Σάββατο, Ιουλίου 28, 2007

Βίλχελμ Γκενατσίνο, Η βλακεία του έρωτα

«είναι ήδη τραγικό να θέλεις ν’ αποφεύγεις το τραγικό»

Πρόκειται για τον μονόλογο ενός μεσήλικα που έχει καταφέρει να διατηρεί ερωτική σχέση για πολλά χρόνια με δυο γυναίκες τις οποίες αγαπά εξίσου, εφόσον είναι όχι μόνο διαφορετικές, αλλά συμπληρωματικές. Γίνεται κάποια αναφορά στη «βλακεία του έρωτα», δηλ. στον τίτλο, αλλά δε θα έλεγα ότι το κέντρο του βάρους πέφτει στο καταδείξει αυτό ακριβώς, απλώς, ο ήρωας δεν είναι πια νέος , ο έρωτας δεν έχει την ορμή του πρώτου φτερουγίσματος εφόσον έχουν περάσει πολλά χρόνια με τη συντροφιά των δυο γυναικών (η μια δεν ξέρει την ύπαρξη της άλλης) και το άγχος της μέσης ηλικίας (ότι δεν θα τα καταφέρνει σεξουαλικά από ένα σημείο και μετά) αρχίζει και τον καταβάλλει. Το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα που δίνει το πνεύμα αλλά και το περιεχόμενο όλου του βιβλίου είναι στο οπισθόφυλλο (δεν είναι τυχαίο που το παραθέτουν και ο librofilo αλλά και το alef στις πολύ πιο αναλυτικές τους παρουσιάσεις):
Δεν μπορώ παρά να συστήσω ανεπιφύλακτα τη μόνιμη αγάπη για δύο γυναίκες. Λειτουργεί σαν ένα θαυμάσιο, διπλό αγκυροβόλημα στον κόσμο. Σιτεύεις με αγάπη, και αυτό είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι. Η αγάπη για δύο γυναίκες δεν είναι ούτε χυδαία, ούτε κακή, πόσο μάλλον διεστραμμένη ή φιλήδονη. Αντίθετα είναι τελείως ομαλή (και εξομαλυντική), είναι μια σημαντική εμβάθυνση σε όλα όσα έχουν σημασία στη ζωή. Τη συγκρίνω συχνά με την αγάπη για τους γονείς. Κανένας δεν αξίωσε ποτέ να αγαπάμε μόνο τη μητέρα ή μόνο τον πατέρα. Αντίθετα, όλος ο κόσμος απαιτεί από μας να αγαπάμε μητέρα και πατέρα, και μάλιστα ταυτόχρονα και έντονα για μια ζωή, ίσως και για περισσότερο. Αλίμονο αν εξασθενήσει η αγάπη μας για τον έναν ή τον άλλον! Κάθε τόσο αναρωτιέμαι γιατί στη μία περίπτωση μας επιτρέπεται η διπλή αγάπη, ενώ στην άλλη περίπτωση μας είναι απαγορευμένη. Η συνείδηση ότι η σεξουαλική μου ζωή ονομάζεται πολυγαμική και άρα κατά την κρατούσα αντίληψη είναι και κακόβουλη, για μένα δεν ισχύει μέσα στη διάρκεια των χρόνων. Όταν συναναστρέφομαι γιά μεγαλύτερο διάστημα μόνο μία γυναίκα, υποφέρω αμέσως από εγκατάλειψη, κυριεύομαι δηλαδή από το μόνιμο βάσανο όλων των μονογαμικών.
Ο μονόλογος του ήρωα επιτρέπει να παρακολουθήσουμε από πολύ κοντά την ιδιαίτερη ψυχολογία που επιβάλλει αυτή η παράξενη ισορροπία, κι αυτό αποτελεί και το ενδιαφέρον του βιβλίου. Όπως όμως αναφέρει κι ο librofilo, ο πρωταγωνιστής δεν κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη, τουλάχιστον τη … δική μου! Είναι κάπως αποστασιοποιημένος, ίσως κουρασμένος, ίσως γερασμένος ψυχικά (άκου «σιτεύεις με αγάπη»!!) ή μπορεί να επηρεάζει και η επαγγελματική του επιλογή που τον κάνει κάπως «συμβατικό», συμβατικότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς: είναι … «Αποκαλυπτής»!! («πεσσιμιστής της παρακμής και σύμβουλος της καθημερινότητας»!) δηλαδή: οργανώνει διαλέξεις όπου σχολιάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα κι αποκαλύπτει πτυχές του πολιτισμού μας, κάνοντας προβλέψεις! Η ιδιότητά του αυτή δίνει αφορμή για μια παράθεση λεπτών ειρωνικών σχολίων πάνω στη σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα, αλλά κι έναν αυτοσαρκασμό, εφόσον αυτές τις «σοφίες» ο ίδιος ο ήρωας τις αντιμετωπίζει με χιούμορ και ειρωνεία! Πολλά «τσιτάτα» των ομιλιών του είναι αξιόλογα από μόνα τους, όπως: « Η κατάργηση της διακριτικότητας στους δημόσιους χώρους είναι το πρώτο στάδιο προς τη φασιστικά οργανωμένη σκέψη», «Μόνο μια καταστροφή θα μπορέσει να σε κάνει ευαίσθητο», «… σιωπηλά, όπως ξέρουν τα ζώα, γιατί η σιωπή είναι ο μόνος τρόπος για να εκδηλωθεί ο συνεχής οίκτος», «όπου διαβάζουμε τη λέξη automatic, πρέπει να σκεφτόμαστε έναν σκουπιδότοπο» κ.α.
Παράλληλα, καθώς ξεδιπλώνει τη συναισθηματική του κατάσταση και το δίλημμα που τον βασανίζει, μπορεί κανείς να βρει πολύ ωραίες φράσεις, όπως «ένας μελαγχολικός άνθρωπος αρέσκεται να κοροϊδεύει αυτό που πριν από λίγο τον παρηγορούσε» ή … εύστοχες παρατηρήσεις : « Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να μένουν μια μέρα μακριά απ’ τη δουλειά τους χωρίς ανακοινώσεις και αιτιολογίες όταν νιώσουν ξαφνικά αηδία, είτε για την εταιρία τους, είτε για έναν συνάδελφο, είτε για τον ίδιο τους τον εαυτό, είτε για οποιονδήποτε. Μια ελεύθερη μέρα αηδίας θα μας βοηθήσει να συνέλθουμε χωρίς να το βάλουμε στα πόδια».
Η φράση ωστόσο που σημείωσα ιδιαίτερα και ξεχώρισα προσωπικά, ήταν: « Και να φανταστεί κανείς ότι πάντα ήθελα να αποφεύγω τα τραγικά συμβάντα της ζωής. Τώρα μόλις αντιλαμβάνομαι ότι είναι ήδη τραγικό να θέλεις ν’ αποφεύγεις το τραγικό». Πράγματι, ο πρωταγωνιστής βιώνει αυτού του είδους τη σύγκρουση. Μια ζωή προσπαθεί να … την αποφύγει, και στο τέλος πάλι αναβάλλει τη δυναμική παρέμβαση στη ζωή του. Αφήνεται. Δεν επιλέγει, δεν αποφασίζει:
(σελ. 144):
«Έχω εδώ και καιρό την εντύπωση ότι δεν θέλω πια να με απασχολούν οι υποθέσεις μου. Ο τρόπος που σκέφτομαι είναι δυσάρεστος για τα προβλήματά μου. Για την ακρίβεια βαριέμαι πια τις συγκρούσεις μου, αλλά δεν πρέπει να λάβω υπόψη μου αυτή τη βαρεμάρα. Στέκομαι, από άποψη σεξουαλικών επιδόσεων , με το πρόσωπο , δηλαδή με το φύλο, στον τοίχο. Θα έπρεπε να αποτραβηχτώ από τη σεξουαλική ζωή. Χάνω, πώς να το πω, όλο και πιο πολύ από την ερωτική μου ουσία –και για να μιλήσω λίγο πιο επίσημα: λίμπιντο. Θα έπρεπε να έχω το θάρρος να πω στη Σάντρα και στη Γιούντιθ: το δρστήριο μέρος της σεξουαλικής μου ζωής μάλον φτάνει σύντομα στο τέλος του, παρακαλώ, εγκαταλείψτε με. Η δειλία αυτής της σκέψης είναι δυστυχώς τυπική για μένα. Γιατί, για ν΄ακριβολογήσουμε, το γήρας είναι μια κατάσταση που μας ταιριάζει. Γήρας δεν είναι τίποτα άλλο από μια άλλη λέξη για την απροθυμία, και απρόθυμος ήμουν ήδη από παιδί. Βασικά, περίμενα το γήρας από τα παιδικά μου χρόνια, μου είναι οικείο».
Αυτή η στάση ενισχύεται από τις τελευταίες σειρές του βιβλίου:
«Ανακάμπτω από τα υπολείμματα της ερωτικής μου βιαιότητας μέχρι που δεν την αισθάνομαι πια. Νιώθω καλά με τη μπερδεμένη μου διάθεση για σιωπή και μου αρέσει που στέκομαι έτσι άσκοπα μπροστά στη δημόσια ασημαντότητα».

Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2007

Η δίκη, Φράντς Κάφκα

«… αν κρίνει κανείς απ’ τα χείλη σας, θα καταδικαστείτε ασφαλώς, και μάλιστα σύντομα»

Από την πρώτη κιόλας σελίδα μπαίνεις στον κόσμο του αδιέξοδου και του παράλογου στον οποίο βυθίζεται ο ήρωας σ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης («αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ», «…ένας άντρας, που ποτέ ως τότε δεν τον είχε δει σε τούτο το σπίτι», «δίχως να μπορεί κανείς να εξηγήσει…»). Μαζί με τον Γιόζεφ Κ., ο αναγνώστης κατακεραυνώνεται από μια σειρά γεγονότων που τον αφοπλίζουν σιγά-σιγά, τον ακυρώνουν και του στερούν κάθε βεβαιότητα, εφόσον «τον πιάνουν στον ύπνο» (κυριολεκτικά), τον συλλαμβάνουν χωρίς να του εξηγούν γιατί και χωρίς να του πουν ποτέ γιατί (κανένας δεν φαίνεται να είναι «αρμόδιος» γι αυτό!!) και τον οδηγούν σα μαριονέτα σε μια ακατανόητη διαδικασία
«δίκης» που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Αυτός είναι ο «βασικός σκελετός», αλλά θα ήταν άστοχο κατά τη γνώμη μου να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται απλώς για μια αλληγορία με θέμα την αδυναμία του ατόμου, του «προσώπου» απέναντι στο Νόμο, στη γραφειοκρατία, στην εξουσία ή στο δαιδαλώδες αυτό ανθρώπινο κατασκεύασμα που λέγεται «δικαιοσύνη». Σίγουρα εκεί οδηγεί μια «πρώτη ανάγνωση», αλλά η όλη πορεία του Γιόζεφ Κ. κι ο τρόπος που βιώνει το παράλογο δίνει κι άλλες πολλαπλές διαστάσεις. Ο Κάφκα καταφέρνει να συνδυάσει ένα ρεαλιστικό τρόπο γραφής όπου η συνείδηση του ήρωα διαμορφώνεται και μεταλλάσσεται βήμα- βήμα καθώς βιώνει το παράλογο, το ανεξήγητο, το ονειρικό. Τα συμβάντα, δηλαδή, είναι πέρα απ’ την ρεαλιστική πραγματικότητα, ενώ η πρόσληψή τους είναι ψυχολογημένη και παρουσιασμένη αναλυτικά, ο ήρωας βρίσκει έναν τρόπο να ξεδιπλώνει πάντα τον εσώτερό του εαυτό και τη στάση του απέναντι στα γεγονότα που τον υπερβαίνουν. Είναι σα να παρακολουθούμε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη για την ακρίβεια, το οποίο ο πρωταγωνιστής /αφηγητής (σε γ’ πρόσωπο ωστόσο) έχει τη δυνατότητα την ώρα που το βλέπει να το θυμάται και ν’ αποδίδει με ακρίβεια, παραθέτοντας παράλληλα και τις σκέψεις του, την κατάπληξή του, όπως κι άλλα μύχια συναισθήμστα, αλλά και να συμμετέχει στις αλλαγές. Αυτή τη γοητευτική ανάμειξη του παράλογου με το ρεαλιστικό, του ονειρικού με το θεμελιακά ανθρώπινο και βαθιά ψυχολογημένο, το συναντά κανείς και στον Ζοζέ Σαραμάγκου ( Η σπηλιά, Περί τυφλότητας), αναλογίες που υπάρχουν ακόμα και στο ύφος. Για παράδειγμα:
(σελ. 12):
«Δε επιτρέπεται», είπε ο μεγαλόσωμος φύλακας, «αφού έχετε συλληφθεί». «Πώς είναι δυνατόν να έχω συλληφθεί;»
(σελ. 14):
Ο Κ. δεν αποκρίθηκε τίποτα πια. «Δεν πρέπει», σκέφτηκε, « να περιπλέξω ακόμη περισσότερο τα πράγματα φλυαρώντας με αυτά – όπως οι ίδιοι ομολογούν – τα κατώτερα όργανα. Μιλούν πάντως για πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουν καθόλου. Η βεβαιότητά τους οφείλεται μόνο στη βλακεία τους».
(σελ. 18):
«Ξαφνιαστήκατε βέβαια πολύ με τα σημερινά πρωινά γεγονότα;»
(…) «Βέβαια ξαφνιάστηκα, αλλά δεν ξαφνιάστηκα και πολύ. (…) Θέλω να πω, ξαφνιάστηκα βέβαια πολύ, ωστόσο σκληραγωγείται κανείς με τις εκπλήξεις και, όταν βρίσκεται τριάντα χρόνια στον κόσμο και πρέπει να προχωρήσει μόνος του, όπως ήταν γραφτό μου, δεν τις παίρνει πολύ στα σοβαρά. Τη σημερινή ιδιαίτερα όχι».
Βλέπουμε δηλαδή, ακόμα και μέσα στα σύντομα αποσπάσματα, πώς συνυπάρχουν το εξωπραγματικό (αποκλείεται κανείς ν’ απαντά στην εξουσία με τόση εξομολογητική διάθεση), η ψυχολογημενη στάση του ήρωα με γλυκόπικρο χιούμορ, το κοινωνικό σχόλιο, η θυμοσοφική διάθεση κλπ.
Αυτή η ανάμειξη μιας φιλοσοφικής στάσης απέναντι στο ακατανόητο με τη λεπτή αίσθηση πικρής σάτιρας συνιστά και την ιδιαίτερη μαγεία. Ο αναγνώστης δεν παραδίνεται σ’ ένα υπερρεαλιστικό παραλήρημα, ούτε σε κοινωνική μελέτη, αλλά παρακολουθεί τις διακυμάνσεις μιας κατάπληκτης συνείδησης μπροστά στο βάρος μιας υπερ- πραγματικότητας. Την αίσθηση του ονειρικού εντείνουν και τα «σκηνικά»: άδεια δωμάτια, στενά διαμερίσματα σπιτιών που κατοικούνται και μετατρέπονται ξαφνικά σ’ αίθουσες ανακρίσεων, άδειες αίθουσες συνεδριάσεων, ξαφνικά η άθλια σοφίτα όπου κατοικεί ο «ζωγράφος» (πρόσωπο που κατά …παράδοξο τρόπο βοηθά την «υπόθεση του ήρωα) επικοινωνεί με μυστική πόρτα με τα δικαστήρια, κ.α. Αλλά και τα πρόσωπα είναι σκηνοθετημένα σαν σε θέατρο παραλόγου: ο δικηγόρος είναι ένα άτομο κατάκοιτο, άρρωστο με φοβερό ωστόσο κύρος, ο ζωγράφος έχει πρόσβαση στους δικαστικούς κύκλους κα «επηρεάζει» τις αποφάσεις αν και είναι περιθωριοποιημένος κοινωνικά, ο «ιερέας» κάνει κήρυγμα σ’ ένα άδειο εκκλησίασμα, κλπ. Την ελαφράδα των υπρερρεαλιστικών κειμένων έχει η συγκλονιστική σκηνή όπου, ο Γιόζεφ Κ., προκειμένου να βρει την αίθουσα ανακρίσεων «σοφίστηκε κάποιον μαραγκό Λάντς- το όνομα του ήρθε στο νου, κι ήθελε τώρα να ρωτήσει σ’ όλα τα διαμερίσματα αν έμενε εκεί κάποιος μαραγκός Λαντς, για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό να κοιτάξει μέσα στα δωμάτια». Η περιγραφή του ήρωα καθώς ψάχνει είναι …διασκεδαστική (σελ. 51-52), ενώ, κάποια στιγμή του λένε ότι «εδώ είναι ο μαραγκός Λαντς, και τον οδηγούν στην …αίθουσα ανακρίσεων».
Είναι πολλά τα στοιχεία που θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος για να υποστηρίξει βασικά το βιβλίο είναι μια κριτική του «συστήματος». Π.χ.:
(σελ. 159):
Μόνο την προσοχή να μην προκαλεί κανείς! Να κάθεται φρόνιμα, όσο κι αν αυτό αντιτίθεται στο πνεύμα του! Να προσπαθήσει να εννοήσει ότι αυτός ο μεγάλος δικαστικός οργανισμός βρίσκεται τρόπον τινα σε μια διαρκή εκκρεμότητα και ότι μπορεί κανείς βέβαια, όταν ο ίδιος αυτόβουλα αλλάζει κάτι στη θέση του και γίνεται αιτία να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, να γκρεμιστεί ο ίδιος, ενώ ο μεγάλος οργανισμός βρίσκει εύκολα την ισορροπία πάλι και ξεπερνά την ενόχληση- αφού όλα είναι συναφή- και παραμένει αμετάβλητος, αν δε γίνεται μάλιστα ακόμα συμπαγέστερος, προσεκτικότερος, αυστηρότερος, σκληρότερος.
Δε συμφωνώ με την άποψη ότι ο ήρωας είναι παθητικός και αδρανής, αδιάφορος στην αδιαφορία του κόσμου. Ιδιαίτερα στην πρώτη αυτή φάση της «πρώτης ανάκρισης» είναι πολύ δυναμικός, όσο του επιτρέπει το παράλογο. Τα λέει «έξω απ’ τα δόντια», πάντα μέσα στο ονειρικό πλαίσιο, αλλά και η στάση του στη συνέχεια, είναι όσο το δυνατόν δυναμική. Ψάχνει, κινητοποιείται, είναι έξυπνος και τολμηρός, ένας Οιδίποδας που επιμένει. Γνωρίζει, ή μάλλον καταλαβαίνει πολύ καλά ότι έχει να παλέψει με το αδύνατο, με το αναπότρεπτο, με το «πεπρωμένο» (εφόσον μιλήσαμε για Οιδίποδα).(«η αθωότητά μου δεν απλουστεύει το ζήτημα», «το ξέρετε βέβαια το δικαστήριο πολύ καλύτερα από μένα· όταν μια φορά απαγγείλει κατηγορία είναι απόλυτα βέβαιο για την ενοχή του κατηγορούμενου και μόνο δύσκολα κλονίζεται από τούτη την πεποίθησή του»)
Έτσι λοιπόν, πέρα απ’ το κοινωνικό επίπεδο, θα έλεγα ότι ο Γιόζεφ Κ. εκπροσωπεί έναν μέσο άνθρωπο που καθίσταται, ή μάλλον συνειδητοποιεί ότι είναι ον τραγικό. (Εκείνοι που έχουν πείρα σ’ αυτά είναι σε θέση ν’ αναγνωρίσουν μέσα από το μεγαλύτερο πλήθος τους κατηγορούμενους, έναν προς έναν. Από τι θα ρωτήσετε. Η απάντησή μου δεν θα σας ικανοποιήσει. Οι κατηγορούμενοι είναι ακριβώς οι ωραιότεροι. Δεν μπορεί η ενοχή να τους κάνει ωραίους, (…) πρέπει επομένως, να οφείλεται μόνο στη διαδικασία που έχουν κινήσει εναντίον τους, που εντυπώνεται κάπως πάνω τους.) Η οπτική γωνία που προσωπικά προτίμησα για ν’ απολαύσω το βιβλίο είναι κάπως φιλοσοφική, παρακολούθησα τη μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου που είναι μόνος κι αδύναμος "σα ριγμένος" και κατακλύζεται σιγά-σιγά από μια «αρχέγονη ενοχή», ίσως μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωπος. Αυτή η οπτική διαφαίνεται στη συνάντηση με τον ζωγράφο ( η «πραγματική» αθώωση, η φαινομενική αθώωση και η διαιώνιση!), αλλά κυρίως στην –έσχατη- συνάντηση με τον ιερέα. Το σκηνικό και δω είναι καθαρά εξωπραγματικό και μυσταγωγικό (σκοτεινή, ερημική εκκλησία, καιρός βροχερός, άδειες σκάλες, κεριά, κλπ.).
(σελ.276):
«Ωστόσο, δεν είμαι ένοχος», είπε ο Κ., «είναι πλάνη. Πώς μπορεί λοιπόν γενικά ένας άνθρωπος να είναι ένοχος; Είμαστε βέβαια όλοι άνθρωποι εδώ, ο ένας σαν τον άλλο (…) Η θέση μου γίνεται όλο και δυσκολότερη». «Παρεξηγείς τα γεγονότα», είπε ο ιερέας. «η απόφαση δεν έρχεται μονομιάς· η διαδικασία οδηγεί σιγά σιγά στην απόφαση».
Ο Γιόζεφ Κ. δείχνει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στον ιερέα (Μαζί σου μπορώ να μιλήσω ανοιχτά), αλλά ο ιερέας γρήγορα τον προσγειώνει λέγοντάς του ότι πλανάται με το δικαστήριο. Το σημείο αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το αποκορύφωμα, όπου ο ιερέας περιγράφει το δικαστήριο και τη σχέση των ανθρώπων με τον Νόμο, σ΄ένα μύθο, τον οποίο στη συνέχεια ερμηνεύει με καθαρά ορθολογικό τρόπο, για να καταλήξει σ’ έναν σχετικισμό εσχατολογικό.
(σελ. 281):
«Τι θες λοιπόν τώρα να μάθεις ακόμα;» ρωτά ο θυρωρός. «Είσαι αχόρταγος». «Όλοι αγωνίζονται αλήθεια να φτάσουν στο Νόμο», λέει ο άντρας. «Πώς συμβαίνει να μην έχει ζητήσει κανένας να μπει όλα τα χρόνια εκτός από μένα;» Ο θυρωρός καταλαβαίνει πως ο άντρας είναι πια στα τελευταία του και, για να προφτάσει ακόμα την ακοή του που σβήνει, ωρύεται στο αυτί του: « Από δω δεν μπορούσε κανένας άλλος να μπει, επειδή τούτη η είσοδος ήταν μονάχα για σένα προορισμένη. Τώρα πάω να την κλείσω» .
Με τη λογική του παραλόγου ο ιερέας καταλήγει ότι ο θυρωρός είναι κατώτερος, «υπεξούσιος» του κατάδικου. «Προπάντων ο ελεύθερος είναι ανώτερος απ’ τον δεσμευμένο. Ο άντρας λοιπόν είναι πραγματικά ελεύθερος· μπορεί να πάει όπου θέλει, μόνο η είσοδος στο Νόμο του είναι απαγορευμένη, κι αυτό μονάχα από έναν, τον θυρωρό. Αντίθετα, ο θυρωρός …» κλπ.κλπ.
(σελ. 288):
« Με τούτη τη γνώμη δε συμφωνώ απολύτως», είπε ο Κ. κουνώντας το κεφάλι, «επειδή, αν κανείς συμφωνήσει μ’ αυτήν, πρέπει να θεωρήσει όλα όσα λέει ο θυρωρός αληθινά. Ότι όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, το απέδειξες βέβαια και συ διεξοδικά» «Όχι», είπε ο ιερέας, «δεν πρέπει κανείς να τα θεωρήσει αληθινά, πρέπει μόνο να τα θεωρήσει αναγκαία». (περί αναγκαιότητας κι ελευθερίας δηλ. ο λόγος)
Αυτά είναι και τα τελευταία λόγια του διαλόγου, κι ο Γιόζεφ νιώθει κουρασμένος αλλά και εγκαταλελειμμένος απ’ το μόνο πρόσωπο που πίστευε ότι θα τον βοηθήσει πραγματικά. Το κεφάλαιο και η συνάντηση τελειώνει με την αποκάλυψη ότι ο ιερέας είναι «κι αυτός μέλος του δικαστηρίου («Το δικαστήριο δε ζητά τίποτα από σένα. Σε δέχεται όταν πηγαίνεις εκεί και σε αφήνει πάλι ελέυθερο όταν φεύγεις»).
Και ξεκινά κατόπιν τούτου το κεφάλαιο που επιγράφεται το «Το τέλος». Ο ήρωας δεν πασχίζει πια.(«Το μόνο που μπορώ τώρα να κάνω», είπε μέσα του, «το μόνο που μπορώ τώρα να κάνω είναι να διατηρήσω ως το τέλος το λογικό μου, που με ήρεμο τρόπο τα ταξινομεί όλα»). Φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι τον περιμένει το τέλος και να το αποδέχεται (λύτρωση; -μάλλον κάτι βαθύτερο). Ερωτήματα όπως «ποιος ήταν; Ένας φίλος; Ένας καλός άνθρωπος; ένας μονάχος; Όλοι; Ένας που συμπονούσε; Ένας που ήθελε να βοηθήσει;», φαίνεται να μην έχουν ιδιαίτερη θέση μπροστά στην αποδοχή του παράλογου της καταδίκης. «Σαν το σκυλί! » είπε στο τέλος, σα να αναγνωρίζει ως μοναδική αξία κι αλήθεια τη συναίσθηση της αξιοπρέπειας.

Χριστίνα Παπαγγελή