Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2023

Καυτό μυστικό, Στέφαν Τσβάιχ

     Το απίστευτο μυστήριο της ανθρώπινης φύσης, που αποκαλύπτεται σε όλους τους ανθρώπους συνήθως στην ήβη (και συνήθως αρνούνται οι περισσότεροι να το αποδεχτούν όσο αφορά τους γονείς) είναι και το καυτό μυστικό που ανιχνεύει ο κεντρικός ήρωας-παιδί, της εκτεταμένης νουβέλας του μεγάλου ψυχογράφου. Ένα μυστικό που αλλοιώνει τη συμπεριφορά της μητέρας του και τον κάνει να νιώθει ο ίδιος, ο δωδεκάχρονος Έντγκαρ, όχι μόνο απομονωμένος, αλλά χωρίς πια ενδιαφέρον για την παιδική του ζωή. Πρόκειται με λίγα λόγια για μια ιστορία «ενηλικίωσης», ένα πέρασμα κάπως οδυνηρό -με τα δεδομένα της ευρωπαϊκής, αστικής κουλτούρας- στα πρώτα στάδια της ωριμότητας: την αμφισβήτηση του αρράγιστου κόσμου των μεγάλων.
     Βρισκόμαστε στο Ζέμμερινγκ, θέρετρο στις αυστριακές Άλπεις, όπου ο Ένγκαρ, ένα έξυπνο αλλά ασθενικό, χλωμό αγόρι κάνει διακοπές για λόγους υγείας, με την προστατευτική του μητέρα. Στο ίδιο ξενοδοχείο βρίσκεται κι ο «βαρόνος», ένας κομψός νεαρός αριστοκράτης, κοινωνικός, ανήσυχος και… γυναικοθήρας (όπως το σπίρτο χρειάζεται την τριβή με μια επιφάνεια για ν’ ανάψει, έτσι κι εκείνος χρειαζόταν τη συναναστροφή με τους ανθρώπους προκειμένου να λάμψουν όλα του τα ταλέντα, προκειμένου να ζωντανέψει η φλόγα και η ευφορία της καρδιάς του). Η όμορφη, άγνωστη γυναίκα με το πληθωρικό κορμί τραβάει αμέσως την προσοχή του ως το τέλειο θήραμα, ενώ ιδανικό δόλωμα για να την προσεγγίσει φυσιολογικά και αβίαστα είναι το άρρωστο, μοναχικό αγόρι της (δεν χρειαζόταν να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να μειώσει την απόσταση που τον χώριζε από την όμορφη άγνωστη).
     Έτσι, με κινηματογραφική λεπτομέρεια παρακολουθούμε το αριστοτεχνικό πλησίασμα του παιδιού από τον βαρόνο και όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που προκαλεί η δυναμική παρουσία του «καινούργιου φίλου», που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έντγκαρ, του υπόσχεται σκύλο, κι απαντά με υπομονή στις αλλεπάλληλες, ενθουσιώδεις ερωτήσεις. Γιατί η οπτική γωνία είναι σαφώς του Έντγκαρ (αν και η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη). Το πάθος, τη χαρά που φτάνει στην έξαψη την διαδέχονται γρήγορα «ένα μείγμα ευτυχίας και παιδικής απελπισίας» όταν πράγματι, οι αθώες κινήσεις του παιδιού έφεραν κοντά τους δυο επίδοξους εραστές.
     Από κει και πέρα τα έντονα συναισθήματα εναλλάσσονται: ανυπομονησία, ενθουσιασμός με τις ιστορίες του κοινού φίλου, απογοήτευση όταν τον αντιμετωπίζουν σαν μικρό παιδί. Η μαεστρία του συγγραφέα είναι απαράμιλλη στο να περιγράφει αυτές τις πολύ μύχιες σχεδόν υποσυνείδητες αποχρώσεις. Και, παρόλο που η οπτική γωνία, όπως είπαμε, είναι του Έντγκαρ, παρακολουθούμε και τις ασθενικές ομολογουμένως αντιδράσεις και προσπάθειες αντίστασης της 40χρονης μητέρας και παρατηρήσεις που ανήκουν στις ανώτερες σφαίρες της ψυχολογικής εμβάθυνσης: οι πιθανότητες να μη μείνουν άκαρπες οι προσπάθειές του μ’ αυτήν τη γυναίκα ήταν πολλές. Βρισκόταν στην κρίσιμη αυτήν ηλικία που μια γυναίκα αρχίζει και μετανιώνει για το ότι έμεινε πιστή σ’ έναν σύζυγο, τον οποίο ποτέ της δεν αγάπησε πραγματικά· στην ηλικία που η πορφυρή δύση της ομορφιάς της της προσφέρει μια τελευταία επιλογή ανάμεσα στη μητρότητα και τη θηλυκότητα- μια επιλογή που δεν χωράει αναβολή. (…) Για τελευταία φορά, η μαγική βελόνα της θέλησης τρεμοπαίζει ανάμεσα στην ελπίδα μιας ερωτικής περιπέτειας και την οριστική παραίτηση από την επιθυμία.
     Οι ελιγμοί του βαρόνου (όπως κάθε άνθρωπος με έντονο ερωτικό ταμπεραμέντο, τα έκανε όλα δυο φορές καλύτερα, ήταν δύο φορές ο εαυτός του όταν ένιωθε ότι αρέσει στις γυναίκες), οι μεταστροφές της μητέρας· η λάμψη των ματιών, ο κρυφός αισθησιασμός, η έξαψη του παιχνιδιού που δίνει ζωή στην ώριμη γυναίκα, δεν ξεφεύγει από τον μικρό, διψασμένο για προσοχή μάρτυρα. Όλα αυτά διογκώνονται σε ψέματα, υπεκφυγές, άδικες τιμωρίες (μισούσε την ίδια του την παιδική ηλικία), ενώ η τυφλή του εμπιστοσύνη στους ενήλικες αρχίζει να αποκτά ρωγμές. Η απογοήτευση γίνεται μίσος και του δίνει τη δύναμη να συγκρουστεί όταν οι δυο μελλοντικοί εραστές, ενοχλημένοι από την παρουσία του παιδιού, αρχίζουν και τον παραγκωνίζουν, ή, του λένε ακόμα και ψέματα!
     Η περιέργεια του παιδιού να αποκαλύψει αυτό το «καυτό μυστικό» το κάνει παράτολμο, και η ακατανόητη συμπεριφορά των μεγάλων τον κάνει εχθρικό και μοχθηρό. Στην επακόλουθη σύγκρουση με τη μητέρα, ξεσπάει με τέτοια οργή που… θυμίζει τον πατέρα του, ενώ, όταν πια οι δυο εραστές τον εξαπατούν και ξεφεύγουν κάτω απ’ τη μύτη του, η προδοσία τον οπλίζει με απίστευτη οργή. Μετά το «τελευταίο κλάμα της παιδικής του ηλικίας» (το πιο άγριο, η τελευταία φορά που παραδινόταν, σαν γυναικούλα, στην ηδονή των δακρύων) καταστρώνει το σχέδιό του, προκειμένου να ανακαλύψει το «καυτό μυστικό»… Απορεί με το γέλιο της μητέρας του (γέλιο που δεν είχε ξανακούσει από εκείνη, ασυνήθιστα διαπεραστικό, τσιριχτό και νευρικό, σαν να τη γαργαλούσαν, ένα γέλιο που τον ξένισε και τον τρόμαξε) και νιώθει ότι την απειλούν.
     Η τελική σκηνή που οδηγεί και στη λύτρωση, η άμεση επίθεση και στον βαρόνο αλλά και λεκτικά, στη μητέρα του η οποία αντιδρά σπασμωδικά και πολύ άδικα για το παιδί, είναι αυτή που κάνει να βγει στην επιφάνεια μια προσωπικότητα στο μεταίχμιο του παιδιού και του ενήλικα: αντιστέκεται με πρωτοφανή παρρησία στους παραλογισμούς της μητέρας του, και στο τέλος καταφεύγει στην φυγή, στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Πρώτη γνώση».
     Το πρώτο του παρθενικό ταξίδι μετά την αποκάλυψη της ψεύτικης εικόνας των μεγάλων, η αγωνία της επιβίωσης, της διαχείρισης των χρημάτων και του χρόνου, είναι αυτά που δίνουν ένα άλλο νόημα πια στη ζωή: κοίταξε πίσω για άλλη μια φορά, είδε τα βουνά να στέκουν εκεί, γαλαζωπά και όμοια με σκιές, μακριά κι απρόσιτα, κι ένιωσε ξαφνικά πως στο σημείο που γίνονταν λίγο λίγο ένα με τον συννεφιασμένο ουρανό, εκεί αναπαύονταν εν ειρήνη η παιδική του ηλικία.

     Ο Στέφαν Τσβάιχ, με το μεστό του γράψιμο δίνει πάλι υπέροχες σελίδες όπου περιγράφονται αδιόρατες εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις -δεδομένης μιας συνθήκης, όχι τόσο συνηθισμένης μεν, αλλά ταυτόχρονα και γνώριμης: η αδιανόητη υποψία του παιδιού ότι η μητέρα του απομακρύνεται από κοντά του, αίσθημα που δημιουργεί ρωγμές στην αδιαφιλονίκητη σχέση μάνας-παιδιού, και το παιδί μπαίνει πια στον κόσμο των ενηλίκων. Ταυτόχρονα, κάπως έμμεσα, δείχνει και την ιδιαίτερη ψυχολογία του άνδρα-κυνηγού και της ώριμης γυναίκας-θηράματος. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι ένα παιδί ΔΩΔΕΚΑ χρονών, αγόρι, είναι απίστευτο να μην έχει διανοηθεί ότι υπάρχει κάποια ερωτική έλξη ή έστω ερωτικό παραστράτημα ανάμεσα στους δύο αγαπημένους και, εντέλει, «εχθρούς» του. Τόσο υπερπροστατευτικό είναι το περιβάλλον όπου ανατράφηκε; (ίσως, γιατί του επέβαλαν ύπνο από τις 9 η ώρα το βράδυ!) Δεν άκουσε τίποτα ποτέ από κάποιον συμμαθητή του στο σχολείο για έρωτα και σεξ;;; Θα δικαιολογούνταν όλη αυτή η περιέργεια να αποκαλύψει το «μυστικό» αν επρόκειτο για παιδί 6-8 χρονών! Ακόμη και η άγνοια του Έντγκαρ όσο αφορά την τιμή των εισιτηρίων και τη δυσκολία να ταξιδέψει μόνος δείχνει μια κάποια «αναπηρία», μάλλον από αδυναμία της γραφής του κατά τα άλλα απαράμιλλου Τσβάιχ, και όχι από συγγραφική πρόθεση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Ιανουαρίου 14, 2023

Νύχτες πανούκλας, Ορχάν Παμούκ

     Στον χώρο της δυστοπικής φαντασίας κινείται το έργο αυτό του αγαπημένου συγγραφέα, ένα πολυσέλιδο (910 σελίδες!) βιβλίο που δεν θα χαρακτήριζε κανείς ακριβώς μυθιστόρημα… Άλλωστε κι ο ίδιος το ονομάζει «ιστόρημα» ή «μυθιστόρημα-ιστορία» (γράφουμε το ιστόρημα ενός πολύ μικρού τόπου, του οποίου η πορεία καθορίστηκε από προσωπικά αισθήματα και αποφάσεις), καθώς η πρόθεση της υποτιθέμενης συγγραφέα, Μίνας Μίνγκερ, δισεγγονής του πατισάχ Μουράτ Ε΄, ήταν να διασώσει τις «ιστορικές λεπτομέρειες» από τη μεγάλη κρίση πανούκλας που έπληξε στις αρχές του 20ου αιώνα το νησί Μίνγκερ, τμήμα κάπως αυτόνομο της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
     Η καταγραφή της ιστορίας του φανταστικού αυτού νησιού (τοποθετημένου ανάμεσα Κύπρο, Ρόδο και Κρήτη) θα αποτελέσει τη βάση διδακτορικής διατριβής της Μίνγκερ, που γράφει εν έτει 2017, και βασίζεται κυρίως σε επιστολές που έγραφε κατά την παραμονή της εκεί πριν μια εκατονταετία η σουλτάνα Πακιζέ στην αδερφή της Χατιτζέ, κόρες του έγκλειστου πρώην πατισάχ Μουράτ Ε΄ και ανιψιές του τελευταίου σουλτάνου (και αδερφού του Μουράτ Ε΄), του Αμπντούλ Χαμίτ. Υπάρχει επομένως κάποιο σταθερό ιστορικό πλαίσιο (Οθωμανική αυτοκρατορία, Μουράτ Ε΄, Αμπντούλ Χαμίτ, Χατιτζέ) όπου όμως παρεισφρέουν στοιχεία μυθιστορηματικά, όπως η Πακιζέ, και βασικά το απομονωμένο αυτό νησί Μίνγκερ.
     Ο Ορχάν Παμούκ μ΄αυτό το βιβλίο προβαίνει σ’ ένα διανοητικό/λογοτεχνικό εγχείρημα, προσπαθώντας με τα μυθιστορηματικά «εργαλεία» να διερευνήσει τις ιστορικές, πολιτικές, πολιτειακές, ψυχολογικές, κοινωνικές κλπ συνέπειες της εξάπλωσης μιας ολέθριας πανδημίας σε μια μικρής έκτασης κοινωνία, που υπό την πίεση των γεγονότων και της διεθνούς απομόνωσης, αποκτά –επισφαλή βέβαια- ανεξαρτησία. Όλο το βιβλίο δηλαδή είναι ένα σχόλιο στην ανθρώπινη φύση, στις σχέσεις εξουσίας όπως αναπτύσσονται σε συνθήκες ακραίου φόβου και θανάτου, πάντα κάτω από το μουσουλμανικό πρίσμα (κατ’ ανάγκην δηλαδή, εφόσον βεβαίως μιλάμε για ιστορικές συνθήκες οθωμανικής κυριαρχίας, επικρατεί η κουλτούρα των μουσουλμάνων). Άλλωστε η ίδια η υποτιθέμενη συγγραφέας, η Μίνα Μίνγκερ, στην εισαγωγή της αναφέρει: χρειάστηκε να διακόπτω φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές για να παρουσιάσω στον αναγνώστη πληροφορίες, νούμερα και ιστορίες σχετικά με τους κρατικούς θεσμούς κλπ κλπ.
     Πολύ ενδιαφέρον και φιλόδοξο το τόλμημα, αλλά… κουραστικό! Σαν αντιστάθμισμα στα καταιγιστικά ονόματα, ιστορικά γεγονότα, ίντριγκες, καθώς και φρικιαστικές λεπτομέρειες της πανδημίας ο αναγνώστης απολαμβάνει την γλαφυρή πένα του Ορχάν Παμούκ. Το ενδιαφέρον και η περιέργεια εντείνονται καθώς από την αρχή στήνεται το μυστήριο της δολοφονίας του Μπονκόφσκι πασά, χημικού και φαρμακοποιού που φτάνει στο νησί ως αρχιεπιθεωρητής υγείας, ειδήμων επί θεμάτων καραντίνας από παλιότερες επιδημίες χολέρας. Είναι κατανοητό ότι το πρόβλημα που απλώνεται στις 900 σελίδες δεν είναι μόνο η πανούκλα καθαυτή, αλλά οι επακόλουθες αντιθέσεις στον τρόπο αντιμετώπισης της θανατηφόρου λαίλαπας: έντονη σύγκρουση ανάμεσα στην επιστημονική διερευνητική μέθοδο και την παραδοσιακή θρησκευτική αντιμετώπιση της πίστης, μιας πίστης βαθιά ριζωμένης στην καρδιά της μουσουλμανικής κοινωνίας.
     Έτσι λοιπόν, ο αναγνώστης που ψάχνει να ψηλαφίσει χαρακτήρες και ανθρώπινες σχέσεις μάλλον θα απογοητευτεί. Φυσικά, υπάρχουν πρόσωπα, πρωταγωνιστικά και μη, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και προκαλούν αγωνία και συναισθηματικές εντάσεις, αλλά είναι σε δεύτερο πλάνο. Αρχικά, είναι η σουλτάνα Πακιζέ (φανταστικό πρόσωπο) που με τον σύζυγό της διακεκριμένο γιατρό Νουρί πασά, τον αρχιχημικό Μπονκόφσκι πασά και τον Έλληνα βοηθό του Ηλία φτάνει στο νησί τον Απρίλιο του 1901, μια ξεχωριστή οθωμανική αντιπροσωπεία, επιφορτισμένη με μια ειδική αποστολή: να αξιοποιήσουν τις επιστημονικές τους γνώσεις και την εμπειρία τους από καραντίνες της χολέρας για να σωθεί το νησί. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες της Μίνας Μίνγκερ, –που κάνει τη διατριβή και είναι… δισεγγονή της Πακιζέ - προέρχονται από τις επιστολές της προγιαγιάς της, η τελευταία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο· μια σχετικά προοδευτική παρατηρήτρια από την αρχή μέχρι το τέλος αυτής της τρομερής περιπέτειας από κράτησε έξι μήνες συνολικά κι είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί το «ανεξάρτητο κράτος του Μίνγκερ», με δική του ιστορία, ήρωες, θρύλους, σημαία, γλώσσα και αλφάβητο.
     Ενδιαφέρον ως προσωπικότητα έχει και ο Σαμί πασάς, ο βαλής/νομάρχης του νησιού (όταν κηρυχθεί ανεξάρτητο κράτος γίνεται πρωθυπουργός), που κάνει απελπισμένες προσπάθειες να φέρουν αποτέλεσμα τα μέτρα που επινοεί, σε μια κοινωνία διχασμένη. Διορισμένος πέντε χρόνια πριν, έξυπνος και μορφωμένος, παντρεμένος μεν, αλλά με τρυφερά ερωτικά συναισθήματα προς την ερωμένη του χριστιανή Μαρίκα, πέρασε από διάφορα αξιώματα κι εξακολουθεί να έχει φιλοδοξίες. Ο αναγνώστης λυπάται για το άδοξο και βασανιστικό τέλος του Σαμί πασά, που το επέβαλαν μετά από δίκη παρωδία οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι σεΐχηδες και χοτζάδες όταν πήραν την εξουσία υπό την ηγεσία του λαοφιλούς Χαμπντουλάχ εφέντ, του «αντίπαλου δέους» (είναι δύσκολο ν’ αγαπήσουμε ή να μισήσουμε τα πρόσωπα ενός βιβλίου Ιστορίας. Διαβάζοντας όμως μυθιστορήματα μπορούμε να νιώσουμε αυτά τα συναισθήματα. Για να μη στενοχωρήσουμε περισσότερο τους αναγνώστες μας που αγάπησαν (έστω λίγο) τον Σαμί πασά, δεν θα αναφερθούμε άλλο στον πόνο του, στις θλιβερές σκέψεις του όσο φανταζόταν κλεισμένος στο κελί του ότι θα τον συγχωρούσαν ο σεΐχης Χαμπντουλάχ ή ο Νιμετουλάχ, δεν θέλουμε να μιλήσουμε άλλο για τον φόβο που ένιωθε για τον θάνατο).
     Συμπαθητικό είναι και το ερωτικό ζευγάρι του βιβλίου, ο προοδευτικός, με ευρωπαϊκές τρόπον τινά ιδέες λοχαγός Κιαμίλ πασά (ήταν κι αυτός ιδεολόγος και δεν ήθελε να καλύπτουν οι γυναίκες υπερβολικά το κεφάλι τους και το πρόσωπό τους κατά τον αραβικό τρόπο. Μισούσε τους χατζήδες όταν παντρεύονταν τέσσερις γυναίκες, τους ηλικιωμένους πλούσιους όταν παντρεύονταν νεαρά κορίτσια) και η Ζεϊνέπ, κόρη δεσμοφύλακα που πέθανε από την αρρώστια. Μια ρομαντική σχέση αναπτύσσεται ανάμεσά τους, που επισφραγίζεται με έναν επίσης ρομαντικό θάνατο. Ο λοχαγός Κιαμίλ μέσα σε μια σύμπτωση συγκυριών ανακηρύσσεται διοικητής και στη συνέχεια ιδρυτής του ανεξάρτητου κράτους ενώ η αιφνίδια και σχεδόν ταυτόχρονη αποχώρηση από τη ζωή, τούς ηρωοποιεί και τους τοποθετεί μέσα στους θρύλους της ιστορίας του νησιού.
     Όπως είναι όμως φανερό εξαρχής, το κύριο βάρος της αφήγησης πέφτει στις κοινωνικές και ιστορικές/πολιτισμικές συνθήκες σε μια εποχή μεταβατική της οθωμανικής Ιστορίας. Στις αντιθέσεις πλούσιων και φτωχών, στην συνύπαρξη μορφωμένων Ελλήνων και συντηρητικών μουσουλμάνων (δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι γιατροί είναι Έλληνες ή Γάλλοι), χριστιανών ορθόδοξων, καθολικών και ισλαμιστών, στην διαρκή παρουσία και την επιρροή των πρόξενων των ξένων δυνάμεων, τον ρόλο των δημοσιογράφων κλπ. επίσης, πολιτικο/κοινωνιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εξάρτηση αυτού του τμήματος της παρακμάζουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, τον πατισάχ Αμπντούλ Χαμίτ. Δέος προκαλούν οι ίντριγκες και οι μυστικές δολοφονίες, οι καχυποψίες οι άπειρες εκτελέσεις και οι απαγχονισμοί, η πάλη για την την διαδοχή της εξουσίας και την διατήρησή της (αξιοσημείωτο, π.χ., είναι ότι ο προπροπάππος Μεχμέτ Γ΄ εκτέλεσε δεκαεννιά αδέρφια του για να μην απειλήσουν την εξουσία του!!).
     Εντύπωση κάνει στον δυτικό αναγνώστη η δύναμη των «τεκέδων», των χώρων συνάθροισης των δερβίσηδων που ήταν κέντρα πολιτικής εξουσίας αλλά και η επιρροή τους στον κόσμο ήταν τέτοια που αντιστέκονταν στα μέτρα προστασίας, αδιαφορώντας για τα χιλιάδες θύματα της πανούκλας. Τέτοιος ισχυρός σεΐχης ήταν, όπως ειπώθηκε παραπάνω, ο πανίσχυρος Χαμπντουλάχ εφέντ, εχθρός της καραντίνας και ετεροθαλής αδερφός του επίσης ισχυρού και αδίστακτου Ραμίζ, υπ’ αριθμόν ένα ύποπτου για τη δολοφονία του Μποκόνφκι πασά (αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να δείξουν ότι οι χριστιανοί γιατροί είναι εχθροί, ώστε να ξεσπάσουν καβγάδες ανάμεσα στους χριστιανούς αι τους μουσουλμάνους). Σ΄αυτό το επίπεδο κινείται και η βασική σύγκρουση που περιγράφει η Μίνγκερ και έμμεσα ο Ορχάν Παμούκ, ένα μυστήριο που εξυφαίνεται και καθώς σιγά σιγά αποκαλύπτεται διακρίνει κανείς τις ιδεολογικές και ουσιαστικά τις πολιτισμικές διαφορές, σ΄αυτήν την μικρή κοινωνία, μικρογραφία των δυναμικών που αναπτύχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
     Γιατί, δεν είναι τυχαίο ότι σ΄αυτό το μικρό, απομονωμένο, ξεχασμένο τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας γεννήθηκε, μέσα από τις συγκρούσεις και τις εναλλαγές της εξουσίας η «εθνικιστική» συνείδηση των Μινγκεριανών, και κάτω από την πίεση των ακραίων συνθηκών θανάτου ξέσπασε η «Επανάσταση του Μίνγκερ»: οι εθνικιστές ιστορικοί που αρέσκονται να συγκρίνουν την ταπεινή «Επανάσταση του Μίνγκερ» με μεγάλα ιστορικά γεγονότα παρομοιάζουν τις επόμενες μέρες με την περίοδο τρομοκρατίας της Γαλλικής επανάστασης (!). Το ηρωικό ζευγάρι Κιαμίλ και Ζεϊνέπ γίνονται σύμβολα, ο διοικητής και μετέπειτα πρωθυπουργός του ανεξάρτητου κρατιδίου προωθεί τα μινγκεριανά, καταγράφεται η γλώσσα, φτιάχνουν αλφάβητο κι έπειτα από πολλές πολιτειακές μεταβολές το μινγκεριανό κράτος ανακηρύσσεται Δημοκρατία!
     Ο ίδιος ο Ορχάν Παμούκ, ο οποίος διώχτηκε από τον Ερντογάν γι αυτό το βιβλίο με την κατηγορία ότι προσβάλλει την τουρκική σημαία και τον Κεμάλ Ατατούρκ (κάποιοι βρίσκουν αναλογίες ανάμεσα στον Κεμάλ και τον Κιαμίλ (!!!)),σε συνέντευξή του στην Καθημερινή αναφέρει:
«το μυθιστόρημά μου αποτελεί ένα είδος αλληγορίας για την επινόηση και τη θεμελίωση των εθνών μετά την πτώση των μεγάλων αυτοκρατοριών».
Χριστίνα Παπαγγελή