Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2023

καλντερίμι/99 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, Γιάννης Καλπούζος

     Ένα ακόμα χορταστικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα μάς χάρισε πρόσφατα ο αγαπητός συγγραφέας, με ιστορικό πλαίσιο αυτή τη φορά την αγαπημένη, πλανεύτρα Θεσσαλονίκη.
     Με κεντρικό ήρωα τον Παράσχο που γεννήθηκε το 1857 (επομένως εξετάζοντας και τους προγόνους οι ιστορικές αναφορές πάνε πολύ πιο πίσω), διατρέχουμε τον 19ο αιώνα και τον πολυτάραχο 20ο αιώνα μέχρι το 1919, γνωρίζοντας από «μέσα» την ιστορία της πόλης. Βασικοί ήρωες είναι επίσης και ο Αντίπας, πατέρας του Παράσχου καθώς και ο γιος του Παράσχου ο Κλεάνθης, πρόσωπα των οποίων τις τροχιές ακολουθεί η αφήγηση συνυφαίνοντας πολλές και διαφορετικές ιστορίες με τους έρωτες, τα πάθη, τα μυστικά τους… Επίσης πολλά -πιο- δευτερεύοντα πρόσωπα πλαισιώνουν την κύρια υπόθεση, χωρίς να σημαίνει ότι δεν διαγράφονται ξεκάθαροι χαρακτήρες. Βλέπουμε την συνύπαρξη των τριών γενεών που τις χαρακτηρίζουν διαφορετικές έγνοιες και ήθη, μέσα σ’ ένα πολύπαθο περιβάλλον· ο συγγραφέας έχει αποδείξει πολλές φορές ότι είναι μάστορας στο να συμπλέκει πολλές ξεχωριστές προσωπικότητες, και να αναπαριστά ανάγλυφα την πολυδιάστατη κοινωνία της ιστορικής εποχής που επιλέγει. Γιατί, η πολυπολιτισμικότητα και η οικονομική άνθηση της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που ήταν λιμάνι και εμπορικό κέντρο λίγο πριν την επανάσταση των Νεότουρκων, διασταύρωση πολλών αντιμαχόμενων πληθυσμών –Τούρκων, Εβραίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ.α.- και ποικίλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, δίνει μια σύνθεση, ένα «πολύχρωμο ψηφιδωτό» που επιτρέπει να συνυπάρχουν πολλές παράλληλες μικροϊστορίες, μυστήρια που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενεργό και χαρακτήρες που του προκαλούν πλούσια συναισθήματα όπως θαυμασμό, αποτροπιασμό, συγκίνηση, αγωνία, λαχτάρα, αντιπάθεια.
     Ο Παράσχος, γεννημένος σε πολύ φτωχική γειτονιά, ζει ορφανός από μητέρα, με τον πατέρα του Αντίπα που είναι καραγωγέας και τη θεία Μόρφω, που έχει ένα κοριτσάκι λίγο μικρότερο από τον ήρωά μας, φθισικό. Με αναδρομικές αφηγήσεις παρακολουθούμε τα παιδικά χρόνια του σε διάφορες χρονικές περιόδους: στο ελληνικό σχολείο ο μόνιμος βασανιστής του ο Τασμάς τού κάνει τη ζωή μαρτύριο μέχρι τα 13 του χρόνια, οπότε εμφανίζεται ένα πρόσωπο καθοριστικό στη ζωή του, ο Χρήστακας, και τον απεγκλωβίζει. Η υποστήριξη του Χρήστακα (να στέκεσαι στα δικά σου ποδάρια μικρέ/δάγκωσε τον φόβο προτού σε φάει) προκαλεί «κοσμογονική μεταβολή» στη συμπεριφορά του Παράσχου, ο οποίος ξεθαρρεύει, και ανακτά το κύρος του σπάζοντας στο ξύλο έναν άλλον μάγκα της γειτονιάς και κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό των νταήδων και παλικαράδων.
     Σε αντίθεση με τον πατέρα του, τον ρομαντικό Αντίπα, που είναι ήπιος και συγκαταβατικός χαρακτήρας, ο Παράσχος από πολύ μικρός τρέφει φιλοδοξίες να βγει από την φτώχεια και την ορφάνια όπου τον έχει ρίξει η μοίρα (ζήλεψε όπως ο θάνατος τη ζωή, κι ήθελε να εξαφανιστεί, να τον αρπάξει μαύρος γύπας και να τον αμολήσει από ψηλά, να τσακιστεί στα βράχια. Ο ίδιος με δυσκολία αγόραζε δυο τρία τετράδια κι ο Λυγίζος τα είχε στοίβα). Έτσι, δεμένος στο άρμα του θαυμασμού του προς τον Χρήστακα, καθώς ο Παράσχος μεγαλώνει και πηγαίνει πια στο τετρατάξιο γυμνάσιο, παρόλο που είναι καλός μαθητής, κάνει ό, τι μπορεί για να μην είναι πια παρακατιανός, ασήμαντος. Μαζί με τους καινούργιους του φίλους, τον Τούρκο Μπεκτάς, τον Εβραίο Πέπο και τον Βούλγαρο Τράικο υπό την καθοδήγηση του Χρήστακα σχηματίζουν μια ομάδα που με λαμογιές και απατεωνιές καταφέρνουν να επιπλεύσουν. Εντωμεταξύ οι πλούσιοι φίλοι του (Λυγίζος, Ράλλης) του δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας (ο κουρελής και ο αφέντης, έτσι αισθανόταν τη μια ο Παράσχος και την άλλη κολακευόταν που καταδέχτηκε να γίνει ο Λυγίζος φίλος του). Άλλωστε, αδερφή του Λυγίζου είναι η Ιόνη, ο απρόσιτος μεγάλος έρωτας.
     Ο αδίστακτος και φιλόδοξος Παράσχος κρύβει πόνο και ευαισθησία μόνο για την άρρωστη ξαδέρφη του, την γλυκιά Ηλιάνα, ενώ η συμπεριφορά του σκληραίνει αναγκαστικά, σαν όρος επιβίωσης (μόνο με σκληράδα μπορείς να σταθείς σ’ αυτήν την κοινωνία. Τρως για να μη σε φάνε. Πατάς για να μην σε πατήσουν). Αρπάζει κάθε ευκαιρία για κοινωνική άνοδο, όχι χωρίς δισταγμό στην αρχή (επί μέρες αλληλοσπαράσσονταν εντός του ό, τι λογάριαζε ως καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του) και εμπιστεύεται τις επιπόλαιες υποσχέσεις του πλούσιου φίλου του, Ράλλη, για να διαψευστεί αργότερα με τραυματικό τρόπο.
     Φιλίες, πάθη, έρωτες, μίση και προδοσίες χτίζουν την τυχοδιωκτική και παθιασμένη φύση του κεντρικού ήρωά μας. Παρακολουθούμε με γαργαλιστικές λεπτομέρειες (σε δυο χρονικά επίπεδα κινείται η αφήγηση) τον ώριμο πια Παράσχο, να έχει παντρευτεί δυο φορές και να είναι πατέρας πέντε παιδιών, να έχει καταξιωθεί οικονομικά και κοινωνικά ως επιχειρηματίας (καφέ σαντάν αρχικά με τον Χρήστακα, στη συνέχεια μόνος του), ενώ η πορεία της ζωής του ακολουθεί δύο κυρίως άξονες.
     Ο πρώτος και ίσως πιο καθοριστικός, είναι ο συναισθηματικός, γιατί, πέρα από την παθολογική αδυναμία/αγάπη στην μικρή ασθενική ξαδέρφη του την Ηλιάνα, ο Παράσχος χάνει το μυαλό του με ρομαντικούς και θυελλώδεις έρωτες: πρώτη «σοβαρή» σχέση η γλυκιά Δροσιά -με την οποία δεν φαίνεται τόσο ερωτευμένος- που έγινε και η πρώτη σύζυγος/μητέρα των δύο πρώτων παιδιών και που πέθανε νέα· η Ιόνη, αδερφή του φίλου του Λυγίζου, ο εφηβικός χιμαιρικός έρωτας με τον οποίο ξανασυναντήθηκε επεισοδιακά, έγινε η δεύτερη σύζυγος και μητέρα των τριών του μικρότερων παιδιών· η αέρινη Κορνηλία (όσα φύλλα μετρήσεις, σε τόσα ανοίγει η καρδιά μου για σένα)· τέλος, η εκρηκτική σαντέζα Μαιριλή που αποδείχτηκε… κατάσκοπος!
     Ο δεύτερος άξονας είναι το πάθος για κοινωνική άνοδο, η ισχυρή, ανεξέλεγκτη παρόρμηση να ξεφύγει από τη φτώχεια, πολλές φορές με αθέμιτο τρόπο όπως είπαμε- ως εκ τούτου η εμπλοκή του με την παρανομία, με τον κόσμο της νύχτας και με σκοτεινές δραστηριότητες του φέρνουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όταν αποφασίζει να ανοίξει δική του επιχείρηση, παρά την δυσκολία των καιρών. Μέσα στις επί μέρους σκηνές που ανοίγονται και συναρπάζουν τον αναγνώστη γιατί κινούνται παράλληλα δημιουργώντας αγωνία, κυρίαρχη είναι η εκδίκηση για τον βιασμό και την απαγωγή της κόρης του της Ροδάμνης από τους Βούλγαρους.
     Γιατί το έργο ξεκινά «in medias res» (αναδρομική αφήγηση). Βρισκόμαστε στα 1908, μια χρονιά κρίσιμη για τη βαλκανική ιστορία και ιδιαίτερα για την Θεσσαλονίκη, που είναι το προπύργιο των νεότουρκων. Ο Μακεδονικός αγώνας έχει ήδη διχάσει τους κατοίκους, και φίλοι/γείτονες έχουν προσχωρήσει σε εχθρικό στρατόπεδο. Οι παιδικοί φίλοι του Παράσχου έχουν κάνει κι αυτοί παιδιά, έχουν πάρει τον δρόμο τους μέσα στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς των καιρών, οι εκβιασμοί και οι ίντριγκες είναι σε πρώτο πλάνο. Ο Κλεάνθης που σπουδάζει γιατρός στην Αθήνα έχει προσχωρήσει στον Μακεδονικό αγώνα σε υψηλή θέση και λαμβάνει επιστολή, να παραδώσουν τον αιχμάλωτο Βούλγαρο αγωνιστή Ασάν Τάνο για να αφήσουν την Ροδάμνη ελεύθερη. Ωστόσο, ο Ασάν Τάνο είχε ήδη ξεψυχήσει.
     Ίσως αυτή είναι η κορυφαία στιγμή αγωνίας για τους πρωταγωνιστές μας. Δεν είναι όμως δυνατόν ούτε σκόπιμο να αναφερθούν εδώ όλες οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων, με τις αγωνίες, τα συναισθήματά τους και τις επιλογές τους. Πολλά από τα πρόσωπα αποκαλύπτουν, μέσα στις δυσκολίες τον πραγματικό τους εαυτό, που μπορεί να είναι αγγελικός (Αντίπας, Μόρφω, Μυρτώ) ή και σατανικός (Τασμάς, Ζαχάρω, Παρίσης ο προοριζόμενος γαμπρός της Ροδάμνης κλπ). Τα απρόοπτα, οι διαβολικές συμπτώσεις, η επανεμφάνιση ηρώων που είναι ξεχασμένοι έχοντας αφήσει ερωτηματικά πίσω τους, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά των ταραγμένων εποχών, αλλά και της γραφής του Καλπούζου, ο οποίος μας παραδίδει το νήμα όπου υπάρχουν οι «απαντήσεις». Γιατί όλες οι «μικροϊστορίες βρίσκουν απάντηση, όλοι οι ήρωες είτε δικαιώνονται είτε έχουν τη μοίρα που «τους αξίζει» (αν και η πραγματικότητα είναι πολλές φορές πολύ δεινή). Οι πολλαπλές υποθέσεις «κλείνουν» κάθε μία ολοκληρωμένα και αβίαστα.
     Αυτό όμως που γοητεύει ιδιαίτερα τον αναγνώστη είναι ότι μεταφέρεται αυτόματα σε μια ταραγμένη ιστορική εποχή αλλά τόσο καθοριστική για το παρόν, και σε μια πόλη που έχει τόσο διαφορετική, μοναδική ιστορία και παρελθόν: πολυπολιτισμική και κοσμική πρωτεύουσα, με λιμάνι από τα πιο σημαντικά. Τούρκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Αρμένιοι και Ρουμάνοι συγκατοικούσαν ειρηνικά, τα παιδιά τους πηγαίνουν μαζί σχολείο, συμπορεύονταν και αγωνίζονταν μαζί ενάντια στην φτώχεια και τους κατακτητές. Μέχρι που αρχίζουν τα πρώτα εθνικιστικά σκιρτήματα. Μαζί με τους ήρωες παρακολουθούμε τον απόηχο του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78), (δολοφονίες προξένων, δραγουμάνων κλπ), αντίποινα (π.χ. του Βούλγαρου Χατζημήσεφ), παρακολουθούμε τις συνέπειες της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας και τον επεκτατισμό των Βουλγάρων (βλ. οργάνωση ΕΜΕΟ), τις επαναστατικές ομάδες και τις βομβιστικές επιθέσεις τους (το δειλινό της 16ης Απριλίου1903 σείστηκε η Θεσσαλονίκη από απανωτές εκρήξεις), την εξέγερση του Ίλιντεν[1] (σλαβόφωνων ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα βουλγαρικά κομιτάτα, τα ελληνικά κομιτάτα, τις προπαγάνδες και τις συμμαχίες που οδήγησαν στους βαλκανικούς πολέμους, τον ρόλο των προξενείων, την ίδρυση της σιωνιστικής οργάνωσης Καντίμα (οραματίζονταν την επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη). Τις πιέσεις που ασκούσαν οι Νεότουρκοι στον τελευταίο σουλτάνο τον Αβδούλ Χαμίτ Β΄, την προκήρυξή τους ότι όλοι είναι αδέλφια Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι Εβραίοι, Μουσουλμάνοι (είμαστε όλοι ίσοι κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, είμαστε περήφανοι που είμαστε Οθωμανοί!), για να μεταστραφούν μετά από πολύ μικρό διάστημα σε ακραίο εθνικιστικό κίνημα. Την ίδρυση της Φεντερασιόν, με πολυφυλετικό σοσιαλιστικό όραμα, που απαρτιζόταν ωστόσο κυρίως από Εβραίους. Παρακολουθούμε φυσικά τους βαλκανικούς πολέμους, καθώς ο Κλεάνθης -και όχι μόνο- ως γιατρός βίωσε όλον τον πόνο της φριχτής όψης του πολέμου. Και αμέσως με τους βαλκανικούς βλέπουμε στους ήρωές μας τον αντίκτυπο από τα ιστορικά γεγονότα που ξέρουμε και που ακολουθούν καταιγιστικά: η παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταχσίν Πασά στις 27 Οκτωβρίου 1912 (όχι στις 26!) χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές συγκίνησης με την παραστατικότητα με την οποία περιγράφονται οι αλησμόνητες εμπειρίες των ηρώων, αλλά και οι επιφυλάξεις όσων συμμετέχουν ενεργά για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου τον Φεβρουάριο του 1913, η άφιξη του διαδόχου Κωνσταντίνου, η συνθήκη του Βουκουρεστίου και ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος…
     Και βέβαια η μεγάλη πρωταγωνίστρια είναι η Θεσσαλονίκη, ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και μεταμορφώνεται ραγδαία. Στην ατμόσφαιρα αυτή στην οποία μεταφέρεται ο αναγνώστης συντελούν και τα διαφορετικά -τούρκικα ή εβραϊκά- τοπωνύμια αλλά και οι τρεις χάρτες που υπάρχουν στην αρχή του βιβλίου: της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1890, από το 1890 μέχρι το 1917 (μεγάλη πυρκαγιά) και της Καλαμαριάς το 1915. Μια πόλη που περιβαλλόταν πριν δυο αιώνες από ασφυκτικά θαλάσσια τείχη και που ο δεκαοκτάχρονος Παράσχος θυμάται να τα γκρεμίζουν σταδιακά (1873). Βλέπουμε τον Κανλί Κουλέ να μετονομάζεται σε Μπεϊάζ Κουλέ (Λευκό Πύργο ή Τόρε Μπλάνκα για τους Ισραηλίτες). Περιδιαβαίνουμε μαζί με τους ήρωες στα σοκάκια και τα καλντερίμια, βλέπουμε πώς ήταν πριν ενάμισι αιώνα οι γνώριμες γειτονιές, πώς καταστράφηκαν από την τρομερή καταιγίδα του 1890 αλλά κι απ’ τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές με κορυφαία την πυρκαγιά του 1917, πώς ξαναχτίστηκαν σιγά σιγά, πώς άλλαξε η ρυμοτομία και η ανθρωπογεωγραφία με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις.
     Όλα τα ιστορικά συμβάντα, τα γεωγραφικά και ανθρωπολογικά στοιχεία, απολύτως ακριβή και τεκμηριωμένα, ενσωματώνονται με τέχνη στις κύριες κι επί μέρους αφηγήσεις, στον κύριο κορμό των μυθιστορηματικών βίων των ηρώων χωρίς να γίνεται μάθημα Ιστορίας, αλλά επιτρέποντας στον αναγνώστη να δει την συγκινησιακή διάσταση των συγκλονιστικών γεγονότων.
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%8A%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BD

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2023

Στο ντιβάνι, Ίρβιν Γιάλομ

      Ξαναδιάβασα μετά από 20 χρόνια το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα και ψυχοθεραπευτή σε συνθήκες στέρησης (δεν είχα καινούργιο βιβλίο), και με συνάρπασε για μια φορά ακόμα η ελκυστική γραφή αλλά και η διεισδυτική ματιά, με κατάδυση με παρρησία και ειλικρίνεια στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Πρόκειται όχι ακριβώς για ψυχοθεραπευτικές περιπτώσεις, όπως στο βιβλίο του «Ο δήμιος του έρωτα» αλλά για ένα μυθιστόρημα με κεντρικούς ήρωες πρόσωπα φανταστικά, όμως κατά κύριο λόγο θεραπευτές. Ο Γιάλομ αυτήν τη φορά διερευνά τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν στην ανθρώπινη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, που πολλές φορές ξεκινά μεν ως επαγγελματική κι επομένως είναι «οριοθετημένη», ωστόσο ολισθαίνει ίσως εις βάρος (ή εις όφελος;) των δύο. Παράλληλα παρουσιάζει την ιεραρχία στον επαγγελματικό χώρο, την ανάγκη οι ίδιοι οι θεραπευτές να εποπτεύονται από πιο έμπειρους, τις φιλοδοξίες τους, τους πειρασμούς τους, τις αντιζηλίες τους, την ανθρώπινη, ευάλωτη πλευρά τους.
     Μέσα από βιωματικές καταστάσεις λοιπόν, ο ανίδεος από ψυχοθεραπεία αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις αρχές της νέας αυτή σχετικά επιστήμης, που εξελίσσεται και πειραματίζεται συνέχεια (όπως άλλωστε όλες οι επιστήμες). Φερειπείν, μια σημαντική ιδέα που διατυπώνεται μέσα από την εμπειρία των προσώπων είναι ότι «το ποσό και η φύση του άγχους που βιώνουμε δεν ορίζονται από (ή τουλάχιστον δεν ορίζονται μόνο από) τη φύση του τραύματος αλλά από το νόημα του τραύματος. Και το νόημα είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής». Το νόημα του τραύματος, εφόσον η κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα το προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο και ένταση.
     Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που τίθεται είναι το ζήτημα της «μεταβίβασης» όπως σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία ονομάζεται η μεταφορά από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή συναισθημάτων, προτύπων και προσδοκιών που κουβαλάει από την προηγούμενη ζωή του. Πρόκειται για ένα συχνό φαινόμενο που δημιουργεί συχνά την «αντιμεταβίβαση», δηλαδή ισχυρά συναισθήματα και στον ίδιο τον θεραπευτή. Ο συνηθέστερος τύπος «μεταβίβασης» είναι ο έρωτας, δεδομένου ότι ο θεραπευτής είναι συνήθως μια ανοιχτή αγκαλιά, που ακούει πρόθυμα όλες τις σκοτεινές σκέψεις του θεραπευόμενου κι είναι επομένως φυσιολογικό να δημιουργείται ένα είδος εξάρτησης, συχνά ερωτικής/σεξουαλικής φύσης. Ο συνειδητοποιημένος θεραπευτής παίρνει υπόψη του τα συναισθήματα αυτά, και τα μεταβιβαστικά και τα αντιμεταβιβαστικά, και τα αξιοποιεί ως υλικό για την θεραπεία.
     Όμως… όμως υπάρχει και η «ανθρώπινη», αδύναμη πλευρά. Ο Γιάλομ, στο βιβλίο του αυτό, αφού μας συστήνει τον βασικό ήρωα Έρνεστ (νευροψυχίατρο, επίκουρο καθηγητή ψυχιατρικής, ερευνητής μέλος της Επιτροπής Ιατρικής Δεοντολογίας, επίδοξο θεραπευτή), ξεκινά από την περίπτωση του 70χρονου καθηγητή Σήμουρ Τρόττερ, «πατριάρχη της ψυχιατρικής κοινότητας» και πρώην προέδρου της ΑΨΕ, δηλαδή της Αμερικανικής Ψυχιατρικής εταιρείας. Πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο καταξιωμένο, που περιέπεσε όπως στο ατόπημα να ερωτευτεί την 32χρονη πελάτισσά του Μπελλ. Ο Έρνεστ, ως αρμόδιος, αναλαμβάνει να χειριστεί την υπόθεση.
     Στην συνέντευξη στην οποία υποβάλλει ο Έρνεστ τον Τρόττερ, η θεωρία του Τρόττερ ανατρέπει τις μέχρι τότε αρχές του νεοφώτιστου ψυχοθεραπευτή: «Πρέπει να εφευρίσκουμε μια νέα θεραπεία για κάθε ασθενή, να παίρνουμε στα σοβαρά την έννοια της μοναδικότητας κάθε ασθενούς και ν’ αναπτύσσουμε μια μοναδική ψυχοθεραπεία για τον καθένα/τι τεχνικές χρησιμοποίησα; Η τεχνική μου είναι να εγκαταλείψω κάθε τεχνική! (…) Η Μπελλ δεν υπήρξε ποτέ για μένα μια διάγνωση, μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή μια διαταραχή διατροφής, ή μια ιδεοαναγκαστική ή αντικοινωνική διαταραχή ». Ο Τρόττερ διαπιστώνει ότι η Μπελλ «έπασχε» από σύνδρομο ματαίωσης, επομένως στην ερωτική έλξη που ένιωθε για τον θεραπευτή, θα ήταν ολέθριο να αναπαραχθεί αυτή η σχέση (δηλαδή μια εκ νέου ματαίωση). Έτσι, επινοεί τον όρο «θεραπευτική συμμαχία», όπως ονομάζει το κρίσιμο σημείο όπου θεμελιώνεται ένα είδος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο («σε όποιο σημείο -μα σε όποιο- και να τοποθετούσα τα όρια, εκείνη όλο προσπαθούσε να τα καταρρίψει»). Το μεταίχμιο στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου έγινε πολύ οριακό, και ο Τρόττερ όχι μόνο ενέδωσε στην επιμονή και την έξυπνη στάση της Μπελλ, αλλά «εκμεταλλεύτηκε την μεταβίβαση» όπως τον κατηγόρησαν, παραιτήθηκε από τους τίτλους του κι εξαφανίστηκε με την Μπελλ με την οποία έδεσε τη ζωή του.
     Μετά το εκτεταμένο (και λίγο κουραστικό) αυτό πρώτο μέρος, βλέπουμε να αναπαράγεται το ίδιο ερώτημα, το ίδιο ηθικό ζήτημα αλλά κάπως πιο περίπλοκα: ο Τζάστιν, χρόνια ασθενής του Έρνεστ, ξεπερνά ξαφνικά τα προβλήματά του με την γυναίκα του Κάρολ, γνωρίζοντας μιαν άλλη γυναίκα και ουσιαστικά ακυρώνοντας τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή («Ναι, ξέρω, ακούγομαι σαν απαιτητικός γονιός!» -ένα ακόμα ζήτημα στη σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή, που ο Έρνεστ το συζητά με τον επόπτη του, Μάρσαλ).
     Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην αφήγηση δυναμικά η δαιμόνια και εκδικητική Κάρολ, που αποφασίζει να ανταποδώσει το χτύπημα στον Τζάστιν, εκθέτοντας τον… ψυχοθεραπευτή του! Αποφασίζει λοιπόν να υποκριθεί την απελπισμένη καταπιεσμένη γυναίκα χρόνιου καρκινοπαθούς, και να εμφανιστεί ως ασθενής στον Έρνεστ, με απώτερο σκοπό να τον εκμαυλίσει! Αντίστοιχα ο Έρνεστ, για δικούς του λόγους, αποφασίζει να ακολουθήσει τις αρχές του Τρόττερ, δηλαδή στην συγκεκριμένη ασθενή να λέει την αλήθεια. Στην προσπάθειά του αυτή ισορροπεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί (προσκρούοντας στην αρχή ότι ό, τι γίνεται πρέπει να γίνεται σε όφελος του θεραπευόμενου), καθώς ο Έρνεστ επινοεί συνέχεια αρχές και κανόνες (Είναι οι κανόνες που θέτουν όρια στην αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή, για να προστατεύσουν όχι μόνο τον θεραπευόμενο, αλλά και τον ίδιο). Σημειωτέον ότι ο Έρνεστ είναι στερημένος από αληθινή ερωτική σχέση, και ο πειρασμός στις ερωτικές «αθώες» επιθέσεις της Κάρολ γίνονται αβάσταχτες.
      «Αντιστικτικά», παρακολουθούμε από κοντά τον τρίτο πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον επόπτη του Έρνεστ, τον αλαζονικό Μάρσαλ. Ο Μάρσαλ κάποια στιγμή μαγεύεται/ παγιδεύεται από έναν επιτήδειο πρώην ασθενή του, που παρουσιάζεται ως παθολογικά γενναιόδωρος και προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία στον θεραπευτή του, κάτι που «κουμπώνει» με την φιλοχρηματία, τη φιλοδοξία και την απληστία του Μάρσαλ (του ήταν τόσο οδυνηρό να αρνηθεί, που τα άτια του βούρκωσαν). Η διπλή εξαπάτηση του Μάρσαλ (ρισκάρει ένα ποσόν 90.000 δολαρίων) όταν του αποκαλύπτεται, βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο –εκδικητικό- εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τις αρχές της ψυχοθεραπείας. Ο ευφυής Γιάλομ με συγγραφική μαεστρία επινοεί την σύμπτωση να προσλάβει ο Μάρσαλ ως δικηγόρο την… Κάρολ (ομοιοπαθή εξαπατημένη με τάσεις εκδίκησης, αλλά πιο ώριμη μετά το δικό της στραπάτσο), η οποία με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο αλλά και την εμπειρία της βοηθά τον επόπτη ψυχοθεραπευτή να κατευνάσει τα πάθη του και να ξαναβρεί τον εαυτό του (προσπάθησε να κάνει τον Μάρσαλ να σκεφτεί λογικά πόσο άχρηστη ήταν η οργή του, τονίζοντάς του και πόσο αυτοκαταστροφική ήταν).
     Γιατί, ναι, η Κάρολ όχι μόνο δεν εκδικήθηκε τον άντρα της καταστρέφοντας τον Έρνεστ, αντίθετα με τους επιδέξιους χειρισμούς του Έρνεστ (ο οποίος βάδιζε ένα τεντωμένο σκοινί, δεδομένου ότι είχε δεσμευτεί να λέει στην Κάρολ την αλήθεια και να την κάνει μέτοχο των δικών του συναισθημάτων), με την αναδίφηση του παρελθόντος, με το σκάλισμα των δικών της τραυμάτων, με τα συγκινησιακά σοκ στα οποία υποβαλλόταν αναγκαστικά. Η σχέση του Έρνστ και της Κάρολ εξελίχθηκε σταδιακά σε μια σχέση ειλικρίνειας –της λέει ότι είναι ελκυστική ως γυναίκα, ότι τον ερεθίζει, την αγκαλιάζει κλπ αλλά δεν ενδίδει ερωτικά. Με την ψυχαναλυτική διαδικασία, που περιλαμβάνει βέβαια και αναλύσεις ονείρων, ο Έρνεστ δείχνει στην Κάρολ ότι αυτή επιμένει μεν να γίνει ερωμένη του, αλλά αυτό δεν είναι ειλικρινές. Και είναι η αλήθεια, γιατί η Κάρολ εννοείται ότι δεν είναι καθόλου ερωτευμένη (αντίθετα ερωτικά απεχθάνεται τον Έρνεστ).
     Ο Έρνεστ βρίσκει την δύναμη και την διαύγεια να δώσει μια εικόνα πολύ κοντά στην αλήθεια που γνωρίζουν και οι αναγνώστες και η Κάρολ, που είναι δυναμική και πανέξυπνη, έχει πλέον γοητευτεί, έχει «κατακτηθεί» από την οξυδέρκεια του Έρνεστ και νιώθει ότι έχει φτάσει σε τέτοιο βάθος η σχέση τους, που αποφασίζει να του αποκαλύψει την αλήθεια.
     Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο.
     Ένα βιβλίο ξεχωριστό, που δείχνει «κατά το εικός και αναγκαίον» πόσο ανεξιχνίαστοι και περίπλοκοι είναι οι μαίανδροι της ανθρώπινης ψυχής, πόσο δύσκολη και επισφαλής είναι η πάλη του καθένα με τους «δαίμονές» του, κι επομένως πώς αυτή η σύγκρουση με τις αντιφάσεις που κουβαλά ο καθένας  έρχεται σε ισορροπία με πολλή εσωτερική δουλειά, είτε είναι θεραπευτής, είτε θεραπευόμενος.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2023

Πικρή ζωή, Luciano Bianciardi

     Θα επιχειρήσω να γράψω την ιστορία της ζωής μου, δεν εννοώ το βιβλίο της ζωής μου, αλλά τη σελίδα, σκάβοντας, όπως το σαράκι ροκανίζει το πόδι ενός τραπεζιού. (…) Θα επιχειρήσω ένα ολότελα δικό μου λογοτεχνικό pastiche παντρεύοντας τοπικές διαλέκτους, ανακαλώντας σε μία μόνο φράση τον ποιητή Μπορκέλο και τον Ραμπελέ (…)
     Θα σας δώσω μια πλήρη αφήγηση –προσοχή όμως, ο ορισμός αυτός είναι προσωρινός -, στην οποία ο αφηγητής εμπλέκεται στην αφήγησή του ως αφηγητής και ο αναγνώστης ως αναγνώστης, και οι δυο μαζί εμπλέκονται από κοινού ως άνθρωποι ζωντανοί, φορολογούμενοι, πολίτες απολυμένοι από τον στρατό, με λίγα λόγια άνθρωποι ολοκληρωμένοι.
     Ένας νεαρός από κάποιο χωριό της Τοσκάνης, διανοούμενος και ρομαντικός, με τα όνειρα των νεαρών αναρχικών Ιταλών της δεκαετίας του ’60 για έναν δίκαιο κι ελεύθερο κόσμο, αφήνει πίσω του γυναίκα και παιδί και μεταβαίνει στο βιομηχανικό Μιλάνο -που εκείνη την εποχή ζει το «οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα»-, με σκοπό τον βιοπορισμό, αλλά έχοντας μια προσωπική μυστική αποστολή: να εκδικηθεί τον φρικτό θάνατο 43 μεταλλωρύχων της περιοχής του, που πέθαναν από την αδιαφορία και την πλεονεξία των υπεύθυνων[1]. Η αστική ζωή όμως, σαν δίνη, θα ρουφήξει στους ρυθμούς της τον νεαρό ήρωα, καθώς ο βιοπορισμός είναι ένας στόχος από μόνος του εξαντλητικός, και σιγά σιγά η ανάγκη για εκδίκηση/δικαίωση των νεκρών/δικαιοσύνη θα μετασχηματιστεί, θα αλλάξει νόημα και θα κατασταλάξει σε διαφορετικές μορφές πάλης. Ο Μπιαντσάρντι περιγράφει με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα τον αγώνα της επιβίωσης σε «ένα νεοκαπιταλιστικό, νεορομαντικό ή νεοκαθολικό μυθιστόρημα, δική σας επιλογή), δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
     Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, μορφωμένος και καλλιεργημένος -αν πάρει κανείς υπόψη την αγάπη του για την τέχνη, τις καίριες παρατηρήσεις για την ιστορία του τόπου, τα κτίρια, τα βιβλία, τη γλώσσα-, είναι μεταφραστής (όπως άλλωστε και ο συγγραφέας) και έχει μετακομίσει σε συνθήκες φοιτητικές στη συνοικία Μπρέρα του Μιλάνου, που χαρακτηρίζεται ως «συνοικία των καλλιτεχνών» -εκεί άλλωστε έζησε και ο ίδιος ο Μπιαντσάρντι. Συγκατοικεί με νεαρούς καλλιτέχνες μποέμ, με νεαρούς Βάσκους, σε μια μικρή κοινότητα όπου κουμάντο κάνει η σπιτονοικοκυρά τους, η κα ντε Σίο, δουλεύει χαλαρά και βολτάρει με τις παρέες, αλλά η βαθύτερη σκέψη του είναι «στην αποστολή του»: Ο τετραπλός μεγάλος πύργος στο κέντρο του Μιλάνου με τα αλεξικέραυνα, τις κεραίες και τα ραντάρ, ένα ολόκληρο φρούριο, με το έμβλημα -αξίνα και αποστακτήρας- που κάποτε δέσποζε (τώρα είναι μια μουτζούρα) είναι το κέντρο ελέγχου των τεράστιων ορυχείων της περιοχής (χαλκού, μολύβδου -απ τον οποίο παραγόταν θειικό οξύ- και λιγνίτη), όπου μετά τον πόλεμο είχαν βρει δουλειά 3.500 εργάτες (ζώντας φυσικά σε τρώγλες). Ο σκληρός ανταγωνισμός, όμως, με τις αγορές της κεντρικής Ευρώπης και της Αμερικής έκανε τις συνθήκες παραγωγής απάνθρωπες (γλαφυρότατες οι περιγραφές του αφηγητή μας) με αποτέλεσμα να εκραγεί με μαθηματική ακρίβεια το ορυχείο που βρισκόταν κοντά στο χωριό του ήρωα (εγώ βρέθηκα στα σκαλοπάτια του κυλικείου, που είχε κιόλας κλείσει, και μου φαινόταν αδιανόητο πως όλα είχαν τελειώσει, πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο πλέον).
     Βλέποντας στο Μιλάνο καθημερινά τον τσιμεντένιο πύργο/σύμβολο της εκμετάλλευσης, ο αφηγητής μας νιώθει ότι πρέπει να αναλάβει δράση, ξεσηκωμένος μάλιστα και από τις αφηγήσεις του απολυμένου φύλακα του ορυχείου Οτέλο Τακόνι. Η αποστολή λοιπόν την οποία ανέθεσε ο ίδιος στον εαυτό του δεν είναι άλλη παρά να απαντήσει στην έκρηξη με έκρηξη, τινάζοντας στον αέρα τα κτίρια και τους περίπου 2.000 εργαζόμενους στα γραφεία!
     Ο ανώνυμος (τυχαίο;) ήρωάς μας με βιωματικό τρόπο μοιράζεται τις εμπειρίες του, τις παρατηρήσεις του, τις εσωτερικές του σκέψεις και τα συναισθήματά του μεταφέροντας στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της βόρειας Ιταλίας της εποχής: το «οικονομικό θαύμα» έχει αντίδραση, οι αναρχικοί οργανώνουν αντάρτικο πόλεων, οι βόμβες είναι στην ημερήσια διάταξη. Εκείνος εργάζεται ως μέλος συντακτικής ομάδας σε περιοδικό για τον κινηματογράφο (που όπως ξέρουμε βρίσκεται σε άνθηση την εποχή αυτή). Ο διευθυντής κος Φερνάσπε, ζηλωτής του είδους, πασχίζει με πάθος να ευθυγραμμίσει τις στήλες και τις αράδες μετρώντας και ξαναμετρώντας τα γράμματα, δίνοντας παράλληλα ποιότητα στα ρεπορτάζ του (εμείς παλεύουμε να περάσουμε από τον νεορεαλισμό στον ρεαλισμό/από το ρεπορτάζ στην ιστορία). Έχει «όραμα» και για κείνον ο νεορεαλισμός είναι ξεπερασμένος. Η «αποστολή» όμως που έχει αναθέσει στον εαυτό του ο αφηγητής (κατά τη χήρα Βιγκανό η συμπεριφορά του είναι οπορτουνιστική: οπορτουνιστής είναι οποιοσδήποτε εγκαταλείπει τη γραμμή του κόμματος για να εξυπηρετήσει το προσωπικό του συμφέρον) τον ωθεί να γνωρίσει κι άλλα άτομα που ανήκουν στην εργατιά, κι όχι στον κύκλο διανοουμένων, φωτογράφων και ζωγράφων της Μπρέρα (αν θες να τους συναντήσεις, πρέπει να συμμετέχεις στο τομεακό συμβούλιο).
     Ωστόσο, η παρουσία της όμορφης, ξανθιάς, ακτιβίστριας Άννας στη ζωή του τα ανατρέπει όλα. Την συναντά σε κάποια διαδήλωση, και τον εντυπωσιάζει με τις πολύ προχωρημένες της αντιλήψεις και την εμπειρία της στις επαναστατικές πρακτικές του αντάρτικου πόλεων (π.χ. τη σήμερον ημέρα δεν σχηματίζονται πια οδοφράγματα, γιατί γίνονται στόχος/σήμερα μπορείς να φυλάς έναν δρόμο απ΄τα γύρω σπίτια, από τα παράθυρα, τις ταράτσες κλπ). Φανατική, δογματική, επαναστάτρια (είχε βρεθεί κρατούμενη στις φυλακές Μαντελάτε), πανέξυπνη και πανέμορφη, κατακτά σε χρόνο ρεκόρ τον ήρωά μας ο οποίος ζει από την στιγμή που τη γνώρισε σε ερωτικό παραλήρημα (αμοιβαίο, βεβαίως, βεβαίως) που υψώνεται κατακόρυφο χαρίζοντας στον αναγνώστη σελίδες ακραίων συνειδητοποιήσεων καθώς περνάνε εβδομάδες «σχεδόν αδιάκοπης συνουσίας»!
     Η αδικαιολόγητη απουσία από τη δουλειά (λόγω συνοδείας της Άννας σε γυναικολόγο) στοίχισε στον αφηγητή μας την απόλυσή του. Ωστόσο ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει, καθώς οι συγκατοίκηση βάζει καινούργιους όρους στον τρόπο διαβίωσης. Τώρα μαζί με την Άννα μοιράζονται τα πάντα: την απέραντη γραφειοκρατία το τομεακού συμβουλίου (του οποίου ο γραμματέας είχε σαλόνι ομορφιάς για σκύλους!), τις ατέλειωτες ώρες αναζήτησης δουλειάς, κυρίως μεταφραστικής (εδώ η Άννα βοηθούσε δακτυλογραφώντας), την αλλαγή σπιτιών με καλύτερους μεν όρους, σε καλύτερες περιοχές αλλά με περισσότερα έξοδα (τα οποία παρακολουθούμε αναλυτικά, καθώς ο πρωταγωνιστής μας πιέζεται να στείλει και στην γυναίκα του και το παιδί του ένα μέρος), τους εργασιακούς άθλους προκειμένου να εξοικονομήσουν απλώς το ζην.
     Η αλλαγή της γειτονιάς, η διαβίωση πια σε λαϊκή κι εργατική συνοικία στην περιφέρεια, κάνει τον ήρωα να συνειδητοποιήσει ότι «αντί να μας απομακρύνει από την πόλη, μας έφερε εντέλει πιο κοντά της». Η κουλτουριάρικη γειτονιά τους έφερνε σ’ επαφή μόνο με «μαλλιάδες ζωγράφους, κορίτσια με βρώμικα πόδια, πειναλέους φωτογράφους, όχι την ίδια την πόλη» (όχι –για να καταλάβεις την πόλη, για να σκάψεις κάτω απ’ τον πηχτό της ζόφο και να φτάσεις στην αρχέγονη καρδιά της έπρεπε –κι αυτό το καταλαβαίνω τώρα- να ζεις την γκρίζα ζωή των γκρίζων κατοίκων της, να είσαι σαν κι αυτούς, να ζεις σαν κι αυτούς»). Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι μια ακόμα ατομική έκρηξη στο σύμβολο της τυραννίας δεν θα φέρει την αλλαγή, αλλά «εκεί που υπάρχει αλληλεγγύη, εκεί και η επανάσταση» (χρειάζεται ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπινα μυρμήγκια ενωμένα που να εξεγείρονται κόντρα στα φρούρια του κέντρου).
     Μαζί με τον πιο ώριμο πια ήρωα παρακολουθούμε σπαρταριστές παρατηρήσεις για τον τριτογενή και τεταρτογενή τομέα της οικονομίας (με άλλα λόγια, όποιος επιλέγει ένα επάγγελμα του τριτογενούς ή τεταρτογενούς τομέα πρέπει να διαθέτει δεξιότητες πολιτικής υφής/η μέθοδος της επιτυχίας έγκειται κατά κύριο λόγο, στον κουρνιαχτό που θα σηκώσεις)· τα τρία είδη προσώπων που συναντά κανείς στο τραμ· την παντοδυναμία των… τηλεφωνητριών και το πώς ένας υπάλληλος γίνεται σιγά σιγά αόρατος πριν απολυθεί· τη σχέση των διευθυντάδων με τις γραμματείς. Πέρα από τις δηκτικές παρατηρήσεις και το (αυτό) σαρκαστικό ύφος, ο αναγνώστης απολαμβάνει και πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την μετάφραση (όπου ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα). Η αδιάλειπτη εργασία και των δυο προκειμένου να μεταφράσουν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων μέσα στις προθεσμίες είναι εξοντωτική και πολλές φορές με πενιχρό αποτέλεσμα (Στις τρεις το πρωί είχαμε τελειώσει: τα αφεντικά μας είναι οι ένοχοι. Όσο παραμένουν ατιμώρητοι, είμαστε όλοι μας συνένοχοι. Ιερά λόγια). Οι αντιλήψεις περί αυτοματισμού, παραγωγικότητας, δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και ανθρωπίνων σχέσεων επεκτείνονται, κατά τον αφηγητή, σε όλους τους τομείς, κι αυτές «πρέπει να αλλάξουν». Μέσα στο στρες του, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει και ψιχία από τον μαγικό κόσμο των βιβλίων στον οποίον εισχωρεί ο ήρωάς του, και κατ’ επέκταση ο ίδιος ως πρόσωπο (δεδομένου ότι ασχολήθηκε κι εκείνος με τη μετάφραση).
     Η αστική μέγγενη σφίγγει καθώς προχωρά ο καιρός (και τελειώνει και το… βιβλίο). Καθώς τους διώχνουν από το πρώτο σπίτι (εξερράγη ο θερμοσίφωνας γιατί τον ξέχασαν ανοιχτό!),νοίκιασαν άλλο αλλά μόνοι τους με το πραγματικό τους όνομα, μπλέχτηκαν στην εφορία που τους ζητά αναδρομικά, τους κυνηγούν οι δοσατζήδες (είναι όλοι τους σαν μπουλντόγκ, έτοιμοι να μπήξουν τα δόντια τους στο αυτί σου και να κρέμονται εκεί με κίνδυνο να σου το ξεριζώσουν), οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι καταμετρητές του ρεύματος, η Μάρα η γυναίκα του, ακόμα και… οι εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων! Κι έπειτα είναι οι καθημερινές βδέλλες, εκείνοι που σου τηλεφωνούν γα να σε ρωτήσουν σε ποιο σημείο της μετάφρασης έχεις φτάσει, και σου ζητούν να βιαστείς. Το κρεσέντο γίνεται γκροτέσκο με κατάληξη σκηνές μακάβριες, του ανθρώπου που παλεύει όχι με τον θάνατο, αλλά με τη ζωή, επειδή μοχθεί να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τους γύρω του.

Προσωπικά αρνούμαι

Η επανάσταση πρέπει να ξεκινήσει από πολύ πιο μακριά.
Πρέπει να ξεκινήσει in interior homine.
     Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ακούμε πιο άμεσα τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα, που «προσωπικά αρνείται» αυτόν τον ρυθμό ζωής «αρκεί όλοι να δουλεύουν, αρκεί να είναι έτοιμοι να ξεθεώνονται στη δουλειά».
     Δεν ήρθα εδώ για να αυξήσω τον μέσο όρο και τις ανάγκες μου αλλά για να καταστρέψω τον γυάλινο και τσιμεντένιο πύργο με όλες τις ανθρώπινες σχέσεις που περικλείει. Ο κόσμος πρέπει να μάθει να μη συνεργάζεται, να μην παράγει, να μην είναι διαρκώς στο πόδι, να μην αφήνει να γεννιούνται καινούργιες ανάγκες και να απαρνηθεί αυτές που ήδη έχει. 
     Η γλυκιά ρουτίνα στη μεγάλη πόλη (σούπερ μάρκετ, καυσαέριο, λακκούβες στους δρόμους, βιασύνη περαστικών κλπ) είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, σε τρεις εκπληκτικές σελίδες ο ήρωας/συγγραφέας εκθέτει σε σαρκαστικό ύφος το επαναστατικό του όραμα που ο ίδιος βαφτίζει «αντιακτιβιστικό και συνουσιολογικό νεοχριστιανισμό» ενώ παραδέχεται ότι… πρέπει να επιβιώσει.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Όπως επισημαίνει στο επίμετρο (https://www.academia.edu/95476728/%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_Luciano_Bianciardi_%CE%A0%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE_%CE%B6%CF%89%CE%AE_%CE%91%CE%BA%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CE%98%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7_2022_%CE%BC%CF%84%CF%86%CF%81_%CE%94%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B1_%CE%94%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%B7_)η εξαιρετική μεταφράστρια Δήμητρα Δότση, «η έκρηξη στα ορυχεία της Ριμπόλα, στην Τοσκάνη, όπου εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους σαράντα τρεις εργάτες, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του συγγραφέα και επιστρέφει συχνά πυκνά στο έργο του». Άλλωστε, το θέμα του πρώτου του βιβλίου, «Οι μεταλλωρύχοι της Μαρέμα», ήταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής στα ορυχεία του Γκροσέτο.