράου και συνετού πατέρα τους, Πολ (μουσικός κι αυτός, πιανίστας), ήταν σοφή: δεν ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον Άρθουρ στο τραγούδι(δεν τον αποθάρρυνε κιόλας), γιατί καθώς εξομολογήθηκε στον Χαλ  που τον ρώτησε ποιο είναι το πρόβλημά του αν ο Άρθουρ ασχοληθεί με τη μουσική, απάντησε «κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει, εκτός απ’ το ότι αυτό το πράγμα θα τον ξεκάνει. Αυτό το πράγμα, φίλε, θα τον κάνει κομμάτια, θα τον διαλύσει». Και βέβαια,  δεν έπεσε έξω… ενώ συνέχισε, δίνοντας μια από τις πιο βαθιές σκέψεις για τα γκόσπελ:

«Η μουσική μπορεί να γίνει τραγούδι, όπως πάντα γεννιέται από μια κραυγή. Αυτό είναι όλο. Μπορεί να είναι το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού, η στριγκιά φωνή του χοίρου όταν τον σφάζουν ή το αγκομαχητό ενός άντρα που του μπήγουν το μαχαίρι στα αχαμνά. Κι ο ήχος αυτός είναι παντού. Υπάρχουν άνθρωποι που σπαταλάνε ολόκληρη τη ζωή τους παλεύοντας να πνίξουν αυτόν τον ήχο».

Μα κι ο ίδιος ο Άρθουρ πολύ μικρός συνειδητοποιεί ότι όταν τραγουδάς, δεν μπορείς να τραγουδάς έξω απ’ το τραγούδι. Κι όλο το πάθος που νιώθει όταν από πολύ μικρός τραγουδά, εκφέροντας  τους υπέροχους στίχους που κι εμείς απολαμβάνουμε, διαισθάνεται ότι το πάθος αυτό θα το ζήσει στη ζωή του με καημό και δάκρυ («πρέπει να ζήσω τη ζωή που τραγουδάω στα τραγούδια μου»). Τα γκόσπελ, ως θρησκευτικοί ύμνοι, μεταφέρουν έντονα συναισθήματα, δέος, έκσταση: οι νέγροι τραγουδούν τα γκόσπελ όπως κανείς άλλος επειδή δεν τραγουδούν τα γκόσπελ –καταλαβαίνετε, ελπίζω (…) δε μιλάει για πράγματα αλλότρια: μιλάει για πράγματα που συνέβησαν σήμερα στον ίδιο και θα συμβούν αύριο σε σένα.

Μαθαίνουμε ακόμα, πολύ πρώιμα σε σχέση με τον κύριο σκελετό της γραμμικής αφήγησης  (που όπως είπαμε ξεκινά από τα παιδικά χρόνια) ότι ο Τζίμι αγαπούσε παράφορα τον Άρθουρ και το πένθος του για τον νεκρό εραστή του είναι πολύ βαρύ.

 Στο πρώτο τους ταξίδι στον Νότο έχουν κι ατζέντη, τον αχώνευτο Γουέμπστερ. Έχουμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε μαζί με το κουαρτέτο στο Τενεσί  (Νάσβιλ), Μπέρμινχαμ  (Αλαμπάμα), Ατλάντα, Ουόσινγκτον (αργότερα), βλέποντας τις διαφορετικές συμπεριφορές των νότιων αυτών πολιτειών απέναντι στους μαύρους. Στο ταξίδι ο Άρθουρ θα γνωρίσει και τον πρώτο, παρθενικό, βαθύ έρωτα στο πρόσωπο του Τραγανού (κι εδώ o Baldwin δίνει από τις πιο ωραίες ερωτικές προσεγγίσεις). Η Κορέα τούς απομακρύνει οριστικά, για να βυθιστεί ο Άρθουρ σε μια παράξενη μοναξιά, μην έχοντας δίπλα του ούτε τον αδερφό του, το μόνο ίσως άτομο απόλυτης εμπιστοσύνης.

Στη νέα περιοδεία στο Νότο, ατζέντης του Άρθουρ είναι ο Χαλ. Το ενδιαφέρον σ’ αυτό το επεισόδιο του βιβλίου δεν είναι μόνο γεωγραφικό αλλά και ιστορικό και ανθρωπολογικό. Προβλήματα ασφάλειας που στη Νέα Υόρκη ούτε μπορούσαν να τα φανταστούν. Η συγκέντρωση στο Μπέρμινχαμ της Αλαμπάμα(«η πιο αποκρουστική πόλη») ήταν για να «βγάλουν τα παιδιά τους από την φυλακή», αλλά η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και καταλήγει σε σύγκρουση. Στην Ατλάντα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα (είναι τρομακτικό να σκέφτεσαι πόσες συγκεντρώσεις είχε κάνει η Κου Κλουξ Κλαν εδώ γυρω, καθώς και τι επεδίωκε να πετύχει). Τρώνε ξύλο, τραγουδούν μέσα στην εκκλησία με τον φόβο στο στόμα, ενώ στο τέλος της εκδήλωσης ο Φιστίκης (ο πιο πολιτικοποιημένος) έχει εξαφανιστεί (ακόμα κι αν ήταν φόβος αυτό που ένιωθα, ήταν ένας φόβος αλλιώτικος, ο φόβος της τρέλας, ο φόβος ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να πεταγόταν από μέσα μου κάτι τόσο βίαιο όσο ένας σεισμός, τόσο ολέθριο όσο ένας λοιμός). Δεν τον ξαναείδανε ποτέ, και η εξαφάνιση αυτή τους «έκανε κομμάτια».

Δεν έχει καμιά σημασία τι ξέρουν οι λευκοί και τι όχι.

Το μόνο που μετράει είναι τι κάνουν –κι ο μαύρος ξέρει καλά τι θα κάνουν:

Ή θα τον σκοτώσουν ή θα τον αφήσουν να πεθάνει.

Στα ταξίδια του ο Άρθουρ, και όσοι τον συνοδεύουν, αναμετριούνται με την ιστορία. Καναδάς, Βορράς, Νότος, Ευρώπη. Ο καθένας, όπως λέει κι ο Χαλ θα προτιμούσε να ζήσει τη ζωή του χωρίς να χρειάζεται να παλεύει με την Ιστορία. Γιατί η ρατσιστική βία είναι παρούσα, σε άλλες περιοχές λιγότερο και σε άλλες απροκάλυπτα, κι έχει πολλές μορφές και πολλά συμπτώματα (δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο προσπάθησα να τον σκοτώσω/διόλου δεν θα με πείραζε να μην καθίσω ποτέ στο ίδιο τραπέζι με τους λευκούς).

Σε κάποιες περιοχές φοβούνται πράγματι για τη ζωή τους, και συνειδητοποιούν ότι τίποτα, μα τίποτα δεν έχει για κάποιους ανθρώπους σημασία γιατί το μόνο που μετρούσε ήταν ότι ήταν μαύροι «σε τούτη τη χώρα που τόσο πολύ αγάπησα, τούτη τη χώρα που έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι να κτιστεί», λέει ο Χαλ.

Χαλ

Όποιος αναμετριέται με τους βαθύτερους, τους πιο σκοτεινούς φόβους του,

αναμετριέται  και με τις επουράνιες δυνάμεις

Όπως κι ο ίδιος ο Χαλ επαναλαμβάνει πολλές φορές, χωρίς να το συνειδητοποιήσει η ζωή του είχε αρχίσει να καθορίζεται από τον ρόλο που έμελλε να παίξει στη ζωή του αδερφού του. Η ανησυχία του γίνεται μερικές φορές προβληματική (τρόμο ένιωθα μα κι ελπίδα ότι θα κατάφερνα να αναμετρηθώ με αυτό που σπανίως βρίσκω το θάρρος να αναμετρηθώ: τον εαυτό μου –τον εαυτό μου μέσα σ’ όλ’ αυτά, τον εαυτόν εκείνον που ήταν εγκλωβισμένος στον αδερφό που τόσο δικαιολογημένα λάτρευα. Είναι άραγε η λατρεία βλασφημία ή μήπως είναι το μυστικό της ζωής;)

Ο Χαλ αρχικά δεν έχει φίλους, ζει κάπως στη σκιά. Είναι μετριοπαθής, συνετός, διακριτικός αλλά έχει σπάνια διεισδυτικότητα κι ενσυναίσθηση που φαίνεται σε κάθε γραμμή της αφήγησής του, από το πώς περιγράφει τον ψυχισμό των τεσσάρων φίλων του κουαρτέτου, μέχρι πώς προσεγγίζει την Τζούλια, τον Άρθουρ, τον πατέρα του. είναι βέβαια και αρκετά μεγαλύτερος.

Ο Χαλ, στο σήμερα, είναι παντρεμένος κι ευτυχισμένος με τη γυναίκα του κι έχει και δυο μεγάλα παιδιά, κι όλες αυτές τις σχετικές ιστορίες τις μαθαίνουμε μέσα από την εξαιρετικά συγκινησιακή του αφήγηση (ζούσαμε ο καθένας στο αδιανόητο παρόν του). Γιατί η ψυχογραφική του ικανότητα εν περιορίζεται στο να διεισδύει στον ψυχισμό των άλλων, αλλά και στην αυτοπαρατήρηση.

Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ όλη την ιστορία του Χαλ, τις ερωτικές του περιπέτειες, το πώς χειρίστηκε την απόρριψη της γυναίκας που περίμενε να συναντήσει μετά την Κορέα (η οποία τα έφτιαξε με τον μοναδικό του φίλο), ή την εξαφάνιση της Τζούλιας. Μόνο να πούμε ότι ένα κεντρικό στοιχείο στον χαρακτήρα του, αυτό που του δίνει αυτήν την αποδοχή και κατανόηση με την οποία φωτίζει όλα τα πρόσωπα που αγαπά, είναι αυτό που λέει και για τον Άρθουρ και είναι φανερό ότι επεκτείνεται σ’ όλους τους αγαπημένους:

Κατάλαβέ το φίλε, δεν έχω κανένα πρόβλημα με ό, τι κάνεις στη ζωή σου. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ευτυχισμένος.

Χριστίνα Παπαγγελή



[2] Με τον όρο γκόσπελ (αγγλικάgospelευαγγέλιο) αναφερόμαστε στη μουσική η οποία προήλθε από την παράδοση της εκκλησιαστικής λειτουργίας προτεσταντικών εκκλησιών στην Αμερική, και αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, με σαφείς μουσικές επιρροές από τα σπιρίτσουαλς και τα μπλουζ. Χαρακτηριστικό της μουσικής γκόσπελ είναι οι εκφραστικοί αυτοσχεδιασμοί σε στιλ ρετσιτατίβο (είδος μουσικής απαγγελίας), το μελισματικό τραγούδι και η πληθωρική εκφραστικότητα.