Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 09, 2020

Η τελευταία σελίδα, Γκαζμέντ Καπλάνι

                                                                                       Στον ανθρώπινο κόσμο
το φως και το σκοτάδι είναι το ένα μέσα στο άλλο,
σ’ ένα πολύχρωμο, μπλεγμένο κουβάρι.
Δυο ισχυρούς λόγους έχει ο αναγνώστης  για να διαβάσει αυτό το βιβλίο του Αλβανού συγγραφέα: ο πρώτος είναι ότι το κύριο θέμα είναι η αναζήτηση της ταυτότητας στην εποχή της τωρινής κρίσης, όπου τα εθνικά σύνορα στα εθνικά κράτη σιγά σιγά καταρρέουν κάτω από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, και ο δεύτερος ότι το κράτος για το οποίο γίνεται λόγος είναι το γειτονικό μας, η Αλβανία. Πέρα όμως απ’ αυτούς τους άξονες ενδιαφέροντος, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό στην πλοκή και στη δομή, με πινελιές νουάρ, που ικανοποιεί και τον αναγνώστη που δεν ενδιαφέρεται για το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο. Με τη διαφορά ότι οι απαντήσεις/λύσεις που δίνονται προϋποθέτουν αυτό ακριβώς το ιστορικά προσδιορισμένο πλαίσιο.
Ήδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι ο πρωταγωνιστής Μέλσι, αλβανικής καταγωγής αλλά κάτοικος της Αθήνας πια με σύντροφο Ελληνίδα, αισθάνεται ότι γεννήθηκε σε «λάθος χώρα» (και, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, θα αναφωνήσει  κι ότι ζει επίσης σε «λάθος χώρα»). Στην πρώτη επίσης σελίδα τον βλέπουμε να σημειώνει στο σημειωματάριό του μισές λέξεις στα ελληνικά, μισές στα αλβανικά (τα ελληνικά ήταν μια μεγάλη πολυταξιδεμένη κοσμοπολίτικη κυρία, ξεπεσμένη πια, και τα αλβανικά ένας σκληροτράχηλος, απίστευτα συντηρητικός και θεοπάλαβος βουνίσιος, μάστορας της επιβίωσης). Ο ήρωάς μας είναι όχι μόνο «άπατρις» αλλά και άθρησκος (άθεος μάλιστα, όχι μόνο επειδή είχε γεννηθεί στην Αλβανία την εποχή της αθεΐας, αλλά κι επειδή έκανε το λάθος να μεταναστεύσει στην Ελλάδα, όπου η ορθόδοξη θρησκεία τον απωθούσε, γιατί ήταν κάτι μεταξύ εθνικιστικού μελοδράματος και κρατικής πνευματικής δικτατορίας). Η αθεΐα του άλλωστε του κόστισε και την ελληνική υπηκοότητα (νόμιζα ότι ζούμε σε κοσμικό κράτος και όχι σε θεοκρατία).
Το  βασικό σκηνικό στήνεται στις πρώτες σελίδες, όπως ταιριάζει σε μια καλή, αστυνομικής υφής ιστορία: ο Μέλσι, μόλις έμαθε ότι πέθανε ο πατέρας του ο Αλί στην… Κίνα (στοιχείο έκπληξης και για τον ίδιο), ταξιδεύει στα Τίρανα για να παραλάβει, μετά από τη σχετική πολύπλοκη διαδικασία, τη σορό του. Τα ερωτήματα που τον κυριεύουν είναι και τα βασικά ερωτήματα γύρω απ’ τα οποία στήνεται το στοιχείο μυστηρίου: τι γύρευε ο πατέρας του στη Σαγκάη; Ήταν μόνος του ή με παρέα; Και πηγαίνοντας πιο πίσω, τι έκανε τον πατέρα του να αφήσει τις αγαπημένες του ασχολίες και να αρχίσει τα ταξίδια;
 Οι σχέσεις με τον πατέρα ήταν από καιρό ψυχρές (ο Μέλσι τον θεωρεί υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας), η ξαφνική απώλεια ωστόσο αναγκάζει τον Μέλσι να ανιχνεύσει την προσωπικότητα του θανόντος και το παρελθόν του, σκαλίζοντας βαθιά, αναβιώνοντας εκ των υστέρων και επαναπροσδιορίζοντας την τραυματισμένη σχέση πατέρα-γιου. Μ’ αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει και ψυχαναλυτική διάσταση στο μυθιστόρημα.
Η επιστροφή του Μέλσι στην Αλβανία δίνει την αφορμή για πολλές ανασκοπήσεις στα παιδικά χρόνια, και έμμεσα στο ανάμεικτο σύστημα κοινωνικών παροχών, μιζέριας και ανελευθερίας που χαρακτήριζε το αλβανικό καθεστώς. Έχουμε μια αρχετυπική σκηνή «επιστροφής» στα πάτρια με εικόνες από το ανεξίτηλο παρελθόν, που εναλλάσσονται με τις εικόνες του σήμερα, τις εικόνες της μετακομμουνιστικής Αλβανίας. Στην  υποτυπώδη έρευνα που έκανε ο ήρωας στο πατρικό σπίτι «σκοντάφτει» πάνω σ’ ένα τετράδιο του πατέρα «Η Αλλόκοτη Ιστορία ενός Κρυπτοεβραίου –Προσχέδιο για Βιβλίο».  Αιφνιδιάζεται όταν ανακαλύπτει ότι όλη η αφήγηση, που παρατίθεται αυτούσια και στον αναγνώστη, κομμάτι-κομμάτι,  ταιριάζει απόλυτα με τα στοιχεία της οικογένειας, αν εξαιρέσουμε τα διαφορετικά ονόματα. Η μυστική ιστορία που κατέγραψε ο Αλί είναι προφανώς η κρυφή, άγνωστη για τον Μέλσι ιστορία της οικογένειας. Μια ιστορία μετακινήσεων και διωγμών, όπως αυτοί που υπέστησαν χιλιάδες άλλοι κάτοικοι των Βαλκανίων την ίδια χρονική περίοδο.
Γενικότερα, μεταφερόμαστε σε ατμόσφαιρα που θυμίζει την αντίστοιχη της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του 50, που έμεινε καθηλωμένη στο χρόνο λόγω του περάσματος του κομμουνισμού: παλιές και κακάσχημες πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ (οι περισσότερες πολυκατοικίες στην πόλη τους έμοιαζαν με χαλασμένα δόντια. Η πόλη έμοιαζε με το στόμα των κατοίκων και τα στόματα των κατοίκων με την πόλη)∙ περίεργα ονόματα στα παιδιά που γεννούνται (αυτή η χώρα, στα ονόματα, είναι η πιο μεταμοντέρνα του κόσμου)∙ χαλασμένα δόντια λόγω έλλειψης… οδοντόπαστας∙  απαλλαγή φοιτητών από στρατιωτική θητεία κλπ κλπ.
Η αφήγηση είναι έτσι δομημένη που αποκαλύπτει  τη ζωή, μεταπολεμική αι σύγχρονη, και στις δυο χώρες:  εκείνον τον καιρό η Αλβανία έμοιαζε με ξεκοιλιασμένο άνθρωπο που έδειχνε τα εντόσθιά του, τα οποία ανέδιδαν μια φοβερή δυσοσμία. Η παράλληλη αφήγηση όπου ο κεντρικός ήρωας είναι ο Μέλσι, αναδεικνύει την πολλαπλότητα και τη σύγχυση της σύγχρονης Αλβανίας και Ελλάδας. Γιατί και η ζούγκλα της Αθήνας περιγράφεται όλες αυτές τις δεκαετίες, κυρίως όμως την εποχή όπου έχει τις ρίζες της η σύγχρονη κρίση (άνοιγμα συνόρων Αλβανίας, ζήτημα με Μακεδονία, γιγάντωση της ακροδεξιάς: χαρακτηριστικό το επεισόδιο εμπρησμού πέντε Πακιστανών από δυο εφήβους).
Η μέθοδος του εγκιβωτισμού δεν είναι πολύ ασυνήθιστη, αλλά στο μυθιστόρημα αυτό οι δύο παράλληλες ιστορίες συνυφαίνονται με αριστοτεχνικό τρόπο, καθώς οι αφηγήσεις του πατέρα ανασύρουν αναμνήσεις από τον αυτοεξόριστο Μέλσι. Μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στους διωγμούς των Εβραίων, σε αλλαγές ονομάτων για την επιβίωση, στην Καβάγια (μικρή αλβανική πόλη) για ένα διάστημα, στα Τίρανα. Παίρνουμε γεύση από το αλβανικό αντάρτικο, αλλά κι απ’ τον θρίαμβο του κομμουνιστικού καθεστώτος όταν διώχτηκαν οι Γερμανοί.
 Οι δεσμοί με το παρελθόν, όταν πια τα σύνορα έχουν κλείσει ερμητικά, είναι ανύπαρκτοι. Ο μικρός Ισά (ο Αλί) μιλά αλβανικά και μαθαίνει στο σχολείο και ρωσικά, ενώ όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου αποφασίζει να σπουδάσει ιστορία (σε κάθε περίπτωση, ήταν ειρωνικό κάποιος σαν κι αυτόν, που είχε σβήσει ένα κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας, να σπουδάσει ιστορία. Αλλά σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν όλη η ζωή του μια ατέλειωτη αλυσίδα τραγικής ειρωνείας;). Η ευθύγραμμη πορεία ολοκληρώνεται με τον διορισμό του στο Τμήμα Απαγορευμένων Βιβλίων (!) στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων, τον έρωτα προς τη Μπόρα και τη γέννηση του παιδιού (του ήρωά μας) το 1968, μέσα στην καρδιά του κομμουνιστικού καθεστώτος που ονόμασε Μέλσι (από τα αρχικά των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν!).
Το πολιτικό θρίλερ αρχίζει και στήνεται περίπου στη  μέση του βιβλίου, γύρω από το «θανάσιμο» -για τα κομμουνιστικά καθεστώτα- σφάλμα του Ισά/Αλί να κάνει κρυφά και βεβιασμένα έρωτα με μια Κινέζα στα πλαίσια μιας επαγγελματικής συνάντησης «για ανταλλαγή εμπειριών ανάμεσα στους εργάτες των δύο φίλων κομμουνιστικών χωρών», Κίνας- Αλβανίας. Η υπόθεση ως προς αυτό θυμίζει το μυθιστόρημα «Το Αστείο» του Κούντερα. Ασυγχώρητο το ολίσθημα και για τα δύο καθεστώτα, που παρακολουθούν τις συναναστροφές με πανταχού παρόντες χαφιέδες. Οι επιπτώσεις  συσσωρεύονται σα χιονοστιβάδα: προσαγωγή στο τμήμα, ανάκριση (ανακριτής ο παλιός αντίζηλος, Ακίλ Ο.), ψυχικός εκβιασμός, απομάκρυνση από οικογένεια, δυσμενής μετάθεση κλπ κλπ (το ότι η ζωή του δεν θα ήταν πλέον η ίδια το καταλάβαινε κάθε μέρα όταν πήγαινε στη δουλειά του, που δεν ήταν πια δουλειά του). Η συναισθηματική σύγκρουση  (κάτι μεταξύ αφόρητης ηδονής και αβάσταχτης τύψης) κυριαρχεί στην καθημερινότητα, ενώ ο φόβος και οι τύψεις μετατρέπονται σιγά σιγά σε τρόμο μπροστά στον ανελέητο μηχανισμό του κράτους (δεν ήταν απλώς η σκιά του εαυτού του, αλλά μια κακιά σκιά του εαυτού του). Ενός  κράτους που ασκεί βιοπολιτική εξουσία εισδύοντας σε όλες τις εσώτερες πτυχές της ζωής του ανώνυμου πολίτη. Ο τρόμος και το μίσος κατευθύνουν πια τον απελπισμένο Αλί/Ίσα σε απονενοημένες σκέψεις και πράξεις, που οδηγούν την πλοκή σε απρόσμενο «κρεσέντο». Είναι το κρεσέντο στο οποίο καταλήγει η «τελευταία» σελίδα του χειρόγραφου, όπου κλείνει ο τραγικός κύκλος.
Αυτήν την ιστορία καλείται ο ήρωάς μας να ανασυστήσει, ενώ παράλληλα κατακλύζεται  από τη συναισθηματική φόρτιση του γιου που αναζητά το πραγματικό πρόσωπο του πατέρα…  (Στον ανθρώπινο κόσμο το φως και το σκοτάδι είναι το ένα μέσα στο άλλο, σ’ ένα πολύχρωμο, μπλεγμένο κουβάρι. «Εκείνο που μ’ αρέσει είναι να ξετυλίγω αυτό το κουβάρι», έλεγε αυτάρεσκα). Μοιρασμένος συναισθηματικά ανάμεσα σε δυο χώρες αλλά και σε δυο γυναίκες, ζει λυτρωτικά σχεδόν την «έξοδο» αυτού του τραγικού προσώπου που υπήρξε ο πατέρας του βιώνοντας την κάθαρση που αντιστοιχεί σε τέτοιου είδους ενδοσκοπήσεις.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υγ. 1. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Οροπέδιο", το καλοκαίρι του 2019
Υγ. 2. Αξίζει κανείς να δει το βιογραφικό του συγγραφέα, όπω και μια συνέντευξή του του 2018: https://www.lifo.gr/articles/sunenteukseis_articles/212854/gkazment-kaplani-oi-ellines-kai-oi-alvanoi-einai-prota-ksaderfia-poy-toys-emathan-na-mi-xoneyontai-metaksy-toys