Κυριακή, Νοεμβρίου 30, 2008

Το σπίτι και ο κόσμος, Ραμπιντράναθ Ταγκόρ

δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία
κάθε επιβολή δύναμης
Ποιητής, συγγραφέας αλλά και φιλόσοφος, ο Ινδός Ραμπιντράναθ Ταγκόρ, μεγάλη μορφή του 20ου (βασικά) αι., δίνει ένα μυθιστόρημα με λυρισμό κι εσωτερικότητα, αλλά εντέλει φιλοσοφικής διάστασης. Πρόκειται για ένα έργο καθαρά «πνευματικό», κι αυτό γιατί ένας από τους πρωταγωνιστές, ο πιο σημαντικός κατά τη γνώμη μου, ο Νίκιλ, αγωνίζεται για να έχει τη δύναμη ν’ αντέξει τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια (σελ. 36), γιατί το να προσκολλάσαι σε κάτι ψεύτικο σα να ήταν αληθινό, είναι σα να στραγγαλίζεσαι με τα ίδια σου τα χέρια (σελ. 151) και γιατί η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο. Η ελευθερία η εσωτερική. Η αναζήτηση της ελευθερίας ως πνευματικής αξίας είναι και το κεντρικό θέμα, και δευτερευόντως δοκιμάζεται το νόημα άλλων αξιών όπως αλήθεια, πραγματικότητα, αγάπη· αλλά δεν πρόκειται –φυσικά- για θεωρητικό κείμενο. Υπάρχει πλοκή, δράση, συναισθήματα, αντιθέσεις, συγκρούσεις. Το λυρικό και ποιητικό ύφος αποτρέπει από το να γίνει το έργο φιλοσοφικό δοκίμιο. Ο λυρισμός, το συναίσθημα, η αντίφαση, το «πάθος» είναι αδιαίρετα συνυφασμένα με τη συνειδητοποίησή τους και την εκλογίκευσή τους- είναι το πνεύμα της ανατολής, τόσο ακατανόητο στον δυτικό ορθολογικό νου.
Οι δύο ήρωες, ο Νίκιλ και ο Σαντίπ, πολύ ισχυρές προσωπικότητες κι οι δυο, εκπροσωπούν δυο δυνάμεις αντίθετες που χαρακτηρίζουν και τις σχηματιζόμενες τάσεις στην κοινωνία της αγγλοκρατούμενης Ινδίας. Ανάμεσα στέκει η γυναίκα του Νίκιλ, η Μπιμάλα, φορέας της παράδοσης, της χωρίς αμφισβητήσεις συντήρησης (αλλά και χωρίς ιδιαίτερο φανατισμό, έτοιμη να αποτινάξει κάθε ζυγό μπροστά στη σαγήνευση του θηλυκού στοιχείου) που διχάζεται και βασανίζεται από την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στους δυο κόσμους. Τους δυο αντίθετους κόσμους που εκπροσωπεί ο Νίκιλ και ο Σαντίπ.
Οι αφηγητές είναι τρεις, τρεις λοιπόν «ιστορίες», όπως επιγράφονται και τ΄αντίστοιχα κεφάλαια: η ιστορία του Νίκιλ, η ιστορία της Μπιμάλα και η ιστορία του Σαντίπ που εναλλάσσονται, και στις οποίες εκφράζει ο καθένας με τη σειρά του τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα στις εκάστοτε περιστάσεις. Χαρακτηριστικό και των τριών (κυρίως όμως των δυο πρώτων) είναι οι έντονες αντιφάσεις που βιώνουν, ο ενθουσιασμός αλλά και ο δισταγμός στις επιλογές τους, η διαφορετική δύναμή τους και ταυτόχρονα η αδυναμία τους.

Το σπίτι του τίτλου, είναι το σπίτι του Νίκιλ και της Μπιμάλα: είναι εκσυγχρονισμένο, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει και να θαυμάσει την ινδική «κουλτούρα»: τη λεπτότητα, την ομορφιά, την ευγένεια, τη διακριτικότητα.
Ο άντρας μου δε μπορούσε να καταργήσει τελείως τις παμπάλαιες συνήθειες που διατηρούσε η οικογένειά μας. Έτσι, μας ήταν δύσκολο να συναντιόμαστε όποια ώρα της μέρας θέλαμε. Εγώ ήξερα ακριβώς την ώρα που θα μου ερχόταν κι έτσι η συνάντησή μας είχε όλη τη φροντίδα της ερωτικής προετοιμασίας. Ήταν σαν τη ρίμα στο ποίημα· έπρεπε να περάσει από το μονοπάτι του μέτρου.
Και, (σελ.8):
Γνωρίζω καλά από εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων ότι η αφοσίωση είναι η ίδια η ομορφιά στην πιο λεπτή της έκφραση. Όταν η μητέρα μου τακτοποιούσε τα διάφορα φρούτα, που είχε η ίδια ξεφλουδίσει με τα γεμάτα φροντίδα χέρια της, στο λευκό πέτρινο πιάτο, και κουνούσε απαλά τη βεντάλια για να διώχνει τις μύγες ενώ ο πατέρας μου έτρωγε, η υπηρεσία της αυτή μετουσιωνόταν σε μια ομορφιά που πήγαινε πέρα από τις εξωτερικές μορφές. Ακόμα και σαν παιδί ένιωθα καθαρά τη δύναμη αυτής της ομορφιάς. Ήταν πέρα από συζήτηση, αμφιβολία, υπολογισμό: ήταν καθαρή μουσική.
Να η δύναμη της Μπιμάλα: η ομορφιά της αφοσίωσης. Όμως ο Νίκιλ δε θέλει την τυφλή αυτή αφοσίωση, θέλει να βγάλει τη γυναίκα του από την «πούρντα» (παραπέτασμα), να την τραβήξει στην καρδιά του έξω κόσμου και ν’ αντικρύσει την πραγματικότητα. Γιατί τώρα δεν ξέρει τι έχει ούτε τι θέλει (σελ. 15).
Είναι η εποχή της εξέγερσης κατά των Άγγλων και στην πόλη έρχεται ο Σαντίπ, φίλος του Νακίλ, να κηρύξει το Σβάντεσι. Η γοητεία που ασκεί στην Μπιμάλα την κάνει τολμηρή- ο Σαντίπ φιλοξενείται στο σπίτι τους και ο Νακίλ παρακολουθεί τον εκμαυλισμό της γυναίκας του, πιστός στην αρχή του ότι «για να δεις έναν άνθρωπο ν’ αποκαλύπτεται ελεύθερα στην αλήθεια, πρέπει να παραιτηθείς από τα συμβατικά δικαιώματα πάνω του».
Σελ. 92
Τούτη η κραυγή του πόνου πρέπει να σιγήσει μέσα μου. Όσο εγώ συνεχίζω να υποφέρω, η Μπιμάλα δε θ’ αποκτήσει ποτέ αληθινή ελευθερία. Πρέπει να την απελευθερώσω ολότελα, γιατί αλλιώς ούτε κι εγώ θα ελευθερωθώ ποτέ απ’ την αναλήθεια.
Αυτό το πάθος της αλήθειας οδηγεί στην αυταπάρνηση ( η μόνη δύναμη που εγώ πιστεύω είναι η δύναμη της αυταπάρνησης – Τότε λοιπόν, φώναξε ο Σαντίπ, σ’ ενθουσιάζει, καθώς φαίνεται, η δόξα της χρεωκοπίας.- Ναι, σαν το κλωσσόπουλο που απολαμβάνει τη χρεωκοπία του κελύφους του. Το κέλυφος είναι μια πραγματικότητα, που το κλωσσόπουλο εγκαταλείπει σαν αντάλλαγμα για το άυλο φως και τον αέρα. Θλιβερή ανταλλαγή κατά τη γνώμη σου, αν δεν απατώμαι)
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εγώ θεωρούσα αδυναμία κάθε επιβολή δύναμης. Μόνο οι αδύναμοι τολμούν να μην είναι δίκαιοι.
Όμως, η ανωτερότητα της ηθικής του Νίκιλ δεν τον κάνει μονοδιάστατο. Παλεύει με τον εαυτό του, με τη θλίψη του – νιώθει και αδύναμος (κάποτε πίστευα πως μπορούσα ν’ αντέξω οτιδήποτε), και- κυρίως- αμφιβάλλει για τον εαυτό του (σελ. 228, αρχίζω να υποψιάζομαι πως υπήρχε πάντα μέσα μου μια φλέβα τυραννικότητας- ένας δεσποτισμός στην επιθυμία μου να δώσω στη σχέση μου με την Μπιμάλα μια σκληρή, ξεκάθαρη, τέλεια μορφή).
Και, σελ. 229:
Άνθρωποι σαν εμένα, που διακατέχονται από μια ιδέα, δεν μπορούν να συνεννοηθούν παρά μονάχα μ΄εκείνους που συμφωνούν μαζί τους. Οι άλλοι, για να τα έχουν καλά μαζί τους, αναγκάζονται να τους εξαπατούν.
Σελ. 36:
Για ποιο λόγο αγωνιώ να σώσω την περηφάνεια μου; Τι πειράζει να ομολογήσω ότι μου λείπει κάτι; Μπορεί να είναι εκείνη η δύναμη πέρα από λογική που αγαπούν οι γυναίκες να βρίσκουν στους άντρες. Μα η δύναμη είναι μόνο απόδειξη ανδρισμού;
Σελ. 37:
Τόσο ματαιόδοξος ήμουνα που νόμιζα ότι είχα τη δύναμη ν’ αντέξω τη θεά της αλήθειας στην τρομακτική της γύμνια. Ήταν σαν να προκαλούσα το πεπρωμένο. Ωστόσο εξακολουθώ να παραμένω πιστός στην περήφανη απόφασή μου να βγω νικητής από τη δοκιμασία.
Σελ. 65:
Αν η καρδιά μου πάει να σπάσει- καλύτερα να σπάσει! Δεν χάθηκε ο κόσμος- ούτε κι εγώ· γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ μεγαλύτερος από τα πράγματα που χάνει στη ζωή του.(…) Δεν πρέπει ούτε στιγμή να σκεφτώ πως η ζωή μου χάνει την αξία της εξαιτίας κάποιου κακού που τυχαίνει να με βρει. Η πλέρια αξία της ζωής δεν πρέπει να θυσιαστεί ολόκληρη για ν’ αγοραστεί ο στενός σπιτικός μου κόσμος.

Ο Νίκιλ δεν ξεχωρίζει μόνο για τη στάση του απέναντι στη Μπιμάλα, αλλά και για την αντίθεσή του στην έξαρση του εθνικισμού που χαρακτηρίζει την εποχή (ντρέπομαι να χρησιμοποιώ υπνωτικά πατριωτικά κηρύγματα). Η Βεγγάλη όλη παραληρεί από εκδηλώσεις και διαδηλώσεις (όπου πρωτοστατεί ο Σαντίπ) και που φτάνουν σε όρια παροξυσμού (σελ. 37, η δικιά μου απόφαση ήταν να μην κάνω ποτέ το καθήκον μου μ’ εξαλλοσύνη και παραφορά, μεθυσμένος από το φλογερό ποτό της έξαρσης. Ξέρω πως η Μπιμάλα δεν μπορεί να με σεβαστεί γι’ αυτό, γιατί παίρνει τους ηθικούς δισταγμούς μου γι’ αδυναμία- κι είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου που δεν βγαίνω στους δρόμους να φωνάζω έξαλλος Μπάντε Ματάραμ). Αποκορύφωμα αυτού του εθνικιστικού παροξυσμού ήταν η απαίτηση του Σαντίπ από τη Μπιμάλα να «εξασφαλίσει» (κλέβοντας απ’ο τον άντρα της) 6.000 ρουπίες για την επανάσταση. Ήδη ο έρωτάς του (πολύ λυρικά δοσμένος…) της έχει πάρει τα μυαλά· έτσι βλέπουμε την άλλη δύναμη, την εκμαυλιστική του Σαντίπ, να διεκδικεί ανταγωνιστικά την πλήρη (ερωτική και ηθική) παράδοση της Μπιμάλα, της γυναίκας, του θηλυκού στοιχείου.

Αλλά και ο Σαντίπ είναι δύναμη:
Σελ. 41:
Κάθε άνθρωπος έχει φυσικό δικαίωμα να κατέχει, κι επομένως η απληστία είναι κάτι φυσικό. Δεν είναι στη σοφία της φύσης να βρίσκουμε ευχαρίστηση στη στέρηση. (…) Να ντραπώ; Όχι, καθόλου. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα ντροπή. Ζητάω εκείνο που επιθυμώ, και δεν περιμένω πάντα να το ζητήσω για να το πάρω.
Σελ. 62 (για τον Νίκιλ):
Δεν έχει την ψυχική δύναμη να καταλάβει πως το να παραδέχεται ένα λάθος είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα λάθη. Είναι τυπικό παράδειγμα του πώς οι ιδέες ανοίγουν το δρόμο προς την αδυναμία.
Σελ. 115:
«Δε θα παρουσιαστείς ως μάρτυρας ότι έκαψαν το εμπόρευμα αυτού του ανθρώπου;» (η ανάγκη ενίσχυσης της ντόπιας παραγωγής οδηγούσε τους εθνικιστές σε ακρότητες, όπως να καταστρέφουν εμπορεύματα από το εξωτερικό, χωρίς αποζημίωση, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται οικογένειες)
Ο Σαντίπ χαμογέλασε. «φυσικά και θα παρουσιαστώ», είπε. «Μόνο που θα είμαι απ’ την άλλη πλευρά».
«Τι εννοείς», φώναξα, «πως θα είσαι μάρτυρας από τούτη κι όχι από την άλλη πλευρά; Δεν θα πας μάρτυρας της αλήθειας;»
«Άραγε, αυτό που συμβαίνει είναι η μόνη αλήθεια
«Και ποιο άλλο μπορεί να είναι η αλήθεια
«Αυτό που πρέπει να γίνει. Η αλήθεια που θα χτίσουμε χρειάζεται πολλή αναλήθεια για να γίνει. Εκείνοι που πέτυχαν τον στόχο τους σ’ αυτόν τον κόσμο, έπλασαν μόνοι τους την αλήθεια· δεν ακολούθησαν τυφλά εκείνη που βρήκαν. (…) Δεν ξέρεις ότι μέσα στα τεράστια καζάνια που σιγοβράζουν οι μεγάλες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, το κύριο συστατικό είναι το ψέμα;».

Καθώς προχωράει το έργο, οι τρεις χαρακτήρες ξεδιπλώνονται όλο και περισσότερο. Δεν παρακολουθεί κανείς μ’ ενδιαφέρον μόνο τους μονολόγους, που είναι τολμηροί και αποκαλυπτικοί, αλλά και τους διαλόγους αναμεταξύ τους. Είναι σα να βλέπει κανείς «θεριά να μονομαχούν», κι αυτό γιατί ο καθένας έχει ένα ανάστημα μεγάλου διαμετρήματος. Έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση όχι μόνο ως χαρακτήρες, αλλά και ως ιδεολογίες:
Σελ. 135: (ο Σαντίπ θέλει να φτιάξει τη χώρα σε εικόνα, να την «αγιοποιήσει», για λόγους φυσικά προπαγανδιστικούς)
Νίκιλ: Δεν πρέπει να ζητάμε τη βοήθεια της αυταπάτης για να στηρίξουμε κάτι που πιστεύουμε πως είναι αληθινό.
Σαντίπ: Η αυταπάτη είναι απαραίτητη στους μικρόμυαλους και σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία του κόσμου. Γι’ αυτό η ηγεσία σε κάθε χώρα χρησιμοποιεί διάφορες θεότητες για να κρατά τον κόσμο δεμένο χειροπόδαρα στην άγνοια και την αυταπάτη.
Ν.: Όχι, τον θεό τον χρειαζόμαστε για να διαλύσει τις αυταπάτες μας. Οι θεότητες που τις διατηρούν ζωντανές είναι ψεύτικοι θεοί.
Σιγά σιγά η Μπιμάλα γίνεται «θύμα» της γοητείας του Σαντίπ, αλλά και της προπαγανδιστικής του δράσης. Η έλξη που νιώθει αποδίδεται με απίστευτο λυρισμό -μην ξεχνάμε ότι ο Ταγκόρ είναι μεγάλος ποιητής- (τι απέραντη χαρά έκλεινε μέσα της αυτή η ανενδοίαστη υποταγή. Αληθινά είχα συνειδητοποιήσει ότι, μέσα από την τέλεια αυτοκαταστροφή, μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την υπέρτατη ευδαιμονία. (…) Τούτος ο κατακλυσμικός πόθος με τυραννούσε μέρα νύχτα. Αυτός ο όλεθρος που ένιωθα να με απειλεί ήταν κάτι που με μάγευε απελπιστικά).
Η κορύφωση του κύκλου είναι όταν η Μπιμάλα αποφασίζει να κλέψει τον άντρα της- από κει και πέρα αρχίζει αργά και βασανιστικά η αντίστροφη μέτρηση. Αυτό που αποκαλούμε στενά «τύψεις» εδώ περιγράφεται τόσο εκ των «έσω», που μπορεί κανείς να το αποκαλέσει συνειδητοποίηση, ή έστω, κάθαρση. Τα βήματα προς την «έξοδο» είναι αργά και βασανιστικά, με πολλές εντάσεις και παλινδρομήσεις.
Ίσως θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα «διδακτισμό» με άξονα την ηθική ανωτερότητα του Νίκιλ, ο οποίος δικαιώνεται στο τέλος. Η αίσθηση αυτή όμως δεν υπάρχει (κάτι που υπάρχει φερειπείν στα έργα του Ε. Έσσε), και το αποδίδω –πέρα από τη μαεστρία του Ταγκόρ- στην «ινδική» κουλτούρα, που ενσωματώνει αβίαστα το νου με το σώμα, τη λογική με το συναίσθημα, που αποδέχεται όλες τις εκφάνσεις σώματος και πνεύματος.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2008

Το κουρδιστό πουλί, Χαρούκι Μουρακάμι

Το θέμα είναι να μην αντιστέκεσαι στη ροή.
Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις
όταν πρέπει να κατέβεις
.

Απολαυστικό και συναρπαστικό πάντα το γράψιμο του Μουρακάμι. Ξεκινώντας το ογκώδες αυτό βιβλίο, μου φάνηκε αρχικά πολύ πιο ελκυστικό απ΄ ό, τι το «Νορβηγικό δάσος». Οι πρώτοι οιωνοί με προδιέθεσαν ευνοϊκά και δε μπορούσα να τ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου: σε πρώτο ενικό, ο ήρωας-αφηγητής καταγράφει εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα, σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο ανθρώπου βαθιά μοναχικού, που «κάνει καλή παρέα με τον εαυτό του»: που ζει παρατηρώντας ταυτόχρονα τη ζωή του, που ζει δηλαδή «εσωτερικά» και ωριμάζει. Πρόκειται για ένα ταξίδι στα βάθη του «εαυτού», όπου ο ήρωας από ένα σημείο και μετά αντιμετωπίζει όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και τη φαντασία, τα όνειρα, τις παραισθήσεις (και προς το τέλος και τις μυστικιστικές εμπειρίες) ως αφορμές μαθητείας.

Σελ. 74:
-Όμως εσύ δεν ανήκεις σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο κόσμος ο δικός σου είναι ή πάνω απ’ αυτόν ή κάτω απ΄ αυτόν.
-Ποιο είναι καλύτερο, ρώτησα από απλή περιέργεια, το επάνω ή το κάτω;
-Το θέμα δεν είναι αν είναι καλύτερο ή χειρότερο. Το θέμα είναι να μην αντιστέκεσαι στη ροή. Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις όταν πρέπει να κατέβεις. Όταν είναι ν’ ανέβεις, βρες το ψηλότερο σημείο και στρογγυλοκάθισε εκεί. Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του. Όταν δεν υπάρχει ροή, μείνε ακίνητος. Εάν αντισταθείς στη ροή, τα πάντα στεγνώνουν
.

Πέρα όμως από την «επεξεργασία» των συναισθημάτων και βιωμάτων, και τα ίδια τα βιώματα, τα εξωτερικά δηλαδή γεγονότα παρουσιάζουν αντίστοιχα ενδιαφέρον.
Βασικό σκελετό του βιβλίου αποτελεί η σχέση του αφηγητή με τη γυναίκα του, Κουμίκο, η οποία εξαφανίζεται μυστηριωδώς περίπου στο ένα τρίτο της υπόθεσης, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν τον έχει εγκαταλείψει. Ο μοναχικός Τόρου έρχεται αντιμέτωπος με πολλές συνηθισμένες αλλά κι εξ-αιρετικές καταστάσεις, με ανθρώπους ιδιόρρυθμους, που τον ωθούν σε μια όλο και πιο βαθιά γνώση του εαυτού του. Πάντα όμως στο φόντο υπάρχει η αναζήτηση της Κουμίκο, αυτό είναι το οριακό/εξωτερικό γεγονός που τον μεταμορφώνει και τον κάνει δεκτικό σε άλλες εμπειρίες, πιο εσωτερικές, πιο μυστικιστικές· είναι η «πυξίδα» που καθοδηγεί τον ήρωα.
Σελ. 46:
Μπορεί να βρισκόμουν στην είσοδο κάποιου μεγάλου πράγματος και μέσα να κρυβόταν ένας κόσμος που ανήκε αποκλειστικά και μόνο στην Κουμίκο, ένας απέραντος κόσμος που εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Το είδα σαν ένα μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο. Στεκόμουν εκεί κρατώντας έναν αναπτήρα, με τη μικρή φλογίτσα το να μου δείχνει ένα ελάχιστο μέρος του δωματίου.
Θα έβλεπα ποτέ το υπόλοιπο; Ή θα γερνούσα και θα πέθαινα χωρίς να μάθω ποτέ την Κουμίκο;
Αν αυτή ήταν η μοίρα μου, τότε τι νόημα είχε η συζυγική ζωή που ζούσα; Τι νόημα είχε γενικότερα η ζωή μου αν την περνούσα στο κρεβάτι με μια άγνωστη σύντροφο;
Αυτά σκεφτόμουν εκείνη τη νύχτα και, κατά διαστήματα, γι’ αρκετό καιρό μετά. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως είχα πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδιά του προβλήματος.

Ο Μουρακάμι «κατέχει την τέχνη της εξιστόρησης», γνωρίζει δηλαδή καλά πώς να είναι σαγηνευτικός, συναρπαστικός. Κάθε κεφάλαιο ξεκινά τραβώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια διαφορετική περίσταση. Κατά τη γνώμη μου είναι ένας «παραμυθάς»: στήνει ένα σκηνικό και μια «κατάσταση» και στη συνέχεια ξεδιπλώνεται σχεδόν μόνο του, αβίαστα, «κατ’ ανάγκη», το νήμα της αφήγησης. Υπάρχει πάντα μια μικρή «έκπληξη», δεν είναι βαρετός. Άλλωστε, δεν υπάρχει μόνο ελκυστική πλοκή, αλλά και συναισθήματα, έρωτας, φαντασία.
Η ίδια όμως αυτή αρετή του Μουρακάμι (τουλάχιστον σ’ αυτό το βιβλίο), είναι κατά τη γνώμη μου και η αδυναμία του. Νιώθεις σα να παρασύρεται κι ο ίδιος από τη γοητεία της αφήγησης και κάποια στιγμή διαπιστώνεις ότι έχει αφήσει μισοτελειωμένες σχέσεις ή περιστατικά, ότι κάποιες συναρπαστικές σκηνές έχουν μείνει ξεκρέμαστες, χωρίς να εντάσσονται μέσα στην υπόθεση. Πολλά κεφάλαια είναι σχεδόν αυτόνομα κι απομακρυσμένα τόσο από την κεντρική αφήγηση, που αναρωτιέσαι αν ο στόχος του Μουρακάμι ήταν απλώς να εντάξει κάποιες ιδέες ή γεγονότα (όπως η συγκλονιστική ιστορία του υπολοχαγού Μαμίγια, και η αναπάντεχη συνέχειά της, η ιστορία του ανθρωπογδάρτη Μπορίς). Μήπως όμως, αν βασικός σκελετός είναι τα βιώματα του πρωταγωνιστή και η ωρίμανσή του, δε μας συμβαίνουν και σε μας γεγονότα «μισά», ανερμήνευτα, χωρίς «τέλος», που ωστόσο η βίωσή τους μας διαμορφώνει;

Σχετικά μ’ αυτό το στοιχείο αντιγράφω από το «Λέξημα» :
Μερικές παρατηρήσεις: Ενώ τα περισσότερα από τα ερωτήματα που προκύπτουν, σιγά σιγά βρίσκουν τις απαντήσεις τους κατά την εξέλιξη των πολλών παραλλήλων και περιέργως εμπλεκομένων ιστοριών, για κάποια από αυτά δεν έχουμε, όχι μόνο απάντηση, αλλά ούτε καν λόγο ύπαρξης στο βιβλίο (ποια είναι η άγνωστη που τηλεφωνά στην αρχή ζητώντας δέκα λεπτά χρόνο και γιατί τηλεφώνησε;). Επίσης κάποιες από τις ιστορίες είναι μάλλον χαλαρά συνδεδεμένες με το θέμα που απασχολεί τον ήρωα (πχ. ο ζωολογικός κήπος) και κάποιες άλλες κόβονται απότομα (Μάλτα και Κρέτα Κάνο). Δεν μπορώ όμως να πω με σιγουριά, αν υπεύθυνος γι' αυτό είναι ο συγγραφέας, ή η μετάφραση.Ο Μουρακάμι αρέσκεται στην ελεύθερη πτώση, γράφει χωρίς προσχέδιο, βάζει πολλές λεπτομέρειες που κάποιες φορές δεν προσφέρουν στην πλοκή (ποιον ενδιαφέρει πως βράζει τα μακαρόνια ο Τόρου;) και μ' αυτή την τεχνική, ή την έλλειψή της, να γράφει για όλα όσα συμβαίνουν, ανεξάρτητα με το αν θα παίξουν ρόλο ή όχι, πετυχαίνει να μας βυθίζει στον κόσμο του ήρωά του. Έτσι λοιπόν μπορεί τα αναπάντητα ερωτήματα, οι χαλαρά συνδεδεμένες και οι απότομα κομμένες ιστορίες, να οφείλονται στον «μη επεξεργασμένο και προσχεδιασμένο» τρόπο γραφής του.

Όσο κι αν ο ήρωας ζει σε μια σύγχρονη βιομηχανική πόλη της Ιαπωνίας, ακολουθώντας τον δυτικό τρόπο ζωής, ο ανατολίτικος τρόπος σκέψης είναι εμφανής. Το στοιχείο του «διαλογισμού», αν και δεν αναφέρεται ούτε μια φορά η λέξη, είναι μέσα στη φύση του πρωταγωνιστή. Επίσης, η σωματική αντίληψη του κόσμου, το σώμα ως «εργαλείο» κατανόησης κι αντίληψης (βλ. Κρέτα Κάνο).
Αυτό που προσωπικά με κούρασε πάντως (και προς το τέλος), δεν είναι τόσο οι «άσχετες» εξιστορήσεις αλλά το «μεταφυσικό» στοιχείο που εισχώρησε δειλά δειλά περίπου στο 1/3 του βιβλίου (με το πηγάδι) και ενδυναμώθηκε στη συνέχεια, αν και εξουδετερωνόταν από το πολύ συναρπαστικό τρόπο γραφής. Ορισμένα στοιχεία, όπως ο εξαφανισμένος γάτος, το κουρδιστό πουλί, το παράξενο σπίτι , το πηγάδι αποκτούν σιγά σιγά όχι μόνο ποιητική ή αλληγορική σημασία, αλλά μεταφυσική. Συνδέονται με συμπτώσεις, τηλεπαθητικά φαινόμενα, διάφορα σημάδια κλπ. Δυσκολεύομαι ν’ αποδεχτώ την αυθαιρεσία αυτών των φαινομένων, κυρίως όταν περιγράφονται σε βιβλίο (σα να σου αφηγείται κάποιος που δεν ξέρεις τα όνειρά του, τι βαρετό!). Ακόμα κι αν πιστεύει κανείς στην ύπαρξή τους, η διαμεσολάβηση του συγγραφέα τούς αφαιρεί την υπόσταση, την «αλήθεια» τους.
Παρ’ όλ’ αυτά, μου ήταν από ανεκτή έως ευχάριστη η παρουσίαση τους απ’ τον Μουρακάμι, που δεν προέβη -ως είθισται- σε ερμηνείες και αναλύσεις. Η «κάθοδος» του ήρωα στο πηγάδι, κεντρικής σημασίας στο βιβλίο όπως φαίνεται κι απ’ το πρώτο απόσπασμα, αποδίδεται με τόσο …ρεαλισμό, που οι μεταφυσικές προεκτάσεις είναι απλώς μια άλλη διάσταση. Ακόμα κι όταν ο ήρωας διαπερνά τον τοίχο, μπαίνει σε μια άλλη διάσταση και σκοτώνει τον Νουράγια, ή τουλάχιστον βιώνει το φόνο του, γίνεται μ’ έναν τρόπο διφορούμενο, δίσημο ή μάλλον πολυσήμαντο.
Σελ. 592:
Το ξέρω ότι αυτό είναι όνειρο, άρα αυτό που είδα πριν ήταν πραγματικότητα. Συνέβη στην πραγματικότητα. Μπορώ να καταλάβω τη διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Σελ. 326: (ο ήρωας βρίσκεται μέσα στο πηγάδι)
Ύστερα πήρα μερικές αργές, βαθιές ανάσες. Ωραία λοιπόν, αρκετές σκέψεις έκανα για το μυαλό. Ώρα να σκεφτώ την πραγματικότητα. Να σκεφτώ τον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο του σώματος. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Για να σκεφτώ την πραγματικότητα. Ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτώ την πραγματικότητα, είχα καταλήξει, ήταν ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτήν όσο περισσότερο γινόταν- πηγαίνοντας σ’ ένα μέρος σαν το εσωτερικό ενός πηγαδιού, παραδείγματος χάρη. «Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του», είχε πει ο κύριος Χόντα. Ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο του πηγαδιού, ρούφηξα αργά το μουχλιασμένο αέρα στα πνευμόνια μου.

Διαλογισμός;
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Νομίζω ότι αξίζει να διαβάσει κανείς και την παρουσίαση του "Πανδοχείου" εδώ.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008

705 λέξεις για το «σαν τα τρελά πουλιά» της Μαρίας Ιορδανίδου

Διάβασα το βιβλίο έχοντας στο μυαλό μου ένα σχόλιο της anagnostrias που χαρακτήριζε τα βιβλία της Ιορδανίδου αναμασήματα του πρώτου της βιβλίου, της Λωξάντρας. Προσπάθησα να καταλάβω τον χαρακτηρισμό. Ναι, σε πολλά σημεία, όπως και σε όλα της τα βιβλία, η Ιορδανίδου επανέρχεται σε σταθερές όπως η γιαγιά Λωξάντρα, η φράση time is, time was, time is not, πλούσιος είναι ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος κλπ.
Ίσως από λογοτεχνική άποψη να μην προστίθεται τίποτα. Η συγγραφέας στη «Λωξάντρα» μας έδωσε τους τρόπους της γραφής της και στα υπόλοιπα βιβλία της δεν πρωτοτυπεί. Η αφήγηση ρέει με τον ίδιο τρόπο, τα πρόσωπα σκιαγραφούνται πανομοιότυπα με τη δράση τους, οι περιγραφές συνιστούν σε αδρές γραμμές το σκηνικό, η ιστορία αποτελεί το φόντο...
Εδώ, στο τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό των βιβλίων της Ιορδανίδου βρίσκω το ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα χρόνια ή οι άνθρωποι περνούν καθώς γυρίζω τις σελίδες... Η άδολη οπτική της λαϊκής ψυχής που βλέπει την ιστορία με την καθαρή ματιά του βιωμένου. Αυτό, το ιστορικό ενδιαφέρον της προσωπικής μαρτυρίας βρίσκεται λανθάνον στη Λωξάντρα, εκδηλώνεται σαφέστερα στα υπόλοιπα βιβλία και υποχωρεί σε όφελος της «μικροκοινωνιολογίας» στην «αυλή μας».
Το βιβλίο είναι το τρίτο, τόσο στη σειρά της συγγραφής (Λωξάντρα 1963, Διακοπές στον Καύκασο 1965, Σαν τα τρελά πουλιά 1978, Στου κύκλου τα γυρίσματα 1979, Η αυλή μας 1981) όσο και στη σειρά μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αντιστοιχεί στην περίοδο του μεσοπολέμου, δηλαδή των δεκαετιών 1920 και ’30.
Μαζί με την Άννα βρισκόμαστε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια του 1920 «μια πολιτεία χωρισμένη στα δυο: σε παράδεισο και σε κόλαση», η συγγραφέας λιτά αλλά παραστατικά περιγράφει την αθλιότητα στα αράπικα, τις γειτονιές των ντόπιων. Επίσης, είναι άφθονα τα στοιχεία για την ελληνική παροικία και για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Σεργιανούμε και ‘μεις στη λεωφόρο Ράμλι μαζί με τον Καβάφη. Η ζωή και η εκλεπτυσμένη ζωή των λευκών τους διαφοροποιεί από τους αραπάδες. Ακόμα και το Κομμουνιστικό κόμμα Αιγύπτου συνυφαίνεται όχι με τους ντόπιους και τις φτωχικές γειτονιές της Αλεξάνδρειας, αλλά με τους λευκούς και στεγάζεται απέναντι από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Το μυαλό μου πήγε αρκετές φορές στην «Αριάγνη» του Τσίρκα, καθώς διάβαζα αυτές τις σελίδες. Εκεί μαθαίνουμε και την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή.
Ακολούθως θα μεταφερθούμε στην Αθήνα ακολουθώντας την Άννα. Η προσφυγιά και οι προσπάθειες της, η αποκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι συνήθειες και τα φαγητά τους, όπως το άγνωστο μέχρι τότε προσφυγικό σουβλάκι. Η συγγραφέας είναι κοντά στον απλό κόσμο και καταγράφει την καθημερινότητά τους. «– Άδικα κύριε Ισαακίδη, φύτεψες λεμονιές σε κείνη τηνπλευρά του οικοπέδου σου. Δεν προκόψανε... – Πώς αυτό, κύριε Συμεωνίδη. Γιατί να μην προκόψουν αφού οι δικές σου πρόκοψαν. Αλλά, συναντάμε και γνωστά ονόματα της αριστεράς. Ο Κορδάτος, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι. Ακόμη, ο Ελευθερουδάκης, ο Δελμούζος, η Ιμβριώτη βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Ζωντανεύει έτσι η ιστορική καθημερινότητα ως την έκρηξη του β’ παγκόσμιου πόλεμου. 23 χρόνια αφότου τέλειωσε ο πρώτος και η Άννα αναλογίζεται: «Τα χρόνια στέκουνται. Εμείς περνούμε».
Τέλος θα ήθελα να σταθώ συγκεκριμένα σε τρία σημεία του βιβλίου όπου συγκεκριμένα περιστατικά αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα. Την εποχή μετά την οκτωβριανή επανάσταση πολλά παιδιά είχανε βαφτιστεί με το όνομα Βλαδίμηρος. Ο Γιάννης Κορδάτος στη Ζαγορά βαφτίζει το παιδί του, αγόρι, Λένιν (!) Ο παπάς που τέλεσε το μυστήριο μπλέκει με τους χωροφύλακες που του ζητούν εξηγήσεις και αυτός δικαιολογείται: Ελέν’ άκουσα και Ελέν’ το ‘πα. (σελ. 115) Και μια δεύτερη βάφτιση με νονό τον Αλέξανδρο Δελμούζο στη σελίδα 123. «– Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού ... – Γιάννης, λέει ο Δελμούζος. – Ιωάννης, εις το όνομα του ... – Γιάννης, τον διακόπτει ο Δελμούζος. – Ιωάννης ξαναλέει ο παπάς. – Γιάννης! φωνάζει πεισματωμένος ο Δελμούζος. Μπαίνει η Δελμούζαινα στη μέση, συμβιβάζει τα πράματα, ψιθυρίζει ο παπάς ένα όνομα μισό Γιάννης και μισό Ιωάννης, τελειώνει η βάφτιση». Τέλος, (σελ. 153-154) στο σχολείο η αυστηρή δασκάλα επιμένει «– Βρέ κτήνος, βρε τέρας, βρέ ζώον, δε σου είπα χίλιες φορές πως η γλώσσα γενική κάνει της γλώσσης και όχι της γλώσσας;» και σχίζει το τετράδιο του Γιαννάκη (που βάφτισε ο Δελμούζος). Το παιδί την επόμενη μέρα πηγαίνει στο σχολείο με καινούργιο τετράδιο που στην πρώτη σελίδα γράφει: «Η γλώσσα, της γλώσσας, τη γλώσσα, θέλω να λέει και να γράφει, κυρά μου, το παιδί μου, και όχι τις ελληνικούρες σου. Ο πατέρας του».

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

402 λέξεις για τη στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι

Διάβασα για τρίτη φορά το βιβλίο γιατί δε βρήκα, μέχρι στιγμής, καλύτερη περιγραφή της κατάστασης στη σύγχρονη Ελλάδα. Το βιβλίο αναφέρεται στο 19ο αι. και είναι η αφήγηση ενός εθελοντή που ζει το στρατό και τις καταστάσεις που σχετίζονται με την υπηρεσία.
Έρχεται από την Κωνσταντινούπολη με τη φαντασία και τον ενθουσιασμό του να πλάθουν ιδανικές συνθήκες για τον ελληνικό στρατό. Από την πρώτη στιγμή η απογοήτευση του θα τον οδηγήσει στο δίλημμα αν θα πρέπει να στρατευτεί ή όχι. Τελικά θα καταταχθεί στον ελληνικό στρατό και θα δει καλύτερα όσα συμβαίνουν, ας πούμε τη συνήθεια οι αγγαρείες να εξαγοράζονται με χρήματα από όσους μπορούν να το κάνουν (σελ. 46). Κατά την εξέλιξη του αφηγήματος θα αποδίδονται ρεαλιστικά η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και φυσικά όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του στρατεύματος.
Ο αφηγητής θα πάει στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στα σύνορα, κοντά στην Αταλάντη για να απαλλάξουν τη χώρα από τους ληστές. Μέσα στη από την εξιστόρηση θα σχηματίσουμε την εικόνα όχι μόνο της Ελλάδας στα σύνορα που εκτείνονταν τότε, αλλά για τη Θεσσαλονίκη και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα της και για την Καβάλα. Στο τέλος θα βρεθεί στην Αθήνα, σε γραφική υπηρεσία και θα μας δώσει μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της Ελλάδας του 19ου αι., ας πούμε ανακαλύπτει ότι πήρε κάποια χρήματα για οδοιπορικά, χρήματα που ο ίδιος ποτέ δεν πήρε! (σελ. 203)
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου κατοπτρίζονται τα ήθη και οι θεσμοί του νεοελληνικού κράτους. Το χιούμορ είναι διάχυτο, όχι ως μια εσκεμμένη διάθεση σάτιρας αλλά ως τρόπος θέασης των καταστάσεων. Είναι μια πολύπλευρη μαρτυρία για τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη «λούφα», την ανοργανωσιά, την προχειρότητα, τον τυχοδιωκτισμό... Το κείμενο έχει λογοτεχνικές αρετές, αλλά αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι ότι ταυτόχρονα αποτελεί μια αυθεντική μαρτυρία για την πραγματικότητα στην Ελλάδα του 19ου αι. και όχι μυθοπλασία.
Το βιβλίο εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1870 στην Βραΐλα από τον Χ. Δημόπουλο, με τη σημείωση ότι πρόκειται για «χειρόγραφον Έλληνος Υπαξιωματικού». Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περίπλους και Εστία. Έχω υπόψη μου αυτή της Εστίας (Αθήνα 2007)
Επηρεασμένος από τις συχνές αναφορές σε καφενεία διαβάζω το βιβλίο με αυτές ως άξονα. Επεσήμανα δεκατρείς διαφορετικές, κατανεμημένες σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια τέτοια ανάγνωση είναι ενδιαφέροντα αλλά θα μας οδηγήσουν σε άλλα «μονοπάτια». Αρκεί να τονιστεί ότι διαφαίνεται σαφώς ο πολύπλευρος ρόλος του καφενείου στη νεοελληνική ιστορία... Μια τέτοια μελέτη αποτελεί πρόκληση.

Χαρακτηριστικό εκτενές απόσπασμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Επίσης έξι μικρά αποσπάσματα εδώ

Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2008

536 λέξεις για την «αδελφότητα των στεναγμών» του Νίκου Ντακάκη

Δε συνηθίζω να διαβάζω σύγχρονους, τωρινούς, Έλληνες λογοτέχνες. Αυτό γιατί αρκετές ήταν οι φορές που ένιωσα το χρόνο, και τα χρήματα χαμένα. Όχι, δε γράφω υποτιμητικά, ούτε υπονοώ εμπορικές σκοπιμότητες. Απλώς δε μεσολάβησε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να διυλιστούν και να μείνουν αυτά που αξίζουν. Ο καλύτερος κριτής όλων.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2008

813 λέξεις για την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ

Κάθε βιβλίο έχει το ρυθμό του. Εδώ έχουμε ένα ρυθμό περιήγησης, άλλοτε αργό και άλλοτε γρήγορο. Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν ένα κοινό παρονομαστή, τη θλίψη αυτής της μεγαλούπολης όπου συναντιούνται Δύση Ανατολή, Βορράς και Νότος και ακόμη, το παρελθόν μπερδεύεται στο παρόν και ο χρόνος γίνεται ασαφής.
Διάβασα το βιβλίο με διακοπές. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από ένα μήνα. Μεσολάβησαν άλλα διαβάσματα, άλλα ενδιαφέροντα, σύντομα ταξίδια... Ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε μια περιπλάνηση που σταματάς για να δεις κάτι πιο προσεκτικά, για να ξεκουραστείς, γιατί βαρέθηκες... Αυτό δε μείωσε σε τίποτε το ενδιαφέρον μου. Με ευχαρίστηση το ξανάπιανα, ίσως γιατί προηγήθηκε ένα ταξίδι στην Πόλη το καλοκαίρι και ανάλογη μελέτη. Και ξαναβρισκόμουν μέσα στις σελίδες του όπως κινείται κάποιος σε μια πόλη.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί λοιπόν μια περιπλάνηση στο Βυζάντιο – Κωνσταντινούπολη – Ιστανμπούλ. Στα σοκάκια και στις λεωφόρους, στο Βόσπορο, στα Θεραπειά, στο Μπεμπέκ και στον Κεράτιο, στις γέφυρες, αυτή του Γαλατά και στις κρεμαστές, στα μνημεία, στην Αγιά Σοφιά, το Ντολμάμπαχτσε, και στα σπίτια, στις πολυκατοικίες των συνοικιών και στα γιαλί του Βοσπόρου, στις πλατείες και στα μαγαζιά. Περιπλάνηση στον αστικό ιστό και στα περίχωρα, περιπλάνηση και στο χρόνο δύο αιώνων. Χωρίς σχέδιο, πολλές φορές χωρίς σκοπό, πάντα με την ιδιαίτερη αυτή θλίψη που ο Παμούκ εμμένει να μεταδώσει. Τον ακολουθούμε και τον ακούμε να μιλά «στις πεζοπορίες που καμιά φορά κρατούσαν ώρες, καθώς περπατούσα στα μέρη όπου με πήγαιναν τα πόδια μου...». Η αίσθηση της περιπλάνησης και της θλίψης είναι συνεχής μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Επιστέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη, στο Μπέγιογλου, στο Τακσίμ, στο Νισάντας, στο Τζιχανγκίρ, στο Ταρλάμπασι και άλλα και κινούμαστε ελεύθερα στο χρόνο με τα μάτια συγγραφέων που αγάπησαν την πόλη ή την επισκέφτηκαν και έγραψαν για αυτήν. Τούρκοι κάτοικοι της όπως ο Γιαχγιά Κεμάλ, ο Τανπινάρ, ο Αχμέτ Ρασίμ και Ευρωπαίοι περιηγητές όπως ο Γκοτιέ. Τα πρόσωπά τους μπερδεύονται με τα πρόσωπα των απλών κατοίκων, οι φιγούρες τους περιδιαβάζουν χαμένες μέσα στους ανθρώπους ή στην ερημιά των άδειων δρόμων του παρελθόντος. Η αίσθηση του ασπρόμαυρου, της ήττας, της απώλειας ενός σημαντικού παρελθόντος δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία ενός καινούργιου. Οι κάτοικοι δε φορούν όπως στο παρελθόν ρούχα με έντονα χρώματα.
Έτσι ο αναγνώστης έχει μια πολύπλευρη ματιά, που όμως η θλίψη δε χάνεται από το βλέμμα. (απόσπασμα 1) Αυτή γίνεται κριτική της καθημερινότητας και των συνηθειών, παρουσίαση των αντιφάσεων και των νοοτροπιών, σχόλιο στον εκδυτικισμό που δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο αλλοιώνει τον ανατολίτικο χαρακτήρα. Το οθωμανικό παρελθόν που χάνεται και το ευρωπαϊκό μέλλον που δεν έρχεται. Όταν δε μιλούν οι δυτικοί περιηγητές τότε οι ίδιοι οι μορφωμένοι Τούρκοι αναλαμβάνουν να δουν με δυτική ματιά την πόλη τους.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική και χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο. Από τη σελίδα 380 και μετά αγγίζει το δύσκολο θέμα της δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν ως τη σελίδα 425 ο Παμούκ τολμά. Μιλά για την εντατικοποίηση του εκδυτικισμού, για την εθνοκάθαρση που επέβαλε το κράτος, για τις απαγορεύσεις σε Ρωμιούς και Αρμένιους να μιλούν τη γλώσσα τους στο δρόμο, για το ζήτημα των Κούρδων, για την κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και την αντικατάστασή του από το λατινικό, για τις φτωχές απόμερες γειτονιές όπου το τουρκικό έθνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του και εκεί μπορούσε να ξεχάσει κάποιος τις μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Κούρδων, για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο με τους Έλληνες στην Ανατολία, για τα βίαια γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτέμβρη σε βάρος των Χριστιανών και της δύσης, κυρίως των Ελλήνων και τη σιωπή ανθρώπων των γραμμάτων, για τον ιδεολογικό «εκτουρκισμό» της Ιστανμπούλ, για σπίτια που έμειναν άδεια εξαιτίας των εθνικιστικών διωγμών ενάντια στους Ρωμιούς, τους Αρμένιους και στους Εβραίους...
Επίσης, στο κεφάλαιο 19 που έχει τίτλο «Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης, στις σελίδες 276 – 284 ο Παμούκ μιλά για όλη την περίοδο από το 1453 ως το 1955 και για το ελληνικό στοιχείο. Καταγράφει ότι «οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453». Αλλά αυτό το κεφάλαιο έχει τόσο ιστορικό ενδιαφέρον εξαιτίας της «τόλμης» που το χαρακτηρίζει που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο. (απόσπασμα 2) Είναι εξαιρετικό δείγμα ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, χωρίς υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Ο Παμούκ στην Ιστανμπούλ του καταγράφει τη δική του πορεία στο χώρο και το χρόνο της, τη δική του θλίψη. Από τα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια του σχολείου και των ελλιπών σπουδών του στην Αρχιτεκτονική καθώς το ενδιαφέρον του στρέφονταν στη ζωγραφική για να καταλήξει συγγραφέας. Ο λόγος του συχνά γίνεται μακροπερίοδος με τα ασύνδετα σχήματα να μην τελειώνουν. Σαν μουρμούρισμα ανατολίτικου τραγουδιού. Στις 589 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες που οπτικοποιούν εύστοχα την αφήγηση και τις περιγραφές.