Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2022

Οι απαρηγόρητοι, Καζούο Ισιγκούρο

 "Καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα αν ένα τραύμα θα επουλωθεί. Η μουσική, ακόμα και όταν ήμουν διευθυντής, ήξερα τι ήταν για μένα  μια παρηγοριά. Με βοηθούσε για λίγο. Μού άρεσε η αίσθηση της πίεσης του τραύματος, με γοήτευε. Ένα δυνατό τραύμα το κάνει αυτό, γοητεύει, δείχνει λίγο αλλιώτικο μέρα με τη μέρα. Έχει μήπως αλλάξει; αναρωτιέσαι. Μπορεί να επουλώνεται τελικά. Το κοιτάζεις στον καθρέφτη, δείχνει διαφορετικό. Αλλά όταν το πιάνεις, ξέρεις πως είναι το ίδιο, ο παλιός σου φίλος.
     Τα χρόνια περνάνε και εσύ συνεχίζεις να το κάνεις, και κάποτε αντιλαμβάνεσαι πως δεν πρόκειται να επουλωθεί, και στο τέλος κουράζεσαι. Κουράζεσαι πάρα πάρα πολύ".
     Ένας διάσημος πιανίστας, ο κ. Ράιντερ, καταφτάνει σε μια -ανώνυμη- παρακμασμένη πόλη της Κεντρικής Ευρώπης, όπου τον υποδέχονται με μεγάλες τιμές και προσδοκίες, γιατί η συναυλία που θα παίξει σε τρεις μέρες είναι το καθοριστικό γεγονός για την ιστορία του τόπου. Από τη στιγμή της άφιξής του μέχρι τη μέρα της συναυλίας πολιορκείται από ποικίλους καλοπροαίρετους ευγενικούς πολίτες (π.χ. από τον αχθοφόρο, τον διευθυντή του ξενοδοχείου, τον γιο του διευθυντή, τον παλιό του συμμαθητή Τζέφρι Σόντερς κ.α.), που τον απασχολούν με τα προβλήματά τους, τον προσκαλούν σε εκδηλώσεις, τον δεσμεύουν, του ζητούν μικρές και μεγάλες χάρες, τον παγιδεύουν σε διάφορες υποχρεώσεις. Εκείνος, ευάλωτος στις προσκλήσεις και στα προβλήματα των άλλων, ενδίδει κάθε φορά μην μπορώντας να διαχειριστεί τον χρόνο και τα πρόσωπα, παρασύρεται, ξεχνιέται, αναπροσαρμόζει το πρόγραμμά του ενώ συνέχεια προκύπτουν νέα έκτακτα κι επείγοντα περιστατικά.
     Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει ρεαλιστική αφήγηση, ούτε συνέπεια στον χώρο και στον χρόνο. Η αρχική απογοήτευσή μου (προσωπικά με κουράζουν οι τελείως «ονειρικές» αφηγήσεις όπου απλώς παρακολουθείς το ατέρμονο, αυθαίρετο παραλήρημα του συγγραφέα -καθώς και τις ψυχαναλυτικές του προθέσεις-, σε βαθμό που όταν υπάρχει αφήγηση ονείρου, συνήθως πηδάω σελίδες) γρήγορα έδωσε τη θέση της στον ενθουσιασμό. Η γραφή του Ισιγκούρο, σε συνδυασμό με τη βιωματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι τόσο σαγηνευτική που έφτασε η στιγμή που δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από το χέρι μου: είχα… αγωνία (!), αν ο καλόβολος ήρωάς μας θα προλάβει, θα μπορέσει να επιστρέψει, αν θα τα βρει επιτέλους με την γυναίκα του, αν θα έχει χαθεί ο γιος του που τον περιμένει ώρες την καφετέρια, αν θα έχει χρόνο να κάνει πρόβα, αν επιτέλους θα βοηθήσει την παλιά του συμμαθήτρια Φιόνα να σώσει το γοήτρό της απέναντι στις κουτσομπόλες φίλες κλπ κλπ. Όλοι όσοι τον πλησιάζουν, με απίστευτο θαυμασμό και εκτίμηση, τον παρακαλούν ευγενικά να τους εξυπηρετήσει: ο ξενοδόχος για να του δείξει η γυναίκα του… δύο άλμπουμ με αποκόμματα εφημερίδας αποκλειστικώς αφιερωμένα στον ίδιο, ο αχθοφόρος για να τον βοηθήσει να βγάλει την κόρη του Σοφί από την απόγνωση (που έκπληκτοι καταλαβαίνουμε ότι είναι η γυναίκα του ήρωα, με την οποία βρίσκονται σε διάσταση), ο γιος του ξενοδόχου για να του παίξει πιάνο και να του πει τη γνώμη του, ο γιος του ο Μπόρις για να βρουν μαζί το στρατιωτάκι του «Αριθμός Εννέα» στο «παλιό διαμέρισμα», οι δημοσιογράφοι που θέλουν να τον φωτογραφίσουν μπροστά στο περίφημο «κτίριο Σάτλερ», η Ομάδα Αλληλεγγύης Πολιτών… κλπ κλπ, εκκρεμότητες που πλέκονται σ’ ένα ατελείωτο γαϊτανάκι που κρατάει τρεις μέρες και βέβαια προκαλούν στιγμιαία άγχος στον ήρωα, αλλά αυτός τις περισσότερες φορές ενδίδει στη ροή, ακούει με υπομονή και ενδιαφέρον ατέλειωτους μονολόγους, και μπλέκεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά στον ανθρώπινο κυκεώνα, μεταθέτοντας τις δικές του βασικές του ανάγκες στο άπειρο. Ακριβώς δηλαδή, όπως στα όνειρα (και ποιος δεν έχει δει όνειρο να πλησιάζεις όλο και περισσότερο τον ποθητό στόχο, αλλά όλο κάτι να συμβαίνει τελευταία στιγμή, που φαίνεται πιο σημαντικό;). Και όπως και στα όνειρα, οι προτεραιότητες γίνονται αστείες, το αρχικό νήμα χάνεται και το θυμάσαι στιγμιαία, ενώ αυτό που στον τρέχοντα κόσμο είναι σημαντικό γίνεται ασήμαντο, και το αντίθετο. Η αίθουσα «χαλαρωτικού» κινηματογράφου με τις μεταμεσονύχτιες προβολές γίνεται χώρος… χαρτοπαιξίας και διαπληκτισμών (ενώ εντωμεταξύ παίζεται το έργο «Οδύσσεια του διαστήματος 2000 (!)»), η «μικρή συγκέντρωση» γίνεται δεξίωση, αλλά ο ήρωάς μας υπομένει γιατί είναι αποφασισμένος να «μελετήσει τις τοπικές συνθήκες» (είχα επιβάλει στον εαυτό μου αυτό ακριβώς το καθήκον, να εξοικειωθώ με την κατάσταση του τόπου).
     Ονειρικός είναι ο χρόνος αλλά και ο χώρος: μέσα στο ασφυκτικό -για τον αναγνώστη- πλαίσιο του χρόνου (πρέπει να γίνει πρόβα, να φτιάξει την ομιλία, να πάει εδώ ή εκεί), οι αποστάσεις που αρχικά φαίνονται σύντομες ξαφνικά διαστέλλονται: μια σύντομη διαδρομή που του υπόσχονται π.χ. οι φωτογράφοι, γίνεται ατέλειωτη, με σκοτεινούς δρόμους, στροφές, έρημες εκτάσεις, περίεργα κτίρια ενώ οι συνομιλητές του μακρηγορούν. Αντίθετα, εκεί που ο αναγνώστης έχει αγχωθεί ότι θα χρειαστεί άλλο τόσο χρόνο για να επιστρέψει ο ήρωας στην «αφετηρία» του (π.χ. στο ξενοδοχείο, την καφετέρια όπου τον περιμένει ο γιος του κλπ κλπ) ο δρόμος της επιστροφής μπορεί να είναι μια και μόνο πόρτα! Τα λίγα λεπτά με το αυτοκίνητο συνειδητοποιούμε ότι είναι καμιά ώρα με το… τραμ, το «παλιό διαμέρισμα» είναι σε άγνωστη περιοχή και διαβαίνεις σκάλες, εναέριες διαβάσεις και πόρτες «όμως καμία δεν του ξυπνούσε την παραμικρή ανάμνηση». Και ξαφνικά, π.χ. έξω από την αίθουσα δεξιώσεων, παρατημένο στο γρασίδι σ’έναν χορταριασμένο δρόμο ο Ράιντερ αποκαλύπτει τον σκελετό του… παλιό τους οικογενειακού αυτοκινήτου και βυθίζεται στις παιδικές αναμνήσεις (τότε αναδύθηκε η ανάμνηση μιας από τις πιο ευτυχισμένες οικογενειακές εκδρομές με αυτό το αμάξι).
     Οι χαρακτήρες διαγράφονται αρκετά πειστικά και θα έλεγε κανείς ότι είναι όλοι κάπως υπερ-αισιόδοξοι, οπτιμιστές, ενόψει ενδεχομένως και του μεγάλου μουσικού γεγονότος που θα ανυψώσει την «καταδικασμένη» πόλη (η ψυχή αυτής της πόλης δεν είναι άρρωστη, κε Ράιντερ, είναι νεκρή). Πέρα από τη συναυλία που θα δώσει ο Ράιντερ, στην ίδια εκδήλωση αναμένεται να παίξει μετά από πολλά χρόνια αποχής και παραίτησης και ο πάλαι ποτέ φημισμένος κος Μπρόντσκι! Μέσα επομένως στην προετοιμασία των ημερών περιλαμβάνεται και το να πείσουν τον εξαθλιωμένο, και αλκοολικό μαέστρο/ πιανίστα, -που είναι απαρηγόρητος γιατί δεν τον θέλει η αγαπημένη του, η κα Κόλινς- να εμφανιστεί, και να παίξει στη συναυλία. Η αισιοδοξία όλων των διοργανωτών είναι ακατανόητη (έως τραγελαφική: έχουν διοργανώσει μια επίσκεψη στον… ζωολογικό κήπο όπου θα εμφανιστεί «τυχαία» η κα Κόλινς για να δώσει κουράγιο η παρουσία της στον Μπρόντσκι! Εννοείται ότι ένα από τα καθήκοντα του Ράιντερ είναι να παρευρίσκεται κι εκείνος!), κι όλοι μαζικά πιστεύουν γενικά ότι θα τα διορθώσουν όλα και θα 
μπαλώσουν κάθε αναποδιά.
     Δεν νιώθει επομένως άμεσα ο αναγνώστης ότι έχει να κάνει με «απαρηγόρητους». Υπάρχει διαρκής κίνηση απ΄τους ήρωες, αναδιευθέτηση και ανασχεδιασμός σε περίπτωση που κάτι στραβώνει, και έντονη εξωστρέφεια από όλους, οι οποίοι -στο ονειρικό πάντα πλαίσιο που είπαμε, επομένως μέσα πιθανόν από το υποκειμενικό φίλτρο του ήρωα - εξιστορούν αναλυτικά ό, τι τους απασχολεί και συμπαρασύρουν τον Ράιντερ σε έντονη (ξεκαρδιστική θα έλεγα) δράση. Δεν έχουμε εικόνες θλίψης και σπαραγμού, αν εξαιρέσουμε τον απελπισμένο Μπρόντσκι, που μας χαρίζει εικόνες καρικατούρας, και την απόμακρη Σόφι που ζητά με τον τρόπο της την προσοχή του άντρα της.

Οι απαρηγόρητοι

     Ωστόσο σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, βρισκόμαστε κυριολεκτικά σε μια πόλη απαρηγόρητων (ίσως γι αυτό θεωρήθηκε πιο πετυχημένη η μετάφραση του τίτλου στον πληθυντικό αριθμό, απ’ ό, τι στην πρώτη έκδοση, «Ο απαρηγόρητος»/1997[1]). Στο οπισθόφυλλο και της πρώτης και της τελευταίας έκδοσης, η εστίαση γίνεται στον πρωταγωνιστή (είναι κάποιος που πάντα πίστευε πως αν καταφέρει να δώσει κάποια μέρα την καλύτερη συναυλία του κόσμου, θα μπορέσει να αποκαταστήσει μέσα του κάποιες χαμένες ισορροπίες και ότι από εκεί και πέρα η ζωή του θα μεταμορφωθεί σε παράδεισο/η δημόσια ζωή ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχό του), και ασφαλώς τον πρώτο λόγο τον έχει ο αφηγητής. Ωστόσο, αν τον καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι βασικοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι απαρηγόρητοι, που ψάχνουν απεγνωσμένα τις καινούριες τους ισορροπίες:
· Ο Γκουστάβ, ο αχθοφόρος, που ζητά από τον Ράιντερ να περιλάβει στο λογύδριό του μια μικρή παράγραφο για τα συμφέροντα των… αχθοφόρων (αρκεί μια και μόνο δική σας λέξη απόψε και όλα μπορεί να πάρουν μια άλλη τροπή. Θα μπορούσε αυτή η λέξη να αποτελέσει ιστορική καμπή για το επάγγελμά μας). Απαρηγόρητος καθώς η σχέση με την κόρη του είναι διαταραγμένη (η Σόφι κι εγώ εξακολουθούμε να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον. Απλώς δε μιλιόμαστε), κι όταν καταρρέει ζητά από τον Ράιντερ να του φέρει τη Σόφι και τον Μπόρις (άλλη μια επείγουσα υποχρέωση που καθυστερεί τον ήρωά μας). Η συμφιλίωση είναι σπαραχτική.
· Η Σόφι, που όπως είπαμε, είναι σε απόσταση από τον πατέρα της αλλά ψάχνει αφορμή να του δώσει το… παλτό του∙ που μπαινοβγαίνει στη ζωή του Ράιντερ με κρυφές προσδοκίες, να βρουν το «κατάλληλο σπίτι» (κάτι μου λέει ότι ίσως είναι το σπίτι που ψάχνουμε όλο αυτό το διάστημα), να σταθεί με αξιοπρέπεια δίπλα του στη δεξίωση της Γκαλερί Γκαρβίνσκι (αποφασισμένη να πάει καλά η βραδιά), να περάσουν οι τρεις μια όμορφη «φανταστική γιορτή» με τα φαγητά που αρέσουν στον Μπόρις, να κάνουν πράγματα μαζί με σπίτι ή χωρίς, και κυρίως, με την ελπίδα ότι οι σχέσεις του Μπόρις με τον πατέρα του θα γίνουν πιο θερμές. Η Σόφι ανιχνεύει τον θυμό που κρύβεται πίσω από την επιφανειακή νηφαλιότητα του Ράιντερ (αρχίζεις πάλι να θυμώνεις. Και η αποψινή βραδιά είναι πολύ σημαντική) και βασανίζεται που η πολυπραγμοσύνη του Ράιντερ δεν αφήνει χώρο για την ίδια και τον Μπόρις (Άφησέ μας. Πάντα ήσουν έξω από την αγάπη μας. Ήσουν έξω και από τη θλίψη μας. Άφησέ μας. Φύγε).
· Το μικρό αγοράκι, ο Μπόρις που αποζητά με τον δικό του, παιδικό και πεισματάρικο τρόπο τον Πατέρα και την οικογένεια. Βλέπουμε τον Ράιντερ να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να χτίσει μια ουσιαστική σχέση («Μπόρις, επειδή μπορεί να αναρωτιέσαι μερικές φορές (…) είμαι πολύ ευτυχισμένος. Για σένα. Πολύ ευτυχισμένος που είμαστε μαζί. Δεν είναι ωραία αυτή η βόλτα με το λεωφορείο;), αλλά οι δραστηριότητές του συνέχεια τον απομακρύνουν (πρέπει να συνεχίσω ετούτα τα ταξίδια, επειδή δεν ξέρεις πότε θα συμβεί. Εννοώ το πολύ ξεχωριστό, το πολύ σπουδαίο ταξίδι, εκείνο που θα είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο για μένα αλλά για όλον τον κόσμο). Το αγοράκι βυθίζεται στις φαντασιώσεις με κυκλοθυμική διάθεση, ωριμάζει, στηρίζει τη μητέρα/μιμείται τον πατέρα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εισπράξει αγάπη. Όμως, όταν «βρίσκει καταπληκτικό» το δώρο του πατέρα του (ένα άσχετο βιβλίο με κατασκευές), υφίσταται μια νέα έκρηξη θυμού.
· Ο ξενοδόχος Χόφμαν, που προσπαθεί να οργανώσει άψογα την εκδήλωση, κρατώντας ζωντανή τη φαντασίωση να έχει μια ρομαντική κοινή ζωή με τη γυναίκα του, με καλλιτεχνικές συγκινήσεις (νόμισα πως η ζωή μου θα ήταν η ευτυχία, μια συνεχόμενη αδιάκοπη ευτυχία). Νιώθει όμως μέτριος και αποτυχημένος γιατί δεν είναι καλλιτέχνης, ακόμα περισσότερο όμως γιατί χρεώθηκε την αποτυχία της βραδιάς (Η βραδιά αυτή. Όλεθρος. Γιατί να προσποιούμαστε το αντίθετο; Γιατί συνεχίζεις να με ανέχεσαι;) .
· Η κα Χόφμαν, με τα «άλμπουμ» που περιμένουν τον Ράιντερ να τα δει (!!!), απαρηγόρητη γιατί ζει με το όνειρο «μιας ζεστής και δεμένης οικογένειας» (έχω αυτήν την αίσθηση, πως μια στιγμή χρειάζεται μόνο, μία και μόνο στιγμή, αρκεί να είναι η σωστή), που φοβάται ότι «μπορεί και να αρχίζουμε να πεθαίνουμε συναισθηματικά», ενώ παίζει με τα συναισθήματα του άντρα της.
· Ο Στέφαν, ο γιος του ξενοδόχου που περιμένει επί ματαίω την αναγνώριση του ταλέντου του από τους δυο γονείς του (κλαυσίγελος οι τελικές σκηνές).
· Ο Ανρί Κριστόφ, ένας μέτριος τσελίστας, που αγαπά την γοητευτική και ψηλομύτα Ρόζα (πίστευε ότι όλοι οι ντόπιοι άνδρες ήταν κατώτεροί της) αλλά είναι απαρηγόρητος γιατί την έχει διαψεύσει ως προς το ότι είναι μεγάλο ταλέντο (η Ρόζα, σύμφωνα με αυτό που είναι, μπορεί να με αγαπάει μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό όμως δεν κάνει την αγάπη της λιγότερο αληθινή).
· Ο Μπρόντσκι, η μεγάλη ελπίδα της πόλης, πάλαι ποτέ φίρμα και τώρα εξαθλιωμένος αλκοολικός, απαρηγόρητος για την απόρριψή του από τον μεγάλο του έρωτα, την κα Κόλινς. Όλη η μελέτη, η διοργάνωση και οι απίστευτες προετοιμασίες περιστρέφονται γύρω από την αμφιθυμία και τις παραξενιές του Μπρόντσκι, του οποίου οι διαθέσεις εξαρτώνται από την ανταπόκριση της κας Κόλινς. Ο αναγνώστης παρακολουθεί ξεκαρδιστικές/τραγελαφικές σκηνές απελπισμένων προσπαθειών από τον Μπρόντσκι να πλησιάσει τον μεγάλο του έρωτα αλλά και απ’ όλους να τον προσεγγίσουν, καθώς το γεγονός ότι… πέθανε ο αγαπημένος του σκύλος περιπλέκει τα πράγματα (στόχος –στην ομιλία όπου θα υποδεχτούν τον μουσικό- είναι να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στη θλίψη και στη χαρά). Αποκορύφωμα της ιλαροτραγωδίας είναι η συναυλία, όπου ο απτόητος Μπρόντσκι εμφανίζεται με μια παλιά… σιδερώστρα αντί για πατερίτσα για το μόλις κομμένο πόδι του ("πού είναι εκείνη;") και καταρρέει ηρωικά πριν το τελευταίο, τρίτο μέρος του έργου.
· Η κα Κόλινς, άλλη μεγαλοπαρμένη (όπως η Ρόζα) που θέλει να συναναστρέφεται ιδιοφυΐες, που δεν διστάζει να εκφράζει την περιφρόνησή της στον Μπρόντσκι (δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις κανονικός διευθυντής ορχήστρας. Ποτέ δεν ήσουν, ούτε και τότε, ούτε παλιά), απαρηγόρητη που ο Λίο δεν έχει «πάρει μια θέση που να του αξίζει σε τούτη την πόλη».
· Τέλος, ο μεγάλος απαρηγόρητος, ο ήρωάς μας και αφηγητής, ταλαντούχος κος Ράιντερ, προφανώς μεγάλος πιανίστας, για όλους «εμπνευσμένος», με «ιδιοφυείς μουσικές ιδέες»∙ με όνειρο να κάνει «το μεγάλο ταξίδι», «το ένα το σημαντικότερο», «που αν το χάσεις δεν υπάρχει δεύτερο», γι αυτό, όπως εξηγεί στον Μπόρις, πρέπει να συνεχίσει, πρέπει να συνεχίσει να ταξιδεύει συνεχώς. Η ιδιοφυής προσωπικότητά του είναι αδιαμφισβήτητη, και το αντιλαμβανόμαστε από τον θυελλώδη τρόπο με τον οποίο παίζει πιάνο, αλλά και όταν αποστομώνει με τρομακτική ετοιμολογία τους παθιασμένους συνομιλητές του σε μουσικά ζητήματα (π.χ. «οι κεχρωματισμένες τρίφωνες συγχορδίες δε διαθέτουν καμιά εγγενή συναισθηματική αξία. Για την ακρίβεια, το συναισθηματικό τους χρώμα μπορεί να αλλάξει σημαντικά όχι μόνο ανάλογα με το γενικό πλαίσιο, αλλά και ανάλογα με την ένταση του ήχου (!!!)). Όπως επισημαίνει η Κυριακή Μπεϊόγλου στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο νους ονειρεύεται όταν δεν έχει υπομονή», ίσως θέμα του Ισιγκούρο είναι «η συχνά διαταραγμένη προσωπική ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών που δεν καταφέρνει να ισορροπήσει ποτέ. Ο χρόνος που αφιερώνουν στην Τέχνη έρχεται σε ρήξη με τον χρόνο που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να κρατήσει μια οικογένεια, γονείς και φίλους. Ο συγγραφέας εντόπισε την καρδιά ενός προβλήματος που φαίνεται να τον απασχολεί έντονα καθώς κι εκείνος δουλεύει κλεισμένος στην μοναχικότητα που απαιτεί η συγγραφή. Με τύψεις ίσως, και ενοχές, για όσους τον περιμένουν στον «έξω» κόσμο».
     Ο χαλαρός και ευγενικός προσκεκλημένος, που ενδίδει πρόθυμα στο να παραχωρήσει λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του σε όποιον το ζητά, δεν είναι και τόσο ενδοτικός: κρύβει βαθιά μέσα του έναν ανεξήγητο θυμό, που τον γευόμαστε απροσδόκητα σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος, πρώτοι και καλύτεροι η Σόφι με τον Μπόρις (ενώ απαντούσα, συνειδητοποίησα πόσο θυμωμένος ήμουν ακόμα μαζί της), οι συμπολίτες (αντιπροσωπεύετε ό, τι στραβό υπάρχει σε τούτη τη πόλη!), και τέλος η υπεύθυνη της διοργάνωσης κα Στράτμαν (είμαι δυσαρεστημένος με τα πάντα, κα Στράτμαν).
     Ο κος Ράιντερ, είναι απαρηγόρητος εκτός όλων των παραπάνω, περιμένοντας αυτήν την εκδήλωση -«το υψηλότερο σημείο της καριέρας του»-, γιατί είναι η μόνη εκδήλωση όπου θα παρευρεθούν οι γονείς του (ένιωσα να με κυριεύει πανικός σχετικά με το τι θα έκανα με τους γονείς μου), γιατί του φαίνεται αδιανόητο που αυτό το κομμάτι δεν συγκινούσε τη μητέρα του, αλλά η άμαξα με τα άσπρα άλογα που θα τους έφερνε με επισημότητα μέσα από το δάσος δεν έφτασε ποτέ, γιατί ποτέ δεν εμφανίστηκαν οι γονείς ούτε στην αίθουσα συναυλιών, ούτε καν στην πόλη… (σωριάστηκα σε μια καρέκλα που ήταν δίπλα μου και διαπίστωσα πως είχα αρχίσει να κλαίω. Και εκείνη την ώρα θυμήθηκα πόσο ισχνές ήταν οι πιθανότητες να έρθουν εδώ οι γονείς μου).
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.politeianet.gr/books/9789600318364-ishiguro-kazuo-nobel-2017-kastaniotis-o-aparigoritos-200630

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2022

Η περίληψη, Γιώργος Κυριακόπουλος

     Ένα τρυφερό αφήγημα, με γλυκόπικρη γεύση, που απηχεί την καθημερινότητα της γενιάς των σημερινών 60άρηδων, είναι το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του συγγραφέα (έχει γράψει και συλλογή διηγημάτων «Η τρισεγγονή της Αραπίνας και άλλες ιστορίες»[1]), όπου κάτω από την επιφάνεια της ήρεμης ρουτίνας ο αναγνώστης συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι σιγοβράζουν κρυφά συναισθήματα και πάθη.
     Ο συγγραφέας χτίζει με εικόνες και με σκηνές όλη την ατμόσφαιρα της εποχής, δίνοντας κινηματογραφική διάσταση στα σχεδόν ασήμαντα, καθημερινά περιστατικά που συνθέτουν σε μια συνολική εικόνα την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή, Νίκου Νικολαΐδη: μικρά περιστατικά/σκηνές, πολυσήμαντα κι ενδεικτικά του «δρόμου» που ακολούθησε η συναισθηματική πορεία του ήρωα. Έτσι, έχουμε διάστικτα μικροεπεισόδια, μέσα από τα οποία γνωρίζουμε τα τρία-τέσσερα βασικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που αποτελούν τον πυρήνα του κόσμου του.
     Ο ήρωας, που είναι και αφηγητής, αναθυμάται σε πρωτοπρόσωπο στοχαστικό τόνο τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, ξεκινώντας από την κηδεία της μάνας του το 1976 στην Αθήνα (από την κηδεία της μάνας μου θυμάμαι ελάχιστα πράγματα, είναι η πρώτη πρώτη φράση του βιβλίου). Ακολουθώντας τα άλματα και τα παιχνίδια της μνήμης, μεταπηδά είτε στις καλοκαιρινές διακοπές στο Αιγαίο, το 1977 -όταν ο ίδιος και οι φίλοι/ες του ήταν πρωτοετείς φοιτητές/τριες της Νομικής- είτε στην Οξφόρδη, είτε πάλι στην Αθήνα όπου τον βλέπουμε να σπουδάζει, να δουλεύει, να παντρεύεται, να χωρίζει.
     Το ταξίδι της ξένοιαστης φοιτητοπαρέας (Σοφία, Νίκος, Λίνα, Μάρκος, Αντώνης, οι Ολλανδοί Σάρα και Τάις) στη Σέριφο πρώτα για ένα τετραήμερο (εκείνες οι μέρες ήταν από τις ομορφότερες στη ζωή μου. Ή έτσι νόμιζα όταν τις ζούσα), και στη συνέχεια στη Σίφνο, ήταν σημαδιακό για τον Νίκο. Η απόλυτη απόλαυση και ελευθερία στο αιγαιοπελαγίτικο φως, με ανοιχτές όλες τις προοπτικές που κρατάει η νιότη, περιγράφεται πειστικά από τον συγγραφέα με βιωματική λεπτομέρεια, δηλαδή με συγκεκριμένες εικόνες, λιτές και περιεκτικές. Στη Σέριφο γιγαντώνεται ο έρωτας με τη Σοφία, και στη Σίφνο τους περιμένει το δεύτερο -κατά τη γνώμη μου- κεντρικό πρόσωπο, ο μυστηριώδης Αλέξανδρος, αδερφός της Σοφίας και τελειόφοιτος της Οξφόρδης. Αντιπαθητικός σε όλη την παρέα (προκλητικός, αντικομφορμιστής, μοναχικός, σνομπ)... παρόλ’ αυτά ο Νίκος συνδέεται ουσιαστικά και στενά μαζί του, και η διαλεκτική ανάμεσά τους (βλ. διαλόγους π.χ. για τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, την τραγωδία, το χιούμορ) του ανοίγει νέους ορίζοντες.
     Παρόλο που το μυθιστόρημα είναι σύντομο -στα όρια της νουβέλας-, και η χρονική περίοδος που διατρέχουμε μεγάλη, η αφήγηση διατηρεί μια παραστατική ζωντάνια, χάρη στην αντιστικτική αυτή μέθοδο των μικρών, χαρακτηριστικών στιγμιότυπων. Τα συναισθήματα δεν κατονομάζονται, συνήθως, αλλά δίνονται υπαινικτικά, επαγωγικά μέσα από αυτά τα στιγμιότυπα. Θα απολαύσουμε καίριους διαλόγους και τρυφερές στιγμές από τη ζωή του Νίκου και της Σοφίας στο κέντρο της Αθήνας, εικόνες με τον… Κύρκο (τον γάτο), αγωνίες εγκυμοσύνης, επαγγελματικές αγωνίες, τον χωρισμό τους, ταξίδια στην Οξφόρδη όπου ο Νίκος θα γνωρίσει και την μεσήλικη φίλη του Αλέξανδρου, τη μοναδική «κωλοπετσωμένη» Αβροκόμη Πόουλ από τα… Λεβέτσοβα της Λακωνίας («ήταν αναμφισβήτητα μια πολύ σαχλή γυναίκα»), που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια. Θα γνωρίσουμε και τη μητέρα του Αλέξανδρου και της Σοφίας, την Τέτη (τι ενδιαφέρουσα που ήταν η Τέτη! Από κάπου είχε πάρει και ο Αλέξανδρος) καθώς και τη γραφική αλλά αυθεντική φίλη της τη Νινή.
     Το τραγικό συμβάν που δεσπόζει στις τελευταίες σελίδες αλλά και στη ζωή του Νίκου, θα γίνει αφορμή για να αποκαλυφθούν μυστικά ανομολόγητα.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Κρατικό βραβείο διηγήματος 2017

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2022

Γουλφ Χολ, Hilary Mantel

     Πρόκειται για ένα δίτομο, χορταστικό ιστορικό μυθιστόρημα που μας μεταφέρει στον βασιλικό οίκο των Τιδόρ, την εποχή του Ερρίκου του Η΄[1], για την ακρίβεια από το 1527 μέχρι το 1537, την εποχή που ακόμα είναι παντρεμένος με την (δεύτερη -«νόμιμη»-) γυναίκα του, Άννα Μπολέιν (στη συνέχεια απέκτησε, ως γνωστόν, κι άλλες… τέσσερις συζύγους, πέρα από τις ερωμένες). Δεν αποτελεί δηλαδή 
βιογραφία του αδίστακτου βασιλιά ο οποίος πέθανε πολύ αργότερα (το 1547), αλλά εστιάζει στον δαιμόνιο Τόμας Κρόμβελ (προπάππος του μεταγενέστερου, Όλιβερ, από την αδερφή του), που παρά την ταπεινή καταγωγή του (γιος άξεστου σιδερά/πεταλωτή) κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αξιωματούχων και να επηρεάσει τη διακυβέρνηση.
     Από την Wikipedia[2],[3] μαθαίνουμε ότι ο Τόμας Κρόμγουελ, που ουσιαστικά είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, «υπήρξε από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της αγγλικής Μεταρρύθμισης», της ισχυροποίησης της αγγλικανικής εκκλησίας[4] και της ανεξαρτησίας της αγγλικής πολιτείας από την ισχύ του Πάπα: «Η Εκκλησία της Αγγλίας παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Πάπα της Ρώμης μέχρι το 1534 οπότε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Η΄ αποφάσισε τον διαχωρισμό της. Υπήρχαν προγενέστερα θεολογικά κινήματα που επιθυμούσαν τον διαχωρισμό της Εκκλησίας της Αγγλίας από την Καθολική εκκλησία. Τα κινήματα αυτά όμως απέκτησαν πολιτική υποστήριξη όταν ο Ερρίκος θέλησε να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγονίας ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την Άννα Μπολέιν. Ο Πάπας Κλήμης Ζ΄ αρνήθηκε να ακυρώσει τον γάμο και έτσι ο Ερρίκος αποφάσισε να αναλάβει την κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αφορίστηκε από τον Πάπα Παύλο Γ΄». 
Ο Κρόμγουελ διετέλεσε επικεφαλής υπουργός του βασιλιά από το 1532 (την εποχή δηλαδή που ο Ερρίκος παντρεύτηκε μυστικά την αμφισβητούμενη σύζυγο) και… αποκεφαλίστηκε το 1540, όμως εμείς θα παρακολουθήσουμε την πορεία του από το 1527 μέχρι περίπου το 1537, πριν ακόμη ο βασιλιάς αποκεφαλίσει την Άννα Μπολέιν (!).
     Παρακολουθούμε δηλαδή με κάθε λεπτομέρεια την ενθρόνιση της Ανν Μπολέιν, την εγκυμοσύνη της και τη γέννηση της Ελισάβετ, που από καπρίτσιο της μοίρας θα γίνει αργότερα η βασίλισσα Ελισάβετ η Α΄, που ανέβηκε στο θρόνο ελλείψει αρχενικού διαδόχου και βασίλεψε 45 χρόνια[5].Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία κι έχουν γυριστεί δύο τουλάχιστον ταινίες (1933, 2003) και άπειρα ντοκιμαντέρ με θέμα τον πολυτάραχο βίο και την πολιτεία του δυνάστη, αλλά το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο -βραβευμένο με βραβείο Booker- βιβλίο της Hilary Mantel, δεν είναι τόσο ο Ερρίκος ο Η΄, όσο η μοναδική προσωπικότητα του Κρόμγουελ, ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία για τον δύστροπο χαρακτήρα του αλλά και για την ιδιοφυΐα του∙ δευτερευόντως του Τόμας Γούλσι (που ήταν αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, καρδινάλιος, παπικός λεγάτος, Λόρδος Καγκελάριος) και του διαδόχου του, Τόμας Μορ. Πάνω απ’ όλα όμως, συναρπάζει τον αναγνώστη η τρέλα της Ιστορίας, μιας εποχής όπου οι κοινωνίες, οι ζωές, οι μοίρες των ανθρώπων εξαρτιόνταν από τα βίτσια των βασιλιάδων (και αναρωτιέται κανείς τι έχει αλλάξει...).
     Μία και μόνο σκηνή από τη ζωή του 15χρονου Τόμας στο Πάτνι, στην αρχή του βιβλίου, μας κάνει να καταλάβουμε πολλά για τη διαμόρφωση της τραχιάς αλλά ντόμπρας προσωπικότητάς του: η ανεξέλεγκτη/αλόγιστη έως κτηνώδης βία του πατέρα του, Γουόλτερ, τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την οικογένειά του, να διασχίσει τη Μάγχη ∙ μπαίνει στο καράβι και αρχίζει την τυχοδιωκτική του πορεία (θα θυμάται για πάντα αυτή την εικόνα της ανοιχτής θάλασσας που την αντικρίζει για πρώτη φορά: μια γκρίζα, ρυτιδιασμένη απεραντοσύνη –σαν τοπίο από μισοξεχασμένο όνειρο). Από την παραμονή του στα ευρωπαϊκά εδάφη, έχουμε σκόρπιες και σκοτεινές αναφορές, ίσως γιατί και η ίδια η συγγραφέας δεν βρήκε αξιόπιστες πηγές. Σίγουρα ο ήρωάς μας ταξίδεψε στη Γαλλία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες και συχνή είναι η αναφορά, στην διάρκεια του μυθιστορήματος ότι δούλεψε στην υπηρεσία του Φλωρεντίνου τραπεζίτη Francesco Frescobaldi, ότι αργότερα επισκέφτηκε κορυφαία εμπορικά κέντρα στις Κάτω Χώρες ζώντας ανάμεσα στους Άγγλους εμπόρους, και ανέπτυξε πυκνό δίκτυο επαφών ενώ παράλληλα έμαθε πολλές γλώσσες. Κάποια στιγμή επέστρεψε στην Ιταλία, και είχε επικοινωνία και με υψηλά ιστάμενους στη Ρώμη.

     Eκτός από το πρώτο σύντομο κεφάλαιο, το παρελθόν του πρωταγωνιστή επανέρχεται σποραδικά, υπό τύπον αναμνήσεων, για να αναδείξει όμως ένα χαρακτήρα όπου διακρίνεται η ψυχραιμία, η νηφαλιότητα και η δύναμη, μια δύναμη που δεν στηρίζεται στην καταγωγή, αλλά σε μια ιδιότυπη κοινωνική ευαισθησία και ευθύτητα. Θα τον ξαναδούμε στα επόμενα κεφάλαια 40 χρονών πια, δικηγόρο, νομομαθή και κάτοχο ξένων γλωσσών, ως σύμβουλο του καρδινάλιου Τόμας Γούλσι, παντρεμένου με τρία παιδιά και εγκατεστημένο με την οικογένειά του στο Όστιν Φράιαρς[6] του Λονδίνου. Είναι το δεξί χέρι του καρδινάλιου Γούλσι, ο οποίος, ως άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Ερρίκου με τη σειρά του λειτουργεί σαν να ήταν πρωθυπουργός μέχρι που πέφτει σε δυσμένεια για την οικονομική του πολιτική, αλλά κυρίως γιατί δεν εγκρίνει την Ανν Μπολέιν ως νόμιμη (δεύτερη)σύζυγο του Ερρίκου Η΄. Άλλωστε ο Πάπας δεν ακυρώνει τον γάμο με την -πρώτη σύζυγο- Αικατερίνη της Αραγονίας (που σημειωτέον είναι θεία του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, που είχε ήδη γίνει κύριος της Ιταλίας και προετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Ρώμη (!!!), και που επηρέαζε τον τότε Πάπα Κλήμη τον Ζ!!!), κι έτσι, η πολιτική λύση της απόσχισης από την εξουσία του Πάπα είναι ήδη στα σκαριά.
     Στη συνέχεια ο Τόμας Κρόμγουελ θα ανέβει τα αξιώματα για να γίνει το δεξί χέρι του Ερρίκου (τον οποίο εκτιμά, άλλωστε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν ήπιος, διαλλακτικός), ενώ η προσωπική του ζωή σκοτεινιάζει καθώς πεθαίνουν η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά από τη μάστιγα της εποχής, την πανούκλα.
     Μέσα σ ένα τρομερό κυκεώνα από τίτλους, συγγενικές σχέσεις και αξιώματα (δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχή του βιβλίου παρατίθενται 4 σελίδες με ονόματα και οικογενειακές σχέσεις, όπως και δυο πίνακες με τα γενεαλογικά δέντρα των Τιδόρ και των Υορκιστών, διεκδικητών του θρόνου), παρακολουθούμε πώς το μέγα πρόβλημα της διαδοχής (δηλ της γέννησης αρσενικού παιδιού) καθόριζε τις μοίρες των ανθρώπων, των κρατών, τη σχέση των εκκλησιών, τη διανομής της εξουσίας και την αναγνώρισή της. Πρόκειται για μια πλούσια και τεκμηριωμένη αναπαράσταση της εποχής όπου συναντάμε πρόσωπα γνωστά από την ιστορία, όπως τον Έρασμο, τον Λούθηρο, τον ζωγράφο Χανς Χολμπάιν[7], τον Φραγκίσκο τον Α΄, τον Κάρολο Ε΄, την Αικατερίνη των Μεδίκων, τους διεκδικητές του θρόνου (Πλανταγενέτες, Πόουλ κλπ που προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι γνήσιοι απόγονοι), τελετάρχες, γραμματείς, εμπόρους, αρχιεπίσκοπους κι επίσκοπους του Καντέρμπουρι, του Γουεστμίνστερ κλπ.
     Απ’ όλες αυτές τις προσωπικότητες ξεχωρίζει και διαγράφεται ως χαρακτήρας πρώτα απ’ όλα ο καρδινάλιος/Λόρδος καγκελάριος Γούλσι (ήπιος, μετρημένος, διαλλακτικός, ανθρώπινος), κι αυτός από ταπεινή καταγωγή (γιος κρεατέμπορα). Είναι αξιοπρόσεκτη η σχέση εμπιστοσύνης που χτίζεται ανάμεσα στον Γούλσι και τον Κρόμγουελ, αλλά παρακολουθούμε την σύντομη πορεία του μέχρι που τον Νοέμβριο του 1530 συνελήφθη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, όμως πέθανε αιφνιδίως, πριν τον αποσύρουν στο Υορκ.
     Η άλλη αξιοπρόσεκτη προσωπικότητα που περιγράφεται ανάγλυφα είναι ο Τόμας Μορ[8] –ο γνωστός νομομαθής, συγγραφέας της «Ουτοπίας», φίλος και θαυμαστής του Έρασμου. Με τον Τόμας Μορ ο Κρόμγουελ είχε συναντηθεί όταν εκείνος ήταν παιδί και βοηθούσε τον θείο του που ήταν μάγειρας στον καρδινάλιο του Λάμπεθ (με την ελπίδα ότι θα περισσέψει και κανένα ψίχουλο για να φάει). Ο Τόμας Μορ, τότε ήταν δεκατεσσάρων χρονών, ένας από τους ευγενείς ακόλουθους του αρχιεπισκόπου που μελετούσαν χοντρούς τόμους με τους δασκάλους της μουσικής και άλλους δασκάλους. Ο Μορ ετοιμάζεται να πάει στην Οξφόρδη, όταν ο επτάχρονος Κρόγουελ μαθαίνει μόνος του να διαβάζει από τις κακογραμμένες παραγγελίες για αλεύρι ή ξερά φασόλια κλπ (για τον Γουόλτερ, αξίζει να διαβάζεις για να έχεις το πλεονέκτημα απέναντι σε αυτούς που δεν ξέρουν, και για τον ίδιο ακριβώς λόγο ίσως πρέπει κανείς να μάθει να γράφει).
     Όταν ξανασυναντιούνται πια, το 1527, ο Μορ είναι καγκελάριος του δουκάτου του Λάνκαστερ, φανατικός πολέμιος των αιρετικών (αποκαλεί π.χ. «σκατό» τον Λούθηρο, ότι το «στόμα του είναι ο πρωκτός των ασεβών») και φυσικά είναι η αιτία βασανισμού και εκτέλεσης πολλών απ’ αυτούς (απάντηση Κρόμγουελ σε ερώτημα-παγίδα: Τα αιρετικά βιβλία δεν είναι ακριβώς στον τομέα της ευθύνης μου). Οι άνθρωποι του Μορ διώκουν τον Γουίλιαμ Τιντέιλ[9] και όποιους τον συναναστρέφονται, γενικότερα τους αιρετικούς, τους ψευδοπροφήτες και τους «προδότες», τους κλείνουν στα μπουντρούμια του Πύργου του Λονδίνου μέχρι να αποκηρύξουν τις απόψεις τους και να ζητήσουν μετάνοια δημοσίως. Ο Μορ είναι υπεύθυνος για την σύλληψη και φυλάκιση πολλών «αιρετικών» (μην ξεχνάμε ότι οι αποκεφαλισμοί, ο θάνατος στην πυρά και τα φρικτά βασανιστήρια είναι στην ημερήσια διάταξη, χωρίς υπερβολή) ενώ μέχρι τέλους εξακολουθεί να διατηρεί ένα γλοιώδες δίκτυο στην Ευρώπη, ένα δίκτυο φτιαγμένο από χρήματα.
     Η ψυχογράφηση του Μορ είναι αρκετά πειστική και απολαυστική (ο Μορ έχει πάνω του κάτι το πονηρό, του αρέσει να φέρνει τους ανθρώπους σε δύσκολη θέση). Επίσης, αναλυτικά περιγράφεται και η αντιδιαμετρική μεταστροφή της τύχης (δυσμένεια) αλλά και η αξιοθαύμαστα άκαμπτη στάση του στα πιστεύω του (βασικά, ότι ένα κοσμικό πρόσωπο -ο βασιλιάς- δεν μπορεί/πρέπει να είναι η κεφαλή της εκκλησίας, και ότι δεν είναι νόμιμος ο γάμος του Ερρίκου με την Ανν Μπολέιν), ενώ του δίνονται πάρα πολλές ευκαιρίες και πλάγιες διέξοδοι ώστε να σωθεί (πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αλλάξει άποψη χωρίς να ταπεινωθεί). Ο Μορ, όμως, αρνείται πεισματικά να ορκιστεί να συγκατατεθεί στον Νέο Νόμο περί διαδοχής (η εκκωφαντική, εριστική σιωπή του Μορ), παρόλες τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των παρατρεχάμενων. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Κρόμγουελ, με τον οποίο εκτυλίσσονται απίστευτα ουσιώδεις διάλογοι, υπό το φάσμα της φρικτής εκτέλεσης που περιμένει τον Μορ[10] (-Από τότε που με έφεραν εδώ προετοιμάζομαι για το θάνατό μου στα χέρια σου -ναι στα δικά σου χέρια- ή στα χέρια του Δημιουργού. Ζητώ μόνο λίγη ηρεμία και σιωπή για να μπορώ να κάνω τις προσευχές μου/-Αυτό που ζητάς είναι να γίνεις μάρτυρας/-Όχι, είμαι αδύναμος όπως όλοι άλλοι οι άνθρωποι/-Δεν έχω καταλάβει ποτέ πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη θυσία και στην αυτοκτονία/-Βρίσκεται εκεί που τη χάραξε ο Ιησούς Χριστός/-Και δεν σε ενοχλεί που δεν υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός;).
     Με τον θάνατο του Μορ, ο κύβος για τη μοίρα της Αγγλίας έχει ριφθεί: διαχωρισμός κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, απόσχιση από την Παπική εξουσία (όπου Πάπας έχει στεφθεί ο Φαρνέζε). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι είναι η τελευταία σκηνή του τελευταίου κεφαλαίου, που τιτλοφορείται «Γουλφ Χολ» -ένας τίτλος που αναφέρεται στο μέλλον (που δεν περιγράφεται στο βιβλίο): μια εποχή έχει κλείσει, η Άνν Μπολέιν αποτελεί ήδη παρελθόν και η Τζέιν Σίμουρ (το νεαρό, σεμνό χλωμό κορίτσι του Σερ Τζον από το Γουλφ Χολ, 
κυρία επί των τιμών της Άννας) θα έρθει στο προσκήνιο, θα την λανσάρει ο Κρόμγουελ για βασίλισσα και θα αποτελέσει, όπως γνωρίζουμε την τρίτη σύζυγο[11] του Ερρίκου.
     Ένα νέο κεφάλαιο θα ξεκινήσει για την ιστορία της Αγγλίας.

Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%97%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%8

[2] https://en.wikipedia.org/wiki/Thomas_Cromwell
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB?fbclid=IwAR3N7rt5VG2FkjIwgJdJERqLpJkn6pVZP0efqKpmvYp0oPrGYaLQc4cbcGE
[4] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%AC%CE%B2%CE%B5%CF%84_%CE%91%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82
[6] https://thetudortravelguide.com/2020/06/20/austin-friars-cromwells-city-power-house/
[7] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CE%BD%CF%82_%CE%A7%CF%8C%CE%BB%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%8A%CE%BD_%CE%BF_%CE%BD%CE%B5%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%82
[8] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%9C%CE%BF%CF%81
[9] https://wol.jw.org/el/wol/d/r11/lp-g/1995848
[10] Την 1 Ιουλίου 1535 δικάστηκε για την παραπάνω άρνησή του και στις 6 Ιουλίου αποκεφαλίστηκε. Η κεφαλή του στήθηκε σε πάσαλο στην γέφυρα του Λονδίνου και παρέμεινε εκεί έναν ολόκληρο μήνα, μέχρι που αποκρεμάστηκε κατόπιν εξαγοράς από την θυγατέρα του. Όλη η Ευρώπη συγκλονίστηκε από την θανάτωσή του, ο Έρασμος τον θρήνησε και τον απεκάλεσε omnium horarum homo (άνθρωπο για όλες τις εποχές) και οι ιστορικοί ανεξαρτήτως δόγματος απέρριψαν την κατηγορία της προδοσίας. Το 1935 ανακηρύχθηκε άγιος της Καθολικής Εκκλησίας.
[11] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B6%CE%AD%CE%B9%CE%BD_%CE%A3%CE%AF%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%81

Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2022

Υλικό καθαρισμού, Μιχάλης Κατράκης

Όταν καίγεται, έτσι που καίγεται εδώ με πυρωμένο σίδερο η σάρκα,
όλα τα’ άλλα σωπαίνουν.
Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο.
Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία.
Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες,
αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος
–και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο-
αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα,
τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
(Ηλίας Βενέζης, από τον πρόλογό του στη 2η έκδοση του «Το νούμερο 31328)
     Πράγματι, πρόκειται για ένα βιβλίο-γροθιά στο στομάχι, και δεν είναι υπερβολή τα λόγια του «ανιχνευτή του βιβλίου»[1] που μας προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται για εννέα ιστορίες-διηγήματα που χαϊδεύουν τα αυτιά∙ δεν αποτελούν «παρηγορία» και δεν έχουν ευχάριστο τέλος. Όπως ακριβώς συμβαίνει καθημερινά, για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Παρόλο που πρόκειται για μυθοπλασία, οι ιστορίες είναι βγαλμένες μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής, με κοινό στοιχείο τον ανθρώπινο πόνο και την εκμηδένιση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας/ζωής από τον ίδιο τον άνθρωπο. Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά κινδυνεύεις να χάσεις τα οποιαδήποτε «ψήγματα» πίστης στην ανθρώπινη ψυχή/αλληλεγγύη και την ελπίδα για έναν εφικτό, καλύτερο και ανθρώπινο κόσμο.
     Γιατί αυτές οι «ιστορίες» απηχούν πραγματικές, συγκλονιστικές καταστάσεις εκμετάλλευσης και βίας, που φτάνουν συνέχεια στα αυτιά μας ως ειδήσεις από μακρινές, ψηφιακές και μη πηγές (π.χ. για εμπορία οργάνων, εκπόρνευση, βιασμούς ανηλίκων, ναρκωτικά, κλειτοριδεκτομή, συμμορίες, εκμετάλλευση προσφύγων, ξεκλήρισμα αμάχων κ.α.). Η λογοτεχνική τους όμως εξιστόρηση δίνει σάρκα και οστά, γιατί πια δεν έχουμε να κάνουμε με νούμερα, αλλά με «πρόσωπα»∙ μας εξοικειώνει και μας ευαισθητοποιεί, μας εξοργίζει και μας καταθλίβει (γι αυτό ο Γιάννης Καλογερόπουλος μιλάει για «συναισθηματικά απαιτητική συλλογή»), μας σοκάρει και μας προβληματίζει, κι αν θέλει ο αναγνώστης, μας οδηγεί στην καθαρτήρια «ταύτιση».
     Είναι βέβαια πολύ δύσκολο, ή μάλλον είναι ακατόρθωτο να περιγραφεί με λόγια όλη αυτή η άφατη οδύνη. Όπως γράφει και ο Βενέζης στο παραπάνω απόσπασμα (που αναφέρεται βέβαια σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου), δεν υπάρχει πιο ιερός πόνος από του σώματος που βασανίζεται, και καμιά παρηγορία, ηθικολογία ή αφήγηση δεν μπορεί να ξορκίσει. Έχοντας βαθιά μέσα του αυτού του είδους την επίγνωση, ο συγγραφέας βάζει βαθιά το νυστέρι και με κοφτερό, πυκνό και λιτό λόγο μάς οδηγεί στην καρδιά εννέα διαφορετικών μορφών «σύγχρονης» βίας, ενώ σε κάθε ένα από τα διηγήματα παραθέτει στο τέλος πραγματικά στατιστικά στοιχεία με «νούμερα» που σοκάρουν… (π.χ. “140 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως έχουν υποστεί βάναυσο ακρωτηριασμό”). Που σοκάρουν γιατί συνειδητοποιούμε ότι η εξατομικευμένη περίπτωση που διαβάσαμε και με την οποία ταυτιστήκαμε είναι μία από τις χιλιάδες τραγωδίες που διαδραματίζονται αυτήν την στιγμή στον κόσμο.
     Στην «Τερμιτοφωλιά», για την εννιάχρονη Καντίντια από το Μάλι έφτασε η ώρα «να γίνει γυναίκα», γιατί σύμφωνα με τον μύθο τα γυναικεία γεννητικά όργανα είναι σαν τερμιτοφωλιά που πρέπει να καθαρίσει για να δεχτεί τον σπόρο στα σωθικά της... Σε πρώτο ενικό η ηρωίδα εκφράζει τον ενθουσιασμό της για την τελετή της κλειτοριδεκτομής στην αρχή (εγώ είμαι η μικρότερη, η πιο τυχερή) ενώ η μητέρα της κλαίει (δεν χρειάζεσαι Εξιζέρ[2], για να σε κάνει σωστή και καθαρή. Είσαι γεννημένη πιο καθαρή κι από το νερό της βροχής, λουλούδι μου) -και στη συνέχεια τον ανείπωτο πόνο. Ήταν τυχερή, γιατί επέζησε.  
     Στο διήγημα «Οι παράνομοι του Γκρόζνι» μεταφερόμαστε στην Τσετσενία, όπου τον Απρίλιο του 2017 ξεκίνησε απίστευτο πογκρόμ κατά των ομοφυλόφιλων (απαγωγές, εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης), με τη συγκάλυψη των εφημερίδων και τις ευλογίες του Καντίροφ[3]. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μάιρμπεκ δηλώνει με παρρησία στον έξαλλο πατέρα του ότι αγαπά τον Ολκάζαρ και δεν τον απαρνείται (έξω το Γκρόζνι διαμελιζόταν, χανόταν σε μικρές στιβάδες μίσους ακουμπισμένες η μία πάνω στην άλλη, συνθέτοντας ένα φριχτό οικοδόμημα φτιαγμένο από βρώμικο χρήμα και υποτιθέμενα υψηλά ιδεώδη/όμως μέσα στο δεκατρία της οδού Σεβτσένκο ο ήλιος έλαμπε, γελούσε στα γαλάζια του μάτια, γύρω από το στόμα του διαγραφόταν η μόνη περεστρόικα που μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο). Πριν συλλάβουν τον Ολκάζαρ και τον οδηγήσουν στα βασανιστήρια, οι στιγμές ευτυχίας μεταφέρουν στους ερωτευμένους αίσθηση αιωνιότητας (ευτυχισμένοι μέσα στην υπερβολή, τον πλουραλισμό και το ψέμα που χαρίζει ο έρωτας) και εξουδετερώνουν την τραγωδία που νιώθουν ότι θα ακολουθήσει (τίποτα δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή, ούτε η μάνα, ούτε ο σκατόγερος, ούτε οι μπάτσοι, ούτε ο γαμιόλης ο Καντίροφ, ούτε τίποτα πέρα από το δέρμα του, την ανάσα του το κορμί του), ενώ η τραγωδία κορυφώνεται απρόβλεπτα και για τον θαρραλέο Μάιρμπεκ.
     Στο διήγημα «Μόρια θανάτου», που διακρίνεται για την αριστοτεχνική, εσωτερική δομή του- παρακολουθούμε σε γ΄ενικό την κόλαση της μικρής Αΐσα (δυο χρόνια μέσα στη «ζούγκλα») εναλλάξ με την πρωτοπρόσωπη αφήγησης της εθελόντριας γιατρού/γυναικολόγου που έτυχε να την εξετάσει. Βλέπουμε αρχικά την Αΐσα να την κυνηγούν Σύροι καθώς βγήκε στο πλάτωμα πίσω από τις τουαλέτες ουρλιάζοντας για να καταλήξει αμίλητη τρέμοντας στο εξεταστήριο, και την γιατρό που ψάχνει διερμηνέα για να καταλάβει τι συμβαίνει σ αυτό το κορίτσι (δεν μπορούσα να φανταστώ το είδος της κόλασης που θα ζούσα εκείνο το βράδυ). Βλέπουμε εκ των έσω όχι μόνο τις τραγωδίες παιδιών που φτάνουν στο σημείο να αυτοκτονήσουν (δεκατρία, π.χ. σε μια βδομάδα) μέσα σ’ ένα κολαστήριο για 2.500 ανθρώπους όπου έχουν στοιβαχτεί 9.000, αλλά και την οδύσσεια των εθελοντών/ντριών που θέλοντας να βοηθήσουν, έφτασαν εκεί με όραμα που γίνεται κομμάτια (έσπασα εκείνο το βράδυ και ο Τζέικομπ το ήξερε). Η τραγική ιστορία που κρύβει στην ψυχούλα της η Αΐσα απηχεί τη μοίρα χιλιάδων μικρών κοριτσιών στις ίδιες συνθήκες, και η αφηγήτρια, απελπιστικά ανήμπορη, γίνεται μάρτυρας μιας ακόμη απεγνωσμένης παραίτησης από τη ζωή.
     Ο λευκός δικέφαλος σε μαύρο φόντο -στο ομώνυμο διήγημα- είναι το σήμα της Ελληνικής εθελοντικής Φρουράς[4] που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Βοσνίας στο πλευρό των Σέρβων. Βρισκόμαστε στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995, όπου όλοι γνωρίζουμε πως διαπράχτηκε γενοκτονία (7.500 Βόσνιοι, άμαχοι) υπό την επίβλεψη των Ολλανδών κυανόκρανων του ΟΗΕ, που ήταν οχυρωμένοι στο Ποτοτσάρι. Όμως εδώ, στο διήγημα, δεν μιλούν τα νούμερα, μιλούν τα πρόσωπα: ο Μπακίρ που σήμερα θα πεθάνει, ο Αζούρ, η Αλμίνα, δεκάδες που κρύβονται μαζί τους, και χιλιάδες πολιορκημένοι χωρίς εφόδια, με την πείνα και τη δίψα να τους καίει τα σωθικά (είμαστε πάρα πολλοί για τη σιωπή της νύχτας, δεν χωράνε τόσοι στη νύχτα της Σρεμπρένιτσα. Είμαστε πενήντα χιλιάδες και στα βουνά γύρω από την πόλη εκείνος ο μπάσταρδος ο Κάρατζιτς έχει παραταγμένους πολλές χιλιάδες στρατιώτες). Πρόκειται για την αξεπέραστη φρίκη ενός ακόμα πολέμου. Όμως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Αζούρ, που μας μεταφέρει τη αγωνία και την ελπίδα, ώρα με την ώρα, ότι η ειρηνευτική δύναμη θα τους δεχτεί στο καταφύγιο, κάνει ακόμα πιο συγκλονιστική την τραγωδία. Να βλέπεις τον συνάνθρωπό σου να καταρρέει (δεν αντιδράσαμε. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για τον πόνο του άλλου μέσα μας) γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα, να βλέπεις τις γυναίκες να τις οδηγούν σε τόπους μαζικών βιασμών (στην σερβική Τούζλα).
     Οι απάνθρωπες συνθήκες στα εργοστάσια του Μπαγκλαντές κι ο εκμηδενισμός της αξίας της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας είναι το θέμα του διηγήματος «MADE IN BANGLADESH». Στην Ντάκα, εκεί που ράβεται η ανθρωπότητα, εκεί που ράβεται η γύμνια, μέσα στη λάσπη και τα σκουπίδια. Για δυο δολάρια τη μέρα. Για 300 κομμάτια την ώρα, κι αν δεν το πιάσεις το νούμερο απολύεσαι, ή αφήνεις το αφεντικό σου να σε πηδά (στο τέλος την συνέφερε η πείνα. Πάντα κερδίζει η πείνα).
     Η μόνη παρηγοριά της Σουμάιβα, μιας από τις εργαζόμενες στη βιομηχανία μόδας (Benetton, H&M κλπ) είναι η μονάκριβη κόρη της, η Ριφάχ. Η Ριφάχ είναι ο λόγος για να ζει, για να αντέχει τον χαμένο χρόνο, τη χαμένη αξιοπρέπεια, παρόλο που γεννήθηκε… κορίτσι (για τόσο είσαι ικανή, της είπε η μάνα της). Η Σουμάιβα έχει ράψει βιτρίνες για όλον τον δυτικό κόσμο. Στην Πέμπτη Λεωφόρο, στην πλατεία Ταξίμ, στο Πικαντίλι, στην Ερμού, στο Σανζ Ελιζέ. Ωστόσο η τραγωδία παραμονεύει από κει που δεν περιμένει κανείς, από ένα πραγματικό γεγονός που έφερε τον θάνατο σε 1127 ανθρώπους (και διπλάσιους τραυματίες), επιβεβαιώνοντας ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ένα σκουπίδι και η απειλή προέρχεται από τον ίδιο τον (απ)άνθρωπο.
     Δεν είναι τυχαίο που η επόμενη ιστορία, η ιστορία της «Μίστι Λαβ», έκανε την ηρωίδα του τελευταίου διηγήματος να «σπάσει». Η Μίστι Λαβ, ή άλλιώς Μάγια Ιβανέτσκο, κατηγορούμενη για δολοφονία, εξιστορεί τον βίο της με πικρό κυνισμό στον επιθεωρητή Χάνινγκς (πώς μπορώ και γελάω; Αυτό σου κάνει εντύπωση; Αν ήσουν γυναίκα δεν θα σου φαινόταν τόσο παράξενο. Θα είχες συνηθίσει το αίμα). Για τη Μίστι Λαβ η έκφραση «απίστευτη περιπέτεια» είναι ωραιοποιημένη, έχει μια ρομαντική αύρα. Δεν είναι απλή «περιπέτεια» αυτό που περνάνε οι γυναίκες για να γίνουν πόρνες (μέσα σε όλα εξαναγκαστικό εθισμό στα ναρκωτικά) με απώτερο σκοπό την διακίνηση ανθρώπων, την μαύρη αγορά μοσχευμάτων -κοινώς την εμπορία οργάνων. Η ενθουσιώδης φοιτήτρια λογοτεχνίας, με «Τα άνθη του κακού» στο χέρι έπεσε στην παγίδα της εξάρτησης για να περάσει γρήγορα στο σημείο χωρίς επιστροφή. Ο μηχανισμός δημιουργίας ενός άλλου πλάσματος (όταν ένας άλλος άνθρωπος σε εκμηδενίζει, δεν μπορείς, πρέπει να είσαι κάτι άλλο) είναι αριστοτεχνικά στημένος. Δεν είναι γυναίκα που βγαίνει απ’ αυτόν, είναι ένα άψυχο αντικείμενο (ένα υλικό είναι/δεν υπάρχω, ανήκω). Όμως, δεν φτάσαμε ακόμα στο βαρέλι του πάτου: το μωρό που ήρθε και που φρόντισαν οι μαστροποί να γεννηθεί, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από τη μάνα του (η αξία του στις παράνομες υιοθεσίες είναι είκοσι χιλιάρικα. Θέλω να σκέφτομαι πως αυτό έγινε).
     «4449» λέγεται το επόμενο διήγημα, γιατί τόσα χιλιόμετρα είναι η απόσταση από το Σαν Πέδρο Σούλα της Ονδούρας μέχρι την Τιχουάνα του Μεξικού, στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Παρόλο το τείχος του Τραμπ και τις οδηγίες να πυροβολούν όσους προσπαθούν να μπουν παράνομα, χιλιάδες άνθρωποι μέχρι τώρα, απελπισμένοι από τον καθημερινό κίνδυνο της ζωής στην Ονδούρα (συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά, δολοφονίες, κοκαΐνη) αλλά και όχι μόνο, αποτολμούν το «πέρασμα» σε μια καλύτερη ζωή…
     Παρακολουθούμε τον 14χρονο Χέκτορ να έρχεται σε σύγκρουση με τον αδερφό του Μιγκέλ εξαιτίας της «Μάρα 18» (τέτοια σε μαθαίνουν τα αδέρφια σου στη Μάρα 18, ρε αρχίδι; Πώς να σφάζεις γυναίκες και να φυτεύεις σφαίρες σε αθώους;), συμμορίας που ήδη έχει καθαρίσει τους γονείς τους. Ήδη τον Χέκτορ τον πιέζουν με απειλές να ταχτεί με την αντίπαλη συμμορία, την Μάρα Σαλβατρούτσα (ή Μάρα 13). Η φυγή των δύο αδερφών μαζί με την αδερφή τους Κλάρα προς τα σύνορα (μαζί με τη θεία Ονόρα που τους φρόντιζε) είναι μονόδρομος, δεδομένου ότι χιλιάδες μετανάστες φεύγουν απελπισμένοι προσπαθώντας να γλυτώσουν τις ανεξέλεγκτες δολοφονίες (οι Μάρα σκοτώνουν καμιά σαρανταριά ανθρώπους κάθε βδομάδα). Ο τρόπος πληρωμής των «κογιότ» είναι πάντα πολύ σκοτεινά παράνομος. Πολλές οικογένειες συγκεντρώνονται στα σύνορα Γουατεμάλας-Ονδούρας (στο Κορίντο), σε 12 μέρες διασχίζουν τη Γουατεμάλα, όμως στα σύνορα με το Μεξικό αρχίζει η κόλαση (πάνω στη στενή γέφυρα επικρατούσε πανικός, οι Μεξικάνοι τους χτυπούσαν με δακρυγόνα, οι πύλες κρεμόντουσαν πάνω απ’ τις όχθες, καθώς η μάζα έσπρωχνε τους μπροστινούς να προχωρήσουν).
     Το διήγημα είναι κι αυτό «αντιστικτικό»: παρακολουθούμε παράλληλα την «άλλη πλευρά», δηλαδή τον Αμερικανό αστυνόμο Τζόνι Γουάιλντερ Τζούνιορ με τους βοηθούς του να υπερασπίζονται την πατρίδα τους (η Αμερική κερδίζει πάντα, Έντι) περιμένοντας τους «παράνομους» μετανάστες να τους αφανίσουν σαν κοτόπουλα (το μυστικό, Έντι, είναι να τραβήξεις τη σκανδάλη τη στιγμή ακριβώς που θα σηκώσει το πόδι του πάνω α’ το τείχος, όσο το υπόλοιπο του σώα θα είναι απ’ την άλλη μεριά).
     Το διήγημα «In nomine patris» αναδεικνύει μια άλλη πληγή στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών (παιδοφιλία), ειδικά παιδιών σε ιδρύματα. Ο συγγραφέας εδώ αφορμή πήρε από καταγγελίες 67 πρώην μαθητών της εκκλησιαστικής σχολής «Αντόνιο Πρόβολο»[5]στη Βερόνα (από το 2009, εκδικάστηκε η υπόθεση το 2016), για να δώσει μια πρωτότυπη οπτική: ο κεντρικός ήρωας Τζιρόλαμι Εμιλιάνι είναι πια ένας γλυκύτατος, ευαίσθητος παππούς, που με αφορμή κάποια αγγελία θανάτου στην εφημερίδα αναστοχάζεται τα φοβερά παιδικά χρόνια στο ορφανοτροφείο, και τη σχέση αγάπης που είχε αναπτύξει ως εξάχρονο ορφανό, με τον κωφάλαλο πεντάχρονο Νίκολα. Η κοινή, αποτρόπαια εμπειρία του σωματικού και ψυχικού βιασμού φέρνει πολύ κοντά τα δυο αγόρια, που χτίζουν μια σιωπηλή και τρυφερή επικοινωνία (ήσουν περισσότερο από αγάπη, ναι. Ήσουν ελευθερία μέσα σε μια φυλακή που χωρίς αυτήν την επιλογή θα είχε γίνει αιώνια).
     Τέλος, το διήγημα «Η καθαρίστρια» σοκάρει μ’ έναν τελείως απροσδόκητο τρόπο, γιατί δείχνει ανάγλυφα τη σύγχρονη διαστροφή, τη διαστροφή της διαμεσολάβησης της πληροφορίας, που κόβει, ράβει κατά το δοκούν τα γεγονότα, τις εικόνες, τις μαρτυρίες, τα λογοκρίνει, τα επαναφηγείται και τα πολλαπλασιάζει με τη δύναμη του διαδικτύου, χειραγωγώντας τα πλήθη και διαμορφώνοντας μια νέου τύπου ηθική. Η «καθαρίστρια» δεν είναι άλλη από την υπηρεσία στα μέσα κοινωνική δικτύωσης που λογοκρίνει κι επιβάλλει το τι θα κυκλοφορήσει (αυτή η απόλυτη ελευθερία των πληροφοριών έγινε ο νέος σκοταδισμός).
     Η κεντρική ηρωίδα είναι η Νόρα, η «προϊσταμένη του καθαρισμού», μητέρα του «χαρούμενου έφηβου» Γκάμπριελ, που στην πρώτη σκηνή την βλέπουμε να βρίσκεται σε απόγνωση, στο κατώφλι της αυτοκτονίας (γιατί σκότωσε μέσα μου το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που είχα στους ανθρώπους). Με αριστοτεχνικά φλας μπακ, βρισκόμαστε στη Γάνδη, και στο γραφείο της συμβουλευτικής εταιρείας των «Stoppendraggers» όπου οι εργαζόμενοι εξετάζουν «αναφορές δημοσιεύσεων» στο Facebook, Instagram κλπ. Πορνό ως επί το πλείστον, αλλά μέσα σ’ αυτά περνάνε και σκηνές από όλα τα διηγήματα που διαβάσαμε μέχρι τώρα, δίνοντας μια υπερφυσική διάσταση καθώς πολλαπλασιάζονται «τα άπλυτα της ανθρωπότητας». Βίντεο που κυκλοφορούν και είναι «τοξικά», θύλακες φανατισμού, γεμάτα βία και χυδαιότητα, όπου ο καθένας μπορεί να είναι ό, τι πραγματικά επιθυμεί να είναι, χωρίς αναστολές. Εκεί ακριβώς, την ώρα της ανάρτησης, ο άνθρωπος μπερδεύει τον φυσικό κόσμο με τον ψηφιακό. Πληροφορίες, εικόνες και βίντεο που πρέπει να αποφασιστεί αν πρέπει να βγουν στη δημοσιότητα (ποιος έχει το δικαίωμα να μολύνει με τη διαστροφή του τις ψυχές των υπόλοιπων; Η διαστροφή έχει την τάση να διαχέεται, είναι μολυσματική. Η διαστροφή και η αλήθεια).
     Βλέπουμε ότι το βιβλίο τελειώνει με ένα καυτό, αναπάντητο -για τον αναγνώστη- ερώτημα για την «αληθινή φύση» του ανθρώπου, που σχετίζεται με την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και στο συλλογικό μέλλον.
     Θα τελειώσω την ανάρτηση μιλώντας κάπως πιο προσωπικά –πράγμα που δεν το συνηθίζω: συζητώντας το βιβλίο αυτό στη «Λέσχη ανάγνωσης Δράμας», σε ατμόσφαιρα υψηλής συγκίνησης λόγω της βιωματικής συμμετοχής σε όλες αυτές τις τραγωδίες, όλοι νιώθαμε φορτισμένοι και απελπισμένοι με την πραγματικότητα, τον πόνο και την οδύνη που φέρνει η διαστροφή του ανθρώπινου γένους, που με τα σύγχρονα μέσα γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή. Γιατί είναι σαφές ότι όλες οι ιστορίες αυτές προέκυψαν από έρευνα πάνω σε πραγματικά ντοκουμέντα, απλώς η μυθοπλασία ζωντάνεψε αληθινές καταστάσεις. Προσπαθήσαμε λοιπόν να αναζητήσουμε ίχνη ελπίδας, ζωής, αγάπης και ανθρωπιάς μέσα στο βιβλίο, σ’ αυτά τα πολυδιάστατα διηγήματα που καταφέρνουν πολυπρισματικά να αναδείξουν την ανθρώπινη πολυπλοκότητα:
     ...είναι ο θρήνος της μάνας της μικρής Καντίντια, του θύματος ακρωτηριασμού∙ η παρρησία του Μάιρμπεκ που δεν απαρνήθηκε την ομοφυλόφιλη αγάπη του μέχρι τέλους∙ η γυναικολόγος στη Μόρια που αγκάλιασε τη μικρή Αΐσα και μαζί της όλοι οι εθελοντές/ντριες που συμπάσχουν∙ η αγάπη της Σουμάιβα για την κόρη της κι ας είναι καταραμένα τα κορίτσια στην κοινωνία όπου ζει∙ η αυτοδικία της Μίστι Λαβ∙ ο θυμός του 14χρονου Χέκτορ απέναντι στον αδερφό του και τη συμμορία Μάρα 18∙ η τρυφερότητα του Τζιρόλαμι Εμιλιάνι που έμεινε ανέπαφη παρόλο το ψυχολογικό μαρτύριο.
     Τέλος, η συναισθηματική απελπισία της Νόρας, της «προϊσταμένης καθαρισμού»...
      Όλα αυτά συντηρούν την ελπίδα.
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Ο Λεωνίδας Οικονομάκης, στον πρόλογο που τιτλοφορεί «Ένας ανιχνευτής»
[2] Η ηλικιωμένη γυναίκα που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην τελετή της ενηλικίωσης
[3] Πρόεδρος/Επικεφαλής της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, εμπλεκόμενος στο πογκρόμ εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας
[4] Η Ελληνική Εθελοντική Φρουρά ήταν μονάδα Ελλήνων εθελοντών η οποία πολέμησε στον Πόλεμο της Βοσνίας στο πλευρό του Στρατού της Σερβικής Δημοκρατίας. Μερικά μέλη της μονάδας ήταν παρόντα στην περιοχή της Σφαγής της Σρεμπρένιτσα και ύψωσαν την Ελληνική σημαία πάνω από την πόλη κατά παρότρυνση του Ράτκο Μλάντιτς.
[5] http://xairete.blogspot.com/2009/02/blog-post_5052.html?m=1, https://www.efsyn.gr/node/220464

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 02, 2022

Η ανακάλυψη των σωμάτων, Pierre Ducrozet

     Ένα πραγματικό τραγικό γεγονός, που εν πολλοίς παραμένει άγνωστο κι έλαβε χώρα πολύ πρόσφατα, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2014 στο Μεξικό, είναι η αφετηρία αυτού του πρωτότυπου μυθιστορήματος. Η ανείπωτη τραγωδία στην Αγιοτσινάπα[1] (επαρχία Γκερέρο) με 3 νεκρούς φοιτητές, 25 τραυματίες και 43 φοιτητές αγνοούμενους, όλοι από την Αγροτική Σχολή «Νορμάλ», είναι το πολιτικό σκηνικό του πρώτου μέρους ενός βιβλίου που διερευνά με πρωτότυπο τρόπο τα όρια του ανθρώπινου σώματος, και γενικότερα την «αξία» της ανθρώπινης ζωής στον σύγχρονο κόσμο. Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε στον κόσμο των επιστημονικών αναζητήσεων, της πληροφορίας και του διαδικτύου (όπου συναντάμε και πολύ δημοφιλή, πραγματικά πρόσωπα), και πιο συγκεκριμένα των αναζητήσεων του τρανσουμανισμού[2] -όπου σύγχρονοι επιστήμονες μελετούν την πιθανή βελτίωση ή και τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος/εγκεφάλου. 
     Είναι φαινομενικά δύο ασύνδετα μέρη, και στα δύο όμως πρωταγωνιστεί ο πανέξυπνος νεαρός Μεξικανός Άλβαρο, ιδιοφυΐα στην πληροφορική και καθηγητής στη Παιδαγωγική Σχολή Ισίδρο Μπούργκος της πολιτείας Γκερέρο, τη μοναδική διέξοδο που έχουν τα παιδιά από τα βουνά της περιοχής για να ξεφύγουν από τούτη τη γη. Ο Άλβαρο, γεννημένος στην Πόλη του Μεξικού από μάνα Κουβανέζα και πατέρα καθηγητή Πανεπιστημίου, από πολύ μικρός ξεχωρίζει για την ευφυΐα του (είναι δεκατεσσάρων χρονών κι η ματιά του διαπερνά τα πράγματα και τους ανθρώπους, έχει ήδη αρχίσει να κοιτάζει ανάμεσα στις πτυχώσεις[3] για να δει αν υπάρχει κάποια ρωγμή ώστε να γλιστρήσει μέσα της και να χαθεί σ’ έναν άλλο χώρο). Από πολύ μικρός ξεχωρίζει στην πληροφορική και στις γλώσσες προγραμματισμού, γίνεται και χάκερ. Δεν περνά δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά καθώς μεγαλώνει, φεύγει από την πατρική εστία και προσελκύεται από τα ακτιβιστικά κινήματα (anonymous, διαδηλώσεις στην πλατεία των τριών πολιτισμών για τη δολοφονία των 300 το 1968) καθώς νιώθει ξένος μέσα στη χώρα του, κι έχει μια οργή μέσα του (νιώθει ένοχος που δεν τόλμησε ποτέ να εναντιωθεί, έστω και με μια χειρονομία ή με μια κουβέντα, στον βούρκο που καθηλώνει τη χώρα του, στον βόρβορο της διαφθοράς και της αδιαφορίας, της βίας και της φρίκης, και μάλιστα διπλά ένοχος, χωρίς αμφιβολία, αφού συμμετείχε και ο ίδιος στην ηθική διάβρωσή της, όπως όλοι).
     Η θέση καθηγητή στην Αγιοτσινάπα και η καλή του σχέση με τους φοιτητές τον εντάσσει στην ομάδα των νεαρών παιδιών που πασχίζουν, όπως όλοι, να βρουν ένα θύλακο αέρα για να ανασάνουν, στριμωγμένοι ανάμεσα στους έμπορους ναρκωτικών, από τη μια, και τον στρατό, από την άλλη, των μαθητών του που συμμετέχουν στις απανωτές διαδηλώσεις. Παρακολουθούμε λοιπόν με κομμένη την ανάσα όλη την φοβερή περιπέτεια της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, της παγίδευσης κι εξόντωσης των φοιτητών[4], που έχοντας καταλάβει τρία λεωφορεία (συνήθης πρακτική στην επαρχία Γκερέρο) έχουν προγραμματίσει να μεταβούν στο Μέξικο Σίτι για να παρευρεθούν στην ετήσια διαδήλωση[5] της 2ας Οκτωβρίου στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών (Μέξικο Σίτι) σε ανάμνηση της σφαγής 400 φοιτητών (τα γεγονότα αυτά αποτελούν το background βιβλίου του Μπολάνιο, Φυλαχτό). Ανάμεσα σ’ αυτούς βλέπουμε την τύχη μυθιστορηματικών προσώπων (που ενδεχομένως αντιστοιχούν σε πραγματικά πρόσωπα) αλλά και πώς βίωσε όλην αυτήν την τρέλα ο Άλβαρο (δεν είχα ζήσει, ως εκείνη τη νύχτα τη βία στη σάρκα του, κι ωστόσο αυτή η οργή ήταν πάντα μέσα του). Σώθηκε σαν από θαύμα, και, καθώς δεν θέλει να γυρίσει πια στο Μεξικό (θέλει να περάσει στην άλλη μεριά, η ίδια θηριωδία επικρατεί κι εκεί, αλλά γιατί να μην αλλάξει πλευρά;), περνάει τα αδιαπέραστα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ με φοβερές περιπέτειες και με τη βοήθεια 50.000 κλοπιμαίων πέσος κι ενός νεαρού οδηγού που ρισκάρει τη ζωή του κάνοντας αυτή τη δουλειά (δεν υπήρχε μεν το τείχος του Τραμπ αλλά το να περάσεις τα σύνορα ήταν από τότε επιχείρηση αυτοκτονίας).
Η ουτοπία της επιστήμης
     Στο Λος Άντζελες, -που δεν είναι πολύ διαφορετικό από την Πόλη του Μεξικού- ό Άλβαρο νιώθει «απών» από την περιπέτεια στο Μεξικό που έχει κάνει σάλο στο διαδίκτυο (αυτή η ιστορία δεν είναι δική του, τίποτα δεν ήταν ποτέ δικό του σ’ αυτήν τη χώρα/ μετά τη συνάντηση με τον διακινητή αποφάσισε να αφήσει το παλιό του δέρμα στην έρημο). Όταν συνέρχεται, αποφασίζει να δικτυωθεί, στον τομέα που ήδη γνωρίζει καλά, της πληροφορικής (οι Μεξικανοί που ζουν εξόριστοι στις ΗΠΑ, στην Ισπανία, στη Νότια Αμερική διαδηλώνουν την οργή τους στο ίντερνετ, που είναι τώρα η καινούρια έδρα της Δημοκρατίας του Μεξικού. Το κράτος δικαίου έχει καταλυθεί στην επικράτεια της χώρας).
     Ο Άλβαρο, καθώς ζητά σχετική εργασία (ως προγραμματιστής) από τον Πάρκερ Χέιζ, ιδιοκτήτη του κέντρου «Κύβος» στο Σαν Φρανσίσκο, μπαίνει κατευθείαν στα βαθιά νερά της «Τρίτης Ψηφιακής Επανάστασης». Παρακολουθώντας τα βήματά του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με όλα τα επιστημονικά ιδρύματα (π.χ. NASA, CERN, πανεπιστήμιο Μπέρλεϊ όπου η νομπελίστα Μπλάκμπερν ανακάλυψε τις ιδιότητες της τελομεράσης, ΜΙΤ κλπ) και τις προσωπικότητες του ίντερνετ (π.χ. τους ιδρυτές της Google, τον Μαρκ Ζάκεμπεργκ του Facebook κ.α.), και γενικότερα την ιστορία της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και τις τάσεις της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας.
     Ο Πάρκερ Χέιζ όμως είναι και φανατικός τρανσουμανιστής (βλ. σημείωση), γυρεύει με πάθος τρόπους να… μην πεθάνει ο άνθρωπος, ή έστω, να παρατείνει τη ζωή του με τη μεταμόσχευση ιστών. Στο ίδρυμα «Μαθουσάλας» που έχει δημιουργήσει (υπαρκτό, ιδρύθηκε το 2003) τριάντα ειδικοί κάθε μέρα πασχίζουν να αποτρέψουν τη διαδικασία της γήρανσης. Είναι προφανώς μυθιστορηματικό πρόσωπο, που ξεπηδά όμως από την πραγματικότητα του φόβου του θανάτου και της πεποίθησης της εποχής, ότι η επιστήμη είναι παντοδύναμη.
     Ο Άλβαρο αντιλαμβάνεται αμέσως ότι ο Χέιζ είναι αποκλίνουσα περίπτωση, αλλά η προσφορά είναι πολύ καλή (πάνω από 1 εκ. δολάρια), αν και άσχετη με τις επιστημονικές του δεξιότητες: τον θέλουν για πειραματόζωο (το ιατρικό επιτελείο μας, ένα από τα κορυφαία του κόσμου, θα πραγματοποιήσει μια σειρά από βιοψίες και πειραματισμούς με τα κύτταρά σας), πράγμα στο οποίο αρχικά αντιδρά βίαια (να πάτε να γαμηθείτε/δεν είμαι πουτάνα), αλλά μετά από λίγο καιρό δέχεται. Στο επιτελείο του Πάρκερ και στενή συνεργάτης του το πείραμα του Άλβαρο είναι και η Αντέλ, βιολόγος εξειδικευμένη στην αναπαραγωγή των βλαστοκυττάρων[6], αυτών των κυττάρων δηλαδή που είναι οι μήτρες όλων των άλλων κυττάρων/μπορούν να διαιρεθούν επ’ άπειρον. Αντίστοιχα με τον Άλβαρο, η Αντέλ έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι ο Χέιζ είναι παράφρονας (τους ξέρει καλά αυτούς τους τύπους, τους τρανσουμανιστές της Σίλικον Βάλλεϋ, είναι κάτι παλαβοί που έχουν κατακτήσει όλους τους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, μια σέκτα που φορεί το προσωπείο της ελεύθερης και διεπιστημονικής σκέψης, που ονειρεύονται την αθανασία και βλέπουν στον ύπνο τους εγκεφάλους φορτωμένους σε σκληρούς δίσκους και ανθρώπους χωρίς σώμα).
     Μπαίνουμε επομένως πια στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα (εφόσον ανέκαθεν υπήρχαν προσπάθειες να κατακτηθεί η αθανασία, προσπάθειες που παρατίθενται στη -λεπτομερή- αφήγηση και τις παρακολουθούμε με ενδιαφέρον π.χ. δυναστεία των Μινγκ/Τζια Τζινγκ, περίπτωση πάπα Ιννοκέντιου του Η΄κ.α.). Άλλωστε, ο παραλογισμός του Πάρκερ Χέιζ δεν σταματά εδώ, αλλά οραματίζεται κι ένα «τεχνητό νησί» στα ανοιχτά του Σαν Φρανσίσκο, το «Bluesky», όπου θα μπορεί να ζει μακριά από το κράτος, τους νόμους, τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Ιδέα με την οποία φέρεται να συμφωνεί ο εγγονός του Μίλτον Φρίντμαν (του θεωρητικού του φιλελευθερισμού) , ο Πάτρι Φρίντμαν, και διακηρύσσει τον λιμπερταριανισμό[7] (!)
     Προτού αρχίσει η απόδραση του Άλβαρο (με τη βοήθεια της Αντέλ), που κορυφώνεται προς το τέλος και μας χαρίζει σελίδες αγωνίας αλλά και ερωτικής μέθεξης, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά και μια άλλη «ουτοπία της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης», με δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αρχές αυτή τη φορά. Εκπρόσωπός της ο Βέρνερ Φέρενμπαχ (κι αυτός μυθιστορηματικό πρόσωπο) που ηγείται του Noisebridge[8]∙ πρόκειται για έναν πραγματικό χώρο/κοινότητα «hackerspace»[9] που ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 2007. Ο Φέρενμπαχ, είναι γόνος Εβραίων -θυμάτων του Ολοκαυτώματος, και μαθαίνουμε με λεπτομέρειες την τραγωδία τους, ίσως για να μας ευαισθητοποιήσει ο συγγραφέας στην φρίκη της σάρκας. Είναι επιστήμονας με όραμα (η εικόνα ενός κόσμου χωρίς εγώ τον αναστατώνει/ο κόσμος δεν έχει κέντρο. Ο κόσμος είναι ένα απέραντο δίκτυο δεδομένων). Ήδη ο ίδιος ζει σε μια από τις πολλές κοινότητες που έχουν ξεφυτρώσει στα σύνορα του Όρεγκον και της Καλιφόρνια και οραματίζεται τη μορφή ενός κόσμου χωρίς πολέμους, χωρίς ταξική διαστρωμάτωση, χωρίς διαρκείς τριβές, όπου χάρη στην ελεύθερη κυκλοφορία της γνώσης και τη νοημοσύνη, ο άνθρωπος θα ξεφύγει από τη φρίκη της ιστορίας. Δεν συγκινείται λοιπόν με τεχνητή νοημοσύνη και τα συναφή, ούτε με την έλευση του βιονικού ανθρώπου που ο εγκέφαλός του θα φορτώνεται σε έναν σκληρό δίσκο πριν από τον θάνατό του.
     Αυτό που τον συγκίνησε βαθιά και σήμανε για κείνον την απαρχή ενός καινούριου κόσμου ήταν τα «οριζόντια δίκτυα» όπως το Arpanet (1969), που σιγά σιγά συνδέεται με «κόμβους», και με την επεξεργασία του πρωτόκολλου TCP, που τιθεται σε εφαρμογή του 1973 επιτρέπεται η μεταφορά δεδομένων από το ένα σημείο του δικτύου στο άλλο. Το 1983, η εφαρμογή του πρωτόκολλου TCP/IP αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του μελλοντικού ίντερνετ.
     Το θεμέλιο της ιδέας ήταν το δίκτυο, μια κατακερματισμένη αρχιτεκτονική, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς ιεραρχία/ποια άλλη ανθρώπινη κοινότητα λειτούργησε στην Ιστορία με τον τρόπο αυτό;
Η τέχνη πρέπει να είναι ρίζωμα
Ρίζωμα: Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο Γάλλος φιλόσοφος Ντελέζ για να συμβολίσει μια δομή που αναπτύσσεται ελεύθερα, που δεν ανεβαίνει και δεν κατεβαίνει/το ρίζωμα είναι το πιο ελεύθερο σχήμα, ανθίζει και αναπτύσσεται όπως θέλει. Κάθε σημείο του ριζώματος επικοινωνεί με οποιοδήποτε άλλο. Είναι ένα καινούριο μοντέλο που βασίζεται σε γραμμές διαφυγής, σε ελεύθερες και τρελές δυναμικές. Ακόμα και η τέχνη, και η λογοτεχνία, σύμφωνα με τον Βέρνερ, μπορεί να μιμηθεί τα ριζώματα: με ελεύθερα σχήματα, εσωτερικές διασυνδέσεις, υπερκείμενα. Βέβαια, ο Βέρνερ Φέρενμπαχ βλέπει ότι οι αρχές αυτές καταστρατηγούνται καθημερινά από την επιχειρηματικότητα, την Apple, την Google παρόλο που έχουν μείνει οι όροι και οι λέξεις (π.χ. κοινοποίηση, καινοτομία κλπ). H συνάντηση του Πάρκερ με τον Βέρνερ γεμίζει τον τελευταίο με θαυμασμό για την ευφυΐα του αλλά ταυτόχρονα με αηδία. Η κατάκτηση του διαστήματος, ο βιονικός άνθρωπος, νησιά που αιωρούνται στους αιθέρες δεν έχουν καμιά σχέση με την «ελεύθερη κοινότητα όπου η σκέψη χτίζεται συλλογικά, όπου τα πάντα είναι προσιτά». Το ελεύθερο ίντερνετ είναι μια ουτοπία, το ίντερνετ μπορέι να μετατραπεί σ' έναν  τεράστιο σκουπιδοτενεκέ. Ωστόσο, γίνεται κατανοητό ότι δεν είναι ξεκάθαρα τα όρια ανάμεσα στις δυνάμεις καταπίεσης και τις δυνάμεις της απελευθέρωσης, τα πράγματα είναι συγκεχυμένα.
     Ενδιαφέρον έχει και μια ακόμα κεντρική προσωπικότητα του μυθιστορήματος , που συχνάζει στο Noisebridge (όπως ο Άλβαρο και η Αντέλ), ο/η Λιν Ντάι (είναι εντυπωσιακό, γιατί το άτομο που βλέπουν είναι ένας άντρας –το πρόσωπο τα μαλλιά, τα χαρακτηριστικά- αλλά το άτομο που τους μιλάει είναι εντελώς κορίτσι, είναι μια γυναίκα, αν αυτό μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε).
     Άλλη μια διάσταση λοιπόν της «ανακάλυψης του σώματος» μας δίνει μέσω του προσώπου αυτού ο συγγραφέας. Ο/Η Λιν, σήμερα επιστήμονας που μελετά τον ανθρώπινο εγκέφαλο και βοηθός του Βέρνερ, το 1997 είχε παραγγείλει από το ίντερνετ μια ορμονική αγωγή γιατί το φύλο που του έδωσαν όταν γεννήθηκε δεν ήταν το δικό του, δεν θέλησε ποτέ να γίνει δικό του, στην πραγματικότητα, το δικό του φύλο είναι το άλλο, δηλαδή όχι εντελώς, είναι κάτι φλου, ενδιάμεσο, πιο κοντά στη γυναίκα παρά στον άντρα, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το καθορίσει ο ίδιος. Η Λιν μέσα στο μυθιστόρημα εκπροσωπεί το σώμα του 21ου αιώνα, διεμφυλικό και διεθνικό, διαδικτυακό, υβριδικό, άυλο μα αι απόλυτα σαρκικό…
Η ανακάλυψη του σώματος
     Θα μπορούσε λοιπόν αν ισχυριστεί κάποιος ότι ο πρωταγωνιστής σ’ αυτό το φαινομενικά «διπλό» μυθιστόρημα είναι το ανθρώπινο σώμα. Διπλό γιατί στο πρώτο μέρος, όπου περιγράφεται η τραγωδία στην Αγιοτσινάπα το σκηνικό είναι ένα πραγματικό, ιστορικό και μάλιστα συγκλονιστικό γεγονός, συγκλονιστικό γιατί βλέπουμε πώς η σύγχρονη εξουσία, με τα μέσα που διαθέτει, εκμηδενίζει/εξαφανίζει την ανθρώπινη ζωή, το ανθρώπινο σώμα. Στο δεύτερο μέρος, όπου κυριαρχεί η επιστημονική φαντασία (με στοιχεία αστυνομικής καταδίωξης στο τέλος), με διάφορους τρόπους (πείραμα Πάρκερ, Λιν, επιστημονικά πορίσματα) γίνεται «αποδόμηση» της σαρκικής υπόστασης του ανθρώπου:
Ο 21ος αιώνας θα είναι ένας εύπλαστος αιώνα. Τίποτα δεν είναι ιερό, τίποτα δεν υπάρχει αυτονόητα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, (ο καθένας) αποσυναρμολογεί τα πάντα, τα επινοεί ξανά.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://www.efsyn.gr/kosmos/latiniki-ameriki-karaibiki/2313_agnooymenoi-foitites-tis-agiotsinapa-anamesa-ston-pono-kai
[2] Ο τρανσουμανισμός είναι μια τάξη φιλοσοφιών της ζωής που επιδιώκουν τη συνέχιση και την επιτάχυνση της εξέλιξης πέρα από τη σημερινή ανθρώπινη μορφή και τους ανθρώπινους περιορισμούς μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθοδηγούμενη από αρχές και αξίες που προωθούν τη ζωή (https://evolutiongr.wixsite.com/society/post/%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B2%CE%AE%CE%BC%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF), βλ.και https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE.
[3] https://periopton.com/2018/02/14/%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CF%84%CE%B5/
[4] https://www.netflix.com/title/81045551 υπάρχει σειρά ντοκιμαντέρ στο Netflix
[5] Ο στρατός, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1968, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, συνέλαβε περίπου 500 άτομα, φοιτητές, καθηγητές και υπαλλήλους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 του Οκτώβρη (12 Οκτωβρίου αρχίζουν οι Ολυμπιακοί αγώνες του Μεξικού), θα γίνει η μεγάλη σφαγή 400 περίπου φοιτητών στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών. Είναι ιστορικές λοιπόν οι στιγμές για το Μεξικό και τους πολίτες του
[6] https://www.biohellenika.gr/el/vlastokyttara/vlastokyttara/ti-einai-ta-vlastika-kyttara.html
[7] Ο ελευθεριακός τρανσουμανισμός είναι μια πολιτική ιδεολογία που συνθέτει τον λιμπερταριανισμό και τον τρανσουμανισμό . [16]
Αυτοπροσδιορισμένοι ελευθεριακοί τρανσουμανιστές, όπως ο Ronald Bailey του <i id="mwAVM">περιοδικού Reason</i> και ο Glenn Reynolds του Instapundit, υποστηρίζουν το «δικαίωμα στην ανθρώπινη ενίσχυση » που υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη αγορά είναι ο καλύτερος εγγυητής αυτού του δικαιώματος, ισχυριζόμενος ότι παράγει μεγαλύτερη ευημερία και προσωπική ελευθερία από άλλα οικονομικά συστήματα.
[8] https://en.wikipedia.org/wiki/Noisebridge
[9] https://www.hackerspace.gr/