Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Στο τέλος της γης, Νταβίντ Γκρόσμαν

Θυμήσου μόνο πως ένα άσχημο νέο
μερικές φορές είναι ένα πολύ καλό νέο που δεν κατάλαβες,
και να ξέρεις πως αυτό που κάποτε ήταν ένα κακό μαντάτο
μπορεί να μετατραπεί με το χρόνο σε καλό,
στο καλύτερο που μπορούσες να φανταστείς.


Μια γνωριμία μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, σε συνθήκες απαγόρευσης (νοσοκομείο, πόλεμος) και σωματικής αδυναμίας είναι το σκηνικό των πρώτων σελίδων αυτού του πολύ πρωτοποριακού βιβλίου[1]. Η γνωριμία των τριών βασικών ηρώων, στην αρχή της Όρα και του Άβραμ και στη συνέχεια και του Ίλαν, γίνεται όταν είναι ακόμα σχεδόν παιδιά, στο νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ στη διάρκεια του πολέμου των έξι ημερών (Αραβικές χώρες- Ισραήλ, 1967). Το νοσοκομείο είναι σχεδόν εγκαταλειμμένο, οι τελευταίοι εναπομείναντες από μια επιδημία έχουν αφεθεί στην τύχη τους χωρίς ρεύμα και περίθαλψη. Η ανθρώπινη επαφή σ’ αυτές τις παράδοξες συνθήκες, μετά από απώλεια των αισθήσεων, φέρνει στην επιφάνεια μνήμες εξαιρετικές και αναπλάθει με μια μοναδική ένταση τα βιώματα. Ο πυρετός και το σκοτάδι ελευθερώνουν κάθε αναστολή, οι συνομιλίες μεταξύ τους γίνονται σ’ ένα επίπεδο ασυνήθιστο αλλά και εξομολογητικό, οι δυσκολίες κι ο φόβος του άγνωστου τους αδελφώνουν. Τα πάντα επανέρχονται στο νου, θορυβήθηκε, πώς γίνεται αυτό ξαφνικά, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό. Η διαύγεια της μνήμης είναι εκπληκτική. Αναζητούν, μες το σκοτάδι, ο ένας την παρουσία του άλλου, ενώ η πρώτη επαφή είναι η αφή, κι όχι η όραση. Δεν τον θυμόταν πραγματικά, όχι όπως θυμόταν κάποιον που είχε δει και γνώριζε πραγματικά, ως και το πρόσωπό του δε συνιστούσε μια συγκεκριμένη μορφή, αλλά σειόταν και άλλαζε όψη και μερικές φορές διασκορπιζόταν σε κάμποσες μορφές, και ό, τι της είχε απομείνει από κείνον τελικά ήταν η θέρμη της φλόγας που ξεχυνόταν συνεχώς από μέσα του. Χωρίς αυτόν ένιωθε να κρυώνει, ήταν εντελώς παγωμένη.
Έτσι μπαίνουν τα θεμέλια μιας τριαδικής σχέσης όπου η επικοινωνία είναι βαθιά, σε όλα τα επίπεδα: διαισθητικό, συναισθηματικό, ιδεολογικό. Μια εξαιρετική κατάσταση (με την έννοια της εξαίρεσης) που δημιουργήθηκε, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε εξαιρετικές συνθήκες και κατά τη γνώμη μου περιγράφεται με εξαιρετικό και μοναδικό τρόπο από την πένα του συγγραφέα. Η ένταση γίνεται στοιχείο θεμελιακό της σχέσης (σελ. 53-54, υπέροχες σελίδες εσωτερικής επικοινωνίας) ποτέ της δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να γνωρίζεις τόσο καλά κάποιον εντελώς ξένο.
Ήδη, η μνήμη είναι γεμάτη πληγές ( Η Όρα θυμάται τη φίλη της την Άντα, που πέθανε, με την οποία μοιραζόντουσαν κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους, και «κάθε σκέψη που θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάρμοστη»), αλλά και το παρόν είναι εξίσου φορτωμένο.
Και αισθάνθηκε πως από τη στιγμή που θα άρχιζε να του μιλάει για τον Αβνέρ, θα δραπέτευε από μέσα της η αλήθεια με δυνατή και αγωνιώδη ορμή, η αλήθεια αυτών των δυο τιποτένιων χρόνων, και δεν θα μπορούσε πλέον να γυρίσει πίσω, και θα της ήταν αδύνατον να ζήσει όπως πριν, και τρόμαξε από το πόσο πολύ ήθελε, έπρεπε, την έκαιγε να του τα πει. Στην Όρα αποκαλύπτεται αρκετά όψιμα (δε φαινόταν στο απόλυτο σκοτάδι) ότι ο Άβραμ είναι νάνος, έχει πολλές σωματικές ιδιαιτερότητες αλλά νιώθει εξαρχής ότι αυτό συνοδεύεται από αυξημένη νοητική ικανότητα, εκπληκτική μνήμη και απίστευτη ψυχική δύναμη. Νιώθει μ’ όλη τη διαίσθηση που γεννιέται σε τέτοιες στιγμές έντασης ότι κάτι ξεχωριστό σημαδεύει τον Άβραμ (όμως πριν ακόμα μιλήσει εκείνη ήξερε τι θα της έλεγε, και ακριβώς με ποιες λέξεις, και με ποιο ρυθμό, και το σώμα της ακαριαία αναπήδησε και αμπαρώθηκε απέναντί του. Είναι μυστικό της είπε, κανείς δεν το ξέρει, εγώ όμως η αλήθεια είναι πως γράφω. Κι αυτή κατάπιε το σάλιο της και ρώτησε, τι σημαίνει αυτό; Εκείνος είπε, να, γράφω, πράγματα για μένα, γράφω όλη την ώρα, κάθε στιγμή της ζωής μου γράφω). Κι όλη αυτή η ένταση γίνεται αφορμή για παρεξήγηση, εκνευρισμό, τσακωμό αλλά και μια πιο βαθιά προσέγγιση.
Κάποτε της είχε πει, δεν το’ χει ξεχάσει, πως κάθε πρόσωπο για το οποίο έγραφε, ή σκεφτόταν, πρώτα απ’ όλα έπρεπε να το κατανοήσει σωματικά, από κει αρχίζει, κυλιόταν στη σάρκα και στο σάλιο και στο σπέρμα και στο γάλα του, αισθανόταν την υφή των μυών και των χόνδρων του, έπρεπε να ξέρει αν τα πόδια του ήταν μακριά ή κοντά, και με πόσα βήματα διέσχιζε ένα δωμάτιο, και πώς έτρεχε πίσω από το λεωφορείο (…)
Το τρίτο πρόσωπο, ο Ίλαν, είναι πολύ άρρωστος και παραμένει για μέρες στην αφάνεια. Είναι πολύ… όμορφος κι αυτό από μόνο του καθηλώνει την Όρα. Προσεγγίζονται με έναν μοναδικό, συμπληρωματικό θα έλεγε κανείς τρόπο, έτσι ώστε στο τέλος της ενότητας αυτής, είναι καθαρό ότι πρόκειται για μια τριάδα αδιάσπαστη και με ισότιμες/διαφορετικές δυναμικές.

Αυτές οι παραπάνω πρώτες 100 σελίδες είναι σαν εισαγωγικές, εφόσον αποτελούν το φλας μπακ όπου στήνονται τα θεμέλια της παράδοξης σχέσης των τριών. Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στο σήμερα, που παρουσιάζεται ιδιαίτερα σκληρό για την Όρα: παντρεμένη με τον Ίλαν, έχει τώρα δυο μεγάλα αγόρια, εκ των οποίων ο μικρός, ο Όφερ, φεύγει ξαφνικά κι εθελοντικά για τον πόλεμο, ενώ είχαν σχεδιάσει να πάνε μαζί ένα ταξίδι. Η Όρα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει μόνη της τον παραλογισμό αυτής της απόφασης (ο Ίλαν κι ο Άνταμ έχουν φύγει κι αυτοί για ταξίδι), και τη διαίσθησή της ότι το μοιραίο θα συμβεί. Αρνείται όμως να μπει στη θέση της μάνας που παθητικά περιμένει το δυσάρεστο νέο. Προσπαθώντας να ξορκίσει τη μοίρα, φεύγει από το σπίτι, «βόρεια», προς τη Γαλιλαία. Την παρακολουθούμε μαζί να επισκέπτεται τον άρρωστο Άβραμ στην τρώγλη του (καταλαβαίνουμε ότι έχει πολύ καιρό να τον δει), τον ξεσηκώνει και τον τραβά μαζί της σε άγνωστη κατεύθυνση.
Το οδοιπορικό τους δεν έχει άλλο στόχο από το να εξοβελιστεί ο κίνδυνος να σκοτωθεί ο Όφερ. Κι αυτό, πιστεύει το μητρικό ένστικτο της Όρα, θα γίνει με το να αποκαλυφτούν όλα τα μυστικά στον Άβραμ, τον ευαίσθητο δέκτη, τον δυνατό, σιωπηλό μάρτυρα. Είναι η μόνη λύση, η μόνη δράση στην οποία μπορεί να δοθεί και δίνεται ολόψυχα. Λύση εκβιαστική, που φέρνει σε αμηχανία τον Όφερ όταν το μαθαίνει:
Σελ. 133:
Κάποιος φωνάζει να βιαστούν. Εκείνη ακούει τις σκέψεις του. Τη χρειάζεται στο σπίτι τώρα, αυτό είναι το θέμα, κι έχει δίκιο, και σχεδόν υποχωρεί, την ίδια στιγμή όμως συνέρχεται και ξέρει πως δε μπορεί να κάνει αλλιώς.
Γλοιώδης σιγή. Η Όρα αγωνίζεται με τον εαυτό της για να μπορέσει να του γυρίσει την πλάτη, κι ο χάρτης των αναμνήσεων, με τα αμέτρητα σημάδια των μικρών ενοχών, ξεδιπλώνεται μέσα σε μια στιγμή: ήταν τριών ετών, είχε κάνει μια περίπλοκη επέμβαση στα δόντια του. Όταν ο αναισθησιολόγος ακούμπησε τη μάσκα στη μύτη και το στόμα του, την υποχρέωσαν να βγει από το χειρουργείο. Τα τρομαγμένα του μάτια την κοιτούσαν παρακλητικά κι αυτή του γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Οι κραυγές του την είχαν συνοδεύσει μέχρι το τέλος της μέρας.
Ένα σύμπλεγμα ενοχών και δυναμικών αποφάσεων, όπου πρωταγωνιστεί εντέλει η διαίσθηση, σπρώχνει την Όρα μακριά από το σπίτι. Είναι δύσκολο για τον Όφερ να το καταλάβει αυτό (κι αν υποθέσουμε πως τραυματίζομαι ή κάτι τέτοιο, πού θα σε βρει κανείς; Κι αν έχουμε κηδεία;) Η εξορκιστική ψυχολογία της Όρα δεν της επιτρέπει να πάρει μαζί της ούτε καν κινητό.


Δεν θα πάρω κινητό, δεν θέλω να με βρίσκουν. Ούτε εγώ; Ρωτάει αυτός με μια φωνή ξαφνικά λεπτή, αποφλοιωμένη, κι η Όρα λέει με θλίψη, ούτε εσύ, ούτε κανένας, και το θαμπό προαίσθημα που είχε νωρίτερα γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο μέσα της: όσο καιρό θα βρίσκεται εκείνος εκεί δεν πρέπει να τη βρουν, αυτό είναι το ζήτημα, αυτός είναι ο νόμος, ή όλα ή τίποτα, σαν παιδικός όρκος, μια τρελή κατεργαριά ενάντια στην ίδια τη ζωή, και μπορεί σε λίγο να καταλάβει τις ίδιες της τις προθέσεις, γιατί προς το παρόν όλα είναι ακόμα θολά και ψηλαφίζουν την πορεία τους.
Και:
Πρέπει να φύγω από δω. Θα σου εξηγήσω, όχι τώρα, για σένα το κάνω αυτό. Για μένα; Ανταπαντάει αυτός. Τι για μένα; Για σένα μάλιστα, και παραλίγο να της ξεφύγει, όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις, στην πραγματικότητα όμως είναι όταν μικρύνεις θα καταλάβεις, όταν γίνεις ξανά μικρό παιδί, ξορκίζοντας τις σκιές της νύχτας και τους εφιάλτες με γελοίες υποσχέσεις και τεχνάσματα, τότε μπορεί να καταλάβεις.
[Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η σχέση της Όρα με τον Άραβα οδηγό της, που τον υποχρεώνει αίφνης να τη μεταφέρει στο γιο της (ο οποίος με τη σειρά του πάει να σκοτώσει Άραβες!). Η εσωτερική πάλη και των δυο (σε ιδεολογικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο) περιγράφεται με μοναδικό τρόπο και δίνει το ιδεολογικό στίγμα του συγγραφέα, που πίσω από τις πολιτικές συγκρούσεις αναζητά την ανθρωπιά].

Έτσι, μετά την «απαγωγή» του αδύναμου και παραιτημένου Άβραμ, αρχίζει ένα ατέλειωτο οδοιπορικό «προς τα βόρεια», δηλαδή στο πουθενά, που συνοδεύεται από εσωτερική καταβύθιση της Όρα στα βάθη του εαυτού, εφόσον δοκιμάζεται στα όρια της ύπαρξης, της αντοχής της, αλλά και εφόσον «εξ ανάγκης» ανασυγκροτεί και εξωτερικεύει στον Άβραμ όλο το απίστευτο παρελθόν και τις μύχιες δυνάμεις που το καθόρισαν. Μια διεργασία επώδυνη και όχι γραμμική. Με εντάσεις που ανακυκλώνονται ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο πρόσωπα, που οι περιστάσεις χώρισαν για μεγάλο διάστημα αλλά συνεχίζουν να επικοινωνούν διαισθητικά και υπαρξιακά.
Αισθανόταν λεπτό προς λεπτό, απ’ τη στιγμή που άνοιγε τα μάτια της και σε κάθε κίνηση που έκανε, και σε κάθε γέλιο της, κι όταν περπατούσε στο δρόμο, κι όταν κοιμόταν στο κρεβάτι με τον Ίλαν, ότι έπαιρνε μέρος σε κάποια παράσταση δική του, παίζοντας το ρόλο της σύμφωνα μ’ ένα σενάριο τρελό που εκείνος είχε γράψει. Και πως έπαιζε γι’ αυτόν, ίσως μάλιστα περισσότερο απ’ ό, τι για την ίδια.
Ο αναγνώστης, παρακολουθώντας το «παρόν» αυτού του οδοιπορικού, χτίζει σιγά σιγά ένα τρομερό ιστορικό, συνθέτει ένα παζλ με γρίφους που σιγά σιγά λύνονται και σχηματίζεται η τελική εικόνα, η φρίκη του πολέμου. Σε σχέση με τον Άβραμ, φερειπείν, διαβάζουμε «μέσα της φώλιαζε ο φόβος ότι αυτά που του έκανε θα τον αποδιοργάνωναν ξανά» και δε μαθαίνουμε παρά πολύ αργότερα ποια ήταν τα γεγονότα που δικαιολογούν αυτόν τον φόβο: μέσα από τις αφηγήσεις της Όρα μαθαίνουμε για την περιπέτεια του Άβραμ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973), για την οποία η Όρα κι ο Ίλαν νιώθουν δικαιολογημένες ενοχές. Η μοίρα των τριών είναι πια άρρηκτα δεμένη, μετά από την κλήρωση που έριξε τον Άβραμ στη δίνη του πολέμου και όρισε τον Ίλαν πατέρα του πρώτου παιδιού, του Άνταμ (πάρε ένα καπέλο, βάλε δυο χαρτάκια. Όχι, δεν χρειάζεται να ξέρεις τι κληρώνεις, μπορείς να μαντέψεις, από μέσα σου όμως, μόνο κάνε γρήγορα, μας περιμένουν, είναι ένα τζιπ κομάντο έξω. Τράβηξε τώρα ένα, τι βγήκε; Είσαι σίγουρη;
Το πρόσωπό της δείχνει μακρύτερο μέσα στις σκιές. Κλείνει τα μάτια της. Κι εσύ τι ήθελες να βγει; Και τι βγήκε στ’ αλήθεια; Είσαι σίγουρη; Είσαι αληθινά σίγουρη;
Άκουσέ με, του λέει, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ήσουν πολύς για μένα.
Τι θα πει πολύς, ρωτάει ο Άβραμ αργά, τι θα πει πολύ όταν δυο άνθρωποι αγαπιούνται;
)


Στις περιγραφές του συγγραφέα οι σωματικές αντιδράσεις, η σχέση όλων των ηρώων με το σώμα τους, με κάθε μορφή σωματικής αντίδρασης είναι άμεση και παριστάνεται πολύ ζωντανά. Ίσως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη αρετή του συγγραφέα. Οι ήρωες κατανοούν και αντιλαμβάνονται με το σώμα τους, το κορμί είναι γι’ αυτούς ένα εργαλείο με το οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο και χτίζουν τη συνειδητότητά τους. Δεν είναι πολλές οι ερωτικές σκηνές του βιβλίου. Άλλωστε, δεν «ορμάνε» ο ένας στον άλλον οι δυο ήρωες που ξανασυναντήθηκαν μετά από καιρό, παρόλο που ο έρωτάς τους φαίνεται να ήταν από την αρχή μοιραίος. Έτσι, όταν οδηγούνται πια στον έρωτα, υπάρχει πλήρης ψυχοσωματική ενότητα, κι αυτό είναι φανερό και στον αναγνώστη εκ των έσω. Έτσι, οι ερωτικές σκηνές είναι εκπληκτικές, αλλά πολύ εκτεταμένες για να τις μεταφέρει κανείς.
Στο χώμα θάβεται ζωντανή η Όρα και βιώνει σωματικά την εμπειρία θανάτου του Άβραμ (εκεί όμως, στην άσχημη αυλή, δίπλα στον τσιμεντένιο τοίχο της φυλακής, με την περίφραξη από συρματόπλεγμα στην κορυφή του, και τώρα, με τον κοκαλιάρη αξιωματικό, που είχε πλησιάσει μισό βήμα ακόμα κι είχε σκύψει ακριβώς πάνω από τον Άβραμ για να φωτογραφίσει την τελευταία στιγμή πριν ολόκληρος ο άβραμ σκεπαστεί από το χώμα που θα τον κατάπινε, ο ¨Αβραμ δεν ήθελε άλλο να συνεχίσει να ζει σ’ έναν κόσμο όπου μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, όπου ένας άνθρωπος κάθεται και φωτογραφίζει έναν άνθρωπο που τον θάβουν ζωντανό, κι ο Άβραμ παραιτήθηκε από τη ζωή και πέθανε).

Η αφήγηση της Όρα έχει πολύ δυνατά σημεία. Κορυφαία σκηνή είναι η αφήγηση της ιστορίας του Ίλαν, που πήγε να ψάξει τον αιχμάλωτο Άβραμ στο εχθρικό καταφύγιο, κάνοντας υπεράνθρωπο άθλο. Το επεισόδιο μοιάζει απίστευτο, «τραβηγμένο», αλλά χάρη στην πένα του συγγραφέα και, εφόσον είναι γνωστό ότι πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία δε μπορούμε παρά να συγκλονιστούμε από τις απελπισμένες μοναχικές εξομολογήσεις του ετοιμοθάνατου Άβραμ στον ασύρματο, με αόρατο μάρτυρα τον Ίλαν…
Καθώς το ταξίδι φτάνει προς το τέλος, η εσωτερική πορεία των δυο ολοκληρώνεται σε μια παράδοξη κάθαρση, ενώ η διαίσθηση της Όρα χτυπάει κόκκινο:
Δεν είναι καλό, αναστενάζει εκείνη, πρέπει να είναι διαρκώς ξύπνιος, γιατί κοιμάται;
Όχι, κοιμάται. Το κεφάλι του όμως είναι πάνω στον ώμο σου.
Γιατί κοιμάται, όμως; Φωνάζει η Όρα και η φωνή της σπάει. Ο Άβραμ κλείνει τα μάτια του για να σβήσει από πάνω τους την εικόνα. Όταν τα’ ανοίγει, η Όρα τον κοιτάζει τρομαγμένη: ίσως τελικά και να κάναμε λάθος, λέει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβιούνται προς τα πίσω, ίσως τελικά να μην είχαμε καταλάβει από την αρχή. Όλος αυτός ο δρόμος, όλη η πορεία ου κάναμε…
Δεν είναι αλήθεια, λέει ο Άβραμ πανικόβλητος, μη μιλάς έτσι, θα περπατάμε και θα μιλάμε γι’ αυτόν.
Ίσως όλα έπρεπε να γίνουν αντίθετα απ’ ό, τι τα σκέφτηκα, λέει μόνη της αποσβολωμένη.
Πώς αντίθετα;
Οι παλάμες των χεριών της ανοίγουν αργά. Γιατί εγώ πίστευα πως αν μιλούσαμε οι δυο μας γι’ αυτόν, αν μιλούσαμε συνεχώς, θα τον προφυλάσσαμε, μαζί, σωστά;
Ναι, ναι, έτσι είναι θα τον προφυλάξουμε, θα δεις πως…
Κι αν το σωστό ήταν ακριβώς το αντίθετο;


Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Αξίζει να σημειωθεί η τραγική ειρωνεία ότι το βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται όσο πολεμούσε ο γιος του συγγραφέα στα σύνορα Ισραήλ- Λιβάνου απ' όπου δεν επέστρεψε ποτέ... Είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2011

Ντόρις Λέσσινγκ, Ένας άντρας και δυο γυναίκες

Ο τίτλος και η έκδοση («Νέα Σύνορα- Λιβάνη») σίγουρα δεν αποτελούν εγγύηση για το βιβλίο αυτό. Δε θα το δανειζόμουν λοιπόν από τη Δημοτική βιβλιοθήκη αν δεν ήταν συγγραφέας η Ντόρις Λέσσινγκ, της οποίας το Χρυσό σημειωματάριο βρήκα εξαιρετικό. Και πράγματι δε διαψεύστηκα, παρόλο που αρχικά απογοητεύτηκα όταν κατάλαβα ότι πρόκειται για μια σειρά διηγημάτων κι όχι για μυθιστόρημα.
Δύσκολα να μιλήσει κανείς συνολικά για δεκαεννιά, αρκετά εκτενή διηγήματα, που έχουν ως κοινό στοιχείο μόνο τη διεισδυτικότητα και το αναλυτικό/ψυχογραφικό γράψιμο της συγγραφέα. Όλα πάντως έχουν «πλοκή», αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα, κατά κανόνα αποτελούν σχόλιο στις ανθρώπινες σχέσεις και ιδιαίτερα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα περισσότερα έχουν πρωτότυπη υπόθεση, το σημαντικότερο στοιχείο όμως είναι η ρεαλιστική και αναλυτική περιγραφή συναισθηματικών καταστάσεων. Μερικά με κούρασαν και δεν τα τελείωσα, παρόλο που το αρχικό τους «στήσιμο» ήταν ελκυστικό.
Με συνάρπασαν ιδιαίτερα τα πρώτα διηγήματα: στο Μία μόνο από τις εκλεκτές, ένας λιγούρης αρσενικός την πέφτει πολύ ενοχλητικά σε μια πολύ εξηγημένη τύπισσα, νεαρή ηθοποιό, που τον αντιμετωπίζει χωρίς τις γνωστές θηλυκές μανούβρες, με ντόμπρο τρόπο, φτάνοντας όμως στο σημείο να τον εξευτελίσει απρόσμενα, εφόσον του «δίνεται», τελείως όμως ψυχρά κι αποστασιοποιημένα. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται με απίστευτη ένταση.
Το δεύτερο διήγημα, «Η ιστορία δυο σκύλων», είναι πάρα πολύ πρωτότυπο, γιατί αφορά τους… αγώνες χειραφέτησης δυο σκύλων: το δεύτερο σκυλί που αποκτά το κοριτσάκι της οικογένειας είναι ένα «ανυπάκουο» σκυλί που το ένστικτό του δεν υποτάσσεται στην ανθρώπινη εξουσία. Έτσι, διαφθείρει και το πρώτο σκυλί της οικογένειας, και σιγά σιγά τα δυο ζώα… εξαγριώνονται, απογοητεύοντας τα αφεντικά του (όχι όμως και το κοριτσάκι).
Αντίστοιχα ανατρεπτικό, αλλά μικρό και χωρίς πλοκή, είναι και το «Με τον ήλιο ανάμεσα στα πόδια τους» που αφορά τον αγώνα των σκαθαριών για επιβίωση.
Πρωτότυπο ακόμα είναι και το «Ο ένας για τον άλλο», όχι τόσο εξαιτίας της πλοκής (το τρίτο πρόσωπο που μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι είναι ο αδερφός της κοπέλας), αλλά γιατί με εξαιρετικό τρόπο περιγράφεται η «διαστροφή» των δυο αμαρτωλών: ξεσηκώνουν τον πόθο ο ένας στον άλλον, φτάνουν σε ακραία σημεία ηδονής, χωρίς όμως να φτάνουν στην κορύφωση. Λίγο πριν την «έκρηξη» κοκαλώνουν, και ξεκινάνε ξανά την πορεία προς μια βαθύτερη ηδονή. Είναι ένα είδος σύμβασης μεταξύ τους, που υπακούει σε τελείως προσωπικούς κανόνες, προκειμένου να διερευνήσουν τα όρια της απόλαυσης ( «Είναι πολύ καλύτερο μετά, αν το δυσκολέψεις πραγματικά». Γλίστρησε πάνω του, σφίγγοντας τους εσωτερικούς της μυώνες για να τον δυσκολέψει, χαμογελώντας του προκλητικά, κι αυτός τύλιξε τα χέρια στο λαιμό της και τον έσφιξε μισοαστεία, μισοσοβαρά, για να τη σταματήσει, μπαινοβγαίνοντας ταυτόχρονα μέσα της με την ίδια ακριβώς ανταγωνιστική, περιπαιχτική αλλά και ανήσυχη ανάγκη που έδειχνε κι εκείνη- θέλοντας να δει πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν. Τραβούσαν ο ένας τα μαλλιά του άλλου και, σ’ ένα λεπτό, δαγκώνονταν, βυθίζοντας ο ένας τα δάχτυλα στα λεπτά κόκαλα του άλλου, κι έπιτα, λίγο πριν έρθει η έκρηξη, χώρισαν την ίδια στιγμή, τρέμοντας σύγκορμοι.
Κορυφαίο είναι το «Η φίλη μας η Τζούντιθ», γιατί είναι εξαιρετική η φίλη των δυο βασικών ηρωίδων (εκ των οποίων η μια αφηγείται), η Τζούντιθ, για την οποία τρέφουν ένα βαθύ σεβασμό και θαυμασμό. Είναι η όμορφη, αυθόρμητη, αυθεντική κοπέλα, η φίλη που χώρισε τον φίλο της εξαιτίας μιας… γάτας (τι μπορεί να πει κανείς όταν συμβεί κάτι που δείχνει ότι υπάρχει ένα αληθινά αγεφύρωτο χάσμα συνεννόησης;). Οι φίλες της, στην προσπάθεια να καταλάβουν και να την μεταπείσουν τη συμβουλεύουν να αφήσει λίγο το «χρόνο να δείξει»:
Α, εννοείς ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές… κάτι τέτοιο; Τι απίθανη ιδέα! Πάντα την έβρισκα απίθανη ιδέα. Όχι, από την αρχή ακόμα, ένιωθα μια αλλόκοτη ανησυχία με αυτήν την ιστορία, ήμουν εντελώς έξω από τα νερά μου.
- Εντελώς παράλογα, τολμώ να πω.
Η Τζούντιθ εξέτασε σοβαρά το σχόλιό μου, σκυθρώπιασε όσο το σκεφτόταν. Μετά είπε: Πού μπορεί κανείς να βασιστεί, αν όχι στα αισθήματά του;»
- Στη σκέψη του θα έλεγα.
- Αυτό θα έκανες εσύ; Γιατί; Τι παράξενοι άνθρωποι είστε αλήθεια! Αδυνατώ να σας καταλάβω.

Το «Πώς έχασα οριστικά την καρδιά μου» έχει έναν αυτοσαρκαζόμενο λυρισμό που τραβά το ενδιαφέρον, αλλά η εκτεταμένη αλληγορία με την καρδιά της αφηγήτριας που την κρατά στα χέρια και μάλιστα σε… αλουμινόχαρτο, με κούρασε και δεν το τέλειωσα.
Το ομώνυμο με το βιβλίο αφορά ένα παραλίγο τρίγωνο που σχηματίστηκε ανάμεσα σε μια γυναίκα έγκυο, τον άντρα της και τη γυναίκα του φιλικού τους ζευγαριού. Ενδιαφέρουσες οριακές ψυχικές στιγμές. «Μια γυναίκα στη στέγη» που κάνει ηλιοθεραπεία ξεσηκώνει φουρτούνα στους άντρες που δουλεύουν στη διπλανή ταράτσα, κι αναστατώνει τόσο τον Τομ ώστε χάνει τον εαυτό του και το μεθύσι του γίνεται μίσος μπροστά στην αδιαφορία της.Τετριμμένες δηλαδή καταστάσεις, υλικό για ροζ λογοτεχνία θα έλεγε κανείς, αλλά παραμένει σε υψηλό επίπεδο η ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων, όπως τις «σκηνοθετεί» και τις παρουσιάζει η Λέσσινγκ.
Τα «Αγγλία εναντίον Αγγλίας» και «Στο δωμάτιο δεκαεννέα» εξιστορούν τη σταδιακή πορεία των ηρώων σε ψυχοπαθολογική κατάσταση. Είναι πολύ ρεαλιστική, ψυχογραφική η περιγραφή και στα δύο αλλά οδηγούν στον κυκεώνα όπου οδηγεί η νεύρωση, είναι δηλαδή καθαρά περιγραφικά μιας εξ ορισμού αδιέξοδης κατάστασης.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2011

Yasar Kemal, Ο τσακιτζής

Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μόνο μπελάς για το κράτος, για το δικό μου κεφάλι είναι μπελάς. Ο Αλλάχ έπλασε αυτόν τον άνθρωπο για να τυραννάει εμένα.Τα έχω χάσει πια και δεν ξέρω ούτε τι να πω, ούτε τι να κάνω. Στη χούφτα δε χωράει, στο χέρι δεν χωράει. Γλιστράει. Αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο σατανάς, τότε είναι πραγματικά ο γιος του σατανά. Σίγουρα έτσι είναι. Φανταστείτε Ριουστού μπέη, ότι ένας αξιωματικός με τη φήμη του Μουχτάρ Πασά τον κύκλωσε με μια δύναμη πεντακοσίων ατόμων στην τοποθεσία του Τσόπντερε και αυτός ο διάολος γλίστρησε ανάμεσα σε τέτοιο μπουλούκι και το έσκασε. Τέτοιος σατανάς είναι αυτός.


(από τις αναμνήσεις του Ριουστού Κομπάς,
του ανθρώπου που σκότωσε τον Τσακιτζή)


Πρόκειται για τον πολυθρύλητο Τσακιτζή Μεχμέτ Εφέ, ή Τσακίρτζαλη, Εφέ του Αϊδινίου, που γεννήθηκε το 1872 και σκοτώθηκε το 1912, του ξακουστού αρχηγού τσετέ (αντάρτικης ομάδας) στη Μικρασία του Αιγαίου, του οποίου η δράση ως ληστή πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα κι έγινε παραμύθι. Υπάρχουν όμως στοιχεία που τεκμηριώνουν την πραγματική ιστορία του Τσακιτζή, όπως τουλάχιστον τα περιέσωσε ο Yasar Kemal, παίρνοντας πληροφορίες από έγκυρες πηγές καθώς και από τον άνθρωπο που τελικά κατάφερε και τον σκότωσε.
Το κράτος του Αβδούλ Χαμίτ πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Όταν σκοτώθηκε όμως, μετά από ενέδρα, ο Τσακιτζής ήταν έντεκα χρονών. Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη). Ο Τσακιτζής σκότωσε συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν (είχε την καρδιά του καθαρή σαν παιδιού επτά χρονών). Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών, γιατί ήταν θρήσκος και εμφανιζόταν σαν υπερασπιστής του δικαίου. Έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, στα ανύπαντρα φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, στους άνεργους νέους, γι’ αυτό και τον παρομοίασαν με τον Ρομπέν των Δασών. Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι.
Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος…
…ήταν πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε χωρίς να ματώσει η μύτη του γλιστρώντας ανάμεσά τους, όπως μια τρίχα γλιστράει μέσα από το λάδι. Όταν του έμενε ελεύθερος χρόνος καβαλούσε το άτι του κι έτρεχε ασταμάτητα, έβρισκε μια ανοιχτωσιά και μέχρι να νυχτωθεί τρελαινόταν στο τουφεκίδι. Η ψυχή του γέμιζε αγαλλίαση μ’ αυτό το παιχνίδι.
Το εφελίκι στην περιοχή του Αιγαίου είναι μια πανάρχαιη συνήθεια με βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιό κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Ίσως αυτά τα βουνά από τότε που υπάρχουν να μην έχουν μείνει χωρίς ζεϊμπέκηδες.
Είναι πραγματικά απίστευτες οι ιστορίες τόλμης και μπέσας του Τσακιτζή. Η προσωπικότητά του έγινε γνωστή και στο Λονδίνο, όπου το κοινοβούλιο και οι εφημερίδες ενδιαφέρθηκαν για την περίπτωση του ανυπότακτου αντάρτη που δεν μπορούσε να τον αγγίξει η χωροφυλακή και σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο και σε άλλες αντάρτικες ομάδες, ενώ ο λαός τον λάτρευε γιατί είχε δύναμη και ασκούσε ένα είδος «λαϊκής δικαιοσύνης». Οι ζημιωμένοι αγάδες κι οι κοτζαμπάσηδες συσπειρώνονταν εναντίον του δίνοντας αφορμή να γραφτούν σελίδες απίστευτης παλληκαριάς για τον Τσακιτζή.
Το ενδιαφέρον των άγγλων σε μια περίοδο που η Αγγλία ενδιαφερόταν για το διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και η υποστήριξη του Τσακιτζή από τους Βίτολ, επιφανή εγγλέζικη οικογένεια στη Σμύρνη, είναι πράγματι περίεργα. Πολλοί αντάρτες ήταν όργανα του κράτους ή εξυπηρετούσαν φεουδάρχες. Η μυθοποίηση του Τσακιτζή συσκοτίζει την ιστορική αλήθεια. Ωστόσο το λησταντάρτικο ήταν φαινόμενο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια, που είχε ιδιάτερη έκταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία του τέλους του 19ου αι., ένα κράτος εν κράτει. Δυο τρεις φορές το οθωμανικό κράτος έδωσε αμνηστία στον Τσακιτζή και τα κιζάνια του (το «τσετέ» του), αλλά τα μίση κι η εκδικητικότητα των ανταγωνιστώ ν του, ανταρτών ή αγάδων τον οδήγησε πάλι στο βουνό.
Ο θρύλος θέλει τον Τσακιτζή να είναι φιλήσυχος, να μη θέλει να γυρνάει στα βουνά και να σκοτώνει. Όμως για λόγους τιμής αναγκάζεται να επιστρέψει (το σφάλμα ήταν του σαραγιού, η αμαρτία της κυβέρνησης). Έτσι, βλέπουμε ότι ισχύει άλλο δίκαιο κι άλλη ηθική, άγραφοι κανόνες ενός κόσμου όπου η δύναμη, η γρηγοράδα, η ευστοχία, η λεβεντιά, η μπέσα και το κιμπαρλίκι είναι πρώτες αξίες, πολύ σημαντικότερες από την ανθρώπινη ζωή. Μαζί μ’ αυτές πάνε η λατρεία, η αφοσίωση, η πίστη των ζεϊμπέκηδων στον Εφέ τους, η εκδίκηση, οι εξυπηρετήσεις, οι συναλλαγές.
Σε δυο τρεις ιστορίες ο Τσακιτζής χαρίζει τη ζωή στον αντίπαλό του «γιατί είναι λεβέντης».
Αν δεν ήσουν τόσο παλικάρι, δεν θα τολμούσες να φτάσεις μέχρι τη μύτη του τουφεκιού μου. Σου χαρίζω τη ζωή γιατί είσαι λεβέντης. Άιντε, γύρνα πίσω αμέσως. Για να με θυμάσαι μέχρι τα υστερνά, σου στέλνω αυτό το ενθύμιο.
Λέγοντας «πάρτο» ο Τσακιτζής την ίδια στιγμή ρίχνει ένα βόλι που παίρνει το καλπάκι απ το κεφάλι του Τζαφέρ Κιαμήλ και το στέλνει μακριά. Ο Τζαφέρ παίρνει το καλπάκι του και γυρίζει πίσω. Να τι Εφές, τέτοιος Εφές ήταν
.

Όταν επίσης, ο πιο επικίνδυνος αντίπαλός του, ο Σαΐτ Πασάς (ο πιο έμπιστος πασάς του σαραγιού, με μεγάλες επιτυχίες) που τον καταδιώκει ανελέητα με ολόκληρη μεραρχία, περνάει από μπροστά του, καβάλα στο άλογο, ωραίος και μεγαλοπρεπής, χωρίς να σκεφτεί ότι ο Τσακιτζής μπορεί να του στήσει ενέδρα, ο Τσακιτζής θα μπορούσε να τον ρίξει κάτω σαν ώριμο απίδι. Δεν ρίχνει. Ο πασάς περνάει το μπογάζι και φεύγει.
Αργότερα, όταν ο Εφές κατέβηκε στα χωριά, κοντινοί του άνθρωποι αφηγούνταν πώς τους τα εξομολογήθηκε ο Εφές:
- Πέρασε από μπροστά του πάνω στο άλογο ο Σαΐτ πασάς. Ήταν πολύ επιβλητικός, πολύ ωραίος άντρας. Πολύ νέος και γοητευτικός, ένα φιντάνι, ένας νεαρός στρατηγός, δεν πήγαινε η καρδιά να τον χτυπήσει.
Του έστειλε μάλιστα και γράμμα ότι πέρασε δυο φορές από μπροστά του στα πενήντα αμέτρα και δεν τον χτύπησε…


Στις τελευταίες σελίδες του ββιλίου αφηγείται το τέλος του Τσακιτζή ο άνθρωπος που ανέλαβε κι έφερε σε πέρας την αποστολή να τον καθαρίσει.
Αφήνω την καταδίωξη κι αρχίζω και σκέφτομαι. Γιατί δε μπορούμε να συλλάβουμε αυτούς τους αντάρτες; Από τη μια δυο τσαπατσούληδες, δυο ατζαμήδες αντάρτες κι από την άλλη η οργάνωση και η μέθοδος του κράτους. Γιατί μένουμε άπραγοι; Γιατί είμαστε ανίκανοι;
Μετά από πειράματα και δοκιμασίες δυο μηνών διδάχτηκα ότι οι αντάρτες δεν ήταν έτσι από το κεφάλι τους. Ο λαός, μια μερίδα προύχοντες και οι αντάρτες ήταν ενωμένοι. Εμείς λέμε πως θέλουμε να πιάσουμε τους αντάρτες, κι αυτοί μας δείχνουν λαθεμένο δρόμο, γίνονται πληροφοριοδότες των συμμοριών, τους ετοιμάζουν λημέρια. Να φτιάξω και γω ένα δίκτυο οργάνωσης, όπως έχουν και οι άνθρωποι των ανταρτών. Έπειτα να οργανώσω ένα απόσπασμα από ζανταρμάδες, κι από κάποιους ανθρώπους του λαού, που δεν πάνε
με τη μεριά του αντάρτη. Χρόνος χρειάζεται. Μυαλό και σωστός σχεδιασμός χρειάζεται.
Ο Ριουστού αναγκάστηκε να μελετήσει ως και τις συνήθεις του Τσακιτζή, το παρελθόν του τις αδυναμίες του την ψυχολογία του (κάθε βράδυ καθόμασταν και τα βάζουμε όλα σε μια σειρά, τις ασήμαντες μικροσυγκρούσεις και τις πιο συνηθισμένες αγαθοεργίες του, τους θυμούς του και τα γινάτια του, τις πονηριές του και τις αρρώστιες του, τα χούγια του και τα αντέτια του (συνήθειες). Ακόμα και τον τρόπο που ντυνόταν (δε φορούσε το κοντό μενεβρέκι μέχρι το γόνατο αλλά μακριά περισκελίδα ευρωπαϊκού τύπου, προκαλώντας το θαυμασμό αφού ξεχώριζε προκλητικά προσελκύοντας τους εχθρούς)

Ο Ριουστού παγίδευσε τον Τσακιτζή χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην απίστευτη τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιομο, τέτοια εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.
Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.


Ο θρύλος του τσακιτζή έχει περάσει και στην ελληνική παράδοση, τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια. Αξίζει κανείς ν’ ακούσει την ερμηνεία του Παντελή Πολιτάκη (ελληνικά λόγια) αλλά και του Αντρέα Ρούσση που διατηρεί το τσάκισμα στα τούρκικα.


Τσακιτζή παλληκαρά
Με τα παλληκάρια σου
που την τρέμει ο ντουνιάς
την παλληκαριά σου
και την εμορφάδα σου

Τσακιτζή παλληκαρά
Πέρασε κι απ τα Βουρλά
πέρασε κι από τα Αϊδίνι
τσακιτζή λεβέντη
να παντρέψεις ορφανά

Τσακιτζή παλληκαρά
να γυρίζεις τα βουνά
για κατέβα και στη Σμύρνη
τσακιτζή λεβέντη
να παντρέψεις ορφανά


Χριστίνα Παπαγγελή


υγ. Από την ιστορία του εμπνεύστηκε κι ο Μπάμπης Μπακάλης στο τραγούδι «Αν θα μ’ αρνηθείς» (θα γίνω, θα γίνω για σένα τσακιτζής!)