Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

Αλμπέρτο Μοράβια, 1934

Μα κάθε ευχαρίστηση θέλει αιωνιότητα∙
θέλει βαθιά βαθιά αιωνιότητα.
Νίτσε

Ένα παιχνίδι πάνω στον έρωτα και το θάνατο, μάλλον πάνω στην υπαρξιακή απελπισία που βρίσκει  διέξοδο  στον έρωτα και μπορεί να καταλήξει στο θάνατο, είναι το πρωτότυπο και μάλλον παραγνωρισμένο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1984 (Εξάντας) αλλά δεν κυκλοφορεί πια. Ένα βιβλίο γεμάτο ερωτισμό (ευφάνταστος πάντα σε πολύ ιδιαίτερες ερωτικές καταστάσεις ο Μοράβια, τις οποίες μας αναπαριστά με μεγάλη μαστοριά) και  μύχιες σκέψεις που δείχνουν τις αντιφατικές διακυμάνσεις της ψυχής όταν διερευνά τα όριά της. Όπως γράφει κι ο τίτλος, βρισκόμαστε στο 1934, εποχή όπου μεσουρανεί η μελαγχολία, ο πεσσιμισμός, οι αυτοκτονικές τάσεις, ενώ παράλληλα ανέρχεται ο φασισμός κι ο ναζισμός.
«Είναι δυνατόν να ζει κανείς μέσα στην απελπισία και να μην επιζητεί το θάνατο;» είναι το καίριο ερώτημα που απασχολεί μέχρι τα βάθη το νεαρό Ιταλό σπουδαστή Λούτσιο, που είναι και ο αφηγητής. Γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό, επηρεασμένος από τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ, που έδωσε ρομαντικό τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας μαζί με την αγαπημένη του (κάνει διπλωματική εργασία σχετικά), θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα του οποίου ο ήρωας θα αυτοκτονήσει, μόνο και μόνο για να «σταθεροποιήσει» συνειδητά και συστηματικά την απελπισία(!). Κι αυτό, σύμφωνα με τη λογική του παραλόγου που είναι διάχυτη στο έργο, γιατί «μέσα από την άσκηση της λογοτεχνίας θα μετέφερε στο χαρτί αυτό που ήταν στο επίπεδο της πρόθεσης, θα κατόρθωνε να κάνει την «σταθεροποιημένη» πια, άρα αναποτελεσματική απελπισία, αυτό που πίστευε ακλόνητα πως στις μέρες μας έπρεπε να είναι, η φυσική κατάσταση της ύπαρξης του ανθρώπου». Ήθελε, όπως έλεγε, να κάνει «έξυπνη» την απελπισία, να τη ρυθμίζει όπως ρυθμίζεται η θερμοκρασία του μπάνιου:
Εδώ και μερικά χρόνια με καταδίωκε η έμμονη ιδέα να «σταθεροποιήσω» την απελπισία. Υπέφερα από μια μορφή άγχους  που, ακριβώς, οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ήλπιζα σε τίποτα ούτε στο κοντινό, αλλά ούτε και στο απόμακρο μέλλον. Η σκέψη μου χάιδευε συχνά τη λύση της αυτοκτονίας είτε σαν λύτρωση από το άγχος είτε σα λογική και αναπόφευκτη απόληξη της έλλειψης ελπίδας (..) Η αυτοκαταστροφική δύναμη της απελπισίας θα εύρισκε διέξοδο πάνω στη σελίδα κι όχι στη ζωή μου.

Όμως ερωτεύεται. Μια Γερμανίδα. Στο πλοίο από τη Νάπολι στο Κάπρι. Κεραυνοβόλα και παθιασμένα, εφόσον το αντικείμενο του πόθου δείχνει να πάσχει από την ίδια κι απαράλλαχτη τυφλή παραφορά με την οποία στη δική της ηλικία επιθυμεί κανείς να κάνει έρωτα: την εμμονή του θανάτου.  Έτσι, η αντίφαση γίνεται ακόμα τραγικότερη, εφόσον αυτό που τονώνει τον έρωτα (που είναι επιθυμία ζωής!) είναι η επιθυμία του κοινού θανάτου, στα πρότυπα του Φον Κλάιστ!  Ο Λούτσιο ακολουθεί την παντρεμένη γυναίκα και τον σύζυγό της στο ξενοδοχείο, όπου χτίζεται μια σιωπηρή σχέση. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά το βίωμα αυτής της ερωτικής γοητείας (βλέμματα, στίχοι, μυστικά σημειώματα) αλλά και της αντίφασης μέσα από πλήθος κωμικοτραγικές καταστάσεις (π.χ. συνεννοήσεις με τα μάτια που γίνονται παρουσία  του… συζύγου, ή απίστευτα «τυχαίες» συναντήσεις) και η όμορφη, δυστυχισμένη, απελπισμένη Μπεάτε, (που παραπέμπει στον πίνακα «Μελαγχολία» του Ντύρερ), προτείνει με τα πολλά να πάει στο δωμάτιο  του Λούτσιο μεταμεσονύκτιες ώρες για να πεθάνει, μετά τον έρωτα, μαζί με τον αγαπημένο της.
Ήταν μια συνεχής εναλλαγή, μέσα στην ψυχή μου, του 2% της ανθρώπινης φύσης και του 98% της ζωώδους φύσης, γι αυτό πότε μου φαινόταν πως η αυτοκτονία ήταν τόσο ώριμη όσο κι ένα φρούτο πάνω στο δέντρο που έφτανε να σηκώσεις το χέρι για να το πάρεις, και κάποτε μου συνέβαινε, όπως τώρα, για παράδειγμα, μετά τη συνάντηση πάνω στο καράβι, να επιχειρώ με κάθε μέσο την ικανοποίηση των επιθυμιών μου. Αυτή η αντιφατική εναλλαγή της απελπισίας και της επιθυμίας με ταπείνωνε. Πώς; Ήμουν απελπισμένος, πάρα πολύ απελπισμένος. Παρόλ’ αυτά, μπλεκόμουν με κλειστά μάτια μέσα στα πάθη της ηλικίας μου.

Η πρόταση της Μπεάτε για διπλή αυτοκτονία ταράζει τις ισορροπίες του νεαρού Λούτσιο (έκανε συντρίμμια την ψυχολογικο- λογοτεχνική μου μηχανούλα!). Στο κάτω κάτω, όταν κανείς είναι πραγματικά απελπισμένος, αυτοκτονεί, δεν γράφει μυθιστόρημα για την αυτοκτονία!  Η ορθολογική αυτή σκέψη αλλά και η μεγάλη σωματική έλξη που νιώθει ο ήρωας (κι εδώ μάστορας ο Μοράβια) τον κάνει να δεχτεί. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα αισθήματα είναι γνήσια, η σχέση μας ήταν αβέβαιη και μαζί στέρεη∙ εγώ είχα πρώτα επιθυμήσει, μετά φοβηθεί, μετά πάλι επιθυμήσει και μετά πάλι φοβηθεί κι ούτω καθεξής, να αγαπήσω αυτή τη γυναίκα που δε γνώριζα, που τίποτα δεν ήξερα γι αυτήν, που μόνο βλέμματα είχα ανταλλάξει μαζί της. Είναι έτοιμος να πεθάνει μαζί της από… απελπισία(!)

Όμως… η Μπεάτε το ίδιο εκείνο βράδυ εξαφανίζεται.  Από κει και πέρα αρχίζει ένας κυκεώνας που αντανακλά την ιδεολογική σύγχυση του Λούτσιο. Γιατί στην ίδια θέση όπου καθόταν η Μπεάτε, κάθεται τις επόμενες μέρες ο σωσίας της, η αδερφή της με την κυριαρχική μητέρα… Η Τρούντε είναι το άλλο άκρο: προκλητική (ξεκαρδιστική η σκηνή που τον αναγκάζει να κατεβάσει τα παντελόνια για να δε αν… είναι Εβραίος!), εξωστρεφής, αντισημίτρια, αντιδιανοούμενη  … και φασίστρια! Η πρόκληση φτάνει σε εξωφρενικές καταστάσεις έως ότου αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για την ίδια κοπέλα… ο Λούτσιο δε θυμώνει, αντίθετα… Ποια όμως είναι «αληθινή»; η αυθάδης, σπινθηροβόλα και φιλοναζί Τρούντε ή η σκοτεινή, διανοούμενη, μυστηριώδης και τρομοκρατημένη Μπεάτε ;(ποια απ τις δυο είχε αρνηθεί να βγει από την πανσιόν; Η τρομοκρατημένη Μπεάτε που παρίστανε την Τρούντε, ή η φανατική Τρούντε που παρίστανε την Μπεάτε; Όπως φαίνεται, βρισκόμουν πάλι στη μεγάλη σύγχυση όσο αφορούσε την ταυτότητα της γυναίκας που αγαπούσα). Μήπως στο πρόσωπο της Τρούντε θα μπορέσει να ελέγξει («σταθεροποιήσει») την απελπισία, εφόσον θα μπορέσει να υποκριθεί ότι αγκαλιάζει την Μπεάτε αγκαλιάζοντας την Τρούντε, αλλά δε θα φτάσει στο μοιραίο τέλος; Μ αυτό το παραλογισμένο σκεπτικό φτάνει στο σημείο να φιλήσει παθιασμένα την Τρούντε αυτή τη φορά…
Αυτό που έκανε συγκινητικό κι ερεθιστικό το φιλί της Τρούντε ήταν ακριβώς η έλλειψη πρωτοτυπίας. Αλλά πίσω απ αυτήν την τόσο κοινή ερωτική τεχνική, διέκρινα ένα πάθος βαθιά μελαγχολικό που ήταν προσωπικό και αφορούσε μόνο τη γυναίκα που με φιλούσε, και θα μπορούσα να πω, έμοιαζε να αναζητά, όπως και στο στίχο του Νίτσε, μέσα στην ευχαρίστηση του φιλιού την αιωνιότητα του τίποτε και της λήθης.
Το φιλί τού στέλνει μηνύματα ότι υποβόσκει η μελαγχολία της Μπεάτε… Η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας της κοπέλας τόσο βασανίζει τον ήρωα, που χάνεται σ ένα λαβύρινθο συλλογισμών  και συναισθημάτων.  Ξεκινά από τη σκέψη, φερειπείν, ότι εκείνος και η Μπεάτε έχουν μια τελείως διαφορετική αντίληψη για την απελπισία (ο Κλάιστ δεν ήταν το πρότυπό μου, δεν ήμουν Γερμανός. Σε πείσμα του αχαλίνωτου γερμανικού ρομαντισμού, μου φαινόταν πως έπρεπε να κρατηθώ στο φρόνιμο, αν και μελαγχολικό, μεσογειακό στωικισμό) και μετά από διαψεύσεις και αδιέξοδα καταλήγει:
Τώρα η μαγεία που στο παρελθόν ασκούσε η φανταστική μορφή της Μπεάτε, είχε μεγεθυνθεί από το γεγονός ότι η Τρούντε και η Μπεάτε ήταν το ίδιο πρόσωπο κι ότι αυτό το πρόσωπο, για να θέσει σε λειτουργία τη φάρσα, κατάφερε τόσο τέλεια να διπλασιαστεί, να χωρίσει τον εαυτό της σε  δύο διαφορετικά αλλά αντίθετα άτομα. (…) Κι εγώ καταλάβαινα πως ήμουν ερωτευμένος όχι τόσο με την φανταστική Μπεάτε ή με την Τρούντε που την είχε φανταστεί, αλλά με μια γυναίκα που ήταν μαζί η Μπεάτε και η Τρούντε, δηλαδή συγχρόνως με την επινοημένη κι αυτήν που την είχε επινοήσει. Ήταν απελπισμένη σαν την Μπεάτε αλλά και κτηνώδης σαν την Τρούντε, βρισκόταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας σαν την Μπεάτε αλλά δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πεθάνει, σαν την Τρούντε.

Ιστορικές πινελιές

Οι αναφορές που κάνει ο Μοράβια στο ιστορικό πλαίσιο είναι λιγοστές αλλά καίριες, παίζουν δηλαδή καθοριστικό ρόλο στην ωρίμανση του ήρωα.
Συναρπαστική αλλά και χαρακτηριστική για την εποχή είναι η –εγκιβωτισμένη- ιστορία της ρωσίδας Σόνιας, διευθύντριας του μουσείου Σαπίρο που γνώρισε τον Λένιν (απογοήτευση: να έχει γνωρίσει τον Λένιν και να θυμάται μονάχα πως το ένα μπατζάκι του είναι πιο μακρύ από τ άλλο!). Η γνωριμία της με τον προβοκάτορα  βομβιστή  Έβνο (ο χαφιές ψάχνει για την αλήθεια. Ο προβοκάτορας τη δημιουργεί), μέσω ενός ζευγαριού παπουτσιών όπου θα ήταν κρυμμένη  μια βόμβα είναι απίστευτη, και… μοιραία γιατί την αναγκάζει να εκπατριστεί δια βίου.

Η άνοδος του φασισμού την εποχή του μεσοπολέμου, αρχικά δεν φαίνεται να απασχολεί τον συγγραφέα, ούτε τον κατά βάση ουδέτερο ήρωα. Ο Λούτσιο λέει ρητά ότι ποτέ δε θα έβαζε τον ήρωά του μυθιστορήματός του να αυτοκτονήσει για πολιτικούς λόγους (δίνει, όπως είπαμε, υπαρξιακό περιεχόμενο στην απελπισία), και διστάζει μεν, αλλά τελικά  δέχεται να χαιρετήσει με φασιστικό τρόπο, για να μην προκαλέσει τον άντρα της Μπεάτε. Η πολιτική του ιδεολογία δοκιμάζεται πιο άμεσα στην επαφή του με την Τρούντε, που είναι παθιασμένη, γραμμένη σε κόμμα, παρακολουθεί τους λόγους του Χίτλερ κλπ (ενδιαφέρουσα η άποψη της Πάολα: ο εθνικοσοσιαλισμός χρειαζόταν όχι τόσο σ αυτήν που δεν τον είχε ανάγκη αφού είχε γεννηθεί σε οικογένεια στρατιωτικών, όσο στη Γερμανία, σ΄ όλους εκείνους δηλαδή που, όπως η Τρούντε, δεν προερχόταν από μια κάστα παραδοσιακή και γι αυτό υπέφεραν από ηθικές κρίσεις).
Το βιβλίο είναι πολύ πιο πολιτικό απ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά∙ ο διχασμός αυτός της προσωπικότητας μοιάζει να υπαγορεύεται από τις πολιτικές συνθήκες. Άλλωστε, η σκέψη-κλειδί που έκανε  τον ήρωα να καταλάβει την αληθινή περσόνα της Μπεάτε/Τρούντε συνυφαίνεται με την άνοδο του φασισμού:
Τι ήταν το χιτλερικό καθεστώς αν όχι ένα καθεστώς βασισμένο από τη μια μεριά στην πίστη κι από την άλλη στην τρομοκρατία; Κι η πίστη εκφραζόταν με συμπεριφορές που η τρομοκρατία μπορούσε εύκολα να μιμηθεί γιατί ήταν συμπεριφορές απλές και ακραίες, όμοιες ακριβώς μ εκείνες της τρομοκρατίας. Έτσι εξηγούνταν η γελοιογραφική σχεδόν υπερβολή της πολιτικής προσωπικότητας της Τρούντε που ζητούσε να δει το πέος μου για να δει αν έχει περιτομηθεί. Έτσι εξηγούνταν επίσης η χυδαιότητα, ο εκτραχηλισμός, η λαιμαργία, η θηριωδία, όλα υπερβολικά αληθινά για να μην είναι προσποιητά. (…)
 Η προσωπικότητα της Τρούντε ήταν ένα επινόημα υπαγορευμένο από τον τρόμο.


Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2013

Μεταμόρφωση, Φραντς Κάφκα

Ήταν ζώο, αφού τον συγκινούσε τόσο η μουσική;

Ο περιοδεύων επαγγελματίας παραγγελιοδόχος υφασμάτων Γκρέγκορ Σάμσα, ένα πρωινό δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά του∙ είχε μεταμορφωθεί σ ένα τεράστιο ζωύφιο, μια σιχαμερή κατσαρίδα…
Αυτή είναι η βασική σύλληψη της νουβέλας του Κάφκα∙  πέρα απ αυτό το βασικό αλληγορικό στοιχείο, η υπόθεση εκτυλίσσεται σχεδόν ρεαλιστικά, και σ’ αυτό θυμίζει την βασική τεχνική που ακολουθεί κι ο Σαραμάγκου (φτιάχνει μια «φανταστική συνθήκη» και στη συνέχεια μελετά τις έκτακτες ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργεί ή που συνεπάγεται αυτή η συνθήκη). Έτσι λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι όλο το βιβλίο είναι «ανάπτυξη» της πρώτης σελίδας, όπου βλέπουμε να ξεκινά η αμετάκλητη βασανιστική πορεία του ήρωα στον εκμηδενισμό.
Ποια είναι τα στοιχεία που συνιστούν τον εκμηδενισμό;
Το άγχος του Γκρέγκορ στην αρχή επικεντρώνεται στο ότι… δε θα μπορέσει να πάει στη δουλειά του, με την οποία ελπίζει ότι θα καλύψει τα χρέη της οικογένειας. Περνά η ώρα και δε θα προλάβει να πάρει το τρένο, παγώνει όταν αντιλαμβάνεται ότι έρχονται από το κατάστημα να τον αναζητήσουν και μάλιστα ο πληρεξούσιος! (γιατί να’ ναι ο Γκρέγκορ καταδικασμένος να υπηρετεί σε μια επιχείρηση, όπου η παραμικρή καθυστέρηση δημιουργούσε αμέσως τη μεγαλύτερη υποψία; (…) Έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο πληρεξούσιος κι έπρεπε να δείξουν μ’ αυτό σ’ ολόκληρη την αθώα οικογένεια πως την έρευνα αυτής της ύποπτης υπόθεσης μπορούσαν να την εμπιστευτούν μόνο στην φρόνηση ενός πληρεξούσιου;). Η δουλοπρέπεια των γονιών μπροστά στον πληρεξούσιο συμπληρώνεται από τη διάθεση για υπακοή και συμμόρφωση του ταραγμένου Γκρέγκορ-κατσαρίδα, που στην αρχή τουλάχιστον νομίζει ότι μπορεί να μιλήσει και να φωνάξει δικαιολογίες μέσα από το κλειδωμένο του δωμάτιο. Αλλά βέβαια, όλα όσα λέει δεν γίνονται καταληπτά… η φωνή του γίνεται φωνή ζώου και δεν μπορεί πια να επικοινωνήσει, εφόσον μια και δεν γινόταν καταληπτός, κανείς δεν σκεφτόταν, ούτε καν η αδερφή, πως αυτός μπορούσε να καταλάβει τους άλλους.
Έτσι, όσο περνά ο καιρός, βλέπουμε να παραιτείται, η αδιαφορία του για όλα ήταν πολύ μεγάλη, για να καθαρίζεται όπως πρώτα πολλές φορές την ημέρα πλαγιασμένος στη ράχη του και πάνω στο χαλί∙  γίνεται όλο και πιο παθητικός παρατηρητής και συνηθίζουν όλοι στη μεταμόρφωση αυτή (για πλήρη εξοικείωση δεν μπορούσε φυσικά ποτέ να γίνει λόγος). Παρακολουθούμε βήμα βήμα τις αντιδράσεις της μάνας, της αδερφής, της γριάς υπηρέτριας. Η υπομονή όλων εξαντλείται, ακόμη και της αδερφής, που κάποια στιγμή αναφωνεί ότι πρέπει να απαλλαγούν απ’ «αυτό». Κι η γριά υπηρέτρια εξιτάρεται να τον παρακολουθεί κι αρχίζει να τον ταπεινώνει με βρισιές, ενώ η σκηνή- καταλύτης, με τους τρεις νοικάρηδες που σοκάρονται στη θέα του τέρατος, τον οδηγεί στον άκρο εξευτελισμό, στην πλήρη παραίτηση, στο θάνατο.
 Δε μπορούμε βέβαια να μη σταθούμε ιδιαίτερα στη στάση του πατέρα. Ο πατέρας, εκπρόσωπος του κατεστημένου (αρνούνταν μ’ ένα είδος ισχυρογνωμοσύνης να βγάλει και στο σπίτι τη στολή του κλητήρα∙ κι ενώ οι πιζάμες κρέμονταν άχρηστες στην κρεμάστρα, ο πατέρας ελαφροκοιμόταν με τα ρούχα στη θέση του, σα να’ τανε πάντα έτοιμος για την υπηρεσία του και περίμενε κι εδώ τη φωνή του προϊσταμένου του) είναι ο πρώτος και ο μόνος που αντιμετωπίζει κάποια στιγμή το τέρας σα σιχαμερό ζωύφιο κι όχι σαν το γιο του (πολύ υποβλητική/εφιαλτική η σκηνή). Είναι ο μόνος που του φέρεται βίαια, πετώντας του ένα πορτοκάλι, που σφηνώνεται στη ράχη του Γκρέγκορ και προκαλεί την επιταχυνόμενη εξασθένισή του μέχρι το θάνατο.
Δεν μπορεί κανείς να μην αναλογιστεί τις γνωστές σχέσεις του Φ. Κάφκα με τον πατέρα του (βλ. το μακροσκελέστατο γράμμα, πάνω από 100 σελίδες,  που δεν επιδόθηκε ποτέ στον πατέρα[1], καθώς και το διήγημα Ο γιατρός ), αλλά πέρα απ αυτό, ο πατρικός λόγος είναι το σύμβολο της εξουσίας κάτω από την οποία ο Γκρέγκορ/Κάφκα εκμηδενίζεται.
Τα στοιχεία αυτά που απασχολούν πολύ τον συγγραφέα τα βλέπουμε σε πολύ πιο σύνθετη κι αποδομητική μορφή στον Πύργο και στη Δίκη.
Τέλος, ας ξαναθυμηθούμε την ανάρτηση του Βασίλη (ας εων) σ αυτό το ίδιο μπλογκ, πριν από 5 χρόνια.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Το γράμμα αυτό δε δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, αλλά περικοπές του αναφέρει ο Max Brod στο βιβλίο του για τον Κάφκα

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 09, 2013

Η λέσχη των αθεράπευτων αισιόδοξων, Jean- Michel Guenassia

 Ένα ταξίδι στο Παρίσι στην κρίσιμη εποχή της Αλγερινής επανάστασης (1959-64), εποχή κρίσιμη και για όλη την -Ανατολική και Δυτική- Ευρώπη (με την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου το 1961 να σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του ψυχρού πολέμου), αλλά περισσότερο μια περιήγηση στον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της πόλης των Φώτων, είναι για τον αναγνώστη αυτό το εμπνευσμένο μυθιστόρημα του Γκενασιά. Μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο μάς βάζει μέσα στη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», μια μυστική σκακιστική λέσχη κρυμμένη πίσω από την πράσινη κουρτίνα του μπιστρό «Balto», στέκι του Σαρτρ και του Κεσέλ,  όπου μαζεύονται οι εμιγκρέδες, λογής λογής εξόριστοι από τις ανατολικές χώρες∙ Ούγγροι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, πρώην κάτοικοι της Ανατολικής Γερμανίας, Γιουγκοσλάβοι, Τσεχοσλοβάκοι, Ρώσοι- ή μάλλον συγνώμη, Σοβιετικοί, όπως με διόρθωναν κάποιοι. Στη Λέσχη, δεν χρειάζονταν να δώσουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν για κάτι. Ήταν εξόριστοι μεταξύ εξορίστων και δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσουν για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Ο Πάβελ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να νιώθουν περήφανοι που κατάφεραν επιτέλους να πραγματώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες: ήταν ίσοι. Όπως μου είπε μια μέρα ο Σάσα: «Η διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους είναι ότι εκείνοι είναι ζωντανοί κι εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει, δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι για την τύχη σου· θα ήταν ύβρις γι’ αυτούς που έμειναν πίσω».

Μισέλ
Πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο Μισέλ, ένας ιδιαίτερης ευφυΐας πιτσιρικάς, με αυξημένη περιέργεια κι ευαισθησία, που γράφει το σχολείο στα παλιά του τα παπούτσια αλλά είναι εξαιρετικά βιβλιόφιλος, αγαπά το ροκ εν ρολ, τη φωτογραφία και είναι πολύ επιδέξιος στο ποδοσφαιράκι (γι αυτό και γίνεται θαμώνας του « Balto», καταπλήσσοντας του θαμώνες με τις επιδόσεις του). Ανήκει σε μια οικογένεια όπου οι πολιτικές διαφορές λόγω διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης είναι αξεπέραστες (οι φίλοι μου είχαν μία οικογένεια∙ εγώ είχα δύο). Τον παρακολουθούμε από τη μέρα που γιορτάζει τα  δωδέκατα γενέθλιά του, τη μόνη φορά που είδε τις δυο οικογένειες μαζί, αρκετά μικρός για να καταλαβαίνει τις αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές αλλά αρκετά μεγάλος για να τις θυμάται και να μπορεί να αποκωδικοποιήσει αργότερα. Η εφηβική όμως, υγιής αντίδραση είναι να προσπερνά όλες αυτές τις αντιθέσεις με χιούμορ (η αλήθεια είναι ότι δεν μου καιγόταν καρφί για τις ιστορίες, τα πιστεύω και τις βρισιές που αντάλλασσαν. Η ισχυρογνωμοσύνη τους μου έδινε στα νεύρα), και να παρακολουθεί τον καθένα με την προσοχή που περιμένει κανείς από ένα άτομο τόσο παθιασμένο με τη λογοτεχνία (ήμουν ο μόνος που τον πρόσεχε όταν μιλούσε. Μου άρεσε πάντα ν’ ακούω τους άλλους).
Έτσι, δεν είναι παράξενο που ένας τόσο νέος παρατηρητής είναι και τόσο οξυδερκής. Άλλωστε, το πάθος του για τα βιβλία τον κάνει να ξεχωρίζει σαν εξαίρεση, ή μάλλον, δείχνει ότι είναι φύση εξαιρετική. Καταβροχθίζει πέντε πέντε τα βιβλία, διαβάζει στο δρόμο πηγαίνοντας για το σχολείο (περπατούσα λες και είχα ραντάρ κι έφτανα πάντα στο σχολείο σώος κι αβλαβής. Την ώρα των περισσότερων μαθημάτων συνέχιζα την ανάγνωσή μου, με το βιβλίο στερεωμένο ανάμεσα στα πόδια μου. Έφτανα αργότερο από το κανονικό κάθε φορά που μερικές συναρπαστικές σελίδες με καθήλωναν στο πεζοδρόμιο για απροσδιόριστο χρόνο. Είχα κατατάξει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες. Εκείνους που μου επέτρεπαν να φτάνω στην ώρα μου κι εκείνους που μ’ έκαναν να καθυστερώ). Δε  διαβάζει μόνο τα μυθιστορήματα αλλά και τις βιογραφίες των συγγραφέων τους, και λέει ότι το έργο τους του αρέσει μόνο αν του αρέσουν κι ως άνθρωποι (δείγμα νεότητας!). Έτσι διχάζεται τρομερά όταν θα αναγκαστεί να κρίνει το έργο π.χ. του Ιουλίου Βερν, του Μωπασάν, του Φλωμπέρ, του Ντοστογέβσκι (;) που τους χαρακτηρίζει «απαίσιους παλιάνθρωπους»: πώς να αγνοήσω, να προσποιηθώ ότι δεν υπήρχαν, τη στιγμή που τα μυθιστορήματά τους έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ειδικά για μένα; Απ την απορία τον βγάζει ο παππούς του που του λέει ότι το ίδιο θα πρεπε να συμβαίνει και με τους ζωγράφους, με τους συνθέτες κλπ.∙ αν έκλεινε τα μάτια και τ΄ αυτιά σε όποιον δεν ήταν άψογος, θα ήταν καταδικασμένος να ζει σ’ ένα ανεπίληπτο κόσμο όπου, όμως, θα έπληττε θανάσιμα.
Στην πρώιμη ωρίμανση του Μισέλ συντελεί κι η προσωπικότητα του αδερφού του, του Φρανκ, που είναι επτά χρόνια μεγαλύτερος, στρατευμένος κομμουνιστής (απ αυτούς που «κάνουν πράξη τα πιστεύω τους») και υπέρ της Αλγερινής ανεξαρτησίας. Βέβαια, οι γονείς δημιουργούν έναν προστατευτικό κλοιό για να μην ακολουθήσει ο Μισέλ το παράδειγμα του Φρανκ, αλλά οι ατέλειωτες συζητήσεις του Φρανκ με τον φίλο του και ορκισμένο πολιτικό του αντίπαλο, τροτσκιστή Πιερ (αδυνατούσα να καταλάβω την αμοιβαία έχθρα ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους τροτσκιστές), ή με τη φιλενάδα του Φρανκ, τη Σεσίλ (Σεσίλ: τον ενοχλεί που ο Καμύ είναι κατανοητός. Και διαυγής. Σε αντίθεση με τον Σαρτρ. Τον σιχαίνονται γιατί έχει δίκιο, παρότι ούτε εγώ συμφωνώ σε όλα μαζί του. Παραείναι ανθρωπιστής για τα γούστα μου. Κάποιες φορές πρέπει να είσαι πιο ριζοσπάστης, καταλαβαίνεις;), τον βάζει σ’ ένα πνευματικό κλίμα ακόμα κι αν δεν το επιδιώκει.
Φρανκ
Ο Φρανκ είναι και το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας, εφόσον ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του τον κάνει να αφιερωθεί στο Κόμμα να διαρρήξει κάθε δεσμό με την δεξιά οικογένεια (βασικά τη μάνα, που τον διώχνει απ το σπίτι) και να εξαφανιστεί από τη Σεσίλ, την κοπέλα που αγαπά. Ο Μισέλ προσπαθεί να χειριστεί τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας και βρίσκεται στο κέντρο των επί μέρους τραγικών επεισοδίων (σύγκρουση μάνας- πατέρα, απόπειρα αυτοκτονίας της Σεσίλ, μυστικές συναντήσεις με τον Φρανκ ο οποίος αποφασίζει να γραφτεί εθελοντικά στο στρατό υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, συνεννόηση με πατέρα για να τον συναντήσει, λιποταξία, δίωξη από την αστυνομία, ένταλμα σύλληψης,  κ.α.). Οι καταστάσεις βέβαια τον ωριμάζουν πρόωρα, ωστόσο δεν παύει να λειτουργεί συναισθηματικά, σύμφωνα με την ηλικία του:
Αντί για τη Σεσίλ είχε επιλέξει τον στρατό. Ένιωθα αχρείος, στριμωγμένος, γεμάτος οργή. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς είναι να λες κάτι και να κάνεις το αντίθετο. Να πληγώνεις κάποιον που ορκίζεσαι ότι αγαπάς, να έχεις έναν φίλο και να τον ξεχνάς, να λες ότι έχεις οικογένεια και να την αγνοείς λες και είναι ξένη, να διακηρύσσεις υψηλές αρχές και να μην τις ακολουθείς, να δηλώνεις ότι πιστεύεις στον θεό και να συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχει, να θεωρείς τον εαυτό σου ήρωα και να φέρεσαι σαν κάθαρμα.
Και μεγαλειώδεις διάλογοι στην προσπάθεια του Μισέλ να καταλάβει τον ηρωισμό του Φρανκ:
-          Γιατί πας εκεί πέρα; Όλοι ξέρουμε τι θα γίνει με την αυτοδιάθεση. Τι νόημα έχει; Το παιχνίδι έχει κριθεί.
-          Κάνεις λάθος, το παιχνίδι έχει κριθεί αν δεχτείς να παίζεις με τους όρους τους. Δε θέλω να το συζητήσω.
-          Θα αγωνιστείς για ανθρώπους που δεν τους καίγεται καρφί για τον αγώνα σου.

Το ιστορικό πλαίσιο
Όπως είπαμε, η εποχή 1959-64 για την Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα για τη Γαλλία, λόγω Αλγερινής εξέγερσης είναι κρίσιμη. Η αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα είναι αναπόφευκτη. Εκτενής αναφορά γίνεται π.χ. στον Σαρτρ, για τον οποίο πληροφορούμαστε ότι δεν ήταν πολύ συμπαθής στους περισσότερους, (« επαναστάτης του σαλονιού»). Κατηγορείται ότι ήξερε (τα λάθη του κομμουνιστικού καθεστώτος) και αποσιώπησε. Παρόλη την ιδεολογική κόντρα με τον Καμύ, όταν σκοτώθηκε ο τελευταίος, ο Σαρτρ περιγράφεται να έχει κλονιστεί (κατά πόσο άραγε είναι μυθοπλασία). Δεν κάνει όμως ιστορία ο Γκενασιά. Φαίνεται ότι επιλέγει το ιστορικό πλαίσιο σαν φόντο, γιατί έχει κάτι άλλο να πει εκτός από το να διασώσει την ιστορία.
Αρκετά εκτενής και η αναφορά στην Ουγγρική επανάσταση με αφορμή τον Ούγγρο Ίμρε και τον αγαπημένο του, τον ηθοποιό/φίρμα Τίλμπορ… Διωγμένος από την πατρίδα του μετά τα γεγονότα : στη ζωή μας όλοι κάνουμε λάθη. Ψάχνουμε και βρίσκουμε καλές ή κακές αιτίες γι αυτά, συνήθως δικαιολογίες ή προσχήματα. Το χειρότερο είναι να ανακαλύπτεις πόσο βαθιά ηλίθιος είσαι. Μετά τα τραγικά γεγονότα που έπνιξαν στο αίμα την Ουγγαρία, ο Τίμπορ, ο Ίμρε και οι περισσότεροι από τους 600.000 πατριώτες που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα αναρωτιούνταν επί δεκαετίες τα ίδια. Μήπως οι Ούγγροι ήταν ηλίθιοι; (…) Ο Ίμρε έκλαιγε γιατί ο κόσμος είχε αλλάξει. Οι Ούγγροι είχαν πεθάνει για το τίποτα.
Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει και την ανάδειξη του «πατερούλη Χρουστσόφ», την αποκατάσταση συγγραφέων και ποιητών που είχαν τουφεκιστεί ή εξαφανιστεί στα στρατόπεδα. Ο μαύρος κομμουνισμός των στημένων δικών, των στρατοπέδων, της KGB και του Στάλιν κατέρρεε όπως ο πάγος λιώνει τον ήλιο κι όπως η μέρα διαδέχεται τη νύχτα.
Όλοι ανασαίνουν  ώσπου… το πρωί της 13ης  Αυγούστου 1961 τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Είναι η ανέγερση του τείχους. Τις βδομάδες που ακολούθησαν εμφανίστηκαν στη λέσχη πολλοί αξιολύπητοι Γερμανοί.

Η λέσχη
Ο Μισέλ ανακαλύπτει σχεδόν τυχαία την μυστικά κρυμμένη λέσχη, λόγω της παιδικής του περιέργειας. Προχώρησα προσεκτικά, η ψυχή μου πήγαινε να σπάσει. Δοκίμασα την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου∙ είχα εισχωρήσει στο άδυτο μιας σκακιστικής Λέσχης. Η έκπληξη όμως δεν ήταν η σκακιστική λέσχη. Έκπληξη ήταν να βλέπεις τον Ζαν- Πολ- Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν στη ντουμανιασμένη απ’ τον καπνό αίθουσα του πολυσύχναστου μπιστρό. Ο μικρός ήρωάς μας είναι αποδεκτός γιατί ξεχωρίζει στο ποδοσφαιράκι, αλλά και γιατί είναι καλός ακροατής. Με τον καιρό γνωρίζεται με όλους κι αποκτά μια ιδιαίτερη σχέση με τον καθένα.
Είχαν πολλά κοινά. Είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους κάτω από δραματικές ή ακόμα και ροκαμβολικές συνθήκες, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν περάσει στη δύση με αφορμή κάποιο επιχειρηματικό ταξίδι ή κάποια διπλωματική αποστολή. (…) επιδίδονταν σε ατέρμονες συζητήσεις ή προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους κι έθεταν ερωτήματα που δεν είχαν απάντηση. (…) Ήταν φαντάσματα, παρίες, χωρίς χρήματα, με πτυχία που δεν αναγνωρίζονταν. Μιλούσαν ελάχιστα για το παρελθόν/είχαν απαρνηθεί άνετα σπίτια και υψηλές θέσεις. Από ανώτεροι αξιωματούχοι κλπ είχαν γίνει άστεγοι. Αυτή η κατρακύλα τους ήταν αφόρητη, όσο και η μοναξιά και η νοσταλγία που τους βασάνιζε.
Ο Μισέλ δεν αργεί να συνδεθεί ιδιαίτερα με καθέναν απ αυτούς τους «παρίες» που μπορεί στην πατρίδα τους να ήταν γιατροί, στελέχη του κόμματος κλπ.  Δε μιλούν φυσικά εύκολα για το παρελθόν (Ίγκορ: - Έζησα πολλές ζωές που έχω πια ξεχάσει. – Δεν ξεχνάει κανείς απ την μια στιγμή στην άλλη. – Κι όμως. Ή ξεχνάς, ή πεθαίνεις). Έχει όμως τον τρόπο να διεισδύει στα μυστικά τους και στο παρελθόν τους, και σ’ αυτό ο συγγραφέας είναι μάστορας. Έτσι σιγά σιγά εξυφαίνονται απίστευτα συναρπαστικές ιστορίες που διαπλέκονται μεταξύ τους καθώς συσχετίζονται οι ήρωες στο διάστημα των τεσσάρων χρόνων κατά το οποίο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, ενώ έχουμε και δυο τρεις αναδρομές στη δεκαετία του ‘ 50.
Το σκηνικό της λέσχης είναι υποβλητικό: Στη λέσχη η σιωπή είναι ο κανόνας. Στην πραγματικότητα, ζητούμενο δεν είναι τόσο η σιωπή, όσο η ηρεμία.  Μιλούν σιγανά, με το χέρι στο στόμα, με πνιχτούς ψιθύρους και στεναγμούς.  Ο Ίγκορ έλεγε ότι ήταν μια συνήθεια που είχαν αποκτήσει στην «άλλη πλευρά του κόσμου», όπου και η παραμικρή κουβέντα μπορούσε να σε στείλει στη φυλακή ή στον τάφο, όπου έπρεπε να φυλάγεσαι από τον καλύτερό σου φίλο, από τον αδερφό σου, από τον ίσκιο σου. Πολλές φορές όμως η παρέα ξέσπαγε σε καταιγιστικά γέλια, με αφορμή ανέκδοτες ιστορίες για γέλια και για κλάματα. Ξαφνικά επίσης ξέσπαγαν ομηρικοί καβγάδες για ζητήματα θεωρητικά ή καθώς ανταγωνίζονταν  ποιανού η χώρα ήταν πιο σχολαστική, απρόβλεπτη, εφιαλτική. Καθένας υποστήριζε ότι ήταν εκείνη της δικής του πατρίδας, διεκδικώντας φανατικά για τη χώρα του τον κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτο τίτλο της πιο ηλίθιας γραφειοκρατίας  στον κόσμο (είχαν καταλήξει ότι η πιο τρομερή ήταν η σοβιετική διοίκηση). Μάλιστα η «κριτική επιτροπή» είχε απονείμει και  βραβείο «ασυναγώνιστου παραλογισμού»  στον Τ.Ζ., θύμα του πολωνικού κρατικού μηχανισμού!
Όλα αυτά τα παρακολουθούμε κι οι αναγνώστες αναλυτικά, γελάμε και μεις με τα ανέκδοτα, συμμετέχουμε στις αναμνήσεις αλλά και στις διαφωνίες. Κυρίως όμως γνωρίζουμε τους ήρωες, που κουβαλάνε ο καθένας μια ξεχωριστή ιστορία, «στο περιθώριο»  ή μάλλον στο μεταίχμιο  της επίσημης ιστορίας. Έτσι, έχουμε τον Ίγκορ, γιατρό στην πατρίδα του αλλά χωρίς χαρτιά στη Γαλλία, ιδρυτή της Λέσχης μαζί με τον Βίκτορ (ισχυριζόταν ότι σκότωσε τον Ρασπούτιν, αλλά δεν ήταν ψεύτης, ήταν παραμυθάς!). Ιδεολογικοί αντίπαλοι, εκδιώχτηκαν κι οι δυο απ τη χώρα τους και… βρέθηκαν να αναπολούν τη μυρωδιά, τη μουσική και το φως της χώρας τους, μολονότι ο ένας ήταν φιλομοναρχικός, χριστιανός ορθόδοξος, αντισημίτης, μισογύνης και εχθρός των μπολσεβίκων ενώ ο άλλος ένας παλιός εχθρός, ένας βαμμένος κόκκινος, φανατικός κι ενθουσιώδης, που είχε συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Οι διαφορές τους, που στη χώρα τους θα τους έκαναν να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλον, χάνονταν εδώ.
Δεν είναι βέβαια εύκολο ούτε σκόπιμο να αναφερθεί κανείς σ όλες αυτές τις ιστορίες. Έτσι θα αναφέρω σύντομα μόνο αυτές που είναι αξιομνημόνευτες, όπως αυτή του Βέρνερ, Γερμανό από την Ανατολική Γερμανία,  που τον βρίσκουν ημιλιπόθυμο, σε κατάσταση πλήρους αμνησίας κι επειδή φαινόταν « Γερμαναράς» δεν θα τον περιμάζευαν αν δεν επενέβαινε ο Ίγκορ από ανθρωπισμό και δεν τον αναγνώριζε ο Μαρκυζό (δεν είναι δυνατόν! Είναι παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του δικτύου Monnaie, ειδικευόταν στη διείσδυση στις γερμανικές υπηρεσίες. Παρασημοφορεμένος απ την αντίσταση, κλπ κλπ/ δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση). Ο τρόπος ανάκτησης της μνήμης του είναι απίστευτος… μέσα από μια παρτίδα σκάκι!
Άλλη σημαδιακή προσωπικότητα ο Λεονίντ, που είχε το χρυσό αστέρι του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, γνωστός για τα τρομερά του ανέκδοτα που έκαναν ακόμα και τον Στάλιν να γελάει. Ο πρώτος υψηλόβαθμος που αυτομόλησε στη Δύση, για μια γυναίκα. Για ένα πουκάμισο αδειανό, γιατί αυτή η γυναίκα δεν τον δέχτηκε: μερικοί από δω μέσα πιστεύουν ότι έχω τύψεις που χαράμισα τη ζωή μου και θυσίασα τη θέση μου για μια περιπέτεια δίχως αύριο. Στο είπα, δε μετανιώνω για τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί της για 794 μέρες ήταν τόσο μοναδικό, τόσο έντονο, που φτάνει για να γεμίσει μια ολόκληρη ζωή. (…) Είναι η μοίρα μου, ο δικός μου τρόπος να της είμαι πιστός.
Η πιο απίθανη όμως περίπτωση, η πιο θλιβερή/τραγική/αδιέξοδη είναι η περίπτωση του Σάσα, ο οποίος, απομονωμένος από τους υπόλοιπους, είναι φανερό απ την αρχή στον Μισέλ ότι κρύβει μεγάλο μυστικό. Λόγω της ενασχόλησης του με τη φωτογραφία, οι δυο τους συνδέονται με ιδιαίτερα φιλικό δεσμό. Ο τραγικός του θάνατος φέρνει στα χέρια του Μισέλ γράμμα απολογισμού, όπου αποκαλύπτεται ο αποφασιστικός του ρόλος στο διωγμό πολλών συγγενών συμπατριωτών του, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι όσοι τον διατάζανε είχαν δίκιο, ότι έπρεπε να εξοντώσουν τους εχθρούς.  Αυτό που σοκάρει όμως είναι η παραχάραξη της αλήθειας που φτάνει στην καταστροφή έργων ποιητών (τα μάθαινε απ έξω…) ως και στην επέμβαση σε… φωτογραφίες! (η δική μου δουλειά ήταν να διαγράφω). Με τη μοναξιά και τη συγκίνηση αυτού του ανθρώπου που αυτοψυχογραφείται (κι αυτός θυσίασε τα πάντα για ένα πουκάμισο αδειανό…)  και με την κάθαρση που φέρνει η κατανόηση τελειώνει  και το βιβλίο.


 Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013

Το ελάχιστο ίχνος, Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Κατώτερο από τις προσδοκίες μού φάνηκε αυτό το βιβλίο του πολλά υποσχόμενου Σερραίου συγγραφέα, που με είχε γοητεύσει στο «Οι τέσσερις τοίχοι» και «Ο φιλοξενούμενος». Σίγουρα το ύφος παραμένει ελκυστικό, η περιγραφική δύναμη (ιδιαίτερα των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τύπων που νομίζεις ότι τους βλέπεις μπροστά σου) απαράμιλλη, και υπάρχουν σημεία πολύ αξιόλογα όσο αφορά το περιεχόμενο. Η δομή είναι ευρηματική γιατί  η γραμμικότητα της πλοκής σπάει με τις αναδρομικές αφηγήσεις και η αλήθεια (γιατί υπάρχουν και στοιχεία μυστηρίου ή, μάλλον, τραγικότητας) αποκαλύπτεται βασανιστικά.  Όμως, και τα συνεχή φλας μπακ κουράζουν αλλά και η υπόθεση είναι υπερβολικά εξεζητημένη.
Ο πρωταγωνιστής, δηλαδή ο Αυγουστίνος, με όψιμο ενδιαφέρον για την τέχνη, που σχετικά μεγάλος γράφτηκε σε Δραματική σχολή, είναι άραγε  το alter ego  του συγγραφέα (ο οποίος υπήρξε και ηθοποιός,  και μάλιστα σε αξιόλογες παραστάσεις); Πάντως, ο  «ένας ήρωας που δεν είναι φανταστικός», όπως δηλώνεται στην αρχή είναι ο… Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, που ως νέος ηθοποιός μπαίνει αιφνίδια στη μυθιστορηματική «σκηνή» (στη σελίδα 240, δηλαδή προς το τέλος), και βοηθά τον πρωταγωνιστή να στήσει το δικό του θέατρο.
Ο Αυγουστίνος λοιπόν, είναι  ένα πρόσωπο με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα και κουβαλάει μια τραγική προσωπική ιστορία, εφόσον τον «έκλεψε» ο θετός του πατέρας αφήνοντας στη θέση του το καχεκτικό δικό του παιδί, ενώ η - θετή- μητέρα του ποτέ δεν το αγάπησε∙   δε μέγιστον, σε μικρή ηλικία ήταν μάρτυρας ενός τρομερού ξεσπάσματος μίσους εναντίον του, από τη γυναίκα που θεωρούσε μάνα του («Είναι ξένος! Παιδί αλλουνών!»). Οικογενειακές ιστορίες που ο αναγνώστης τις συνθέτει σιγά σιγά, μέσα από την οπτική και των άλλων χαρακτήρων, που είναι εξίσου τραγικοί και ξεκινώντας από το 1940 φτάνουν μέχρι το 1996. Οι «περιπέτειες» (ανατροπές, σύμφωνα με την ορολογία της τραγωδίας) οι τραγικές ειρωνείες και οι αναγνωρίσεις είναι συνεχείς, εφόσον η βασική πλοκή (ανταλλαγή μωρών) το επιβάλλει: κάποια στιγμή ο γιος θα αναζητήσει τον πραγματικό πατέρα, την πραγματική μάνα, θα συναντηθούν με τον πραγματικό γιο ή  τον «αδερφό», θα προβάλουν απαιτήσεις κλπ.  Πρέπει να ομολογήσω ότι οι στιγμές αναγνώρισης είναι αριστοτεχνικά δοσμένες. Επίσης, στις τόσο τραγικές καταστάσεις, τα «αν» βασανίζουν τους ήρωες (πόσο ευτυχισμένος θα ήταν ο Α. Ψ αν είχε κρατήσει το πραγματικό του παιδί, κλπ)

Δυο βασικά θέματα φαίνεται να απασχόλησαν τον συγγραφέα, δύο έννοιες γύρω από τις οποίες περιπλέκεται η τραγική εξέλιξη:  η έννοια του ταλέντου και η έννοια της ασχήμιας, που ίσως συνδέονται επειδή είναι και τα δύο δοσμένα από τη φύση.  

          Α. Όσο  αφορά το ταλέντο (κάτι που απασχολεί τον Αυγουστίνο, εφόσον θέλει να γίνει ηθοποιός) υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις που παρατίθενται με έντεχνο τρόπο από την αρχή του μυθιστορήματος:
-          Μα δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο προικισμένοι από άλλους; Από τη φύση τους;
-   Η δύναμη του καλλιτέχνη δε βρίσκεται μέσα του, κρυμμένη μέσα σε μια σκοτεινή λίμνη, βρίσκεται στον εξωτερικό κόσμο. Σε ό, τι τον περιβάλλει. Αν έχει τα μάτια του ανοιχτά για τη ζωή και τον κόσμο, αν μπορεί να βιώνει τα ερεθίσματα που παρουσιάζονται και να τα κατανοεί σε όλο του το βάθος, τότε έχει ενεργοποιήσει το μηχανισμό της δημιουργίας. Για να το καταφέρει αυτό δε χρειάζεται να είναι προικισμένος, χρειάζεται να ασκηθεί. Χρειάζεται να έχει την επιθυμία να ασκηθεί. Το ταλέντο είναι στον αέρα, δεν έχεις παρά να απλώσεις το χέρι σου και να τ’ αρπάξεις!
          Η διαφορετική άποψη διατυπώνεται παρακάτω, σε άλλη περίσταση:
          - Άκουσε να δεις, έχω δει 100άδες υποψήφιους ηθοποιούς στις εισαγωγικές εξετάσεις. Μηδενική εμπειρία, μηδενική εκπαίδευση. Ε, ορισμένα πλάσματα ξεχωρίζουν. Όχι βέβαια για τη δεξιοτεχνία  ή για την σκηνική τους άνεση. Ξεχωρίζουν, μ’ έναν τρόπο διαφορετικό. Μόνο καλημέρα να πουν, χωρίς να αισθάνονται τίποτα, χωρίς συγκέντρωση, χωρίς προετοιμασία, κάθεσαι και τους χαζεύεις. Τι ηθοποιός λες. Στα μάτια τους καθρεφτίζεται ένα σύμπαν.
          Ο Αυγουστίνος αρχικά θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική αλλά είναι εξαιρετικά ατάλαντος. Ως ηθοποιός δεν είναι χαρισματικός, γίνεται όμως φίλος με τον Σέργιο, που, χωρίς να έχει συνείδηση της υπεροχής του (ή μήπως ακριβώς γι αυτό;) κατάφερνε κυριολεκτικά να μαγνητίζει την προσοχή επάνω του, να μη σ’ αφήνει να χάνεις λέξη από το στόμα του –κι ας ήταν συχνά οι τονισμοί του λανθασμένοι,  με αποτέλεσμα να χάνεται το νόημα των φράσεων.  Ο Σέργιος ποτέ δεν διάβαζε π.χ. ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ  για να παίξει το μονόλογο  του Ριχάρδου, πράγμα αδιανόητο για τον Αυγουστίνο!  Οι δυο συσπουδαστές  γίνονται αχώριστοι φίλοι, εφόσον κι ο Σέργιος απ τη μεριά του εκτιμά απεριόριστα τον Αυγουστίνο για όλα όσα ήξερε, και για την ανησυχία του να εμβαθύνει στα πράγματα. Ο ένας εξωστρεφής κι ενθουσιώδης, ο άλλος εσωστρεφής, κρατώντας μυστικό το παρελθόν του. Γρήγορα όμως παρεισφρέει ένα είδος ανταγωνισμού μεταξύ τους, κι η σχέση τους δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Η τελική αναμέτρηση επί σκηνής, οι εξετάσεις του τρίτου έτους είναι το τελειωτικό χτύπημα για τον Αυγουστίνο, η πανεύκολη «νίκη» του Σέργιου. Η ήττα του Αυγουστίνου κορυφώνεται μ’ ένα… χαστούκι που δίνει στο Σέργιο επί σκηνής (η πιο έντονη, η πιο φορτισμένη στιγμή της παράστασης-μπορεί και όλων των παραστάσεων που παίζονταν κείνο το βράδυ στην Αθήνα), που σηματοδοτεί και την οριστική του απομάκρυνση από τη θεατρική σκηνή.

Β. Αλλά και το μοτίβο της -τερατόμορφης- ασχήμιας εμφανίζεται με διάφορους τρόπους στο βιβλίο:  οι θετοί γονείς του Αυγουστίνου είχαν κάνει ένα παιδί προβληματικό, μικρόσωμο, καχεκτικό, με μικρό περιθώριο επιβίωσης, γι αυτό κι ο πατέρας του το αντικατέστησε κρυφά. Αυτόν τον παράδοξο αδερφό θα γνωρίσει μετά από χρόνια ο Αυγουστίνος, όταν θα ψάξει την πραγματική του οικογένεια, και θα συνδεθεί μαζί του με εξίσου παράδοξο τρόπο. Εν τω μεταξύ όμως έλκεται κι από ένα τερατόμορφο εντεκάχρονο κορίτσι που γνωρίζει στο λεωφορείο, το προσλαμβάνει ως υπηρέτρια, και με τον καιρό το αγαπά και συνάπτει σεξουαλική σχέση μαζί του (είναι πολύ δυνατές οι στιγμές ερωτισμού κι ερωτικής προσέγγισης μεταξύ αυτών των δύο τόσο ανόμοιων πλασμάτων).

Τέλος, πρωταγωνιστεί και η αγάπη για το θέατρο, με αφορμή την οποία ο συγγραφέας παραθέτει πολλές σκέψεις για την τέχνη. Μια εύστοχη  παρατήρηση είναι, φερειπείν, ότι ακόμα κι όταν ένας ρόλος είναι βουβός, ο ηθοποιός φτιάχνει μαζί με τον άλλον μια ατμόσφαιρα, δεν κοιτάει παθητικά (ο πιο μικρός και ασήμαντος δραματουργικά ρόλος δεν παύει να ζει πάνω στη σκηνή ως ολοκληρωμένος άνθρωπος). ή, όπως γράφει κάπου αλλού, δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, μεγάλοι ρόλοι.
Η μεγάλη αγάπη του Αυγουστίνου για το θέατρο, όπως είναι κι αυτή μοιραία τραγική. Γιατί πρώτα απ’ όλα θέλει αλλά δεν μπορεί:
Έχουν οι ηθοποιοί ένα άλλο μέτρο εκτίμησης της απόδοσής τους: την καθαρή απόλαυση που αισθάνονται υπάρχοντας πάνω στη σκηνή. Απόλαυση ίσον απελευθέρωση. Άφημα, λύσιμο, και επομένως ανάταση, δόνηση, πλήρωση. Ο Αυγουστίνος δεν ένιωθε απόλαυση. Δε λυτρωνόταν ποτέ από το εσώτερο εκείνο μάτι που διαρκώς έκρινε και ανέλυε. Και την ίδια στιγμή γνώριζε πως αυτό είναι ίδιον ηθοποιού περιορισμένων δυνατοτήτων. Του το έλεγε η φωνή από μέσα. Το κραύγαζε.
Είχε όμως μια απάντηση να δώσει.
«Ό, τι και να μου λέτε, εγώ ξέρω ένα κι άλλο κανένα. Το θέατρο είναι η μόνη δουλειά που θέλω να κάνω στη ζωή μου!»

Έτσι, παρόλη την παταγώδη αποτυχία ακόμα και της θεατρικής σκηνής που έφτιαξε (λίγο άκυρο το θέμα της συνέντευξης για τον ολοκληρωτισμό/συνδέει τον Χίτλερ με το ταλέντο/δε μας είχε δώσει τέτοια δείγματα πριν, ίσως είναι μια παραδοχή μέσα στην απελπισία του επειδή δεν είχε το χάρισμα) αποτολμά να ξαναπαίξει, βάζοντας το μαχαίρι στο κόκκαλο.

Είναι η τελική κορύφωση, στιγμή της υπέρβασης, η τελευταία παράσταση της ζωής του, όπου ο θεατρικός θάνατος συμπίπτει με το φυσικό θάνατο, και… αυτό που δε γινόταν σε καμιά περίπτωση να αιτιολογηθεί ήταν η χρονική σύμπτωση του θανάτου του ηθοποιού και του ρόλου. 

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Νοεμβρίου 22, 2013

Ο ίλιγγος (Mr Vertigo), Πολ Όστερ

-Δε μου χρειάζεται σχολείο. Έχω καλύτερους τρόπους να περνάω την ώρα μου.
-Σπουδαία. Μίλησες σαν αληθινός διανοούμενος.

Όταν ένα βιβλίο ξεκινά «ήμουν δώδεκα χρονών όταν περπάτησα για πρώτη φορά στο νερό» υποψιάζεσαι ότι πρόκειται ή για παραμύθι ή για καμιά μεταφυσική αρλούμπα∙ ιδιαίτερα όταν ακολουθεί στην ίδια, πρώτη σελίδα αναφορά σε Δάσκαλο που προτίθεται να μάθει το νεαρό του μαθητή να… πετά. Παρόλο που αφενός τα παραμύθια τα βαριέμαι πια (ιδιαίτερα τα «νεωτερικά» όπου στο όνομα του μύθου συγχωρείται κάθε αυθαιρεσία και κάθε φαντασιοπληξία) αφετέρου  τα μεταφυσικά μηνύματα μου φαίνονται συνήθως απλοϊκά, το «υπερφυσικό» (ας μην πω μεταφυσικό) αυτό παραμύθι του Πολ Όστερ το ρούφηξα. Κι αυτό γιατί είναι… γητευτής, έχει μαγικό γράψιμο, όχι μόνο ως προς το ύφος αλλά κι ως προς την πλοκή.
Αυτό που τραβά το ενδιαφέρον στην πρώτη σελίδα, π.χ., είναι ότι ο Δάσκαλος είναι σκαιός [«δεν είσαι παρά ένα ζώο», είναι οι πρώτες του κουβέντες στον Γουόλτ(!)] και ξεχωρίζει ως μαθητευόμενο τον εννιάχρονο πιτσιρικά γιατί ήταν ο πιο μικρός, ο πιο βρώμικος, ο πιο απορριγμένος απ όλους, ένα αλητάκι που ζητιάνευε τις παραμονές της κρίσης του ’29. Η παράξενη συμφωνία έλεγε ότι αν δεν του μάθει να πετά μέχρι τα δεκατρία, ο Γουόλτ θα του έπαιρνε το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι! Έτσι, έχουμε περιέργεια για το πώς αυτό το παράδοξο συμπεθεριό (ατόμων που, όπως προδιαγράφεται, απεχθάνονται τις ηθικολογίες), θα καταλήξει σε μια σπάνια πνευματική επικοινωνία δυο ανθρώπων που είναι -όσο το δυνατόν- καθαροί από κοινωνικούς προσδιορισμούς.
Η παραδειγματική αυτή σχέση δάσκαλου-μαθητή (που υποκαθιστά και τη σχέση πατέρα-γιου, δεδομένου ότι ο μικρός δεν έχει παρά έναν άχρηστο θείο και μια ανύπαρκτη θεία) συμπληρώνεται από τη γυναικεία παρουσία της Γουίδερσπουν (μια πιπερογυναίκα με τα όλα της), του μεγάλου έρωτα του δάσκαλου Γιεχούντι. Μια γυναίκα που επίσης μοιάζει να χει βγει από παραμύθι, και που υποκαθιστά τρόπον τινα το εξιδανικευμένο θηλυκό/μητρικό στοιχείο (για μια στιγμή πέρασε απ το νου μου πως είναι η μητέρα μου κι επειδή ήξερα ότι η μητέρα μου ήταν νεκρή, σκέφτηκα πως είχα πεθάνει κι εγώ). Την οικογένεια υποκαθιστά ακόμα η Ινδιάνα Μάμα Σιου (αρχέτυπο μάνας) κι ένα δεκαπεντάχρονο μαύρο αγόρι που αγαπά τα βιβλία, ο Αίσωπος, που η αιθιοπική επιδερμίδα του δημιουργεί ακραία ρατσιστικά συναισθήματα στον Γουόλτ (στη συνέχεια γίνεται ο πρώτος αληθινός φίλος που είχε ποτέ). Όλοι αυτοί, με κορυφαίο τον Γιεχούντι, δουλεύουν σκληρά στο αγρόκτημα του δάσκαλου, το οποίο τους παρέχει σχετική αυτάρκεια, και χρηματοδοτούνται ενίοτε από την πλούσια, πριγκιπική Γουίδερσπουν.

Ο αυθάδης και απείθαρχος μικρός, λοιπόν, έχει «το χάρισμα» - άλλωστε η αμορφωσιά του αποτελεί προσόν (όσο πιο τούβλο είσαι, τόσο πιο εύκολα θα’ ναι και για τους δυο μας. Δε θα χρειαστεί να χασομερήσουμε για να ξεμάθεις αυτά που ξέρεις). Όμως η εκπαίδευση περνά από μονοπάτια απρόσμενα (σκληρές στερήσεις, απεχθής χειρωνακτική δουλειά σε πολύ σκληρές συνθήκες), γιατί όπως λέει κι ο ίδιος ο δάσκαλος, «εσύ κι εγώ, γιε μου, ξεκινάμε ένα πολύ μακρύ ταξίδι και το πρώτο που πρέπει να κάνω είναι να τσακίσω τον εγωισμό σου». Φυσικά ο μικρός Γουίλ αντιδρά έντονα,  το σκάει αρκετές φορές με αξιοθρήνητη αποτυχία (έμοιαζε σα να ξερε πως σκόπευα να το σκάσω προτού καν το αποφασίσω εγώ ο ίδιος, λες κι ο μπάσταρδος βρισκόταν μέσα στο κεφάλι μου και μαζί με τους χυμούς του μυαλού μου, ρουφούσε και τις πιο μυστικές, τις πιο κρυφές κι από μένα ακόμα σκέψεις μου). Η τελευταία φορά που το σκάει, η πιο δραματική, καταλήγει μετά από έντονη σύγκρουση σε πολυήμερη βαριά αρρώστια (όταν κάποια στιγμή είπα πως πίστευα ότι αυτή οφειλόταν στην πολύωρη παραμονή μου στο κρύο και στο χιόνι, ο Δάσκαλος απέρριψε μονομιάς την άποψή μου και μου εξήγησε πως επρόκειτο για την αρρώστια της ύπαρξης, η οποία ήταν γραφτό να με χτυπήσει αργά ή γρήγορα. Κατά τα λεγόμενά του, προτού προχωρήσω στο επόμενο στάδιο της εκπαίδευσής μου, έπρεπε να αποβάλω όλα τα δηλητήρια που βάραιναν το σώμα μου.(…) Η συνάντησή μας στη Γουιτσίτα είχε συντμήσει το χρόνο, αφού η διαπίστωση πως δε γινόταν να του ξεφύγω, με είχε αναγκάσει να υποταχτώ και το συγκεκριμένο διανοητικό χτύπημα που είχα δεχτεί είχε πυροδοτήσει την αρρώστια μου).  Ο μικρός Γουίλ βέβαια αποδίδει την καθοριστική αυτή μεταστροφή σε πιο απλά αίτια: το χαμόγελο της Μάμα Σιου, και το μητρικό φιλί που του δίνει καθώς κάθεται στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού. Εξίσου καθοριστική άλλωστε είναι και η αγάπη που δείχνει στον ετοιμοθάνατο Γουίλ ο ίδιος ο δάσκαλος (η φωνή του, καθαρή και σοβαρή, τρύπωνε μέσα μου).
Η συμπεριφορά του αλητάκου δεν αλλάζει - η γκρίνια, οι καυστικές παρατηρήσεις∙ όλοι όμως τώρα τον υποδέχονται με «γελαστή ευμένεια». Οι αρχικές επιφυλάξεις του έχουν ξεπεραστεί κι ο Δάσκαλος ξαναγίνεται τύραννος, αλλά θεωρεί ότι ο μαθητής του έχει περάσει παλληκαρίσια τα δώδεκα στάδια και τώρα «θα στραφεί στον ουρανό». Όταν κάποιος έρχεται και σου λέει πως είναι ο πατέρας σου, αφήνεσαι στα χέρια του, έστω κι αν ξέρεις πως δεν είναι. Οι δοκιμασίες όμως από δω και πέρα γίνονται απρόβλεπτα πιο σκληρές. Κορυφαίος ο… ενταφιασμός για είκοσι ώρες στο υγρό χώμα με ένα μόνο σωλήνα για αναπνοή∙ κορυφαίος όχι λόγω δυσκολίας αλλά γιατί αλλάζει όλη του η οπτική:
Ήταν μια εμπειρία που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Ξέρω πως αυτό ακούγεται σαν κάτι όντως αποτρόπαιο, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη κι απ τη στιγμή που θα περάσει κανείς μερικές ώρες στα βάθη της γης ο κόσμος μετέπειτα του φαίνεται εντελώς διαφορετικός. Μ’ άλλα λόγια τα πάντα αλλάζουν και γίνονται ανείπωτα όμορφα, μόνο που όλη αυτή η ομορφιά τους είναι διαποτισμένη από ένα φως τόσο εφήμερο και αφύσικο, που δεν αποκτούν ποτέ αληθινή υπόσταση. (…) Ο αληθινός τρόμος αρχίζει αργότερα, όταν σε ξεθάψουν και ξανασταθείς στα πόδια σου, αφού όλα όσα τύχει να σου συμβούν έκτοτε στην επιφάνεια, είναι άρρηκτα δεμένα με τις ώρες που πέρασες στα βάθη.

Η μαγική στιγμή της ανύψωσης έρχεται απρόσμενα…:  έτσι απλά, χωρίς προετοιμασία, χωρίς κανένα προαίσθημα. (…) Πριν καν συνειδητοποιήσω τι μου χε συμβεί, με κυρίεψε ένας βαθύς και χωρίς όνειρα ύπνος μέσα στον οποίο βυθίστηκα σαν πέτρα που βυθίζεται στον πυθμένα του σύμπαντος. Και παρακάτω: όμως αντί να με γεμίσει έκσταση, μου προξένησε άφατο τρόμο. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας συνδυάζει την απόκτηση αυτής της εξαιρετικής ιδιότητας με την πνευματική και συναισθηματική ωρίμανση, ένα είδος κάθαρσης. Ο Γουίλ «δουλεύει σκληρά» για να πετύχει την κίνηση
σε συνδυασμό με την ανύψωση (το όνειρο των ονείρων) έως ότου συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Ένας άλλος άξονας γύρω από τον οποίο στριφογυρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι η προσωπικότητα της Γουίδερσπουν, και η σχέση της με τους δυο ήρωες, ιδιαίτερα τον Γιεχούντι, ο οποίος δείχνει ιδιαίτερα ερωτευμένος κι ευάλωτος (ήταν ολοφάνερο πως ο δάσκαλος, αν κι ήταν σωστή μεγαλοφυΐα κι αληθινός μάγος, δεν ήξερε καθόλου από γυναίκες).  

Ωστόσο, τη μέθη της επιτυχίας ανακόπτει ένα συνταρακτικό γεγονός: μια επιδρομή Κου Κλουξ Κλαν οδηγεί τους δυο αγαπημένους συντρόφους (Μάμα Σιου και Αίσωπο) στην κρεμάλα, ενώ το σπίτι γίνεται στάχτη. Το επεισόδιο επιδρά καταλυτικά όχι μόνο στην πορεία των δυο πρωταγωνιστών αλλά και στη σχέση τους: ο δάσκαλος πέφτει σε βαριά κατάθλιψη που ενισχύεται από τύψεις, κι όταν αυτό τραβά σε βάθος χρόνου, φέρνει σε αμηχανία τον Γουίλ. Η ολοκληρωτική έλλειψη εσωτερικής σκληράδας, η αδυναμία του να αντιμετωπίσει κατάματα τη ζωή, μ’ έκαναν να τα βάλω μαζί του. Ακόμα κι η ανέμελη και ασταθής  κα Γουίδερσπουν (με την οποία η σχέση γίνεται πολύ συναρπαστική) έχει αρχίσει να κουράζεται. Όμως ο μαθητευόμενος έχει μπει σε μια τροχιά εξέλιξης, κι όταν ο δάσκαλος λυτρώνεται από τις ενοχές του ξεκινούν κι οι δυο μαζί ταξίδια σε όλη την Αμερική με σκοπό την προβολή του Γουόλτ.  Από δω και πέρα απολαμβάνουμε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις σε όλη την Αμερική,  την ανοδική πορεία προς τη δόξα και την τελειοποίηση των πτήσεων.

Τα απροσδόκητα γεγονότα όμως δεν σταματούν, κι είναι κι αυτό χαρακτηριστικό στοιχείο της μαγικής γραφής του Όστερ∙ και  συνήθως ο αναγνώστης νιώθει ότι υπάρχει μια κλιμακωτή πορεία, κι όταν υπάρχει νέα ανατροπή νιώθει ότι δεν θα μπορούσε παρά έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα: Όταν πια ο Γουόλτ αρχίζει και ενηλικιώνεται (σπαρταριστές οι σκηνές με το «μπιντού» (= σπέρμα) του), οι  ανυπόφοροι πονοκέφαλοι που τον συνοδεύουν μετά τις πτήσεις είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα του (έχεις κότσια αγόρι μου, γι αυτό και σ’ αγαπώ. Όμως στη σταδιοδρομία όλων όσων κάνουν αυτό που κάνεις εσύ, έρχεται μια στιγμή που η ανύψωση στον αέρα εγκυμονεί κινδύνους και πολύ φοβάμαι πως έχει φτάσει πια για σένα αυτή η στιγμή/ Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες παραστάσεις Γουόλτ, τα πάντα τελείωσαν. Ο Γουόλτ, το παιδί θαύμα, δεν υπάρχει πια/είναι η εκδίκηση της βαρύτητας, γιε μου). Παρόλο το σοκ του Γουόλτ, με τη βοήθεια του Δάσκαλου ορμάνε σε νέα σχέδια (πέντε ολόκληρα χρόνια δουλειάς και δεκάδες άλλα σχεδιασμών και αναζητήσεων είχαν χαθεί μέσα σε μια ώρα κι όμως εκείνος επέμενε να καταστρώνει νέα σχέδια, λες και τα πάντα ήταν ορθάνοιχτα μπροστά μας και μας περίμεναν). Τέλος, η αρρώστια και ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο πεθαίνει τελικά ο Δάσκαλος είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφαία σκηνή, και πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα ψυχολογία του πρωταγωνιστή/αφηγητή. Άλλωστε δεν είναι πια παιδί.
Το βιβλίο όμως δεν τελειώνει εδώ. Βλέπουμε – πιο συνοπτικά, φυσικά- τον μικρό Γουόλτ να ενηλικιώνεται, να κοινωνικοποιείται, να κάνει οικογένεια  και να κλείνει παλιούς λογαριασμούς, φερειπείν με τον αδίστακτο θείο. Χρόνια αργότερα, μάλιστα,  θα ξαναβρεί ανέλπιστα την Γουίδερσπουν (η κα Γουίδερσπουν ήταν από τις γυναίκες εκείνες που κάνουν συνέχεια πράγματα που δεν τα περιμένεις), και μάλιστα θα συγκατοικήσουν.  Όμως, όπως λέει κι εκείνος, το καλύτερο μέρος του εαυτού του  είχε μείνει κοντά στον Γιεχούντι, σ’ εκείνη την έρημο της Καλιφόρνια όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Τον είχα θάψει μαζί με τον Σπινόζα του, το βιβλίο με τα αποκόμματα του τύπου για το παιδί θαύμα και το κορδόνι με το κομματάκι από το μικρό μου δάχτυλο.
Η ουσία ήταν πως δεν υπάρχουν πια τέτοιας λογής άνθρωποι. Ο Δάσκαλος ήταν ο στερνός ενός είδους ανθρώπων που έχει εκλείψει πια. Ακόμα κι αν τον έριχνες μέσα στη ζούγκλα, θα νιωθε μια χαρά. Δε θέλω βέβαια να πω πως θα γινόταν βασιλιάς της. Θα αφομοίωνε όμως τους νόμους της καλύτερα από τον καθένα. Μπορούσες να τον ρίξεις στο βόθρο, να τον φτύσεις κατάμουτρα και να του ραγίσεις την καρδιά και την ώρα που εσύ νόμιζες πως ήταν τελειωμένος για τα καλά, να τον δεις να τινάζεται όρθιος, έτοιμος να αντιμετωπίσει και πάλι τα πάντα. Μην πεις ποτέ πάει πέθανα. Αυτό ήταν το πιστεύω του κι ήταν ήδη ένα πιστεύω που το χε εφεύρει ο ίδιος.

Χριστίνα Παπαγγελή


Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013

Άγιοι δαίμονες/ Εις ταν πόλιν, Γιάννη Καλπούζου

Εξίσου ποιοτικό και «χορταστικό» το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Καλπούζου με το πρώτο του, το Ιμαρέτ, με το οποίο άλλωστε θα εύρισκε κανείς πολλές αναλογίες. Παρόλο που θεωρώ ότι ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, να τοποθετήσει την  υπόθεσή  του μυθιστορήματός του σε μια σύνθετη, ιδεολογικά φορτισμένη και πολύπλοκη ιστορική συγκυρία (Κωνσταντινούπολη 1808 με 1831), κινήθηκε με πολλή άνεση στην εποχή, αποδίδοντας συνολικά την ατμόσφαιρα, ώστε ο καθένας θα ομολογούσε ότι «δεν μπορεί παρά κάπως έτσι να είχαν τα πράγματα».  Σε όσους λοιπόν έχουν λαογραφικές, ιστορικές (αλλά και… γλωσσολογικές ανησυχίες), δεδομένης της πολυεθνικότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας το βιβλίο αυτό έχει ενδιαφέρον ιδιαίτερο και δίνει απαντήσεις λίγο ως πολύ τεκμηριωμένες, χωρίς βέβαια αυτό να το καθιστά μάθημα ιστορίας ή εθνικής προπαγάνδας, ούτε να είναι σε βάρος της μυθικής αφήγησης (δηλ. της μυθιστορηματικής πλοκής). Από την άλλη, η υπόθεση αυτή καθαυτή είναι ελκυστική και οι χαρακτήρες  επίσης ενδιαφέροντες.
        Σ ΄ όλο το βιβλίο κυριαρχεί η αφήγηση του πρωταγωνιστή Τζανή (αφηγείται ως ιστορητής και ιστορούμενος) αλλά παρεμβάλλονται και οι σύντομες αφηγήσεις άλλων, ποικίλων προσώπων, σε ξεχωριστές ενότητες (π.χ. γράμμα του πατέρα, μαρτυρία του Θεοφίλη,  μαρτυρία του παππού κ.α.), δίνοντας έτσι μια πρισματική οπτική. Η γλώσσα (προσπαθεί να) είναι η γλώσσα της εποχής, φυσικά με πάρα πολλές τούρκικες λέξεις κι ονομασίες, ενώ η απόδοση των γλωσσικών ιδιωμάτων (δεν είμαι σε θέση να κρίνω την εγκυρότητά τους) ασκεί ιδιαίτερη γοητεία, και δε δημιουργεί δυσκολίες λόγω του γλωσσαρίου.  Αντίθετα, οι παροιμίες/γνωμικά/λαϊκά τραγούδια που διανθίζουν την αφήγηση αβίαστα και πολύ ταιριαστά κατά περίπτωση, κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Παρατηρήσεις όπως ότι Φανάρι στα τουρκικά (φενά γερ) θα πει σκουπιδότοπος κι από κει μπορεί να πήρε το όνομά της η περιοχή (άλλοι βέβαια λένε πώς έλαβε το όνομα στα χρόνια των Γραικορωμαίων από ένα φανάρι που άναβε στο λόφο ψηλά), ή ότι το Αιγαίο λεγόταν Άσπρη θάλασσα σε αντιπαράθεση με τη Μαύρη θάλασσα στολίζουν την αφήγηση και δίνουν ένα διασκεδαστικό τόνο. Μαθαίνουμε φερειπείν  ότι «φαρς» ήταν δύσκολη περσική γλώσσα, εξού και το «φαρσί» που λέμε εμείς. Επίσης, πολύ βοηθητικό χαρακτήρα για την κατανόηση των γεγονότων έχει και ο χάρτης που παρατίθεται στην αρχή.
       
        Εκείνα τα χρόνια 600.000 «ψυχές» ζούσαν στην Πόλη∙ Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένιοι. Το ξημέρωμα ξεχυνόταν στους δρόμους το ανθρώπινο μελίσσι και μαζί οι πουλητάδες (σαλεπιτζήδες, ζαρζαβατζήδες, σουτζήδες, σιμιτζήδες), κλπ. Πίσω απ τα παραθύρια οι γυναίκες παρακολουθούσαν, οι λεγόμενες μανταπολάμ.  Φράγκοι, γενίτσαροι, γαλιοντζήδες, χανούμισσες με μαύρους ευνούχους, δερβίσηδες, παλαιστές, ακροβάτες, μελλοντολόγοι, πρακτικοί γιατροί, παραμυθάδες. Οι πλούσιοι Ρωμιοί του Τζουμπαλί έχουν δούλους και δούλες απ’ όλες τις φυλές. Έντεχνα μεταφερόμαστε σε διάφορα μέρη της Πόλης (και όχι μόνο) και μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν εκείνη την εποχή (π.χ. πριγκηπονήσια, Γαλατά, φωταγωγημένο Μπουγιούκ Τσαρσί, Φανάρι κλπ.), εφόσον  η λογοτεχνική πένα του συγγραφέα  μάς δίνει πλούσια ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία, ενταγμένα μέσα στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή να κάνει ατέλειωτες περιγραφικές παρενθέσεις. Με αφορμή ας πούμε την πανούκλα, γίνεται σύγκριση ανάμεσα στην εκφορά των νεκρών, αν είναι Ρωμιός, Τούρκος ή Αρμένης. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η ονομασία «Τούρκοι», όπως επισημαίνεται και στο Ιμαρέτ όπου αναφέρονται ως  Οσμανλήδες,  δεν ισχύει παρά για μια μειονότητα. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Μποκρουζέ (βλ. παρακάτω): Εδώ όλοι οι μουσουλμάνοι είναι ιγντίς (μιγάδες). Οι Τούρκοι της Ανατολίας λέγουν τους μουσουλμάνους της Πόλης και όλου του ευρωπαϊκού κομματιού της Αυτοκρατορίας ανακάτωμα φυλών. Στην Ήπειρο οι μουσουλμάνοι είναι οι πρώην χριστιανοί σπαχήδες, στη Σερβία οι εξισλαμισμένοι Σλάβοι, στην Κρήτη εξισλαμισμένοι Κρήτες, το ίδιο και στον Μοριά, στη Ρούμελη και αλλού. Η λέξη «Τούρκος», όπως φαίνεται , σε κάποιες περιπτώσεις ήταν βρισιά ανάμεσα στους μουσουλμάνους, εφόσον σήμαινε και χοντροκέφαλος, βάρβαρος.
       

        Γεωγραφικά/ιστορικά

        Δε θα πρεπε κανείς ν’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στο ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου, γιατί ολοφάνερα δεν είναι σκοπός του συγγραφέα να κάνει ιστορία. Δε μπορεί όμως ο αναγνώστης, απ την άλλη, να αγνοήσει το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, ή να μη σκαλίσει στη μνήμη του γεγονότα που μαθαίναμε μηχανικά στα σχολικά βιβλία, και ξαφνικά, έμμεσα ή άμεσα παίρνουν σάρκα και οστά. Η αίσθηση που δίνει πάντως η γραφή είναι ότι υπάρχει απόλυτος σεβασμός στα ιστορικά στοιχεία, δίνονται μέσω των χαρακτήρων διαφορετικές οπτικές, και μπορεί κανείς να αναζητήσει τα πλούσιο λαογραφικό υλικό (έθιμα, παροιμίες κλπ) που συνοδεύουν τις λαϊκότροπες αφηγήσεις των ηρώων.
        Έτσι λοιπόν, ο ενδιαφερόμενος για την ιστορικότητα αναγνώστης, έχει την ευκαιρία να γευτεί γεγονότα και καταστάσεις, όπως η πανούκλα που στέλνει στο θάνατο χιλιάδες, οι γενίτσαροι για τους οποίους μαθαίνουμε ότι είχαν και οι Ρωμαίοι (τους λεγόμενους «γιούνορες»), οι Βυζαντινοί είχαν τους «νεότερους», και τους «Τουρκόπουλους», εκχριστιανισμένους Τούρκους∙ μαθαίνει για το καρακαζάνι, ένας «ορτάς» (τμήμα γενίτσαρων) όπου όμως είναι γραμμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί κληρικοί, Φαναριώτες και πλούσιοι Ρωμιοί με σκοπό την αισχροκέρδεια, τη μηχανορραφία και την εκμετάλλευση, με προσβάσεις στην εκκλησία, στο Πατριαρχείο, ακόμα και στους ανώτατους Οθωμανούς αξιωματούχους. Βλέπει τον επινοητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι τους διωγμούς τους (αξιοθαύμαστα περίπλοκο σύστημα επικοινωνίας στις μεσοτοιχιές)∙ μαθαίνει ακόμα για τους ευνούχους, που δεν αφορούν μόνο Οθωμανούς (στο νου μου έρχονταν όσα έλεγε ο πατέρας μου για τους ευνουχισμένους πατριάρχες, τον καιρό των Γραικορωμαίων, τον Πολύευκτο, τον Ιγνάτιο Ραγκαβέ με εντολή του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου, αλλά και τον ευνούχο Φώτιο). Το πιο συναρπαστικό όμως μέρος κατά τη γνώμη μου είναι η περιπέτεια που ξεκινά με την απίστευτη γνωριμία του Τζανή με τον Τούρκο/κρυπτοχριστιανό Παυλή-Μελέκ όταν το σκάει για Οδησσό (τελικά ταξιδεύει Σινώπη-Τραπεζούντα-Πάφρα-Σαμψούντα), το ναυάγιό τους (που τους βγάζει στην Κερασούντα), η επίσκεψη στο χωριό του Μελέκ-Παυλή, η -με επίσης απίστευτο τρόπο- αποκάλυψη ότι όλοι είναι κρυπτοχριστιανοί (κρυφοκοιτάμε και μεις όπως κι ο Τζανής τις αρχέγονες τελετές τους, τη βάφτιση κρυπτοχριστιανής κ.α.), και το αποκορύφωμα, η σύλληψη και φυλάκιση τους, και η μεταβίβασή  τους στα μπουντρούμια της Πόλης, στο κολαστήριο του Μπάνιον, ως θανατοποινίτες. Οι συνθήκες στα κάτεργα, οι αρρώστιες-ψείρες κλπ, τα βασανιστήρια, η  ένταση, το ρίσκο, οι χαραμάδες χαράς και ζωής μέσα στη φρίκη του θανάτου απασχολούν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης και καταλήγουν σε εξίσου περιπετειώδη απόδραση. Ο ήρωάς μας εντάσσεται πάλι στη ζωή της Πόλης με την παλιά του ταυτότητα. Κανείς δεν τον συνδέει με τον αγνώριστο «κατεργάρη» του Μπάνιον.
        Τέλος, τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την προετοιμασία της επανάστασης πληθαίνουν προς το τέλος του βιβλίου. Είναι συναρπαστική η προσπάθεια να βλέπει κανείς τα –υποτίθεται γνωστά-γεγονότα μέσα από τα μάτια κάποιου που του είναι σύγχρονα, δεν ξέρει την έκβασή τους, κι επηρεάζεται από χίλια δυο. Όμως πάλι γύριζε τούμπα ο νους μου κι αναρωτιόμουν για την Ελλάδα. Ποια Ελλάδα καταγίνονταν να λευτερώσουν; κείνη οπού’ χε στη Χάρτα του ο Ρήγας; Όσους τόπους διαφέντευε το Πατριαρχείο; Όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στους Γραικορωμαίους; Και θα έφτιαχναν καινούρια αυτοκρατορία; και τι θα απογίνονταν τόσες φυλές; Γιατί στην Οθωμανική αυτοκρατορία ζούσαν εβδομηνταδιόμισι φυλές, μιας και τους γύφτους τους λογάριαζαν για μισή φυλή… Τα φύλλα του Λόγιου Ερμή από το 1812 έχουν μπει στο σπίτι του γιατρού, πατέρα του Τζανή διασπείροντας τις ιδέες της επιστήμης και του διαφωτισμού.
        Ο Τζανής μπαίνει στο κόλπο της Εταιρίας του Φοίνικα μέσω του αδερφού του Λεωνή, μεταφέρει μυστικά μηνύματα και κάποια στιγμή τα αποκωδικοποιεί εισάγοντας τον εαυτό του στα άδυτα. Ποιος είναι ο αρχηγός της Εταιρίας του Φοίνικα, μήπως ο Καποδίστριας; Μηχανορραφίες  για να ανέβει από τον Μιχαήλ Σούτσο ο Γρηγόριος ο Ε΄ στην έδρα του Πατριαρχείου. Πεσκέσια από το Σουλτάνο (συνήθεια από το 1467). Στοιχεία που παρουσιάζονται ως εικασίες ή υποψίες των ηρώων, αλλά ίσως αξίζουν την έρευνα. Παρακολουθούμε και την τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ήτανε η συντροφία των Φιλικών ωσάν πυραμίδα. Όσο πιο ψηλά, τόσα περισσότερα ηξεύρανε. Προδοσίες, συλλήψεις, έρευνες. Μετά τις προδοσίες και την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ούτε λόγος να γίνει πράξη το σχέδιο για τον ξεσηκωμό της Πόλης. Μαθαίνουμε πώς το ξέσπασμα της επανάστασης στοίχισε την ανελέητη σφαγή των ρωμιών στην Κων/λη, τον Απρίλη του 1821, αλλά ακούμε και τη «φωνή» του Τσελεμπή Χαϊντάρ: αλλά να ξεύρεις αυτό. Το αίμα δεν το έχυσαν οι πολλοί και αγαθοί μουσουλμάνοι. Κι ας τους πότισανν με μίσος. Τις μέρς εκείνες οι περσότεροι μουσουλμάνοι κλείνονταν στα σπίτια τους. Από τους τετρακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνους της πόλης, κείνοι που κάμανε τα κακά δεν ξεπερνούσαν τους δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Και δεν είναι σωστό να φορτώνονται όλοι το άδικο. Οι  καταστροφές στην Πόλη και την ευρύτερη περιοχή είναι ανυπολόγιστες. Μέσα απ τα μάτια του γραμματισμένου και ευσεβούς αδερφού του Τζανή, Δημητράκη, παρακολουθούμε το μαλλιοτράβηγμα των ιερέων για την εκλογή του Ευγένιου, του Πατριάρχη που αντικατέστησε τον Γρηγόριο τον Ε΄ (γενειάδαι εξεριζώνοντο, καλημαύκια εξεσφενδονίζοντο, άμφια διερρηγνύοντο και βλασφημίαι αρμόζουσαι εις θαμώνας καταγωγίων εξήρχοντο εκ των «ιερών» εκείνων χειλέων.
        Οι φρικαλεότητες συνεχίζονται κι απ τις δυο πλευρές. Μέσα απ τα μάτια του Ανθία μαθαίνουμε και για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, την εκ/ση των ηγεμόνων της Βλαχίας, ενώ τα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν το φόντο της αφήγησης περιλαμβάνουν με πολύ ανάγλυφο τρόπο και την καταστροφή της Χίου. Το βιβλίο που γράφει ο Τζανής, είναι αυτό που κρατάμε στα χέρια μας και φτάνει μέχρι το 1831.
       
        Τα πρόσωπα

        Η πρώτη λέξη του μυθιστορήματος είναι μια κραυγή: «γιαγκίν!», δηλαδή φωτιά. Μια από τις πυρκαγιές που κατέστρεφαν μέρος της πόλης κατά δεκάδες πριν την επανάσταση, καταστρέφει και το βιος της οικογένειας του Τζανή και αναγκάζει όλη την οικογένεια να σκορπίσει. Σ αυτό το έκτακτο σκηνικό ο συγγραφέας μάς σκιαγραφεί το γενικότερο πνεύμα των κατοίκων (οι μουτεβελήδες των τζαμιών και τα ρουφέτια των μουσουλμάνων βοηθούσαν και παραστέκονταν στους ομόθρησκούς τους. Αμά πουθενά δεν άκουγες θρήνους και κλάματα. Άλλοι άνθρωποι οι Οθωμανοί. Τέτοια θεομηνία, τέτοια καταστροφή και λαλούσαν: «Σιουκιούρ Αλλάχ». Κι άμα τους ερωτούσες τι θα κάμουν, σου αποκρίνονταν: «Αλλάχ κερίμ»), και μας παρουσιάζει παράλληλα τα μέλη της οικογένειας και τις σχέσεις  τους: ο πατέρας γιατρός, σπουδασμένος στην Ιταλία, δε θεωρήθηκε άξιος γαμπρός του παχάρνικου (αξίωμα Φαναριώτικο) Μιχαλάκη Αραμή, γιατί δεν είχε ευγενική καταγωγή, ωσότου τον τελευταίο τον «σχόλασε» ο Υψηλάντης και, γυρίζοντας στην Πόλη πνιγμένος στα χρέη, υποχώρησε προσωρινά.  Ο πατέρας του Τζανή προσπαθεί να τα σπουδάσει τα αγόρια του (έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίγονταν τότε στους πεφωτισμένους αστούς), αλλά ενώ ο ήρωάς μας ξεκίνησε με ενθουσιασμό τις σπουδές στο κοινό σχολείο του Τζουμπαλί, αρνήθηκε να ξαναπάει ύστερα από μια ταπεινωτική φάλαγγα που έφαγε ως τιμωρία. Ο πόλεμος με τον πατέρα τον σπρώχνει προς το βιοπορισμό και βρίσκει γρήγορα τον δρόμο που θα του ταιριάζει και θα τον αναδείξει: καταφεύγει στον αχτάρη (= ψιλικατζής) πάππο του, και γίνεται με τον καιρό παρασκευαστής μύρων, τουρκιστί  μελχέλμ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του γρήγορα γίνεται «ουστά», δηλαδή μάστορας, μάγος των μύρων. Μαθαίνουμε μαζί με τον Τζανή τα βοτάνια, τον αγώνα που κάνει με τα φυτά, τις αμπούλες, τα αιθέρια έλαια από ραδίκια, γρασίδι, ηλιοτρόπιο κλπ., το κυριότερο όμως είναι ότι ο συγγραφέας μάς βάζει στη μαγεία της Πόλης μέσα από τον πλούτο της και τις μυρωδιές της.   
        Το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας είναι ο Λεωνής, του οποίου τα ίχνη χάνονται με την πυρκαγιά. Όπως αποκαλύπτεται αργότερα, ο έρωτάς του για μια μικρή Τουρκάλα, και μάλιστα παντρεμένη,  τον έχει βάλει στο στόχαστρο των Τούρκων. Η μόνη του σωτηρία είναι να «τουρκέψει», αλλιώς τον περιμένει ο θάνατος (πολύ δυνατή η σκηνή της μεταστροφής, μετά όμως μαθαίνουμε ότι ήταν σχεδιασμένο). Κλάψαμε τον Λεωνή ωσάν αποθαμένο. Θα τον δούμε μετά από πολλά, αγνώριστο, Τούρκο κανονικό ή μάλλον κατά τον ίδιο, Μουσουλμάνο (οι μουσουλμάνοι είναι άνθρωποι αγαθοί και πλιότερο πιστοί από τους Ρωμιούς και τους Φράγκους ) να  ισχυρίζεται ότι τούρκεψε για να μπορεί να προσφέρει στον αγώνα, να μαθαίνει μυστικά για τη « συντροφία» (Πρόκειται για την Εταιρία του Φοίνικα[1]). Τον βλέπουμε όμως στο τέλος να είναι μετανιωμένος για τον δρόμο που πήρε («δε με βαστούσε άλλο η ψυχή μου, Τζανή. Μια στιγμή ακόμα ήταν, και δεν άντεξα…μείναμε στα σκοτεινά δίχως να συντυχαίνουμε ώρα πολλή. Πόσες βασανισμένες ψυχές υπήρχαν στην ιστορία του»).
        Συμπρωταγωνιστής, φίλος  και σύντροφος σε όλες τις περιπέτειες ο γοητευτικός, αγγελικός και δαιμονικός Ανθίας (τούτο το πλάσμα θαρρείς πως το γέννησαν όλοι οι θεοί του κόσμου και το βάφτισαν οι διαβόλοι), που με την εξώκοσμη ομορφιά του κάνει όλες τις γυναίκες να «σπαρταράνε» για χάρη του. Αυθάδης, απρόβλεπτος και αδίστακτος, γίνεται «δίδυμο» με τον Τζανή καθώς γνωρίζονται από παιδιά, μεγαλώνουν μαζί και μαθαίνουν τον κόσμο. Προς το τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι έχει το χάρισμα του θεραπευτή, αλλά το πιο διασκεδαστικό του επάγγελμα ήταν του «αρζουχαλτζή», δηλαδή του επιστολογράφου κατά παραγγελία, όπου, με τα κολοβογράμματα που ήξερε καταπιανόταν να επινοεί απαντήσεις στους ταλαίπωρους που τον εμπιστεύονταν! Τέλος, ακολουθεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, επιβεβαιώνοντας την ηρωική προδιάθεση που έχουν οι άνθρωποι που είναι ξεχωριστοί (Αυτός είναι ο Ανθίας. Άγιος δαίμονας, άγιος και δαίμονας).
        Ο Παυλής-Μελέκ, «μυθιστορηματικός», απρόβλεπτος, μουσουλμάνος κρυπτοχριστιανός, είναι ένας γίγαντας (ένα θεώρατο πλάσμα, ένας γίγαντας ξυπόλυτος και μαυρισμένος ωσάν το καμένο ψωμί), σα βγαλμένος από παραμύθι της ανατολής ή από κόμικς. Όσο μπόι είχε, άλλο τόσο μάλαμα ήταν η καρδιά του. Γίνεται αχώριστος με τον ΤΖανή σ’όλη του την περιπέτεια που ο ΤΖανής κυκλοφορεί σα. Μουσουλμάνος.
        Τέλος, μέσα από τα άπειρα πρόσωπα που διαπλέκονται σ αυτόν τον καμβά, νομίζω ξεχωρίζει ο σοφός, «αιρετικός» Μποκρουζέ (όλοι ξέρουν τις ιδέες μου. Οι Οθωμανοί με θεωρούν αιρετικό, όπως τους μπεσαχτήδες[2] ή τους ταρικάτ) , που εκπροσωπεί την πολιτιστική παράδοση των Τούρκων, τον φωτισμένο διανοούμενο που μας θυμίζει με την παρουσία του ότι ο τούρκικος/μουσουλμανικός πολιτισμός είχε σπουδαίους στοχαστές, ποιητές, αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους που ξέφευγαν απ τον φονταμενταλισμό που επικράτησε με τον κεμαλισμό. Όπως λέει κι ο ίδιος ο Τζανής, ανήκε σ’ έναν άλλον κόσμο, τον ιδικό του. Παίζει νέι στα εκατοντάδες πουλιά που μαζεύει κι αγαπά και το καθένα έχει τη δική του ιστορία. Με τους σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι είναι διεθνιστής, κι οι ιδέες του δεν απέχουν από τον κομμουνισμό, εφόσον ισχυρίζεται ότι ο νους πρέπει να μαθαίνει, να διασταυρώνει πληροφορίες και καταλήγει: ο σουλτάνος, οι ουλεμά, ο στρατός, οι πασάδες, τα Πατριαρχεία, οι αρχιραβίνοι, οι καλόγεροι, οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάσηδες, οι πλούσιοι έμποροι, οι τοπάρχες Οθωμανοί και οι Φαναριώτες ηγεμόνες απολαμβάνουν τους καρπούς που καλλιεργεί ο φτωχός λαός. (…) Όποιος έχει την εξουσία θέλει να κυριαρχήσει ενάντια στους άλλους και να πλουτίζει σε βάρος του λαού.  

 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Μυστική εταιρία που ιδρύεται το 1812 από τον τέκτονα Αλ. Μαυροκορδάτο στη Μόσχα
[2] Μπεκτασήδες: τάγμα δερβίσηδων, καθόλου φανατικοί, κατά κάποιον τρόπο ανεξίθρησκοι/ Ταρικάτ: τάγμα δερβίσηδων που ζούσαν από δικά τους προϊόντα το ορθόδοξο μουσουλμανικό δόγμα των Τούρκων είναι σουνίτες, πιστεύουν και στους 4 χαλίφες διαδόχους του Μωάμεθ ενώ οι σιίτες (π.χ. οι Πέρσες) πιστεύουν μόνο στον Αλή.