Σάββατο, Μαρτίου 25, 2017

Τότε που ήταν καλό κορίτσι, Philip Roth

Σπάνια αισθάνομαι τέτοια εμπάθεια για… ήρωα λογοτεχνικού έργου ώστε να βρίζω και να φωνάζω καθώς διαβάζω, σα να βρίσκομαι παρούσα στην σκηνή που περιγράφει ο συγγραφέας. Κι όταν επιτέλους βρίσκεται ένας άνθρωπος (στο… έργο πάντα!) που να συμμερίζεται τα συναισθήματα αυτά και να αντιδρά κατά το πρέπον (μας φτάνουν πια οι διαταγές και οι προσβολές που έχουμε φάει απ’ αυτή τη μικρή σκύλα –γιατί αυτό είσαι το ξέρεις; Μια μικρή σπασαρχίδω, μια σκύλα. Τέτοια αγία είσαι –η αγία Σπασαρχίδω. Και θα φροντίσω εγώ να το μάθει όλος ο κόσμος), να αναφωνώ (με το βιβλίο πάντα στα χέρια) «…ν’ αγιάσει το στόμα σου, άνθρωπέ μου, πες τα Χρυσόστομε, ε, τι άλλο θες κοπέλα μου», κλπ κλπ.
Μάλλον επιτυχία του συγγραφέα, θα χαρακτήριζα τη μεταβίβαση τόσο έντονων συναισθημάτων -είμαι της σχολής της ταύτισης. Ο Ροθ, στο πρώτο του αυτό βιβλίο που ομολογουμένως δεν είναι και απ’ τα  καλύτερα, εστιάζει για πρώτη και μοναδική φορά σ’ έναν γυναικείο χαρακτήρα, αλλά τόσο αντιπαθητικό (και αληθινό- φευ!) που σε βγάζει από τα ρούχα σου. Και απορώ, πραγματικά, πού βασίζονται όλα αυτά τα σχόλια που υποστηρίζουν ότι έχτισε έναν «επαναστατικό» γυναικείο χαρακτήρα που διεκδικεί τη χειραφέτησή της και  τόλμησε να έρθει σε κόντρα με την πουριτανική ηθική της αμερικανικής κοινωνίας στις δεκαετίες ’30 και ’40. Δεν είδα επίσης να θέλει η ηρωίδα «να κάνει το καλό» (κάτι που υπαγορεύεται ίσως  απ’ τον δυσερμήνευτο τίτλο «When she was good») ούτε να έχει πράγματι κάποια άκαμπτη ηθική ή ηθικολογία, όπως υποστηρίζουν κάποιοι αναγνώστες[1].
Η ανάγνωσή μου είναι τελείως διαφορετική:
Είναι αλήθεια ότι η Λούσι έφτασε στο σημείο, δεκαπέντε χρονών, να καταδώσει στην αστυνομία τον ίδιο της τον πατέρα. Πουθενά όμως δεν φαίνεται ότι το κάνει για λόγους αρχής, ή από κάποια αυστηρή ηθική! Τον μισεί, απλούστατα. Τρέφει ένα άρρωστο, κι αδικαιολόγητο εν πολλοίς μίσος για τον πατέρα της, που έχει βέβαια την αδυναμία του ποτού, είναι απατεωνίσκος, λέει ψέματα αλλά δεν είναι και κανένα τέρας… (δεν έχει εξαφανιστεί, δεν ασκεί βία, αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα φιλικός, προσεκτικός μαζί της και ενδοτικός, φαίνεται να την αγαπά και κάνει προσπάθειες συμφιλίωσης ακόμη και αφού έφαγε φυλακή εξαιτίας της).
Και δεν μισεί μόνο τον πατέρα της αλλά και τη μάνα, για την ακρίβεια ντρέπεται γι’ αυτήν σε σημείο να μην καλεί ποτέ φίλες της στο σπίτι (τι θα περίμενε κανείς από άτομο που παραιτήθηκε από τη μπάντα -όπου όλα ήταν θεσπέσια-,  γιατί κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι σε ολόκληρη τη Μπάντα υπήρχαν μόνο τέσσερα κορίτσια που το ένα είχε στραβισμό, το άλλο τραύλιζε και η Τρίτη ζύγιζε εκατό κιλά!;;;)
Ο Φίλιπ Ροθ μάς δίνει όλο το σύστημα της εκτεταμένης οικογένειας για να καταλάβουμε το ψυχολογικό βάθος αυτού του μίσους: η αδύναμη μάνα αγαπά κατά παράλογο τρόπο τον άντρα της παρόλο που υποφέρει και ντροπιάζεται, αλλά μένει πάντα πολύ παθητική. Ο περί ου λόγου άντρας-πατέρας της Λούσι κάνει προσπάθειες να χειριστεί καταστάσεις, να είναι αυτοδύναμος και να ασκήσει τον «πατρικό λόγο», αλλά δεν τον αφήνουν οι συνθήκες/οι άλλοι (ζουν όλοι μαζί στο σπίτι του πεθερού) και ακυρώνεται -χάνει το κύρος του. Ο ήπιος χαρακτήρας του παππού Ουίλαρντ (που τα τραυματικά του βιώματα με την άρρωστη αδερφή του τον οδηγούν στην βαθιά αίσθηση ότι κάθε ψυχή είναι σίγουρα πιο βαθιά και κάθε ζωή τραγικότερη από ό, τι είχε ποτέ του φανταστεί)  τον οδηγεί σε απελπισμένες προσπάθειες να μη διαρραγεί η ενότητα της οικογένειας  αλλά αυτό, όπως και η έλλειψη εγωισμού της αόρατης σκιώδους μάνας, εξαγριώνουν τη Λούσι που απεχθάνεται με μονολιθικό και παράλογο τρόπο τη «ντροπή της οικογένειας», τον πατέρα της.
Αλλά ο συγγραφέας θεωρεί απαραίτητη την αναφορά  και στην εκτεταμένη οικογένεια του Ρόι, του άντρα της Λούσι˙ οι ισορροπίες περιλαμβάνουν όχι μόνο τη μάνα και τον πατέρα αλλά και την ξαδέρφη Έλινορ (που είναι φίλη της Λούσι) και τον επιπόλαιο θείο Τζούλιαν (για τον οποίο αποκαλύπτεται το «φρικτό μυστικό» ότι -μάλλον- είχε φιλενάδες) που δίνει έναν αέρα πιο ανάλαφρο στην οικογένεια (για όνομα, Ρόι, τι είσαι εκατό χρονών; Άντε από κει, ξεκουβάλα πια τον εαυτό σου, να χαρείς! Είναι είκοσι χρονών. Ένα εικοσάχρονο πιτσιρίκι, και δεν πρόκειται να μείνεις πάντα τόσο. Ζησ’ το, για όνομα του θεού, κοίτα να περνά καλά, ξεκουβάλα πια τον εαυτό σου). Οπωσδήποτε, ο αναγνώστης της σύγχρονης εποχής τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με ένα πνεύμα πιο προοδευτικό, όπως αυτό.
Από κει και πέρα, τα πράγματα από ψυχολογική άποψη είναι απλά: η Λούσι μεταβιβάζει το άτεγκτο μίσος που νιώθει προς τον πατέρα της στον Ρόι, και από την πρώτη ακόμη στιγμή του φλερτ τον αντιμετωπίζει εχθρικά, έχει παντελή έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ και κοιτά να τον ψαρώνει συνέχεια (μάστορας ο Ροθ). Παντρεύεται χωρίς αισθήματα, μόνο και μόνο γιατί μένει έγκυος (ενώ έχει δυνατότητα να το αποφύγει), χωρίς να τον αγαπά, και του βγάζει την ψυχή (ήδη του έχει βγει η μισή στην προσπάθεια να κάνουν έρωτα! Την αποκαλεί δικαίως «ψωλανάφτρα» (cockteaser) (!!!), ή αλλιώς «επαγγελματία παρθένα» και «Τυπική Μικρή Αμερικανίδα»)… Βέβαια ο συγγραφέας, παρεμβάλλει και σκηνές όπου η οξύτητα αυτή της αντι-ηρωίδας του είναι πιο αμβλυμένη, ώστε να δικαιολογηθεί στο κάτω κάτω και η αποδοχή της σχέσης από μέρους της (τελικά δεν ήταν τόσο αγενής και κακότροπος όσο της είχε φανεί στην αρχή. Ούτε και αδιαφορούσε για τα συναισθήματα των άλλων˙ ιδίως για τα δικά της).
Όχι, δεν συμφωνώ καθόλου στην κρίση ότι ο Ρόι ήταν επιπόλαιος και ανώριμος, που υποστηρίζουν οι κριτικές. Ήταν παιδί, απλούστατα! Ένα παιδί που και οι άλλοι (μάνα, πατέρας) δεν παραδέχονται ότι μεγάλωσε (όλοι του λένε τι να κάνει, όπως επαναλαμβάνει με οργή σε πολλά σημεία του βιβλίου, συμπεριλαμβανομένης της Λούσι), και βρίσκει ψυχολογικό αποκούμπι, κατά κάποιο τρόπο στον άνετο θείο Τζούλιαν. Έχει επιρροές ιδεολογικές, όπως είναι φυσικό, αδιέξοδο όσο αφορά το μέλλον, ενώ το όνειρό του να ασχοληθεί με τη φωτογραφία θεωρείται ελαφρώς αδερφίστικο. Ερωτευμένος, άρα πολύ πιο εντάξει από τη Λούσι που τον παντρεύτηκε από γινάτι,  και το μόνο του αμάρτημα ήταν ότι δεν πρόσεξε όσο έπρεπε (ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, και σ’ αυτό ευθύνονται και τα δύο μέλη του ζευγαριού)! Ωστόσο, στην απόφαση να παντρευτούν η Λούσι κυριολεκτικά του ψήνει το ψάρι στα χείλη… (εδώ να πω ότι οι σχετικοί διάλογοι είναι πολύ ρεαλιστικοί, θεατρικοί, ίσως κουραστικοί γιατί κουραστικοί είναι πάντα οι καβγάδες όταν ο ένας πιάνεται από τις λέξεις του άλλου, όταν υπάρχει γκρίνια και γενικά όταν κάποιος απ’ τους δυο είναι ανυπόφορος (ας μη χρησιμοποιήσω ξανά την τόσο εκφραστική λέξη του θείου του Ρόι).
Ούτε φυσικά στέκει η άποψη ότι η Λούσι αναγκάστηκε λόγω κοινωνικής πίεσης, εποχής κλπ να φέρει το παιδί στον κόσμο και να παντρευτεί, γιατί οι δικοί της (όλοι) έδειξαν μεγάλη κατανόηση, ο πατέρας της ειδικά παίρνει το μέρος της εν απουσία της κιόλας, την πλησιάζει τρυφερά, της κάνει με υποδειγματικά ήρεμο και διαλλακτικό τρόπο μια ρεαλιστικότατη πρόταση ώστε να απαλλαγεί και απ’ τον γάμο και απ’ το παιδί. Η Λούσι δεν αντιπαρατάσσει κανένα επιχείρημα, καμιά ιδεολογία. Απλά  συμπεριφέρεται πολύ σπαστικά σε όλες τις προτάσεις (δεν απαντά, διαστρεβλώνει τις κουβέντες κλπ) και φαίνεται ότι δεν θέλει να δείξει εμπιστοσύνη στον πατέρα της, και μόνο αυτό (πουθενά π.χ. δεν φαίνεται ότι η Λούσι αρνήθηκε την έκτρωση για θρησκευτικούς λόγους, αν και ο συγγραφέας τη βάζει να ασπάζεται ένα φεγγάρι τον καθολικισμό). Ο γιατρός τον οποίο επισκέπτεται τη συμβουλεύει καίρια (πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα συναισθήματα του πατέρα/ τι θέλει και τι προσδοκά/ Λούσι δεν είσαι μόνη σου σε όλο αυτό, υπάρχει και ο νεαρός), λέγοντάς της αλήθειες που ο εγωισμός της αρνιέται να παραδεχτεί. Όταν δε αποκαλύπτεται στο διάλογο ότι και η μάνα έχει κάνει έκτρωση (με τη συναίνεση και των δύο) αντιδρά με υπερβολική υστερία, αυτόκλητος θεματοφύλακας αξιών που τη βολεύουν, λες και πρόκειτο για δική της απόφαση! Θεωρεί ότι η μάνα της κακοποιήθηκε από τον πατέρα, αλλά τίποτα στο βιβλίο δεν δικαιολογεί μια τέτοια άποψη.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω την εκδοχή ότι η Λούσι ήταν διαποτισμένη από το αυστηρό πνεύμα του καθολικισμού και από το παράδειγμα αυτομαστίγωσης της Αγίας Τερέζας που για ένα φεγγάρι την επηρέασε (αφιερώθηκε σε έναν βίο υποταγής, ταπεινότητας, σιωπής και μαρτυρίου), γιατί απλούστατα ούτε επικαλείται κάποια θρησκευτική αρχή ποτέ (αντίθετα επιδεικνύει τις αντίθετες αρετές: φουλ εγωισμό και κυριαρχικότητα) και επιπλέον, πολύ σύντομα απαρνιέται τη θρησκεία της συγχώρεσης και της μετάνοιας. Και η αιτία που απομακρύνθηκε απ’ τον καθολικισμό, δεν ήταν άλλη από το μίσος προς τον πατέρα.
Τα επεισόδια της σύγκρουσης μεταξύ Ρόι και Λούσι κορυφώνονται (ο εξωφρενικός παροξυσμός της γίνεται όλο και μεγαλύτερος όταν ανακαλύπτει ότι είναι πάλι έγκυος) και, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία οδηγούν τον Ρόι έξω απ’ τα ρούχα του (δε νομίζω να υπάρχει αναγνώστης που να μην του «δίνει δίκιο» και να μη χαίρεται όταν ξεσπαθώνει λέγοντάς της με ήρεμο τρόπο αλήθειες που εκείνη δεν θέλει να ακούσει). Όταν  εγκαταλείπει το σπίτι μαζί με το παιδί, η Λούσι αλαφιάζει και οι σπασμωδικές κινήσεις οδηγούν την ηρωίδα εκτός ορίων, όπου τα «ακούει» και από τον Τζούλιαν αλλά κι απ’ όλο τον περίγυρο.  Όμως η περίπτωση είναι αγιάτρευτη και η κατάληξη μοιραία.

Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς με σιγουριά για τις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά επαναλαμβάνω ότι δεν είδα πουθενά κάτι που να στηρίζει την ηθική ακεραιότητα (ούτε καν συγκρότηση) της Λούσι. Οπωσδήποτε ο Ροθ έδωσε ξεκάθαρα μια αρνητική ηρωίδα, ανυπόφορη κι εκνευριστική προσπαθώντας να ψυχογραφήσει  ένα άτομο που -αδικαιολόγητα- ντρέπεται για τους γονείς του, μισεί την οικογένειά του και επομένως δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη σε κανέναν, ίσως ούτε και στον εαυτό του. Κι επειδή ακριβώς δεν μας δίνονται στοιχεία για  το τόοοοοσο βαθύ μίσος, καταλήγει κανείς ότι πρόκειται απλούστατα για ένα άτομο εγγενώς γεμάτο τυφλή εγωπάθεια.
Ίσως αυτός ο -μοναδικός- γυναικείος χαρακτήρας στον οποίο εμβάθυνε ο Ροθ δίνοντάς του πρωταγωνιστικό ρόλο να ενισχύει τη διάχυτη εντύπωση ότι είναι ελαφρώς μισογύνης…
Χριστίνα Παπαγγελή 




[1]π.χ.: 1. Μπορεί αυτή καθαυτή η υπόθεση να μην είναι σήμερα συνταρακτική, αλλά η ίδια η μορφή της Λούσι έχει έντονη τραγικότητα. Το συγκλονιστικό τέλος της, που είχε προοικονομηθεί έγκαιρα, φτάνει με όρους κορύφωσης, με συγκρούσεις που αναδεικνύουν πλήρως τον χαρακτήρα, τα πιστεύω και τη στάση της απέναντι στους άλλους. Το δυναμικό κρεσέντο σε κάνει να ξαναδείς όλο το κείμενο υπό το πρίσμα μιας μεσσιανικής αντίληψης που είχε η ηρωίδα για τον εαυτό της: Οι άνθρωποι είναι κακοί, κακοί εκ φύσεως, και δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε τον Χριστό να τους σώσει, αλλά πρέπει να αναλάβουμε δράση. Απέναντι στον μέθυσο πατέρα της και την άβουλη μάνα της, στον νωθρό παππού της και τον ανώριμο άνδρα της δεν υπάρχει συγκατάβαση, αγάπη, διάθεση προσέγγισης αλλά η απηνής ματιά της και η ανάγκη για σύγκρουση και ταρακούνημα. Δεν ξέρω αν η Λούσι και η συμπεριφορά της δείχνει την αυταρχική Αμερική του ’60 ή τη θρησκοληψία μερικών που νομίζουν ότι πρέπει να επιβάλλουν το σωστό, δεν ξέρω αν δείχνει τον δογματικό άνθρωπο που φτάνει στα όρια της τρέλας και τιμωρείται με νομοτελειακό τρόπο για την ύβριν του, αλλά το “Τότε που ήταν καλό κορίτσι” καρφώθηκε βαθιά στον νου μου για την δομή και την κορύφωση στα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας και της δεσολύσης με την οποία αυτή ερμηνεύει την ανθρώπινη ζωή, σαν μοίρα, αλλά όχι με τον ντετερμινιστικό τρόπο του αναπόφευκτου (Πατριάρχης Φώτιος, βιβλιοκαφέ).
2. Η άτεγκτη ηθική της προκαλεί τη μια στιγμή τη συμπόνια και την άλλη την απέχθεια του αναγνώστη, όμως γι' αυτό που είναι υπάρχουν σοβαρές αιτίες. Είναι μια κοπέλα που την έχει τραυματίσει βαθύτατα η συμπεριφορά του πατέρα στη μητέρα της και γεμάτη οργή για την ανευθυνότητα και την επιπολαιότητά του. Η ηθικολογία της παραμένει αθεράπευτη, όπως και η οργή της. Ο οργισμένος άνθρωπος υποφέρει γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον κόσμο αλλά κατά βάθος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Η οργή της Λούσι είναι αποτέλεσμα της ηθικής της και η συνέπειά της η δυστυχία (Βιστωνίτης, Βήμα).

Κυριακή, Μαρτίου 12, 2017

Χορεύουν οι ελέφαντες, Σοφία Νικολαΐδου

Δεν ήταν άμεση επιλογή μου το βιβλίο αυτό, αλλά αποδέχτηκα με χαρά την πρόταση της Λέσχης ανάγνωσης Δράμας, πρώτα πρώτα για να ξαναφρεσκάρω την «υπόθεση Πολκ» που είναι πια ξεχασμένη, και δεύτερον γιατί ένα μέρος της πλοκής αφορά τη σχολική ζωή του 2010. Και γω λοιπόν, όπως γράφει και η anagnostria, το αγόρασα γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε κανένα βιβλίο που έχει να κάνει με σχολείο και μαθητές…
Είναι γνωστή η υπόθεση του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ[1], ανταποκριτή του CBS,  που βρέθηκε δολοφονημένος τον Μάη του 1948 λίγο μετά το αίτημά του να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, τον καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη... Το ελληνικό κράτος δεν δίστασε να ενοχοποιήσει και να καταδικάσει τον αθώο δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο[2] (με πλαστογραφημένα έγγραφα και συνεργούς δυο στελέχη του ΚΚΕ εκ των οποίων ο ένας είχε ήδη σκοτωθεί κι ο άλλος βρισκόταν εκτός Θεσσαλονίκης!!!),  προκειμένου να καλύψει τις ευθύνες των δεξιών παρακρατικών κύκλων, που ήθελαν να εμποδίσουν τον Αμερικανό δημοσιογράφο να δώσει φωνή στην αριστερά του εμφυλίου, και μάλιστα από ένα μεγάλο αμερικανικό μέσον. Εδώ κολλάει και ο τίτλος «Χορεύουν οι ελέφαντες» που παραπέμπει στην παροιμία «Χορεύουν οι ελέφαντες και την πληρώνουν τα μυρμήγκια»…
Η τραγική αυτή σελίδα της Ιστορίας παρουσιάζεται με αλλαγμένα ονόματα, προκειμένου -προφανώς-  να διασωθεί κάποιο είδος αντικειμενικότητας, ενώ ζωντανεύει το βιωματικό/μυθιστορηματικό στοιχείο μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες (παραθέτουν «μαρτυρίες»: η γυναίκα του δολοφονημένου δημοσιογράφου, ο διευθυντής της ασφάλειας, η μητέρα του καταδικασμένου Στακτόπουλου (Μανόλης Γκρής στο βιβλίο), ο καθηγητής αγγλικών του κ.α.). Η «κοινή γνώμη», η κυρίαρχη δηλαδή άποψη που επικράτησε από την γενικότερη ενημέρωση αποδίδεται σε κεφάλαια που επιγράφονται «οι άλλοι κρίνουν».
Αντίστοιχα, και στο δεύτερο χρονικό επίπεδο, αυτό του 2010-11, έχουμε διαφορετικές φωνές ενώ το κύριο πρόσωπο φαίνεται να είναι ο μαθητής της Γ΄ Λυκείου Μηνάς, γιος δημοσιογράφου. Ο Μηνάς έχει ξεχωριστή προσωπικότητα, αγαπάει τη γνώση αλλά όχι τη σχολική γνώση κι έρχεται σε σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον (ιδιαίτερα τη συμβατική και προστατευτική μητέρα του) όταν ανακοινώνει την απόφασή του να μην δώσει πανελλήνιες. Ο ευφυής και ξεχωριστός καθηγητής του Σιουκούρογλου (ήρωας και στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους») με πρωτοποριακές μεθόδους και πολύ αγαπητός στους μαθητές, αναλαμβάνει, μετά την παρέμβαση φυσικά της μάνας, να αναθέσει στον Μηνά μια εργασία που θα αντικαταστήσει την εξέταση. Κι αυτή η εργασία δεν είναι άλλη από την ανίχνευση της υπόθεσης Πολκ! Στο χρονικό αυτό επίπεδο ζωντανεύει η εκπαιδευτική κοινότητα με τη μιζέρια της, τις εκπλήξεις της, τους έρωτες, τα προβλήματά της, ενώ παρακολουθούμε απολαυστικούς διαλόγους με χαρακτηριστικούς τύπους στους διαδρόμους των σχολείων, πάνω απ’ όλα όμως τον διορατικό και αντισυμβατικό Σιουκούρογλου.
Δεν είναι άσχημη η βασική σύλληψη, εφόσον  επιτρέπει μάλιστα να «ξαναγραφτεί η ιστορία από τη σκοπιά του άμεσου παρόντος, και να φανεί η σχετικότητα της Ιστορίας (με κεφαλαίο), οι πολλές εκδοχές, οι πολλαπλές ερμηνείες. Μιλώντας από την πλευρά του αναγνώστη όμως, δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσουν τα κεφάλαια του πρώτου χρονικού επιπέδου (Πολκ), όπου τα πράγματα εξ ανάγκης ήταν πεπερασμένα και γνωστά, και να φτάσω στα κεφάλαια που αναφέρονται στη σχολική πραγματικότητα, με τις τόσες αντιθέσεις της, που, επίσης, μου είναι γνώριμη και αγαπητή. Όσο αφορά το πρώτο επίπεδο, παρόλο που αναγνωρίζω τη δυσκολία να αναφερθεί κανείς σ’ ένα πραγματικό γεγονός για το οποίο μάλιστα υπάρχουν θολές πηγές, δεν μπορώ να μη φέρω στο νου μου την αντίστοιχη απόπειρα του Θ. Κοροβίνη, που καταπιάστηκε με τον Αριστείδη Παγκρατίδη (Δράκο της Θεσσαλονίκης) δίνοντας το αριστουργηματικό «Ο γύρος του θανάτου»,   ακολουθώντας μάλιστα την ίδια τεχνική των πολλών αφηγητών. 
 Αντιγράφοντας λοιπόν πάλι την anagnostria, θα πω ότι το βιβλίο δε μ’ ενθουσίασε, αντίθετα μάλλον με απογοήτευσε κι αυτό βασικά λόγω του τρόπου γραφής. Με κούρασε ο υπερβολικός κατακερματισμός του θέματος (πολλά, πολύ μικρά κεφάλαια όπου το «εγώ» κάθε φορά μιλά κάπως προβλέψιμα), ενώ το ύφος σε όλους τους αφηγητές είναι ολόιδιο, ελαφρώς εξυπνακίστικο, με πολλά σχόλια, επίθετα  και γενικεύσεις, «σοφές κουβέντες»˙ ρηχό, θα έλεγα «δημοσιογραφικό», πιασάρικο. Οι συμπτώσεις επίσης παραήταν υπερβολικές (η γιαγιά του Μηνά ήξερε τον δικαστή και μάλιστα ήταν αντικείμενο πόθου του, ενώ ο πατέρας του Μηνά, δημοσιογράφος κι αυτός είχε κρατήσει αρχείο)! Θα σημειώσω τέλος και κάτι μικρό και ασήμαντο ως αστοχία, το όνομα «Γκρής» (ο Γκρής του Γκρή, αν έχετε απορία) στη θέση του πραγματικού «Στακτόπουλου», αναφωνώντας «Πού το βρήκε, ρε παιδάκι μου»!
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Παραθέτω και την αξιόλογη ανάγνωση του Βασίλη Διακοβασίλη, που εστίασε και στα ερωτήματα που έθεσε η συγγραφέας σχετικά με την γραφή της Ιστορίας και με τη Δικαιοσύνη



[1] http://www.mixanitouxronou.gr/pios-skotose-ton-amerikano-dimosiografo-tzorz-polk-skotini-dolofonia-sta-chronia-tou-emfiliou/, http://www.toperiodiko.gr/%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BA-%CE%B7-%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%87%CE%BB%CE%B5%CE%AF-%CE%B1%CE%BA%CF%8C/#.WMUYJW-LTIU, http://www.protothema.gr/city-stories/article/649276/mia-dimosiografiki-proseggisi-stin-upothesi-polk/
[2] Ο Βαγγέλης Βασβανάς και ο Αδάμ Μουζενίδης, τα δύο στελέχη του ΚΚΕ που κατηγορήθηκαν μαζί με το "συνεργό" τους δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο για τη δολοφονία του George Polk. Αποδείχτηκε πως ο Βαγγέλης Βασβανάς είχε ήδη σκοτωθεί σε μάχη με τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού πολύ πριν τη δολοφονία, ενώ ο Αδαμ Μουζενίδης βρισκόταν την ίδια ημερομηνία μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Βλ. eglima.files.wordpress.com. Πηγή: www.lifo.gr