Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

Ντάρελ Τζέραλντ, Η οικογένειά μου κι άλλα ζώα

Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ο Τζέραλντ Ντάρελ, μικρότερος αδελφός του Λώρενς Ντάρελ (βλ. Αλεξανδρινό Κουαρτέτο) καταγράφει τις αναμνήσεις του από την παραμονή της οικογένειας (μητέρα και τέσσερα παιδιά) επί πέντε χρόνια στην Κέρκυρα. Φαίνεται ότι πρόκειται όντως για μια πολύ ιδιόρρυθμη οικογένεια (η μητέρα, αρχικά, είναι «αφασία», πάρα πολύ ευκολόπιστη, αλλάζει σχέδια-σπίτια σαν πουκάμισα, πολύ πράος (coool) τύπος, ανεκτική στις ιδιοτροπίες των παιδιών της κλπ κλπ ), αν κρίνουμε από το ότι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Λώρενς, παρουσιάζεται ως η τυπική εικόνα του αιθεροβάμονα συγγραφέα που «ζει στον κόσμο του»:
(σελ. 18):
Ο Λάρι είχε απ’ τη θεία Πρόνοια την αποστολή να περνάει μες ’ απ’ τη ζωή σα μικρό ξανθό βεγγαλικό που σκορπά ιδέες σαν βόμβες στο μυαλό των άλλων, κι έπειτα να κουλουριάζεται σα βελουδένιος γάτος και να αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για τις συνέπειες.
Ότι πρόκειται για «πραγματικές» αναμνήσεις, ιδωμένες βέβαια μες από το πρίσμα του μικρότερου Τζέραλντ, επιβεβαιώνεται κι απ’ το γεγονός ότι η τρέλλα του Τζ. με τα ζώα που εκδηλώθηκε ως μανία στην Κέρκυρα και τον οδήγησε να μετατρέψει τα εκάστοτε σπίτια σε μικρούς ζωολογικούς κήπους), όπως κι οι πληροφορίες για τη ζωή στον μικρόκοσμο των ζώων και των εντόμων, τον οδήγησαν στο να διευθύνει στη συνέχεια αποστολή για την παρατήρηση άγριων ζώων και στο να ιδρύσει ζωολογικό πάρκο και Εταιρία Προστασίας Άγριων Ζώων (βλ. βιογραφικό).
Με πολλή παρατηρητικότητα, περιεκτικό και χιουμοριστικό/ξεκαρδιστικό ύφος (τυπικά «αγγλικό» χιούμορ) περιγράφει επεισόδια από την παραμονή τους στην Κέρκυρα, όπου η γνήσια ιδιορρυθμία καθενός από τα μέλη της οικογένειας τούς οδηγεί αβίαστα και «κατ’ ανάγκην» σε πολύ κωμικές καταστάσεις (π.χ. βλ. φιλοξενία κουλτουριάρηδων φίλων του Λάρι, σ. 108, σκηνή με κυνήγι του Λάρι, ή όταν το σπίτι πιάνει φωτιά κλπ).
Πραγματικά απολαυστικό!

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Απριλίου 22, 2007

Μακ Κορτ Φρανκ, Ο δάσκαλος

Συναρπαστικό από τις πρώτες σειρές και ως προς το γράψιμο, αλλά και ως προς το περιεχόμενο, ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς, εφόσον πρόκειται για την άμεση καταγραφή των βιωμάτων τoύ ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα, ως καθηγητή της αγγλικής σε διάφορα δημόσια –κυρίως- λύκεια της Νέας Υόρκης. «Είναι μακρύς ο δρόμος της παιδαγωγίας» επιγράφεται το πρώτο κεφάλαιο, και δεν ξέρω αν είναι σκόπιμα μεταφρασμένο έτσι, πάντως είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος για να δηλώνει την οπτική γωνία. Για του λόγου το αληθές, οι πρώτες γραμμές:
Έρχονται.
Και δεν είμαι έτοιμος.
Πώς θα μπορούσα;
Είμαι καινούριος δάσκαλος και τώρα μαθαίνω τη δουλειά.

Την πρώτη μέρα της διδασκαλικής μου σταδιοδρομίας, λίγο έλειψε να με απολύσουν επειδή έφαγα το σάντουιτς ενός μαθητή. Τη δεύτερη μέρα λίγο έλειψε να με απολύσουν επειδή αναφέρθηκα στο ενδεχόμενο φιλίας μ’ ένα πρόβατο. Κατά τα’ άλλα, δεν υπήρξε τίποτα αξιοπρόσεκτο στα τριάντα χρόνια που πέρασα μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας των λυκείων της Νέας Υόρκης. Συχνά αμφέβαλλα αν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. Στο τέλος, απόρησα πώς άντεξα τόσο πολύ.
Ακολουθεί η ξεκαρδιστική περιγραφή των επεισοδίων αυτών σε προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, σαν κάποιος που μιλά βέβαια για τα βιώματά του όπως τα θυμάται μετά από τριάντα χρόνια. Η χρονική αυτή απόσταση, επιτρέπει στον ήρωα ν’ αυτοσατιρίζεται ή να σαρκάζει τις εξωφρενικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει, [που ισχύουν ανά τον κόσμο στα σχολεία, και δή στα δημόσια σχολεία και μάλιστα τα επαγγελματικά](Για τον θεό άνθρωπέ μου. Δεν χρειάζεσαι παραγράφους σ’ ένα μηχανουργείο αυτοκινήτων). Έτσι, oi ξεκαρδιστικές πρώτες 50 σελίδες είναι απλώς η εισαγωγή σε μια γλυκόπικρη θεώρηση του θέματος, εφόσον ο συμπαθέστατος Φρανκ Κορτ είναι ένας «loser», ένας εκ γενετής περιθωριακός (διαφωτιστικό το αυτοβιογραφικό του έργο «Οι στάχτες της Άντζελα» που γυρίστηκε και ταινία) και δεν κάνει τίποτα για να μας πείσει ότι είναι σωστός ή δικαιολογημένος, γιατί κι ο ίδιος φαίνεται να «μαθαίνει», να κοινωνικοποιείται μέσα σ΄έναν κόσμο που του φαίνεται παράλογος, ξένος. Έτσι τον βλέπουμε να αποκλίνει από την πεπατημένη, να καθηλώνει την τάξη με το να αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του και να μην κάνει το προβλεπόμενο μάθημα.
(σελ. 103):
Αν υψώσεις τον τόνο της φωνής ή τους αποπάρεις, τους χάνεις. Αν σου ανταποδώσουν το χτύπημα με τη σιωπή τους, έχεις ξοφλήσει μέσα στην τάξη. Οι εκφράσεις αλλάζουν κι έχουν έναν μοναδικό τρόπο να σκληραίνουν τα μάτια τους. Πες τους ν’ ανοίξουν τα τετράδιά τους. Καρφώνουν το βλέμμα τους στο άπειρο. Δεν βιάζονται. Καλά, θ’ ανοίξουν τα τετράδιά τους. (…)Εσύ ρωτάς, Υπάρχουν απορίες; Κι ολόγυρά σου στην αίθουσα αντικρίζεις εκείνο το αθώο βλέμμα. Στέκεσαι όρθιος και περιμένεις. Ξέρουν ότι είναι μια αναμέτρηση σαράντα λεπτών, εσύ εναντίον αυτών, τριάντα τεσσάρων Νεοϋρκέζων εφήβων, των μελλοντικών μηχανικών και τεχνιτών της Αμερικής.

Η βροχή αλλάζει την ατμόσφαιρα του σχολείου, σιγάζει τα πάντα. Οι μαθητές της πρώτης ώρας μπαίνουν σιωπηλοί. Ένας δυο λένε καλημέρα. Τινάζουν τα μπουφάν τους να διώξουν τις σταγόνες. Είναι σε κατάσταση ονείρου. (…) Κανένας δεν παραπονιέται, δεν προκαλεί, δεν αντιμιλά. Η βροχή είναι μαγική. Η βροχή είναι βασιλιάς. Αφέσου στον ρυθμό της δάσκαλε. Μη βιάζεσαι. Χαμήλωσε τη φωνή σου. Ούτε που να το σκεφτείς να διδάξεις αγγλικά. Ξέχνα τις παρουσίες. Αυτό είναι το κλίμα που επικρατεί σ’ ένα σπίτι ύστερα από κηδεία. Σήμερα δεν έχει πομπώδεις τίτλους. Η βροχή κροταλίζει πάνω στα τζάμια. Κάθισε στην έδρα σου κι άσε την ώρα να κυλήσει. Ένα κορίτσι σηκώνει το χέρι του. Λέει, Κύριε Μακ-Κορτ ερωτευτήκατε ποτέ σας; Είσαι καινούριος στο επάγγελμα, αλλά ήδη ξέρεις πως όταν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις σκέφτονται τον εαυτό τους. Λες, ναι.
Έτσι, λοιπόν, από μια έμφυτη ταπεινοσύνη (;), μια αν-αρχική αντίληψη για τη ζωή αλλά και μια γνήσια αίσθηση του ουσιαστικού, ο Κορτ «προσαρμόζεται» στο ρυθμό, δε βιάζεται. Δεν προβάλλεται, δεν υπερασπίζεται τίποτα, ζει τα λάθη του, κάνει σκληρή κριτική μερικές φορές στον εαυτό του (Δεν υπάρχει σεβασμός για τους δασκάλους που σε στέλνουν στο γραφείο του διευθυντή ή καλούν τους γονείς σου. Αν δεν μπορείς να χειριστείς μόνος σου τα προβλήματα της τάξης, ας μη γινόσουν δάσκαλος) και τις αντιφάσεις του, παραδέχεται πολλές φορές ότι «είναι ένας ηττημένος». Κάνει ένα μάθημα αντισυμβατικό, όχι γιατί διατυμπανίζει καμιά θεωρία, αλλά γιατί … δεν μπορεί να κάνει αλλιώς! Η ζωή αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός τον φέρνουν προ εκπλήξεων, ή τουλάχιστον έτσι τα προσλαμβάνει.
(σελ. 61):
-Γιατί ο Σαίξπηρ έπρεπε να γράφει σ’ εκείνη την παλιά γλώσσα που κανένας δεν μπορούσε να την καταλάβει; Γιατί;
Δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Οι μαθητές μου ξαναρώτησαν, Γιατί; Ένιωθα παγιδευμένος, αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τους πω ότι δεν γνώριζα. Αν περίμεναν, θα προσπαθούσα να βρω την απάντηση. Κοιτάχτηκαν. Ο δάσκαλος δεν γνωρίζει; Πώς γίνεται αυτό; Είναι πραγματικός; Πώς κατάφερε να γίνει δάσκαλος;
Και στη σελίδα 285:
Ίσως σε παίρνει να ξεγελάσεις κάποια απ’ τα παιδιά για λίγο, όμως, σε γενικές γραμμές, ξέρουν πότε φοράς μάσκα, κι εσύ ξέρεις ότι το ξέρουν. Σε αναγκάζουν να είσαι αληθινός. Αν φάσκεις και αντιφάσκεις, φωνάζουν, Ε, άλλα μας έλεγες την προηγούμενη βδομάδα. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με χρόνια πείρας και με τη συλλογική τους αλήθεια, κι αν επιμείνεις να κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα του δασκάλου, τους χάνεις. Ακόμα κι αν οι ίδιοι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, από τον δάσκαλο περιμένουν ειλικρίνεια.
Όταν γνώρισε τον συγγραφέα Έντουαρτ Ντάλμπεργκ με την προσδοκία (της φιλενάδας του) να τον βοηθήσει να πάρει διδακτορικό:
(σελ. 153):
Ήμουν μπερδεμένος κι αναρωτιόμουν γιατί έπρεπε να φερθεί έτσι ο Ντ. Ήταν ανάγκη να εξευτελίσει ένεα άγνωστο; Και γιατί εγώ το ανέχτηκα;
Επειδή είχα λιγότερη αυτοπεποίθηση κι από το τσόφλι ενός αυγού. Εκείνος ήταν εξήντα χρονών, εγώ τριάντα. Ήμουν σαν κάποιον που μόλις έφτασε στον πολιτισμό από τη ζούγκλα. Ποτέ δεν θα αισθανόμουν άνετα στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ήμουν σαν το ψάρι έξω από το νερό και υπερβολικά αδαής για ν’ ανήκω σε κείνην την ομάδα θαυμαστών που μπορούσαν με τόση ευκολία να ξεφουρνίζουν ονόματα του λογοτεχνικού στερεώματος στον Ντ.
(σελ. 229):
Είχα ζαλιστεί απ’ την σαμπάνια κι όταν το πλοίο άρχισε ν’ απομακρύνεται από την προβλήτα κουνούσα το χέρι χωρίς να ξέρω τι χαιρετάω. Αυτή ήταν η ζωή, μου, συλλογίστηκα. Να κουνάω το χέρι χωρίς να ξέρω τι χαιρετάω.
Τα επεισόδια όμως της σχολικής ζωής του δασκάλου δεν είναι μόνο ιστορίες ηττοπάθειας. Μέσα στην αμηχανία και την προσπάθεια προσαρμογής, επινοεί μοναδικούς τρόπους «παιδαγωγίας», όπως η εξάσκηση στο να γράφουν τα παιδιά δικαιολογητικά σημειώματα και η μουσική επένδυση των συνταγών μαγειρικής στο μάθημα της δημιουργικής γραφής! Η περιγραφή της τελικής εκδήλωσης είναι εκπληκτική (Υπήρχε κάτι στα χοιρινά μπριζολάκια που ζητούσε τη συνοδεία της φυσαρμόνικας, και ήταν εκπληκτικό, τώρα που τον σκέφτονταν, το πώς μπορούσες να σκεφτείς ένα μουσικό όργανο που να ταιριάζει με το κάθε φαγητό. Μάγκα μου, αυτή η εμπειρία σε καλούσε ν’ αναπτύξεις έναν νέο τρόπο σκέψης).
Παρακάτω:
Μην ανησυχείτε για το «πραγματικό» νόημα του ποιήματος. Ακόμα κι ο ποιητής δεν θα ξέρει ποιο είναι. Όταν διαβάσατε αυτό το ποίημα, ή κάτι συνέβη ή δεν συνέβη τίποτα.
(σελ. 348):
Μου υπενθύμισε ότι θα χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του δρόμου και μήπως είχα πρόβλημα;
Εγώ είπα, Τίποτα από τα ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο, και πρόσθεσα ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ από ποιον Ρώσο συγγραφέα το είχα πάρει.

Καθώς το βιβλίο προχωρά προς το τέλος του, νιώθουμε ότι κι ο Φρανκ έχει πια ωριμάσει, έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση, και οι αποκλίνουσες επιλογές του είναι πιο συνειδητές. Αποκορύφωμα οι σελίδες 352-4:
Οι σοβαροί μαθητές σηκώνουν το χέρι και ρωτάνε πώς θ’ αξιολογήσω την απόδοσή τους για να τους βάλω βαθμό. Στο κάτω-κάτω, δεν τους βάζω τα συνηθισμένα τεστ: ούτε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής· ούτε ασκήσεις με δυο στήλες λέξεων κλπ (…)
Εγώ λέω στους σοβαρούς μαθητές, Ν’ αξιολογείτε μόνοι σας τον εαυτό σας.
Το κάνετε όλη την ώρα. Όλοι το κάνουμε. Τελούμε σε συνεχή διαδικασία αυτοαξιολόγησης. Έλεγχος συνειδήσεως, λέτε στον εαυτό σας, ειλικρινά, Έμαθα τίποτα διαβάζοντας συνταγές μαγειρικής σαν να ήταν ποίηση, συζητώντας τη Μικρή Μπο Πηπ σαν να ήταν στροφή από ποίημα του Έλιοτ, κλπ (…)
Οι σοβαροί μαθητές δεν είναι ικανοποιημένοι. Αντιτείνουν ότι σε άλλες τάξεις ο δάσκαλος σου λέει ό, τι υποτίθεται πως πρέπει να ξέρεις. Ο δάσκαλος σου το διδάσκει κι εσύ υποτίθεται ότι το μαθαίνεις. Ύστερα ο δάσκαλος σου βάζει ένα τεστ και παίρνεις τον βαθμό που σου αξίζει.
Οι σοβαροί μαθητές λένε ότι νιώθεις ικανοποίηση όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων τι πρέπει να ξέρεις, ώστε να μπορείς να στρωθείς στη μελέτη και να το μάθεις. Λένε, Σ’ αυτήν την τάξη ποτέ δεν ξέρεις τι πρέπει να ξέρεις, οπότε πώς μπορείς να μελετήσεις και πώς είναι δυνατόν να αξιολογήσεις τον εαυτό σου; Σ’ αυτήν την τάξη ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
(…)
Εδώ είναι που ο δάσκαλος σοβαρεύει και θέτει το Μέγα Ερώτημα: Τι είναι μόρφωση, σε τελευταία ανάλυση; Τι κάνουμε σ΄ αυτό το σχολειό; Μπορείτε να πείτε ότι προσπαθείτε ν’ αποφοιτήσετε, ώστε να πάτε στο κολλέγιο και να προετοιμαστείτε για μια επαγγελματική σταδιοδρομία. Όμως, φίλοι μου, και συνοδοιπόροι μου στο δρόμο της γνώσης, η μόρφωση είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Χρειάστηκε κι εγώ να θέσω στον εαυτό μου το ερώτημα τι στην ευχή κάνω μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Επεξεργάστηκα μια εξίσωση, για προσωπική μου χρήση. Στην αριστερή πλευρά του μαυροπίνακα γράφω ένα κεφαλαίο Φ, στη δεξιά ένα κεφαλαίο Ε. τραβάω ένα βέλος από τα’ αριστερά προς τα δεξιά, από το ΦΟΒΟ προς την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Δεν νομίζω ότι κανένας μας κατορθώνει ποτέ να φτάσει στην τέλεια ελευθερία, όμως αυτό που εγώ προσπαθώ να κάνω μαζί σας είναι να ξορκίσω τον φόβο και να τον διώξω σε μια απόμερη γωνιά.
Ο κίνδυνος σ’ αυτά τα βιβλία, όπου πρωταγωνιστεί ένας δάσκαλος και καταθέτει τις εμπειρίες του (όπως και τα ψυχολογικά βιβλία με αφηγητή κάποιον ψυχαναλυτή ή ψυχίατρο, φερειπείν του Γιάλομ) είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να μην υπάρχει, έστω κι έμμεσα, κάποιος διδακτισμός. Αυτό πιστεύω ότι το πέτυχε ο Κορτ, ως δάσκαλος και ως συγγραφέας, λόγω του αντι-ηρωικού του χαρακτήρα, κι αν προς το τέλος το απόσταγμα της εμπειρίας του παρουσιάζεται σαν θέσφατο (μιλώ για το τελευταίο απόσπασμα που παρέθεσα), ωστόσο προκύπτει «επαγωγικά», δηλαδή ήδη έχει πειστεί ο αναγνώστης για το κύρος των λόγων του.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Γκάλικο Πολ, Αγάπη από εφτά κούκλες

Μια έξυπνη ιστορία, ένα τρυφερό παραμύθι αγάπης. Η υπόθεση πολύ ευρηματική: μια νέα κοπέλα, ορφανή, φτωχή και αδικοχτυπημένη, ετοιμάζεται ν’ αυτοκτονήσει όταν τη σταματάνε … εφτά κούκλες κουκλοθέατρου (η καθεμιά εκπροσωπεί έναν διαφορετικό τύπο ανθρώπου). Η εξιστόρηση μέχρι στιγμής προσεγγίζει το παραμύθι, όταν ξαφνικά αρχίζει να συμμετέχει και ο πραγματικός πρωταγωνιστής, ο άνθρωπος που κινεί τις κούκλες του θεάτρου, ένας τύπος στυγνός, κυνικός, σχεδόν απάνθρωπος, ο οποίος όμως δεν παύει να δίνει ζωή στις ευαίσθητες κούκλες. Η μικρή ακολουθεί τον κουκλοθίασο, συμμετέχει στις παραστάσεις και συντελεί ώστε να γίνουν περιζήτητοι και να θριαμβεύσουν. Η αθωότητα και η παιδικότητα της κοπέλας προκαλούν τον κάπτεν Κοκ ο οποίος την εκμεταλλεύεται τα βράδια, τη βιάζει και της φέρεται άσχημα, χωρίς όμως να καταφέρει αυτό που βασικά θέλει: να την κάνει σκληρή και χυδαία σαν κι αυτόν (σελ.62). Όσο πιο σκληρά τής φερόταν το βράδυ, όσο πιο αθώα και καλόπιστα τον δεχόταν η Μους, τόσο πιο φιλικές γίνονταν οι κούκλες το πρωί.
Ο κουκλοθίασος γνωρίζει μεγάλη επιτυχία (εκπληκτικά αποσπάσματα σκηνών), ενώ η Μους ταπεινώνεται ολοένα και περισσότερο. Τέλος, γνωρίζει έναν νεαρό ακροβάτη τσίρκου που τη θέλει και αποφασίζουν να παντρευτούν και να φύγουν μακριά. Στη αποχαιρετιστήρια παράσταση οι κούκλες είναι συγκινητικές, ενώ το βράδυ, μετά την παράσταση ακολουθεί μια σκηνή κάθαρσης, με τις κούκλες απελπισμένες και αποκαρδιωμένες και τον κάπτεν Κοκ (που φυσικά βρίσκεται πίσω πό τις κούκλες) σε οριακή κατάσταση ν’ αποκαλύπτει –επιτέλους- γυμνή την τρυφερότητά του.
Οι τελευταίες σελίδες εκπληκτικές, το γράψιμο θεατρικό, ελλεπτικό-ποιητικό, βαθύ, παραμυθένιο, τρυφερό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

Γκόρντιμερ Ναντίν, Ξύπνα!

Όχι, δεν είναι από τα καλύτερα βιβλία της Γκόρντιμερ, χωρίς να είναι κακό. Το γράψιμό της είναι πάντα διεισδυτικό κι ενδιαφέρον, χωρίς όμως «εξάρσεις». Χαρακτηριστικό, ότι δεν σημείωσα σχεδόν τίποτα. Φαίνεται σαν να είχε μια αρχική ιδέα καλούτσικη (η απομόνωση του ήρωα μετά από χημειοθεραπεία για να προστατεύσει την οικογένειά του από την ακτινοβολία, αφορμή για ενδοσκόπηση), αλλά δεν κατάφερε να το κεντράρει, να το συμμαζέψει. Έτσι, ενώ φαίνεται ότι πρόθεσή της ήταν να δείξει τη συνειδητότητα όπου τον οδήγησε τον οικολόγο- ακτιβιστή αυτόν η περιπέτεια υγείας του, ξανοίγεται -κοινώς πετιέται- στη σχέση μάνας και πατέρα του στο παρελθόν (μοιχεία μάνας, ανεκτικότητα συζύγου= βαθιοί δεσμοί αγάπης, εγκατάλειψη μετά από πολλά χρόνια της συζυγικής εστίας από μέρους του πατέρα, υιοθέτηση ενός μικρού κοριτσιού που πάσχει από aids, θάνατος πατέρα). Όλα αυτά παρουσιασμένα ελαφρώς άτονα, άχρωμα, χωρίς όμως να είναι τελείως ανούσια. Θαρρείς προσπαθεί μέσα απ’ αυτά τα γεγονότα να δείξει τις στροφές της ζωής, την τυχαιότητα και ίσως-ίσως, στην καλύτερη περίπτωση την έλλειψη νοηματικής σύνδεσης των γεγονότων. Απ’ την άλλη, φαίνεται σα να «προτείνει» ως αντιστάθμισμα στο παράλογο της ζωής τον ακτιβισμό (ο πρωταγωνιστής Πολ, όταν επανεντάσσεται στο κοινωνικό περιβάλλον ασχολείται με την απόφαση της κυβέρνησης να επιτρέψει την εξόρυξη τιτανίου και άλλων μεταλλευμάτων, ενώ η μητέρα του υιοθετεί το βιασμένο και πάσχον κοριτσάκι). Ο έμμεσος διδακτισμός, ή τέλος πάντων η «στράτευση» αυτή φαίνεται βεβιασμένη και ενοχλεί, αλλά πάντα την Γκόρντιμερ την απασχολούσαν τα προβλήματα της Ν. Α. Ένωσης και ίσως είναι δικαιολογημένο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Γκρην Γκράχαμ, Ταξίδια με τη θεία μου

Προφανώς είναι ένα από τα «ήσσονα» έργα του Γκράχαμ Γκρην, χωρίς να παύει ποτέ να είναι απολαυστικό το γράψιμό του. Ο ήρωας, ένας φιλήσυχος και μοναχικός άνθρωπος, συνταξιούχος, που μόλις έχασε τη μάνα του συναντά μετά από χρόνων απουσία τη «φοβερή θεία» του, κοτσονάτη εξηνταπεντάρα, οπότε πέφτει από τη μια έκπληξη στην άλλη σχετικά με την καταγωγή του και την οικογένειά του γενικότερα. Φοβερά διασκεδαστικό ήταν όλο το κεφάλαιο με την τέφρα της μάνας, αλλά και η στάση του ήρωα, τελείως «γκραχαμγκρηνική», αποστασιοποιημένη, με το χιούμορ του αφηγητή που διαρκώς καταπλήσσεται με όσα του φέρνει η ζωή, χιούμορ που φτάνει τον κυνισμό. Ο ήσυχος ανθρωπάκος, που μέχρι τώρα το πιο δημιουργικό του ενδιαφέρον ήταν να φροντίζει τα λουλούδια του μετατρέπεται σ΄έναν υπερδραστήριο τύπο, ακολουθεί τη θεία σ’ όλα τα περίεργα και ύποπτα ταξίδια της (Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, Παραγουάη) καθώς και στις μικρές και μεγάλες απατεωνιές της!
Δέιγμα γραφής:
Θυμήθηκα πως όταν ήμουν παιδί, αναρωτιόμουν συχνά αν υπήρχε στ’ αλήθεια πτώμα θαμμένο στο κενοτάφιο, καθώς οι κυβερνήσεις κάνουν συνήθως οικονομίες όταν πρόκειται για συναισθήματα και προσπαθούν να τα’ αφυπνίσουν με τον φτηνότερο δυνατό τρόπο. Τι το θες το πτώμα όταν έχεις ένα έξυπνο διαφημιστικό σύνθημα; Και μια κάσα γεμάτη χώμα είναι ό, τι πρέπει γι’ αυτόν τον σκοπό. Και να που τώρα άρχισα ν’ αναρωτιέμαι και για τον θείο Τζο. Μήπως η φαντασία της θείας μου κάλπαζε; Μήπως οι ιστορίες για τον Τζο, για τον πατέρα μου και την μητέρα μου δεν ήταν καθ’ ολοκληρίαν αλήθεια;
Χωρίς να σπάσω τη σιωπή, ήπια με όλο το σεβασμό ένα ποτήρι Σαμπερτέν στη μνήμη του θείου Τζο, υπαρκτού ή ανύπαρκτου. Το κρασί, στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος, μιλούσε ανεύθυνα στο κεφάλι μου. Τι σημασία είχε η αλήθεια; Όλα τα πρόσωπα, άπαξ και πεθάνουν, αν εξακολουθούν να ζουν στη μνήμη μας, μεταβάλλονται σε πλάσματα της φαντασίας. Ο Άμλετ δεν είναι πρόσωπο λιγότερο υπαρκτό από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, κ.λ.π. κ.λ.π.
Το διασκέδασα πολύ μέχρι και μετά τη μέση, αλλά στη συνέχεια μπερδεύονται οι υποθέσεις και οι κομπίνες/εκπλήξεις σε βαθμό που δυσκολεύεσαι πια να παρακολουθήσεις τις ανατροπές και τα απρόοπτα στα οποία εμπλέκεται η φοβερή θεία (πράκτορες, CIA, κ.λ.π.) Δεν το τέλειωσα!

Χριστίνα Παπαγγελή

Γκρην Γκράχαμ, Το τέλος μιας υπόθεσης

Βαθύ, διεισδυτικό, ουσιώδες, ενδιαφέρον (με την έννοια ότι σε συναρπάζει). Ιστορία «αγάπης και μίσους», όπως επιμένει ν’ αναφέρει ο συγγραφέας. Ένας τρομερός έρωτας (πολύ δυνατά παρουσιασμένος, βλ. ιστορία με κρεμμύδια, σελ. 56) συνδέει μια παντρεμένη γυναίκα κι έναν σκεπτικιστή, άθεο συγγραφέα- παρατηρητή (που διακρίνει την ουσία σε κάποιες λεπτομέρειες και επεξεργάζεται συναισθήματα και πράξεις εκ των υστέρων). Η κοπέλα είναι άμεση κι αυθόρμητη, τον εκπλήσσει με την ευθύτητά της και την ειλικρίνειά της (σ’ αντίθεση μ’ αυτόν που, όντας αθεράπευτος ζηλιάρης, «παίζει παιχνίδια» και υποδύεται ρόλους κρύβοντας τα’ αληθινά του αισθήματα) και δε φέρει καμιά ενοχή που απατά τον άνδρα της.
σελ. 56:
Είναι δυνατόν να ερωτευτεί κάποιος πάνω από ένα πιάτο με κρεμμύδια; Μοιάζει απίθανο, κι όμως, θα μπορούσα να ορκιστώ πως εκείνη ήταν η στιγμή που την ερωτεύτηκα. Δεν ήταν βέβαια, απλώς τα κρεμμύδια- ήταν η ξαφνική συνειδητοποίηση της ξεχωριστής γυναίκας, της ειλικρίνειας που τόσο συχνά αργότερα θα μου έδινε δυστυχία κι ευτυχία μαζί.
σελ. 38:
- Με τον υπόγειο είναι πιο γρήγορα, είπα.
- Το ξέρω, μα δεν ήθελα να έρθω γρήγορα.
Πολύ συχνά μ’ έφερνε σε αμηχανία λέγοντάς μου την αλήθεια.(…) Όμως, ποτέ δεν έπαιζε το παιχνίδι της υποκρισίας, και ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω, τσάκιζε τις επιφυλάξεις μου λέγοντάς μου κάτι τόσο γλυκό και μεγάλο
.
σελ. 65:
«Ποτέ δεν αγάπησα τίποτα και κανέναν, όπως αγαπώ εσένα». Έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα, με το μισοφαγωμένο σάντουιτς στο χέρι της, έμοιαζε να παραδίνεται τόσο απόλυτα, όσο απόλυτα μου’ χε δοθεί πριν πέντε λεπτά στο πάτωμα. Οι περισσότεροι από εμάς διστάζουν να κάνουν μια τόσο ξεκάθαρη δήλωση. Θυμόμαστε, προβλέπουμε, αμφιβάλλουμε. Εκείνη δεν είχε αμφιβολίες. Μονάχα η στιγμή είχε σημασία. Λένε πως η αιωνιότητα δεν είναι μια παράταση του χρόνου αλλά μια απουσία του, και πολλές φορές μου φαινόταν πως αυτή της η παράδοση άγγιζε τούτο το άγνωστο μαθηματικό σημείο του άπειρου, ένα σημείο δίχως διάσταση, που δεν καταλαμβάνει κανένα χώρο.
σελ. 59:
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Έπιανε πάντα γρήγορα το νόημα που κρυβόταν πίσω από ένα φιλί•τον ψίθυρο μέσα στη σκέψη.
Το κεντρικό επεισόδιο είναι η σκηνή του όρκου. Η κοπέλα, που δε φαίνεται καθόλου θρήσκα, αντίθετα, δεν έχει καμιά ενοχή, όταν μετά από κάποιο βομβαρδισμό βλέπει τον αγαπημένο της νεκρό, ορκίζεται στον θεό ότι, αν της τον φέρει πίσω, δεν πρόκειται να τον ξαναδεί ποτέ. Έτσι, όταν ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της ολοζώντανο, συμπεριφέρεται παράξενα κι εξαφανίζεται από τη ζωή του.
Από κει και πέρα αρχίζει η παρεξήγηση. Η σχέση αγάπης και μίσους. Το βιβλίο φαίνεται να πραγματεύεται αυτή τη χέση, και βασικά τη δύναμη της αγάπης σε όλα τα επίπεδα (φιλία, ερωτική σχέση, θεό). Ο σκεπτικισμός του ήρωα σώζει το βιβλίο από το να είναι προπαγάνδα υπέρ της θρησκείας. Αυτό που κατά τη γνώμη μου προβάλλεται πρωταρχικά στο βιβλίο είναι πώς η ζωή σού θέτει ερωτήματα τα οποία καλείσαι επειγόντως να απαντήσεις με πράξεις• πώς, το μόνο που διαθέτει ο άνθρωπος ως όπλο είναι η δύναμη που δεσμεύεται στην απόφαση μιας θυσίας• πώς, μόνο εξω-λογικά μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτή τη δύναμη και πώς η λογική διαρκώς ελέγχει την αξιοπιστία της. Ο συγγραφέας, μέσα από τον ήρωα θέτει συνέχεια σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του θεού ( δε συζητάμε για την εκκλησία και τους εκπροσώπους της, τους οποίους κυριολεκτικά γελοιοποιεί) ενώ η υπόθεση- πλοκή («τιμωρία» της κοπέλας που τελικά «παρέβη» τον όρκο, θεραπεία των ανάπηρων κ.λ.π.) δίνει λαβή στο να θεωρήσεις ότι δικαιώνει τελικά τη θρησκεία. Βέβαια/όμως, η «τιμωρία» αυτή, παρουσιάζεται και σαν αυτοτιμωρία, δηλαδή φαίνεται ότι η κοπέλα, απ’ τις ενοχές της και τη σύγκρουση που δεν μπορεί ν’ αντέξει, παραιτείται κι αφήνει τον εαυτό της ν’ αρρωστήσει. Κάποιος δηλαδή ορθολογιστής θα μπορούσε να ερμηνεύσει έτσι την κατάληξη (εφόσον δίνει τέτοια στοιχεία ο Γκρην) και νομίζω, αυτή η τέλεια ισορροπία, η αμφισημία,(η αλληλεξουδετέρωση των δογμάτων) μεταξύ ορθολογισμού και θρησκοληψίας αποτελεί και το μεγαλείο του βιβλίου.(στην αντίστοιχη ταινία, ο σκηνοθέτης «δικαιώνει» τη χριστιανική οπτική, κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη κι αυθαίρετη παρέμβαση)
σελ. 224, για τον παπά:
(…)…για να γλυτώσω απ’ αυτήν την καταπιεστική παρουσία. Είχε πάντα έτοιμη την απάντηση κι ένας ερασιτέχνης δε μπορούσε ποτέ να τον στριμώξει. Ήταν σαν τον ταχυδακτυλουργό που σου φέρνει πλήξη με τη μεγάλη του επιδεξιότητα.
σελ. 235-6:
Όταν πιάνω να γράψω ένα βιβλίο, υπάρχει πάντα κάποιος απ’ τους χαρακτήρες μου που αρνείται πεισματικά να ζωντανέψει.(…). Οι άγιοι, θα έλεγε κανείς, Δημιουργούνται μόνοι τους κατά κάποιον τρόπο. Ζωντανεύουν. Είναι ικανοί να αιφνιδιάσουν με μια τους πράξη ή με μια τους κουβέντα. Στέκονται έξω από την πλοκή, χωρίς αυτή να τους επηρεάζει. Όμως εμείς χρειαζόμαστε σκούντημα. Είμαστε αλυσοδεμένοι με την πλοκή και αποκαμωμένος θεός μας σπρώχνει εδώ κι εκεί, σύμφωνα με τους σκοπούς του- νούμερα χωρίς ποίηση, δίχως ελεύθερη βούληση, που η μοναδική μας ίσως αξία είναι ότι κάποτε, κάπου, εξυπηρετούμε σαν κομπάρσοι μια σκηνή στην οποία ένας χαρακτήρας ζωντανός κινείται και μιλά.
Η δομή είναι κάπως πρωτότυπη: ο ήρωας αφηγείται τοποθετώντας το «τώρα» τη στιγμή που ξανασυναντά τον απατημένο σύζυγο-φίλο του μετά από δυο χρόνια εξαφάνισης. Κάνει φλας-μπακ αλλά και αναφορές στο μέλλον, στο τέλος δηλαδή της ιστορίας, όπως κάποιος που εξιστορεί κάποιος που γνωρίζει ήδη την κατάληξη.* Η συνοχή δηλαδή είναι οργανική με βάση τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, όχι τη χρονολογική σειρά. Η ροή παρόλ’ αυτά και η συνοχή της αφήγησης είναι αξιοθαύμαστα.

* Χαρακτηριστική η αρχή: «Μια διήγηση δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυθαίρετα διαλέγουμε τη στιγμή που θα κοιτάξουμε πίσω ή μπροστά».

Ζατέλη Ζυράννα, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους

Ήδη από τις πρώτες σελίδες τα σημάδια ήταν δυσοίωνα: βασικό στοιχείο η εκζήτηση, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ύφος. Η εικόνα ακινητοποιείται σε ρυθμό αφύσικο και περιγράφεται εκ-κεντρικά, στοιχείο που κουράζει και ταυτόχρονα δημιουργεί μια αποστασιοποίηση.
Σταμάτησα στις 130 σελίδες, νιώθοντας ότι ό, τι είχε να μου δώσει το βιβλίο μού το έδωσε· ατμόσφαιρα μυστηριακή όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συμπτώσεις, μοτίβο θανάτου αλλά και παιχνιδιού με το θάνατο, ηθογραφική περιγραφή μιας εξωπραγματικής κοινωνίας «μοιραίων», ή τέλος πάντων σημαδεμένων από τη μοίρα, ανθρώπων εξαιρετικών με κάποιο τρόπο αλλά όχι και πολύ ανθρώπινων. Το εξυπνακίστικο, λογοπαιγνιώδες κι εξεζητημένο ύφος σε αποτρέπει από κάθε είδους ταύτιση, επομένως από πολύ νωρίς παύεις να περιμένεις συναισθηματικές μεταπτώσεις ή εξελίξεις ή ένα είδος ωρίμανσης. Οτιδήποτε είναι συναισθηματικό, εκφράζεται μόνο μέσα από «έξυπνες» θυμοσοφίες.
Ενόχλησε επίσης το ότι οι διάλογοι είναι άκρως αφύσικοι, ακόμα κι όταν συζητάνε μικρά παιδιά- ακόμα και στο επίπεδο της σύνταξης. Με κούρασε ο μακροπερίοδος λόγος και τα διανοητικά γυμνάσματα.
Δεν μπορώ να καταλάβω … γιατί το’ γραψε!

Κάσδαγλη Νίκου, Οι κεκαρμένοι

«Ανατομία» της στρατιωτικής ζωής, της στρατιωτικής νοοτροπίας και της στρατιωτικής «ηθικής». Κεντρικό πρόσωπο ο Γιαννήλος, ένας αιωνόβιος φαντάρος που όλοι τον φοβούνται, τον σέβονται και τον εξυπηρετούν. Υπάρχει αντιπαλότητα ανάμεσα στο στρατό και στην ΕΣΑ, μίση, καρφώματα.
Η πρωτοτυπία του Κάσδαγλη έγκειται στη δομή του βιβλίου: η αφήγηση περνά στα στόματα όλων των πρωταγωνιστών, οι οποίοι κεντράρουν στο βασικό επεισόδιο, τον ξυλοδαρμό του Γιαννήλου και την εξαφάνισή του. Υπάρχει ο αδύναμος και δειλός φαντάρος, η πόρνη την οποία προστατεύει ο Γιαννήλος, ο μάγειρας που τον καρφώνει, ο ίδιος ο «Ψηλός» και άλλα δυο πρόσωπα που εμπλέκονται ως αφηγητές, αλλά και εμφανίζονται στα λεγόμενα των άλλων.
Το ύφος είναι απλό, μεστό, λογοτεχνικό- αποδίδει τη σκληρότητα της στρατιωτικής ζωής χωρίς ν’ αφήνει έξω τα συναισθήματα. ( το σύστησα σε μαθητή, προκειμένου να τον πείσω να μην πάει σε …στρατιωτική σχολή:! τελικά πέρασε φιλολογία!!! –είναι άραγε καλύτερα;)

Κιουρτσάκη Γιάννη, Εμείς οι άλλοι

Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια του αυτοβιογραφικού έργου του Κοιυρτσάκη «Σαν μυθιστόρημα». Ξεκινά «in medias res”, με μια σκηνή όπου ο ήρωας στέκεται κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του – αρκετά προσελκυστικό. Στη συνέχεια σε ξενίζει το γ’ ενικό, σε συνδυασμό με τον πολύ προσωπικό, ημερολογιακό, εσωτερικό τόνο. Δηλαδή, ενώ το συγγραφικό εγώ συμπίπτει με τον ήρωα, υπάρχει η απόσταση του γ’ ενικού.
Ο πρωταγωνιστής εκφράζει τις πιο εσωτερικές σκέψεις με αφορμή κάποια επιλεγμένα, οριακά περιστατικά (όχι τόσο σημαντικά/βαρύγδουπα με πρώτη ματιά). Σου δίνει την αίσθηση ότι φλυαρεί και περιττολογεί, ενώ παρ/λα υπεργενικεύει και βγάζει αφοριστικά συμπεράσματα (π.χ. τον απέπεμψαν οι γονείς της φιλενάδας του και, χωρίς να περιγράχει καθαρά το περιστατικό, αναλύεται σε συμπεράσματα περί Γάλλων, Ελλάδας, ελλην. φιλοξενίας, κ.λ.π. )
Η ανωριμότητα του νεαρού – τότε- ήρωα αντανακλά (σκόπιμα;) και στο γράψιμο, στο ύφος. Το πρώτο μισό είναι κάπως κουραστικό, αν και σε κρατεί ο εσωτερικός τόνος και η ελπίδα ότι θα «καθαρίσει» αυτό που αναζητά, δηλαδή κάποιο νόημα. Έχεις πειστεί δηλαδή, για τις ειλικρινείς προθέσεις του ήρωα- συγγραφέα να βρει μιαν «αλήθεια», μια «διαχρονική αξία».
Παρόλο που είναι κουραστικό αυτό το μέρος του βιβλίου, ξεχωρίζουν φράσεις που προοιωνίζουν κάποια ωριμότητα:
(σελ. 16):
Πόσο θα’ θελε να είχε έρθει τώρα αυτή η μέρα, να ήταν κιόλας ώριμος! Για την ώρα, το τραγούδι του (στην κοπέλα), δεν είναι παρά μια αδύναμη υπόσχεση, ένα μπουμπούκι εκτεθειμένο σε άπειρους κινδύνους- τάχα θα φτάσει μια μέρα ίσαμε τον καρπό; (…) Γιατί, γιατ’ι να μην μπορεί να πει εδώ και τώρα τις ανεκτίμητες στιγμές που ζει μαζί της και που περνάνε τόσο γρήγορα- ποιος ξέρει αν δεν έχουν κιόλας οριστικά περάσει; Γιατί να μην μπορείς να εκφράσεις τη ζωή όσο τη ζεις;
σελ 70:
Πώς να πεις στην ξένη γλώσσα τα αισθήματα που έδωσαν σ’ εσένα η χειμωνιάτικη λιακάδα και τα δρομάκια της δικής σου πόλης κ.λ.π.(…)
Να όμως που η γλώσσα του τα θυμάται όλα τούτα.(…) Η γλώσσα του τον ακολουθεί κάθε στιγμή- ακόμα κι όταν αυτός δεν το συναισθάνεται. Η γλώσσα του τον «ξέρει»- κι ας μην την ξέρει όσο θα’ πρεπε αυτός.
Όσο ο ήρωας συγγραφέας ενηλικιώνεται, η σκέψη του, τα θέματα που τον απασχολούν αλλά και το ύφος του ωριμάζουν. Ακόμα κι όταν καταπιάνεται με χιλιοειπωμένα και τετριμμένα θέματα (π.χ. η αλλοτρίωση, ο καταναλωτισμός, το σούπερ μάρκετ κ.α.), υπάρχουν φράσεις «γνήσιες», που δηλώνουν μια εσωτερικότητα και σου θυμίζουν κάτι, οπωσδήποτε, από τη δική σου ενηλικίωση. Επιλέγω τυχαία:
(σελ.250-1) Πώς να συναρμολογήσεις όλες αυτές τις ασύνδετες εικόνες κι όλα τα πρόσωπα: τους βοσκούς της Κρήτης και τους ανθρώπους- ρεκλάμες της Βουλιαγμένης, τους μεροκαματιάρηδες της Ομόνοιας και τους αργόσχολους νεαρούς του Κολωνακίου κ.λ.π. (…)
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνει: αυτό το αίσθημα του κενού, που τον βασάνιζε από τα χρόνια του σχολείου όταν περιπλανιόταν μόνος στους δρόμους της Αθήνας, δεν ήταν μόνο η μεταφυσική αγωνία της δικής του εφηβείας· καθρέφτιζε πριν απ’ όλα μέσα του το κενό της σημερινής Ελλάδας, την αντικειμενική αδυναμία της να υπάρξει, έτσι που χτιζόταν και γκρεμιζόταν και ξαναχτιζόταν πάλι απ’ την αρχή, σαν το γεφύρι της Άρτας, χωρίς να πατάει ποτέ σε κάποιο στέρεο θεμέλιο.
Το ενδιαφέρον εντείνεται στις 100 τελευταίες σελίδες, όπου τα βασικά θέματα είναι η σχέση Ανατολής/ Δύσης, η ελληνική ταυτότητα, σχέση παράδοσης και σύγχρονου κόσμου, λαϊκότητα, καρναβάλι, Καραγκιόζης. Η προσέγγιση είναι βιωματική (κορυφαίο βίωμα η «χειραψία του άγνωστου βοσκού, του «Τραμουντάνη»- «που τον σταμάτησε καταμεσής της αγοράς, του έσφιξε με δύναμη το χέρι και, κρατώντας το έτσι για πολλή ώρα, βάλθηκε να του τραγουδάει – να τραγουδάει γι’ αυτόν προσωπικά- το αποκριάτικο κι όμως αργόσυρτο, λυπητερό, θα’ λεγες πένθιμο τραγούδι της Κορέλας – κοιτάζοντάς τον με μεθυσμένο βλέμμα επίμονα, βαθιά μέσα στα μάτια».
Ασφαλώς το γεγονός αυτό καθαυτό κάποιον άλλον δεν θα τον συγκλόνιζε, ιδιαίτερα αν είχε βιώματα από την παιδική ηλικία τέτοια. Ο αστικής όμως καταγωγής Κιουρτσάκης σημαδεύεται από παρόμοια περιστατικά (που του δίνουν έναυσμα ν ‘ασχοληθεί και θεωρητικά με τους μύθους, τον Καραγκιόζη κ.λ.π.)
(σελ. 274):
Έπρεπε να’ ρθει εκείνη η νύχτα με το πρωτόγονο καρναβάλι της (…), έπρεπε ν’ ακούσω το σχεδόν πένθιμο τραγούδι μεσ’ στην ομόθυμη χαρά, για να δοκιμάσω μέσα μου αυτήν την παρουσία που ξεπερνά τη νόησή μου…
Η περιγραφή αυτών των συνειδητοποήσεων είναι πολύ αναλυτική, σχεδόν φλύαρη, αλλά έχει μια γνησιότητα. Αν δεν υπήρχε αυτό το στίγμα της αυθεντικής αναζήτησης, θα προβάλλονταν οι αδυναμίες του ύφους, ενός ύφους υπερ- αναλυτικού, υπέρ- κατονομαστικού, υπέρ- εμφατικού (ωστόσο, αυτή η υπερ-ανάλυση, η έμφαση, η κατονομασία, αποτελεί και την αρετή του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες). Έντονο προφορικό ύφος, με πολλές ρητορικές ερωτήσεις κι επιφωνηματικές προτάσεις του τύπου «Πώς θα’ θελε να…» ή «Γιατί να μην μπορεί να…» κ.λ.π.
Η ενότητα η τελευταία («Όπου η ιστορία ξαναρχίζει αλλιώς») είναι και η πιο «ζουμερή». Οριοθετείται από τη μεταπολίτευση, και ουσιαστικά από την αλλαγή της θεώρησης του κόσμου, μετά την καταλυτική συνάντηση με τον Τραμουντάνη. Οι σελίδες 320-325 περικλείουν όλο το απόσταγμα της αναζήτησης του συγγραφέα, κι ασφαλώς δεν μπορώ να τ’ αντιγράψω όλα («Τώρα ήξερε καλά ότι το δράμα που του είχε αποκαλύψει η χούντα δε μπορούσε να τελειώσει με την κατάρρευση της χούντας, γιατί παιζόταν πολύ πέρα από την Ελλάδα (…) ένιωθε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις του από την τρέχουσα ζωή και να κοιτάξει απ’ όσο γινόταν πιο μακριά τον κόσμο μας (…) να διακρίνει πίσω απ’ τη σύγχυση των γεγονότων το οικουμενικό μας δράμα».)
(σελ. 325):
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα «κλαράκι» στο πελώριο δέντρο της ελληνικής παράδοσης. Άραγε, αν μελετούσε σε βάθος το «κλαράκι του», αν το παρατηρούσε προσεκτικά στο μικροσκόπιο για να μάθει πώς και από τι ήταν καμωμένο, δε θα γνώριζε καλύτερα όχι μόνο το δέντρο, αλλά και το απέραντο δάσος που το περιείχε;- τον ίδιο τον πολιτισμό και την ανθρώπινη δημιουργία γενικά.
Στις σελίδες 339 και μετά το «κλαδάκι» τον έχει οδηγήσει πια στη γνώση ότι «κάθε ‘εγώ’ χάνεται και συνάμα διασώζεται μέσα στον άλλον, ο άλλος μέσα στον άλλον και τελικά όλοι μαζί στο ‘εμείς’ ενός ασύλληπτου συλλογικού δημιουργού. Η «άλλη φωνή» είναι η φωνή της ίδιας της κοινότητας».
Στη σελίδα 343 αναφέρεται με στρωτό και αβίαστο τρόπο, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, στον τίτλο: «όμως δεν φτάνει να λέμε ‘εμείς’ και προπαντός, δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι εσαεί στο ‘εμείς οι άλλοι’, αφού οι ‘άλλοι’ δεν παύουν να μας μεταμορφώνουν· αφού, χωρίς αυτούς τους ‘άλλους’, εμείς δεν θα υπήρχαμε».
Και παρακάτω, η μεγαλειώδης φράση: «Όχι, το ‘κλαδάκι’» του δεν τον πρόδωσε- σωστά το είχε προαισθανθεί από την αρχή πως θα του δίδασκε κάτι σπουδαίο για το δάσος (…) αρκεί να προσηλωθείς σ’ ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, όσο μικρό κι αν είναι, και ν’ αναζητάς σ’ αυτό με πάθος τον πυρήνα, το πρώτο πρώτο κύτταρο, που -δεν μπορεί- κάποτε θα σου φανερώσει την υφή του κόσμου».
Το απρόσωπο γ’ ενικό, στη σελίδα 359, μετά την αποκάλυψη δηλαδή που γίνεται στον συγγραφέα και με τη βοήθεια των γραμμάτων του νεκρού αδελφού, γίνεται πρόσωπο, γίνεται «Γιάννης». Το όνομα «χτυπάει», και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι ο ήρωας, μετά από τόση αναζήτηση, ανασφάλειες, πισωγυρίσματα, αμφιβολίες και αγωνίες βρίσκει την ταυτότητά του. Είναι το σημείο όπου συνειδητοποιεί ότι « όσο εξειδικευμένες κι αν ήταν οι μελέτες του, του έδωσαν τη δυνατότητα ν’ ατενίσει απέραντες εκτάσεις και να μιλήσει για πράγματα που μήτε μπορούσε να τα φανταστεί σαν ξεκινούσε» και «το πιο θαυμάσιο: απόψε έγραψε, για πρώτη φορά ίσως, λίγες γραμμές λογοτεχνίας». Ο Γιάννης επομένως, αποκτά ταυτότητα, ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι στη σκάλα της αυτογνωσίας. Και δεν είναι τυχαίο που και στην τελευταία σελίδα υπάρχει για μοναδική φορά το «εγώ» ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γ’ ενικό («σε τούτη τη στιγμή- αιωνιότητα που μόλις έζησε- γι’ αυτόν πέρασε κιόλας- κι ωστόσο διαρκεί πάντα για μένα που γράφω» κ.λ.π.), μια νέα βαθμίδα δηλ. στη συνειδητοποίηση του εαυτού.
Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι, από ιδεολογικής άποψης, οι θέσεις του συγγραφέα περί ελληνικότητας, παράδοσης, λαϊκού πολιτισμού κ.λ.π., σε μα εποχή εθνικιστικών εξάρσεων και αναζητήσεων, είναι όχι μόνο πολύ «υγιείς» και προοδευτικές, αλλά πολύ βαθιά στηριγμένες, θεμελιωμένες και αναλυμένες. Αυτό είναι ένα στοιχείο που οπωσδήποτε εντυπωσιάζει, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ίχνος δογματισμού σχετικά μ’ αυτά τα τόσο λεπτά ζητήματα, αλλά βάθος και ουσία.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κουμανταρέα Μένιου, Σεραφείμ και Χερουβείμ

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, χωρισμένο σε κεφάλαια, που έχουν ως τίτλο ένα όνομα- ιστορία, από το περιβάλλον του συγγραφέα- αφηγητής, Σεραφείμ, Σάββας, Η στρατηγίνα, Χρήστος, Ευδοκία, Ο γυμναστής, Πολύβιος, Η Εβραία, Χερουβείμ.
Οι ιστορίες- αναμνήσεις που αφορούν τον καθένα έχουν αρχή- μέση- τέλος, και, πέρα από το ότι σε οδηγούν σε μια ατμόσφαιρα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας «δοκιμάζεται» συναισθηματικά στα περισσότερα. Θαυμάζει τον Σάββα σαν ‘ένα παιδί που γοητεύεται από έναν «ξεβγαλμένο» μεγαλύτερό του, γοητεύεται από τη χήρα Στρατηγίνα που ζωγραφίζει στο μπαλκόνι της αλλά και αιφνιδιάζεται όταν διαπιστώνει ότι κι εκείνη πρόσεξε από τη βεράντα της ότι ο ίδιος «μουτζουρώνει» χαρτιά και ξεσηκώνει μέσα του θύελλα συναισθημάτων (σελ. 61). Προκαλείται από την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά που βλέπει στο σινεμά και την ταυτίζει με τη συμπεριφορά ή μάλλον το ήθος του γυμναστή, και, του φεύγει το μυαλό με τη μυστηριώδη συμπεριφορά της Εβραίας, που παρακολουθεί κάθε Κυριακή πρωί στα «Ολύμπια» συναυλίες κλασικής μουσικής. Βλέμματα, σιωπές, συναντήσεις που μετατίθενται, πρόσωπα που χρωματίζουν την καθημερινότητα αλλά φεύγουν από μια σύμπτωση. Το τελευταίο κεφάλαιο κάνει κύκλο με το πρώτο, εφόσον επανεμφανίζεται ο Σεραφείμ, υπάλληλος στον ηλεκτρικό μαζί με το συμπληρωματικό του «δίδυμο», που ο συγγραφέας αποκαλεί «Χερουβείμ» (σελ. 232: Κοιτάζω τα πρόσωπα του χ. και του Σ. αυτού του δίδυμου της αποτυχίας).
Το crescendo ολοκληρώνεται με το Προσκλητήριο, ένα λυρικό κάλεσμα όλων αυτών τω μοναχικών μορφών απ’ το βάθος του χρόνου στο σήμερα, καθώς ο αφηγητής πλανιέται στα γνωστά στέκια του κέντρου της Αθήνας. Καθώς σουρουπώνει:
«Όταν κάποτε βρίσκομαι σπίτι μου, έχει για τα καλά σουρουπώσει. Κλείνω τα ρολά, τραβώ και τις κουρτίνες. Σκεπάζω και τη γραφομηχανή μου. Είμαι μόνος κι ακουμπώ σ’ ένα βιβλίο (…). Σάμπως αλλιώτικο μοιάζει αυτό το βιβλίο. Και πάνω απ’ όλα, παράξενο που το έχω γράψει εγώ. Κλείνω το βιβλίο. Κλείνω τα μάτια.
Καληνύχτα, Σεραφείμ. Καληνύχτα, Χερουβείμ. Καληνύχτα σας όλοι».

Το ιδιαίτερο βλέμμα του Κουμανταρέα πέφτει με αγάπη πάνω στους «κομπάρσους» της ζωής του, και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι για τους κομπάρσους της δικής σου ζωής, αλλά κι αν εσύ ο ίδιος παίζεις αυτό το ρόλο στις ζωές άλλων.

Χριστίνα Παπαγγελή

Λιόσα Μάριο Βάργκας, Η γιορτή του τράγου

Πολύ συναρπαστικό και καλογραμμένο μυθιστόρημα , «μελέτη» πάνω στο φαινόμενο της εξουσίας και της κατάχρησής της. Βρισκόμαστε στον Άγιο Δομήνικο, Μαίο του 1961, όταν δολοφονήθηκε ο δικτάτορας Τρουχίλιο Μολίνα, ο οποίος ήταν στην εξουσία επί τριάντα χρόνια. Η εξιστόρηση κινείται σε τρία χρονικά πλαίσια: περιγράφεται το τελευταίο 24ωρο του δικτάτορα, η εξύφανση της συνωμοσίας εναντίον του και η δολοφονία του από την πλευρά των επαναστατών, και η ανάμνηση των γεγονότων 30 χρόνια μετά, από την Ουρανία, κόρη κάποιου τρουχιλιανού βουλευτή που «αυτοεξορίστηκε» την ίδια εποχή.
«Τράγος» είναι ο Τρουχίλιο, που είναι σχεδόν θεοποιημένος, «πατέρας» όλων, ανανεωτής, ελευθερωτής (από τους Αϊτινούς) κ.λ.π. αλλά και γυναικάς, «κατακτητής» σε όλα τα επίπεδα. Επιβεβαιώνει κάθε τόσο τον ανδρισμό του με το να πηδά όποια γυναίκα γουστάρει, άσχετα αν είναι γυναίκα ή κόρη φίλου του. Αυτοί, αντίστοιχα, θεωρούν τιμή τους να προσφέρουν ένα τέτοιο δώρο στον αρχηγό. Γύρω- γύρω από τον πρόεδρο βρίσκονται όλοι οι ανθρώπινοι τύποι που μπορεί να πλαισιώνουν έναν δικτάτορα: άνθρωποι που τον θαυμάζουν, που τον φοβούνται, που ξέρουν τ’ αδύνατα σημεία του και τον συμβουλεύουν, άνθρωποι που τους βρίσκει ο ίδιος γλοιώδεις αλλά ωστόσο τον εξυπηρετούν, άνθρωποι που ενώ συνωμοτούν εναντίον του στο τέλος δειλιάζουν και προδίδουν τους συνεργάτες τους κ.λπ. κ.λ.π. Ο πατέρας της Ουρανίας είναι ένας πιστός τρουχιλικός, που ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει γιατί, πέφτει σε δυσμένεια (όπως αφήνει να διαφανεί ο Λιόσα, αυτό γίνεται εν είδει δοκιμασίας).
Η σκληρότητα, η βαναυσότητα της δικτατορίας είναι απίστευτη, και ξεδιπλώνεται σ’ όλο της το μεγαλείο όταν πιάνουν τους εκτελεστές του Τρουχίλιο. Η αγωνία είναι πολύ μεγάλη, η αγριότητα ανάλογη. Σώζονται δύο από τους έξι βασικούς πρωτεργάτες, ενώ το καθεστώς μετατρέπεται με αργά και προσεκτικά βήματα σε φιλοαμερικανικό- «φιλελεύθερο», χάρη στις κινήσεις του προέδρου Μπαλαγέρ (ανδρείκελου την εποχή του Τρουχίλιο, πιο δυναμικού σ’ αυτήν τη φάση).
Το βιβλίο, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, μια και απ’ ό,τι φαίνεται βασίζεται σε ιστορικές πηγές και σέβεται τα γεγονότα, παρουσιάζει και πολιτική σκέψη και στάση, (παρόλο που ο Λιόσα αμφισβητήθηκε ως πολιτικό πρόσωπο) και είναι γραμμένο σε πολύ διεισδυτικό και λογοτεχνικό ύφος.
(σελ. 119, αναφέρεται στον πατέρα της Ουρανίας):
Έκανε μεταβολή και με τον ίδιο νηφάλιο τρόπο επέστρεψε στο γραφείο του. Γιατί δεν του χίμηξε όταν τον είχε κοντά; Ακόμα αναρωτιόταν, τεσσεράμισι χρόνια μετά. (…) Όχι από φόβο μην πεθάνει, ήταν κάτι πιο λεπτό και ακαθόριστο από τον φόβο: ήταν η παράλυση, το μούδιασμα της θέλησης, της λογικής και της ελεύθερης βούλησης, που εκείνο το περιποιημένο μέχρι σημείου γελοιότητας ανθρωπάριο, με τη διαπεραστική φωνή και μάτια υπνωτιστή, ασκούσε πάνω στους δομινικανούς, είτε ήταν πλούσιοι, είτε ήταν φτωχοί, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, φίλοι ή εχθροί, αυτό που τον έκανε να μένει ακινητοποιημένος εκεί, βουβός, απαθής, να ακούει εκείνα τα μυθεύματα, μοναχικός θεατής εκείνης της παραχάραξης της αλήθειας, ανίκανος να μεταστρέψει σε πράξη η βούλησή του να ορμήσει καταπάνω του και να βάλει για πάντα ένα τέλος σ’ εκείνη τη σύναξη μαγισσών στη οποία είχε μετατραπεί η ιστορία της χώρας.

Χριστίνα Παπαγγελή

Μιχαηλίδη Τεύκρου, Πυθαγόρεια εγκλήματα

Πραγματικά «μαθηματική λογοτεχνία» (!!), - για να μπω κατευθείαν στη διαμάχη Δοξιάδη/Μιχαηλίδη και να συμφωνήσω με τον τελευταίο που προσπαθεί να ορίσει το τι θα πει «μαθηματική λογοτεχνία»! Κατ’ αρχάς, ναι, είναι «λογοτεχνία», όχι ιστορία των μαθηματικών με μυθιστορηματικό τρόπο (όπως είναι κατά τη γνώμη μου το «Θεώρημα του παπαγάλου» ή το «Χαμόγελο του Τούριγκ» ή σε φιλοσοφικό επίπεδο «Ο κόσμος της Σοφίας»). Και μάλιστα, αστυνομική λογοτεχνία θα’ λεγε κανείς, όπου βασικό, πρωταγωνιστικό και θεμελιώδη ρόλο στο μυστήριο και τη λύση του παίζουν τα … μαθηματικά.
Ένα κλασικό, καλογραμμένο, συναρπαστικό και «συνεπές» βιβλίο, με «αρχή, μέση και τέλος», χωρίς δηλαδή διακοσμητικά περιστατικά και τυχαίες λύσεις να αιωρούνται και να υπονοούνται, με ενδιαφέρον που δεν ατονεί αλλά αυξάνεται ιδιαίτερα προς το τέλος και δεν διαψεύδει τις προσδοκίες. Οι πρωταγωνιστές, δυο φίλοι λάτρεις της μαθηματικής σκέψης, γνωρίζονται αρχικά στο Παρίσι, όπου έρχονται σ’ επαφή με τους κύκλους της διανόησης (ασήμαντοι τότε ο Πικάσο, ο Απολλιναίρ κ.λ.π.) και για τον αναγνώστη έχει πρόσθετο ενδιαφέρον η μεταφορά στην αναβράζουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της πόλης του φωτός στην αυγή του 20ου αι. Οι συζητήσεις για την πορεία των μαθηματικών μέσα στο Moulin Rouge ή στα bistrot και τα καμπαρέ, και μάλιστα ενώπιον γυναικών «ελαφρών ηθών» θα ξένιζαν πολύ αν δεν ήταν πολύ ανάλαφρα γραμμένες (κι ένας τελείως αδαής θα καταλάβαινε θεμελιώδεις μαθηματικές έννοιες) αλλά και ενταγμένες σ’ ένα αληθοφανές πλαίσιο, με διάφορες παρεμβολές κ.λ.π., κ.λ.π.
Πχ. (σελ. 89):
- Συνέδριο μαθηματικών; Πετάχτηκε τσαχπίνικα η Αντουανέτ. Δηλαδή, σχετικά με τι συνεδριάζετε; Αποφασίζετε πόσο κάνει ένα κι ένα;
(…)
Εγώ ανέκαθεν απέφευγα να μιλάω για μαθηματικά με μη ειδικούς. Οι μορφασμοί αποδοκιμασίας ενόψει μιας μαθηματικής συζήτησης, που και τώρα είδα να ζωγραφίζονται στα πρόσωπα των κοριτσιών, ανέκαθεν με ενοχλούσαν. Το σχόλιο της Α. για το «ένα κι ένα» με είχε μάλλον εκνευρίσει- δεν ήξερα βέβαια πως μερικά χρόνια αργότερα ο Ράσελ θα αφιέρωνε στο βιβλίο του πάνω από εκατό σελίδες σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα.(!)
Οι διάλογοι κατά κανόνα δεν είναι «ενημερωτικοί», δηλαδή στριμωγμένοι μέσα στην πλοκή για να βοηθηθεί ο άσχετος αναγνώστης, αλλά προκύπτουν -σχεδόν- αβίαστα από τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις των ηρώων. Πολύ έντεχνα, εμπλέκει τους καλλιτέχνες ο Μιχαηλίδης να ενδιαφέρονται με τον τρόπο τους για τη γεωμετρία, υπηρετώντας την αληθοφάνεια (ασφαλώς, το μόνιμο πρόβλημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πού σταματά η αλήθεια, και πού αρχίζει η φαντασία, π.χ. όσον αφορά την ερωτική ζωή του Πικάσο κ.α.)
Το βιβλίο κατάφερε να μου αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για τα μαθηματικά εφόσον θέτει τα θεμελιώδη ερωτήματα, όπως αν υπάρχει τρόπος να ελέγξει κανείς τα αξιωματικά συστήματα (ένα από τα οποία είναι π.χ. το ευκλείδιο) αν είναι συνεπή ή αντιφατικά. Έχει, π.χ. ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσει ποιες εφαρμογές έχει σ’ έναν δισδιάστατο κόσμο (όπου τα δισδιάστατα όντα κατοικούν στην επιφάνεια μιας σφαίρας),το αξίωμα ότι η ευθεία είναι η συντομότερη οδός ανάμεσα σε δυο σημεία: η ευθεία σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένας κύκλος που διέρχεται απ’ αυτά τα σημεία και το κέντρο του είναι το κέντρο της σφαίρας τους. Φυσικά, στον κόσμο αυτό, δεν υπάρχουν παράλληλες! Ούτε έχει νόημα ότι αν θεωρήσουμε τρία σημεία σε μια ευθεία, το ένα βρίσκεται ανάμεσα στα δυο άλλα, εφόσον βρίσκονται σ’ έναν …κύκλο!
Μαθηματικό, ή μάλλον φιλοσοφικό ενδιαφέρον έχει και η συνειδητοποίηση ότι το ν’ αποδείξεις ότι … κάτι δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί είναι εξίσου σημαντικό με το να βρεις την ποθητή απόδειξη. Στη διαμάχη αυτή των μαθηματικών των αρχών του αι. , ο Χίλμπερτ (που παίζει αρκετά βασικό ρόλο στο βιβλίο) ισχυρίζεται στην περίφημη διάλεξή του ότι «είναι αδύνατον να μην υπάρχει η ζητούμενη λύση»! Πρώτη φορά-λέει-στην ιστορία των μαθηματικών τολμούσε κάποιος ν’ αποδείξει την ύπαρξη ενός μαθηματικού αντικειμένου χωρίς να δώσει και τον τρόπο κατασκευής του (σελ. 76-77):
Ο ίδιος ο Χίλμπερτ έγινε φανατικός υποστηρικτής των αποδείξεων υπάρξεως. «Μέσα σε αυτήν την αίθουσα»,μας έλεγε συχνά στις παραδόσεις του, υπάρχει ένας τουλάχιστον μαθητής που έχει στο κεφάλι του περισσότερες τρίχες απ’ όλους τους άλλους. Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός και δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να το μάθουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει!»
Ο βασικός πυρήνας του βιβλίου στηρίζεται στο πρόβλημα που προφανώς απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα, αν μπορεί να βρεθεί ένας αλγόριθμος που να «αποφαίνεται σε πεπερασμένο πλήθος βημάτων αν ένα συγκεκριμένο πλήθος αξιωμάτων είναι ή όχι πλήρες και μη αντιφατικό, ένας αλγόριθμος που θα εξασφαλίζει τη μη αντιφατικότητα». Αυτό είναι και το όνειρο του φίλου του αφηγητή, αλλά ο χειρότερος εφιάλτης του ίδιου (σελ. 193):
Τα όνειρά του για μια απόλυτα «νοικοκυρεμένη» μαθηματική επιστήμη, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μου. Το θεώρημα της πληρότητας και μη αντιφατικότητας, με το οποίο μας απειλούσε, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αισθητική μου αντίληψη για τα μαθηματικά.
Πάνω στο ίδιο θέμα αντιπαράθεσης, προς το τέλος του βιβλίου (σελ. 260):
Ο προσωπικός θρίαμβος του Στέφανου θα σήμαινε και το τέλος των δημιουργικών μαθηματικών. Δεκάδες ατάλαντοι, μέτριοι ερευνητές, θα εξασφάλιζαν την καριέρα τους συντάσσοντας αυθαίρετες συλλογές αξιωμάτων που θα ήλεγχαν μηχανικά τη συνέπειά τους μέσω της μεθόδου του Στέφανου. Τα μαθηματικά από πεμπτουσία της σκέψης θα γίνονταν ένα μηχανικό παιχνίδι ρουτίνας.
Είναι βέβαια εις βάρος της αληθοφάνειας η αναλυτική έκθεση όλης της συλλογιστικής του εγκληματία στην επιστολή του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όπως και, γενικότερα, τα κίνητρα του φόνου (και της αυτοκτονίας στη συνέχει, κάποιος θα μπορούσε να τα βρει υπερβολικά, όπως η Μάρη Θεοδοσοπούλου στην κριτική της στο Βήμα. Προσωπικά, έχω υπόψη πολύ … πιο ασήμαντα κίνητρα για φόνο ή ακόμα και γι’ αυτοκτονία (μην ξεχνάμε ότι στην αυτοκτονία έχει προστεθεί ως κίνητρο ο φόνος του φίλου!). Άλλωστε, υπάρχει μια «σύμβαση» στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου, τα αστυνομικά, που επιτρέπει τέτοια «παιχνίδια» που υπερβαίνουν δηλαδή τη ρεαλιστική απόδοση, είναι «μες στο παιχνίδι».
Υπάρχουν και κάποια δευτερεύοντα θέματα που τα βρήκα άξια λόγου και …μνείας, όπως τα παράδοξα του Ζήνωνα (σελ.151- ιδιαίτερα αυτό που αφορά τον ταξιδιώτη που διανύοντας μια καθορισμένη απόσταση συρρικνώνεται αναλογικά κι έτσι την βλέπει πάντα ολόκληρη, επομένως δεν φτάνει ποτέ!) αλλά και τα σχόλια του Στέφανου για τον πίνακα του Ιακωβίδη, σελ. 102:
Αυτός ο πίνακας είναι μια σκηνή από τη ζωή μου. Αυτό το σπίτι είναι το σπίτι μου. Οι πιτσιρικάδες είναι οι φίλοι μου. Η γυναίκα είναι η μάνα μου. Ρωτάς αν μου αρέσει. Με συγκινεί. Όταν θα είμαι μόνος στο κρύο μου δωμάτιο, απελπισμένος γιατί έχω κολλήσει στη λύση ενός προβλήματος, θα τον φέρνω στη μνήμη μου και θα μου φτιάχνει το κέφι. Όμως αυτός ο πίνακας δεν είναι … μαθηματικός. Με ηρεμεί, δεν με προβληματίζει. Δεν νομίζω πως θα ξυπνήσω κάποια νύχτα για ν’ ανακαλύψω σ’ αυτόν κάτι που ως τότε μου διέφευγε. Θα τον σκέφτομαι πάντοτε με τρυφερότητα, ποτέ με αμφιβολία.
Σοβαρό είναι και το θέμα που θίγεται στη σελίδα 108, με αφορμή τον …βρωμοχαρακτήρα του …Νεύτωνα!:
Δεν συμφωνούσα. Είμαι κι εγώ αυστηρός στην κρίση μου για τους ανθρώπους. Πιστεύω όμως πως ένα πνευματικό δημιούργημα υπάρχει ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του δημιουργού του.
Η τελική μου εκτίμηση είναι ότι είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, κάπως «παιγνιώδες», όπως «παίκτες» είναι και οι λάτρεις της μαθηματικής σκέψης, και είναι πολύ αυστηροί όσοι ισχυρίζονται ότι αμαυρώνεται η ιστορική αλήθεια με τα παραθέματα από την αρχαιότητα, κι ότι παρουσιάζεται η σχολή των πυθαγορείων ως κλίκα εγκληματιών.

Χριστίνα Παπαγγελή

Μιχαλοπούλου Αμάντα, Όσες φορές αντέξεις

Βιβλίο βασικά «εσωτερικό», εφόσον πρόκειται για την περιήγηση- περιπλάνηση (εξωτερική και εσωτερική) μιας γυναίκας «ώριμης», (σαραντάρας) αλλά που «με τα μέτρα της ενηλικίωσης των άλλων δεν είχε περάσει τα είκοσι». Μοναχική, εκκεντρική, με διάφορες εμμονές (π.χ. μαζεύει τα γράμματα των αναγνωστών στις εφημερίδες και τα ταξινομεί). Γνωρίζει λοιπόν σ’ ένα μπαρ τον Τσέχο Ίβο κι αρχίζει ένας σφοδρός έρωτας (που τον αποδίδει με μεγάλη μαεστρία, όχι περιγραφικά, αλλά «επαγωγικά»). Το εμπόδιο της γλώσσας (γερμανικές φράσεις διανθισμένες με τσέχικες λέξεις) στην αρχή φαίνεται να εξυπηρετεί ηθογραφικούς στόχους, αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται ένα γοητευτικό παιχνίδι: γίνεται ένας ολόκληρος κόσμος, ένας σπάνιος κώδικας, προσωπικός, ποιητικός, ουσιαστικός κι ολοκληρωμένος. (σελ. 77: Ένα φιλοσοφικό νηπιαγωγείο, να τι ήμασταν).
(σελ. 60):
- Πού θέλεις να πάμε;
- Παντού.
Η απάντηση του με αναστάτωσε τόσο, ώστε αγκάλιασα τον ορίζοντα με το βλέμμα, για να εντοπίσω αυτό το «παντού». Επειδή δεν ξέραμε τις αποχρώσεις της γερμανικής γλώσσας, χρησιμοποιούσαμε ολοστρόγγυλες λέξεις – πάντα, τίποτα, ναι- και μ’ αυτές κατασκευάζαμε ένα νέο κόσμο όπου όλα ήταν αναπάντεχα και δεσμευτικά
.
(σελ. 37):
Εκείνη τη στιγμή, αν μου έβαζαν στο χέρι ένα σκαλιστήρι, θα μπορούσα να σκαλίσω τ’ αυλάκια ενός οποιουδήποτε στόχου. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται διαύγεια, κι αν το εκμεταλλευτείς κατάλληλα ίσως ευτυχήσεις. Ό,τι δε σου αρέσει το καις, ό,τι ονειρεύεσαι το έχεις.
Αυτός ο μικρόκοσμος έσβησε όταν ο Ίβο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. («Τόσα μισοαρχινισμένα μαθήματα γραμματικής είχαν θρυμματίσει τη σύνταξη όχι μόνο της φράσης, αλλά και του κόσμου»). Έτσι, η «μούι μπρόουτσκου» ξεκινά ένα ταξίδι περιπλάνησης- αναζήτησης στην Πράγα (οικογένεια του Ίβο), Μόναχο, (όπου φιλοξενείται από την φράου Έρικα), Γενεύη και Μαδέρα, στα ίχνη του αγαπημένου της, ο οποίος, όπως στο τέλος αποκαλύπτεται, είναι μπλεγμένος σ΄ένα οικογενειακό μυστήριο.
Η πλοκή σε κάποια σημεία είναι παρατραβηγμένη, εξεζητημένη, αλλά σώζεται από το κάπως ποιητικό, ανάλαφρα γλυκόπικρο ύφος. Όπου αναζητιέται ο παράδοξος ρόλος των αντικειμένων, οι σχέσεις των συμπτώσεων, το νόημα των αιφνιδιασμών, αλλά όλα αυτά μ’ ένα ποιητικό περίβλημα.
Η πρωταγωνίστρια, μετά απ’ την ατέλειωτη σωματική και ψυχική περιπλάνηση, βρίσκει επιτέλους τον Ίβο, βουτηγμένο μέσα σε μια τραγική παραδοξότητα [κουφή πλοκή: έχει ανακαλύψει ότι είναι αδελφός μιας συγγραφέως (Γκρέτε Σάμσα) για την οποία ισχυρίζονται οι κριτικοί ότι είναι …μετενσάρκωση του Κάφκα κι έχει δημιουργήσει σάλο, αλλά όταν πάει να τη συναντήσει, τη χτυπά με το αυτοκίνητο κι αυτή περιέρχεται στην κατάσταση …φυτού για πολύ καιρό, τελικά επιβιώνει!!!]. Απλώς τον αγγίζει (από πίσω) και:
Άρχισα να πισωπατώ πανικόβλητη, ξενυχιάζοντας μερικούς θεατές, εισπράττοντας αγκωνιές και βρισιές. Ξέφυγα απ’ το πλήθος κι ακούμπησα λαχανιάζοντας στον κορμό ενός δένδρου. Γιατί ήρθα μέχρι εδώ για να τον βρω, αφού έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να τον χάσω; Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού κι ύστερα καταντροπιασμένη απ’ την ίδια μου τη δειλία, αποφάσισα να μην πηδήξω.
Και…
Αφού δε μπορούσα να πολεμήσω τη ματαιότητα, της έκανα μικρές υποκλίσεις…
Το βιβλίο δεν τελειώνει με την τελευταία φράση της συγγραφέως: «Τώρα μπορώ να επιστρέψω πια σ’ ένα οποιοδήποτε σπίτι». Ακολουθεί ένα επίμετρο (πλαστό),- κριτική απέναντι στο βιβλίο που προηγήθηκε, που υποτίθεται ότι το έγραψε η …αληθινή Γκρέτε Σάμσα. Δε νομίζω ότι πρόσθεσε τίποτα αυτή η προσθήκη, δε θυμάμαι τίποτα ενδιαφέρον, νομίζω ήταν περιττό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Νικολαϊδη Νίκου, Ο οργισμένος Βαλκάνιος

Βιβλίο «σκληρό», με κεντρικό ήρωα ένα «σκληρό καρύδι», τσαμπουκά μηχανόβιο, που δουλεύει όλη τη βδομάδα και ζει για το Σαββατοκύριακο, οπότε ξεφαντώνει σε μπουρδέλα, φλιπεράκια, και μπαρ. Μέχρι που γνωρίζει … την Τερέζα, ιδίου μήκους κύματος (που πουλάει κρυφά το κορμί της και γενικώς ψάχνεται κι αυτή!!) και αποφασίζουν να την «κάνουν» μαζί.
Παρόλη την ωμότητα των σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων (ίσως ακριβώς γι’ αυτό), το βιβλίο σε μεταφέρει σε μια πραγματικότητα υπαρκτή, υποβάλλει μια ατμόσφαιρα αληθινή. Έχει ρυθμό και ζωντανούς διαλόγους, σασπένς, χιούμορ και πικρό ρεαλισμό. Ο συναισθηματικός κόσμος του Φάνη και της Τερέζας, παρότι σκληρός είναι διάφανος. Βασική η σκηνή στη φυλακή για την ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης του Φάνη (αν και φαινομενικά είναι ξεκρέμαστη).
Η σύγκρουση και επανασύνδεση με την Τερέζα, πολύ διάφανη, ψυχολογημένη, ουσιαστική. Έρωτας, παιχνίδι, ακρότητες, απελπισία και χιούμορ στις σωστές δόσεις. Η στημένη από την Τεράζα ληστεία, για να διασωθεί το γόητρο του Φάνη, ευφυέστατη, άλλωστε με κόστος για την ίδια (εφόσον «έκλεψε» τον πατέρα της).
Στοιχεία ιδιόμορφου «ήθους» όπως στη σελίδα 192:
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Γύρισε μετά και την κοίταξε:
- Εντάξει, όμορφα τα λες, αλλά βρε παιδάκι μου, άλλο να χτυπήσεις τράπεζα κι άλλο μπακάλικο. Είναι ξεφτίλα, καταλαβαίνεις;

Προυστ Μαρσέλ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

Η πρώτη αίσθηση αρχίζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι μπαίνεις σ’ ένα διαφορετικό κόσμο, έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης, πρόσληψης της πραγματικότητας. Αν είσαι ανέτοιμος, δυσκολεύεσαι και σε κουράζει. Το γράψιμο σού επιβάλλει έναν συγκεκριμένο ρυθμό, ένα είδος αφοσίωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Ο αφηγητής είναι ο κεντρικός ήρωας, η συνείδηση μέσω της οποίας πλάθονται τα «γεγονότα», ή μάλλον ο κόσμος. Γρήγορα καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία: πρόκειται για ένα υπερευαίσθητο, φιλάσθενο παιδί, μοναχικό, που υποφέρει εξαιρετικά όταν δεν τον καληνυχτίζει π.χ. η μητέρα του με το καθιερωμένο φιλί, που βρίσκεται σε απόσταση από τον ασταθή πατέρα, που τον συνοδεύουν στις βόλτες, δεν τον αφήνουν να πάει στο θέατρο μήπως και κουραστεί κ.λ.π.
Υπάρχει ένας σκελετός, και μάλιστα αρκετά «γήινος», (ποτέ δηλαδή οι ιδέες δεν είναι ξεκομμένες, πάντα είναι σε σχέση με κάποιο περιστατικό, ή μάλλον με κάποια εικόνα) όπου , βέβαια, η μοναδικότητα του ύφους έγκειται στο ότι η «μάτια» του ήρωα, υπερευαίσθητη, διεισδυτική, συνθετική, μεταμορφώνει και δίνει ουσία στις πιο απίθανες λεπτομέρειες, στις πιο άσημες αποχρώσεις. Πρώτη φορά συνειδητοποίησα, μέσω του βιβλίου αυτού, ότι μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Όχι γιατί οι περιγραφές του Προυστ «ζωντανεύουν έναν πίνακα», είναι δηλαδή παραστατικές και ολοκληρωμένες (πράγμα που μπορεί και να ισχύει), αλλά γιατί σου δίνουν μια νέα προοπτική, φωτίζουν συγκεκριμένες σχέσεις, είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο. Οι λεπτομέρειες όπου εστιάζει η αφήγηση είναι μερικές φορές απίστευτες, και, αν δεν ακολουθείς τον επιβαλλόμενο ρυθμό, αγγίζουν τα όρια της εκζήτησης- κοινώς το παρατραβάει. Αν, δηλαδή, διαβάζεις «διαγώνια», με στόχο να παρακολουθείς τη βασική «πλοκή», τότε το βιβλίο σου φαίνεται βαρύ και κουραστικό- αν όμως δεν αφήνεις κενά και παρακολουθείς όλους τους μαιάνδρους των λέξεων με την ίδια βαρύτητα, μένεις εκστατικός μπροστά στη σύνθεση των εννοιών, των εικόνων, των σχέσεων, νιώθεις να «γεμίζεις» από τη μεστότητα της ουσίας.
Για να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου περί λογοτεχνίας- ζωγραφικής, το έργο μου έδωσε μια αίσθηση ιμπρεσσιονιστική: σημασία δεν έχει αυτή – καθαυτή η ιστορία- πλοκή, δεν δίνει καθόλου βάρος στη ρεαλιστική- αντικειμενική εξιστόρηση. Είναι φανερό, δηλαδή, ότι αυτού του είδους η θεώρηση δεν έχει καθόλου σημασία. Υπάρχει ένα περίγραμμα πραγματικότητας (δηλαδή δεν έχουμε φανταστικό ή ονειρικό πλαίσιο), αλλά σαφώς ιδωμένο μες από τις υπερευαίσθητες κεραίες του αφηγητή ή, σπάνια, του απρόσωπου συγγραφέα. Αυτός θυμάται, φωτίζει σχέσεις, μεταβαίνει απ’ το παρόν στο παρελθόν κι ανάποδα, εξαντλεί μια εικόνα, την ίδια, σ’ όλα τα χρονικά επίπεδα της μνήμης, καταδεικνύοντας την πολύπλευρη διάστασή της και τη σχετικότητά της.
Διάβασα τους τρεις πρώτους τόμους του έργου, δηλαδή σχεδόν το μισό. Ομολογώ ότι, παρά τον ενθουσιασμό μου, ειδικά μέχρι και τον δεύτερο τόμο,στη συνέχεια με …κούρασε. Η ατμόσφαιρα εξαντλείται στο βαρύ μεγαλοαστικό κλίμα της οικογένειας του Προυστ, εμπλέκονται κάποια ιδεολογικά στοιχεία με τη βασιλεία και τη μοναρχία που βαριόμουνα να παρακολουθήσω, και, έχω την εντύπωση, ότι, όπως στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, το ύφος εφόσον ακοπουθέι στενά τη συνείδηση του αποκλίνοντος και νοσούντος ήρωα, γίνεται κι αυτό όλο και πιο σκοτεινό και νοσηρό.

Ρεμπώ Αρθούρου, Μια εποχή στην κόλαση

Σαραμάγκου Ζοζέ, Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις

Η εσωτερική ζωή ενός ποιητή, αυτοεξόριστου στη Βραζιλία, που καταφτάνει στην Πορτογαλία μετά τον θάνατο του Φερνάντο Πεσόα (1936), εποχή δηλαδή που αρχίζει ο εμφύλιος στην Ισπανία και ο θρίαμβος του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία (παρεμπιπτόντως, ο Ροκάρντο Ρέις είναι ήρωας του Πεσόα).
Βιβλίο «δύσκολο», που δεν «ρέει», αλλά σου επιβάλλει ένα ρυθμό: μεγάλες (τεράστιες!!) παράγραφοι, μεγάλες περίοδοι, πολυσύνδετα σχήματα ή ασύνδετα σχήματα δεμένα σε μια ποιητική συνοχή (όχι κυριολεκτική ούτε καν αφηγηματική). Παρακολουθώντας με ανάσες και αυτοσυγκεντρώσεις αισθάνεσαι ότι διαβάζεις ποιητικό κείμενοι, όπου, παρά την φαινομενική «φλυαρία», κάθε λέξη έχει τη θέση της, δεν υπάρχουν περιττά στοιχεία.
Ο ποιητής –πρωταγωνιστής βιώνει τη μοναξιά, την κατάπληξη, τον απρόοπτο έρωτα (σε δυο μορφές) με τρόπο βαθιά ποιητικό. Είναι ένας απόλυτος, λευκός δέκτης, όπου καταγράφονται όλες οι διακυμάνσεις, οι λεπτές αποκλίσεις, οι αντιφάσεις. Από αδιάφορος έως α-πολιτικός, (με κατάπληξη έως και απογοήτευση πληροφορείται ο αναγνώστης προς το τέλος του βιβλίου ότι είναι … μοναρχικός (!)) (βλ. και σελ. 97), οι ευαίσθητες ποιητικές του κεραίες ωστόσο δεν τον αφήνουν «απ’ έξω». Υπάρχει ένα apriori στοιχείο μηδενισμού και παραίτησης που υπερβαίνει την κοινωνικοπολιτική διάσταση, και εξισορροπείται με την παρουσία της Λίντιας (καμαριέρας) που είναι γήινη, απλοϊκή και πιο κοινωνικοποιημένη.
Η παρουσία του Φ. Πεσόα (παρότι …φάντασμα!) είναι καταπληκτική. Οι διάλογοι έχουν βάθος, ποίηση και χιούμορ, λεπτές καβαφικού τύπου ειρωνείες ως και σαρκασμό.
σελ.78:
Κι αναρωτιέται ακόμη, αν θα ήταν δυνατόν να καθοριστεί ένας χώρος που να περικλείει νοερά, σαν μια αγκύλη ή κάποιο αντίστοιχο γραφικό σημείο, όλα τα αντίθετα και τα διαφορετικά.(…). Να επιχειρήσει να περιλάβει κανείς σε έναν μόνο χώρο την ατέλειωτη αυτή ποικιλία των αλλιώτικων είναι ίσως το ίδιο παράλογο με το να πασχίζεις ν’ αδειάσεις τη θάλασσα μ’ έναν κουβά, όχι πως είναι έργο ακατόρθωτο, αν έχεις στη διάθεσή σου άπειρο καιρό, κι αν δεν σου λείψουν οι δυνάμεις, θα πρέπει όμως πρώτα να βρεις στη γη μι άλλη πελώρια λακκούβα για να χύσεις τη θάλασσα και ξέρουμε πως τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει, τόσο μεγάλη που’ ναι η θάλασσα και τόσο λίγη η στεριά.
σελ. 78:
Με τι ακριβώς θα ασχολούμαι, πού θα φτιάξω το ιατρείο και σε ποιους θα απευθύνομαι, υποτίθεται ότι τέτοιου τύπου ερωτήσεις απαιτούν απαντήσεις, μεγάλο σφάλμα, ποτέ δεν απαντάμε παρά μόνο με πράξεις, κι επίσης μόνο με πράξεις θέτουμε τις ερωτήσεις.
σελ. 154:
‘Ολοι μας υποφέρουμε από μιαν ασθένεια, (…) κι αν θελήσουμε να γίνουμε ακόμη πιο ακριβείς, θα πρέπει να πούμε ότι ο καθένας από μας είναι η αρρώστια του.
σελ. 207-8:
«Για την περίπτωσή μας αυτά αρκούσαν», απάντησε η Λίντια μ’ αυτές τις έξι λέξεις, διακριτικές, που έσφιξαν την καρδιά του Ρ. Ρέις, εάν επρόκειτο για μονομαχία, Ο Ρ. Ρέις τούτη τη στιγμή θα αιμορραγούσε. Η Λ. ετοιμάζεται να φύγει, σημάδι πως τα λόγια αυτά δεν τα πέταξε τυχαία, υπάρχουν κουβέντες που μοιάζουν αυθόρμητες, γεννήματα της συγκυρίας, και μόνο ο θεός ξέρει τι καλούπια τις έπλασαν και από τι φίλτρα πέρασαν, τι διεργασίες αθέατες, γι’ αυτό και όταν έρχεται η ώρα να ειπωθούν πέφτουν σα σολομώντειες ρήσεις, και το καλύτρο θα’ ταν να τις ακολουθεί η σιωπή.
σελ. 369:
Τι παράξενη κοπέλα αυτή η Λ., λέει τα απλούστερα πράγματα μ’ έναν τρόπο που θαρρείς ότι τα λόγια της αποκαλύπτουν τον εξωτερικό μόνο φλοιό άλλων λόγων, βαθύτερων, που αρνείται ή δεν είναι σε θέση να τους ξεστομίσει.
σελ. 432:
«Εάν δεν θέλετε να το αναγνωρίσετε, μη σας απασχολεί, θα είναι παιδί αγνώστου πατρός, όπως κι εγώ». Τα μάτια του Ρ. Ρέις γέμισαν δάκρυα ντροπής και οίκτου συνάμα, κι ας τα ξεχωρίσει όποιος μπορεί, και τελικά μ’ ένα αυθόρμητο ξέσπασμα τούτη τη φορά την αγκάλιασε και τη φίλησε, για φανταστείτε, τη φίλησε ώρα πολλή στο στόμα, ξαλαφρωμένος απ’ το φοβερό βάρος, υπάρχουν τέτοιες στιγμές στη ζωή, νομίζουμε ότι πρόκειται για μια έκρηξη πάθους, κι είναι απλώς μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Το σώμα όμως πολύ λίγο ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις λεπτές διακρίσεις.
Διαφωτιστικός για τον Ρ.Ρέις ο διάλογός του με τον Φ. Πεσόα στο βιβλίο του Ταμπούκι « Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φ. Πεσόα»:
-Κι όμως εσείς ήσασταν μοναρχικός.(…)
Ο Ρ. Ρέις χαμογέλασε μ’ ένα δειλό και αμήχανο χαμόγελο. Ήταν μια φάρσα, απάντησε, ξέρετε, με βόλευε ένας αισθητικιστής και νεοκλασικός ποιητής να μην αγαπά τη Δημοκρατία και τη χυδαιότητα των δημοκρατικών, εγώ πάντα εκτιμούσα έναν Καίσαρα, έναν Μάρκο Αυρήλιο, ικανό να εκτιμήσει τους στίχους μου.
(!!!) Τι να πει κανείς για τον Πεσόα;

Χριστίνα Παπαγγελή

Σαραμάγκου Ζοζέ, Περί τυφλότητας

Η βασική πλοκή είναι τελείως υποθετική- φανταστική, ενώ αντίθετα η περιγραφή καθαρά ρεαλιστική και πολύ αναλυτική (όπως άλλωστε και στο «Η σπηλιά»): Κάποιος πολίτης μιας ανώνυμης πόλης τυφλώνεται ξαφνικά καθώς οδηγεί, κι αυτή η τύφλωση σαν επιδημία μεταδίδεται σε όποιον έχει επαφή μαζί του. Ο Σαραμάγκου, δηλαδή, ξεκινά απ’ αυτή το υποθετικό δεδομένο κι εκτυλίσσει σαν νήμα το τι μπορεί να επακολουθήσει αυτή την τρομακτική εκδοχή: τι μπορεί άραγε να συμβεί σε μια πολιτεία αν ενσκήψει μια τέτοια επιδημία; Πώς θα διαμορφωθούν οι ανθρώπινες σχέσεις;
Η συνέχεια γίνεται όλο και πιο τρομακτική και καταντά εφιαλτική, καθώς η πολιτεία, για να προστατεύσει του πολίτες της, βάζει σε καραντίνα τους ήδη τυφλούς, αλλά κι όσους έχουν ήδη έλθει σ’ επαφή μαζί τους. Οι τυφλοί περιέρχονται σιγά-σιγά σε ζωώδη κατάσταση καθώς δεν έχουν στοιχειώδεις ανέσεις (καθαριότητα κ.λ.π.) αλλά κι επειδή οι στρατιώτες που τους φυλάνε είναι απρόθυμοι να βοηθήσουν, μέχρι που γίνονται αρνητικοί κι εχθρικοί, απ’ τον πανικό μήπως κολλήσουν.
Όπως και στη «Σπηλιά», μέσ’ απ’ την απόλυτη απελπισία και το σκοτάδι αρχίζει σιγά-σιγά ν’ αχνοφέγγει μια αχτίδα ελπίδας- αισιοδοξίας, που προέρχεται από την ατομική αντίσταση, από τη δύναμη της προσωπικότητας. Μέσ’ από ένα πλέγμα ζωωδών παρορμήσεων, επιθετικότητας, εξευτελισμών και φρίκης κατορθώνει η ομάδα της γυναίκας του γιατρού (που -ω του θαύματος- δεν προσβλήθηκε από την αρρώστια) να διασωθεί – έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή όλη η πόλη έχει βυθιστεί στην τυφλότητα, όλα έχουν παραλύσει, όλοι βρίσκονται σε κτηνώδη κατάσταση.
Είναι συγκλονιστικές οι στιγμές «κάθαρσης», όπου οι βασικοί ήρωες πλένονται, εξανθρωπίζονται (βλ. σκηνή όπου πίνουν «καθαρό» νερό από τα κρυστάλλινα ποτήρια). Το τέλος είναι απροσδόκητο (αλλά δεν φαίνεται να έχει σημασία, τουλάχιστον για μένα): ένας- ένας ξαναβρίσκει το φως του, εξίσου ξαφνικά όπως το έχασε.
Το όλο βιβλίο προσφέρεται για ερμηνείες που στρέφονται στην αλληγορική διάσταση της υπόθεσης. Όλο θα μπορούσε να το εκλάβει ο καθένας ως μια τεράστια αλληγορία. Δε μ’ αρέσει μια τέτοια προσέγγιση και μάλλον μου χαλάει τη «μαγεία» και την απόλαυση. Το είδα ως ένα ψυχολογικό πείραμα, κι ο Σαραμάγκου, με τη διεισδυτικότητα της γραφής του μ’ έπεισε ότι «κάπως έτσι θα εξελίσσονταν οι κοινωνίες αν συνέβαινε κάτι τόσο απλό, όπως μια επιδημία τύφλωσης». Αυτό το οικοδόμημα που λέγεται πολιτισμός, είναι κάτι τόσο σαθρό, που εύκολα μπορεί να σωριαστεί σαν να’ ναι σωρός από αλάτι.
Με γοητεύει αυτός ο συνδυασμός μηδενισμού- αμοραλισμού αλλά και απέραντης θέλησης για ζωή. Είναι μια κοσμοθεωρία, βέβαια, στην οποία καλείσαι να συμφωνήσεις.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σουρούνης Αντώνης, Γκας ο γκάγκστερ

Απρόσμενα συναρπαστικό κι ευχάριστο, με ροή σασπένς, και σχετικό βάθος. Το πρώτο κεφάλαιο, μικρό σε έκταση, ανήκει στο «παρόν», ενώ όλο το υπόλοιπο βιβλίο αποτελεί αναδρομή στη ζωή του Γκας του γκάγκστερ. Ο κύκλος κλείνει στο τελευταίο κεφάλαιο.
Στο πρώτο αυτό κεφάλαιο είναι ευδιάκριτα τα στοιχεία του δημοσιογραφικού ύφους (απρόοπτα, γαργαλιστικές λεπτομέρειες, λογοπαίγνια, έξυπνες ατάκες, ελλειπτικό ύφος). Όταν ξεκινά όμως το «βιβλίο 1ο», δηλαδή η αφήγηση της ζωής απ’ την παιδική ηλικία, παρασύρεσαι απ’ το ίδιο το θέμα, ( τα πάθη και οι λαχτάρες, οι σκέψεις και οι αλητείες ενός μαγκόπαιδου, με αποκορύφωμα τις σελ.33-37) και ξεχνάς το ανάλαφρο ύφος, ή – μάλλον- εδώ ταιριάζει καλύτερα. Ο Γκας αφηγείται και περιγράφει (με το μάγκικο, σκαμπρόζικο ύφος που του αναλογεί) τον κεραυνοβόλο και μοιραίο έρωτά του για τη Νανά, καθώς και τις πορνοϊστορίες που ο ίδιος γράφει με πρωταγωνιστές τη Νανά και όλο το χωριό, γεγονός που προκαλεί την «αποβολή» του από το χωριό, και το ξεκίνημα μιας νέας καριέρας, στη Γερμανία, δίπλα στον πατέρα (μεγάλο κάθαρμα).
Ακολουθεί σύγκρουση με τον πατέρα, περιπέτειες διάφορες, ώσπου καταλήγει ναύτης σ’ ένα σαπιοκάραβο της μαύρης συμφοράς. Το δεύτερο μισό – περίπου- του βιβλίου, διαδραματίζεται πάνω στο καράβι, όπου περιγράφεται με γλυκόπικρο χιούμορ η ζωή στα καράβια, οι σχέσεις, η μοναξιά κ.λ.π. Νομίζω ότι είναι από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου. Ο πρωταγωνιστής, μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην εμπειρία του στο χαρτί, και, πλούσιος πια, επιστρέφει στη Γερμανία για να εκδώσει το βιβλίο που κατάφερε να τελειώσει στο καράβι. Στη σύγκρουση με τον πατέρα του, ο οποίος τον «ευνουχίζει» για δεύτερη φορά, δεν αντέχει και … τον σκοτώνει.
Ο χρόνος στο τέλος του βιβλίου συμπυκνώνεται. Εκτίει την ποινή, γίνεται διάσημος (με το βιβλίο), παντρεύεται, …χωρίζει, και ο κύκλος κλείνει στην α’ σκηνή, με τη Νανά, στη θάλασσα, ν ‘ αποχαιρετά τον κόσμο συναρμολογώντας για τελευταία φορά τη ζωή του.
Άξιζε όχι μόνο για το ύφος, το έξυπνο χιούμορ και την αβίαστη ροή, αλλά γιατί απέδωσε εν πολλοίς έναν αντι-ήρωα, (τσόγλανο, αλήτη κ.λ.π.) που ήξερε να βλέπει «ποιητικά» τον κόσμο.

Τέα Χάλο (Τhea Halo), Ούτε το όνομά μου

Βιβλίο που το αγόρασα κάπως εκβιαστικά (πλασιέ), για λόγους βιβλιοθηκονομικούς και το διάβασα για … εσωτερική κατανάλωση! Παρόλ’ αυτά, με αποζημίωσε με το παραπάνω, γιατί, πέρα από το ότι καλύπτει μια ιστορική φάση που έχει πάντα ενδιαφέρον (διωγμό Ποντίων, Ασσυρίων (!!!) και Αρμενίων), είναι ελκυστικός ο τρόπος γραφής αλλά και αξιόλογο το συγκεκριμένο πρωταγωνιστικό πρόσωπο.
Η Thea Halo είναι αμερικανίδα υπήκοος, ποντιακής καταγωγής από μητέρα και ασσυριακής από πατέρα. Αποφάσισε να καταγράψει την ιστορία της μητέρας της, η οποία εκδιώχτηκε από ένα χωριό «που δε θυμάται ούτε τ’ όνομά του ούτε είναι πια καταγραμμένο στους χάρτες», στα πλαίσια της τακτικής των Τούρκων να ξεριζώνουν ολόκληρα χωριά και να οδηγούν τους πληθυσμούς σε θάνατο από τις κακουχίες.
Η δομή του βιβλίου, δυσοίωνη στη αρχή ( ελεύθερη αφήγηση, μπλα μπλα, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι), καθώς και η αναφορά στους Ασσύριους ενίσχυσαν τη δυσπιστία που είχα όταν το αγόρασα. Στη συνέχεια όμως: α) ξεκαθαρίζει η υπόθεση με τη μειονότητα των Ασσυρίων και την ταυτότητά τους β) γίνεται διάκριση μύθου και ιστορίας με πηγές και βιβλιογραφία γ) η υπόθεση είναι συναρπαστική από μόνη της δ) η δομή φαίνεται να εξυπηρετεί κάτι: περιμένεις πια με αγωνία την επιστροφή στο σήμερα, όπου η ηρωίδα μάνα επιστρέφει στη γενέθλια γη για να βρει παλιά ίχνη. Σ’ όλη την πορεία έχεις συμ- παθήσει αυτή τη γυναίκα, όχι μόνο για τα βάσανα που πέρασε, αλλά και για τον «τρόπο» της, που δεν διαγράφεται παρά μέσα από τις επιλογές της. Έτσι, όταν η ηρωίδα αφηγήτρια (η κόρη) τελειώνει το βιβλίο, το τέλος αυτό σου (μου) αποκαλύπτει το γιατί αυτή η συγκλονιστική –έτσι κι αλλιώς- ιστορία δεν ήταν απλώς μια ιστορία (δηλαδή εκφράζει αυτό που ήδη έχει νιώσει ο αναγνώστης αλλά δεν έχει προλάβει να κατονομάσει).
(σελ. 490):
Και τότε κατάλαβα γιατί είχα γίνει από παιδί προστάτιδα της μητέρας μου. Κατάλαβα τι ήταν αυτό που είχε κι επιχειρούσα πάντα να προστατεύσω. Ήταν η αθωότητά της. Η γενναιοδωρία της. Η άνευ όρων αγάπη που της επέτρεπε να τα καταφέρνει σαν μητέρα μας, ανεξάρτητα από τα εμπόδια που βάζαμε εμείς ή κάποιοι άλλοι στο δρόμο της. Δεν υπήρχε τίποτα που να μη μπορείς ν’ αγαπήσεις στη μητέρα μου. Μπορούσες να χωθείς στη μεγάλη της αγκαλιά κι όλα σου τα προβλήματα να εξαφανιστούν.
Αλλά αυτή η αθωότητα που νόμιζα ότι προστάτευα στην μητέρα μου δεν ήταν τελικά καθόλου αθωότητα. Καταλάβαινα τώρα ότι ήταν μια βαθιά εδραιωμένη γνώση του κόσμου, μια βαθιά εδραιωμένη σοφία. Η άνευ όρων αγάπη και γενναιοδωρία της μητέρας μου δε βασίζονταν στην άγνοια του κόσμου, αλλά στη βαθιά γνώση των παιχνιδιών που παίζει η μοίρα και του αβέβαιου ελέγχου που έχουμε σε όλους όσους αγαπάμε.

Τατσόπουλου Πέτρου, Η καλοσύνη των ξένων

Παρά τις αρνητικές εντυπώσεις των τελευταίων βιβλίων του Τατσόπουλου, το βιβλίο αυτό το βρήκα ενδιαφέρον και ευχάριστο. Ενδιαφέρον, φυσικά, το καθιστά το θέμα του που αγγίζει τους πάντες, αλλά και το ότι είναι αυτοβιογραφικό, βιωματικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και για όσους ανήκουν στην ίδια «σειρά» («γεννηθείς» το 1959) μια γενιά ξεχωριστή, που ανατράφηκε μες τη χούντα θαυμάζοντας τους πρώτους αστροναύτες που πάτησαν το φεγγάρι, που την πήρε ξώφαλτσα το Πολυτεχνείο, η μεταπολίτευση, που διδάχτηκε και καθαρεύουσα και δημοτική, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε με τα βιώματα και τον απόηχο των προηγούμενων γενεών (βλ. π.χ. σελ. 104).
Ξεκινά κάπως πρωτότυπα, αν και ελαφρώς κουραστικά, με τα «επίκαιρα» της 19ης Σεπτεμβρίου 1969, καταλήγοντας στο ότι την ημερομηνία αυτή έγινε κι η επίσημη πράξη υιοθεσίας του. Το βιβλίο είναι γραμμένο με το γνώριμο αποστασιοποιημένο χιούμορ του Τατσόπουλου, που δεν εμβαθύνει αλλά παραμένει δημοσιογραφικό, έξυπνο ωστόσο, και στιγμές- στιγμές γλυκόπικρο έως κυνικό (λόγω του θέματός του). Ο αφηγητής- συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει ταυτόχρονα την αποκάλυψη της ταυτότητάς του, την ιδιαιτερότητα του να’ χει δυο ζεύγη θετών γονέων, τη σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας, τις αντιστάσεις που βρίσκει απ’ τους άλλους αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό.
(σελ. 54):
Εδώ σε θέλω κάβουρα. Τι προτιμάς; Να μην γνωρίζεις και να υποθέτεις τα πάντα ή να γνωρίζεις και να μην υποθέτεις τίποτα;
Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η περιέργεια για τη λύση του μυστηρίου κατατρόπωσε την ουσία και τα κέρδη από το ίδιο το μυστήριο. Δέκα στα δέκα υιοθετημένα παιδιά, αν όχι έντεκα στα δέκα, θέλουν να μάθουν από πού προέρχονται, με τη βεβαιότητα – την αυταπάτη, αν προτιμάτε- ότι η προέλευση σηματοδοτεί και τον προορισμό.
Είναι γουστόζικος ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας αντιμετωπίζει εκ των υστέρων τα λάθη, την υπεροψία, την άγνοια και την αφέλεια των νεανικών του χρόνων. Κάθε ίχνος πίκρας ή θλίψης φαίνεται πολύ έμμεσα (π.χ. η ομολογία της κοιν. λειτουργού ότι στην παιδική φωτογραφία έχει την πιο θλιμμένη φάτσα που είδε ποτέ σε παιδί, κι ως εκ τούτου τον θυμάται) ή αποδίδεται με σαρκασμό, με κυνισμό (χαρακτηριστική η περίπτωση της συγγραφής του πρώτου του έργου, κι η ανώμαλη προσγείωσή του από τον Αντ. Σαμαράκη)
(σελ.105, «Η κλωστή και το καλάμι»):
Ακόμα όμως και η κατάλυση κάθε ιεραρχίας δεν εξηγεί επαρκώς τη συνάντηση, εάν δε λάβουμε υπόψη την ιδιοσυγκρασία του Αντ. Σαμαράκη. Ξεχάστε όσους μπλαζέ πεζογράφους περιοδεύουν κατά καιρούς σε γυμνάσια και λύκεια – δεν εξαιρώ τον εαυτό μου- και κρύβουν πίσω από τον υποκριτικό, τάχαμου ισότιμο διάλογο με τα φιντάνια ένα βαθύ χασμουρητό. Δεν επιχειρώ εδώ να εξιδανικεύσω τον μακαρίτη, ούτε να ισχυριστώ ότι το νταραβέρι του με τους εφήβους ήταν πλήρως απαλλαγμένο από ιδιοτέλεια. Οι έφηβοι αποτελούσαν και αποτελούν τον συμπαγή όγκο των αναγνωστών του. (…) Και στη περίπτωση ωστόσο που ο Σαμαράκης ήταν – καθώς φρονούν ορισμένοι- ο αδιαφιλονίκητος ποιμενάρχης των δημοσίων σχέσεων, θα τον αδικήσουμε κατάφωρα εάν δεν του αναγνωρίσουμε ότι ήταν ένας εξαιρετικά ιδιότυπος ποιμενάρχης, με αδιάπτωτο και απροσποίητο ενδιαφέρον για την τύχη όχι του ποιμνίου του γενικά και αόριστα, αλλά ενός εκάστου προβάτου χωριστά.
Δε θ’ αναφερθώ με λεπτομέρειες στο βιογραφικό του Τατσόπουλου, αν κι έχει ενδιαφέρον, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει κάποιος που ψάχνει τον δρόμο του, με χίλιες -κυρίως συναισθηματικού τύπου- δυσκολίες. Η αποκάλυψη της υιοθεσίας και η «αποστολή» να βρει τα ίχνη της βιολογικής του μητέρας, αποτελούν γι’ αυτόν το άλλοθι που ψάχναμε όλοι στη «σειρά» αυτή για να σταματήσουμε τις ανούσιες σπουδές. Αξιόλογη είναι η εμπειρία του στη σχολή κοινωνικής εργασίας της εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών (συνοδεύτηκε από τη διάλυση κάθε νιτσεϊκής αυταπάτης- σοσιαλιστική μουτσούνα σε καπιταλιστική σκατόφατσα)
(σελ. 130):
Η δυστυχία και η μιζέρια – ιδίως αν ήσουν καλοζωισμένος όπως εγώ- δεν ξεπηδούσε πια από τα μυθιστορήματα και τον κινηματογράφο. Μπορούσες ν ‘αδράξεις τη ζωή και να την ταρακουνήσεις. Με δυο σημαντικές επιφυλάξεις,. Δεν μπορούσες. Να αδράξεις τη ζωή, εννοώ. Νόμιζες ότι μπορούσες, αλλά – εάν δεν ήσουν δομικά ηλίθιος- γρήγορα αντιλαμβανόσουν ότι δεν μπορούσες. (…) Δεύτερον, δεν ήθελες. Και να μπορούσες, που δεν μπορούσες, δεν ήθελες. Κάθε ανθρώπινος οργανισμός έχει και το δικό του όριο αφομοίωσης ποσοτήτων δυστυχίας και μιζέριας. Εάν υπερβούμε αυτό το όριο, όση απόγνωση πλέον και να παραχώσουμε, ο οργανισμός θα αντιδρά πάντα με τον μόνο δυνατό για κείνον τρόπο. Με την εθελοτυφλία. (…) το φαινόμενο λέγεται ακηδία έπληξε κι εμένα νωρίς νωρίς. Από τη δέκατη κιόλας περίπτωση που πέρασε από τα χέρια μου, ως ασκούμενου κοινωνικού λειτουργού, αισθάνθηκα ότι δε με αφορούσε καθόλου μα καθόλου το δράμα του ανθρώπου που καθόταν απέναντί μου. Εφεξής θεώρησα ως ελάχιστη υποχρέωσή μου να μην αποκτήσω ποτέ την άδεια επαγγέλματος. Πιστεύω ότι ο Σταύρος θα ήταν ασυζητητί πιο ενδεδειγμένος. Δεν αστειεύομαι. Μπορεί να υστερούσε στην αυτοσυγκράτηση. Πλειοδοτούσε όμως στο πάθος.
Με αφορμή την αναφορά στη σύγκριση ανάμεσα στον «κακό βασιλιά Όθωνα και τον κακό ποιητή Ζαλοκώστα»:
Στη σχολή κοινωνικής εργασίας μάς έλεγαν πως είναι λάθος να βάζουμε στο ζύγι τις πικρίες. Δικαιούμαστε όλοι ανοιχτή πρόσβαση στη νευρική κατάρρευση, είτε σκάλωσε το τόπι μας στον καναπέ είτε κάηκαν οι μπριζόλες μας στο μπάρμπεκιου είτε ψήθηκε το παιδί μας στο μέτωπο από ναπάλμ. Μολονότι αναγνωρίζω την ορθή βάση του συλλογισμού-
ο πόνος βιώνεται πάντα ατομικά και δεν έχει εφευρεθεί μέχρι στιγμής κανένα αξιόπιστο πονόμετρο-, αντιστέκομαι να μην διακρίνω την πικρία του βασιλιά από την πικρία του ποιητή
(κ.λ.π. κ.λ.π)
Επίκεντρο των αναζητήσεων είναι η μάνα, την οποία αντιμετωπίζει ο συγγραφέας σαν μια ξένη (απολύτως δικαιολογημένα). Κάνει αναφορά και στα άπειρα ετεροθαλή του αδέλφια, μερικά από τα οποία μεγαλώνουν σε ορφανοτροφεία (πικρόχολη η διαπίστωση ότι τα πιο δυστυχισμένα παιδιά στα ορφανοτροφεία είναι όχι τα ορφανά, αλλά αυτά των οποίων οι γονείς ζουν). Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του μικρότερου, του Κώστα Ηλιάκη, ο οποίος δε μεγάλωσε μεν σε ορφανοτροφείο, αλλά το έσκασε από το σπίτι του, και παρόλ’ αυτά κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά.
(σελ. 207)
Προσπαθώ να συγκεντρώσω τις σκόρπιες καρτ- ποστάλ από την αφήγησή του. Το κρεμμύδι με το γουλί κούρεμα. Τον έφηβο που κοιμάται δίπλα στα φέρετρα. Τον πετυχημένο διαφημιστή αντίκρυ. Παντού εντοπίζω την ίδια σπίθα. Το ίδιο πείσμα. Την απόφαση να μην παπαγαλίσει τις ατάκες που του ετοίμασαν. Να γράψει αυτός το σενάριο. Ποιον να πιστέψω έπειτα; Τον Ένγκελς ή τον Ντίκενς;
Κορυφαία στιγμή στην εσωτερική του ωρίμανση είναι τα λόγια του ομοφυλόφιλου Ρούπερτ σε δακρύβρεχτη ταινία: «το αίμα…είναι μια μπούρδα. Όλοι είμαστε γεμάτοι. Είναι καλό…γίνεται κακό… αλλά δεν δείχνει τι είμαστε. Ο πραγματικός γονιός δεν φαίνεται από το DNA. Κανείς δε σε κάνει γονιό, ούτε σε καταργεί. Εγώ κέρδισα το δικαίωμα να είμαι πατέρας του Σαμ».
Και συμπληρώνω με το πιο δυνατό , κατά τη γνώμη μου κομμάτι όσο αφορά την τραγωδία της υιοθεσίας (σελ. 287):
Ο φίλος μου δεν αιφνιδιάζεται. Του θέτω ένα ερώτημα που έχει θέσει άπειρες φορές ο ίδιος στον εαυτό του. Δεν θα υιοθετούσε ένα μαυράκι εάν σ’ αυτό το ερώτημα δεν είχε καταφέρει προ πολλού να δώσει μια αξιόπιστη απάντηση.
«Σκέψου προς στιγμήν», αποκρίνεται, ποιες είναι αληθινά οι επιλογές αυτού του παιδιού. Μπορεί να πάει στο σχολείο ως παιδί κάποιου και μπορεί να πάει στο σχολείο ως παιδί κανενός. Όταν το πειράξουν τα μαλακιστήρια, μπορεί ν’ απαντήσει ως παιδί που προστατεύεται από κάποιον και μπορεί ν’ απαντήσει ως παιδί που το μεσημέρι θα επιστρέψει μόνο του στο ίδρυμα. Αυτή όμως είναι η εγκεφαλική απάντηση. Υπάρχει μία ακόμα- το άλφα στο αλφαβητάρι της υιοθεσίας. Όταν εξηγώ στο μωρό μου τη διαφορά στο χρώμα μας, του λέω πως τα παιδιά χωρίζονται σε παιδιά της κοιλιάς και παιδιά της καρδιάς. Και δεν του λέω μπαρούφες. Το είδα με τα μάτια μου. Πότε ακριβώς άνοιξε η καρδιά της γυναίκας μου. Πότε δέχτηκε μέσα τη την καρδιά του παιδιού μου. Για μένα, εκείνη τη στιγμή, η υπόθεση είχε λήξει. Όλα τα υπόλοιπα- ταλαιπωρίες, αναμονές, διατυπώσεις- ήταν απλή διεκπεραίωση».
Χριστίνα Παπαγγελή

Χαντάντ Ζεράρ, Τη μέρα που με υιοθέτησε ο Λακάν

Ξεκίνησα το βιβλίο με μεγάλο ενθουσιασμό που κράτησε περίπου μέχρι τη μέση. Κυρίως με προσείλκυσε το θέμα, ενώ κι ο τρόπος γραφής δεν είχε αναδείξει ακόμα τις αδυναμίες του. Είναι βιβλίο αυτοβιογραφικό, κι ο αφηγητής – συγγραφέας αναφέρεται στην υπέρογκη προσπάθεια που κατέβαλε να πραγματοποιήσει, έστω και όψιμα, το εφηβικό του όνειρο, δηλαδή να γίνει ψυχοθεραπευτής. Στις πρώτες, ελκυστικές σελίδες συνοψίζει το δίλημμα που τον βασάνιζε στην εφηβεία (γιατρός ή κάτι άλλο) αλλά και τους λόγους για τους οποίους το δίλημμα αυτό ήταν βασανιστικό: η αντίδραση στον πατέρα και στον ιουδαϊσμό, τα σεξουαλικά ταμπού και η υποψία μιας λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας τον οδήγησαν στο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση, αλλά η ψυχασθένεια και νοσηλεία του πρώτου του έρωτα τον τρομάζει και γράφεται στη Γεωργική Σχολή της Τύνιδας.
Ακολουθεί φυσικά η αντίδραση του πατέρα που θεωρεί την απόφαση αυτή «πνευματική αυτοκτονία» και η όλη θητεία του αφηγητή στον γεωργικό τομέα. Η γραφή είναι κάπως ανάμεικτη: γεγονότα «ξερά», δηλαδή παράθεση στεγνή και κάπως ημερολογιακή (πήγα- ήρθα- έφυγα), και αντίστοιχη αναφορά στα συναισθήματα, (π.χ. αυτή η συμπάθεια προς το πρόσωπο μου με συγκίνησε, και έπαψα να νιώθω εγκαταλελειμμένος).
Η ενασχόλησή του με τη γεωπονία έχει ρίσκο κι ενδιαφέρον, αλλά μια- δυο αποτυχίες αποτελούν την αφορμή για την ολοκληρωτική του μεταστροφή.
(σελ. 113);
Ποτέ δεν κατάφερα να κάνω καριέρα, αφού περνούσα από το ένα στο άλλο, ατοπικός παρά τη θέλησή μου, και μερικές φορές το μετανιώνω, γιατί οι γνώσεις μου είναι αποσπασματικές και έχουν κενά, λίγο από δω και λίγο από κει λόγω της πολυμάθειάς μου. Γιατί πάντα έβρισκα τον κόσμο υπερβολικά φανταστικό, γεμάτο από απίστευτα πλούτη, και ποτέ δεν μπόρεσα ν’ απαρνηθώ καμιά από τις ομορφιές του. Τα ενδιαφέροντά μου είναι περιέργως ετερογενή, (…). Όμως αυτή η διάσπαση χωρίς όρια μου έδωσε επίσης και τόσες χαρές.
και (σελ. 171, μετά από την επίσκεψη στο σπίτι του Φρόυντ):
Τελικά, δεν είχα έρθει εδώ για έναν ασήμαντο λόγο, ν’ αποφύγω τις τσιρίδες της πεθεράς μου, για παράδειγμα, αλλά για έναν ουσιαστικό λόγο: ν’ αναγγείλω στην ψυχή του Φρόυντ ότι είχα λάβει το μήνυμά του. Κατά κάποιον τρόπο, μόλις είχα πραγματοποιήσει ως υπνοβάτης τη επιθυμία μου για «προσκύνημα». Πέρα από την μυωπική μου συνείδηση, ανακάλυπτα για μια ακόμη φορά την ύπαρξη μιας πολύ πιο ξεκάθαρης εξουσίας, αυτή που ο Λακάν ονομάζει υποκείμενο του ασυνειδήτου, που ξέρει πού θέλει να πάει, αρκεί να την ακούμε, και να την αφήνουμε, αν χρειάζεται, αχαλίνωτη.
Παρόλη τη φλυαρία σε κάποιες περιπτώσεις ή αντίθετα, τη συνοπτικότητα σε άλλες όπου θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη εμβάθυνση, η επαφή με τον Λακάν και οι δυσκολίες που συναντά, ψυχολογικές, οικονομικές, οικογενειακές συντηρούν το ενδιαφέρον (προσωπικά μέχρι τη μέση περίπου). Σ’ ένα βιβλίο όμως, κάποιου επίδοξου ψυχαναλυτή με τόση θέληση και πείσμα, προσδοκά κανείς να καταλάβει πιο ουσιαστικά τους λόγους της κάποιας π.χ. μεταστροφής, ή τ’ αποτελέσματα της «θεραπείας». Δεν προχωρά ωστόσο σε βάθος, μας αναφέρει ας πούμε ότι έχει προβλήματα στην οικογένεια χωρίς όμως να μας πείθει, πρέπει εμείς να τον πιστέψουμε! Δεν έχει κοινώς το χάρισμα, τη λογοτεχνικότητα που σε αντίστοιχη περίπτωση έχει ο Γιάλομ. Το πράγμα καταντά απογοητευτικό σε σχέση με τον Λακάν, προσωπικά πολύ λίγα πράγματα κατάλαβα από τη συμβολή του Λακάν κι όλης της ψυχοθεραπείας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του αφηγητή ή στις επιλογές του. Όλα τα πληροφορούμαστε εκ των υστέρων (π.χ. αναφέρει ότι περνάει μια περίοδο ηρεμίας μετά από κάποιες σημαντικές συνεδρίες, αλλά δεν καταλαβαίνουμε το γιατί). Προσωπικά μ’ εκνεύρισε ο Λακάν με το «πατρικό» του προφίλ και, όπως τουλάχιστον μας τον παρουσίασε ο Χαντάντ έχασα πάσα ιδέα με τις απαράδεκτα σύντομες και σαδιστικού χαρακτήρα συνεδρίες, που δεν κατάλαβα, (ούτε μας εξήγησε ο συγγραφέας αλλά υποθέτουμε) υποτίθεται είχαν στόχο να αναπαράγουν τη σχέση εξουσίας πατέρα γιου; (σελ. 273: - Γιατί μου φέρεστε τόσο βίαια, ενώ ξέρετε τα αισθήματα που τρέφω για σας; - Γι’ αυτό φέρομαι έτσι, γιατί βρίσκω αυτά τα συναισθήματα εντελώς υπερβολικά.) Πάντως όλη αυτή η εμμονή με το χρήμα, όταν η ώρα γίνεται ένα λεπτό, σε καθιστά καχύποπτο.
Παρόλη την αποκαρδιωτικά εχθρική στάση του Λακάν (κορύφωση η εξοργιστική σελίδα 294!) ο αφηγητής συνεχίζει πιστά, τυφλά να τον εμπιστεύεται και να κινεί τους μηχανισμούς για να γίνει αποδεκτός και να εξασκήσει επίσημα το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Η στροφή του όμως στον ιουδαϊσμό (αρχικά δήλωνε άθεος) ενώ χαιρετήθηκε εγκάρδια από τον Λακάν σαν να επρόκειτο για την επιστροφή του άσωτου υιού, δεν χαιρετήθηκε από τους υπόλοιπους συναδέλφους, οι οποίοι τον αντιμετώπισαν επιφυλακτικά κι εχθρικά στο τέλος. Φαίνεται ότι δεν έγινε αποδεκτή από το κύκλωμα των μεγαλοψυχιάτρων η συσχέτιση Ταλμούδ και ψυχανάλυσης, ίσως για λόγους σιωνισμού, και δεν προχώρησε τη διαδικασία του «περάσματος» ο Χαντάντ (προσωπικά, έπεσα από τα σύννεφα, μου φάνηκε απαράδεκτη αυτή η διαδικασία και πολύ μασονικό το πνεύμα των μεγαλογιατρών. Θεωρώ ότι με το πρόσχημα του «ελέγχου» (αν ο ψυχοθεραπευτής είναι ικανός ή γνώστης), αναπαράγεται μια θεμελιώδης σχέση «πατρική» ή μάλλον πατροναρίσματος, κλασικές σχέσεις εξουσίας).
Όσο αφορά τη σχέση της λακανικής θεωρίας με τον ιουδαϊσμό, έχει ενδιαφέρον το «ξεκίνημα» του Χαντάντ σ’ αυτόν τον δρόμο, όπου συνειδητοποιεί τη συσχέτιση του τοτεμικού γεύματος (Τοτέμ και ταμπού) , με μια συγκεκριμένη και μυστηριώδη τελετή των Εβραίων την παραμονή μιας επίσημης γιορτής του Σεπτεμβρίου (κανιβαλικό στοματικό στάδιο των πρώτων χρόνων της ζωής, οιδιπόδειο κ.λ.π., σελ. 269,270). Οι επιστημονικές προσπάθειες του Χαντάντ στρέφονται στο να εμφανίσουν τον Φρόυντ σαν τον κληρονόμο –«αιρετικό όμως κληρονόμο»- των διδασκαλιών του ιουδαϊσμού). Παρακολουθούμε τις φιλόδοξες προσπάθειές του σ’ αυτόν τον τομέα, τα βήματα αποτυχίας αλλά και καταξίωσης. Η σημασία του θρησκευτικού στοιχείου στο ασυνείδητο φαίνεται ότι ενδιαφέρει ουσιαστικά τον Λακάν, ο οποίος μετά από διάφορες «ψυχρολουσίες» επαινεί κι εγκρίνει το έργο του Χαντάντ.
Το όψιμο κύμα ενθουσιασμού που καταβάλλει τον Χαντάντ για τον ιουδαϊσμό είναι ασφαλώς παρεξηγήσιμο, μέσα στο πνεύμα εθνικισμού που υπάρχει στις μέρες μας. Το συνειδητοποιεί και το παραδέχεται (η φροϋδική βουλγκάτα έλεγε ότι ο ψυχαναλυτής πρέπει να είναι άθεος).
Τις τελευταίες σελίδες τις διάβασα διαγωνίως. Ο Λακάν έχει πια γεράσει, και μετά τον θάνατό του οι αντιπαθείς επίγονοι διαφωνούν μεταξύ τους και διαλύουν τη «σχολή». Βαρέθηκα να παρακολουθήσω τα επί μέρους, ούτε μου δημιούργησε τη συγκίνηση που επιδίωκε ο συγγραφέας με το όνειρο που παραθέτει στο τέλος, όπου του παρουσιάζεται ο Λακάν λέγοντάς του: «Είσαι ο θετός γιος μου»! Είναι η τελευταία φράση του βιβλίου και υπογραμμίζει, ασφαλώς, και τον τίτλο.
Χριστίνα Παπαγγελή

Χατζηγιαννίδη Βαγγέλη, Ο φιλοξενούμενος

Μια καλογραμμένη ιστορία μυστηρίου, όπου το πρόσωπο που αφηγείται (σε σελίδες από κάποιο ημερολόγιο που αποφασίζει να κρατήσει) γνωρίζεται με μια περίεργη, «μυστική» ομάδα πέντε ατόμων, οι οποίοι έχουν την ιδιαιτερότητα να μελετούν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, το «μεγάλο βιβλίο ‘Άνθρωπος’». Συναντιούνται λοιπόν κατά διαστήματα σ’ ένα ξενοδοχείο, ονόματι «Αννιώ» και «πειραματίζονται» πάνω σε άτομα που τους τραβούν το ενδιαφέρον. Ο συγκεκριμένος πρωταγωνιστής τούς προσείλκυσε γιατί είχε δώσει έξυπνες και γρήγορες απαντήσεις σ’ ένα τηλεπαιχνίδι σχετικά με το έμβλημα ενός σωματείου του 18ου αιώνα! Προσκαλούν τον ήρωά μας να συμμετάσχει οικιοθελώς (έναντι αμοιβής) στο «πείραμα» και τον συναντούν όλοι μαζί ή κατά μόνας καθημερινά.
Ενώ η παρέα είναι εξαιρετικά ιδιόρρυθμη, ως σύνολο αλλά κι ένας- ένας χωριστά, ο πρωταγωνιστής είναι ένας …κοινός θνητός (!), ένας φυσιολογικός άνθρωπος, ο οποίος καταγράφει με λεπτομέρειες τις εντυπώσεις του, αλλά και τα συναισθήματά του. Έτσι, ταυτιζόμαστε μαζί του, κι όσο παρατραβηγμένες κι αν φαίνονται οι πράξεις των υπολοίπων, η οπτική γωνία του έκπληκτου αφηγητή μάς καλύπτει. Γρήγορα αποκαλύπτει ότι κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο, και η έμφυτη περιέργειά του (άλλωστε γι’ αυτό δεν τον επέλεξαν;) τον κάνει να βρεθεί ενώπιον ενός ….πτώματος ή μάλλον …τάφου.(!)
Η μυστική αυτή «αδελφότητα» κρατά στα χέρια της ένα αρχαίο κειμήλιο, ένα βιβλίο όπου φανερώνεται η μυστική ύπαρξη της θεάς «Αινώς», μια θεότητα που προστατεύει τα μυστικά, και ρίχνει την κατάρα της πάνω σ’ αυτούς που την προδίδουν! Αφού δεσμεύσαν τον ήρωα να με το να τους εκμυστηρευτεί το δικό του μυστικό, του αποκάλυψαν την ύπαρξη αυτής της θεότητας.
Ο ορθολογιστής όμως εντέλει Χ.Ψ. (δε θυμάμαι τ’ όνομά του), δεν αντέχει το ηθικό βάρος της απόκρυψης ενός φόνου, κι όταν επιτέλους αποφασίζει να φύγει, καταδίδει το έγκλημα στην αστυνομία. Οι εσωτερικές συγκρούσεις περιγράφονται πολύ αναλυτικά και έξυπνα, με μια ελαφρά δόση χιούμορ.
Είναι γενικά ένα έξυπνο βιβλίο, με λογοτεχνικότητα αλλά και βάθος, ευρηματικότητα και στην πλοκή αλλά και στη δομή του. Ο εγκέφαλος της ομάδας, γνήσιος ιδεολόγος, στέλνει μετά την αποφυλάκισή του ένα γράμμα στον ήρωά μας, όπου φαίνεται ότι η πίστη στη «μυστική θεά» δικαιώθηκε, εφόσον τον τιμώρησε σκληρά για την ύβρη που διέπραξε να φανερώσει τη μυστική της ύπαρξη!!! Επομένως, και ο ορθολογιστής, αλλά και ο μυστικιστής φτάσαν τελικά την αλήθεια τους!
Δείγματα γραφής:
σελ. 82: … όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι θυμόμαστε με απόλυτη σαφήνεια μια εικόνα από τα περασμένα, πάντοτε υπάρχουν σημεία που μας διαφεύγουν. Λέμε, για παράδειγμα «Θυμάμαι τόσο ζωντανά τη μέρα που επισκεφτήκαμε τη θεία στο εξοχικό της και τη βρήκαμε να καθαρίζει χόρτα στην κουζίνα, σα να τη βλέπω μπροστά μου!» Κι όμως, αν ρωτήσουμε τον εαυτό μας, «Ωραία λοιπόν, και τι φορούσε εκείνη τη μέρα η θεία, τι χρώμα είχε η ποδιά της, πως ήταν οι παντούφλες της», θ’ ανακαλύψουμε πως είναι αδύνατο να θυμηθούμε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μόνο σε μια φωτογραφία θα μπορούσαν να’ χουν αποτυπωθεί, όχι στη μνήμη μας. Κι όμως όταν φέρνουμε στο νου μας τη θεία, τη φέρνουμε ντυμένη (και όχι γυμνή!), αλλά με τι ρούχα έχουμε επιλέξει να τη ντύσουμε στη φαντασία μας, αφού είναι αδύνατον να θυμόμαστε τα πραγματικά;
Χριστίνα Παπαγγελή

Χατζόπουλου Κωνσταντίνου, Φθινόπωρο

Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να ξεκαθαρίσω τα πρόσωπα και τους ρόλους στις πρώτες σελίδες (γιαγιά- Μαρίκα (πρωταγωνίστρια)- Ευανθία- Στέφανος κρυφά ερωτευμένος με Ευανθία αλλά δεσμευμένος με Μαρίκα- ανεπιθύμητη για την Αγλαϊα η Κατίγκω που δε θυμάμαι ποιο συγγενικό ρόλο είχε- νομάρχης ελεύθερος για γάμο- στρατηγός επίσης κ.λ.π.)
Η ατμόσφαιρα υποβλητική, πολύ υπαινικτική, με κρυφές εντάσεις, ανομολόγητες επιθυμίες και πάθη που αποκαλύπτονται σε ανεπαίσθητες κινήσεις. Χειρονομίες, βλέμματα, ήχοι, φως. Ανάλογο και το – συμβολικό- ύφος του Χατζόπουλου: παραστατικότητα, διάλογοι, σιωπές μακρές και έμφαση στις λεπτομέρειες των κινήσεων (δραματικότητα), όπου δεν κατονομάζονται τα συναισθήματα, αλλά φανερώνονται σιωπηλά μέσα απ’ αυτές. Σε κάθε σχεδόν σελίδα υπάρχει κάποια αναφορά στο φως ή στον ίσκιο ενός βλέμματος, σε αχτίδες, σε «φέγγος», αστραποβόλημα κ.ο.κ., πράγμα που κάνει γοητευτική την αφήγηση αλλά γίνεται υπερβολή (μανιέρα).
Το περιβάλλον είναι το κλειστό επαρχιακό περιβάλλον του 19ου αι., με τον συντηρητισμό του, τη ματαιοδοξία του, τις λιγοστές διεξόδους (ποίηση- μουσική- περίπατος), τη μιζέρια του. Ξεχωριστή, νεανική ζωντανή, δραστήρια, ξεφεύγοντας απ’ το νεκρικό πνεύμα, είναι η παρουσία της Ευανθίας, που παίζει με όλα και ιδιαίτερα με τ’ απολιθώματα του συντηρητισμού.
Το ποιητικό ύφος του Χατζόπουλου αποδίδει πολύ εύστοχα τη ρευστότητα κάποιων καταστάσεων και κάποιων στιγμών:
(σελ. 160):
Καθώς στάθηκαν και κοίταζαν, η Μαρίκα πρόσεξε πως πουθενά δεν έριχνε ίσκιο η θολή μέρα· και ο Στέφανος είδε πως τα μάτια της Μαρίκας ήταν χωρίς ίσκιο- χωρίς άλλον ίσκιο απ’ τους μαύρους κύκλους γύρω τους. Στιγμές- στιγμές σαν να χάνονταν μάλιστα κι αυτοί στο φως που έχυνε το βλέμμα της. Αλλά το φως αυτό δεν ήταν φέγγος· ήταν ήμερο, γαληνό φως θαμπό, όμοιο μ’ εκείνο που έχυνε η συννεφιασμένη μέρα ολόγυρα.
Ιμπρεσιονισμός;
Χριστίνα Παπαγγελή,

Γιούαν Μακ Ίαν, Έμμονη αγάπη

Συναρπαστικό από την πρώτη σελίδα. Για την ακρίβεια, οι πρώτες αράδες, αλλά και οι πρώτες πενήντα –περίπου- σελίδες είναι γραμμένες με το ύφος του αφηγητή που έζησε κάτι τρομερό, θέλει να το αφηγηθεί ακριβώς όπως το βίωσε, προοικονομεί αυτό που αισθάνεται τώρα (που έχει «τελειώσει» η περιπέτεια), και σου ανακινεί, επομένως, συνέχεια το ενδιαφέρον, με φράσεις του τύπου: «Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή, το ακριβές σημείο στο χάρτη του χρόνου: εγώ άπλωνα το χέρι μου», … ή «στραφήκαμε ν’ αγναντέψουμε τον αγρό και διακρίναμε τον κίνδυνο» …ή «Η μεταμόρφωση ήταν απόλυτη», « Τι βλακεία, να τρέξω να μπλεχτώ σ’ αυτήν την ιστορία» κ.α.
Το κυριότερο, δεν σε διαψεύδει. Η ιστορία, όταν τη συναρμολογήσεις, είναι όντως αφ’ εαυτής «τρομερή», μοναδική κι ανεπανάληπτη, αφορμή για επαναπροσδιορισμό σχέσεων κι αντιλήψεων περί ζωής και θανάτου. Δεν πρόκειται μόνο για τον παράλογο και μάταιο θάνατο του άγνωστου Λόγκαν, που άθελά τους τον προκάλεσαν οι υπόλοιποι ( μαζί κι ο ήρωάς μας), αλλά το μοιραίο αυτό γεγονός ήταν η αφορμή να εμπλακεί ο πρωταγωνιστής με τον Πάρι, έναν παράξενο και ψυχαναγκαστικό τύπο, που φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή του και αποτελεί οριακό σημείο αναφοράς.
(σελ. 37):
Όσο επιστημονικά ενημερωμένος κι αν θεωρούμε τους εαυτούς μας, ο φόβος και το δέος που νιώθουμε μπροστά σ’ έναν νεκρό εξακολουθούν να μας προκαλούν έκπληξη. Στην παραγματικότητα, ίσως εκείνο που μας εκπλήσσει είναι η ζωή.
(σελ.48):
Ο Λόγκαν πέθανε μάταια- ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που βρισκόμασταν σε κατάσταση σοκ. Καμιά φορά, οι καλοί άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν, όχι επειδή η καλοσύνη τους περνάει δοκιμασία, μα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τίποτα, κανείς για να την εκτιμήσει. Κανένας εκτός από μας.
Όταν πια κατασίγασαν τα γεγονότα, το σοκ, οι τύψεις, οι αναδιευθετήσεις, ο πρωταγωνιστής με τη γυναίκα του:
(σελ. 52):
Συναισθηματική αλληλοϋποστήριξη, σεξ, σπιτική θαλπωρή, κρασί, φαγητό, κοινωνικές σχέσεις- θέλαμε να επανασυγκροτήσουμε τον κόσμο μας ολόκληρο. (…) τη διηγηθήκαμε όπως κάνουν οι παντρεμένοι, που μονολογεί πρώτα ο ένας, με τον άλλον να τον διακόπτει όλο και πιο συχνά, αναγκάζοντάς το τελικά να παραδώσει τη σκυτάλη. Αρκετές στιγμές μιλούσαμε ταυτόχρονα, μολαταύτα η ιστορία μας κέρδιζε σε συνοχή· είχε μορφή και τώρα περιγραφόταν από θέση ασφαλείας. Έβλεπα τα ανήσυχα, έξυπνα πρόσωπα των φίλων μας να μελαγχολούν, καθώς άκουγαν τη διήγησή μας. Το σοκάρισμά τους δεν ήταν παρά μια απλή σκιά του δικού μας· έμοιαζε περισσότερο με μια φιλότιμη μίμηση αυτού του συναισθήματος και γι ‘ αυτό το λόγο υπήρχε ο πειρασμός της υπερβολής στην προσπάθειά τους να ρίξουν ένα σκοινί από υπερθετικά πάνω από την άβυσσο που χώριζε το βίωμα από την αναπαράστασή του με τη μορφή ανεκδότου. Τις επόμενες μέρες και βδομάδες, η Κλαρίσα κι εγώ διηγηθήκαμε την ιστορία μας πολλές φορές σε φίλους, συναδέλφους και συγγενείς. Παρατήρησα ότι χρησιμοποιούσα τις ίδιες φράσεις, τα ίδια επίθετα, με την ίδια σειρά. Είχαμε φτάσει στο σημείο ν’ απαριθμούμε τα γεγονότα χωρίς να τα ξαναζούμε, ούτε σε ελάχιστο βαθμό, χωρίς ούτε να τα θυμόμαστε.
Η παθολογική «αγάπη» και η ενοχλητική παρέμβαση του Πάρι στην ιδιωτική ζωή του Τζο (με τηλεφωνήματα, επιστολές και παρακολούθηση του σπιτιού) γίνεται εφιάλτης, αρχικά του δημιουργεί συναισθήματα πανικού και διαβρώνει τη ηρεμία του αλλά και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία (πολύ σπαστικιά) όχι μόνο αντιδρά εγωιστικά και σπασμωδικά και δεν τον υποστηρίζει, αλλά δεν τον πιστεύει και του δημιουργεί πρόσθετα συναισθήματα ανασφάλειας. Η εμμονή γίνεται τόσο έντονη, και είναι παρουσιασμένη με τέτοιο τρόπο που κάποια στιγμή υποψιάζεται ο αναγνώστης ότι ο αφηγητής- ήρωας είναι που έχει το ψυχολογικό πρόβλημα κι ότι η γυναίκα του έχει δίκιο. Τα συναισθήματά του, βέβαια, μετά το ψυχολογικό σοκ αλλά και την ψυχρότητα με την Κλαρίσα είναι ευάλωτα και ενδόμυχα ίσως τον κολακεύει η προσέγγιση του Πάρι. Έτσι, βλέπουμε την εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή απέναντι σε «τέρατα» που δεν μπορεί να ελέγξει, και με ανακούφιση διαπιστώνουμε ότι δικαιώνεται στο τέλος , μέσα από το επεισόδιο της απόπειρας δολοφονίας του από τον Πάρι (ανακούφιση γιατί αν όλα ήταν ψυχολογική προβολή ή τέλος πάντων πρόβλημα του Τζο, θα ήταν πολύ …ανόητο, πολύ «αμερικάνικο»!!)
(σελ. 215):
Ήταν ένα λάθος. Τίποτα προσωπικό. Είχε κάνει μια συμφωνία με κάποιους κι αυτοί τα θαλάσσωσαν. Εμένα θα’ πρεπε να είχαν πυροβολήσει.
Όμως δεν ένιωθα τίποτα, ούτε μια σπίθα δικαίωσης. Όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή πριν εφευρεθούν τα συναισθήματα, πριν διαιρεθεί η σκέψη, πριν από τον πανικό και την ενοχή και όλες τις επιλογές που είχε ο άνθρωπος.
Φυσικά, κανείς δεν είδε κι ερμήνευσε τα γεγονότα όπως τα είδε ο Τζο!! Έτσι, ενώ ως αφηγητής μας έχει πείσει ότι ο Πάρις ήταν που έδωσε εντολή να τον πυροβολήσουν, αλλά από λάθος πυροβολήθηκε άλλος, ούτε η Κλαρίσα, ούτε οι ανακριτές τον ….πιστεύουν!!
(σελ. 223):
Ένιωσα μια γνώριμη αίσθηση απογοήτευσης. Κανένας δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε τίποτα. Ζούσαμε σ’ ένα χάος από μισοαλήθειες και ανακρίβειες· τα δεδομένα των αισθήσεών μας έφταναν στον εγκέφαλο παραμορφωμένα από ένα πρίσμα επιθυμιών και πεποιθήσεων που δεν άφηνε ανεπηρέαστη ούτε τη μνήμη μας. Βλέπαμε και θυμόμασταν ό, τι μας ευνοούσε και στην πορεία πείθαμε ανάλογα τους εαυτούς μας. Η αυστηρή αντικειμενικότητα, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορούσε τους εαυτούς μας, υπήρξε πάντα μια καταδικασμένη στρατηγική. Είμαστε απόγονοι αγανακτισμένων, παθιασμένων αφηγητών, που προσπαθώντας να πείσουν τους άλλους με μισοαλήθειες, έπειθαν ταυτόχρονα και τους εαυτούς τους. (…) Όταν δε μας συμφέρει, δε μπορούμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτό που υπάρχει μπροστά μας.
Και παρακάτω:
Όπως κατέβαινα βιαστικά το διάδρομο, μου ήρθε ξανά εκείνη η αίσθηση συρρίκνωσης και απομόνωσης. Ίσως ήταν αυτολύπηση τελικά: ένας μανιακός προσπαθούσε να με σκοτώσει και το μόνο που είχε να μου προσφέρει ο νόμος ήταν το Προζάκ.
Έτσι αρχίζει η διαδικασία αυτοάμυνας κι αυτοδικίας (ο απομονωμένος Τζο βρίσκει κάποιο όπλo και κυκλοφορεί πια μ’ αυτό). Για να μην τα πολυλογώ, ο Πάρις πάσχει από το λεγόμενο σύνδρομο Clerambauld («ανθρωποερωτική ιδεοληψία με θρησκευτικές προεκτάσεις»). Η μανία του τον οδηγεί φυσικά στα άκρα, απειλεί με όπλο την Κλαρίσα, ομολογεί μπροστά της την απόπειρα δολοφονίας, απειλεί ν’ αυτοκτονήσει. Τόσο ενδιαφέρον δεν είχε για μένα η κατάληξη της ιστορίας και η δικαίωση του ήρωα, όσο το ότι η πλοκή αυτή αποκάλυψε την προσωπικότητα του Τζο αλλά και της Κλάρίσα (πράγματι απαράδεκτη):
Από τη δική μου πλευρά, εκτός από το στρες, τα γεγονότα επιβεβαίωσαν μεμιάς τόσες φριχτές μου υποψίες, ώστε η δικαίωση δεν μου έδωσε αρχικά καμιά παρηγοριά. Αντίθετα, ένιωθα να με παραλύει μια επίπεδη και στενάχωρη αίσθηση πένθους. Ήταν ένας ήρεμος θυμός, που δυσκολευόμουν ακόμα περισσότερο να τον αντέξω ή να τον εκφράσω, επειδή διαισθανόμουν ότι το να έχω δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση σήμαινε ταυτόχρονα ότι η αλήθεια κολλούσε πάνω μου σαν μίασμα.
Η διαίσθηση του ήρωα ότι αυτό το επεισόδιο θα έφερνε το οριστικό τέλος της σχέσης του με την Κλαρίσα, επιβεβαιώνεται. Πώς όχι; Ο συγγραφέας δείχνει συνέπεια ως προς αυτό, δεν αφήνει κενά. Οι υπεραναλυτικές του περιγραφές μάς έχουν προετοιμάσει και δε μας εκπλήσσει η αψυχολόγητη αντίδραση της Κλαρίσα, να …. ζητήσει και τα ρέστα από πάνω. Του στέλνει μια επιστολή όπου διακρίνεται γι’ άλλη μια φορά ο υπέρμετρος αλλά καλυμμένος, «πολιτισμένος» εγωισμός της. Η υπόθεση «κλείνει», όπως κλείνει και το πληγωμένο πένθος τη γυναίκας του νεκρού που μαθαίνει ότι , όχι , ο άντρας της δεν ήταν με άλλη γυναίκα τη μέρα του θανάτου του.
Ήταν δηλαδή ένα ολοκληρωμένο και ισορροπημένο βιβλίο και από άποψη πλοκής αλλά και ψυχογραφικού ενδιαφέροντος.
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Γιούαν Ίαν Μακ, Σάββατο

Πρόκειται για μια λεπτομερέστατη και αναλυτικότατη περιγραφή ενός …Σαββάτου, μιας μέρας «ξεκούρασης» δηλαδή, ενός μεγαλογιατρού (νευροχειρούργου εγκεφάλου), ιδωμένης από την δική του καθαρά εσωτερική σκοπιά, αν και η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Τον παρακολουθούμε από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του, πολύ πριν ξημερώσει, και η περιγραφή κάθε μύχιας σκέψης και αντίδρασης είναι τόσο λεπτομερειακή, που αναγκαστικά γίνονται αναφορές σ’ όλο του το παρελθόν, τις συνήθειες κ.λ.π. Είναι σαν να βρίσκεται δίπλα μας και να μας αφηγείται, δίνοντας όλες τις πληροφορίες, τις εξηγήσεις που χρειάζονται, για να καταλάβουμε τα συναισθήματά του και τη συμπεριφορά του. Έχει ενδιαφέρον φυσικά αυτή η ανάλυση, όπου αναγνωρίζει κανείς δικές του προσωπικές αδιόρατες και ανείπωτες εσωτερικές καταστάσεις.
Η αφήγηση κυλά αργά, καθώς η καταγραφή του τρόπου συνειδητοποίησης των γεγονότων επιβραδύνει τον «πραγματικό χρόνο». Τα γεγονότα αυτά καθαυτά έχουν ενδιαφέρον: ασφαλώς, δεν είναι ένα τυχαίο ή αδιάφορο Σάββατο! (αν, κι αυτό ακόμα θα μπορούσε να’ χει ενδιαφέρον, βλέπε Προυστ). Δεν έχει σημασία, βέβαια, να καταγράψω ένα προς ένα τα γεγονότα αυτά, σημασία έχει η οπτική γωνία, δηλαδή ο τρόπος που προτείνει έμμεσα ο συγγραφέας να βλέπει καθένας τη ζωή του. Σε γενικές γραμμές, η οικογένεια είναι μια όαση χαράς για τον ήρωα (Μια ζωή δεν θα έφτανε για να βρει άλλη γυναίκα που μαζί της θα μάθαινε να είναι τόσο ελεύθερος, που θα μπορούσε να την ικανοποιήσει με τόση ελευθερία και ικανότητα. Από κάποιο κουσούρι στον χαρακτήρα του, στο σεξ η οικειότητα τον ερεθίζει πιο πολύ απ’ το καινούριο. Υποπτεύεται πως μέσα του υπάρχει κάτι το μουδιασμένο ή ελαττωματικό ή συνεσταλμένο. Ένα σωρό φίλοι του έχουν περιπέτειες με νεότερες γυναίκες). Τα παιδιά του, μεγάλα πια, δίνουν αφορμή για σύντομα «δοκίμια» πάνω στη λογοτεχνία (η κόρη του σπουδάζει κάτι σχετικό) και στη μουσική (ο γιος του, αντίστοιχα, είναι μουσικός). Αυτά τα σημεία έχουν για μένα και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: ο ήρωάς μας, δεν αγαπά τη λογοτεχνία, αλλά κάνει φιλότιμες προσπάθειες να πλησιάσει την κόρη του διαβάζοντας τα βιβλία που της προτείνει:
Σελ. 103:
με την καθοδήγηση της Νταίζης ο Χένρυ έχει διαβάσει όλη την Άννα Καρένινα και την Μαντάμ Μποβαρύ, δυο αναγνωρισμένα αριστουργήματα. Αφοσιώθηκε στην πλούσια πλοκή αυτών των περίπλοκων παραμυθιών, χάνοντας πολλές ώρες από τον πολύτιμο χρόνο του. Και τι κατάλαβε τελικά; (…) Αν, όπως είπε η Νταίζη, η ιδιοφυία έγκειται στη λεπτομέρεια, τότε δεν τον συγκίνησε. Οι λεπτομέρειες ήταν αρκετά ταιριαστές και πειστικές, αλλά σίγουρα όχι και τόσο δύσκολο να τις συγκεντρώσεις αν ήσουν παρατηρητικός και είχες την υπομονή να τις καταγράψεις όλες. Αυτά τα βιβλία ήταν προϊόντα σταθερής, χειρωνακτικής συσσώρευσης.
Στη συνέχεια συγκρίνει την κλασική λογοτεχνία με τον μαγικό ρεαλισμό:
Τι έκαναν αυτοί οι διάσημοι συγγραφείς- ενήλικες άντρες και γυναίκες του 20ου αιώνα- προσδίδοντας υπερφυσικές δυνάμεις στα πρόσωπα των έργων τους; Δεν μπόρεσε ποτέ να διαβάσει μέχρι τέλους ούτε ένα από κείνα τα ενοχλητικά ζαχαρωτά. Και ήταν γραμμένα για ενήλικες, όχι για παιδιά.(…) Το πραγματικό, και όχι το μαγικό, πρέπει να είναι η πρόκληση. Αυτή η λίστα με τα βιβλία έπεισε τον Περόουν πως το υπερφυσικό είναι το καταφύγιο μιας ανεπαρκούς φαντασίας, μια εγκατάλειψη του καθήκοντος, μια παιδιάστικη αποφυγή των δυσκολιών και των θαυμάτων του πραγματικού, της απαιτητικής αναπαράστασης του πειστικού.
«Όχι άλλους νάνους τυμπανιστές», την ικέτευσε στο γράμμα του, αφού πρώτα της έγραψε τον εξάψαλμο. «Σε παρακαλώ, όχι άλλα φαντάσματα, αγγέλους, σατανάδες και μεταμορφώσεις. Όταν οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, τίποτε δεν έχει νόημα. Για μένα, όλα αυτά είναι κακογουστιά».
Με βρίσκει σύμφωνη αυτή η διατύπωση για τα υπερβολικά ευφάνταστα έργα όχι όμως για τα έργα μαγικού ρεαλισμού, όπου κατά τη γνώμη μου το περιεχόμενο δεν εξαντλείται στην φανταστική πλοκή.
Για το μυθιστόρημα, γενικότερα, σκέφτεται αυτός ο καθαρά επιστημονικός και ορθολογικός νους:
Μέχρι τώρα, οι λίστες της Νταίζης τον έχουν πείσει πως το μυθιστόρημα είναι υπερβολικά ανθρώπινα ελαττωματικό, υπερβολικά εκτεταμένο και αμεθόδευτο για να εμπνεύσει καθαρό θαυμασμό για το μεγαλείο της ανθρώπινης επινοητικότητας, για το ακατόρθωτο που πραγματοποιείται με τρόπο εκθαμβωτικό. Ίσως μόνο η μουσική έχει τέτοια αγνότητα.
Για τη μητέρα του (σελ. 224):
Η Λίλιαν Περόουν δεν ήταν ηλίθια ή ασήμαντη, η ζωή της δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτός, ως νεαρός, δεν έχε κανένα δικαίωμα να είναι συγκαταβατικός απέναντί της. Όμως τώρα είναι πολύ αργά για να ζητήσει συγνώμη. Αντίθετα με τα μυθιστορήματα της Νταίζη, οι στιγμές του επακριβούς απολογισμού, σπανίζουν στην πραγματική ζωή. Τα ζητήματα παρερμηνείας συχνά δεν λύνονται. Ούτε παραμένουν επιτακτικά άλυτα. Απλώς ξεθωριάζουν. Οι άνθρωποι δεν θυμούνται καλά, ή πεθαίνουν, ή πεθαίνουν τα ζητήματα και άλλα παίρνουν τη θέση τους.
Αντίστοιχες εσωτερικές σκέψεις κάνει ο Περόουν όταν παρακολουθεί το συγκρότημα του γιου του:
(σελ. 246) Υπάρχουν αυτές οι σπάνιες στιγμές όπου οι μουσικοί αγγίζουν μαζί κάτι γλυκύτερο απ’ όσο είχαν ανακαλύψει στις πρόβες ή στην συναυλία, πέρα από το απλό στοιχείο της συνεργασίας ή των τεχνικών γνώσεων, όταν η έκφρασή τους γίνεται αβίαστη και γεμάτη χάρη, όπως η φιλία ή ο έρωτας. Αυτό συμβαίνει όταν μας αφήνουν να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε, στον καλύτερο εαυτό μας, και σ΄ έναν αδιανόητο κόσμο, όπου δίνεις ό,τι έχεις στους άλλους, αλλά δεν χάνεις τίποτα απ’ τον εαυτό σου.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου, και γενικότερα του Μακ Γιούαν , είναι η παράθεση εξαιρετικά αναλυτικών στοιχείων όσον αφορά τις ασχολίες των ηρώων, π.χ. φοβερές λεπτομέρειες ιατρικού χαρακτήρα ή όσον αφορά τη μουσική. Πολλές φορές είναι υπερβολικές και κουραστικές, αλλά κατά κανόνα γραμμένες με έξυπνο και ενδιαφέροντα τρόπο. Ιδιαίτερα οι λεπτομέρειες που αφορούν τη τέχνη (μουσική και λογοτεχνία εδώ) με ενδιαφέρουν άμεσα. Βρίσκεται ωστόσο στο όριο να νομίζει κανείς ότι το μυθιστόρημα είναι μια πρόφαση για να αναπτύξει ιδέες και θεωρίες. Νομίζω ότι δεν έχει υπερβεί τα εσκαμμένα. Άλλωστε, δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο Σάββατο, όπως θα περίμενε κανείς: Υπάρχει ένα κεντρικό έκτακτο επεισόδιο, αρκετά καθοριστικό για την μετέπειτα εξέλιξη των σχέσεων της οικογένειας. Η ζωή του πρωταγωνιστή απειλείται, μάλιστα δυο φορές και παρακολουθούμε τη μεταμόρφωσή του μέσα από το βασικό αυτό επεισόδιο όπου υπάρχει ανακατεμένο το στοιχείο της ενοχής με την ευθύνη (ο γιατρός, ως νευροχειρούργος εγκεφάλου, ξέρει περισσότερα για τον Μπάξτερ που του απείλησε τη ζωή από τον ίδιο τον Μπάξτερ). Ο Μπάξτερ έτσι, γίνεται σχεδόν συμπρωταγωνιστής, εφόσον για κείνον η σχέση του με τον γιατρό- θύμα αποβαίνει σχέση ζωής-θανάτου. Το βιβλίο γίνεται πολύ ενδιαφέρον όσο αφορά την «πλοκή» και γλιτώνει από το να γίνει θεωρητικό κατασκεύασμα- ή μάλλον άθροισμα- θεωριών.
Αντιγράφω κι ένα ακόμα δευτερεύον σημείο που μου άρεσε, σε σχέση με τον θάνατο της μητέρας του Περόουν:
(σελ. 387) Τους πήρε μια μέρα να διαλύσουν την ύπαρξη της Λίλυ. Αποσυναρμολογούσαν το σκηνικό μιας παράστασης, ενός μονοπρόσωπου οικιακού μονόπρακτου, χωρίς την έγκριση του θιάσου. (…) Αλλά η ζωή της, όλες οι ζωές του φαίνονταν ασήμαντες βλέποντας πόσο γρήγορα, με πόση ευκολία, όλα τα εξωτερικά σημάδια, όλες ποι λεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής μπορούσαν να συσκευαστούν και να πεταχτούν στα σκουπίδια. Καθώς τα ράφια και τα συρτάρια άδειαζαν, και τα κουτιά και οι σακούλες γέμιζαν, κατάλαβε ότι, στην πραγματικότητα, κανείς δεν κατέχει τίποτα. Τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από μας, στο τέλος θα τα εγκαταλείψουμε. Δούλεψαν όλη τη μέρα κι έβγαλαν έξω εικοσιτρείς σακούλες για τους σκουπιδιάρηδες.
Το βιβλίο τελειώνει με την εκπνοή της μέρας, όταν ο ήρωας κλείνει τα μάτια του για ν’ αποκοιμηθεί.

Χριστίνα Παπαγγελή