Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2022

Οι ρετσίνες του βασιλιά, Ισίδωρος Ζουργός

Ήρθα στο χωριό για να ξαναμυρίσω το ψωμί,
το κρασί που χύνεται σ’ ένα πάτωμα με πριονίδια,
ν’ ακούσω τις φωνές των θηλαστικών όταν βατεύονται.
Ήρθα για να νιώσω το σώμα, να πατήσω την κοπριά,
να μεθύσω και να κατουρήσω έξω στα χωράφια
την ώρα της πρωινής πάχνης.
     Εντυπωσιακό, βαθύ και απολαυστικό κι αυτό το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα Ισίδωρου Ζουργού –πρωτότυπο και μαζί οικείο. Πρωτότυπο γιατί εξιστορεί την εσωτερική κι εξωτερική πτώση ενός «σύγχρονου» βασιλιά -ακολουθώντας τα βήματα σαιξπηρικής τραγωδίας-, και οικείο γιατί όλη η πορεία εξελίσσεται σ’ ένα ορεινό χωριό που κάποτε ήταν στις δόξες του και τώρα παρακμάζει, με όλα τα χαρακτηριστικά χρώματα και τους ανθρώπινους τύπους που πλαισιώνουν συνήθως τις μικρές κοινωνίες.
     Ο Λεόντιος Έξαρχος, μηχανικός-εργολάβος-επιχειρηματίας, ισχυρός και ματαιόδοξος πάλαι ποτέ, ηλικιωμένος τώρα πια, αλλά γόνος εργατών κι εγγονός προσφύγων/με ακόρεστη όρεξη για κοινωνική ανέλιξη, χήρος με τρεις κόρες διασκορπισμένες σε Λονδίνο, Βρυξέλλες και Αθήνα καταφεύγει στον εγκαταλελειμμένο Πύργο του μισητού πεθερού του, που κι αυτός έχει φύγει απ τη ζωή. Είναι μόνος, κυριολεκτικά αλλά και εσωτερικά, γιατί όπως φαίνεται από τις ανεπίδοτες επιστολές που απευθύνει στη… νεκρή Ουρανία (την γυναίκα του) αλλά και στις κόρες (Γκαμπριέλα, Ρεγγίνα, Κορίνα), καμία τους δεν θέλει να έχει πια επαφές μαζί του. Ο Λεόντιος, καθώς βρίσκεται πια στη δύση της ζωής του, καταφεύγει στον έρημο πύργο («καστρόσπιτο»), σε μια ύστατη προσπάθεια να διερευνήσει το παρελθόν του, τη σχέση του με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, εντέλει να βρει τον εαυτό του (μάλλον θα φταίει αυτή η αρρώστια που μου είπε στην Αθήνα ο γιατρός, αυτή η ραγάδα της ψυχής που με κάνει γιa πρώτη φορά στη ζωή μου να κλαίω με το παραμικρό). Επισκευάζει, καθαρίζει και συμμαζεύει το ρημαγμένο αρχοντικό, εγκαθίσταται με τα βιβλία του, βάζει και διαδίκτυο, και μετακινείται μ’ ένα επιβλητικό μαύρο τζιπ.
     Το περιβάλλον του χωριού είναι φιλικό και ανακουφιστικό για τη μοναχική, εκκεντρική και -όπως αντιλαμβάνεται γρήγορα ο αναγνώστης- απαρηγόρητη προσωπικότητα του Λεόντιου. Πρόκειται για μια περιοχή οινοπαραγωγών, με αμπέλια, συνεταιρισμό αμπελουργών, εμφιαλωτήριο κλπ που παράγει λευκό αρετσίνωτο κρασί ή ημίγλυκα «κόκκινα της συμφοράς», αλλά πιο πολύ ρετσίνα, μια ντόπια ρετσίνα πρόχειρη, χωρίς αξιώσεις. Στο καφενείο του Φώτη, όπου ρέει η φτηνή ρετσίνα άφθονη, μαζεύονται όλοι ο χωριανοί, οι «συγκρατημένοι» δηλαδή οι νοικοκυραίοι, και οι «λεκέδες», οι απρόβλεπτοι, οι αποκλίνοντες. Εκεί βρίσκει το καθημερινό του καταφύγιο ο Λεόντιος (το καφενείο θα ήταν ο δρόμος του κάθε μέρα, ίσως και δυο φορές, και οι πελάτες του Φώτη ο κόσμος του). Οι ντόπιοι υποδέχονται θερμά τον ξένο, ηλικιωμένο ασπρομάλλη άντρα, τον άντρα της «γιατροπούλας» -κόρης του γιατρού- Ουρανίας (η οποία πέθανε από μυστήρια αρρώστια 10 μήνες πριν), που είχε χρόνια να πατήσει το πόδι του στο χωριό και εμφανίστηκε ξαφνικά στην κλειστή κοινωνία ταράζοντας τα νερά. Σιγά σιγά ο ήρωάς μας γνωρίζεται και συνδέεται με κάθε πρόσωπο χωριστά και, εθίζοντας τον εαυτό του στην φτηνή ρετσίνα, αναμοχλεύει τις έγνοιες του μαζί με τους ντόπιους, συμμετέχει στις ιστορίες και στα κρυφά τους πάθη, διασκεδάζει τους καημούς του και ξεσκεπάζει τον εαυτό του και τα μυστικά του Πύργου.
     Η αφήγηση είναι πότε τριτοπρόσωπη και πότε πρωτοπρόσωπη, εφόσον μεγάλο μέρος της καθημερινότητας του Έξαρχου είναι όπως είπαμε η συγγραφή επιστολών στις κόρες, στην Ουρανία αλλά και στους επαγγελματικούς συνεργάτες του Γρηγόρη και Δούκα Γκόρκα.
Η «καρναβαλική σύναξη»
Ένας βασιλιάς, ο τρελός υπηρέτης του,
ένας χοντρός απόστρατος, ένας ρετσινάς κεραστής…
     Στο καφενείο –κρασοπουλιό, το καθημερινό στέκι των περισσότερων -αργόσχολων κυρίως-, μαζί με τον νεοφερμένο απολαμβάνουμε σκηνές απείρου κάλλους (οι κολόνες του μαγαζιού ήταν πιο πολύ οι αργόσχολοι, οι κουμαρτζήδες, κάτι ευφάνταστοι χασομέρηδες, μερικοί αλκοολικοί και κάποιοι άλλοι πολυλογάδες, φτωχοί ως επί το πλείστον). Κουβέντες εύστοχες και άστοχες, κουτσομπολιά, κεράσματα καλαμπούρια, πειράγματα, χοντρές πλάκες, τσακωμοί ή παρεξηγήσεις -ποτισμένα όλα από τη φτηνή ρετσίνα- γίνονται σιγά σιγά ένα υφάδι όπου πλέκεται ο κοινωνικός ιστός, όπως σε κάθε χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Κορυφαία η στιγμή, ή μάλλον η «τελετή» ανοίγματος καινούριου βαρελιού!
     Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει ζωντανά και παραστατικά αυτό το κλίμα, και γνωρίζουμε σιγά σιγά όλες τις συμπαθητικές και μη φυσιογνωμίες του χωριού μέσα από το πρίσμα του Λεόντιου: πρώτα-πρώτα, τον καφετζή Φώτη (ο Φώτης σιγά σιγά εξελίσσεται στον κορυφαίο της καρναβαλικής σύναξης), τον Στελάρα τον Σιδερά, τον αξιοσέβαστο παπα- Γιώργη, τον Αναστάση τον Γελαδάρη, τον σοβαρό Σταμάτη, τη Γωγώ που έχει τα ψιλικά και του φέρνει αυτοβούλως φαγητό, τον χιτλερικό Βαγγέλη τον «Σκουληκά», τον Τριαντάφυλλο, τον Μουσθένη τον νεκροθάφτη, την κόρη του Μουσθένη, Πένυ, που είναι κομμώτρια∙ όλους αυτούς, που κουβαλάνε μικρή ή μεγάλη ιστορία στην πλάτη τους. Καθισμένος στο «τραπέζι του», κάτω απ’ το παράθυρο, ο Λεόντιος απολαμβάνει την αμεριμνησία του αργόσχολου, συμμετέχει στα χάχανα, κερνάει, συμβουλεύει, ακούει τις ευτράπελες ιστορίες του χωριού (μαζί κι εμείς) και πνίγει το παρόν του στη ρετσίνα (γίνομαι σιγά σιγά ένας ευπαρουσίαστος μεθύστακας, όμως δεν με πειράζει καθόλου). Φτάνει στο σημείο να νιώθει ότι τα «πραγματικά του παιδιά» είναι στο χωριό.
Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος
     Όμως ο πιο χαρακτηριστικός, η μασκώτ του χωριού και συμπρωταγωνιστής του βιβλίου, μοναδικός/sui generis, σύντροφος εντέλει του Λεόντιου και εμπνευστής του (πρόκειται για έναν νοήμονα ίσκιο που με ακολουθεί παντού, μια σκιά απείθαρχη), είναι ο «τρελός του χωριού», ο Ζαχαρίας ή Μασούρης ή Ρία Ρία Μπουμ… Αχτένιστος, τσαλακωμένος, αταίριαστος, αλλά αυθεντικός, ανυπόκριτος, ένα μεγάλο παιδί, ο «Βασιλιάς Καρνάβαλος» όπως ανακηρύχτηκε τις Απόκριες, ο «αδιερεύνητα παλαβός»∙ τρέφει έρωτα για τις… καμπάνες που τον αφήνει ο παπα-Γιώργης να χτυπά (ζει το χτύπημα της καμπάνας ως λατρευτική πράξη), ζει με τον ετεροθαλή αδερφό του Σπύρο που όλο τον μαλώνει, χορεύει στο χιόνι «σαν αναστενάρης», βγάζει ήχους «αταξινόμητους» όταν πεθαίνει ο παπα- Γιώργης, τα καλοκαίρια… «κλουβιαίνει», κι έχει ένα δικό του ρυθμό να κινείται στον χώρο και στον χρόνο… να καπνίζει, να χαζεύει, να ξεχνιέται, να παρατηρεί. Γρήγορα γίνεται ο «ακόλουθος» του Λεόντιου, κοιμάται στον πύργο ξεφεύγοντας από τον «καταπιεστικό» αδερφό του («κι εσύ καλός είσαι αλλά δε βαράς»)∙ περνάνε οι δυο τους τα μοναχικά Χριστούγεννα (ύψωσε, κάπως δυσκοίλιος, το ποτήρι του προς τον Ζαχαρία που καθόταν στην άλλη άκρη του δρύινου τραπεζιού. Ανάμεσά τους μεσολαβούσαν δυο τριάδες άδειες καρέκλες/τι δουλειά έχω εγώ εδώ μαζί σου χριστουγεννιάτικα; Γιατί είσαι εσύ εδώ, και πιο πολύ, γιατί είμαι εγώ εδώ; Ξέρεις, Ζαχαρία, χρόνος είναι αυτό που συμβαίνει όταν τίποτ’ άλλο δε συμβαίνει).
     Καθώς περνά ο χειμώνας με τα πάνω και τα κάτω τους, ο Μασούρης κι ο Έξαρχος χτίζουν μια σχέση αλληλοεξάρτησης (είμαι ο πατέρας του που έφυγε νωρίς, κι αυτός είναι για μένα ο άλλος Διονύσης, ο μικρός μου αδερφός). Ο Ζαχαρίας/Μασούρης/Ρία Μπουμ Μπουμ αποδεικνύεται πιο σοφός απ’ ό, τι φαίνεται (η σκιά ενός ολόκληρου χωριού, η φωνή που ψιθύριζε αλήθειες ακόμη και τότε που όλοι έκλειναν επιδεικτικά τα’ αυτιά τους. Ήταν σαν αντίλαλος εικόνων σε πολλά σώματα), έχει σταθερές αξίες (-Άλλο υπηρέτης, άλλο ρουφιάνος αφεντικό/- Το υπηρέτης δεν σε πειράζει; Ούτε το καραγκιόζης, ούτε το τρελός σε χαλάει;/-Ούτε! Μόνο το ρουφιάνος με πειράζει και το Ιούδας). Ο Ζαχαρίας αγαπά τον Λεόντιο (αφεντικό, το βρήκα, εσύ είσαι και νέος και γέρος μαζί!), τον νοιάζεται και τον φροντίζει, τον ακολουθεί και στις μακρινές πεζοπορίες ζαλίζοντάς τον με τις φλυαρίες του ή με αδιάκριτες ερωτήσεις (π.χ. πώς είναι να μπαίνεις μέσα σε μια γυναίκα κι αν αυτό έμοιαζε με το να βουτάς στο νερό). Αυτός ο αταίριαστος, ο περιθωριακός, ο γελωτοποιός, γίνεται ο καθρέφτης του (ο Ζαχαρίας ήταν όλα όσα τον πονούσαν κι αυτά μαζί που φοβόταν, σαν είδωλο αντεστραμμένο/ήταν ο αδερφός του που ξαγρυπνούσε την ώρα που αυτός κοιμόταν, που γελούσε όταν ο ίδιος έκλαιγε. Ήταν ο μοναδικός δικός του άνθρωπος και το ήξερε).
Ο έκπτωτος βασιλιάς
     Γιατί ο Λεόντιος Έξαρχος, αυτός ο ισχυρός άντρας, επιχειρηματίας καταξιωμένος με πολλά χρήματα και επαγγελματικές επιτυχίες, παντρεμένος με τρεις μορφωμένες κόρες, που έζησε στα Παρίσια με ακριβά ποτά και πολυτέλειες, τώρα, στη δύση της ζωής του είναι μόνος, περιφρονημένος και παραδομένος στον χρόνο, στις αναμνήσεις και στη… ρετσίνα. Όπως γράφει η Σοφία Κασβίκη στο άρθρο «Ο εκπεπτωκώς άγγελος»: «Ο Λεόντιος Έξαρχος είναι ο εκπεπτωκώς άγγελος του ευδαιμονιστικού παραδείσου της εποχής μας. Πρόσωπο απόλυτα αναγνωρίσιμο από όλους όσους βίωσαν στην χώρα μας τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες του ’80, ’90, 2000, αυτές που στο σπανιότατο για τα ελληνικά δεδομένα πλαίσιο μακροχρόνιας ειρήνης και πολιτικής σταθερότητας, εισροής πακτωλού ευρωπαϊκών χρημάτων και απομάκρυνσης από την επίμοχθη χειρωνακτική εργασία, ανέτρεψαν δομές, αρχές και πεποιθήσεις αιώνων, επέτρεψαν τεράστια κοινωνική κινητικότητα και οδήγησαν στην ανάδυση μιας τάξης νεόπλουτων, πρωτοστατούσας στο νεοδιαμορφωθέν παγκοσμιοποιημένο σκηνικό αποθέωσης της ύλης. Εκκινώντας από την βάση της κοινωνικής πυραμίδας, με όχημα τις σπουδές στο Πολυτεχνείο, την ρητορική δεινότητα και την άμετρη φιλοδοξία, δημιούργησε ένα από τα νέα τζάκια της χώρας, εκπορνεύοντας σε αυτή την προσπάθεια κάθε παραδοσιακή αξία –οικογένεια, ηθική, εντιμότητα – και αντικαθιστώντας την από μια ακόρεστη και ανενδοίαστη αναζήτηση του χρήματος και της ισχύος, η οποία τον οδήγησε επιπλέον σε έναν ιδιότυπο τυχοδιωκτικό κοσμοπολιτισμό που τον κατέστησε κυρίαρχο και του ευρύτερου κόσμου».
     Καθώς παρακολουθούμε την αλλαγή των εποχών σ’ όλον τον ενιαυτό (φθινόπωρο, χειμώνας, απόκριες, Πάσχα, καλοκαίρι) εισχωρούμε στα τρίσβαθα της ταλαιπωρημένης ψυχής του ξεπεσμένου βασιλιά, του άλλοτε ισχυρού Έξαρχου, που σιγά σιγά απογυμνώνεται από όλα τα στηρίγματά του. Πάλαι ποτέ αδίστακτος, «βάναυσο αρσενικό», άντρας κυνηγός» σύμφωνα με την μία κόρη, τώρα είναι παροπλισμένος, γέρος και με προβλήματα υγείας. Η «εικονική αλληλογραφία» προς την Ουρανία, τις τρεις κόρες αλλά και τον γιο του συνεργάτη του, σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα ευφυές εύρημα του συγγραφέα που επιτρέπει στον αναγνώστη να μάθουμε την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια «από μέσα» («εαυτογραφία»), να νιώσουμε την ψυχολογία, τα βαθιά συναισθήματα, αλλά και την αναδιευθέτηση της συνείδησης ενός ανθρώπου που, βλέποντας τη ζωή του και τις δυνάμεις του να φθίνουν, ανασκοπεί τη ζωή του και τις αξίες του. Καθώς παραιτείται από κάθε επανασύνδεση με τα κορίτσια του, βλέπουμε σ’ αυτές τις αποχαιρετιστήριες επιστολές τα προσωπικά αγκάθια που τον απομάκρυναν από τις κόρες του και από τη γυναίκα του, έναν άνθρωπο που απογυμνώνετααι σιγά σιγά από κάθε σταθερά, έναν άνθρωπο που βρίσκει παρηγοριά μόνο στη ρετσίνα, τις πεζοπορίες και τον… τρελό του χωριού.
     Και η κατεδάφιση συνεχίζεται, αμείλικτη: γιατί, πέρα από την απομόνωση στην οποία τον έχουν υποβάλει οι τρεις κόρες, τα κιτάπια του αδίστακτου και μισητού πεθερού του που ανακάλυψε στα υπόγεια του πύργου, φέρνουν στο φως μυστικά κρυμμένα και ανομολόγητα, που ανατρέπουν κάθε ίχνος γλυκιάς ανάμνησης (δεν έχω πια συνέταιρο στην εταιρία, δεν έχω υπαλλήλους, δεν έχω γυναίκα, δεν έχω παιδιά, είμαι ελεύθερος πια, κι αυτό είναι ένα δώρο απρόσμενο της θλίψης και της ερημιάς μου).
     Ο βασιλιάς μένει γυμνός (θέλεις δε θέλεις θα αναμετρηθείς με τον καθρέφτη), μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, σε μια ύστατη καρναβαλική σκηνή, μια τελευταία πράξη ερωτικής έξαρσης, που τον ταπεινώνει αλλά τον ανεβάζει ένα σκαλί στη συνειδητοποίηση: «Ζω αυτήν την αγωνία που αιώνες τώρα κρατάει ξάγρυπνους τους γέρους όλου του κόσμου, το συναμφότερον όχι σώματος και ψυχής αλλά μνήμης και φόβου, το σημαντικό διακύβευμα όλων των γηρατειών. Φόβος όχι τόσο για το αναπόδραστο τέλος αλλά για την ταρίχευση της μνήμης, μην τυχόν και χαθεί στις ατραπούς μιας νευρικής παράλυσης ή μιας ιδιοτροπίας του εγκεφάλου».
     Καθώς τα έκτακτα συμβάντα πυκνώνουν προς το τέλος της αφήγησης οδηγώντας σε ένα είδος κάθαρσης, βλέπουμε απτή τη «μεταμόρφωση» του ήρωα, ένα είδος «τερατογένεσης» όπως λέει και ο ίδιος (που βγήκε μέσα από τις ερπύστριες ενός χειμώνα γεμάτου μοναξιά και μιας άνοιξης σε ανθοφορία αποκαλύψεων/προπονούμαι για το επέκεινα, Γρηγόρη). Δεν είναι πια ο στητός άρχοντας που τον χαιρετούν όλοι με σεβασμό, με ρούχα που έτριζαν και με βλέμμα διαπεραστικό που προκαλούσε αμηχανία, αλλά ένας αναμαλλιασμένος γέροντας, κακοντυμένος και μπεκρής, με μακριά μαλλιά και γένια σαν βιβλικός προφήτης ή σαν… Δανός ιστιοπλόος, σαν παπάς που του έχουν βγάλει τα ράσα!
     Μα και εσωτερικά έχει επέλθει η μεταμόρφωση. Δεν είναι τυχαίο πως ο Έξαρχος στο χωριό είναι που ανακάλυψε το γέλιο! Ένα γέλιο βαθύ και απελευθερωτικό (ένα γέλιο ιαματικό, ένας σπασμός του σώματος από μηδενική αφορμή και για κανένα σκοπό. Γέλιο από ανοησίες για το τίποτε, για το γελοίο, γα το θεραπευτικό μηδέν). Όπως δεν είναι και τυχαίο ότι στον πύργο ανακάλυψε μέσα σ’ όλα τα βιβλία του πεθερού και τον Ραμπελαί, για την ακρίβεια το βιβλίο του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί, στον γήινο κόσμο του οποίου αφήνεται να βυθιστεί (ο κόσμος μου εδώ είναι φαγητά, κρασιά, πορδές κι ένα σωρό άλλες χωριάτικες αμαρτίες). Επιστέγασμα της αμαρτίας η ρετσίνα της οποίας γίνεται θιασώτης (τον τελευταίο καιρό είμαι μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι, που το σηκώνω ψηλά ως την τελευταία γουλιά για να μοιάζω σαλπιγκτής που δίνει το σύνθημα για την ύστατη αναχώρηση).
     Μέσα σ΄ένα λοιπόν κρεσέντο καρναβαλικό, επέρχεται η λύτρωση, που χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, έρχεται και σταλάζει επαγωγικά (μέσα από τα επιμέρους γεγονότα) στον αναγνώστη:
     «Αδιαφορώ για το σπίτι μου, για τον πύργο του πεθερού μου, για την ιστορία της οικογένειάς μου και για τα εναπομείναντα μέλη της. Αδιαφορώ για τη ζωή που έζησα και για όση μου έχει ακόμη απομείνει. Αδιαφορώ για όσα έχασα και για όσα τυχόν κερδίσω στο μέλλον. Εν ολίγοις, απολαμβάνω τη γαλήνη της αδιαφορίας και την ανυπαρξία κάθε είδους βούλησης και επιθυμίας. Θέλω μόνο να έχω γερά πόδια και να περπατάω στα δάση και στα λιβάδια».
Χριστίνα Παπαγγελή 

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2022

Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, Ιωάννα Μπουραζοπούλου

Ίσως η πραγματικότητα να μην είναι παρά ομαδική παραίσθηση
     «Νέα Αποικία», «Κοινοπραξία των 75», πολύτιμο… βιολετί αλάτι, Πορφυρά Άστρα… είναι κάποιοι βασικοί όροι που οδηγούν τον αναγνώστη στη δυστοπική χώρα του «αλλόκοτου» αυτού μυθιστορήματος, -όπως το χαρακτηρίζει η Guardian- που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε φαντασίας, αλλά σίγουρα όχι επιστημονικής (δεν έχει φερειπείν διαστημόπλοια, υψηλή τεχνολογία κλπ). Όπως ισχυρίζεται η ίδια η συγγραφέας, που του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «υπερβατικός ρεαλισμός», στη σφαίρα της φαντασίας/υπέρβασης ανήκει μία αρχική/βασική συνθήκη γύρω από την οποία περιστρέφονται όλες οι αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις, που, υποθετικά, έρχονται ως αναγκαστική συνέπεια, με βάση την υπάρχουσα ανθρώπινη ψυχολογία (κι εδώ έχουμε το ρεαλιστικό στοιχείο). Παρόλο που ο αγαπημένος μου συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου κατά κανόνα ακολουθεί αυτήν την τεχνοτροπία (βλ. π.χ. Περί τυφλότητος) προσωπικά είμαι επιφυλακτική στα έργα φαντασίας, κι έτσι, με απροθυμία ξεκίνησα το βιβλίο/επιλογή της Λέσχης ανάγνωσης Δράμας, κρατώντας σημειώσεις για να θυμάμαι τα ανεξήγητα και «αυθαίρετα» στοιχεία της δυστοπικής χώρας στην οποία μας ξεναγεί η συγγραφέας. Γρήγορα η αρχική μου δυσφορία έγινε ενθουσιασμός, και λόγω της υπόθεσης αλλά κυρίως λόγω της απολαυστικής, σχεδόν καρναβαλικής γραφής. Παράλληλα, η ψυχογράφηση του ανθρώπου που στέκεται απέναντι σε μια άτεγκτη εξουσία κερδίζει το ενδιαφέρον και ξυπνά τον προβληματισμό για τα όρια και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Σ’ αυτό συντελεί και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση των επιστολών, που οδηγεί σ’ ένα είδος «ταύτισης» (ο επιστολογράφος δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας, δεν ξέρει να συγκρατείται και καταλήγει πάντα να αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα είχε αρχικά αποφασίσει). 
     Η «αυθαίρετη», εξωτερική συνθήκη που ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού είναι η εξής: μια τεράστια γεωλογική μεταβολή, ένα πελώριο ρήγμα στο σημείο όπου παλιά ήταν η «Νεκρά θάλασσα», δημιούργησε ένα υπερφυσικό κύμα σαν ιπτάμενο χαλί βυθίζοντας Ισραήλ, Αίγυπτο, Τουρκία και όλη την Ευρώπη μέχρι… το Παρίσι στο νερό, πνίγοντας αργά αργά εκατομμύρια ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, και αλλάζοντας τελείως τη γεωγραφική κατάτμηση των τριών ηπείρων. Από την περιοχή του ρήγματος άρχισε να αναβλύζει ένα σπάνιο, εύθραυστο αλλά πολύτιμο υλικό, το βιολετί αλάτι, που αμέσως γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την εξουσία. Η ανώτερη αυτή υπερσυγκεντρωτική εξουσία (η απλοϊκότητα του απόλυτου συγκεντρωτισμού είναι ακριβώς η ιδιοφυΐα του), η «Κοινοπραξία των εβδομήντα πέντε», εδρεύει στο Παρίσι που έχει γίνει πια λιμάνι και ανώτερο διοικητικό κέντρο, ενώ στην περιοχή του ρήγματος ιδρύεται η απρόσιτη από τον πολύ κόσμο «Αποικία», που βρίσκεται «τρεις βδομάδες πίσω από την επικαιρότητα», χωρίς επικοινωνία και συγκοινωνία εφόσον είναι προσβάσιμη μόνο με πολύ δυσκίνητα καράβια. Εκεί εργάτες (αλατωρύχοι και λιμενεργάτες) και διοικητικό προσωπικό δουλεύουν αγόγγυστα και ακατάπαυστα, μέσα σε κανόνες σκληρούς και απαράβατους, για να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες διαβίωσης που είναι ανελέητες (δεν επιβιώνει κανένα φυτό ή ζώο, υπάρχει απίστευτη υγρασία, δύσπνοια, αναθυμιάσεις, νερό με υπερβολική άνωση), με σκοπό να εξορύξουν, συντηρήσουν και μεταφέρουν με ασφάλεια το νέο αυτό «χρήμα». Εάν οι κάτοικοι δεν πάρουν το χάπι που χορηγεί το Υγειονομείο, κινδυνεύουν να βλαφτούν από το «μοβ σύννεφο» των αλυκών, ιδιαίτερα όταν φυσάει ανατολικός άνεμος. Το νερό, πόσιμο και για πλύσιμο, το ιχθυέλαιο (η μόνη νόμιμη πηγή ενέργειας), τα φρούτα κλπ δίνονται με δελτίο διανομής. Η Αποικία ή μάλλον η «επιχείρηση» (είναι υπάλληλοι κε Μπουκ, όχι άποικοι, είναι έμμισθοι υπάλληλοι της Κοινοπραξίας) εξυπηρετείται και από τους ατίθασους ποδηλάτες (αποδεικνύονται συστηματικά αμελείς στη λήψη του χαπιού/παρήγορα τυφλοί, κουφοί και αδιάφοροι απέναντι σε όσους συμβαίνει γύρω τους) ενώ οι μεγάλοι εχθροί, που κλέβουν το αλάτι και αντέχουν τις συνθήκες της ερήμου είναι οι «μαμελούκοι του Σουέζ».
     Η αφήγηση προχωράει με επιστολές έξι αξιωματούχων που υπηρετούν τον απόλυτο άρχοντα της Αποικίας, τον Κυβερνήτη Βερά, του οποίου ο λόγος είναι νόμος, και που παίρνει εντολές από ένα μυστηριώδες «πράσινο κουτί» που πηγαινοέρχεται στο Παρίσι με απόλυτη μυστικότητα κάθε τρεις βδομάδες. Παράλληλα, κάθε τόσο μεταφέρεται ο αναγνώστης (με απρόσωπη αφήγηση) στο Παρίσι, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο απλός πολίτης Φιλέας Μπουκ καταγόμενος από τη Ν. Γαλλία, που με την καταστροφή έχασε τους δικούς του αλλά εκείνος σώθηκε γιατί έτυχε να βρίσκεται στην Ιρλανδία. Έχοντας αρχικά ισχυρό κίνητρο να ψάχνει τις επιστολές, «αυτές τις κάψουλες συσσωρευμένης μνήμης» (οι επιστολές, εν αγνοία των συντακτών, απορρόφησαν ολόκληρο τον κόσμο που χάθηκε, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια), αναπτύσσει ένα σπάνιο είδος διαίσθησης, μήπως διακρίνει κάποιο κρυφό μήνυμα από τους δικούς του (αφουγκράζομαι πίσω από το θέμα, το νόημα, τις λέξεις ή την πρόθεση, το πώς βοά και παφλάζει ένας μελωδικός και πολύχρωμος ποταμός/αυτόν τον παφλασμό αποκωδικοποιώ). Καθώς η έρευνα αυτή του γίνεται εμμονή, επινοεί ένα τύπο «σταυρολέξου» με ερωτήματα, που λέγεται «επιστολόλεξο» και που γίνεται πολύ αγαπητό και δημοφιλές στο περιοδικό «Times» όπου δημοσιεύεται.
     Οι έξι αξιωματούχοι, όλοι με σκοτεινό παρελθόν πριν την Υπερχείλιση, είναι αυτοί που φοράνε το «Πορφυρό Άστρο», διακριτικό που τους δίνει κάποια προνόμια σε σχέση με τους εργάτες κι έχουν πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Έξι φιλόδοξα καθάρματα, διεφθαρμένα και αδίστακτα –ιδανικές επιλογές για αυλικοί του Κυβερνήτη, έχουν διαφορετικό όνομα ως άποικοι αλλά για λόγους πρακτικούς θα τους αναφέρω εδώ με το παλιό τους όνομα: είναι ο δικαστής Μπατώ (ισπανικής καταγωγής), ο φρούραρχος Ντρέικ (τουρκικής καταγωγής), ο γιατρός Φαμπρίτσιο (ιταλικής καταγωγής), ο ιερέας Μοντενέγκρο (Βαλκάνιος) και η Βρετανή Ρεγγίνα. Αρμοδιότητες αλλά χωρίς πορφυρό άστρο έχει και ο «ιδιαίτερος γραμματέας» Σικουάν, από τη Μασσαλία, ενώ παρακολουθούμε έμμεσα (δεν γράφει επιστολές) και την πορεία της κόρης του Μπατώ, την Λευκή, που είναι το μόνο πλάσμα που γεννήθηκε στην αποικία, με χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες και με απόκοσμη εμφάνιση (λευκό δέρμα, μάτια χωρίς κόρες). Η Λευκή τελεί χρέη καμαριέρας της Ρεγγίνας.
     Καθώς ξεδιπλώνουν με τις επιστολές τους ο καθένας τις έγνοιες του, το παρελθόν του και τα κρυφά του πάθη, βλέπουμε όχι μόνο τις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής στην «Αποικία» αλλά και τη γραμμική εξέλιξη μιας ιστορίας γεμάτης ανατροπές (ελπίζω η επιστολή μου να φωτίσει τα σκοτεινά και ανεξήγητα γεγονότα που συνέβησαν στην Αποικία τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες και μ’ έκαναν ν’ αμφιβάλλω ακόμα και για την ύπαρξη του θεού), έντονα συναισθήματα και συγκρούσεις -εσωτερικές και εξωτερικές-, που αναστατώνουν την φαινομενική ρουτίνα και ηρεμία.
     Αυτό είναι το πλαίσιο, και δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι τρομερά ελκυστικό για κάποιον που δεν του αρέσουν τα έργα φαντασίας… ΟΜΩΣ:
     Όταν πια ο διστακτικός αναγνώστης, δηλαδή εγώ, ξεμπερδέψει με τις εξωτερικές συμβάσεις που δημιουργούν απορίες και όταν φτιάξει έναν πίνακα στοιχειώδους κατανόησης, ξεκινά ένα απολαυστικό ταξίδι που απευθύνεται και στην καρδιά και στο μυαλό. Με μια λεπτή σάτιρα που γίνεται πολλές φορές κωμικοτραγική σε βαθμό παρωδίας, σε μεστό ύφος όπου ξεχειλίζουν τα συναισθήματα (συνήθως έκπληξης, καχυποψίας, φόβου που αγγίζει τον πανικό, αλλά και αναστοχασμού) παρακολουθούμε, σε μια ατμοσφαιρα μυστηρίου, έξι ανθρώπους να εξομολογούνται τις πιο μύχιες σκέψεις και τις ψυχικές διακυμάνσεις τους, ενώ παράλληλα το ένστικτο της επιβίωσης τούς καλλιεργεί μια απίστευτη παρατηρητικότητα που αποβαίνει διασκεδαστική.
     Γιατί συμβαίνουν συνέχεια απρόοπτα που διαταράσσουν τη μέχρι τώρα ρουτίνα, που ανατρέπουν και αναδιαμορφώνουν τις μέχρι τώρα σχέσεις τους (που δεν ήταν και οι καλύτερες) και οι αισθήσεις των έξι πρωταγωνιστών φτάνουν στο κόκκινο, προκειμένου να επιπλεύσουν. Πρώτη πρόκληση, η εμφάνιση του μυστηριώδους «αγοριού» με το κόκκινο πουκάμισο και το χρυσό σκουλαρίκι. Στη συνέχεια, ο περίεργος θάνατος του Κυβερνήτη που δημιουργεί απίστευτη αμηχανία και άγχος (είχαμε μόλις συνειδητοποιήσει ότι η -«βιολετί»- κόλαση που ζούσαμε υπηρετώντας τον ήταν τελικά γλυκιά κι ευχάριστη, σε σύγκριση με το τρομαχτικό χάος που δημιουργούσε η απουσία του)∙ η δυσκολία να εξαφανίσουν το πτώμα (τραγέλαφος)∙ οι ξεκαρδιστικές προσπάθειες να ανοίξουν το πράσινο κουτί∙ η αιφνιδιαστική εμφάνιση του νέου Κυβερνήτη και το μπάχαλο που επακολούθησε (νέος τραγέλαφος απονενοημένων αντιδράσεων)∙ η επερχόμενη αλλοίωση των χαρακτήρων και αλλαγή των συσχετισμών (το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε πειραματόζωο: αδυνατεί το ίδιο να μελετήσει εκείνους που το μελετούν)∙ η εμφάνιση του Μαύρου Καραβιού που δεν ξέρουν αν ήταν παραίσθηση (εμένα πάλι θα μου έστριβε αν δεχόμουν ότι βίωσα ομαδική παραίσθηση με πέντε ανθρώπους), και τέλος η παράλογη εντολή να μεταφέρουν το αλάτι στην επικίνδυνη έρημο… Όλα αυτά επαυξάνουν τη σύγχυση και αποδιοργανώνουν τελείως τους ήρωες, αναζητούν απεγνωσμένα τον… εαυτό τους, ενώ στον αναγνώστη, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση χαρίζουν και την αγωνία που έχουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα ή έστω οι ιστορίες μυστηρίου: τι συμβαίνει στην πραγματικότητα τέλος πάντων, τι είδε εντέλει η γυναίκα του Λωτ (τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα τα έχουμε δει να μετακινούνται τόσες φορές τις τελευταίες μέρες, που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ίσως και να μην υπάρχουν).
     Η λύση όλου αυτού του κουβαριού και η επερχόμενη «κάθαρση» είναι έξυπνη, αξιοπρεπής και όλα τα ερωτήματα που μοιάζουν αναπάντητα ξαφνικά φωτίζονται, αλλά για τα δικά μου -ακαλλιέργητα στα έργα φαντασίας- κριτήρια, η τελική έκβαση είναι αρκετά τραβηγμένη. Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, ο αναγνώστης απολαμβάνει σκηνές από κωμικές ως τραγελαφικές, που ενσαρκώνουν την ανθρώπινη ψυχολογία σε έκτακτες καταστάσεις πανικού και ανάγκης επιβίωσης, απολαμβάνει καυστικά σχόλια για τη σχέση ανθρώπου-εξουσίας ή και θρησκείας/εκκλησίας, ενώ η τελική λύση αφήνει ελπίδα για το ανθρώπινο είδος και τη δύναμη της συλλογικής δράσης.
    Στον διαφορετικό, δυστοπικό και ενδεχόμενο αυτόν κόσμο που περιγράφεται, το φλεγόμενο/βιολετί αλάτι αποκτά μια υπερφυσική σημασία (η ενοχή της γνώσης, το αλάτι της τιμωρίας/σάμπως το αλάτι να είναι το τίμημα της γνώσης) που χρήζει σημειολογικής ανάλυσης. Ασύμβατο με κάθε μορφή ζωής αλλά συμβατό με τον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιότροπο, ευπαθές στον ηλεκτρισμό, στη ραδιενεργή ακτινοβολία, στα δηλητήρια των καυσίμων. Όλη η διαβίωση οργανώνεται για να μη χάσει τις πολύτιμες ιδιότητές του αυτό το σπάνιο υλικό, παραγκωνίζοντας τις απλές ανθρώπινες ανάγκες, τις αξίες, κι εντέλει την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη ελευθερία (το πρώτο πράγμα που κάνει η δημοκρατία, όταν απειλείται η ασφάλεια, είναι να καταλύει τα ατομικά δικαιώματα και να περιορίζει τις ελευθερίες). Αλλά και ο μύθος των "αμαρτωλών" Σόδομων και Γόμορων (των «Δίδυμων Πόλεων») όπως επανεμφανίζεται σε διάφορες μορφές μέσα στο βιβλίο (υπάρχει αντίστοιχος μύθος και στην Τορά, και στο Κοράνι), αποκτά μια συμβολική σημασία: 
     ...ίσως τα Σόδομα δεν είναι μύθος. Ίσως να υπάρχει το έσχατο βασίλειο με τη μορφή εσωτερικού ορίου, που όταν το περάσεις δεν συμβαίνει κάτι τρομερό ή υπερφυσικό, απλώς στεγνώνει η ζωή σου σαν έρημος.
     Και η γυναίκα του Λωτ;
     Υπάρχει η «γυναίκα του Λωτ» στο μυθιστόρημα, είναι ο άνθρωπος που καταφέρνει και λύνει τον γρίφο:
     Ένα έγκλημα τιμής απέναντι στου Εβδομηνταπέντε χρειάζεται τουλάχιστον έναν αυτόπτη μάρτυρα για να νομιμοποιηθεί, να μην αφήνει αμφιβολίες ότι πραγματοποιήθηκε. Χρειάζεται μια γυναίκα του Λωτ, που θα στρέψει την κρίσιμη στιγμή το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι τα Σόδομα καταστράφηκαν, χωρίς να φοβάται αν η ίδια μετατραπεί σε στήλη άλατος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2022

Η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, Ορχάν Παμούκ

Εσύ ξέρεις καλύτερα πώς θ’ αρχίζει το βιβλίο σου,
αλλά όπως οι μονόλογοί μου στη σκηνή,
στο τέλος της παράστασης,
έτσι και η αρχή πρέπει να αποπνέει ειλικρίνεια,
αλλά και να είναι σαν παραμύθι.
Πρέπει να είναι
πιστευτή σαν αληθινή ιστορία
και οικεία σαν μύθος.
     Αυτά τα λόγια από την τελευταία σελίδα του βιβλίου, είναι θαρρείς το μυστικό του Ορχάν Παμούκ, που για άλλη μια φορά μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό, ένα μυθιστόρημα όπου το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο συμπλέκεται με την αδρή πραγματικότητα «κατά το εικός και αναγκαίον», με τρόπο που να αγγίζει τις αρχετυπικές δομές της ανθρώπινης ψυχής. Ο «γρίφος της σχέσης πατέρα και γιου», όπως προοικονομείται στην πρώτη πρώτη παράγραφο, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο χτίζεται όλη αυτή η πολυεπίπεδη αφήγηση, όπου ξεδιπλώνεται η ζωή του ήρωα Τζεμ, από την εφηβική ηλικία∙ για να είμαστε ακριβείς, η απουσία του πατέρα είναι αυτή που καθορίζει τη μοίρα του βασικού ήρωα, αλλά κι όχι μόνο.
     Η εξαφάνιση του πατέρα από το 1985 όταν ο Τζεμ ήταν στην Α΄Λυκείου, για λόγους μάλλον πολιτικούς, (νόμισα ότι τον πήραν, όπως μια άλλη φορά, από το φαρμακείο και τον οδήγησαν στο Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων, όπου θα τον βασάνιζαν με φάλαγγα και ηλεκτροσόκ) αποδείχτηκε οριστική (είχε ήδη λείψει για δυο χρόνια στο παρελθόν) και αποτέλεσε βασικό στοιχείο στην ψυχική μετεξέλιξη του έφηβου ήρωα. Καθώς η μητέρα του και κείνος αντιμετωπίζουν βιοποριστικό πρόβλημα, μετακομίζουν, ο Τζεμ δουλεύει σε βιβλιοπωλείο (στρέφεται με πάθος στο διάβασμα με σκοπό να γίνει συγγραφέας) με προοπτική να πληρώσει το φροντιστήριό του και να σπουδάσει, δουλεύει στο χωράφι του θείου του, και τέλος, δέχεται να ακολουθήσει τον μάστορα Μαχμούτ στο Όνγκιορεν, για δυο βδομάδες, ως βοηθός… πηγαδά.
     Η διάνοιξη πηγαδιού την εποχή εκείνη ήταν μια επιχείρηση που απαιτούσε πολύ μεγάλη τέχνη, υπομονή, δουλειά και γνώση (πολύ γρήγορα τα μέσα εκσυγχρονίστηκαν με μηχανήματα γεώτρησης κλπ). Οι μάστορες βρίσκουν το κατάλληλο σημείο, σχεδιάζουν το τοίχωμα, φτιάχνουν το μάγκανο, μεταφέρουν τα υλικά. Στη συνέχεια τσιμεντώνουν το εσωτερικό καθώς κατεβαίνουν σε βάθος. Παρακολουθεί ο αναγνώστης με πολύ μεγάλο ανθρωπολογικο/λαογραφικό ενδιαφέρον την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα, σε ημερολογιακή σχεδόν βάση: τις λεπτομέρειες, τις δυσκολίες, τη διαίσθηση ή μάλλον την «υπεραισθητική αντίληψη» του έμπειρου πηγαδά (οι παλιοί πηγαδάδες, όταν προσπαθούσαν να αποφασίσουν σε ποιο μέρος θα έψαχναν για νερό, ήταν υποχρεωμένοι να καταλαβαίνουν τη γλώσσα που μιλάνε η γη, τα χόρτα, τα έντομα, ακόμα και τα πουλιά∙ να αισθάνονται πάνω κει τα στρώματα βράχων ή άργιλου από κάτω). Οι κακουχίες και η κούραση, αλλά κυρίως ο συντονισμός των εργασιών και η κοινή ευθύνη (κίνδυνος ατυχημάτων) φέρνουν κοντά τον Μαχμούτ και τους δυο βοηθούς του, τον Αλί και τον Τζεμ, κυρίως όμως ο ήρωάς μας δένεται με τον Μαχμούτ, όσο δεν έχει δεθεί ποτέ με τον πραγματικό -εξαφανισμένο- πατέρα. Ο Μαχμούτ τον εμπιστεύεται, του δείχνει οικειότητα που με τον καιρό γίνεται στοργή (ήμουν παιδί∙ δεν ήταν ούτε φίλος μου, ούτε πατέρας μου, ήταν μάστοράς μου. Εγώ όμως είχα βρει έναν πατέρα)∙ ο μάστορας τον ρωτάει πώς νιώθει, δείχνει έμπρακτο ενδιαφέρον (γι’ αυτό άραγε με θύμωναν τόσο πολύ τα κατσαδιάσματα του μάστορά μου; Όταν με μάλωνε ο πατέρας μου, του έδινα δίκιο, ντρεπόμουν, ξεχνούσα το περιστατικό. Για κάποιο λόγο το μάλωμα του μάστορα Μαχμούτ το ένιωθα βαθιά μέσα μου, κι ενώ από τη μια υπάκουα κι έκανα ό, τι μου έλεγε, από την άλλη του θύμωνα). Όσο περνά ο καιρός, η ανάγκη του Τζεμ να τον αγαπάει ο μάστορας Μαχμούτ γίνεται πιο έντονη, κι όταν εκείνος τον μαλώνει ή τον κατακρίνει, τον πνίγει ο θυμός.
     Ο Μαχμούτ, ωστόσο ξεπερνά με αγάπη τις εφηβικές εξάρσεις, και πέρα από την πατρική φροντίδα που δείχνει στον Τζεμ, το βράδυ του αφηγείται ιστορίες, διδακτικές και τρομακτικές. Ήταν παραμύθια, με αφορμή τις θολές εικόνες της φορητής τηλεόρασης που τους συντρόφευε τα βράδια. Δεν ήταν φανερό τι ήταν αλήθεια, τι ήταν ψέματα, ποια ήταν η αρχή, ποιο ήταν το τέλος αυτών των παραμυθιών. Ιστορίες, μέσα στη μαγευτική σιγαλιά της νύχτας, μετά την κούραση της εξοντωτικής δουλειάς, που, όπως λέει ο ήρωας, δεν τις καταλαβαίνει απόλυτα αλλά του άρεσε να παρασύρεται απ’ αυτές. Πολλές απ’ αυτές ήταν παρμένες από το Κοράνι, ιστορίες για το νερό, άλλες από τις απίστευτες εμπειρίες του ως πηγαδά (σύμφωνα με τον μάστορα Μαχμούτ, το μυστικό για να πετύχει η σχέση μάστορα-βοηθού ήταν να μοιάζει με τη σχέση πατέρα-γιου). Του εκμυστηρεύεται την δική του, προσωπική ιστορία, τα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε πολεμώντας τη φτώχεια.
     Ήδη όμως ο Τζεμ αγαπά τις ιστορίες, έχει διαβάσει αρχαία μυθολογία, περσική και ελληνική, ιστορίες «για το γραφτό», όπως λέει ο Μαχμούτ, για το πεπρωμένο, για την αναπόφευκτη μοίρα. Έτσι, όταν ο Μαχμούτ ζητά από τον βοηθό του να του πει εκείνος μια ιστορία, εκείνος του αφηγείται με αδρές γραμμές την ιστορία του Οιδίποδα, χωρίς να ξέρει -όπως μας λέει- ποιο είναι το «ηθικό δίδαγμα», ενώ ο Μαχμούτ κατέληξε ότι «κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του». Το γραφτό έρχεται κι επανέρχεται στις αφηγήσεις του Μαχμούτ, ενώ ο μύθος χτυπά την πόρτα του Τζεμ κι από άλλη μεριά: δεκαπέντε χιλιόμετρα από το σημείο όπου έσκαβαν, στην πόλη Όνγκιορεν (που τότε ήταν χωριστή από την Ισταμπούλ), το υπαίθριο/λαϊκό θέατρο «Μύθων Παραδειγματισμού» παίζει κάθε βράδυ συρραφή από κλασικά έργα, θρύλους, έπη, ερωτικές ιστορίες, από την ισλαμική παράδοση -όπως λέει κι ο τίτλος «προς παραδειγματισμόν» (οι περιοδεύοντες θίασοι από τα μέσα του 1970 ως το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 ανέβαζαν στην Ανατολία παραστάσεις λαϊκού επαναστατικού θεάτρου).
     Στο Όνγκιορεν κατεβαίνουν κάποια βράδια οι τρεις για ψυχαγωγία και ανεφοδιασμό. Εκεί ο Τζεμ συναντά και τη μεγαλύτερή του κατά δεκαπέντε χρόνια, γοητευτική και μυστηριώδη «γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά», που από το πρώτο βλέμμα τον καθηλώνει με τη σαγήνη της και το στοργικό χαμόγελό της. Και μόνο η ύπαρξή της, η πιθανότητα να την ξανασυναντήσει, τον κάνει ευτυχισμένο. Σιγά σιγά πηγαίνει μόνος του στο Όνγκιορεν, παρακολουθεί το σπίτι της, παρακολουθεί τις κινήσεις της, δικτυώνεται στον κύκλο της. Όταν μαθαίνει ότι η Γυναίκα με τα Κόκκινα Μαλλιά, η Γκιουλτζιχάν, είναι και ηθοποιός στο θέατρο, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να παρακολουθήσει την παράσταση: «Η εκδίκηση του ποιητή, Ρουστέμ και Σουχράμπ. Φερχάτ[1], ο άνθρωπος που τρύπησε τα βουνά. Περιπέτειες που δεν είδες ποτέ στην τηλεόραση». Ο έρωτας φουντώνει καθώς την παρακολουθεί (το κλάμα της έγινε μοιρολόι, έπειτα ποίημα. Ένα ποίημα συγκλονιστικό, μεγάλο σαν παραμύθι), ενώ το θέμα της σχέσης πατέρα-γιου επανέρχεται τώρα, με άλλη μορφή, εφόσον στο περίφημο ποίημα του Φερντουσί ο πατέρας είναι που σκοτώνει αυτή τη φορά τον γιο, εν αγνοία του. Η μεταμέλεια του πατέρα μεταγγίζεται στους θεατές (τώρα συμμετείχα στο μαρτύριο της μεταμέλειας, απλώς και μόνο κοιτάζοντας κάποιον να το βιώνει πάνω στη σκηνή. Θαρρείς κι αυτό που έβλεπα ήταν μια ανάμνηση από κάτι που έζησα και ξέχασα).
     Η γνωριμία με την Γκιουλτζιχάν, προχωρά και βαθαίνει (έρωτας, έλξη, ζήλεια αλλά και ενέργεια, αισιοδοξία, ευγνωμοσύνη), ενώ στην ανεύρεση νερού στο πηγάδι που ήδη έχουν ανοίξει, ο Μαχμούτ και ο Τζεμ (ο Αλί αποχώρησε) συναντούν δυσκολίες. Έτσι, σ’ αυτές τις καθοριστικές δυο-τρεις βδομάδες που κράτησε η «απόδραση» του Τζεμ από το πατρικό σπίτι, οι δυο «συναντήσεις» -με την Γκιουλτζιχάν και με τον Μαχμούτ-, θα αποβούν μοιραίες στη ζωή του ήρωα, καθώς η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια. Μια τρομαχτική πράξη από άγνοια, θα τον στοιχειώνει βασανίζοντάς τον όλα τα επόμενα χρόνια (έβλεπα πεντακάθαρα ότι όσα θα έκανα την επόμενη μισή ώρα, θα καθόριζαν όλη μου τη ζωή, αλλά δεν μπορούσα να αποφασίσω τι θα κάνω). Δεν έκανε τίποτα και έπεισε τον εαυτό του ότι θα ζει «σαν να μην έγινε τίποτα», θεμελιώνοντας αργότερα αυτήν του τη στάση και στο ότι… ο Οιδίποδας, ο Ρουστέμ και γενικά οι τραγικοί ήρωες παθαίνουν ό, τι παθαίνουν επειδή προσπαθούν να διαψεύσουν μια ιστορία, μια προφητεία.
     Έτσι, θα τον παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον να σπουδάζει Γεωλογία (εγκαταλείποντας το όνειρο να γίνει συγγραφέας), να παντρεύεται, να ταξιδεύει με τη γυναίκα του, να κάνει προσπάθειες να αποκτήσουν παιδιά (μέσα μου υπήρχε αγάπη, διψασμένη για νερό, έτοιμη ν’ ανθίσει), να μελετά και να ψάχνει το νόημα στους μύθους και τα έπη, να διαβάζει Οιδίποδα, Σαχναμέ και Φρόυντ, να στήνει μια πολύ κερδοφόρο επιχείρηση (με το όνομα «Σουχράμπ»!), κρύβοντας κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό τις σκοτεινές πτυχές του νεανικού του ταξιδιού. Τα συναισθήματα άγχους, ενοχής, ντροπής και απώθησης τον ταλανίζουν αρχικά (το καλύτερο είναι να προσποιούμαι ότι δεν έγινε τίποτα, έλεγα κάθε τόσο στον εαυτό μου), για να δώσουν τη θέση τους αργότερα στην παρηγοριά στην τέχνη, ή στην ποίηση ενώ όμως βαθιά μέσα του ξέρει ότι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει την «ευτυχία μιας απλής καθημερινής ζωής».
     Η νεανική παρόρμηση του Τζεμ να γίνει συγγραφέας (γράφοντας, σκεφτόμουν, θα μετέφερα στο χαρτί τις εικόνες και τα συναισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω στον εαυτό μου αλλιώς) υποχωρεί καθώς μεγαλώνει και σπουδάζει Γεωλογία (μπορεί να γίνει συγγραφέας ο ασυνείδητος;/η ανησυχία που απέμεινε είχε αντικαταστήσει την επιθυμία μου να γίνω συγγραφέας), αλλά το πάθος του για τα βιβλία παραμένει. Κάποια χρόνια αργότερα, το ίδιο αυτό πάθος του για τις ιστορίες (τα προβλήματα των ανθρώπων, σαν εμάς – για πατεράδες, οικογένειες, για ζωές) που τον γοήτευσαν στα νεανικά του χρόνια θα τον οδηγήσει πίσω: μέσα μου ήμουν πεισμένος ότι διαβάζοντας την ατέλειωτη θάλασσα από ιστορίες, θα έλυνα το μυστήριο της ζωής μου και θα έφτανα στις ακτές της ηρεμίας. Για να νικήσει τις αϋπνίες του, διαβάζει συνέχεια τα δυο βιβλία (Οιδίποδα και Σαχναμέ) και βυθίζεται στους στοχασμούς και στις συγκρίσεις.
     Δεν είναι σκόπιμο ν’ αποκαλύψω στη σύντομη αυτή «ανάγνωση» ποια ήταν αυτή η "μοιραία" πράξη, ποια ήταν η έκβαση, πόσο μοιραία ήταν τα βήματα του ήρωα μετά από τριάντα χρόνια που τον οδήγησαν στο να του αποκαλυφθεί η αλήθεια, μια αλήθεια ακόμα πιο τρομαχτική από αυτήν που είχε φανταστεί. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και εμπερικλείουν κατά τρόπο θαυμαστό τα στοιχεία των μύθων, ή ακριβέστερα, της αρχαίας τραγωδίας: επεισόδια, υπόρχημα (ξένοιαστη και ανέμελη περίοδος όπου όλα έχουν ξεχαστεί), περιπέτεια (με την έννοια της απότομης μεταβολής της τύχης), αναγνώριση, κάθαρση.
Μήπως θέλοντας να ξεφύγω από τη μοίρα μου,
περπατούσα μάταια στον λάθος δρόμο;
     Η σύγχρονη εκδοχή μιας ευφάνταστης συγχώνευσης των δύο αρχετυπικών μύθων, του αρχαίου ελληνικού και του αρχαίου ιρανικού είναι αξιοθαύμαστο επίτευγμα, που ένας μάστορας του λόγου (και της πλοκής, ασφαλώς) όπως ο Παμούκ ζωντανεύει με φυσικότητα και ψυχογραφική δεινότητα, ενώ όπως πάντα εκπλήσσει τον αναγνώστη με τις ανατροπές του. Αυτό όμως που είναι πιο ουσιώδες και αποδίδεται αριστοτεχνικά είναι η «διερεύνηση» αυτού του αρχικού γρίφου, της σχέσης πατέρα- γιου, μιας σχέσης που εξετάζεται απ’ όλες τις πλευρές.
     Υπάρχει πρώτα απ’ όλα, ο πραγματικός πατέρας, αριστερός, που τον θαυμάζει αλλά είναι απών, και που αντί να ζήσει ως πολιτικός εξόριστος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας και υπέστη βασανιστήρια. Πολλές φορές τον σκέφτεται, και αναρωτιέται π.χ. «τι θα έλεγε αν ήξερε ότι είχε καλές σχέσεις με αξιωματούχους του κόμματος της εξουσίας» (για πολλά χρόνια ήμουν θυμωμένος μαζί του επειδή ήταν εξαφανισμένος, όμως δεν παραπονιόμουν πια γι’ αυτό, καθώς διαισθανόμουν ότι δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος μ’ αυτά που έκανα). Τον αναζητά στη δύσκολη στιγμή (το καλύτερο θα ήταν να βρω τον πατέρα μου και να του τα πω όλα. Δεν με είχε πάρει ποτέ όμως, ούτε τηλέφωνο, κι απ’ αυτό έβγαζα το συμπέρασμα ότι ακόμα και να μ’ έπαιρνε, δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει). Όταν τον συναντά, μετά από πολλά χρόνια, νιώθει ότι έχει βρει πια τον εαυτό του, ότι είναι επιτέλους ευτυχισμένος και ισορροπημένος (είχα ενοχές γιατί με είχαν απασχολήσει ιστορίες με πατροκτονίες). Ζητά βέβαια πάντα την επιδοκιμασία του, αλλά επιβεβαιώνει ότι όπως στην περίπτωση του Οιδίποδα, είναι λάθος να σκαλίζεις ένα λάθος που έγινε στο παρελθόν, γιατί το μόνο που σου μένει είναι ένα αίσθημα ενοχής.
     Πατρικό πρότυπο αποτελεί, όπως είπαμε και ο μάστορας Μαχμούτ με τον οποίο ο σεβασμός, ο θαυμασμός, η αγάπη και το πατρικό ενδιαφέρον δημιουργούν έναν ισχυρό δεσμό που διακόπτεται απότομα. Στο τέλος της αφήγησης συναντούμε και τον Σερχάτ/Εμβέρ που κι αυτός μεγάλωσε χωρίς πατέρα (όταν μεγαλώνεις χωρίς πατέρα, δεν καταλαβαίνεις ότι το σύμπαν, ο κόσμος, έχει ένα κέντρο, σύνορα…. Νομίζεις ότι σου επιτρέπονται τα πάντα. Όμως, έπειτα από λίγο καιρό αναρωτιέσαι τα είναι αυτό που ζητάς, ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στον κόσμο, κάπου να εστιάσεις, κάποιον να σου πει όχι), Ο Σερχάτ εκφράζει την ουσία της πατρότητας, όταν αναφωνεί στο τέλος ότι για να γίνει κανείς ανεξάρτητο άτομο, ο πραγματικός του εαυτός, «να γράψει τη δική του ιστορία, τον δικό του θρύλο» πρέπει ο πατέρας του να είναι τυφλός (αυτό που δεν αντέχεται σ’ έναν πατέρα είναι που μπορεί πάντα να σε βλέπει).
     Είναι το ίδιο, ή και το αντίστροφο από αυτό που εκφράζει ο ίδιος ο ήρωας.
     Από τη μια 
    "Θέλουμε έναν δυνατό και αποφασιστικό πατέρα που να μας λέει ποιο είναι το σωστό και το ηθικό όταν είμαστε μπερδεμένοι, όταν ο κόσμος μας έχει διαλυθεί κι είμαστε απελπισμένοι"
     και από την άλλη
     "Είχα μόλις αρχίσει να το ανακαλύπτω. Όταν δε σε βλέπει κανείς, ο δεύτερος κρυφός εαυτός σου μπορεί να εμφανιστεί και να κάνει ό, τι επιθυμεί. Αν όμως υπάρχει κάπου κοντά σου ένας πατέρας και σε παρακολουθεί, τότε ο δεύτερος εαυτός σου παραμένει κρυμμένος μέσα σου".
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Το ποίημα του Firdousi "Shahnameh" είναι ένα ηρωικό έπος των ιρανικών λαών, ένα κλασικό έργο και εθνική υπερηφάνεια των λογοτεχνιών: Περσικό - σύγχρονο Ιράν και Τατζικιστάν - Σοβιετικό Τατζικιστάν, καθώς και ένα σημαντικό μέρος των ιρανόφωνων λαών του σύγχρονου Αφγανιστάν.https://mywordworld.ru/el/shkolnikam/shahname-firdousi-chitat-kratkoe-soderzhanie-g-v-nosovskii-a-t/