Τετάρτη, Απριλίου 21, 2021

Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά, Robert Penn Warren

Η Ιστορία είναι τυφλή όμως ο άνθρωπος δεν είναι.
Η γνώση είναι ο στόχος του ανθρώπου,
όμως υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορεί να το γνωρίζει.
Δεν μπορεί να γνωρίζει αν η γνώση θα τον σώσει ή θα τον σκοτώσει.

     Ένα εντυπωσιακά πολύπλευρο βιβλίο, που κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένα αποτελεί βιβλίο αναφοράς, και δικαίως επίσης θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της αμερικανικής λογοτεχνίας -και όχι μόνο. Το τεράστιο μέγεθός του αρχικά αποτρέπει τον αναγνώστη, σύντομα όμως το ύφος και το σπιρτόζικο πνεύμα μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης κατακτούν το ενδιαφέρον. Παράλληλα με τον ελκυστικό τρόπο γραφής, αυτό που συναρπάζει μοναδικά, και υψώνει κάθετα την απόλαυση της ανάγνωσης είναι το πλούσιο πολυπρισματικό περιεχόμενο με πολιτικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές προεκτάσεις σε συνδυασμό με το ακαταμάχητο -αμερικανικής κοπής- χιούμορ. Διαβάζοντας το βιβλίο, μπαίνουμε στον παλμό της αμερικανικής «ψυχής», του τρόπου ζωής και σκέπτεσθαι που αναπτύχθηκε μέσα στις ιστορικές συγκυρίες της 4η δεκαετίας του 20ου αιώνα στην Αιόβα, στον Αμερικανικό Νότο, ενώ οι ήρωες του βιβλίου, δηλαδή ο «βασιλιάς» και οι άνθρωποί του, χτίζουν μια δική τους «ηθική», εντελώς μοναδική και αξιομνημόνευτη.
     Βρισκόμαστε στα 1939, στο Μέισον Σίτι, αλλά οι αφηγηματικές αναδρομές ξεκινούν από το 1922, όταν οι δυο κύριοι πρωταγωνιστές, ο «βασιλιάς» και ο αφηγητής, ανταμώνουν για πρώτη φορά. Ο «βασιλιάς» είναι ο Γουίλι Σταρκ[1], το λεγόμενο «Αφεντικό», που ξεκινώντας ως «χωριατόπαιδο» από το Μέισον Σίτι, από φτωχή αγροτική οικογένεια, εκλέχτηκε Κυβερνήτης με φιλολαϊκό προφίλ και με ριζοσπαστικές προθέσεις. Μια προσωπικότητα απίστευτη σε κάθε λεπτομέρεια, έτσι τουλάχιστον όπως μας την παρουσιάζει ο αφηγητής, ο Τζακ Μπέρντεν από το Μπέρντενς Άιλαντ, το δεξιό του χέρι του Γουίλι και από μια άποψη το alter ego του. Είναι ο βασικός «άνθρωπος» του βασιλιά, δαιμονικός και οξυδερκής, ιστορικός και δημοσιογράφος που αρχικά δούλευε στην Chronicle.
     Οι υπόλοιποι «άνθρωποι του βασιλιά» είναι εξίσου μοναδικοί χαρακτήρες, και παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον την εξέλιξή τους στο πλάι του «Αφεντικού» και του Τζακ. Είναι όλοι γραφικοί, σαν καρικατούρες, τουλάχιστον μέσα από το πρίσμα του σαρκαστικού μας αφηγητή: ο Σούγκαρ Μπόι πιστός, ψευδός (ο Σούγκαρ Μπόι δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά εκφραζόταν μια χαρά με το πάτημα του γκαζιού), αφοσιωμένος, οριακός στην οδήγηση και ασυναγώνιστος στο σημάδι∙ η Σέιντι Μπερκ, η παράφορη γραμματέας που έχει βρει τον τρόπο να παίζει στα δάχτυλα το αφεντικό της (ήταν η μόνη που ήξερε πώς. Ή που είχε τα κότσια)∙ ο γλοιώδης Τάινι Ντάφι, το κοπρόσκυλο του αφεντικού, «χρήσιμος, αν ξέρεις πώς να τον αξιοποιήσεις», που κανείς δεν τον εμπιστεύεται, και ο ίδιος ο Γουίλι λέει γι’ αυτόν ότι είναι «ο πιο σιχαμερός χοντροκώλης», που για ανεξιχνίαστους λόγους όμως ο Γουίλι τον έκανε κάποια στιγμή Αναπληρωτή Κυβερνήτη.
     Αυτά είναι τα πρόσωπα του στενού γραμματειακού περιβάλλοντος. Αλλά φυσικά υπάρχει και η οικογένεια – η σύζυγος του Γουίλι η Λούσι, ο γιος του ο Τομ, όπως και τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Τζακ: η μητέρα του∙ ο εξαφανισμένος πατέρας του ο Έλις Μπέρντεν ή «Λόγιος Δικηγόρος»∙ η Ανν Στάντον παιδική φίλη και ουτοπικός έρωτας∙ ο Άνταμ Στάντον, αδερφός της Ανν, παιδικός φίλος και γιατρός με άκαμπτη ηθική∙ ο επίσης αμέμπτου ηθικής, αγέρωχος κι ατρόμητος δικαστής Ίρβιν. Καθώς ο Γουίλι ανέρχεται στο αξίωμα του Κυβερνήτη, εξουδετερώνει το κατεστημένο και γίνεται δημοφιλής, η ιστορία περιπλέκεται και στη δίνη της αφήγησης περιστρέφονται όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, ο καθένας με τον δικό του μοναδικό και αντισυμβατικό τρόπο.
     Η πορεία του φτωχού χωριατόπαιδου με την αιρετική ηθική, που ξεκινά από απλός κοινοτικός ταμίας της Κομητείας Μέισον κι έχει τη φιλοδοξία να γίνει Κυβερνήτης συντρίβοντας την παλιά τάξη, με κεντρικό όραμα να χτίσει ένα νοσοκομείο και ιατρικό κέντρο στα οποία να έχουν δωρεάν πρόσβαση όλοι οι πολίτες της Κομητείας δεν είναι γραμμική∙ σκοντάφτει σε πολλά εμπόδια, εξωτερικά κι εσωτερικά. Ούτε είναι ο μόνος βασικός άξονας του βιβλίου. Εξίσου μεγάλη βαρύτητα έχει και η πορεία του ίδιου του Τζακ, που στο πλάι αυτού του χαρισματικού ηγέτη βιώνει τη δική του τεθλασμένη επαγγελματική πορεία αλλά και το δικό του δράμα, ερωτικό, οικογενειακό, υπαρξιακό.
     Γιατί όσο χαρισματικός είναι ο Κυβερνήτης ως άνθρωπος της δράσης/πράξης, άλλο τόσο χαρισματικός είναι και ο αφηγητής, που όπως ανακαλύπτει σταδιακά ο αναγνώστης χαρακτηρίζεται από ταλέντο να διεισδύει στην ψυχολογία των γύρω του, να παρατηρεί ανελέητα ακόμα και τους πιο αγαπημένους του, να αυτοσαρκάζεται, να λύνει ντόμπρα και σταράτα υποθέσεις-κουβάρι. Είναι και οι δυο (αλλά και πολλοί απ’ τα κοντινά τους πρόσωπα) τραγικές φυσιογνωμίες, και η πορεία της ζωής τους αποδεικνύεται εξίσου τραγική, δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Τζακ Μπέρντεν στις τελευταίες σελίδες της αφήγησης λέει: «Αυτή ήταν η ιστορία του Γουίλι Σταρκ αλλά και η δική μου ιστορία. Γιατί έχω κι εγώ μια ιστορία/η ιστορία του Γουίλι Σταρκ και η ιστορία του Τζακ Μπέρντεν είναι, κατά μία έννοια, μια ιστορία». Μια ιστορία με μοναξιά, με πόνο, με θανάτους, με ενοχή, με λύτρωση, με γνώση.

Ο-Εξάδελφος-Γουίλι-από-το-χωριό στη θέση του Κυβερνήτη

     Η αντισυμβατικότητα του Γουίλι είναι αισθητή στον Τζακ από την πρώτη μέρα που τον γνώρισε. Στα 1922, όταν ο πρώτος ήταν ακόμα κοινοτικός ταμίας και ο Τζακ δημοσιογράφος στην Chronicle συναντήθηκαν στα μπιλιάρδα του Σλέιντ τυχαία. Πέρα από το μυστηριώδες κλείσιμο του ματιού (όπως κλείνουμε το μάτι σε κάποιον που αναγνωρίζουμε αστραπιαία σαν «δικό μας άνθρωπο»), η άρνησή του να πιει μπίρα παρά την ενοχλητική επιμονή του Τάινι Ντάφι, δεν περνά απαρατήρητη. Πίνει γκαζόζα, κι αφήνει τον Ντάφι με το ύφος «μουνουχισμένου μοσχαριού τη στιγμή που βλέπει το σφυρί να το σημαδεύει ανάμεσα στα μάτια».
     Είναι ορμητικός, ετοιμόλογος, απρόβλεπτος (έβλεπες ξαφνικά τα μάτια να γουρλώνουν έτσι δα, σα να είχε γίνει κάτι μέσα του, άρχιζαν να σπιθίζουν. Το’ ξερες ότι κάτι είχε γίνει μέσα του και σκεφτόσουν: Να’ το μας έρχεται). Έχει μια δική του αντίληψη για τη δικαιοσύνη (τον ξέρω είναι καλό παιδί και δεν μ’ ενδιαφέρει ποιον έσφαξε. Η αναμέτρηση ήταν έντιμη, απλά ήταν άτυχος) ή μάλλον για το «πολιτικό», ένα είδος πολιτικής διαίσθησης που τον ωθεί να δρα-αντιδρά «εδώ και τώρα».
     Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κομβικό επεισόδιο της αντιπαράθεσης του Γουίλι Σταρκ με τον άλλο μεγάλο πυλώνα, πρότυπο δικαιοσύνης και συνετής σκέψης, τον αγέρωχο και αδέκαστο δικαστή Ίρβιν. Όταν o «βασιλιάς» έμαθε ότι ο δικαστής Ίρβιν θα υποστηρίξει στις εκλογές τον πολιτικό του αντίπαλο Κάλλαχαν (κάτι μη αναμενόμενο), κάνει κάθετη εφόρμηση μέσα στη νύχτα στο σπίτι του δικαστή (το «κάποια στιγμή» δεν είναι ποτέ «τώρα») εγκαταλείποντας πίσω του την οικογενειακή θαλπωρή του πατρικού και διασχίζοντας 80 χλμ με όλη τη συνοδεία (Τζακ: έπρεπε να το έχω φανταστεί/προετοιμάστηκα για την εμπειρία του να εκτοξεύομαι πότε στη μια μπάντα και πότε στην άλλη κάθε φορά που βρίσκαμε στροφή), για να βρει τον δικαστή με τις πυτζάμες και να τον «κοιτάξει κατάματα». Η απολαυστική γραφή του Γουώρεν δίνει μια χροιά μεγαλείου στη σκηνή που συγκρούονται αυτές οι δύο τόσο δυνατές προσωπικότητες, μια σκηνή όπου απολαμβάνουμε χιούμορ, σαρκασμό, εκφοβισμούς και πικρές αλήθειες∙ ωστόσο του Ίρβιν η συνείδηση δεν κλονίστηκε ή, το βλέφαρο, όπως επισημαίνει ο παρατηρητής μας, «δεν σπάραξε».

Ο δικαστής Ίρβιν είναι ένας από τους παλιούς γνώριμους του αφηγητή μας, φίλος της πληθωρικής και μυστηριώδους μητέρας του, γνωρίζει τον Τζακ από όταν εκείνος ήταν παιδί και οι «μπηχτές» που του ρίχνει τώρα ο Τζακ υπηρετεί τον Γουίλι είναι καυστικές κι αιχμηρές (σε καλεί ο εργοδότης σου, κε Μπέρντεν). Είναι κι αυτός ένας από τους «ανθρώπους του βασιλιά», εφόσον σ’ αυτό το παιχνίδι, ο ρόλος του είναι σχεδόν συμπρωταγωνιστικός, όπως φαίνεται στη συνέχεια. Γιατί μετά απ’ αυτήν την αδιέξοδη συνάντηση, ο Γουίλι βρίσκει τη βασική αποστολή του Τζακ, να ψάξει στο παρελθόν του Ίρβιν για να βρει κάποια λαμογιά (πάντα κάτι θα υπάρχει).
     Η άνοδος του Γουίλι Σταρκ στη θέση του Κυβερνήτη της Αιόβα ήταν… τεθλασμένη, και η περιγραφή γλαφυρή και σπαρταριστή. Η αρχική του φήμη (ο «τύπος με τη χριστουγεννιάτικη γραβάτα, ο Εξάδελφος Γουίλι από το χωριό») ως ανορθόδοξου πολιτευτή, συνδέεται με την πρόθεσή του ως κοινοτικού ταμία να υποστηρίξει μια προσφορά «της πλάκας» για χτίσιμο σχολείου ταράζοντας τα ήρεμα νερά, γιατί αυτή η προσφορά που ήταν πιο χαμηλή, προϋπέθετε ξένους, έγχρωμους εργάτες (θέλει τη χαμηλή προσφορά και να μας κουβαλήσει ένα λεφούσι αραπάδες εδώ πέρα). Εννοείται ότι δεν πέρασε η πρότασή του παρόλο που ο Γουίλι πήρε τους δρόμους κι έπιανε τους περαστικούς και προσπαθούσε να τους εξηγήσει την κατάσταση, αλλά είναι η πρώτη επαφή του Τζακ ως δημοσιογράφου με τον Γουίλι, κι αυτή που στοίχισε την απόλυσή και των… δύο λίγο καιρό αργότερα, εφόσον ο Τζακ είχε αρχίσει να τάσσεται ιδεολογικά στο πλευρό του Γουίλι.
     Eίναι η εποχή που το χωριατόπαιδο ασχολείται με το αγρόκτημα, με μαστορέματα, και με διάβασμα (εξετάσεις στη νομική, τελείωσε τελικά δικηγόρος) κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο του πατρικού. Όμως, όπως παρατηρεί ο διεισδυτικός αφηγητής μας, η μεγάλη τύχη κυνηγάει αυτούς που δεν την έχουν ανάγκη. Έτσι, η προσφορά του αντιπάλου είχε κόστος τον θάνατο και τον τραυματισμό παιδιών κατά τη δοκιμαστική εκκένωση του κτισθέντος σχολείου, κι ο άνεργος μεν αλλά επίδοξος Κυβερνήτης μας αποδείχτηκε σωστότερος (ο Γουίλι ήταν ο τύπος που είχε το Θεό μαζί του). Από κει και πέρα αρχίζει ένας τραγέλαφος προεκλογικού αγώνα όπου χρησιμοποιούν τον -δικαιωμένο πια- Γουίλι σαν μπαλαντέρ, για να αποσπάσουν ψήφους από τον ένα υποψήφιο. Μάλιστα το πρόσωπο που τον χρησιμοποίησε ήταν ένα από τους κατοπινούς «ανθρώπους του», ο γλοιώδης Τάινι Ντάφι. Οι πρόβες των ομιλιών του υποψήφιου κυβερνήτη είναι ξεκαρδιστικές (όλο και κάτι θα έβρισκε να αναθεωρήσει στο κωλοκείμενο, όλο και κάτι θα έβρικε να λουστράρει), και προκαλούν απίστευτα χάχανα στον αφηγητή μας ενώ την ώρα της ομιλίας κανείς δεν παρακολουθεί (ήταν φρίκη. Ήταν όλο γεγονότα και νούμερα). Η πανωλεθρία φάνηκε ότι θα συνεχιστεί στο Άπτον, αλλά ένα γεγονός αποδείχτηκε μοιραίο για να πάρει άλλη τροπή όλη η πορεία του Γουίλι. Ενώ είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση ότι «Δεν είναι ανάγκη να γίνει κανείς Κυβερνήτης» (!!!), μαθαίνει κάπως τυχαία από την ορμητική Σέιντι ότι του την έχουνε στημένη (για μια φορά είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα της). Άλλη μια σπαρταριστή σκηνή μάς χαρίζει ο συγγραφέας, όταν ο αδέξιος («χαϊβάνι») Γουίλι συνειδητοποιεί ότι είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος και, ενώ ήταν έτοιμος να παραδώσει τα όπλα στροφάρει ανάποδα (Τζακ: …ανακαλύπτεις ένα πρόσωπο που δεν είχες δει ποτέ σου). Αυτός που δεν έπινε παρά μόνο γκαζόζα, πίνει όλο το βράδυ πριν την ομιλία του, είναι ακόμα φουλ μεθυσμένος το πρωί, παρόλ’ αυτά αποφασισμένος να μιλήσει –κι όταν αποφασίζει πια να ανοίξει το στόμα του κρατώντας το χειρόγραφο στα χέρια, καταπλήσσει το πλήθος, όχι επειδή βγάζει πύρινο λόγο αλλά επειδή αυτοσχεδιάζει λέγοντας σκέτη –νέτη την αλήθεια: ότι ο ίδιος ήταν ένα ζωντόβολο, ένα χωριατόπαιδο που πίστευε κι αυτός πως κι ο πιο απλός, κι ο πιο φτωχός πολίτης μπορεί να γίνει Κυβερνήτης. Τους λέει ακόμα ότι τον χρησιμοποίησαν, ότι γλυκάθηκε με τις υποσχέσεις οι «τσανακογλείφτες» του ενός απ’ τους δυο αντιπάλους, ότι αποσύρεται, κι ότι θα υποστηρίξει τον άλλον!
     Η περίοδος ενδοστρέφειας του Γουίλι Σταρκ, κατά την οποία ασχολήθηκε με ήπιες δικηγορικές υποθέσεις μέχρι να βάλει υποψηφιότητα για τις προκριματικές του Δημ. Κόμματος και να τις κερδίσει, συνέπεσε με την απόλυση του Τζακ. Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Γουίλι άρχισε να κερδίζει τα αξιώματα, τον προσέλαβε ως δεξί του χέρι.
     Η επεισοδιακή άνοδος του Γουίλι στο αξίωμα του Κυβερνήτη έφερε στην εξουσία έναν άνθρωπο που είχε μια πολύ προχωρημένη άποψη για το νόμο: Ο νόμος ανέκαθεν παραήταν κοντός, παραήταν στενός για την ανθρωπότητα που ολοένα εξελίσσεται. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις κάτι, κι ώσπου να φτάσει αυτός ο νόμος στα βιβλία, εσύ θα έχεις πάει παρακάτω. Και: το καλό πρέπει να το φτιάξεις μέσα απ’ το κακό, γιατί δεν έχεις από πού αλλού να το φτιάξεις. Αυτή είναι η βαθύτερη «φιλοσοφία» του Γουίλι, που μην ξεχνάμε, είναι «άνθρωπος της πράξης» (αγόρι μου, δουλεύεις για λογαριασμό μου, γιατί είμαι αυτός που είμαι και είσαι αυτός που είσαι/δεν υπάρχουν ερμηνείες. Για οτιδήποτε. Το μόνο που σε παίρνει να κάνεις είναι να εστιάσεις στη φύση των πραγμάτων).

Η ιστορία του Τζακ

Η απόλυση του Τζακ από την Chronicle, που την αποδέχτηκε με αξιοπρέπεια, ίσως και με ανακούφιση, τον έριξε σε μια περίοδο που ο ίδιος την ονομάζει «Μεγάλο Ύπνο» (είναι φορές που ο ύπνος γίνεται κάτι σοβαρό και πλήρες), κάτι που δεν του συμβαίνει πρώτη φορά. Είναι αρκετά εκτενή και εξίσου απολαυστικά τα μέρη του βιβλίου όπου ο αφηγητής ανατρέχει στο παρελθόν αναδιευθετώντας το, και δίνοντας στον αναγνώστη ένα ολοζώντανο πορτρέτο ενός ιδιαίτερου, sui generis χαρακτήρα του. Μας βάζει στον κόσμο του, στην παιδική του ηλικία, σκιαγραφεί τους δικούς του ανθρώπους: μια μητέρα «αθώα σαν κοριτσάκι», που νιώθει ότι δεν του δίνει σημασία, γιατί, όπως λέει, πολύ απλά ήμουν ένας άλλος αρσενικός που ήθελε να τον έχει σπίτι, γιατί ήταν από κείνες τις γυναίκες που έπρεπε να έχουν άντρες τριγύρω τους και να τους χορεύουν στον δικό τους σκοπό, που έχει χωρίσει τον πατέρα και αλλάζει τους άντρες όπως τα έπιπλα του σπιτιού της∙ έναν πατέρα θρησκόληπτο που πουλάει «χαζοφυλλάδια», άρρωστο ψυχικά, που τον λέει «Λόγιο Δικηγόρο» (σε κάθε περίπτωση είχα βρει αυτό που ήξερα ότι θα έβρισκα, γιατί ήταν πράγματα που είχαν συμβεί και τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει ό, τι είχε συμβεί)∙ η Ανν, με την οποία τον ενώνει αυτού του είδους η βαθιά, παιδική ερωτική φιλία, και που καθρεφτίζεται μέσα από τα μάτια της (δεν μπορείς να τους αγαπήσεις λίγο ή να τους συγχωρήσεις ή απλά να μην τους σκέφτεσαι, ή κάτι τέλος πάντων; Κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είσαι τώρα;)∙ ο αδερφικός φίλος Άνταμ, ο αδερφός της Ανν, ντόμπρος, λογικός και φυσιολάτρης. Και η πιο ατόφια και αυθεντική ανάμνηση, που υποψιαζόμαστε ότι καθόρισε τον ψυχισμό του, ένα από τα πικ νικ που έκαναν οι τρεις τους (ο Τζακ και ο Άνταμ 17χρονών, η Ανν 13: ελάχιστες εικόνες σαν αυτές εγγράφονται στο μυαλό μας –είναι από κείνες που γίνονται όλο και πιο ζωντανές, λες και το πέρασμα του χρόνου δε συσκοτίζει την αυθεντικότητά τους). Τέλος ο οικογενειακός φίλος δικαστής Ίρβιν, ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γενναίος, που μάθαινε στον μικρό Τζακ πώς να κυνηγά τις πάπιες, και που πάντα τον έβλεπε ως «ήρωα». Βιώματα ανεξίτηλα που τα επεξεργάζεται ξανά, σ’ αυτό το μεταίχμιο της ζωής του για να καταλήξει: λέγεται ότι οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξή σου είναι αυτή της σχέσης σου με τους άλλους. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι, δεν θα υπήρχες και συ, διότι αυτό που κάνεις, που είναι αυτό που είσαι, έχει νόημα μόνο σε σχέση με τους άλλους. Πολύ καθησυχαστική η συγκεκριμένη σκέψη, ειδικά όταν βρίσκεσαι στο αυτοκίνητο μέσα στη βροχή, μόνος τη νύχτα, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είσαι εσύ και με το να μην είσαι εσύ, ή κάτι τέτοιο, μπορείς να ξαπλώσεις με την ησυχία σου και να ξεκουραστείς λιγάκι. Είναι ένα είδος διακοπών από το να είσαι εσύ.

Η «δέση» και η «λύση» μιας σύνθετης τραγωδίας

     Μέχρι λοιπόν περίπου τη σελίδα 200 υπάρχει αυτό το «δέσιμο» ή αλλιώς το «στήσιμο» της υπόθεσης, όπου ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες, οι συνθήκες, οι δυναμικές που στη συνέχεια θα οδηγήσουν σε μια θυελλώδη πλοκή «κατά το εικός και αναγκαίον», όπου θεμελιακά γεγονότα/αποφάσεις/δράσεις οδηγούν τους ήρωές μας, τον «βασιλιά» και τους ανθρώπους του που αλληλεπιδρούν, σε τραγική κορύφωση. Σε λύση/κάθαρση δηλαδή, που είναι αποτέλεσμα τραγικής σύγκρουσης και -από μια άποψη- με τραγικό αποτέλεσμα.
     Δεν είναι πρόθεσή μου να «προδώσω» αυτήν την θυελλώδη πλοκή (που ωστόσο είναι προϋπόθεση για να συλλάβει κανείς την τέχνη αυτής της τεράστιας σύνθεσης, κυριολεκτικά και μεταφορικά), τουλάχιστον με γραμμικό τρόπο. Ανάμεσα σε όλα τα απίθανα επεισόδια που φωτίζουν πλευρές των ιδιόρρυθμων χαρακτήρων (όπως η στάση του «Αφεντικού» απέναντι στα ατασθαλίες του οικονομικού ελεγκτή Γουάιτ και η σύγκρουσή του σχετικά μ’ αυτό με τον Γενικό Εισαγγελέα Χιου Μίλλερ, ή την μακροσκελή εγκιβωτισμένη ιστορία του μακρινού συγγενή του Τζακ, Κας Μάστερν) υπάρχουν επεισόδια αλλά και συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ των ηρώων που θα τα χαρακτήριζα «κομβικά» γιατί αποτελούν το «νήμα» και οδηγούν κατευθείαν σ’ αυτό που παραπάνω ονόμασα κάθαρση.
     Το βασικό πρόγραμμα και μεγάλο όνειρο του Γουίλι, να φτιάξει λαϊκό νοσοκομείο και ιατρείο (κάθε άντρας, κάθε γυναίκα, κάθε παιδί που θα αρρωστήσει ή θα πονάει θα διαβαίνει τις πόρτες του και θα ξέρει ότι θα έχει εξασφαλισμένη κάθε ανθρωπίνως δυνατή περίθαλψη. Δωρεάν. Όχι σαν φιλανθρωπία. Αλλά ως δικαίωμα. Το δικό σας δικαίωμα. Με ακούτε;) είναι η απαρχή των συμφορών. Σκοντάφτει στην προσωπικότητα του Ίρβιν, σκοντάφτει σε μικροπολιτικά συμφέροντα (ο Τάινι Ντάφι προωθεί κάποιον ανταγωνιστή), ενώ εκείνος θέλει τον Άνταμ διευθυντή, που είναι άμεμπτος και δεν θέλει εξάρτηση από κανένα πολιτικό πρόσωπο.
     Και τις δύο υποθέσεις τις αναλαμβάνει ο Τζακ: να «βρει κάποια βρομιά για τον Ίρβιν» (υπάρχει πάντα το ίχνος, η επιταγή που ακυρώθηκε, ο λεκές απ’ το κραγιόν κλπ), και να πείσει τον Άνταμ να αναλάβει τη διεύθυνση του νοσοκομείου. Ο Τζακ έχει και με τους δύο βαθιά γνωριμία από τα παλιά χρόνια. Είναι επομένως το κατάλληλο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα είναι δαιμόνιος, πανέξυπνος, ντόμπρος και αποτελεσματικός. Θαυμάζουμε τον ήρεμο ντετεκτιβικό τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτει μια μεγάλη λαδιά στο παρελθόν του Ίρβιν (που κρατά σα φυλαχτό αποφεύγοντας να τη «χρησιμοποιήσει»), ενώ βρίσκει τον τρόπο να διεισδύσει και στην ψυχολογία του φίλου της νιότης, του θερμού ιδεολόγου, ρομαντικού Άνταμ. Τον διαβεβαιώνει ότι το Αφεντικό δεν θέλει ούτε να τον κολακέψει, ούτε να τον εξαγοράσει, ούτε να τον κολακέψει: Ξέρει τι θέλεις. Μπορώ να σου το πω με μια λέξη, Άνταμ/Τι;/Θέλεις να κάνεις το καλό. Αυτό τον σώπασε.
     Το φράγμα της καχυποψίας του Άνταμ απέναντι στους πολιτικούς -και ιδιαίτερα στον Γουίλι- κατάφερε και ο Τζακ και ο Γουίλι να το σπάσουν. Απολαυστικοί και έξυπνοι διάλογοι ζωντανεύουν τις μεταστροφές των συναισθημάτων. Όμως, η πληροφορία που έφτασε στα αυτιά του Άνταμ, πρώτα ότι ο πατέρας τους κυβερνήτης Στάντον κάλυψε τη δωροδοκία του Ίρβιν αποκαθηλώνοντας το πρότυπο του πατέρα, και δεύτερον ότι η αδερφή του έχει σχέσεις με τον Γουίλι Σταρκ, κλονίζουν τον Άνταμ ανεπανόρθωτα. Η ευάλωτη στους εκβιασμούς ψυχολογία του Άνταμ είναι λοιπόν ένα από τα κλειδιά της πλοκής.
     Κομβικός γίνεται και ο ρόλος του ατίθασου γιου, του Τομ, ταλέντου στο ποδόσφαιρο και αντικείμενο διεκδίκησης από τον Γουίλι και τη Λούσι, και αιτία άπειρων συγκρούσεων μεταξύ τους. Στο γεγονός ότι ο Τομ αφήνει μια κοπέλα έγκυο, γεγονός που τον χρησιμοποιούν οι αντίπαλοι εκβιαστικά, προστίθεται και το φοβερό ατύχημα στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα.
     Τέλος, οι αποκαλύψεις των μυστικών (του Ίρβιν, της Ανν, του Τομ) όχι μόνο θα αλλάξουν τις ισορροπίες αλλά θα φέρουν την κάθαρση, μια κάθαρση τραγική γιατί καταλήγει σε μια αυτοκτονία κι ένα διπλό φονικό, των οποίων πάλι ανιχνευτηής αυτοκαθορίζεται ο Τζακ.

Η αλήθεια μού έδωσε πίσω το παρελθόν

     Στο κουβάρι αυτό των σχέσεων και των γεγονότων έρχονται να προστεθούν η μεγάλη στροφή στην ψυχολογία του Τζακ όταν έμαθε ότι η Ανν έχει ερωτική σχέση με τον Γουίλι – είναι μια στροφή προς τα «έσω», που τον σπρώχνει σ’ ένα απρόοπτο ταξίδι προς τη Δύση για να αναστοχαστεί τον εαυτό του, την Ανν και τη σχέση του μαζί της. Ήδη η κρυφή αγάπη και λαχτάρα του Τζακ για την Ανν και τη σχέση του μαζί της στο παρελθόν μάς έχουν χαρίσει γοητευτικές σελίδες, που μας βυθίζουν στο ανέφικτο ενός πολύ βαθιού έρωτα. Ωστόσο όλα ανατρέπονται, τώρα που αντικρίζει μια διαφορετική πλευρά της «αλήθειας» της Ανν (δεν τον είχε αγαπήσει, απλά είχε μια μυστήρια λαχτάρα στο αίμα της/και πάλευε διαρκώς ανάμεσα στην παρόρμηση και στον φόβο/δεν γίνεται να χάσει κάτι που δεν σου ανήκε). Η ενδοσκόπηση του χαρίζει μια νέα, «μυστική» γνώση που την ονομάζει «Μεγάλη Σύσπαση» (ολόκληρη η ζωή δεν είναι παρά ο σκοτεινός παλμός του αίματος ο σκοτεινός παλμός του αίματος και ο σπασμός του νεύρου),μιαάμυνα που τον κάνει άτρωτο, λιγότερο ευάλωτ ως κυνικό.
     Όμως η εσωτερική εξέλιξη του Τζακ δεν σταματά εδώ. Η ενεργός ανάμειξή του στην ανεύρεση της αλήθειας τον γεμίζει βέβαια ευθύνες κι ίσως και ενοχές (θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Μόρτιμερ κι εγώ ήμασταν απλώς τα δίδυμα εργαλεία της παρατεταμένης και αναπόδραστης αυτοκαταστροφής του Δικαστή Ίρβιν). Έρχεται όμως αντιμέτωπος με νέες αποκαλύψεις που αφορούν τη δική του τραγική οικογενειακή πορεία. Αποκαλύψεις που αφορούν τον πατέρα και τη μητέρα του, τη σχέση μεταξύ τους και την Αλήθεια. Σιγά σιγά ενστερνίζεται μια διαφορετική στάση απέναντι στην ίδια του τη μητέρα (μου έδωσε μια καινούρια εικόνα του εαυτού της και αυτό σε τελική ανάλυση σήμαινε μια καινούια εικόνα του κόσμου) απέναντι στο επάγγελμα (αμέσως παραιτείται από την αποστολή να εξουδετερώσει τον αντίπαλο διεκδικητή του νοσοκομείου) και αυτοβούλως, ως ιστορικός ερευνητής όπως αυτοαποκαλείται, διερευνά τους αυτουργούς, ηθικούς και μη, των εγκλημάτων.
     Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου μάς δίνουν την κατάληξη όλων των «ανθρώπων του βασιλιά», αλλά κυρίως σελίδες σοφίας και αυτογνωσίας του Τζακ:
(…) προσπάθησα να της πω πως, αν δεν αποδεχτεί κανείς το παρελθόν του και το φορτίο του, δεν υπάρχει μέλλον, γιατί χωρίς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει το άλλο κι πως, αν μπορέσεις να αποδεχτείς το παρελθόν, μπορείς να ελπίζεις για το μέλλον, γιατί μόνο μέσα από το παρελθόν μπορείς να χτίσεις το μέλλον.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Από το μπλογκ του αγαπητού Άγη Αθανασιάδη: «Στο μυθιστόρημα του Penn Warren, που εμπνεύστηκε τον τίτλο του από ένα παιδικό τραγουδάκι, ο κεντρικός χαρακτήρας γύρω από τον οποίον περιστρέφονται όλοι οι άλλοι, είναι ο Γουίλιαμ Σταρκ. Ο συγγραφέας μπορεί να το αρνήθηκε όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, αλλά η προσωπικότητα του ήρωά του, βασίζεται στα έργα και τις ημέρες του Κυβερνήτη της Λουιζιάνας (1928-1932) και αργότερα Γερουσιαστή (1932-1935), Χιούι Λονγκ ενός αντιφατικού Δημοκρατικού, που προσέφερε πολλά στην πολιτεία της Λουιζιάνας, διαφώνησε ανοικτά με τον Ρούζβελτ για την πολιτική του New Deal και δολοφονήθηκε από τον γαμπρό ενός πολιτικού του αντιπάλου. Ο Λονγκ ήταν ένας λαϊκιστής πολιτικός, που κινητοποιούσε τις μάζες, κυβέρνησε αυταρχικά, έκανε πολλά δημόσια έργα και χρησιμοποιούσε συζητήσιμες μεθόδους. Κάτι ανάλογο φέρεται να κάνει ο Σταρκ στο βιβλίο, ο οποίος, ξεκινάει ως ιδεαλιστής πολιτικός που θέλει να αλλάξει τον κόσμο και αλλάζει τον εαυτό του. Θεωρεί ότι κάνει το Καλό αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τις χειρότερες μεθόδους για να το επιτύχει. Ακόμα και στην φαινομενικά καλύτερη πράξη του, την κατασκευή του Νοσοκομείου – εκβιάζει τον Δικαστή Ίρβιν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει αυτή του η ενέργεια στους γύρω του, ακόμα και σε πολύ κοντινά του πρόσωπα. Στον βωμό της σκοπιμότητας, μπορεί να θυσιάσει τα πάντα»( https://librofilo.blogspot.com/2021/03/blog-post_20.html).

Σάββατο, Απριλίου 03, 2021

Στη σκιά του ποιητή, Βασίλης Διακοβασίλης

     Στο πρώτο αυτό μυθιστόρημα του αγαπητού φίλου και συν-αναγνώστη στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δράμας Βασίλη Διακοβασίλη, του οποίου πριν από δυο χρόνια γνωρίσαμε τα διηγήματά του στη συλλογή «Ανθρώπων ιστορίες», πρωταγωνιστική μορφή είναι η «σκιά του ποιητή».  
     Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2018, ο καταξιωμένος ποιητής των νεοελληνικών γραμμάτων, Κωνσταντίνος Καρδιανός, βρίσκεται νεκρός σε ερημική παραλία της Καρπάθου∙ ωστόσο η «σκιώδης», η σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς του είναι αυτή που ανιχνεύει ο συγγραφέας, μέσα από τους τέσσερις άλλους συμπρωταγωνιστές: την ερωτική φίλη, ποιήτρια και γραμματέα του επί χρόνια Νιόβη Μελασσιανού, τον αφηγητή και δημοσιογράφο πολιτιστικού ρεπορτάζ Νίκο Μιχαηλίδη και την φιλόλογο Μαρίνα Αναγνωστάκη, φιλόλογο που συντροφεύει τον Νίκο στην έρευνά του. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και η δεύτερη γραμματέας του ποιητή, η Άννα Χριστοφόρου, που συνεργάστηκε μαζί του ως γραμματέας του τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια.
    Ο περίεργος και απροσδόκητος θάνατος του ποιητή, που όπως φαίνεται από την αρχή ήταν προσχεδιασμένος («ηθελημένη αυτοκτονία») δίνει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν αγαπητό και δημοφιλή ποιητή, πολύ διακεκριμένη μορφή των γραμμάτων, όχι μόνο για το ποιητικό του έργο αλλά και για την πλούσια αρθρογραφία του. Ο αιφνίδιος και ριζικός χωρισμός του με την Νιόβη πριν δεκαεννιά χρόνια -μετά από συμβίωση εικοσιπέντε χρόνων-, και η δική της άρνηση να τον ξαναδεί μετά απ’ αυτό, όταν εκείνος επισκέφτηκε το νησί της τον Σεπτέμβριο του 2018, αυξάνει ακόμα περισσότερο την περιέργεια και το ενδιαφέρον για την άβυσσο που κρύβει η ψυχή του ανθρώπου. Γιατί μετά απ’ αυτήν την άρνηση, κι εκείνος με τη σειρά του αρνείται να πάρει τα φάρμακα για την καρδιά, που τον κρατούσαν στη ζωή.
     Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής Νίκος Μιχαηλίδης θέτει ως στόχο να διερευνήσει αυτόν τον παράδοξο θάνατο, τον μυστήριο αυτόν χαρακτήρα, τις σχέσεις του μοναχικού ποιητή με την ερωμένη-γραμματέα του αλλά και την νεαρή φοιτήτρια φιλολογίας που την προσέλαβε λίγο πριν η Νιόβη τον εγκαταλείψει, και που τον στήριξε με πολλή αφοσίωση και σπάνια ικανότητα, καθώς χειριζόταν όλες του τις υποθέσεις, συγγραφικές και εκδοτικές. Ως έμπειρος δημοσιογράφος, ο Μιχαηλίδης διακρίνει ότι ίσως αν γράψει ακόμα και βιβλίο με τον βίο και την πολιτεία του Καρδιανού -το πρώτο του- θα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον (ένα σημαντικό πρόσωπο των γραμμάτων μας, με ελάχιστα πράγματα γνωστά για την ιδιωτική του ζωή, ένας παράξενος θάνατος σε μια ερημική και αποκομμένη παραλία ενός απομακρυσμένου νησιού του Αιγαίου, μια παλιά σχέση που τον συνέδεε με το νησί αυτό/τα λίγα στοιχεία αυτής της ιστορίας που μέχρι τότε είχα στα χέρια μου μού επιβεβαίωναν ότι ο μοναχικός θάνατος του Καρδιανού έκρυβε από πίσω του μια πονεμένη ιστορία). Σ’ αυτήν του την απόπειρα, ζητά τη βοήθεια της παλιάς του φίλης Μαρίνας, που κατάγεται κι αυτή από την Κάρπαθο, με το αρχικό πρόσχημα να τον φέρει σ’ επαφή με τη Νιόβη Μελασσιανού.
     Έτσι, αποκτούμε σιγά σιγά πρόσβαση σε πέντε ψυχογραφίες, πέντε ανθρώπους των οποίων σταδιακά οι ζωές συγκλίνουν γύρω από ένα μεγάλο ερώτημα, το ερώτημα στο οποίο αποτελεί απάντηση όλο το βιβλίο: ποια είναι η σχέση του ποιητή, του ποιητή δηλαδή ως δημιουργού με τη Ζωή, με την αγάπη, με τους ανθρώπους γύρω του. Και καθώς βέβαια η κεντρική ποιητική μορφή είναι ο Κωνσταντίνος Καρδιανός, οι άλλοι τέσσερις, φίλοι του λόγου και δημιουργοί κι εκείνοι, αποτελούν αντανάκλαση ή, έστω, διαφορετικές εκδοχές μιας προσωπικότητας στην οποία δεν «σκόνταψαν» τυχαία. Όλοι είναι μοναχικοί και πρώτα πρώτα ο ποιητής αλλά και η σύντροφος της ζωής του, η Νιόβη. Ποιήτρια κι εκείνη, δέχτηκε με πρόθυμη αυταπάρνηση να μην κάνει οικογένεια και παιδιά, ούτε καν να έχει επίσημη σχέση με τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να υπηρετούν την τέχνη τους.
     Η μοναχικότητα είναι ένα από τα κοινά στοιχεία τουλάχιστον των τεσσάρων πρωταγωνιστών (η Άννα Χριστοφόρου φαίνεται πιο κοινωνική, άλλωστε έκανε οικογένεια). Στο μυθιστορηματικό σήμερα, εκτός από τις έρευνες για τον ποιητή, παρακολουθούμε τα δειλά βήματα συμβίωσης δύο εργένηδων από πεποίθηση, του Νίκου και της Μαρίνας, δύο ανθρώπων που βρίσκονται ήδη στη μέση ηλικία (42 και 52 αντίστοιχα, μεγαλύτερη η γυναίκα) και διστάζουν να ενώσουν την καθημερινότητά τους με τους ρυθμούς ενός άλλου προσώπου. Αντίστοιχες επιφυλάξεις είχε και ο Καρδιανός («κλασικό γραφιά» τον χαρακτηρίζει ο Μιχαηλίδης) με τη Νιόβη, τη νεαρή ποιήτρια που εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι του για να ζητήσει τη γνώμη του για τα νιόκοπα ποιήματά της, και έμεινε μαζί του ως γραμματέας και ερωμένη. Όλοι αγαπούν τον λόγο, τη γραφή, τη λογοτεχνία, τον πολιτισμό με κάποιον τρόπο. Μέσα από συγγραφικά τεχνάσματα (ημερολόγιο του Καρδιανού, απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη της Μελασσιανού, αφηγήσεις και συνεντεύξεις) ο αναγνώστης συνθέτει τις βιογραφίες πέντε ανθρώπων που παρόλη τη μοναξιά αναζητούν την ταυτότητά τους, ίσως τον αληθινό τους εαυτό μέσα από τη σχέση τους με τον Άλλον. Πέντε ανθρώπων που μεγάλωσαν σε αστικό περιβάλλον, με τον συντηρητισμό και τους περιορισμούς της εποχής τους (ως μεγαλύτερος ο Καρδιανός ζει την χούντα, τη μεταπολίτευση κλπ και στη συνέχεια όλη την πνευματική εξέλιξη μέσα από τα μάτια των πιο νεαρών γραμματέων του), που παίρνουν θέση στα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής, στα οποία ο συγγραφέας εντάσσει τον αναγνώστη με μαεστρία. Έτσι έμμεσα παρακολουθούμε σκέψεις και τοποθετήσεις που ξεκινούν απ τα χρόνια της χούντας μέχρι το σήμερα∙ απόψεις για την οικονομική κρίση, για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την ακροδεξιά, για την αριστερά, τον Σύριζα, τους πρόσφυγες.
     Παρόλη την κοινή «μαγιά» μέσα στην οποία μεγαλώνουν οι ήρωες, ξεχωρίζουν φυσικά και οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους. Ο Μιχαηλίδης π.χ. είναι ατημέλητος, ακοινώνητος, απεριποίητος ενώ η Μαρίνα είναι πιο θετική, πιο οργανωτική και πιο… νοικοκυρά. Η εστίαση στην προσωπικότητα της Νιόβης έχει ενδιαφέρον ιδιαίτερο, γιατί βλέπουμε την εξάρτηση της προσωπικότητάς της και κυρίως της ποιητικής της αξίας από την κρίση του συντρόφου της, του Καρδιανού. Ωστόσο, όλοι έχουν κάνει την «επανάστασή» τους, ιδιαίτερα οι γυναίκες που έχουν να αντιμετωπίσουν τον συντηρητισμό της οικογένειας απέναντι στη χειραφέτηση των γυναικών, ή τις δυσκολίες μιας εργαζόμενης γυναίκας να κάνει οικογένεια. Η ενηλικίωση της Μαρίνας στην Κάρπαθο μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά όχι μονάχα την ασφυξία που προκαλεί η μεγαλούπολη σ’ ένα νεαρό κορίτσι (δυσκολίες της Άννας να δουλέψει δίπλα στον ποιητή), αλλά και η νησιωτική επαρχία, που ακόμα και στο «σήμερα» δυσκολεύεται να αποδεχτεί μια «ελεύθερη» σχέση.
     Ο δημοφιλής και αγαπητός ποιητής Καρδιανός, «ισχυρός πνευματικός παράγοντας» πια στη χώρα, μάλλον απογοητεύει τον βιογράφο του. Όταν πια ολοκληρώνεται ο κύκλος των ερευνών, η αυτοβιογραφία που άφησε ο ίδιος ο ποιητής φωτίζει πτυχές της προσωπικότητάς του, σκοτεινές και άγνωστες (τα ποιήματά μου, στο βάθος, απηχούν στιγμές της ζωής μου/δεν άφησα κανέναν να με γνωρίσει αληθινά) και ο ίδιος ο δημοσιογράφος ομολογεί ότι τελείωσε το χειρόγραφο με «ανάμεικτα συναισθήματα», απογοητευμένος γιατί περίμενε ένα μεγαλύτερο και πιο φοβερό μυστικό από μια ζωή μάλλον βαρετή. Ίσως κι ο αναγνώστης να απογοητευτεί περιμένοντας μια πιο αποκαλυπτική και μοναδική «λύση», όμως προσωπικά πιστεύω ότι η ψυχογραφία ενός ανθρώπου «μονόχνοτου» που, όπως λέει ο Μιχαηλίδης, «άφησε μια μόνη ηλιαχτίδα να μπει στη ζωή του και εγωιστικά φρόντισε να τη στραγγαλίσει», όταν μάλιστα στηρίζεται ψυχολογικά επαρκώς στα βιογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο ποιητής, έχει οπωσδήποτε σημασία.
     Η σχέση της ζωής του δημιουργού ποιητή με το έργο του είναι ένα ερώτημα που βασανίζει όχι μόνο τον αφηγητή μας, αλλά την παγκόσμια τέχνη. Η αδιαφορία που επέδειξε ο Καρδιανός προς τη γυναίκα της ζωής του, η ανεξήγητη αδράνεια όταν τον εγκατέλειψε, δεν απηχούσε τα αληθινά του συναισθήματα όπως φάνηκε στο τέλος. Η Νιόβη Μελασσιανού, δέκτης αυτή της αδιαφορίας, καταθέτει όλα τα συναισθήματα που έζησε δίπλα στον άνθρωπό της (πάθος, ικανοποίηση, περηφάνεια, θαυμασμό, εξάρτηση, χαρά) που δεν ήξερε και κείνη να πει αν της έκοψε εντέλει τον δρόμο να αναδειχθεί και κείνη νωρίτερα ως ποιήτρια, ή αν όντως την καθοδήγησε σωστά (ο σύντροφος της ζωής μου επί δύο και περισσότερο δεκαετίες επιτέλους είδε ότι ήμουν έτοιμη να προχωρήσω στη ζωή μου/χρειάζονταν πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια για να αναγνωριστεί η γραφή μου, το ταλέντο μου;). Έτσι, ακολουθεί τον δικό της δρόμο ψάχνοντας τη λύτρωση, την ταυτότητά της ως ποιήτριας μακριά από τη «σκιά του ποιητή», αλλά και ως γυναίκας.
     Tο ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια αδιαφορία, αδράνεια και ανωριμότητα στην προσωπική του σχέση δείχνει κάποια στιγμή ο ίδιος ο Μιχαηλίδης προ τη Μαρίνα, όταν την παραμελεί παρασυρμένος από το πάθος της έρευνάς του. Κάποια στιγμή κι ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι ερμηνεύει τον Καρδιανό «σε α΄πρόσωπο»: "πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε σε αγκυλώσειςτου χαρακτήρα μας/ το εγώ μας κυριαρχεί της λογικής και φοβόμαστε να απελευθερώσουμε τα συναισθήματά μας". Όμως η Μαρίνα, ως διαφορετικός χαρακτήρας αντιδρά διαφορετικά, όπως βέβαια δέχεται και διαφορετικά την αντίδρασή της ο Μιχαηλίδης. Η σχέση των δύο νεότερων ηρώων μας είναι πιο υπεύθυνη, πιο ώριμη, σα να έχουν προχωρήσει ένα βηματάκι παρακάτω…
     Έτσι λοιπόν, το μυστήριο που ουσιαστικά μας υπόσχεται η «δέση» του βιβλίου, αυτό που ψάχνει ο αναγνώστης μαζί με τον δημοσιογράφο/αφηγητή, βρίσκεται μέσα στη σκοτεινή και ανεξερεύνητη πλευρά της ανθρώπινης ψυχής, μέσα στους δαιδάλους που σχηματίζονται ιδιαίτερα όταν σε μερικούς ανθρώπους, προικισμένους ή έστω αφοσιωμένους σε μια τέχνη, αποκρυσταλλώνεται ως αναπάντητο το ερώτημα που αποτελεί και τίτλο έργου του περίφημου Χόρχε Σεμπρούν:
γραφή ή ζωή;
Χριστίνα Παπαγγελή