Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2021

τα χρόνια της βραδύτητας, Φερνάντο Αραμπούρου

πώς γίνεται παραποιώντας την πραγματικότητα να φτάνεις σε κάτι πιο αληθινό απ’ αυτήν;
(Όλοι θέλουν να χορεύουν, Alberto Garlini)

     Πρωτότυπο και συναρπαστικό και το βιβλίο αυτό του αγαπημένου Βάσκου συγγραφέα. Πρωτότυπο, παρόλο που ο πυρήνας του είναι και πάλι, όπως και στην «Πατρίδα», η βασκική πληγή – η βίαιη αγωνία της διατήρησης ζωντανού ενός πολιτισμού που κινδυνεύει να εξαφανιστεί, η διάψευση ενός αμείλικτου αγώνα για αυτονόμηση, η προδοσία, η ματαιότητα της θυσίας.
     Ο τρόπος που διάλεξε ο συγγραφέας να παρουσιάσει αυτήν την ελκυστική ιστορία είναι μοναδικός, και μάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί μεταμοντέρνος: από τη μια υπάρχουν κεφάλαια στα οποία ο κεντρικός ήρωας-αφηγητής, ο Τσίκι, αφηγείται στον συγγραφέα την περιπετειώδη συμβίωσή του με την οικογένεια της θείας του, επί εννέα χρόνια όταν ήταν ακόμα παιδί στην κρίσιμη για το Βασκικό ζήτημα δεκαετία του ‘60. Ο λόγος του καταγράφεται με την προφορικότητα της μαρτυρίας, σαν να πρόκειται για απομαγνητοφώνηση κάποιων βιωμάτων που ενέπνευσαν το συγγραφέα, ο οποίος μαζεύει το «υλικό» του (π.χ.: εσείς ο ίδιος με παροτρύνατε να εκφραστώ κατά το δοκούν, με ακρίβεια αλλά αδιαφορώντας για τη δομή ή το στυλ, αφού αυτό είναι δική σας δουλειά ως συγγραφέας που είστε/σας παρακαλώ να μεταχειριστείτε με σεβασμό την ξαδέρφη μου/αυτά μπορεί να είναι δικές μου εικασίες. Καλού κακού μην τις πάρετε πολύ στα σοβαρά). Παράλληλα, εναλλάσσονται κεφάλαια με άλλη γραμματοσειρά στα οποία παρακολουθούμε τις σημειώσεις του συγγραφέα, σημειώσεις στις οποίες ο υποτιθέμενος πραγματικός Αραμπούρου επεξεργάζεται αυτές τις πληροφορίες με έντονη αυτοαναφορικότητα, καταγράφει τις αμφιβολίες του και «σκηνοθετεί» την πλοκή εμπλουτίζοντάς την πολλές φορές και με μυθοπλαστικά στοιχεία, όταν ο «μύθος» αποδίδει καλύτερα την αλήθεια (αν πρέπει να απομακρυνθώ από τη μαρτυρία του πληροφοριοδότη, θα γίνει. Πρώτα η λογοτεχνία∙ μετά, αν μένει χώρος, η αλήθεια). Κατά τ’ άλλα, ο άξονας της πλοκής προχωρά γραμμικά στον χρόνο. Όπως λέει και ο Τσίκι, πρόθεση του «κυρίου Αραμπούρου» είναι να καταγράψει τα πεπραγμένα μιας οικογένειας της Ιμπαέτα την εποχή των παιδικών του χρόνων, την δεκαετία του ’60, εποχή που μεσουρανούσε ο Φράνκο. Μιας βασκικής οικογένειας φτωχής, λαϊκής, με τα χαρακτηριστικά προβλήματα της κατώτερης κοινωνικής τάξης. Έτσι, αφενός βλέπουμε από ηθογραφική, ή μάλλον ιστορική διάσταση την κοινωνία των Βάσκων την εποχή εκείνη, αφετέρου υπάρχει ένα παιχνίδι «πραγματικότητας» και μυθοπλασίας, ένας κάπως αποστασιοποιημένος «διάλογος» πραγματικής ζωής και τέχνης.
     Αυτή η ασυνήθιστη ροή στην πλοκή αρχικά δεν ευνοεί την ταύτιση του αναγνώστη με τα δρώμενα, απ’ την άλλη διασώζει τη λαϊκότητα τού -ελαφρώς αφελούς, αλλά ουσιαστικά καλοπροαίρετου- κύριου αφηγητή. Ταυτόχρονα, δίνει την αίσθηση του «μη οριστικού», που είναι μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα. Άλλωστε σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας λέει ότι του αρέσει να χρησιμοποιεί επάλληλα επίπεδα γραφής.
     Ο ήρωας-αφηγητής, ενήλικας σήμερα, καταγόμενος από την ισπανοκρατούμενη Ναβάρρα, ήταν οκτώ χρονών όταν αναγκάστηκε να μείνει με τους συγγενείς του στο Σαν Σεμπαστιάν «για λόγους που γνωρίζετε» (η καημένη η μητέρα μου όταν την παράτησε ο παλιάνθρωπος που είχε παντρευτεί δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει ούτε μένα ούτε τα αδέρφια μου). Τον βλέπουμε λοιπόν μικρό παιδί να προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια τελείως διαφορετική οικογένεια σε μια μεγαλύτερη πόλη. Μέσα απ’ τα αγνά μάτια του γνωρίζουμε τον θείο Βισέντε (εργάτη σε σαπωνοποιΐα), τη δυναμική θεία Μαριπούι του που -ως άμεσος συγγενής- τον υποδέχεται εγκάρδια, τον άξεστο ξάδερφο Χουλέν που τον υποδέχεται με… σπαρταριστή «γαϊδουριά» και την ελαφρόμυαλη ξαδέρφη Μάρι Νιέβες. Έχουμε σκηνές σπαραξικάρδιες, μιζέριας και μεγαλείου (ο ηλεκτρολόγος που την πέφτει στην Μαριπούι και κείνη καταφεύγει στον άβουλο άντρα της χωρίς να μπορεί να αποφύγει τη φαντασίωση∙ η τροφαντή Μάρι Νέβες με την ασυγκράτητη σεξουαλική όρεξη, που γυρνάει με τον έναν και τον άλλον και δημιουργεί συνέχεια προβλήματα στην οικογένεια∙ ο ιερέας δον Βικτοριάνο, φανατικός Βάσκος που διδάσκει την βασκική γλώσσα και βασικά ελέγχει τον αγώνα των Βάσκων, όπως ανακαλύπτει σιγά σιγά ο μικρός Τσίκι∙ σκαμπίλια και μαλλιοτραβήγματα ανάμεσα στις γειτόνισσες∙ ο αδύναμος Βισεντίκο (θείος), με τη φήμη του «φοβητσιάρη», που τον εκβιάζουν και που στα δύσκολα το ρίχνει στο ποτό ∙ τα σαπουνάκια που τυλίγουν επί ώρες όλα τα μέλη της οικογένειας για να βοηθήσουν τον Βισεντίκο∙ στρίμωγμα στα πεζοδρόμια για «να δουν τον Φράνκο να περνάει»).
     Αυτή είναι η ατμόσφαιρα στην οποία ο Τσίκι προσαρμόζεται σχετικά γρήγορα, αποκτά φίλους με τους οποίους παίζει στην αλάνα, ενώ ο ξάδερφος που αρχικά τον περιφρονεί και τον ονομάζει «βουτυρομπεμπέ από τη Ναβάρρα» (περιοχή όπου επικράτησε το ισπανικό στοιχείο) σιγά σιγά τον συμπαθεί, παίζει μαζί του (τους περίφημους «ποδηλάτες»), κι όταν ο μικρός μπαίνει στο νόημα και τον καλύπτει στα δύσκολα, μια σχέση μεγάλης αγάπης δημιουργείται ανάμεσα στους δυο.
     Αυτά τα εννέα χρόνια λοιπόν που βρίσκεται ο Τσίκι με τους συγγενείς του, εξελίσσονται δύο βασικές ιστορίες, που αναστατώνουν τις ισορροπίες στην οικογένεια. Παράλληλα όμως είναι δυο τραγικές ιστορίες στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, που αναδεικνύουν την τραγική κατάσταση της Ισπανίας του Φράνκο. Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας αφήνει την υπόνοια ότι πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα, που τα έχει γνωρίσει. Η μία λοιπόν ιστορία αφορά την αθέλητη εγκυμοσύνη της άσχημης Μάρι Νέβες, που δεν φαίνεται να γνωρίζει (ή τουλάχιστον δεν ομολογεί) τον πατέρα του παιδιού της∙ η άλλη είναι η ένταξη του Χουλέν στον βασκικό αγώνα, με ό, τι συνέπειες συνεπάγεται αυτό.

Ποτέ δεν θα γίνω ευτυχισμένη, ποτέ! Αυτό θέλεις;
Ή
Υπάρχουν χειρότερα πράγματα από το να είσαι παντρεμένη

     Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της Μάρι Νιέβες, προκαλεί σκηνές μέσα στο σπίτι που μάλλον είναι κωμκοτραγικές, έτσι τουλάχιστον όπως τα βιώνει ο οκτάχρονος Τσίκι και τα μεταφέρει στον συγγραφέα. Μυστήριο, ψίθυροι, ίντριγκες και χαστούκια για να αποσπάσουν από την ξεροκέφαλη Μάρι Νιέβες το όνομα του πατέρα. Απίστευτα σχέδια με την μητέρα του Τσίκι που έρχεται εκτάκτως (ερασιτεχνικές προσπάθειες αποβολής, γέννα και μετά ορφανοτροφείο κλπ) κι όλα αυτά επειδή η θεία Μαριπούι προτιμούσε να πέσει από το μπαλκόνι παρά να διασχίζει τους δρόμους της γειτονιάς χωρίς να τολμάει να σηκώσει το βλέμμα της από το έδαφος. Τα σενάρια στις σημειώσεις του συγγραφέα περιλαμβάνουν μέχρι και απόπειρες αυτοκτονίας (γειτονιά γεμάτη κουτσομπόλες. Θα σκοτωθώ. Δεν μπορώ να ζω έτσι).
     Η ντροπή της οικογένειας όπου η κόρη στιγματίζεται ως «πουτάνα» ξεδιπλώνεται σ’ όλο το μεγαλείο, καθώς ο καιρός περνάει και δεν γνωρίζουν ακόμα ποιος ήταν «εκείνος ο παλιάνθρωπος». Η λύση που δόθηκε δείχνει τα ήθη της εποχής: η δυναμική Μαριπούι βρίσκει γαμπρό στην κόρη της, με το έτσι θέλω! Εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Τσάτσο, που ήταν κάπως χοντροκέφαλος, για να μην πούμε ότι έπασχε από νοητική υστέρηση, για τον οποίο η Μάρι Νιέβες είναι μεγάλο κελεπούρι (πιστεύω ότι δεν είχε αρκετή φαντασία ούτε για να σχηματίσει στο μυαλό του την εικόνα μιας γυμνής γυναίκας). Η λύση αυτή έχει οπωσδήποτε κοινωνικό κόστος (κουτσομπολιό, δούλεμα κλπ) αλλά για τα δεδομένα της κοινωνίας είναι η «καλύτερη».
     Η παρωδία των αρραβώνων αλλά και του γάμου περιγράφεται αναλυτικά και αγγίζει τα όρια του τραγέλαφου -αν και ο αφελής Τσάτσο με τον αυθορμητισμό του και τον ενθουσιασμό του, σώζει την κατάσταση. Η πραγματική τραγωδία ξεκινά όταν γεννήθηκε το μωρό, προφανώς με προβλήματα λόγω των ατυχών επεμβάσεων (ό, τι κι αν είδαν τους κόπηκε η μιλιά), ενώ η κοινωνική πίεση από τη γειτονιά, ακόμα κι απ’ τον παπά Βικτοριάνο είναι σκληρή και αμείλικτη (Οίκτο έπρεπε να προκαλούμε! Οίκτο).
     Η ζωή όμως δεν είναι μονοδιάστατη. Παρόλη την απελπισία που φέρνει ένα μωρό ασθενικό, τυφλό, που βογκάει όλη μέρα από τους πόνους, ο Τσάτσο, ο «τρελός του χωριού» βρήκε μια οικογένεια, είναι θετικός, πρόθυμος, και… χαρούμενος (εγώ, έτσι άσχημος που είμαι, με ποιαν θα πηδιόμουν αν δεν παντρευόμουν;).
     Ο ένας από τους επιλόγους που έγραψε ο συγγραφέας αφορά την τραγική λύση στην ιστορία αυτή της Μάρι Νιέβες.

Αν χρειάζεστε για το βιβλίο σας την ιστορία ενός αγωνιστή τυχοδιώκτη,
δραστήριο, πρωταγωνιστή σε αμέτρητα λίγο πολύ ηρωικά επεισόδια,
σας προειδοποιώ ότι η ιστορία του ξαδέρφου μου
δεν θα σας χρησιμεύσει

     Η συμπάθεια που τρέφει ο Χουλέν προς τον μικρό του ξάδερφο τού επιτρέπει να τον εμπιστεύεται τα βράδια που κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο («με σκότωνε με τη μπόχα των ποδιών του»), να του εξιστορεί περιπέτειες και βιώματα και τέλος να του εκμυστηρεύεται το όνειρό του για μια αυτόνομη ελεύθερη βασκική πατρίδα. Στην οικογένεια δεν γνωρίζουν βασκικά, μιλάνε ισπανικά «τσάτρα πάτρα», ωστόσο ο φανατικός ιερέας Βικτοριάνο όχι μόνο διδάσκει τα βασκικά, αλλά εντάσσει στον αγώνα τους νεαρούς φίλους του Χουλέν. Οι σκηνές που ο μικρός -καλός κι έξυπνος μαθητής ωστόσο- Τσίκι βοηθά τον Χουλέν σ’ αυτά τα μαθήματα γλώσσας, είναι απολαυστικότατες. Ο Βικτοριάνο, εκτός από τα μαθήματα και τα κηρύγματα, διοργανώνει και εξορμήσεις στο βουνό, όπου εμπέδωνε στους νεαρούς ορειβάτες την ιδέα μιας απελευθερωμένης πατρίδας, καλλιεργώντας τους ταυτόχρονα τη φλόγα για τη γλώσσα, τα έθιμα, και τα τοπία της γης τους. Ιερό σύμβολο, η «ικουρίνια», η βασκική σημαία∙ κρυφό όνειρο, να σκοτώσουν τον Φράνκο (αξιοσημείωτο ότι ο θείος, ο πατέρας του Χουλέν, ούτε ξέρει ποιος είναι ο Φράνκο, και φυσικά δεν έχει ιδέα ότι ο γιος του είναι μπλεγμένος στην πολιτική δράση «μέχρι τα μπούνια»).
     Η πρώτη σύλληψη του Χουλέν και του Γκαρμέντια ήταν χωρίς συνέπειες (χάρη και στον Τσίκι –«Τσίκι είσαι και ο πρώτος») αλλά ήταν και μια προειδοποίηση και για την οικογένεια, και για τους ίδιους τους νεαρούς. Είναι η εποχή που η ΕΤΑ σκότωσε τον «τρομερό αρχηγό της Κοινωνικής Ταξιαρχίας, Μελιτόν Μανθάνας και το ξύλο που έριχναν στους συλληφθέντες ήταν φρικαλέο. Οι σημειώσεις του συγγραφέα σ’ αυτό το σημείο αναδεικνύουν όχι μόνο τις τραγικές έως γελοίες μεθόδους των βασανιστών, αλλά και τον ελαφρώς θρασύδειλο χαρακτήρα του Χουλέν, πράγμα που εξηγεί -ίσως- και την κατοπινή εξέλιξη. Γιατί οι έρευνες και οι έφοδοι στα σπίτια των υπόπτων συνεχίζονται, τον Χουλέν τον παρακολουθούν, ενώ κάποιο βράδυ επιστρέφει τραυματισμένος. Τον Μάρτιο του 1969 τους ειδοποιούν ότι οι μπάτσοι ψάχνουν τα σπίτια κι ο Χουλέν φυγαδεύεται στη Γαλλία, όπου εξακριβωμένα υπήρχε δίκτυο βοήθειας και υποδοχής των εξόριστων Βάσκων αγωνιστών. Από δω και πέρα μόνο από τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα μαθαίνουμε τις δυσκολίες των δύο εικοσάχρονων να επιβιώσουν στην ανέχεια και στη μοναξιά της εξορίας, καθώς και στην αβεβαιότητα του αν αξίζει ο αγώνας αυτός και η αυτοθυσία. Η κρυφή επίσκεψη των θείων στη Γαλλία μετά από καιρό τους βυθίζει στην απελπισία γιατί αντικρίζουν ένα Χουλέν βρώμικο, ταλαιπωρημένο αλλά κυρίως αποκαρδιωμένο (απίθανη η λίστα του συγγραφέα με τα «πιθανά βάσανα» του Χουλέν, και το επιμύθιο: δεν χρειάζεται να τα αναφέρω όλα. Με βάση λογοτεχνικά κριτήρια, θα επιλέξω τα τρία ή τέσσερα που μπορούν ν’ απεικονιστούν καλύτερα μέσω ενεργειών, μεγαλόφωνων σκέψεων, διαλόγων…). Κι όταν αντίκρισε τον μικρό του ξάδερφο συγκινήθηκε τόσο πολύ που τον έπιασε ακατάλυτος λόξυγκας («αν ήξερα ότι θα συγκινούνταν τόσο πολύ, δεν θα σ΄ είχα φέρει»). Δεν μαθαίνουμε ποτέ τις λεπτομέρειες που έκαναν τον Χουλέν να τσακωθεί με τον παιδικό φίλο και σύντροφό του, τον Γκαρμέντια, ούτε τον λόγο για τον οποίο ένιωθε απομονωμένος στην εξορία (μια υπόνοια η άγνοια της γλώσσας). Γεγονός είναι ότι όταν επέστρεψε πια αυτοβούλως, ξεσηκώνοντας ένα σωρό απορίες, δεν ήταν πια ο ίδιος (μου θύμιζε τον φελλό του καλαμιού μου, ακουμπισμένο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, να παρασύρεται από δω κι από κει από δυνάμεις ανώτερες απ’ τον ίδιο). Σιγά σιγά ο Τσίκι αντιλαμβάνεται ότι τον ξαδερφό του δεν τον έχει σε εκτίμηση η γειτονιά, κι είναι φανερό στον αναγνώστη ότι ο Χουλέν «λύγισε», αν και δεν ανοίγει την καρδιά του σε κανέναν. Το μίσος του κόσμου ήταν τέτοιο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιμπαέτα. Γιατί ο Χουλέν, ένας φτωχοδιάβολος σε τελευταία ανάλυση, βγήκε χαμένος.
     Είναι τα χρόνια που ο δικτάτορας Φράνκο βρίσκεται ήδη επί τρεις δεκαετίες στην εξουσία, τα «χρόνια της βραδύτητας» για την Ισπανία και τις επαρχίες της… Γιατί όπως γράφει ο συγγραφέας στις σημειώσεις του, σε άλλες χώρες φαίνεται σα να ζούσαν πιο γρήγορα, ενώ στη χώρα του υπήρχε μια ατμόσφαιρα ιστορικού μαρασμού
      Όταν σταματώ για να φέρω στο μυαλό μου τις αναμνήσεις μου από κείνα τα χρόνια, μου ξανάρχεται μια παλιά αίσθηση βραδύτητας. Έχω την εντύπωση ότι σήμερα ένα λεπτό διαρκεί τριάντα με σαράντα δευτερόλεπτα∙ αντίθετα, τα λεπτά της δικτατορίας διαρκούσαν ενάμιση με δυο λεπτά. Τρεις δεκαετίες βρισκόταν ο Φράνκο στην εξουσία, (…), και, παρόλο που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχαν ήδη αρχίσει να αναδεύονται τα υπόγεια ύδατα, η ιστορία της Ισπανίας σερνόταν ακόμα νωχελικά.
Χριστίνα Παπαγγελή