Σάββατο, Αυγούστου 27, 2011

Άννα Καρένινα, Λέων Τολστόι

Δε θα συμφωνήσω με την κρίση του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ότι πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Έχοντας βέβαια πάντα κατά νου ότι αυτοί οι διαχωρισμοί είναι συμβατικοί, πιο πολύ θα χαρακτήριζα το μυθιστόρημα κοινωνικό παρά ερωτικό. Πάντως, κάποιος που ψάχνει να βρει μέσα στην ιστορία της Άννας και του Βρόνσκι την ανατομία του μοιραίου πάθους, της ζήλειας, της αυτοκαταστροφής κλπ. μάλλον θα απογοητευτεί. Ο Τολστόι έγραψε το έργο στο διάστημα 1873- 1877, εμπνεόμενος από τον εκούσιο θάνατο μιας μοιχαλίδας, της Άννας Πιγκόροβα, που την είχε εγκαταλείψει ο εραστής της κι έπεσε στις γραμμές του τρένου. Η πολύ γοητευτική πένα του δίνει πολύ γλαφυρά και παραστατικά όλον τον κοινωνικό περίγυρο καθώς και τον αντίκτυπο της μοιχείας στην αστική τάξη της Ρωσίας του 19ου αι., διαγράφει έντεχνα το μωσαϊκό και τις συντεταγμένες όλης της κοινωνίας και κυρίως της αριστοκρατίας, αποδίδει τα συναισθήματα των ηρώων με ψυχογραφικές αποχρώσεις, όμως δεν προχωρά σε «ψυχολογικό» βάθος τουλάχιστον στο θέμα του έρωτα, όπως κάνει λόγου χάρη ο Ορχάν Παμούκ στο «Μουσείο της Αθωότητας».
Δεν κατανοεί ο αναγνώστης, δηλαδή, ποιες ακριβώς διεργασίες γίνονται στην ψυχή της Άννας, τι ακριβώς βρίσκει στον Βρόνσκι που την κάνει να απαρνηθεί σύζυγο και γιο, πώς φτάνει στην απόρριψη και την απελπισία κλπ. Ιδιαίτερα οι σκηνές ερωτισμού, οι σκηνές που προηγούνται της μοιραίας ολοκλήρωσης είναι κάπως συντετμημένες, σε χρόνο παρατατικό, οι εναλλαγές των συναισθημάτων βιαστικές, η μετάβαση στη φάση των τύψεων απότομη. Ίσως ο Τολστόι ιδεολογικά δεν αποδέχεται τη μοιχεία και γι’ αυτό κινείται στην επιφάνεια, ίσως γι’ αυτό αντιπαραθέτει και σαν «αντιπαράδειγμα» την εξιδανικευμένη σχέση του Λέβιν με την Κίττυ που, αντίθετα, παρουσιάζεται πολύ πιο αναλυτικά (και παρά τις αρχικές αντιξοότητες ευδοκιμεί). Φυσικά, ο συγγραφέας δε φτάνει στο άκρο να ηθικολογεί, αντίθετα δείχνει μεγάλη ευρύτητα πνεύματος και μόνο που καταπιάνεται μ’ ένα τόσο προκλητικό θέμα για την εποχή εκείνη. Ωστόσο, δεν ψυχογραφεί με επάρκεια την Άννα Καρένινα. Απλώς την παρουσιάζει σα μια πολύ εντυπωσιακή, σαγηνευτική και παθιασμένη γυναίκα (Η Άννα δεν έμοιαζε με κοσμική κυρία, ούτε με μητέρα που είχε γιο οκτώ χρονών. Θα έμοιαζε πολύ περισσότερο με ένα εικοσάχρονο κορίτσι- τόσο λυγερές και ανάλαφρες ήταν οι κινήσεις της, τόση ήταν η φρεσκάδα της και τόση η ζωηρότητα του προσώπου της, που καθρεφτίζονταν άλλοτε στο χαμόγελό της κι άλλοτε στο βλέμμα της- αν δεν υπήρχε εκείνη η σοβαρή και μερικές φορές μελαγχολική έκφραση στα μάτια της). Αταίριαστη και στη γυναικεία ψυχολογία βρήκα τη σχέση της με το γιο, αλλά και με το κοριτσάκι που γεννήθηκε από τη σχέση της με τον Βρόνσκι.
Κι όσο αφορά τον έρωτα, μετριούνται στα δάχτυλα οι φράσεις που δεν εστιάζουν στην ενοχή, τη ζήλεια ή την ανασφάλεια (π.χ. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Όμως στα ονειροπολήματα που πλημμύριζαν τη φαντασία της δεν υπήρχε τίποτα δυσάρεστο ή μελαγχολικό∙ απεναντίας, υπήρχε κάτι χαρούμενο, φλογερό, ζωογόνο. Και: Όποια κι αν είναι κι όποια κι αν θα είναι η μοίρα μας, εμείς τη δημιουργήσαμε και δεν παραπονιόμαστε, έλεγε μέσα του (ο Βρόνσκι), εννοώντας με το εμείς τον εαυτό του και την Άννα. Θέλουνε τάχα να μας μάθουνε πώς πρέπει να ζούμε. Ιδέα δεν έχουνε τι θα πει ευτυχία, δεν ξέρουν πως δίχως αυτόν τον έρωτα δεν υπάρχει για μας ευτυχία ούτε δυστυχία, δίχως αυτόν τον έρωτα δεν υπάρχει ζωή).

Σε αντίθεση με άλλου τύπου σκηνές, ο συγγραφέας, όσο αφορά την Άννα και τον Βρόνσκι δεν παρασταίνει, δε μας παρουσιάζει τα δεδομένα, δε μας δημιουργεί τα ερεθίσματα για να κατανοήσουμε/νιώσουμε μόνοι μας τα συναισθήματα, αλλά μας τα παρουσιάζει «έτοιμα», σα συμπεράσματα (π.χ. Ένιωθε πως ο έρωτας που τον έδενε με την Άννα, δεν ήταν μια στιγμιαία παραφορά που θα περάσει, όπως περνάνε οι ερωτικοί δεσμοί στους κοσμικούς κύκλους, μην αφήνοντας άλλα ίχνη στη ζωή του ενός και του άλλου, εκτός από τις ευχάριστες ή δυσάρεστες αναμνήσεις. Ένιωθε πόσο βασανιστική ήταν και γι’ αυτόν και για κείνην η κατάστασή τους, πόσο δύσκολο ήταν να κρύβουν τον έρωτά τους κλπ.). Θα ήταν θεμιτό αν το ύφος δεν ήταν ρεαλιστικό αλλά πιο ποιητικό. Πολύ προσωπικά μιλώντας, μου πέρασε από το νου ότι ο Τολστόι δεν είχε τα βιωματικά εφόδια για να διεισδύσει στην ψυχολογία της ερωτευμένης γυναίκας. Θα έλεγε κανείς ότι περιγράφει πολύ πιο διεισδυτικά τον Βρόνσκι, που κάποια στιγμή κουράζεται από τη ζήλεια και την ανασφάλεια της Άννας και η σχέση σιγά σιγά φθείρεται.

Παρόλ’ αυτά, απολαμβάνουμε ένα χορταστικό κοινωνικό μυθιστόρημα με πολλούς ήρωες και ανθρώπινους χαρακτήρες που διαγράφονται πολύ εύστοχα και αβίαστα, εξελίσσονται κι ωριμάζουν στη διάρκεια του πολυσέλιδου μυθιστορήματος. Στην εργοβιογραφία του συγγραφέα, (μτφ. από γαλλική έκδοση, εκδ. Άγρα, 2010, σελ. 1210), το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται «εκτενής τοιχογραφία της αριστοκρατίας της εποχής του». Παράλληλα λοιπόν με το ερωτικό πάθος που περι-γράφεται με ρεαλιστικό και κλασικό τρόπο, έχουμε την ευκαιρία να δούμε τις κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, αλλά και χαρακτηριστικές σκηνές που φωτίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Βλέπουμε βασικά τη μεγαλο-αστική τάξη στην περίοδο πριν την παρακμή της, καθώς και τις αντιθέσεις με τους γαιοκτήμονες και με τους εργάτες της γης. Ξεδιπλώνονται διεξοδικά οι σοσιαλιστικές ιδέες που κερδίζουν έδαφος την εποχή αυτή στη ρώσικη κοινωνία μέσα από την προσωπικότητα του Νικολάι, αδερφού του Λέβιν, αλλά και πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη θέση του εργάτη της γης στην αγροτική κοινωνία, το ρόλο των λαϊκών συνελεύσεων, την αξία της παιδείας, την τέχνη, τη μόρφωση των γυναικών, την αντιπαλότητα μεταξύ θετικών και θεωρητικών επιστημών, τη θρησκεία, τις υλιστικές θεωρίες, το κοινωνικό κράτος κ.α.

Η συνολική δομή αυτού του τόσο σύνθετου μωσαϊκού σε συνδυασμό με τη πολύ παραστατική και ζωντανή παρουσίαση των επί μέρους σκηνών δε μπορεί να μην είναι άξια θαυμασμού. Τα θέματα που απασχολούν την εποχή, π.χ. θέση της γυναίκας, παιδεία, γλώσσα, σοσιαλισμός, υλισμός κ.α. παρουσιάζονται ανάγλυφα και σε βάθος. Αυτό όμως που πρώτα απ’ όλα μαγεύει είναι το –κλασικό- χορταστικό, μεστό και αβίαστο ύφος του συγγραφέα που αναδεικνύεται από τη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου (επανέκδοση από το 1964).

Ένας από τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος είναι και ο Λέβιν (στην ίδια εργοβιογραφία, ως βασικότερος ήρωας θεωρείται ο Λέβιν, ο οποίος φέρει και το όνομα του συγγραφέα, Λεβ). Η ερωτική του ιστορία με την Κίττυ κινείται αντιστικτικά με την υπόθεση της Άννας Καρένινα, κι εντέλει κατέχει κεντρική θέση στο έργο. Η σχέση, σε αντίθεση με τη μοιραία έκβαση ιστορίας της Καρένινα καταλήγει σε ευτυχισμένο γάμο, οι αντιθέσεις ξεπερνιούνται, ο γάμος φέρει πολλά παιδιά και το τέλος είναι αίσιο.
Ο Λέβιν για μένα ήταν από την αρχή ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας, χωρίς να γνωρίζω ακόμα ότι πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Τολστόι περνάνε μέσα στο πρόσωπο του Λέβιν, κι όχι μόνο όσο αφορά κάποια επεισόδια που περιγράφονται (π.χ. είχε πάρει κι ο συγγραφέας μέρος στο θερισμό μαζί με τους μουζίκους, επίσης βίωσε με οδύνη το θάνατο του αδερφού του από φυματίωση κλπ) αλλά και όσο αφορά το χαρακτήρα και την ιδεολογία. Αφήνεται σε εσωτερικές συγκρούσεις τις οποίες επεξεργάζεται αργά και σταθερά, ή τουλάχιστον μας επιτρέπει ο συγγραφέας να τις δούμε, κι αυτό κάνει τον Λέβιν πιο προσιτό και πιο ανθρώπινο. Μετά την απόρριψή του από την Κίττυ (η οποία αρχικά αγαπά τον Βρόνσκι) επιλέγει συνειδητά να επιστρέψει στο χωριό των δικών του, όπου αποφασίζει να ζήσει καλλιεργώντας τα πατρικά χωράφια με τους μουζίκους. Στα εσωτερικά του διλήμματα απαντά με πράξεις, δεν του φτάνουν τα λόγια. Αγαπά τη γη και τη φυσική ζωή και αρνείται το ρόλο της παιδείας στην καλλιέργεια του ανθρώπου (φαίνεται ότι στο πρόσωπό του ο Τολστόι ενσαρκώνει τις ιδέες του αγαπημένου του συγγραφέα Ζ.Ζ. Ρουσσώ). Σε αντίθεση με την Κίττυ, αμφισβητεί την εκκλησία και τη θρησκεία, αν και προς το τέλος γίνεται πιο δεκτικός. Συζητά με πάθος αλλά και με το γήινο πνεύμα του πρακτικού ανθρώπου θεωρητικά ζητήματα για τις συνελεύσεις, το ρόλο των αγροτών, τη μόρφωση κλπ. Εκφράζει την αγάπη του για τη γη, τον σκεπτικισμό του όσο αφορά τις σοσιαλιστικές ιδέες, την αντίθεσή του στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, τον οποίο ο Τολστόι θεωρούσε καταστροφικό για την αγροτική ζωή. Αφοσιώνεται στις πρακτικές έγνοιες για την επιβίωση του κτήματος, θεωρώντας ότι « η γεωργία είναι η βάση της οικονομίας του έθνους».

Είναι πολλές οι εξαιρετικές σελίδες που μας χαρίζει ο κλασικός συγγραφέας στο πάνω από 1000 σελίδες μυθιστόρημά του. Δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε σκόπιμο να τα μεταφέρω όλα… Σταχυολογώ κάποια:
Σελ. 237:
… αφού υπάρχουν τόσα μυαλά όσα και τα κεφάλια (tot hominess, quot sententiae), θα πρέπει να υπάρχουν τόσα είδη αγάπης όσα είναι κι οι καρδιές
Σελ. 361:
Η Βάρενκα, έτσι ολομόναχη που ήταν, χωρίς φίλους, χωρίς συγγενείς, η Βάρενκα που δοκίμασε μια απογοήτευση στη ζωή της και τώρα δε λυπόταν τίποτα, δεν επιθυμούσε τίποτα, παρέμενε η τελειότητα εκείνη που μόνο να την ερωτευτεί επέτρεπε στον εαυτό της η Κίττυ. Γνωρίζοντας τη Βάρενκα, κατάλαβε πως αρκεί να ξεχάσεις τον εαυτό σου και ν’ αγαπήσεις τους άλλους, κι αμέσως θα βρεις την ηρεμία, την ευτυχία.
Σελ. 383:
Ο Λέβιν έβλεπε τον εαυτό του σαν άνθρωπο πανέξυπνο και τρομερά μορφωμένο, ευγενικό, με την πιο υψηλή έννοια της λέξεως, σαν άνθρωπο που του δόθηκε σα δώρο η ικανότητα να αγωνιστεί για το κοινό καλό. Όμως, στο βάθος της ψυχής του, όσο πέρναγαν τα χρόνια κι όσο καλύτερα γνώριζε τον αδερφό του, τόσο συχνότερα του πέρναγε η σκέψη πως αυτή η ικανότητα της δράσης για το κοινό καλό που αυτός, ο Λέβιν, το’ νιωθε πως δεν την έχει καθόλου, μπορεί και να μην είναι προτέρημα, απεναντίας, να σημαίνει πως κάτι του λείπει του αδερφού του, -όχι πως του λείπουν οι καλές, οι τίμιες, οι ευγενικές επιθυμίες και προθέσεις, μα του λείπει η δύναμη της ζωής, αυτό που ονομάζουν καρδιά, του λείπει εκείνη η έφεση που αναγκάζει τον άνθρωπο απ’ όλους τους δρόμους της ζωής που ξανοίγονται μπροστά του να διαλέξει τον έναν και να τον ακολουθήσει ως το τέρμα του. Όπως και πολλοί άλλοι που δρούσαν και αγωνίζονταν για το κοινό καλό, δεν αγάπησαν αυτό το κοινό καλό με την καρδιά τους αλλά με το μυαλό τους∙ το σκέφτηκαν πως ήταν καλό να ασχοληθούν μ’ αυτήν την υπόθεση και μόνο γι’ αυτό ασχολήθηκαν. Την εικασία αυτή του Λέβιν την επιβεβαίωσε και η παρατήρηση πως ο αδερφός του δεν παθαινότανε για τα ζητήματα του κοινού καλού και για την αθανασία της ψυχής περισσότερο απ’ όσο παθαινότανε για μια παρτίδα σκάκι ή για την έξυπνη κατασκευή μιας καινούριας μηχανής.

Από τις πιο εξαιρετικές σκηνές που σημείωσα ήταν η σκηνή στο εργαστήρι του ζωγράφου Μιχαήλοφ (ένας καινούριος τύπος αυτοφυούς ελευθερόφρονος, που ξεφυτρώνει χωρίς καν ν’ ακούσει πως υπήρξαν νόμοι ηθικής, θρησκείας, πως υπήρξαν αυθεντίες, ξεφυτρώνει μέσα από την άρνηση των πάντων, δηλαδή σαν ένας άγριος), που το επισκέπτονται ο Βρόνσκι με την Άννα (σελ. 708- 717). Ο ζωγράφος τούς δείχνει έναν πίνακα από επεισόδιο της ζωής του Χριστού και αντιμετωπίζει τους επισκέπτες με επιφύλαξη (ήξερε πολύ καλά τη νοοτροπία των εστέτ και των ερασιτεχνών (όσο πιο έξυπνοι ήταν τόσο χειρότεροι) που επισκεπτόντουσαν τα εργαστήρια μόνο και μόνο για να λένε μετά ότι η τέχνη βρίσκεται σε παρακμή και ότι όσο περισσότερα σύγχρονα έργα βλέπεις, τόσο πείθεσαι ότι οι παλιοί μετρ παραμένουν άφθαστοι). Παρόλ’ αυτά, νιώθει πάντα ταραχή όταν οι επισκέπτες κοιτάζουν σιωπηλά τους πίνακες: κείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, πίστευε προκαταβολικά πως αυτοί ίσα ίσα οι επισκέπτες θα εκφέρουν την τελεσίδικη και δίκαιη κρίση, αυτοί οι επισκέπτες που τους περιφρονούσε μόλις ένα λεπτό πριν. (…) Κάθε πρόσωπο, που είχε μορφοποιηθεί μέσα του με τόσες αναζητήσεις, με τόσα λάθη, με τόσες διορθώσεις κι είχε πάρει τελικά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, κάθε πρόσωπο που του είχε στοιχίσει τόσα βάσανα και τον είχε κάνει να δοκιμάσει τόσες χαρές, όλ’ αυτά τα πρόσωπα που τα είχε τόσες φορές τοποθετήσει διαφορετικά για να πετύχει τη σύνθεσή του, όλες οι φωτοσκιάσεις και οι τόνοι, που του κόστισαν τόσους κόπους, όλ’ αυτά, τώρα που τα έβλεπε με τα μάτια τους του φαινόντουσαν μια φοβερή κοινοτοπία, που την είχαν επαναλάβει διάφοροι ζωγράφοι χίλιες φορές.
Η ανασφάλεια που νιώθει ο καλλιτέχνης όταν καταφέρνει να δει το έργο του με τα μάτια των άλλων, των εκατοντάδων άλλων, δηλώνει τη ρευστότητα της οπτικής γωνίας, την αδυναμία της αντικειμενικότητας στο χώρο που λέγεται τέχνη. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι καίριος, και,
όταν ένας από τους επισκέπτες αναφέρεται με θαυμασμό στη δεξιοτεχνία του ζωγράφου, εκείνος αντιδρά:
Άκουγε συχνά αυτή τη λέξη και του ήταν απολύτως αδύνατον να καταλάβει τι εννοούσαν λέγοντας τεχνική. Ήξερε πως εννοούσαν τη μηχανική ικανότητα να ζωγραφίζεις και να σχεδιάζεις, τελείως άσχετα από το περιεχόμενο. Το’ χε ήδη αρκετές φορές παρατηρήσει, όπως και τώρα στον έπαινο των επισκεπτών του, ότι την τεχνική την αντιπαραθέτανε στην εσωτερική αξία, λες και ήταν δυνατόν να ζωγραφίσεις όμορφα αυτό που είναι άσχημο. Ο Μιχαήλοφ ήξερε πως χρειαζότανε μεγάλη προσοχή και προφύλαξη, ώστε να βγάλεις στο φως τη μορφή που θέλεις, χωρίς να χαλάσεις το έργο, όπως χρειάζεται πολλή προσοχή και προφύλαξη για να βγάλεις όλα τα πέπλα που κρύβουν τον πίνακα. Μα ούτε τέχνη ούτε τεχνική υπήρχε χωρίς αυτά. Αν είχε αποκαλυφθεί σ’ ένα παιδί ή στη μαγείρισσά του αυτό που έβλεπε αυτός, τότε κι αυτή θα κατάφερνε να σκαρώσει αυτό που θα’ βλεπε. Ενώ κι ο πιο έμπειρος στη ζωγραφική τεχνίτης, με μόνη τη μηχανική ικανότητα, δε θα μπορούσε να ζωγραφίσει τίποτα αν δεν ξανοιγόντουσαν προηγουμένως μπροστά του τα όρια του περιεχομένου.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2011

Το μουσείο της αθωότητας, Ορχάν Παμούκ

Όταν ήμουν μακριά της ο κόσμος με ανησυχούσε, σα μπερδεμένο παιχνίδι σπαζοκεφαλιάς. Μόλις έβλεπα τη Φισούν, τα κομμάτια στη σπαζοκεφαλιά έβρισκαν τη θέση τους, θυμόμουν ότι ο κόσμος ήταν όμορφος, ότι όλα είχαν νόημα. Πολλές φορές το φως αυτής της ευτυχίας το έβλεπα και στα μάτια της. Ή έτσι νόμιζα, πίστευα στην ομορφιά της ζωής που ζούσα.

Ότι ο έρωτας είναι εσωτερικό, πνευματικό ταξίδι και μάλιστα απελπιστικά μοναχικό είναι αυτό που φαίνεται ολοκάθαρα, σε κάθε γραμμή αυτού του πληθωρικού βιβλίου του Ορχάν Παμούκ. Μια ιστορία σαν παραμύθι ανατολίτικο, με τον πλούσιο Κεμάλ να ερωτεύεται παράφορα τη φτωχή του ξαδέρφη Φισούν, παρόλο που είναι ήδη αρραβωνιασμένος με την πλούσια, πανέμορφη κι έξυπνη Σιμπέλ. Επιπόλαια και απερίσκεπτα, ορμά με χαρά παιδιού στην απόλαυση μιας πρωτόγνωρης έλξης, θεωρώντας αυτονόητο ότι μπορεί να συνεχίσει κανονικά την πορεία του με τη Σιμπέλ προς το γάμο, ενώ παράλληλα θα βλέπει παράνομα καθημερινά τη Φισούν.

Τι ήταν αυτό που με έδενε μαζί της πέρα από τα απεριόριστα και παιδιάστικα ερωτικά γούστα μας; Γιατί μπορούσα κι έκανα τόσο ανεπιτήδευτα έρωτα μαζί της; Αυτό που γεννούσε τον έρωτα ήταν ο τρόπος που απολαμβάναμε τον έρωτα και η επαναλαμβανόμενη επιθυμία για απόλαυση ή μήπως υπήρχε και κάτι άλλο που γεννούσε και συντηρούσε και για τις δυο πλευρές αυτή την επιθυμία; Αυτές τις ερωτήσεις δεν τις έκανα ποτέ στον εαυτό μου την ευτυχισμένη εκείνη στιγμή όταν συναντιόμασταν κρυφά, κάθε μέρα, με τη Φισούν και κάναμε έρωτα∙ απλώς, σαν παιδί χαρούμενο που βρίσκει τον εαυτό του σε κατάστημα ζαχαρωτών, έτρωγα ζαχαρωτά άπληστα, χωρίς να σταματάω.
Και παρακάτω:
… κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να κάνω πολλά ώστε η τρέλα μου για τη Φισούν να μην προκαλέσει προβλήματα στον ευτυχισμένο γάμο που ήθελα να κάνω. Ώσπου έβγαλα το συμπέρασμα ότι το καλύτερο απ’ όλα ήταν ν’ αφήσω τα πράγματα ν’ ακολουθήσουν την πορεία τους και ν’ απολαμβάνω τις χαρές και την ευτυχία που μου χάριζε απλόχερα η ζωή χωρίς ν’ αγωνιώ.

Όμως, όταν μετά το γάμο η Φισούν εξαφανίζεται, κάθε αμεριμνησία και βεβαιότητα του Κεμάλ καταρρέει. Η αντίδραση στην απώλεια, στη στέρηση, στον ανικανοποίητο πόθο που παραμένει ζωντανός αλλά μόνο πια σαν ανάμνηση, γίνεται μυστικιστικό πένθος. Ο Κεμάλ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο να σώσει ό, τι μπορεί απ’ αυτόν τον περίπαθο έρωτα, μαζεύοντας οτιδήποτε του θυμίζει την αγαπημένη του για το «Μουσείο της αθωότητας» (Το μοναδικό πράγμα που κάνει τον πόνο υποφερτό, είναι να έχουμε κάποιο αντικείμενο που ανήκει σ’ εκείνη τη χρυσή στιγμή. Τα πράγματα που έχουν μείνει πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές, κρύβουν, με επιμονή μεγαλύτερη από των ανθρώπων που μας τις πρόσφεραν, αναμνήσεις, χρώματα, απτικές και οπτικές ηδονές από εκείνες τις στιγμές). Έτσι, παρακολουθούμε μαζί του, χάρη στην πένα του συγγραφέα, να σβήνει κάθε άλλη πλευρά από την προσωπικότητά του Κεμάλ, να απομονώνεται κοινωνικά, να τρέχει σαν αλαφροΐσκιωτος κυνηγώντας λίγη από τη γεύση της πληρότητας που είχε νιώσει στο παρελθόν με τη Φισούν. Όταν, μετά από πολύ καιρό ανακαλύπτει επιτέλους τα ίχνη της, άρχισε να την επισκέπτεται επί… 2864 μέρες, καθημερινά (με το πρόσχημα ότι είναι μακρινός ξάδερφος), στο πατρικό της σπίτι όπου έμενε με τους γονείς και, τώρα πια, με τον άντρα της. Η εγκράτεια κι η αποστασιοποιημένη σχέση των δυο ερωτευμένων φτάνει σε σημεία εξωφρενικά. Εκεί ο ανυπόμονος αναγνώστης μπορεί να ,να επαναστατήσει, να εξοργιστεί με τον άβουλο Κεμάλ, θεωρώντας τη συμπεριφορά του παθητική, παθολογική και αφύσικη.
Όμως ο έρωτας είναι αρρώστια, έτσι κι αλλιώς… Κι ο Παμούκ καταφέρνει να δείξει πολύ χειρουργικά (κεφ: ο ανατομικός προσδιορισμός του πόνου του έρωτα) ότι ο ερωτευμένος πάσχει, και μπορεί να αισθανθεί την πληρότητα και την ευτυχία ακόμα κι όταν δεν έχει δίπλα του το «αντικείμενο του πόθου». Και ότι η πολύχρονη στέρηση αυξάνει την ένταση και τη διαύγεια των στιγμών ευτυχίας, έστω κι όταν είναι ανάμνηση, πάντα όμως αυτό εξαρτάται από τη δύναμη του ερωτευμένου. Από τη συνείδησή του, τον τρόπο με τον οποίο δέχεται κι επεξεργάζεται το βίωμα. Το πολύ αναλυτικό κι ίσως φλύαρο ύφος προσωπικά δε με κούρασε γιατί είναι η άλλη όψη του πάθους του ήρωα, φορτισμένου με χρώματα και πλούσια συναισθήματα. Ο έρωτας του Κεμάλ αποκτά μια ιερότητα γιατί ακριβώς βοηθά τον ήρωα να ξεχωρίσει το ουσιαστικό από το ανούσιο, το ζωντανό από το νεκρό, το φευγαλέο από το αιώνια κινούμενο. Το μουσείο που φτιάχνει από οτιδήποτε του θυμίζει την πληρότητα αυτή, το ονομάζει μουσείο της αθωότητας, όπως άλλωστε ονομάζει «αθώο όνειρο» τον «βαθύτερο και αληθινό κόσμο όπου ζήσαμε κάποτε μαζί». Ό, τι αγγίζει ή άγγιξε η Φισούν, ή τη θυμίζει με οποιονδήποτε τρόπο, γίνεται φετίχ, αλλά ο συγγραφέας μας κάνει να μετέχουμε σ’ αυτό το πάθος που αναδεικνύει τις πιο αληθινές, τις πιο έντονες στιγμές της ζωής.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αναφερθώ εδώ στην τελική έκβαση της ιστορίας. Το παραμύθι είναι πολύ γοητευτικό και ταυτόχρονα πολύ αληθινό∙ έχει αρχή, μέση και τέλος και μάλιστα απροσδόκητο. Πέρα από την πλοκή όμως και τη συναισθηματική εξέλιξη, έχουμε μια ευκαιρία –πάλι- να περιδιαβούμε με τα μάτια του Ορχάν Παμούκ τα σοκάκια της Κων/πολης και να συμμετέχουμε στην ατμόσφαιρα της Τουρκίας του ’70, που τόσες ομοιότητες έχει με τα ελληνικά δρώμενα. Ξεκαρδιστικές και οικείες είναι π.χ. οι λεπτομέρειες που αφορούν τον τουρκικό κινηματογράφο και τη λογοκρισία που επιβλήθηκε μετά το πραξικόπημα του 1971.

Σιωπές και αυταπάτες

Η σιωπή παίζει ξεχωριστό ρόλο στη μαγεία του έρωτα, και μ’ ένα μουσικό τρόπο την αξιοποιεί ο Παμούκ στον τρόπο γραφής του αλλά και άμεσα, στις περιγραφές του. Απερίφραστα π.χ. μιλά για τις «μαγικές σιωπές» ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους, ακόμα και στα οχτώ χρόνια που η Φισούν ήταν παντρεμένη:
«Σπίτι είναι εκεί που τρώμε κι εκεί που είναι η καρδιά μας», διάβασε η Φισούν. Κι ενώ η διάθεσή της ήταν χαρούμενη και παιχνιδιάρικη, ξαφνικά κοιταχτήκαμε και σοβάρεψε.
Σωπάσαμε όλοι για μια στιγμή, σα να σκεφτόμασταν το βαθύ νόημα των λέξεων αυτών. Γύρω από το τραπέζι των Κεσκίν έζησα πολλές μαγικές σιωπές, έκανα σκέψεις που αφορούσαν ουσιαστικά θέματα και που δε μου ρχονταν ποτέ στο νου κάπου αλλού, όπως το νόημα της ζωής, οι διαστάσεις της ύπαρξής μας σε αυτόν τον κόσμο, ποιος είναι ο προορισμός της ύπαρξής μας. Μου άρεσαν αυτές οι μαγικές σιωπ
ές.

Ξεχωρίζω το κεφάλαιο που επιγράφεται «Σιωπή» και περιγράφει την τελευταία ερωτική συνάντηση πριν τον αρραβώνα του Κεμάλ (όσο πλησίαζε η μέρα του αρραβώνα τόσο μάκραιναν, μεγάλωναν οι σιωπές ανάμεσα σε μένα και τη Φισούν). Η ψυχογραφική τέχνη του Παμούκ αναδεικνύεται σειρά σειρά (σταχυολογώ: όσο πλησίαζε η μέρα του αρραβώνα, ιδρώναμε ακόμη πιο πολύ όταν κάναμε έρωτα/δε μιλούσαμε ποτέ για το τι θα γίνει από δω και πέρα/ λειτουργούσα με το σκεπτικό ότι η Φισούν δε μπορούσε να με παρατήσει αφού έκανε έρωτα με τόση ένταση και με όλη της την ψυχή/σαν κατάσκοποι που έχουν τα μάτια ανοιχτά για ν’ αποχτήσουν όσο το δυνατόν πιο πολλές πληροφορίες, κοιταζόμασταν κατάματα ώρα πολλή/ η Φισούν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σαν ασθενής που ακούει το σώμα του, κοιτάζοντας, θαρρείς, τα σύννεφα θλίψης που είχαν μαζευτεί πάνω από το κεφάλι της∙ ξάπλωσα δίπλα της και κοίταζα και γω μαζί της το ταβάνι. Τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο δεν φώναζαν, ακούγαμε μόνο τις κινήσεις της μπάλας. Έπειτα, σώπασαν και τα πουλιά∙ έπεσε βαθιά σιωπή. Ακούσαμε ένα καράβι να σφυρίζει πολύ μακριά, ύστερα άλλο ένα).
Όμως, ένα μυθιστόρημα δεν είναι αναγκαστικά λυπητερό επειδή είναι λυπημένοι οι ήρωές του. Έτσι, ο συγγραφέας επιλέγει να μεταφέρει τη μαγική διάσταση του τελευταίου φιλιού με απίστευτο τρόπο:

Αντί να σας στενοχωρώ με τη θλίψη μας, ας σας πω ότι το στόμα της Φισούν έλιωνε, θαρρείς, μέσα στο στόμα μου. Κι όσο φιλιόμασταν, με τα φιλιά μας να μακραίνουν ολοένα και πιο πολύ, στην τεράστια σπηλιά που σχημάτιζαν τα στόματά μας, μαζευόταν κάτι σαν μέλι, γλυκό και χλιαρό, που καμιά φορά έτρεχε από την άκρη των χειλιών μας στο πηγούνι μας, ενώ μπροστά μας άρχιζε να εμφανίζεται μια χώρα όμορφη σαν παράδεισος, ονειρεμένη, που μόνο στην αισιόδοξη φαντασία ενός παιδιού μπορούσε να υπάρχει, κι εμείς, με το καλειδοσκόπιο του νου μας, κοιτάζαμε τη χρωματιστή αυτή χώρα, σα να κοιτάζαμε τον παράδεισο. Καμιά φορά, ο ένας από τους δυο μας, σαν πεινασμένο πουλί που κρατάει στο ράμφος του με προσοχή ένα σύκο, έπαιρνε, βυζαίνοντας τρυφερά, στο στόμα του το πάνω χείλος του άλλου, κι έσφιγγε με τα δόντια του το κομμάτι από τα χείλια του που είχε φυλακίσει, σα να έλεγε στον άλλο «τώρα είσαι στο έλεός μου», ενώ ο άλλος, αφού απολάμβανε υπομονετικά τις περιπέτειες του χειλιού του και για πρώτη φορά στη ζωή του αισθανόταν πόσο ανατριχιαστικά γευστικό είναι ν’ αφήνεσαι στο έλεος του εραστή σου, να εγκαταλείπεις με γενναιότητα στο έλεός του, όχι μόνο τα χείλια σου αλλά και το κορμί σου, αφού καταλάβαινε ότι η περιοχή ανάμεσα στη στοργή και στη υποταγή είναι το πιο σκοτεινό, το πιο βαθύ μέρος του έρωτα, έκανε το ίδιο στον άλλον, και τότε ακριβώς οι γλώσσες μας, σπαρταρώντας από την ανυπομονησία στα στόματά μας, συναντιόνταν με βιάση ανάμεσα στα δόντια μας και μας θύμιζαν τη γλυκιά πλευρά του έρωτα, που δεν έχει να κάνει με τη βία αλλά με την τρυφερότητα, με το αγκάλιασμα, με την αφή.

Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου∙ δεν το’ ξερα

Αυτή η πρώτη φράση του βιβλίου δε μπορεί να μη μας θυμίσει την αρχή από το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη (χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής). Δεν πρέπει να γνώριζε το διήγημα ο Παμούκ ώστε να του καταλογίσουμε υποκλοπή, ούτε κι έχει σημασία. Άλλωστε είναι μια ψυχική κατάσταση που όλοι οι άνθρωποι τη βιώνουν και τη συνειδητοποιούν, ότι υπήρξαν κάποτε ευτυχείς χωρίς να το συνειδητοποιούν την ώρα της ευτυχίας. Το αξιόλογο ότι είναι, και στα δύο λογοτεχνικά έργα η σχετική φράση είναι τοποθετημένη στην αρχή, χρησιμοποιώντας την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης, αφυπνίζοντας την περιέργεια του αναγνώστη που αναγνωρίζει οικεία συναισθήματα και δίνοντας εξαρχής το «κέντρο βάρους». Ο πληθωρικός Παμούκ, βέβαια, επαναφέρει σε διάφορα σημεία του βιβλίου το κεντρικό αυτό συναίσθημα, όταν περιγράφει τη σκηνή της ευτυχίας (κάπου στη μέση του έρωτα, όταν, μισολιπόθυμοι και ξέπνοοι και οι δυο μας, της φίλησα τους καταϊδρωμένους της ώμους, την αγκάλιασα απαλά από πίσω και μπήκα μέσα της, τη στιγμή που δάγκωσα το λαιμό της και το αριστερό αυτί της). Σ’ αυτήν την οριακή στιγμή εμφανίζεται και το – παραμυθιακό- στοιχείο του γαλάζιου σκουλαρικιού της Φισούν, που «χάθηκε» σ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση και θα παίξει καθοριστικό/μαγικό ρόλο.

Η ευτυχία, ο χρόνος και η σχέση μεταξύ τους είναι έννοιες- κλειδιά γύρω από τις οποίες περιδινίζεται η ψυχή του ερωτευμένου. Όταν π.χ. μπαίνει για πρώτη φορά το ερώτημα από τη Φισούν « Τι θα γίνει από δω και πέρα;», ο Κεμάλ γράφει:
Αντί για απάντηση, τη φιλούσα και με φιλούσε κι εκείνη. Σε σύγκριση με το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμασταν, οι αγκαλιές και τα φιλιά ήταν πολύ πιο αληθινά, γεμάτα με την αβάσταχτη δύναμη του «τώρα».
Στο κεφάλαιο που επιγράφεται «Χρόνος», ο Παμούκ αναφέρεται αρκετά αναλυτικά στη σχέση του ήρωα με το χρόνο, και διαχωρίζει το χρόνο των ρολογιών (ώρα, ημερολόγιο) από το Χρόνο. Επισημαίνει (άλλωστε αυτό φαίνεται σ’ όλο το βιβλίο) ότι η γραμμή που ενώνει τις στιγμές, αυτό δηλαδή που αντιλαμβανόμαστε ως χρόνο, ως παρελθόν (Αριστοτέλης) δεν έχει και μεγάλη σημασία:
Είναι οδυνηρό να συνειδητοποιούμε, όσο περνούν τα χρόνια, ότι η γραμμή – έτσι συμβαίνει τις περισσότερες φορές- δεν έχει δα και καμιά σπουδαία σημασία. Αντίθετα, οι στιγμές, τα «τώρα» μπορεί να μας δώσουν τόση ευτυχία που καμιά φορά μπορεί να κρατήσει κι έναν αιώνα, όπως συνέβαινε μ’ ένα χαμόγελο της Φισούν όταν πρωτάρχισα να πήγαινα στα Τσουρκούτζουμα για φαγητό τα βράδια. Ήξερα από την αρχή ότι πήγαινα στους Κεσκίν για να μαζέψω τόση ευτυχία που μπορούσε να κρατήσει για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, και γι’ αυτόν τον λόγο, για να κρύψω αυτές τις ευτυχισμένες στιγμές, σούφρωνα από το σπίτι διάφορα μικροαντικείμενα, μικρά και μεγάλα, πράγματα που είχε αγγίξει η Φισούν.
Άλλωστε, στο «Μουσείο της Αθωότητας» που παρουσιάζει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ορχάν, ως δευτερεύον πρόσωπο στην πλοκή, ο επισκέπτης θα ξεχνάει τον Χρόνο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά στη ζωή. Στα μουσεία που το χτίσιμό τους το υπαγόρευσε η καρδιά, στα καλοστημένα ποιητικά μουσεία, βρίσκουμε παρηγοριά όχι επειδή βλέπουμε μπροστά μας παλιά έπιπλα που αγαπάμε, αλλά επειδή εκεί μέσα χάνεται ο Χρόνος.


Ο σωματικός πόνος
Ένιωθα τον πόνο να μου τρυπάει τα σωθικά σαν καρφί


Το σημείο όπου ο πόνος του έρωτα άρχιζε να γίνεται ιδιαίτερα έντονος , ήταν στο πάνω μέρος της δεξιάς πλευράς του στομαχιού μου. Όταν ο πόνος δυνάμωνε κι άλλο, όπως βλέπετε και στο σχεδιάγραμμα, απλωνόταν αμέσως στο κενό ανάμεσα στο στομάχι και το στήθος μου. Είχα την αίσθηση ότι κάποιος είχε χώσει μέσα μου ένα κατσαβίδι ή ένα καυτό σίδερο και μου ξερίζωνε τα σωθικά. Λες και καυστικά υγρά μαζεύονταν πρώτα στο στομάχι μου και μετά σε όλη την κοιλιά μου, λες και μικροί, κολλώδεις αστερίες κολλούσαν στα εσωτερικά μου όργανα.
Ο πόνος της αναμονής, ο πόνος της στέρησης, ο πόνος της ζήλειας (άρχιζε από το κεφάλι μου, σύντομα πυροδοτούσε τον πόνο του έρωτα στο στομάχι μου και με οδηγούσε σε μια μορφή ολέθρου) εναλλάσσονται, παίρνουν διαφορετικές μορφές, ξεκινούν από το νου ή από την ψυχή, παίρνουν σάρκα και οστά. Δε διαχωρίζεται ο σωματικός πόνος από τον ψυχικό. Ο Κεμάλ μάλιστα βρίσκει και τρόπους ανακούφισης, όπως… να κάνει κούνια (όταν η κούνια κατέβαινε με φόρα σα να έπεφτε, ο πόνος στην κοιλιά μου λιγόστευε)!
Το ρολόι, τα καμένα σπίρτα και τα κουτιά από σπίρτα που εκθέτει ο Κεμάλ στο μουσείο του είναι τα αντικείμενα που του θυμίζουν τις ατέλειωτες ώρες μάταιης αναμονής. Τριγυρίζοντας στα δωμάτια, κοιτάζοντας από το παράθυρο και καμιά φορά στημένος ακίνητος σε μια γωνιά, άκουγα τον πόνο μέσα μου να σπάει σαν κύμα.
Επινοεί απίστευτα παιχνίδια με το νου και το χρόνο για να αντέξει κάθε πεντάλεπτο καθυστέρησης, «μικρούς θυμούς, κόλπα κι ελπίδες».
Για να παραδεχτώ ότι είχαν περάσει και η τέταρτη και η πέμπτη στοίβα με τα πεντάλεπτα έπρεπε να αντισταθώ λιγάκι, αν και χωρίς να ελπίζω πια, ώσπου η λογική μου αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι ούτε εκείνη τη μέρα θα ερχόταν, και τότε ο πόνος μέσα μου μεγάλωνε τόσο απότομα, που για να τον αντέξω έπεφτα, σαν άρρωστος, στο κρεβάτι.

Όπως αφηγείται ο Κεμάλ στο κεφ. « Οι σκιές και τα φαντάσματα που νόμιζα ότι είναι η Φισούν», από ένα σημείο και μετά, όσο κι αν προσπαθούσε να γιατρευτεί ξεχνώντας, δεν έπαψε να συναντά τη Φισούν, όχι βέβαια την ίδια αλλά … κάποια που της έμοιαζε. Αυτές οι «παραδεισένιες συναντήσεις» καταγράφονται με λεπτομέρειες, μεταφέροντας την ψυχική ευεξία που νιώθει ο ήρωας στα δευτερόλεπτα που κρατά η ψευδαίσθηση… έχει βέβαια επίγνωση ότι πρόκειται για τις φαντασιώσεις της δυστυχισμένης του ψυχής, όμως τα συναισθήματα που ξυπνάνε είναι τόσο όμορφα που επιδιώκει σα διψασμένος την απάτη.
Ακόμα και στην κηδεία του πατέρα του, ο Κεμάλ σκέφτεται έντονα την απουσία της Φισούν αλλά και των γονιών της (μακρινοί θείοι). Στην εύλογη απορία μας, αν η απουσία της Φισούν επισκιάζει τον πόνο για την απώλεια του πατέρα απαντά:
Για όσους αναρωτιούνται, θα ήθελα να πω ότι ο πόνος του έρωτα είναι ολοκληρωτικός. Ο αληθινός πόνος του έρωτα πάει και κάθεται στα θεμέλια της ύπαρξής μας, μας κρατάει σφιχτά από το πιο αδύνατο σημείο μας, συνδέεται σε βάθος με όλους τους άλλους πόνους μας κι απλώνεται, χωρίς να μπορεί κανείς να τον σταματήσει, σε όλο μας το σώμα και στη ζωή μας. Αν είμαστε απελπισμένα ερωτευμένοι, η απώλεια του πατέρα αλλά κι η πιο κοινή ατυχία λειτουργούν σαν έναυσμα του πραγματικού μαρτυρίου μας που είναι έτοιμο κάθε στιγμή να αρχίσει. Όταν η ζωή σου, όπως έγινε με τη δική μου, ανατρέπεται εξαιτίας του έρωτα, επειδή νομίζεις ότι μόνο άμα σταματήσεις να νιώθεις τον πόνο του έρωτα θα μπορέσεις να λύσεις κι όλα τα άλλα προβλήματά σου, άθελά σου βαθαίνεις την πληγή μέσα σου.


Χριστίνα Παπαγγελή