Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2014

Επιχείρηση ζάχαρη, Ίαν Μακ Γιούαν (Sweet tooth)

Δεν ήταν, ή δεν ήταν μόνο μια ολέθρια προδοσία, μια προσωπική καταστροφή. Η προσβολή με είχε απασχολήσει τόσο ώστε δεν είχα διακρίνει αυτό που πραγματικά ήταν – μια ευκαιρία, ένα δώρο.  Ήμουν ένας μυθιστοριογράφος χωρίς μυθιστόρημα  και τώρα η τύχη μου είχε ρίξει στον δρόμο μου, ένα νόστιμο κόκαλο,
το γυμνό περίγραμμα μιας απίστευτης ιστορίας.
Κι εμείς, οι αναγνώστες του βιβλίου διαβάζουμε αυτή την απίστευτη ιστορία; Την ιστορία δηλαδή που γράφει πυρετωδώς ο νεαρός εξαπατημένος συγγραφέας, εραστής της πρωταγωνίστριας/αφηγήτριας, μόλις αποκάλυψε την απροσμέτρητη προδοσία σε βάρος του; Μάλλον, τουλάχιστον ένα μέρος της! Μόνο που αυτό το ανακαλύπτουμε κι εμείς στο τέλος, γιατί στις τελευταίες σελίδες ο πραγματικός συγγραφέας, ο Μακ Γιούαν δηλαδή, μας επιφυλάσσει μια μεγάλη ανατροπή.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί τεκμηριωμένα ότι πρωταγωνιστής είναι ουσιαστικά η λογοτεχνία∙  το πάθος για διάβασμα, το πάθος για γράψιμο. Η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια  είναι μια νεαρή αποτυχημένη μαθηματικός που ουσιαστικά ήθελε να σπουδάσει αγγλική φιλολογία. Μια «ταχυαναγνώστρια» που αγαπά  τη λογοτεχνία και ρουφά κυριολεκτικά τα βιβλία. Δε βλέπει φιλολογικά όμως το πράγμα, η αναγνωστική της δίψα είναι μια ανάγκη πιο άμεση, πιο ζωτική (οι ανάγκες μου ήταν απλές. Δε με πολυαπασχολούσε το θέμα ή οι εύστοχες φράσεις και πηδούσα τις εκλεπτυσμένες περιγραφές του καιρού, των τοπίων ή των εσωτερικών χώρων. Ήθελα χαρακτήρες πειστικούς και ήθελα ο συγγραφέας να μου εξάπτει την περιέργεια για το τι επρόκειτο να τους συμβεί). Μάλιστα οι φίλες της που σπούδαζαν φιλολογία γελάνε με τις επιλογές της, όμως, όπως λέει η ίδια, εκείνα τα βιβλία προετοίμασαν την καριέρα της στις μυστικές υπηρεσίες.
Πώς η πηγαία αγάπη της Σερίνα για τη λογοτεχνία την οδηγεί στη μυστική ασφάλεια των βρετανών, τη Μ15, όπου προσλαμβάνεται μετά από την παρότρυνση του αρκετά μεγαλύτερου σε ηλικία ερωτικού της συντρόφου Τόνυ Κάννινγκ; Κατά το «εικός και αναγκαίον»! Ο Γιούαν βάζει την ηρωίδα του -ένα έξυπνο και εντυπωσιακό σε εμφάνιση αλλά άπραγο κορίτσι-  να αφηγείται με εξομολογητική διεισδυτικότητα όλα τα βήματα που την οδήγησαν σε μια καταστροφική αυτοπαγίδευση: τη συμμετοχή της σε μια φοιτητική φυλλάδα με κριτικές σε βιβλία, απ όπου την έδιωξαν επειδή τα βιβλία που διάβαζε (π.χ. Το μηδέν και το άπειρο του Άρθουρ Καίστλερ, Το αρχιπέλαγο Γκουλάγκ, του Σολζενίτσιν, Η επικίνδυνη στροφή του Ναμπόκοφ, το 1984 του Όργουελ) είχαν «παρασοβαρέψει», το ίδιο  και οι κριτικές της∙  τις ερωτικές της σχέσεις και κυρίως τη σχέση της με τον Τόνυ, καθηγητή ιστορίας , που, πεισμένος για την αντισοβιετική και ψυχροπολεμική ιδεολογία της Σερίνα, την ωθεί στο να ασχοληθεί με τα προβλήματα της εποχής, να έχει άποψη, και να δώσει εξετάσεις στη Μυστική Υπηρεσία∙ την πρόσληψή της στη Μ15 που της εξασφαλίζει μια σταθερή δουλειά (μπορούσα να ανακοινώσω στους γονείς μου ότι είχα μια αξιοπρεπή δημοσιοϋπαλληλική θέση στο τμήμα Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης∙ τη συμμετοχή της στην «Επιχείρηση ζάχαρη», ένα σχέδιο των μυστικών υπηρεσιών για να προωθήσουν την κουλτούρα και να καλλιεργήσουν το σωστό είδος διανοουμένων (!)∙ τον έρωτα ανάμεσα σ εκείνη και τον υποψήφιο νεαρό συγγραφέα/ θύμα, τον Τομ Χάλεϋ (πώς μπορείς ν αγαπήσεις έναν άνθρωπο μέσα από τα διηγήματά του;),  τα ψέματα που αναγκάζεται να λέει. Και ύστερα ο… γκρεμός, το αδιέξοδο, η καταστροφική ντροπή μπροστά στη γελοιοποίηση και των δύο όταν γίνεται γνωστό ότι το βραβείο Όστεν, που ποτέ δεν είχε δοθεί σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, δόθηκε σε κάποιον που έπαιρνε επιχορήγηση από τη μυστική ασφάλεια! Η προδοσία που σκοτώνει τον έρωτα…
Τέλος,  ποιος είπε ότι η ποίηση δεν προκαλεί κανένα γεγονός;

Το ενδιαφέρον που προκαλεί στον αναγνώστη η μυθιστορηματική πλοκή  (σε συνδυασμό βέβαια με το εγγυημένο ύφος του Μακ Γιούαν) είναι πολυδιάστατο:
·              Αρχικά, μας μεταφέρει στην καρδιά της δεκαετίας του ’70, κάτω από μια… ασυνήθιστη οπτική (την οπτική των στελεχών της Μ15, φιλτραρισμένη βέβαια μέσα από τα μάτια μιας καλοπροαίρετης συνηθισμένης κοπέλας) είναι η δεκαετία όπου φτάνει στο αποκορύφωμα ο ψυχρός πόλεμος, η δεκαετία των απεργιών, των διαδηλώσεων  και των εξεγέρσεων του ΙΡΑ. Της σοβιετικής/κομμουνιστικής απειλής αλλά και του πολέμου του Γιομ Κιπούρ στο Ισραήλ, των ερυθρών ταξιαρχιών, της πυρηνικής απειλής, των μπητλς, των χίππις. Η νέα απειλή ήταν η τρομοκρατία. Δεν ήταν μόνο ο ΙΡΑ, ή οι διάφορες παλαιστινιακές ομάδες. Οι παράνομες αναρχικές   οργανώσεις και οι αριστερίστικοι πυρήνες στην ηπειρωτική Ευρώπη ήδη έβαζαν βόμβες και απήγαν πολιτικούς και βιομηχάνους. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η Ομάδα Μπάαντερ Μάιχοφ, οι Τουπαμάρος και αντίστοιχες οργανώσεις στη Λατινική Αμερική, ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός  στις ΗΠΑ- αυτοί οι διψασμένοι για αίμα μηδενιστές και ναρκισσιστές ήταν πολύ καλά διασυνδεδεμένοι διεθνώς και σύντομα θα αντιπροσώπευαν και εδώ μια εσωτερική απειλή.
            Βλέπουμε το μηχανισμό των Μυστικών Υπηρεσιών, που ανταγωνίζονται η μια την άλλη (αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ) όχι μόνο να επιβληθούν στρατιωτικά μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα, αλλά να επιβάλουν μια κουλτούρα. [1] Μέσα σ αυτό το κλίμα, η μικρή χλωμή τσιλιβίθρα φιλοδοξεί να σώσει το ετοιμόρροπο κράτος. Βέβαια, αρχικά δεν προσλαμβάνεται σε κάποια θέση αξιωματούχου, όπως ήλπιζε… Όπως ακριβώς ένας νεοσύλλεκτος υποχρεώνεται να αποδεχτεί την καινούρια του ζωή ξεφλουδίζοντας πατάτες και τρίβοντας το προαύλιο με οδοντόβουρτσα, έτσι κι εγώ πέρασα τους πρώτους μου μήνες συνθέτοντας καταλόγους των μελών των επαρχιακών οργανώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης  Βρετανίας και φακελώνοντας όποιον δεν είχε ήδη φακελωθεί.
Η Σερίνα όμως, λόγω της σχέσης της με τη λογοτεχνία και της εντυπωσιακής της εμφάνισης,  γρήγορα κρίνεται ότι είναι το κατάλληλο άτομο να παγιδεύσει τον Τομ και να φέρει σε πέρας την «Επιχείρηση ζάχαρη» (Sweet tooth). Η ιδέα ήταν να δελεάσουν τους αριστερότερα του κέντρου Ευρωπαίους διανοούμενους και να τους απομακρύνουν από τη μαρξιστική προοπτική. Να εστιάσουν σε πρόσφορους νέους συγγραφείς που έχουν ανάγκη από οικονομική ενίσχυση… Ο συγγραφέας δε χρειάζεται να είναι κανένας φανατικός του Ψυχρού Πολέμου. Απλώς να βλέπει με σκεπτικισμό τις ουτοπίες της Ανατολικής Ευρώπης ή την επικείμενη καταστροφή της Δύσης/η ΥΕΠ στο απόγειό της δεν υπέδειξε στον Όργουελ ή στον Κέσλερ τι να γράψουν στα βιβλία τους. Όμως έκανε ό, τι μπορούσε για να διασφαλίσει ότι οι ιδέες τους θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα σ όλον τον κόσμο. Ο  Τομ Χάλεϋ γράφει διηγήματα και δημοσιογραφικά κείμενα όπου φαίνεται να είναι «καθαρός», δηλαδή φιλοατλαντικός…  Η πρωταγωνίστρια θα παρουσιαστεί στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα Τομ Χάλεϋ σαν εκπρόσωπος του φορέα «Ίδρυμα Διεθνούς Ελευθερίας»  και θα του προσφέρει γενναία επιχορήγηση ώστε να τον ενθαρρύνει να γράψει μυθιστόρημα, που είναι καλύτερο μέσο διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας απ  ό, τι το διήγημα.
·              Το συναισθηματικό βάθος που δίνει στην πλοκή ο συγγραφέας είναι απαράμιλλο. Η Σερίνα, άλλωστε, πριν από τη σχέση της με τον Τομ, έχει δοκιμάσει ποικίλες ερωτικές σχέσεις που τις γευόμαστε με την αφήγηση της ηρωίδας, αλλά αυτή που τη σημάδεψε περισσότερο είναι η τραγική ιστορία με τον Τόνυ Κάννινγκ,  τον αρκετά μεγαλύτερό της άντρα που την προέτρεψε να δώσει εξετάσεις για τη Μυστική Ασφάλεια. Είναι καταπληκτικές οι αναφορές στο πώς βλέπει ένα νέο κορίτσι τον πενηνταπεντάρη εραστή της. Οι αποχρώσεις της ερωτικής επιθυμίας αλλά και της σεξουαλικής επαφής ξεφεύγουν απ όλα τα συνήθη κλισέ…
Ποικίλες διακυμάνσεις έχει η φιλία με τη συνάδελφο στη Μ15, την Σίρλεϋ, μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής που δε δίστασε να συγκρουστεί με την υπηρεσία, με τίμημα την απόλυσή της. Ενδιαφέρον έχει η σκηνή όπου οι δυο φίλες συγκρούονται ιδεολογικά (ενάντια σε τι αγωνιζόμαστε;/ ενάντια σ ένα παρανοϊκό μονοκομματικό κράτος χωρίς ελευθερία του τύπου, χωρίς ελευθερία να ταξιδεύεις. Ενάντια σ ένα έθνος όμοιο με στρατόπεδο συγκέντρωσης/ το δικό μας κράτος είναι μονοκομματικό. Ο τύπος μας είναι της πλάκας. Και οι φτωχοί δεν μπορούν να ταξιδέψουν πουθενά. Το κοινοβούλιο είναι το μοναδικό μας κόμμα. Ο Χιθ και ο Γουίλσον ανήκουν στην ίδια ελίτ).
Όμως  το μεγαλύτερο βάρος, πιστεύω όλου του μυθιστορήματος, είναι η εξέλιξη της σχέσης με τον Τομ. Κι εδώ συνυφαίνεται και η σχέση με τη λογοτεχνία. Γιατί πριν ακόμα τον συναντήσει  π.χ., βλέπουμε ότι η Σερίνα ερωτεύεται…  τα διηγήματά του, που αναγκάζεται να διαβάσει! Καθώς πληροφορείται κι ο αναγνώστης  το περιεχόμενο των διηγημάτων και παράλληλα τον αντίκτυπό τους στην παθιασμένη αναγνώστρια, αρχίζει να αισθάνεται κι αυτός περιέργεια για τον συγγραφέα (είχα βρεθεί μέσα στο μυαλό ενός άγνωστου. Μια χυδαία περιέργεια μ έκανε να αναρωτιέμαι αν κάθε πρόταση επιβεβαίωνε , αρνιόταν ή μεταμφίεζε μια μυστική προαίρεση. Ένιωθα πιο κοντά στον Τομ Χάλεϋ απ ό, τι αν ήμουν συνάδελφός του στο Μητρώο τους περασμένους εννιά μήνες. Όμως, μολονότι αισθανόμουν κάποια οικειότητα, ήταν δύσκολο να πω τι ακριβώς είχα κατανοήσει από κείνον. Χρειαζόμουν ένα εργαλείο, κάποιον μηχανισμό μέτρησης, το αφηγηματικό ανάλογο των κινούμενων σκελών με το οποίο θα μπορούσα να υπολογίσω την απόσταση ανάμεσα στον Χάλεϋ και τον Έντμουντ (ήρωας του Χάλεϋ)). Παρακολουθούμε έτσι από κοντά κι άλλα διηγήματα του συμπρωταγωνιστή (την πλοκή, αποσπάσματα, αλλά κυρίως την « ανάγνωση» της Σερίνα), όπως και το εκτενέστερο φυσικά μυθιστόρημα που θα υποβληθεί για το βραβείο Όσκαρ, το οποίο όπως βλέπουμε δεν τηρεί τις προβλεπόμενες προδιαγραφές (ιδού η καταδικασμένη δυστοπία που δεν επιθυμούμε, ένας αποκαλυψιακός εφιάλτης του συρμού, που καταγγέλλει και απορρίπτει όλα όσα επινοήσαμε, οικοδομήσαμε ή αγαπήσαμε ποτέ, ένα χιλιαστικό όραμα που απολαμβάνει την κατάρρευση του πολιτισμού μας).  
Όμως η ερωτική επικοινωνία εξελίσσεται ραγδαία κι ανάλογα μεγαλώνει η αγωνία για το τι πρόκειται να γίνει αν αποκαλυφθεί η απάτη.  Η αγάπη δεν μεγαλώνει με σταθερό ρυθμό, αλλά προελαύνει κατά κύματα, με αιφνίδια σκιρτήματα και ξέφρενα άλματα.(…) Όμως πάντα στα κατάβαθα του μυαλού μου υπήρχε εκείνη η μικροσκοπική κηλίδα.  Γενικά προσπαθούσα να την αγνοώ και βρισκόμουν σε τέτοια υπερδιέγερση, ώστε συχνά το κατάφερνα. (…) όμως ήταν πια πολύ αργά. Η αλήθεια ήταν πολύ βαριά, θα μας κατέστρεφε. Θα με μισούσε για πάντα. Βρισκόμουν στην άκρη του γκρεμού και ήταν αδύνατον να γυρίσω πίσω.

Ποιος είπε ότι η ποίηση δεν προκαλεί κανένα γεγονός;
Η βράβευση του Τομ και το ξεγύμνωμα της αλήθειας μπήγει το μαχαίρι πολύ βαθιά (κρίνω ότι ο εγγλέζικος τίτλος «sweet tooth = γλυκό δόντι δεν είναι τυχαίος∙  ο πόνος είναι βαθύς και γλυκός). Η Σερίνα ταξιδεύει ολοταχώς προς την καταστροφή(ένιωσα και πάλι εκείνο το αόριστο μείγμα νοσταλγίας και ματαίωσης που συμπορευόταν με την ιδέα ότι ζούσα λάθος ζωή). Βλέπουμε την ηρωίδα να προσπαθεί να πιαστεί μέσα από τη συναισθηματική θύελλα όλων των αντιφάσεων που βιώνει, και στις τελευταίες σελίδες αναρωτιόμαστε μαζί με κείνη, ποια θα είναι η «λύση», ποια θα είναι η κατάληξη…
Τη λύση τη δίνει η… γραφή:
τώρα που ξέρω όσα ήξερες, όσα είχες να κρύψεις, προσπαθούσα να φανταστώ ότι είμαι εσύ, ότι είμαι σε δυο μέρη ταυτόχρονα, ότι και αγαπούσα και… έδινα αναφορά. Πώς θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί και ταυτόχρονα να δίνω αναφορά; Κι αυτό ήταν. Το κατάλαβα. Τόσο απλό. Αυτή την ιστορία ήταν αδύνατον να την πω εγώ. Έπρεπε να την πεις εσύ. Η δουλειά σου ήταν να δίνεις αναφορά για μένα. Έπρεπε να βγω από το πετσί μου, να μπω στο δικό σου. Ήταν ανάγκη να μεταποιηθώ, να παρενδυθώ, να γλιστρήσω μέσα στις φούστες σου και στα ψηλοτάκουνά σου, να φορέσω τα εσώρουχά σου, να περάσω στον ώμο το λουρί εκείνης της λευκής, γυαλιστερής σου τσάντας.
Ήταν δυνατόν και να σε θέλω και να σε παρατηρώ.
(…)
Ήξερα ότι όλα αυτά ήταν σε βάρος μου αλλά δεν με ένοιαζε, φερόμουν αψήφιστα και παράτολμα, είχα κυριαρχηθεί από την έμμονη ιδέα μου,
ήθελα να δω τι θα συμβεί.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Ενδεικτικά, η CIA είχε χρηματοδοτήσει τον Μάλβιν Λάσκυ, πρώην τροτσκιστή και αντισταλινικό αριστερό, ο οποίος πολιτικοποίησε το περιοδικό Encounter προς την κστεύθυνση μιας αντι- κομουνιστικής , αντι- ολοκληρωτικής αριστεράς». Στη Βρετανία, η Υπηρεσία Έρευνας Πληροφοριών έχει συνεργαστεί με τη Μ15 και Μ16 προάγοντας συγγραφείς, εκδότες, εφημερίδες. Ο Τζορτζ Όργουελ λίγο πριν πεθάνει το 1949 είχε συντάξει την περίφημη « λίστα του Όργουελ» με 38 συγγραφείς και καλλιτέχνες που ήταν «κρυπτοκομμουνιστές» https://athens.indymedia.org/post/330871/! Με το αζημίωτο φυσικά! 

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2014

Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…, Πατρίκ Μοντιανό

Δεν είναι τυχαίο που ο  -πρόσφατα νομπελίστας-  Γάλλος συγγραφέας ονομάστηκε από κάποιους «ο συγγραφέας της μνήμης» ∙ άλλωστε, όπως γράφει και η σουηδική ακαδημία,  το συνολικό του έργο βραβεύτηκε  "για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής"[1].

Αναμνήσεις από την εφηβική ηλικία, τη μαθητική ζωή ανάκατες με αναστοχαστικές παρατηρήσεις που αφορούν το παρόν, είκοσι χρόνια μετά όπου κάθε πρόσωπο έχει πάρει διαφορετικό δρόμο… Ατμόσφαιρα περιπλανώμενου θίασου (δεν είναι τυχαίο αυτό το αγαπημένο μοτίβο του Μοντιανό, εφόσον η ηθοποιός μητέρα του συχνά έλειπε σε τουρνέ) ή κινηματογραφική (θυμίζει λίγο την ατμόσφαιρα του Τρυφώ ή του Γκοντάρ -nouvelle vague- μου θύμισε και λίγο την  υπαινικτική ατμόσφαιρα του Κισλόφσκι)∙ σκηνές η μια μετά την άλλη με χαλαρή αλληλουχία, με μόνο άξονα αυτό το ανεξίτηλο που προσδίδει η ανάμνηση σε κάθε τι που έχει σημαδέψει το παρόν. Ύφος διακριτικό, κυριαρχία του παρατατικού ονειρικού χρόνου, σιωπές, έντονες εικόνες, νοσταλγικός ρυθμός.
Όπως και στο «Στο café της χαμένης νιότης, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη∙ ο εσωτερικός μονόλογος κάποιου που αναθυμάται, αλλά και όπως και στο Café, κι εδώ δυσκολεύτηκα να αποκτήσω συγκροτημένη εικόνα του «εγώ», του προσώπου που αφηγείται. Σίγουρα δεν είναι παντού το ίδιο, εφόσον κάποια στιγμή αφηγητής είναι ο Εντμόντ Κλοντ που αυτοπαρουσιάζεται σαν «ας πούμε ηθοποιός» στον περιοδεύοντα θίασο Μπαρέτ, ενώ σε κάποια κεφάλαια το «εγώ» είναι ο Πατρίκ (που παρουσιάζεται να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα), δίνοντας τη λαβή να ταυτίσεις τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι υπάρχει ένας νοερός διάλογος μεταξύ του Ενμόντ και του Πατρίκ (απ ό, τι έμαθα είχες κι εσύ, Εντμόντ, την ευκαιρία να δεις τον Λαφόρ…/ε λοιπόν, εγώ ξαναείδα τον Νιούμαν).
Δεν έχει ωστόσο τόσο μεγάλη σημασία… Ο εκάστοτε αφηγητής περιηγείται στο παρελθόν, στις αναμνήσεις από το αυστηρό και ιδιαίτερο σχολείο στο οποίο φοιτούσαν ως οικότροφοι παιδιά από διάφορες οικογένειες, όχι κατ ανάγκην φτωχές, που για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά άφησε το παιδί της στα χέρια του Πέδρο, του διευθυντή. Είναι το κολλέγιο Βαλβέρ, του οποίου περιγράφονται με αδρές γραμμές όλα τα οικήματα (με διαφορετικά ονόματα, όπως Πράσινο Περίπτερο, Ωραία Ζαρντινιέρα, Σαλέ) με δεσπόζοντα τον «Πύργο». Φαίνεται ότι στην περιγραφή όχι μόνο των εξωτερικών χώρων αλλά και των αυστηρών κανονισμών ο συγγραφέας «φωτογράφισε» το ανάλογο σχολείο όπου φοίτησε ο ίδιος από το 1956 ως το 1960, το Montcel  στο Jouy-en-Josas. Οι καθηγητές που είναι υπεύθυνοι για κάθε οίκημα ονομάζονται «λοχαγοί»- υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας. Ωστόσο στην αφήγηση αυτό που κυριαρχεί είναι η αναπόληση κάθε ιδιαιτερότητας, ένα δέσιμο που υπερβαίνει όλες τις αντιθέσεις, και σε πολλές περιπτώσεις σκιαγραφούνται οι ιδιαίτεροι δεσμοί όχι μόνο ανάμεσα στους συμμαθητές αλλά και μεταξύ μαθητών- καθηγητών. Ένα δέσιμο που επιτυγχάνεται ίσως και με τις κοινές δραστηριότητες: αθλητισμός, χόκεϋ, προβολές κινηματογράφου μέσα στο κολλέγιο, κιθάρα χαβάγια από τον δάσκαλο της μουσικής.
Ο άξονας της αφήγησης φυσικά δεν είναι γραμμικός, ακολουθεί τις τεθλασμένες του μηχανισμού της ανάμνησης. Καθένα σχεδόν από τα δεκατέσσερα κεφάλαια είναι αφιερωμένο σε ένα από τα πρόσωπα, που παρουσιάζονται μέσα από τη μνήμη στο τότε και στο τώρα. Ιστορίες σχεδόν αυτόνομες. Μάλιστα, τρεις από τους χαρακτήρες αποτέλεσαν έμπνευση για ξεχωριστό διήγημα, στο ένα κεφάλαιο δε περιγράφεται εκτενώς η σχέση του «παλιού μαθητή» του κολλεγίου, του Τζόνι, με τη «Μικρή Μπιζού», ηρωίδα σε άλλο βιβλίο του Μοντιανό, ίσως το πιο γνωστό του στην Ελλάδα. Για όσους έχουν διαβάσει τη ΜικρήΜπιζού έχει μεγάλο ενδιαφέρον  η « συνομιλία» των δύο μυθιστορημάτων…  Η αινιγματική κοπέλα που ταράχτηκε γιατί συνάντησε ένα κίτρινο παλτό που της έφερε στο νου την εξαφανισμένη μητέρα της, εδώ είναι ένα ακόμα ένα εφτάχρονο κορίτσι, κόρη της βεντέτας της δραματικής Σχολής Μιραμπό, Σόνιας Ο Ντογιέ.   Άλλωστε, ο Τζόνυ, αφηγητής στο αντίστοιχο κεφάλαιο,  δίνει κάποιους υπαινιγμούς  για τη μυστηριώδη συμπεριφορά της  ηρωίδας  που πολύ αγαπήθηκε στο ομώνυμο βιβλίο.
         Η αντιστικτική παρουσίαση των ηρώων δίνει ένα ιμπρεσιονιστικό αποτέλεσμα. Δε μοιάζουν μεταξύ τους, δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική  τάξη, παρόλ αυτά όλους εμάς, τους παλιούς του Βαλβέρ μας ταλαιπωρούσαν κατά καιρούς ανεξήγητες μελαγχολίες και εκρήξεις θλίψης, που ο καθένας μας πάσχιζε να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του. Μερικές σκόρπιες πινελιές: ο Κριστιάν (πίσω από τα γυαλιά του από ταρταρούγα, το σκούρο φανελένιο κουστούμι και το καμιλό παλτό του, ήταν κατά βάθος ένα παιδί με ταραγμένη ψυχή) με τη νεαρή μητέρα που μοιάζει με ηθοποιό και σαγηνεύει τον αφηγητή Πατρίκ. Ο καθηγητής Λαφόρ με την υποχθόνια φωνή, που είχε το παρατσούκλι «ο νεκρός», γιατί το πρόσωπό του ήταν λευκό σαν κιμωλία.Ο Ντεζότο που αμέσως μετά την αποβολή του από το σχολείο εμφανίζεται με κόκκινο αμάξι, που έχει ιστιοφόρο αλλά παρακολουθείται από έναν μυστήριο γιατρό. Ο Γιοτλάντ που με τον τρόπο του αρνείται να μεγαλώσει. Ο Τζόνυ που περιφέρεται στα κινηματογραφικά στούντιο παρακαλώντας για μια δουλειά κομπάρσου, Εβραίος που τον μπουζουριάσαν  ξαφνικά στο κονβόι προς τα Ανατολικά. Ο Μισέλ Καρβέ, ο διπλανός στο θρανίο, που δηλώνει ως επάγγελμα των γονιών του « Εμπορία γνωριμιών», η γοητευτική αδερφή τού Υβόν, η Μαρτίν (καμιά κοπέλα δεν είχε τόσο πυρόξανθα μαλλιά, τόσο φωτεινά μάτια, αυτή την ανασηκωμένη μυτούλα, τόσο μακριά πόδια και τόσο χαριτωμένη κίνηση). Το άλυτο μυστήριο του Νιούμαν/ Κοντρατσέφ. 
       Πράγματι, όλοι είχαν μια ιδιαιτερότητα, όλοι είχαν ένα είδος "γενναιότητας", και νομίζω ότι αυτό το νόημα έχει κι ο τίτλος " De si braves garcons", αν θεωρήσουμεότι η λέξη brave σημαίνει περισσότερο "γενναίος"...
       Η τελευταία πράξη είναι η επιστροφή στο χώρο του εγκαταλειμμένου πια κολλεγίου μετά από είκοσι χρόνια, από τον Εντμόν και τον Σαρέλ. Η πύλη είναι μισάνοιχτη. η αλέα ανοίγεται μπροστά μας, διστάζουμε όμως. Σιγά σιγά διακρίνονται μέσα στο φως αυτής της αρκτικής νύχτας το ιατρείο, το κοντάρι της σημαίας και τα δέντρα. δεν τολμούμε να προχωρήσουμε πέρα από το μεγάλο πλατάνι. 
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Δε συνηθίζω να παραθέτω βιογραφικά των συγγραφέων, αλλά εδώ θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί ο « κόσμος» του Μοντιανό έχει άμεση σχέση με το ύφος των βιβλίων του:
Ο Patrick Modiano γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου του 1945 στην Boulogne-Billancourt, από Ιταλοεβραίο πατέρα (καταγωγή από Θεσσαλονίκη - κατά κάποιους θα έπρεπε να ονομάζεται Μοδιάνο-) και Βελγίδα μητέρα. Μικρός άκουγε πολλές προβληματικές ιστορίες για τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του, που ήταν ηθοποιός,  έλειπε συχνά σε τουρνέ. Αναγκάστηκε να τελειώσει το σχολείο με κρατική βοήθεια. Ο αδελφός του Rudy πέθανε σε ηλικία 10 ετών και τα  έργα του (από το 1967 έως το 1982) είναι αφιερωμένα σε κείνον. Σπούδασε σε διάφορα λύκεια και σχολές και πήρε το baccalauréat στο Annecy, αλλά δεν συνέχισε σε υψηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης.  Η συνάντησή του με τον Queneau, συγγραφέα τού Η Ζιζί στο μετρό, αποδείχτηκε καταλυτική. Το πρώτο του μυθιστόρημα La place de l’Étoile εκδόθηκε το 1968 και από τότε δεν κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να γράφει. Έχει γράψει και σενάρια για ταινίες. 

Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2014

Σκηνές από το βίο του Ματίας Αλμοσίνο, Ισίδωρος Ζουργός

Φιλόδοξο κι αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού, εφόσον μάς ταξιδεύει στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του 17ου αι: Βασιλεία (Basel, βόρεια Ελβετία), Βενετία ("Serenissima Repubblica di Venezia"), Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη, Πάντοβα, Κων/λη, Ζάκυνθο (εποχή που υποδέχεται τους πρόσφυγες από την άλωση της Κρήτης), Λονδίνο, Ιάσιο, Βουκουρέστι, Μολδαβία (Έντινετ), Κίεβο, μεταφέροντάς μας στην ατμόσφαιρα  της εποχής εκείνης, στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση αλλά και την  -άγνωστη και μακρινή σε μας-καθημερινότητα τριών αιώνων πίσω. Ο κεντρικός ήρωας, ο χαρισματικός Ματίας, βιώνοντας απίστευτες περιπέτειες, περιπλανιέται με την ιδιότητα του γιατρού  (ένας γιατρός Οδυσσέας) σ όλον τον τότε γνωστό κόσμο, καταλήγοντας στο Άγιο Όρος ως πατήρ Ιωαννίκιος, όπως υποψιάζεται από το πρώτο κεφάλαιο ο αναγνώστης.  
Η μεγάλη αρετή του συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου,  είναι η περιγραφή. Η περιγραφή του έχει δύναμη γιατί συνυφαίνεται με τον αφηγηματικό άξονα, δεν κουράζει αλλά παρασταίνει ολοζώντανα μπροστά μας ολόκληρα σκηνικά άλλων εποχών, σημειώνοντας χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Και οι διάλογοι είναι αβίαστοι και προωθούν την υπόθεση, ενώ πλάθονται ολοκληρωμένοι χαρακτήρες μέσα από αδρές γραμμές.  Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Ζουργός σκηνοθετεί με μεγάλη ευκολία, τέχνη και συνέπεια. Έτσι, τα επεισόδια μέσα από τα οποία εξελίσσεται η ιστορία έχουν από μόνα τους μια αυτοτελή δύναμη.
Κάπως όμως «φορτωμένη», «μπουκωμένη»  βρήκα τη συνολική πλοκή, την υπόθεση (παρόλο που πάντα υπήρχε ένας πυρήνας «αγωνίας»), ενώ δημιουργούνται  κενά και κάποιες απορίες. Παρόλο που οι περιπέτειες είναι αλλεπάλληλες, παρόλο που οι τραγικές καταστάσεις συνοδεύουν τη ζωή του ήρωα και μυστήρια μεγάλα και μικρά τον ακολουθούν σε όλη του την πορεία μέχρι την κατάληξή του στο Άγιο Όρος, δεν είναι φανερή η «δέση» που θα έλεγε και ο Αριστοτέλης, δεν είναι αισθητός ένας θεματικός πυρήνας γύρω από τον οποίο να κεντρίζεται  το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Είναι ίσως η μοναξιά που συνοδεύει τα χαρισματικά άτομα, αυτή που νοσταλγεί το ενορατικό θαύμα και το ιχνηλατεί (όπως μάς λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στο σημείωμα τού τέλους του βιβλίου); Θα γινόταν πιο φανερό  ίσως αν η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη κι όχι τόσο αποστασιοποιημένη (έντονη η διαφορά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση των επιστολών του Ματίας, και του ημερολογίου που κρατά στο Λονδίνο). Βέβαια, πράγμα που υποδηλώνει και ο τίτλος, το ενωτικό στοιχείο που διατρέχει όλο το βιβλίο, είναι ο πολυτάραχος «βίος» του χαρισματικού Ματίας  Αλμοσίνο (όπου το «βίος» όπως αποδεικνύεται είναι μια λέξη επιλεγμένη με προσοχή), και μάλιστα σκηνές από τη ζωή του, σκηνές επομένως που μπορεί να είναι απλωμένες παρατακτικά, χωρίς να τις συνέχει κάτι ενιαίο. Να σημειώσουμε ότι παρόμοιο θεματικό πυρήνα έχει και το ιστορικό μυθιστόρημα του Μίκα Βαλτάρι «Ο άγγελος του βορρά» (η ζωή κάποιου εξαιρετικά προικισμένου ήρωα, με πάθος για γνώση,  που αναγκάζεται να περιπλανηθεί σε όλη την Ευρώπη), και το βιβλίο της Γιουρσενάρ «Άβυσσος», τοποθετημένα και τα δυο σε προγενέστερη εποχή, αλλά εκεί η εστίαση δεν είναι «παρατακτική».

Ο ήρωας διατρέχει τον «βίο» του αλλάζοντας πολλές φορές ταυτότητα, αλλάζοντας ονόματα, αλλάζοντας θρησκεία, κάτι ίσως όχι τόσο ασυνήθιστο την εποχή εκείνη όπου η ταυτότητα δεν προσδιοριζόταν εθνικά. Ματίας, Ματθαίος, Ματέο, Ιωαννίκιος… Στην αρχή Εβραίος στη συνέχεια  Γραικός… (Πες μου όμως, οι δικοί σου ζουν; -Πότε ζουν, πότε πεθαίνουν, άλλοτε ανασταίνονται… -Τι εννοείς; -Πατέρας, μάνα, δεν είναι ποτέ το ίδιο πρόσωπο, αλλάζουν, πώς να στο πω… dramatis personae, σαν το θέατρο που λέγαμε).
 Ο Ματίας, εβραϊκής καταγωγής, έχει ως μητρική γλώσσα τα «γερμανικά του Ρήνου»∙ χάνει τη μητέρα του στη δεύτερή της γέννα όταν εκείνος ήταν στην ηλικία των εννέα, και βρίσκεται  με… δύο πατεράδες, τον νόμιμο θεοφοβούμενο Τομπίας και τον δίδυμο αδερφό του, τον Ισαάκ, που όπως αποκαλύπτεται εκ των υστέρων είναι ο αληθινός πατέρας. Από μικρό παιδί διακρίνεται σε ευφυΐα, διψά για γνώση, είναι πολύ επιδεκτικός στο να μαθαίνει γλώσσες, ενώ παράλληλα έχει μια ξεχωριστή ενορατική δύναμη («προορατικό χάρισμα») που μετριάζεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ίσως γιατί επικρατεί μέσα του το ορθολογικό/επιστημονικό στοιχείο.   Όλα αυτά δίνουν λαβή στον νόμιμο πατέρα του να τον θεωρεί Μεσσία (ο γιος μας, Ισαάκ, βλέπει στο επέκεινα). Ο συγγραφέας βρίσκει εδώ ευκαιρία να αναδείξει τη θέση των εβραίων της εποχής, που ερχόμενοι από Ισπανία λόγω διωγμών («μαρράνοι», επιφανειακά εκχριστιανισμένοι) έχουν αρχίσει να ξεχνούν τη γλώσσα, τις τελετές, τις θρησκείες. Ο νόμιμος πατέρας Τομπίας, προσκολλημένος στη θρησκεία,  βλέπει στον προικισμένο γιο του το σοφό δάσκαλο της φυλής, τον καβαλιστή που θα σώσει τον εβραϊσμό (ο Ματίας θα γίνει άγιος, προφήτης, εκλεκτός, δεν το βλέπεις;). Στον αντίποδα, ο αληθινός πατέρας του, ο Ισαάκ, είναι κοσμοπολίτης, με επιστημονικές ανησυχίες, και ονειρεύεται για τον γιο του επιστημονικό μέλλον στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Οι δυο δίδυμοι  - πατέρας και θείος - συγκρούονται άσχημα αλλά ξανασμίγουν για χάρη του παιδιού, έως ότου τελικά ο Ισαάκ φυγαδεύει τον Ματίας μακριά, με στόχο τη Θεσσαλονίκη. Μ αυτόν τον έξυπνο τρόπο δίνει ο συγγραφέας την πιο μεγάλη αντίθεση της εποχής, τη σύγκρουση του ορθολογισμού, του επιστημονικού πνεύματος (που την εποχή αυτή γενικεύεται) με τον πιο συντηρητικό μεσσιανικό φονταμενταλισμό (αποκορύφωμα η παρουσία του ψευδοπροφήτη και τσαρλατάνου Σαμπετάι Σεβή[1] στη Θεσσαλονίκη).
Δεν μαθαίνουμε τα συναισθήματα του Ματίας απέναντι στον Τομπίας που τον μεγάλωσε αποκλειστικά μέχρι τα εννιά του χρόνια, ενώ ο Τομπίας εξαφανίζεται από το τοπίο, χωρίς να αναζητήσει ποτέ τον γιο του, όπως θα περίμενε κανείς. Ίσως αυτό εξηγείται από τον καιροσκοπικό χαρακτήρα που έχει αδρά υπαινιχτεί ο συγγραφέας, αλλά νομίζω ότι είναι ένα από τα αδύνατα σημεία της αφήγησης. 
Ο Ματίας βρίσκεται για άλλη μια φορά με διαφορετικό πατέρα, εφόσον μετά το θάνατο του Ισαάκ από πανούκλα (μάστιγα της εποχής) τον υιοθετεί ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης Μελισσηνός, ο οποίος στο πρόσωπο του Ματίας βλέπει τον γιο που δεν κατάφερε να κάνει. Ο ήρωάς μας αλλάζει και το όνομά του και λέγεται πια Ματθαίος Μελισσηνός, μαθαίνει γρήγορα τα ελληνικά και κυκλοφορεί σαν Έλληνας, ξεχωρίζει για την εξυπνάδα του και με τη βοήθεια του έμπορα θετού πατέρα του, παρακολουθεί τη Φλαγγίνειο Σχολή στη Βενετία και σπουδάζει γιατρός στην Πάδοβα.

Ο Ματέο/Ματίας λοιπόν, γρήγορα αποκτά φήμη εξαιρετικού γιατρού στην Πάντοβα (όπου διδάσκουν  πολλοί Γραικοί καθηγητές), και μάλιστα τόσο τολμηρού ώστε να αμφισβητήσει δημόσια τις δοξασίες της εποχής για τον Μεσσία και την καταστροφή του κόσμου (οικτίρω το ανθρώπινο γένος για την ανοησία του!/φαντάσου να άκουγε τους φόβους σου ένας Δημόκριτος, ένας Επίκουρος, ο Σενέκας;). Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τη συνέλευση των Ελλήνων σπουδαστών  («ο σύλλογος των σπουδαστών του ανατολικού δόγματος,  η Nazione Oltramarina, ήταν ο βασικός οργανωτής της ζωής των φοιτητών).  Αρνείται με σθένος τους αγγέλους, τα πνεύματα, τη θεϊκή παρέμβαση, τα οράματα, τα θαύματα, και στην επίμαχη ερώτηση, αν πιστεύει στο θεό, δίνει την εκπληκτική απάντηση: «Πιστεύω στη φύση. Θα ήθελα να πιστεύω και σ έναν θεό αλλιώτικο, πιο θηλυκό, γαλακτοφόρο, δοτικό, αλλά ακόμα δεν τα έχω καταφέρει». Ήδη από είκοσι χρονών η φήμη του είναι τέτοια που τον προσκαλεί για θεραπεία ο δούκας στον «Πύργο», όπου σπεύδει μαζί με τον καθηγητή του Σκαντιέρι και χάρη στα προσωπικά του διαβάσματα βρίσκει λύση στο ιατρικό πρόβλημα.  Έρχεται σε επαφή κι έντονο διάλογο και με τον Αλέξανδρο τον «Γραικό», που δεν είναι άλλος από τον Αλέξανδρο τον Μαυροκορδάτο[2], τον παππού του γνωστού μας επί ελληνικής επανάστασης Μαυροκορδάτου και πολύ φημισμένου επιστήμονα σ όλη την Ευρώπη του 19ου αι (έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες από τη ιστορία της οικογένειας των Μαυροκορδάτων).
Η σύγκρουση του επιστημονικού πνεύματος του Ματίας με τον μεσσιανισμό και τον αποκρυφισμό κορυφώνεται στη σχέση του με τον δαιμόνιο Φρανκαντόνιο (ένας μισότρελος μάγος είναι σαν μια πληγωμένη ερωμένη: επικίνδυνος), ο οποίος καταλαβαίνει ότι ο Ματίας είναι ξεχωριστός και προσπαθεί με χίλιους τρόπους να τον προσεταιριστεί (Αλμοσίνο, ο νους σου είναι αστεροειδής και τρέχει). Τον επισκέπτεται απρόοπτα και «μονομαχούν» λεκτικά∙  για την ερμητική φιλοσοφία, την αλχημεία, τα διδάγματα του Παράκελσου, τους ροδόσταυρους[3], την αθεΐα, την επιστήμη, το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (το παλιότερο στη Γερμανία με περίφημη βιβλιοθήκη) που καταστράφηκε από τους Γάλλους το 1619∙ διαλέγονται πάνω σ όλα αυτά,  δίνοντας μια εικόνα των πνευματικών ζητημάτων που απασχολούσαν την εποχή.

Όμως, παρόλο που είναι ξεχωριστός, ή μάλλον γι αυτόν ακριβώς το λόγο, στην ουσία ο Ματίας είναι ένας μοναχικός «λύκος»… Δεν μαθαίνουμε τα συναισθήματά του κι αυτό είναι και το παράπονο όσων τον γνωρίζουν καλά… Απομονωμένος, κλειστός, νιώθει την επίκριση όσων τον πλησιάζουν και τον αγαπούν…  (Μέσα σε δευτερόλεπτα πέρασαν από τη μνήμη του παλιές εικόνες –κάποιος Τομπίας, ένας σιορ Μελισσηνός να κλαίει, ο Λουντοβίκο μεθυσμένος να τον επικρίνει, τα μάτια της Κάρλα…). Όλοι προσβλέπουν σ αυτόν, ακριβώς επειδή είναι ιδιαίτερα ευφυής, αλλά εκείνος «είναι απών»… Δείχνει  ακατάδεχτος και αλαζονικός.  Και πρώτα απ όλα απέναντι στη σινιόρα Κάρλα, μια γυναίκα άρρωστη ψυχικά, που τον θέλει κι ως άντρα, ολόκληρο… (Η παρουσία της, σκοτεινή και λιγομίλητη, ως σκιά που κατέγραφε την κάθε του κίνηση, είχε καταντήσει δεσποτική). Η μοιραία αυτή σχέση (την οποία συντηρεί από αδυναμία, όχι από έρωτα) έχει τραγική κατάληξη και για τον μοναδικό του φίλο, τον συμμαθητή του Λουντοβίκο, και για την ίδια την Κάρλα.

Έτσι,  δεν είναι τυχαίο που ο επιστήμονάς μας μελετά τη μελαγχολία, την μέλαινα χολή…  Άλλωστε ο θάνατος είναι ένα σταθερό μοτίβο στη ζωή του, έρχεται κι επανέρχεται με πολλές μορφές. Οι τελευταίες ημέρες του Παναγιώτη Μελισσηνού πλησιάζουν, και ο θετός του πατέρας καλεί τον Ματθαίο στη Σερενίσιμα (Βενετία) για να τον παραλάβει και να τον συνοδεύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Τζάντε (είναι της μοίρας σου γραφτό να θάψεις δυο φορές τον πατέρα σου∙ το κανες και με τις μάνες σου. Όταν γεράσεις, θα ναι μια παρηγοριά να το σκέφτεσαι. Θα λες έζησα δυο ζωές). Η αναχώρηση σημαδεύεται από την συγκινητική κι εκούσια «αναχώρηση» του υπηρέτη του Μελισσηνού, του Αναστάση (τώρα πια αυτός αποφασίζει, πάνε χρόνια που μου το ζητάει». 
Στη Ζάκυνθο οι δυο ταξιδιώτες φιλοξενούνται από την οικογένεια του Βαρτάγγελου Νταβιτσέντσα. Είναι το κεφάλαιο όπου μπλέκονται ήρωες από άλλο μυθιστόρημα της εποχής εκείνης, το «Θρήνος της Κάντιας»,  του Διονύσιου Ρώμα, μια ιδέα που γενικά εξιτάρει τον συγγραφέα (η ιδέα της συναναστροφής μυθιστορημάτων μού ήταν ανέκαθεν ελκυστική).  Η παραμονή του Ματίας στη Ζάκυνθο συμπίπτει με την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους κι έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε μυθιστορηματικά αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας, την άφιξη τεράστιου κύματος προσφύγων στα Επτάνησα, και την επείγουσα παροχή ιατρικής βοήθειας στους  κρητικούς.
Στη Ζάκυνθο ξεχωρίζει η προσωπικότητα του κτηνώδους και ανάπηρου πρωτότοκου της οικογένειας, του «κτήνους»/«θηρίου» Βαρτάγγελου,  ο οποίος παρόλη τη διαστροφή του είναι ιδιαίτερης ευφυΐας, έχει πνευματικές ανησυχίες (έλα όταν μπορείς να συζητήσουμε το θεώρημα του Fermat. Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο στο νησί που να μπορώ να του εξομολογηθώ τις σκέψεις μου για τα μαθηματικά) και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ματίας τη μοναδικότητα του χαρίσματος (φοβάμαι μην καμιά μέρα καταλάβω πως μια μεγαλοφυΐα μπαινόβγαινε στο σπίτι μου κι εγώ δε ρούφηξα τίποτα απ αυτήν/θέλω να ’ρχεσαι, Μελισσηνέ, δε βλέπει κανείς συχνά Άγγελο να ξεπουπουλιάζεται μέρα με τη μέρα). Επιτέλους βλέπουμε -σε δυο τρεις σειρές- και την καρδιά του Μελισσηνού να χτυπά για μια γυναίκα, την αδερφή της οικογένειας, τη Μπιάνκα.  Όμως κι αυτή βυθισμένη στην παραφροσύνη… Χάρη στην τρέλα του Βαρτάγγελου μια απίστευτη τραγωδία που βυθίζει όλη την οικογένεια βάζει τέλος  στην παραμονή του Ματθαίου στην Ζάκυνθο και βρίσκεται  πάλι μόνος…  Είναι και οι πρώτες φορές που ο αναγνώστης βλέπει να διαρρέει κάτι απ τον συναισθηματικό κόσμο του Ματίας, γιατί γράφει εξαίσιες επιστολές στον αγαπημένο του δάσκαλο Σκαντιέρι, στη Βενετία: είμαι μόνος, με τον τρόπο των ποιητών, χωρίς να είμαι, θλιμμένος με τον τρόπο των ασθενών, ενώ χαίρω άκρας υγείας.
Η απάντηση του Σκαντιέρι τον σπρώχνει μακριά απ τα Επτάνησα  (φύγε από τα ταπεινά). Ο Φρανκαντόνιο, μάλιστα το συμβουλεύει να πάει να βρει μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα της εποχής, τον Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά[4], στην Κων/λη, τον πρώτο Μεγάλο Διερμηνέα Έλληνα, που μάλιστα εκπροσώπησε τον σουλτάνο στην παράδοση της Κρήτης από τον Μοροζίνη! Στην Κων/λη ο Ματθαίος θα βρει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που είναι σχολάρχης στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τον Ιερεμία Κιομουρτζάν (ποιητή) κι άλλες προσωπικότητες. Η ιατρική του επιδεξιότητα θα του ανοίξει ως και την Υψηλή Πύλη όπου θα κληθεί να θεραπεύσει από ευλογιά τα ιτς ογλάν!
Στην Κωνσταντινούπολη είναι πια ξεκάθαρη η ρότα που έχει πάρει ο ήρωας, ξεδιπλώνεται πια η ταπεινοσύνη του χαρακτήρα του (Σκαντιέρι: θα το πω απερίφραστα: δεν έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο τόσο ταπεινό και ευαίσθητο όσο εσύ. Εάν ήταν άλλος στη θέση σου, θα πανηγύριζε με κάθε τρόπο αυτό που κατάφερες μέσα σε δυο μόνο χρόνια). Ασφαλώς και κάποιοι θεωρούν την έλλειψη φιλοδοξίας μισανθρωπία. Η φήμη του όμως ως γιατρού αμαυρώνεται από την αποτυχία του να θεραπεύσει τον λαγώχειλο Ολλανδό Φαλκενίερ τον διώχνει και από την Κωνσταντινούπολη, ενώ πετά στον κάλαθο των αχρήστων μια σίγουρη καριέρα. Άλλωστε, είχε ήδη αρχίσει να «μοιάζει με στάρετς», όπως άλλωστε του είπε αργότερα ο θετός του αδερφός.

Με την επιστροφή στη Σαλόνικα, γυρίζει η σελίδα στη ζωή του ήρωά μας. Κατ αρχάς, βρίσκεται με… γυναίκα!  Όχι με τη θέλησή του, αλλά όταν πρωτοαντίκρυσε την Όλγα ένιωσε πως τίποτα στη ζωή του δεν θα ήταν πια το ίδιο. Μια όμορφη Μολδαβή που ο Τούρκος έμπορος Αλή την αγόρασε για δούλα, και την έφερε στον Ματίας (σήκωσε τα μάτια σου να δεις την Παναγία, αφέντη… )
Ο χρόνος συμπυκνώνεται από το σημείο αυτό του βιβλίου και μετά, εφόσον  σε περίπου διακόσιες σελίδες  (όλο το βιβλίο είναι 780 σελίδες) βλέπουμε την νέα φάση της ζωής του Ματίας σε καταιγιστικά επεισόδια μέχρι το τέλος:  πρώτα πρώτα έχει πλέον σύζυγο και δεύτερον έχει βάλει στόχο ζωής να ανακαλύψει το χαμένο παιδί του πατριού του, του Παναγιωτάκη Μελισσηνού.  Παράλληλα, έχει  στενές επαφές με τον «Άγγλο Ιπποκράτη», τον Τόμας Σύντενχαμ,  γεγονός που θα καθορίσει την προοδό του ως επιστήμονα.
Οι τραγωδίες έρχονται και παρέρχονται σ αυτό το μέρος του βιβλίου, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε από πιο κοντά τα συναισθηματικά αποτυπώματα στην ψυχή του Ματίας, γιατί ο συγγραφέας παραθέτει πολλές επιστολές και αποσπάσματα από ημερολόγια. Χάνει το πρώτο παιδί, αλλά σύντομα αποκτά τον νεότερο Ισαάκ, στον οποίο γράφει εξομολογητικά γράμματα. Επισκέπτονται τον απόκοσμο πύργο της οικογένειας της  Όλγας (περιπετειώδες οδοιπορικό στη Βαυαρία μέχρι να φτάσουν στο Έντινετ), με την προβληματική αδερφή, Ντενίσα∙ η Όλγα μένει ανάπηρη από τη μέση και κάτω μέχρι που πεθαίνει… Ο Ισαάκ  βρίσκεται στο Λονδίνο κι από κει στέλνει αποχαιρετιστήρια επιστολή για Αμερική, ένας λοιπόν «ζωντανός χωρισμός». Ο Ματίας κατεβαίνει ως και στο «βασίλειο των νεκρών», σε ένα ορυχείο όπου κρύβονται λεπροί και φυσικά παρέχει σωστική βοήθεια… Συγκρούεται με την Ντενίσα, και μετά το θάνατο της γυναίκας του βάζει ως στόχο να βρει τον χαμένο αδερφό… Το απίθανο οδοιπορικό με τους τριανταπέντε νάνους στο δρόμο προς το Κίεβο φαίνεται παραμύθι, αλλά όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Μεγάλος Πέτρος συνήθιζε να συγκεντρώνει νάνους για να τους χρησιμοποιεί σε γκροτέσκ φιέστες του παλατιού. Αναγκάζεται μέχρι και να σκοτώσει, τον βασιλιά των νάνων Φομά, που κάνει κατάχρηση εξουσίας…

Και μπαίνουμε στην  «Έξοδο»:
Τα ίχνη του γιου του Παναγιώτη Μελισσηνού, δηλ. του Μηνά Βαενά μετέπειτα αδελφού Ιωαννίκιου οδηγούν τον οδοιπόρο στη Μόσχα. Είναι και ο τελευταίος σταθμός πριν το Άγιο Όρος. Η «συνάντηση» με τον αδελφό Ιωαννίκιο δεν είναι απλώς μια αναγνώριση, είναι λυτρωτική συνάντηση ψυχών. Βλέπουμε τον Ματίας να ανοίγεται όπως δεν έχει κάνει ποτέ, και να εξομολογείται για πρώτη φορά (πέρυσι το φθινόπωρο αυτό το χέρι οπλίστηκε και σκότωσε έναν άνθρωπο/αργά το ίδιο βράδυ δεν κολλούσε ύπνος στον Ιωαννίκιο. Είχε σφηνωθεί στο μυαλό του η σκέψη πως ο αδερφός του μπορούσε να κουβαλάει τις πέτρες πάνω του αγόγγυστα).
Όμως ο αδερφός Ιωαννίκιος αφήνει την τελευταία του πνοή στη Μαύρη θάλασσα, στη ρότα για το Μπουργκάς. Είναι και η τελευταία σκηνή του βίου του Ματίας, Ματέο, Ματθαίου, που μετά το θάνατο του αδερφού του, δανείστηκε  πια το «ένδυμα» του μοναχού, κι εμφανίστηκε στο Άγιο  Όρος ως Ιωαννίκιος. Η πλαστογραφία αυτή ήταν και η τελευταία του «αμαρτία» προτού αφοσιωθεί στη νέα, μυστική του ζωή (απ όλους τους αδελφούς ήταν ο πιο κρυφός, ο πιο κλεισμένος στον εαυτό του) στη Μονή Διονυσίου.  
Θα μπορούσε κανείς ότι στην επιλογή του αυτή,  όπου κλείνει με προσευχή και αναστοχασμό ένας ταραγμένος κύκλος από τόσες δοκιμασίες σωματικές και ψυχικές, ο συγγραφέας είδε  μια διαφορετική εκδοχή της έννοιας «αγιοποίηση».
 Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Ο Εβραϊσμός της Θεσσαλονίκης θα γνωρίσει μια μεγάλη περίοδο μεγάλης ακμής που θα ανακοπεί μόνο στις αρχές του 17ου αιώνα, με την ανακάλυψη καινούριων θαλάσσιων δρόμων, την ύφεση της δραστηριότητας της Βενετίας και την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μία σειρά από χαμένους πολέμους. Η πολιτική κατάπτωση θα έλθει σαν επακόλουθο της οικονομικής, καθώς την εποχή αυτή υποχωρούν σημαντικά οι βιβλικές σπουδές, ενώ αντίθετα, γνωρίζει έξαρση ο μυστικισμός και ο αποκρυφισμός με τη μελέτη της "Καβάλα" και του κυριότερου μέρους της, του "Ζοχάρ". Μέσα στο κλίμα αυτό, εμφανίζεται, το 1655 στη Θεσσαλονίκη ο Σαμπετάι Σεβή από τη Σμύρνη, που διακηρύσσει ότι ο αναμενόμενος Μεσσίας, βασιλιάς του Ισραήλ και λυτρωτής του εβραϊκού λαού. Η απήχηση που βρίσκει το κήρυγμα του θα διεγείρει τις ανησυχίες των τουρκικών αρχών που θα συλλάβουν και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο το 1666. Τότε ο Σαμπετάι Σεβή θα προσχωρήσει στον Μωαμεθανισμό για να σώσει τη ζωή του. Οι Εβραίοι είχαν ήδη διχαστεί σε εκείνους που τον πίστεψαν και σ' εκείνους που τον αντιμετώπισαν σαν ανισόρροπο και απατεώνα. Οι πρώτοι, γύρω στις τριακόσιες οικογένειες, θα τον ακολουθήσουν στην αποστασία του δημιουργώντας την ιδιότυπη κοινωνία των εβραιομουσουλμάνων, που έμεινε γνωστή με την επωνυμία "Donmeh" (αποστάτης).

[2] Από την Wikipedia: Ο Αλέξανδρος Νικολάου Μαυροκορδάτος (1641 - 1709), ο επιλεγόμενος «ο εξ απορρήτων», ήταν σημαντικόςΦαναριώτης ιατρός και διπλωμάτης του 17ου αιώνα. Τρισέγγονός του ήταν ο γνωστός ως πολιτικός στην Ελληνική Επανάσταση και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865). Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη και μετά σπούδασε Φιλολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Ρώμης. Μετά πήγε στην Πάδοβα, όπου σπούδασε Ιατρική αναγορευθείς τελικά διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το έτος 1664. Μετά τις σπουδές του έμεινε για λίγο καιρό στη Χίο και τελικώς εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί αρχικώς δίδαξε στη Σχολή Μανωλάκη και κατόπιν διορίσθηκε σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής (1665-1672), ενώ παραλλήλως ασκούσε την Ιατρική με επιτυχία. Η ευρυμάθεια και η γλωσσομάθειά του έκαναν μεγάλη εντύπωση: Εκτός από τις ευρωπαϊκές γλώσσες γνώριζε άπταιστα την τουρκική, την αραβική, την περσικήγαλλική και την εβραϊκή γλώσσα. Ως συνέπεια αυτού, επιβλήθηκε σύντομα στους επιστημονικούς και κοινωνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και, μετά τον θάνατο του διερμηνέα τηςΥψηλής Πύλης Παναγιώτη Νικουσίου το 1673 ο Μαυροκορδάτος, που είχε διατελέσει γραμματέας του Νικούσιου, κλήθηκε και ανέλαβε Μέγας Διερμηνέας της Πύλης.

[3] http://www.rodostavros.org/artikel/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CF%89%CE%BD
[4] http://www.ygeiaonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=38542:nikoysios_panagivths

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου, Μιριέλ Μπαρμπερί

Έχουμε παραιτηθεί από την ιδέα της συνάντησης,
συναντάμε μόνο τον εαυτό μας
χωρίς να τον αναγνωρίζουμε μέσα σ αυτούς
τους αμετακίνητους καθρέφτες.


Σ αυτό το κομψό βιβλιαράκι η συγγραφέας μάς βυθίζει στο μικρόκοσμο μια πολυκατοικίας όπου οι βασικοί  -δύο στην αρχή και στη συνέχεια τρεις - ήρωες είναι εξαιρετικές περιπτώσεις, πολύ πάνω δηλαδή από το μέσο όρο σε ευφυΐα και αυτοσυνειδησία. Πρόκειται για την άσημη κατά τα άλλα θυρωρό, τη Ρενέ Μισέλ, και για ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, την Παλόμα, που αφηγούνται σε πρώτο ενικό,  σχεδόν κεφάλαιο παρά κεφάλαιο τα τεκταινόμενα στην πολυκατοικία με δικές τους πνευματώδεις σκέψεις και παρατηρήσεις. Προς τη μέση του βιβλίου προστίθεται κι ένας ακόμη καινούριος ένοικος, ο Ιάπωνας Κακούρο Όζου. Η συγγραφέας, που όπως φαίνεται από το βιογραφικό της έχει σπουδάσει φιλοσοφία αλλά λατρεύει και τον ιαπωνικό πολιτισμό, βρίσκει τρόπο να εμπλέξει τις δυο μεγάλες αυτές συνιστώσες στο μυθιστόρημά της. Το κοινό χαρακτηριστικό άλλωστε που ενώνει εντέλει τους τρεις ανόμοιους ήρωες είναι η αναζήτηση νοήματος, που το βρίσκουν στην ομορφιά, τη φινέτσα, την κομψότητα.
Η Ρενέ, που λόγω της θέση της αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο των ηρώων, είναι μια χήρα «φτωχή γυναίκα ανάμεσα σε πλούσιους, μικρόσωμη, άσχημη στρουμπουλή. «Έχω εξογκώματα στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μου, και, πιστέψτε το, κάποια θλιβερά πρωινά ανασαίνω σαν μαμούθ», όπως  αυτοσυστήνεται η ίδια από την πρώτη σελίδα, δίνοντας ένα έξοχο δείγμα της υψηλής επίγνωσης του κοινωνικού της ρόλου: δε μ αγαπούν, μα εντούτοις με ανέχονται, επειδή ανταποκρίνομαι τέλεια σε ό, τι η κοινωνία πιστεύει ως υπόδειγμα θυρωρού πολυκατοικίας∙  είμαι ένα από τα πολλαπλά γρανάζια, που θέτουν σε κίνηση τη μηχανή της μεγάλης οικουμενικής ψευδαίσθησης, κατά την ποία η ζωή περιέχει ένα εύκολα ερμηνευόμενο νόημα.
Όμως, παρόλο που στην εξωτερική εμφάνιση φαίνεται να ακολουθεί το στερεότυπο, η Ρενέ δεν είναι μια θυρωρός που ξημεροβραδιάζεται στην τηλεόραση. Κρίνει με απίστευτη οξυδέρκεια τα οκτώ αφεντικά της και τις οικογένειές τους (η Μανουέλα  (υπηρέτρια) -είναι μια αριστοκράτισσα, αληθινή, μεγάλη, της κατηγορίας που δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, διότι, βάζοντας τη σφραγίδα της πάνω στην ίδια την καρδιά, περιφρονεί ετικέτες και τίτλους ευγενείας. Τα θα πει αριστοκράτισσα; Μια γυναίκα που δεν την αγγίζει η χυδαιότητα, παρότι την περιβάλλει), εκφράζει έξυπνα και καυστικά σχόλια (στο ημερολόγιό της), αλλά κατά κύριο λόγο είναι μια «διψασμένη ψυχή» που διαβάζει βιβλία «σαν μανιακή», πράγμα που το κρύβει επιμελώς! Τρελαίνεται για λογοτεχνία (έχω διαβάσει τόσα βιβλία… κι όμως, όπως όλοι οι αυτοδίδακτοι, δεν είμαι ποτέ σίγουρη γι αυτό που έχω καταλάβει), εξ ου και βαφτίζει τον γάτο της Λεόν, απ τον Τολστόι (!)∙ παρακολουθεί  συστηματικά τον κινηματογράφο,  εντοπίζει με οξύτητα τις ταξικές διαφορές και τις αντίστοιχες συμπεριφορές, αλλά το μυστικό της πάθος, που το κρύβει με τρομερή επιμέλεια απ όλους, είναι… η φιλοσοφία. «Μέσα στην ασφάλειά μου, δεν υπάρχει πρόκληση αναπάντητη για μένα. Φτωχή στο όνομα, στη θέση και στην όψη, στον κόσμο της νόησης είμαι μια αήττητη θεά». Με τον κοφτερό τρόπο του ανθρώπου της δράσης, που προσπαθεί να κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό στα γήινα,  πετάει κατά περίσταση κουβέντες του Μαρξ, του Καντ, κλπ.  Οι ιδέες τη βασανίζουν, προσπαθεί να καταλάβει το βαθύτερο νόημα συνδέοντας τη θεωρία με την πραγματικότητα και, βέβαια, έχει άποψη και μάλιστα τεκμηριωμένη… Αυτό όμως που τη βασανίζει περισσότερο (φοβάμαι ότι βρήκα επιτέλους τον δάσκαλό μου) είναι η φαινομενολογία του…  Χούσσερλ.
Έπειτα από ένα μήνα φρενήρους ανάγνωσης, αποφαίνομαι με απίστευτη ανακούφιση ότι η φαινομενολογία είναι μια απάτη. Η Ρενέ αποδομεί με πολύ έξυπνο τρόπο την έννοια, θεωρώντας γελοίο προνόμιο του ανθρώπου τη συνείδηση ότι υπάρχει (γνώθι σαυτόν, σκέφτομαι άρα υπάρχω) γιατί  αυτή η ανασκοπική λειτουργία της συνείδησης δεν προσφέρει τίποτα στον άνθρωπο παρά μόνο μας σώζει από τη βιολογική αιτιοκρατία. Το να ξέρεις ότι υποφέρεις από φαγούρα και να έχεις συνείδηση του γεγονότος πως έχεις συνειδητοποιήσει ότι το ξέρεις δεν αλλάζει τίποτα στο γεγονός ότι έχει φαγούρα (!). Διατρέχει τον ιδεαλισμό του Καντ για να ασχοληθεί με τον ιδεαλισμό του Χούσσερλ, όπου στο εξής η φιλοσοφία επιτρέπει στον εαυτό της να κυλιέται μόνο στην ακολασία του καθαρού πνεύματος. (…) Αυτή είναι η φαινομενολογία: η επιστήμη αυτού που εμφανίζεται στη συνείδηση. Συνεχίζει την αποδόμηση με γλαφυρά παραδείγματα για να καταλήξει: ιδού λοιπόν η φαινομενολογία: ένας μοναχικός και ατέρμονος μονόλογος της συνείδησης με τον εαυτό της, ένας αμιγής και σκληρός αυτισμός, που δεν ενοχλεί ποτέ κανέναν αληθινό γάτο.
Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις της Ρενέ περιστρέφονται και στη σχέση του ανθρώπου με την ομορφιά, την τέχνη, το νόημα της ζωής. Είναι η πλευρά της αγάπης προς τη λογοτεχνία: όταν είμαι αγχωμένη, χώνομαι στο καταφύγιό μου. Δε μου χρειάζεται να ταξιδέψω∙ φεύγω και πάω να βρω τις σφαίρες της λογοτεχνικής μου μνήμης. Σκέφτεται ξανά και ξανά τον τρόπο με τον οποίο ο Λέβιν στο Άννα Καρένινα απολαμβάνει τη λησμονιά της κίνησης όταν θερίζει αδιάκοπα, και το μεταφέρει στη δική της ζωή: για ποιον άλλο λόγο θα τα έγραφα όλα τούτα, αυτό το γελοίο ημερολόγιο μιας γερασμένης θυρωρού, αν η γραφή αυτή καθαυτή δεν έμοιαζε με την τέχνη του θερισμού; (…) γεύομαι την τρισευτυχισμένη αταραξία μιας συνείδησης, που είναι θεατής.

Η Παλόμα είναι κι αυτή ένα εξαιρετικής ευφυΐας άτομο (η βασική ένσταση κάποιου αναγνώστη θα ήταν ότι δεν μπορεί να μιλά και να σκέφτεται έτσι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Δε θα συμφωνούσα, γιατί θα μπορούσαν, ναι, να υπάρχουν τέτοια εξαιρετικά πλάσματα… άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η Παλόμα έχει κάτι το απολύτως νεανικό). Έχει επίγνωση μάλιστα της εξυπνάδας της, την οποία προσπαθεί να… μετριάσει (πρέπει να κοπιάζεις πολύ για να φαίνεσαι κουτότερος απ  ό, τι είσαι).
 Η Παλόμα μιλά πολύ για τα συναισθήματά της τα οποία είναι έντονα. Κηρύττει πόλεμο (με την αδερφή της), αποκαθηλώνει όλους τους ενήλικες (πατέρα, μάνα κλπ), πλήττει, εκστασιάζεται με τη μουσική, αγαπά τα βιβλία. Έχει σκοπό να… αυτοκτονήσει τη μέρα που θα γιορτάζει τα δεκατρία της χρόνια (σημασία δεν έχει ότι θα πεθάνεις, ούτε σε ποια ηλικία πεθαίνεις, είναι αυτό που θα κάνεις τη στιγμή κατά την οποία πεθαίνεις)! Στην εξομολόγησή της μάλιστα αυτή, που την κάνει εν είδει  ημερολογίου (Βαθυστόχαστες σκέψεις και Ημερολόγιο της κίνησης του κόσμου) έχει βρει και τον τρόπο («σεπούκου»!), εκφράζοντας και την αγάπη της για την Ιαπωνία. Μαθαίνει  γιαπωνέζικα γιατί θέλει να διαβάζει μάγκα από το πρωτότυπο, της αρέσουν τα χαϊκού και το γιαπωνέζικο παιχνίδι «γκο» όπου δεν σκοτώνεις για να κερδίσεις, αλλά πρέπει να δημιουργήσεις για να επιβιώσεις. Γιατί αυτό που τη συγκινεί κι εκείνη είναι η κομψότητα, η ομορφιά (η κομψότητα και η μαγεία ενάντια στη θλιβερή επιθετικότητα των παιχνιδιών εξουσίας των ενηλίκων).
Είναι απολαυστικές οι «βαθυστόχαστες» σκέψεις της Παλόμα. Άπειρες σκέψεις για τις μικρότητες των ανθρώπων γύρω της (κυρίως για τη μαμά της και για την αδερφή της), για τα γηρατειά, απίθανα σχόλια για τα κλισέ των ψυχίατρων, και για την ψυχανάλυση: Πλάκα δεν έχει; Δεν είναι καν η αφέλεια της ερμηνείας (δόντια που πέφτουν = θάνατος, ομπρέλα  = πέος κτλ), λες και η κουλτούρα δεν είναι παρά μια τεράστια δύναμη υποβολής, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Την απασχολεί και η γλώσσα (όπως άλλωστε φαίνεται κι από τον προσεκτικό και ακριβή χειρισμό της): οι άνθρωποι ζουν  σ έναν κόσμο στον οποίο την εξουσία κατέχουν οι λέξεις και όχι οι πράξεις, στον οποίο κόσμο η έσχατη ικανότητα είναι ο έλεγχος της γλώσσας. Σχολιάζει τους ισχυρούς που κατέχουν το λόγο κι επιβάλλονται, ενώ είναι ανίκανοι να υπερασπιστούν τον κήπο τους, να φέρουν κουνέλι για δείπνο ή να τεκνοποιήσουν σωστά. Ιδιαίτερα διασκεδαστικές οι σκέψεις της πάνω στο μάθημα της γλώσσας και της λογοτεχνίας (λογοτεχνία χωρίς λογοτεχνία και μάθημα γλώσσας χωρίς την ψυχή της γλώσσας).
Οι «βαθυστόχαστες σκέψεις» της Παλόμα έχουν μια νεανική πρωτοτυπία, γιατί οτιδήποτε σκέφτεται είναι απόλυτα γειωμένο σε κάποιο βίωμα. Αξίζει να αναφερθούμε στον ορισμό του τι σημαίνει κακός (δεν εννοώ κακόβουλος, βίαιος ή δεσποτικός, παρότι είναι λίγο απ όλ αυτά. Όχι, όταν λέω «είναι πραγματικά κακός», εννοώ πως είναι ένας  άνθρωπος ο οποίος έχει απαρνηθεί τόσο πολύ οτιδήποτε καλό είχε μέσα του ώστε θυμίζει πτώμα, παρόλο που είναι ακόμα ζωντανός) και στις σκέψεις που κάνει βλέποντας αθλητικούς αγώνες στην τηλεόραση: ένιωθα αυτή την τελειότητα στο σώμα μου, και φαίνεται ότι αυτό σχετίζεται με τους νευρώνες καθρέφτες, δηλαδή όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει κάτι, ενεργοποιούνται στον εγκέφαλό μας αυτόματα οι ίδιοι νευρώνες με αυτούς που ενεργοποιεί εκείνος που δρα. Ξέρει ότι είναι ευφυής αλλά κι ότι η ευφυΐα αφ εαυτής δεν έχει καμιάν αξία, κανένα ενδιαφέρον. Πολύ ευφυείς άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους στο θέμα του φύλου των αγγέλων, για παράδειγμα.
Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο η Παλόμα περιγράφει τη σχέση της με τη μουσική είναι μοναδικός.

Η «συνάντηση»
Η άφιξη του Ιάπωνα Κακούρο Όζου στην πολυκατοικία, όπου επί 27 χρόνια κανένα διαμέρισμα δεν άλλαξε οικογένεια, ταράζει τα νερά (όλοι οι ένοικοι είναι ξετρελαμένοι με τον κ. Όζου/εγώ είμαι ευχαριστημένη γιατί η βαθιά ιαπωνική μου πλευρά είναι απολύτως ικανοποιημένη από τη συνομιλία μ έναν αληθινό Ιάπωνα, γράφει η Παλόμα).  Ένας «όμορφος» άνθρωπος, ευγενικός, κομψός, βαθύς. Και… πλούσιος. Από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκε και με τη Ρενέ η επικοινωνία ήταν άμεση («διασταυρωμένα»  βλέμματα στο άκουσμα λέξεων) και  ουσιαστική. Σημείο αναγνώρισης ότι και οι δυο είναι ανήσυχα πνεύματα που ψάχνουν την ουσία των πραγμάτωνήταν  μια φράση από την αρχή της Άννας Καρένινα και τα ονόματα των… γάτων τους, που είναι παρμένα από τους ήρωες του Τολστόι. Παρόμοιας ποιότητας συνάντηση είναι και η συνάντηση του Κακούρο με την Παλόμα, μέσα σ ένα… ασανσέρ! Η άμεση ερώτηση που απηύθυνε ο Κακούρο στην Παλόμα ήταν η γνώμη της για τη Ρενέ∙  πιστεύω πως δεν είναι αυτό που νομίζουμε, λέει και αυτό βέβαια συμπίπτει με την άποψη της Παλόμας, η οποία θεωρεί τη θυρωρό άτομο εξαιρετικής ευφυΐας.
Η κυρία Μισέλ έχει την κομψότητα του σκαντζόχοιρου∙ απέξω είναι γεμάτη αγκάθια, αληθινό φρούριο, αλλά έχω την αίσθηση ότι από μέσα είναι τόσο απλώς ραφινάτη όσο και ο σκαντζόχοιρος, που είναι ένα ζωάκι δήθεν νωθρό, σκληρά μοναχικό και εξαιρετικά κομψό.

Έτσι, αρχίζουν κι αλληλογνωρίζονται οι τρεις ήρωες/εξαιρετικές  (>εξαίρεση) προσωπικότητες, εφόσον η Παλόμα συναντιέται κι αποκτά κι αυτή μια ουσιαστική σχέση με τη Ρενέ (Ρενέ: την κοιτάω με προσοχή. Πώς μου ξέφυγε αυτό; Μερικά παιδιά έχουν το σπάνιο χάρισμα να παγώνουν τους μεγάλους. Τίποτα στη συμπεριφορά τους δεν αντιστοιχεί στους κανόνες της ηλικίας τους. Είναι υπερβολικά αυστηρά, υπερβολικά σοβαρά, υπερβολικά ήρεμα και ταυτόχρονα τρομερά ακονισμένα. Ναι, ακονισμένα). Οι σχέσεις επαναδιαρθρώνονται ταχύτατα, όταν ο Κακούρο ζητά από τη Ρενέ να τον επισκεφτεί για δείπνο (μια σεισμική δόνηση ταρακούνησε συθέμελα μια ύπαρξη που βγήε απότομα από τον πάγο), κι ακολουθούν βέβαια κι άλλες συναντήσεις (κάτι μετατοπίζεται μέσα μου, ναι, δε βρίσκω άλλη λέξη, έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι ένα εσωτερικό γρανάζι παίρνει τη θέση ενός άλλου). Παράλληλα, η Παλόμα επισκέπτεται τακτικά τη Ρενέ, σε κάποια στιγμή μάλιστα τη συμβουλεύει σε πολύ προσωπικό επίπεδο, ενώ με τη σειρά της η Ρενέ τής εξομολογείται το μυστικό της κλειστής ζωής της.
Αυτό που ενώνει τους ήρωες, και βασικά τον Κακούρο με τη Ρενέ είναι η αγάπη για την ομορφιά και για την τέχνη (όλο το μεγαλείο της Τέχνης δε φτάνει για να εξηγήσει την αιφνίδια απώλεια της συνείδησης, της ταπείνωσής μου εξαιτίας μιας αισθητικής συγκοπής). Εύστοχες αναφορές σε έργα ζωγραφικής, μουσικής, κινηματογράφου.  Μοιράζονται αυτό το πάθος με τρόπο πολύ μοναδικό, που η συγγραφέας μάς μεταφέρει άμεσα, προδίδοντας και τις δικές της επιλογές.

Οι σχέσεις εξελίσσονται ραγδαία στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ενώ το τέλος είναι απροσδόκητο, ίσως για να δώσει η συγγραφέας και μια εσχατολογική διάσταση στις σχέσεις με τα πρόσωπα που αγαπάμε. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις έχουμε και από την anagnostria, καθώς και από τη Βιβή Γ.  

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014

Το νησί του πάθους, Λάουρα Ρεστρέπο

«Νησί του πάθους» ήταν το γλυκερό και παράλληλα φοβερό όνομα που έδωσε ο Μαγγελάνος στο νησί Κλίπερτον όταν το διέκρινε από απόσταση  μεταξύ 1519 και 1521. Όνομα ελκυστικό αλλά και σχιζοφρενικό, γιατί κλείνει μέσα του τα αντίθετα. Πάθος σημαίνει τον έρωτα, αλλά επίσης και τον πόνο, είναι τόσο ο πυρετώδης ενθουσιασμός όσο και το μαρτύριο, η τρυφερότητα, μα και η λαγνεία.

Δεν πρόκειται λοιπόν για καμιά σαπουνόπερα πάθους, όπως θα περίμενε κανείς από τον τίτλο, και μάλιστα από βιβλίο που αγοράζει  στην απόγνωσή του από σταθμό της… εθνικής οδού.  Είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μεγεθύνει μια λεπτομέρεια της ιστορίας, αρκετή όμως για να καταλάβει κανείς το μηχανισμό με τον οποίο κινούνταν τα νήματα της αποικιακής εξουσίας σε περιοχές αμφιλεγόμενες, όπως αυτή της οποίας διεκδικούσαν την κυριαρχία το Μεξικό και η Γαλλία στις αρχές του 20ου αι..
Νησί του Πάθους, ή νησί Κλίπερτον, από τον λήσταρχο πειρατή του 18ου αι. που το χρησιμοποιούσε ως κρησφύγετο/ορμητήριο για να επιτίθεται στα κινέζικα εμπορικά πλοία. Ένα ασήμαντο, απόμερο νησί κοντά στο Ακαπούλκο, ένας τόπος ανθυγιεινός και αφιλόξενος. Λένε πως στις ακτές του περιφέρονται απομεινάρια παλιών ναυαγίων και ότι στον αέρα του πλανιούνται οι αναθυμιάσεις θειαφιού από μια ηφαιστειογενή λιμνοθάλασσα με δηλητηριώδη νερά, που δεν ανέχονται τη ζωή, δεν είναι πόσιμα και προκαλούν εγκαύματα σ όποιον βουτήξει μέσα τους (…) Σημείο ελάχιστο, ανεπαίσθητο  όπου ούτε να φτάσει μπορεί κανείς ούτε να φύγει. Σαρωμένο από τυφώνες, διαβρωμένο από παλίρροιες, σβησμένο από τους χάρτες, λησμονημένο από τους ανθρώπους, παραπεταμένο στη θάλασσα, άλλοτε μεξικάνικο και τώρα απαλλοτριωμένο και ξένο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει. Μερικές φορές αυταπάτη και κάποιες άλλες εφιάλτης, το νησί δεν είναι τίποτα περισσότερο από όνειρο. Ουτοπία.

Το μυθιστόρημα κινείται σε πολλά επίπεδα (ανά κεφάλαιο), εφόσον την τραγική ιστορία των πρωταγωνιστών, δηλαδή του Ραμόν και της Αλίσια, και αργότερα των τεσσάρων παιδιών τους, την ανασυνθέτει ο αναγνώστης και μέσα από τον αφηγητή- συγγραφέα, και μέσα από τις βιωματικές αφηγήσεις της 77χρονης κόρης και της εγγονής τους. Στο χρονικό επίπεδο που εκπροσωπεί το «σήμερα», ο υποτιθέμενος ερευνητής/ παντογνώστης αφηγητής  αναφέρεται στις «πηγές» του και τις «αξιολογεί», προσδίδοντας ένα δημοσιογραφικό/ιστορικό χαρακτήρα. Έτσι, έχουμε λεπτομέρειες που προσθέτουν αληθοφάνεια κι ενδιαφέρον στην τραγική περιπέτεια στην οποία  μπλέχτηκαν οι ήρωες…

Ο πρωταγωνιστής Ραμόν, γαλλικής καταγωγής από την Ορισάμπα, ένοχος για λιποταξία από τον μεξικάνικο στρατό -γιατί δεν άντεχε την πικρή σούπα που ήταν η ζωή στο στρατόπεδο-, υπέστη τέτοια ταπείνωση στη φυλακή (ήταν πιο σκουπίδι απ όλα τα σκουπίδια), ώστε δέχτηκε σαν εξαιρετική τιμή τον διορισμό του ως Κυβερνήτη του νησιού Κλίπερτον (ορκίστηκε επίσημα, στη μνήμη του πατέρα του, στην αγάπη της μητέρας του, στα εφτά μαχαίρια που τρυπούν την καρδιά της Τεθλιμμένης Παναγίας και στη δόξα της πατρίδας του ότι ποτέ, ποτέ πια, είτε ως άνθρωπος είτε ως στρατιωτικός δε θα γνώριζε την καταισχύνη μιας δεύτερης ταπείνωσης). Τον κάλεσε μάλιστα κι ο ίδιος ο πρόεδρος (Πορφύριο Ντιάζ) σε ακρόαση, στα πλαίσια ειδικής αποστολής που σχετιζόταν με τη σύσφιξη των σχέσεων Μεξικού- Ιαπωνίας  εναντίον της Αμερικής (1908). Για το ταξίδι στην Ιαπωνία έχουμε λίγες πληροφορίες, ίσως… όχι γιατί το ιστορικό του περιεχόμενο είχε χαρακτήρα απόρρητο και υπερβατικό, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Απλώς επειδή επρόκειτο για κάτι το κοινό και το ασήμαντο. Για παράδειγμα, μπορεί ο Ραμόν να πήγε στο Τόκιο ως διερμηνέας για τυπικά διπλωματικά ζητήματα. Ή για να παραδώσει στον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας καμιά πορσελάνη των Σεβρών, δώρο από τον Πορφύριο Ντίας. Και έτσι το Κλίπερτον να μην υπήρξε ποτέ στρατηγικό σημείο για οποιονδήποτε, εκτός από τα πουλιά που απέθεταν εκεί το γουάνο[1], τα περιττώματά τους.
Ωστόσο, η πράξη ανάληψης της εδαφικής κυριαρχίας του Μεξικού στο νησί του Πάθους έγινε με συγκίνηση και επισημότητα που άγγιζε τη γελοιότητα («τούτο εδώ είναι μεξικάνικο έδαφος πάντως, κι εγώ είμαι ο κυβερνήτης του»/ όταν το σκάφος εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Ραμόν συνειδητοποίησε πως ένιωθε προσβεβλημένος, αδικημένος και μόνος σα σκύλος. Ο διορισμός του ως κυβερνήτη, η προαγωγή σε λοχαγό, η ακρόαση από τον Πορφύριο Ντίας, τώρα του φαίνονταν σαν πολύχρωμα μικρά πουλιά, που απλώς φτιασίδωναν τη γυμνή πραγματικότητα: τον είχαν παρατήσει στην τύχη του, στο τελευταίο μέρος το οποίο θα επέλεγε, εφόσον του είχαν δώσει ελευθερία εκλογής). Το πλοίο που θα ήταν ο ομφάλιος λώρος που θα τους συντηρούσε στη ζωή, ο μοναδικός δεσμός τους με τον κόσμο άφησε στο νησί τον Ραμόν με τη γυναίκα του, την Αλίσια, κι έντεκα στρατιώτες με τις οικογένειές τους, καθώς και τον εκπρόσωπο της βορειοαμερικανικής εταιρείας εμπορικής εκμετάλλευσης του γουάνο, τον Γερμανό Σουλτς με την υπόσχεση ότι θα επανερχόταν ανά τρεις μήνες για ανεφοδιασμό. Σαράντα τέσσερα ενήλικες με μικρά παιδιά πάνω στο στείρο κατσάβραχο, σαράντα τέσσερις Ροβινσώνες  των οποίων παρακολουθούμε τις προσπάθειες επιβίωσης μέσα σε συνθήκες απροσδόκητες (καταποντισμοί, πλημμύρες, τυφώνες, αλλά κυρίως maroon, δηλαδή εγκατάλειψη).
Πέρα λοιπόν από το ιστορικό ενδιαφέρον που προκαλεί η αληθινή αυτή ιστορία, παρακολουθούμε και μια συναρπαστική περιπέτεια σε πολλά επεισόδια, ενώ παράλληλα διαγράφονται και αρκετά διάφανα οι βασικοί χαρακτήρες (ξεχωρίζει η ενστικτώδης και γήινη προσωπικότητα της Αλίσια). Οι ήρωες οργανώνουν όσο μπορούν καλύτερα τη ζωή τους, γεννούν τα παιδιά τους, προσπαθούν να τα εκπαιδεύσουν, κάνουν γιορτές, παίζουν μουσική, ψάχνουν απεγνωσμένα το θησαυρό του Κλίπερτον, οι γυναίκες περιποιούνται τα… μαλλιά τους (η συντροφική περιποίηση των μαλλιών  βαθμιαία μετατράπηκε σε βδομαδιάτικη τελετουργία), κι όλα αυτά καθώς περιμένουν το πλοίο ανεφοδιασμού (πάντα καθυστερημένο δυο τρεις μήνες, σκορπώντας κύματα ανησυχίας). Οι βροχοπτώσεις, οι παλίρροιες αλλά βασικά ο τυφώνας  καθορίζουν τις συνθήκες ζωής τους και τις σχέσεις τους (ο χαρακτήρας των κατοίκων του Κλίπερτον είχε αλλάξει. Τώρα ηταν πιο φθονεροί, διπλά πονηροί, ευέξαπτοι όσο ποτέ, πλεονέκτες και εγωιστές. Ακόμα και το παρουσιαστικό τους είχε αλλάξει: πήραν την αθεράπευτη όψη ανθρώπων χτυπημένων από τη ζωή, ζητιάνων της φύσης, από την οποία δε θα συνέρχονταν ποτέ πια). Έχουν να κάνουν με την τρέλα και τον θάνατο, τον πρώτο θάνατο από καρχαρία και τη δημιουργία ενός είδους  νεκροταφείου. Αντιμετωπίζουν  το ναυάγιο δώδεκα Ολλανδών στο νησί τους (ένα ξανθό τσούρμο), με τους οποίους πρέπει να μοιραστούν τα τρόφιμα (στη μοίρα αρέσουν τα παιχνίδια, είπε στο τέλος, υπερβολικά σαστισμένος και κουρασμένος για να δώσει στη φωνή του δραματικό τόνο. Με ένα και μοναδικό χτύπημα μας στερεί την τροφή και μας στέλνει άλλα δώδεκα στόματα να θρέψουμε). Η πολιτική κατάσταση προκαλεί επίσης σασπένς αλλαγή του καθεστώτος του Ντίας: θα αναγνωρίσει την εδαφική κυριαρχία ο νέος πρόεδρος;

Maroon
Κι έπειτα έρχεται η maroon, η εγκατάλειψη[2] , λέξη που αποτελεί και τον τίτλο του δεύτερου μέρους του βιβλίου. Η εισβολή των Βορειοαμερικάνων στη Βερακρούς, η αντίσταση των Μεξικάνων ανατρέπει όλες τις ισορροπίες (εμένα δε μου έδωσε κανένας την εντολή να αποσυρθώ από δω…./ ούτε την εντολή να αποσυρθείς θα σου δώσουν, ούτε την εντολή να παραμείνεις. Η αλήθεια είναι, Ραμόν, ότι δε δίνουν δεκάρα. Με τις ταραχές που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό, μάλλον ούτε θυμούνται ότι υπάρχουμε). Ο Ραμόν κλωτσάει τη μοναδική ευκαιρία διάσωσης, θέλοντας να υπερασπιστεί… το μεξικανικό έδαφος (το να παραμείνουμε είναι ιερή υποχρέωση απέναντι στους 126 γενναίους της Βερακρούς). Η απόφασή του ενισχύεται από την παράλληλη απόφαση των έντεκα στρατιωτών και των οικογενειών του (μόλις είχε ζήσει την ωραιότερη ημέρα της ζωής του, τη μέρα που τον καθιστούσε άντρα άξιο και αλησμόνητο, και το βασίλειό του δε βρισκόταν πια σ αυτόν τον κόσμο/ ο αληθινός πρίγκηπας, ο μάγκας ήταν αυτός ο ίδιος, ο Ραμόν Αρνό. Η απόφασή του να μείνει τον έκανε να νιώθει ικανοποίηση, πληρότητα, μεγαλείο, ενώ η νομιμοφροσύνη των ανθρώπων του τον μεταμόρφωνε σε γίγαντα/είχε κατορθώσει να βρει την παλιά περηφάνια του).

Έτσι λοιπόν, για λόγους νομιμοφροσύνης, «για ένα πουκάμισο αδειανό», οι 44 Ροβινσώνες, χωρίς καμιά σύνδεση πια με τον υπόλοιπο κόσμο, υπερμάχονται του… μεξικανικού εδάφους, αλλά ουσιαστικά με αναμετριούνται με τη φύση… όχι μόνο με τα καιρικά φαινόμενα, αλλά με την αρρώστια (σκορβούτο) με την τρέλα (Σουλτς, Ραμόν), με την αποκτήνωση, με το θάνατο (δεν διατάζεις εσύ πια Αρνό. Εδώ διατάζει ο θάνατος)… Η προσπάθεια επιβίωσης, βασικά των γυναικών κόβει την ανάσα, και η μεταπήδηση από το ένα χρονικό επίπεδο  στο άλλο αυξάνει κάθετα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Άλλωστε, το γεγονός ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία (βασική πηγή η εγγονή του Ραμόν) δημιουργεί κύματα απίστευτης συγκίνησης για το τι μπορεί να πετύχει αλλά και να αντέξει ο άνθρωπος.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] γουάνο: τα αποσυντεθειμένα απορρίμματα των θαλασσίων πουλιών, πλούσια σε άζωτο και πολύ κατάλληλα για λιπάσματα
[2] αυτό το καβαλιστικό σύμπλεγμα των έξι γραμμάτων, λέξη που σήμαινε εγκαταλείπω κάποιον σε έρημο νησί, τον εγκαταλείπω αβοήθητο, παραφθορά του cimaroon που με τη σειρά του προερχόταν από το ισπανικό Cimarron, λέξη που εννοούσε τον δραπέτη σκλάβο, και αργότερα τη θανατική ποινή που επέβαλλαν οι Άγγλοι πειρατές στους προδότες