Πέμπτη, Απριλίου 26, 2018

Οι καλοί, Hannah Kent

Ο θάνατος είναι ο γιατρός των φτωχών

Είναι απορίας άξιο γιατί πολλοί  βιβλιόφιλοι και μπλόγκερς που διάβασαν γεμάτοι προσδοκίες το δεύτερο αυτό -μεταφρασμένο- βιβλίο της Hannah Kent, το βρήκαν μεν ενδιαφέρον αλλά όχι ισάξιο του πρώτου (Έθιμα ταφής). Η  εντύπωση που άφησε σε μένα το βιβλίο αυτό είναι εξίσου μαγική, εφόσον με μετέφερε πάλι σε μια άλλη ατμόσφαιρα, σε έναν άλλο κόσμο/πολιτισμό, ενώ το κεντρικό θέμα είναι πανανθρώπινο, διαχρονικό, υπαρξιακό.
Βρισκόμαστε στα 1825-6, στη Ν.Δ. Ιρλανδία αυτή τη φορά (Κιλάρνι, Κομητεία του Κέρνι), σε μια κοινωνία φτωχή, αγροτική, κλειστή και απομονωμένη. Μια κοινωνία όπου η επιβίωση είναι δύσκολη ενώ η αρρώστια κι ο θάνατος χτυπά απρόσκλητα και παράλογα και τους νέους ανθρώπους.
Τρεις γυναίκες είναι οι πρωταγωνίστριες, τρία ισοδύναμα σε σημασία πρόσωπα που διαμοιράζονται  με συμμετρικό θα λέγαμε τρόπο το βάρος της τραγικής πλοκής. Τρεις διαφορετικές ηλικίες (κορίτσι, γυναίκα, γριά) που ανοίγονται στο μυστήριο της ζωής, της αρρώστιας και του θανάτου από τη δική της θέση η καθεμιά.
Το σημαντικότερο πρόσωπο της τραγωδίας είναι η Νόρα Λίχι. Έχει χάσει την κόρη της και πρόσφατα τον άντρα της (από τον θάνατό του ξεκινά η πλοκή), οπότε αναλαμβάνει να μεγαλώσει μόνη της τον τετράχρονο εγγονό της Μίχολ, που όμως έχει νοητικά προβλήματα∙ όχι μόνο δεν μπορεί ακόμα να περπατήσει και να μιλήσει, αλλά αρρωσταίνει συνέχεια, δεν τρώει, ουρλιάζει και χτυπιέται χωρίς λόγο βασανίζοντας τους γύρω του.  Η ντροπή για τη συμφορά και ο φόβος της κακογλωσσιάς οδηγεί τη Νόρα σε μια ζωή μοναχική και κρυφή, ενώ αναγκάζεται να πάρει  ως βοηθό τη Μαίρη, μια κοπελίτσα 15 χρονών από διπλανό χωριό, για να τη βοηθά στην ανατροφή του δύστυχου Μίχολ.
Τρίτη και πιο μοιραία στην εξέλιξη της ιστορίας, η ιδιόρρυθμη Νανς, μια παράξενη γριά που ζει μόνη της μακριά στο βουνό (η γνώση κι η δύναμη πάνε μαζί με την παραξενιά/ποια γυναίκα μένει μόνη της με μια κατσίκα και ένα σωρό βότανα κρεμασμένα απ’ το ταβάνι της; Ποια γυναίκα κάνει παρέα με τα πουλιά και τα πλάσματα που ζούνε στις σκιές του δάσους; Ποια γυναίκα τη φτάνει να ζει στην ερημιά, χωρίς παιδιά, χωρίς άντρα; Μόνον όποια περπατάει με βήμα σίγουρο στα όρια, ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον. Όποια έχει βρει τρόπο να καταλαβαίνει τα μυστήρια και βλέπει στα φύλλα και στα κλαράκια τα γράμματα του ίδιου του Θεού). Η Νανς είναι μαμή και πρακτική γιατρέσα, με διορατικότητα, διαίσθηση, και πολλές επιτυχίες (τόσος πόνος κρατημένος κρυφός, μα ώρες ώρες, για μια στιγμή, για όσο κρατά μια ανάσα, κάτι άνοιγε και μπορούσες να δεις την καρδιά των πραγμάτων, πριν η πόρτα κλείσει πάλι. Ήταν σαν όραμα. Μια ψιθυριστή ομολογία της τρωτής, της ευάλωτης αλήθειας). Κατέχει την «παλιά γνώση» των βοτανιών, τη γλώσσα του βουνού και του ουρανού, ξέρει πού υπάρχει «δύναμη» (όλα μέσα στον κόσμο συγγένευαν μυστικά με όλα) και επικοινωνεί με τους «Καλούς», όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται  τα μοχθηρά πνεύματα, τα «ξωτικά»  που στοιχειώνουν τους ανθρώπους, φέρνουν αρρώστιες, παίρνουν μαζί τους  τους υγιείς ανθρώπους και αφήνουν στη θέση τους τα «τελώνια».  
Ένα λοιπόν τέτοιο τελώνιο είναι και ο Μίχολ, που ευθύνεται για όλες τις συμφορές του χωριού (κακοκαιρίες, αποτυχημένες γέννες, λίγο γάλα στις αγελάδες κλπ), σύμφωνα πάντα όχι μόνο με τη Νανς, αλλά και με τη Νόρα (που δύσκολα το αποδέχεται αλλά η απελπισία και η κούραση από το ακαταλόγιστο του τετράχρονου παιδιού την ωθούν σ’ αυτήν την παραδοχή), και σύμφωνα επίσης με πολλούς συγχωριανούς, που αρχίζουν και κακοβλέπουν τον Μίχολ και τη Νόρα. 
Μπροστά στην αδυσώπητη μοίρα οι τρεις γυναίκες υψώνουν δυναμικά τη διαφορετική τους στάση: η 15χρονη Μαίρη, ξένη στον τόπο, δένεται συναισθηματικά με το παιδί, το προσέχει, το αγκαλιάζει, το πονάει. Η γιαγιά του η Νόρα, καταρρακωμένη από το πένθος για τον άντρα και την κόρη της, ζει σ’ ένα κόσμο φανταστικό όπου η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και εξαντλεί κάθε μέσον για να φέρει τον «πραγματικό Μίχολ» πίσω, ενώ η Νανς βάζει μπροστά όλες τις γνώσεις που κατέχει ακε από το προγονικό της παρελθόν για να διώξει τους «καλούς» (έχουμε την ευκαιρία να μπούμε μέσα σ’ αυτόν τον μυστηριακό κόσμο της φύσης, των βοτανιών και των μαντζουνιών, απ’ τον οποίο τόσο πολύ έχει αποκοπεί ο πολιτισμός μας). Η συγγραφέας καταφέρνει να μας κάνει να ταυτιστούμε τόσο πολύ, ακόμα και με τη «γριά μάγισσα» (και να αντιπαθήσουμε ας πούμε όσους την πολεμάνε, όπως τον νιόφερτο παπά του χωριού, που βέβαια αντιστρατεύεται τα μαγικά ξόρκια), που κάποια στιγμή είχα τον φόβο ότι το βιβλίο είναι «παραμύθι», με μάγια, ξόρκια και νεράιδες (δεν κρύβω ότι τα βαριέμαι). Νομίζει κανείς δηλαδή ότι το σασπένς του βιβλίου αφορά το αν θα τα καταφέρει τελικά η Νανς να γιατρέψει με τον παραδοσιακό, αιώνιο πρακτικό τρόπο την νοητική στέρηση του παιδιού.
Όμως όχι. Η πάλη με τις αόρατες δυνάμεις που κυβερνάν τον κόσμο είναι απόκοσμη, είναι παράλογη, αλλά είναι δικαιολογημένη μέχρι δακρύων, γιατί καταδεικνύει  την απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στην αρρώστια και το σκάνδαλο του θανάτου. Η Κεντ κρατάει μια απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στην περιγραφή αυτής της τραγικής πάλης με το αδύνατο και στον κίνδυνο να γίνει το μυθιστόρημα μια αφελής, έστω συμβολική αφήγηση με μάγισσες και ξωτικά.
Κι αυτό το καταφέρνει οδηγώντας την πλοκή σε μια κορύφωση που σου κόβει την ανάσα, μετά από την οποία η οξεία αντιπαράθεση  μεταφέρεται  στην κοινωνία. Γιατί οι τρεις γυναίκες περιστοιχίζονται από διάφορα άτομα του χωριού (συγγενείς, γείτονες) κλπ  που αντιμετωπίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους διαφορετικά τις περιστάσεις, άλλος με κατανόηση, άλλος με έμπρακτη βοήθεια, άλλος με πόλεμο. Ο στιγματισμός και η έχθρα απέναντι στο τρίο των γυναικών (και τον Μίχολ βέβαια) κλιμακώνεται, ενώ ο  θάνατος του παιδιού συγκλονίζει τη μικρή κοινωνία και φέρνει τα πάνω κάτω στις ισορροπίες. 
Η σύγκρουση ανάμεσα στον ορθολογικό, σύγχρονο τρόπο ζωής και τον κόσμο των δοξασιών, των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών παίρνει σάρκα και οστά μέσα στο δικαστήριο, ενώ το απρόσμενο τέλος αφήνει ένα παραθυράκι ανοιχτό στο ενδεχόμενο μερικές αιώνιες αλήθειες, όπως η μυστική, ασυνείδητη επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση, να επιβιώνουν.  
Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Το ότι η συγγραφέας εμπνεύστηκε από πραγματικό γεγονός προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα

Τρίτη, Απριλίου 17, 2018

Νυχτερινές ικεσίες, Santiago Gamboa


Ο χρόνος είναι ενίοτε ζήτημα φωτός.
Με το πέρασμά του,
κάποιες μορφές αποκτούν λάμψη
ή, αντίθετα,
καλύπτονται από μια παράξενη θολούρα.

Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα στο μελαγχολικό ύφος των νουάρ αστυνομικών  που να αφορά την πολύπαθη Κολομβία -μια χώρα με τόσες κοινωνικές αντιθέσεις και αναταραχές-  έχει εξ ορισμού ενδιαφέρον (μια χώρα που τα τελευταία πενήντα χρόνια κατέστη το οικουμενικό στερεοτυπικό συνώνυμο της εμφύλιας βίας, της διαφθοράς, των ομαδικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων και του ναρκεμπορίου[1]. Ωστόσο, ο κύριος πρωταγωνιστής και αφηγητής, ο Μανουέλ Μανρίκε, του οποίου η αφήγηση είναι και ο κεντρικός άξονας του βιβλίου, ισχυρίζεται ότι «πρόκειται για μια ιστορία αγάπης» -όχι πάντως ερωτικής.
Τρεις είναι οι αφηγητές, σε εναλλασσόμενα κεφάλαια, ώστε ο αναγνώστης να συμπληρώνει τα γεγονότα  αργά και σταδιακά.  Ο κατηγορούμενος για διακίνηση ναρκωτικών Μανρίκε (ένα μικρό φορτίο οπιούχων χαπιών) απολογείται αφηγούμενος τη ζωή του, απευθυνόμενος στον πρόξενο της χώρας του (Κολομβίας) στην Μπανγκόκ∙ ο δεύτερος αφηγητής κι αυτός σε α΄ενικό είναι ο ίδιος ο πρόξενος που για προσωπικούς λόγους πιστεύει στην αθωότητα του Μανρίκε και αναλαμβάνει τη διαλεύκανση της αλήθειας, και τέλος έχουμε κάποιες ενότητες που τιτλοφορούνται «Μονόλογοι της διαδικτυακής», μάλλον άσχετες με την πλοκή. Πρόκειται για διαφορετικές προσωπικές εξομολογήσεις, ελεύθερα σχεδιάσματα  που δίνουν βάθος στην ιστορία και στην περιρρέουσα κατάσταση π.χ. βιωματική περιγραφή της Μπανγκόκ, ή πραγματεία για το… τζιν (ομολογώ ότι αυτά τα μέρη του βιβλίου τα βαριόμουν). Ο αναγνώστης υποψιάζεται  στην αρχή ότι  αυτούς τους μονολόγους τους γράφει στον υπολογιστή η εξαφανισμένη Χουάνα, το τρίτο πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, η πολυαγαπημένη και μοναδική αδερφή του Μανουέλ. Όμως μας μπερδεύει ο συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου χωρίς κανένα λόγο, όταν π.χ. η δια-δικτυακή εξομολογείται ότι ήταν… άντρας, λεγόταν Γουίλσον Αμέσκιτα και έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου, ή κάποια στιγμή μιλάει κάποια Μπέγια/Μπέζα/Μπέλχα που μιλάει για την ερωτική της ζωή (ξεπαρθένιασμα και ιστορίες τέτοιες). Πάλι όμως έχεις αμφιβολία (δεδομένου ότι αυτή η εκδοχή δεν κολλάει με τίποτα στην κυρίως ιστορία), ότι πρόκειται για φαντασίες και ιντερνετικά παιχνίδια της ιδιόρρυθμης Χουάνα. Ή, μήπως, ο συγγραφέας προσπαθεί να μας βάλει πιο βαθιά στον σκοτεινό κόσμο του περιθωρίου;
Δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε το βάθος της σχέσης Μανουέλε-Χουάνας αν δεν παρουσίαζε στον πρόξενο ο Μανουέλ τόσες λεπτομέρειες απ’ την προσωπική του ζωή. Η διήγηση του έγκλειστου και καταδικασμένου σε θάνατο (εκτός αν ομολογήσει κάτι που δεν έκανε) ήρωα μάς οδηγεί πίσω στο ζοφερό παρελθόν του (θ’ αρχίσω απ’ τα χειρότερα, κύριε πρόξενε. Απ’ τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, που ήταν η παιδική μου ηλικία). Μια οικογένεια δυστυχισμένη, με πατέρα καταπιεσμένο και ταπεινωμένο στο εργασιακό περιβάλλον, που βγάζει τα απωθημένα στα παιδιά και στη γυναίκα του∙ μια μητέρα άβουλη και ψυχρή. Μιζέρια, μοναξιά, έλλειψη αγάπης και ζεστασιάς  είναι η καθημερινότητα  (η πιο ευτυχισμένη περίοδος στα παιδικά του χρόνια –αν και συγχρόνως η πιο θλιμμένη- ήταν στο… νοσοκομείο, όταν η μητέρα του αρνήθηκε να μένει τον συντροφεύει το βράδυ!). Ο Μανουέλ νιώθει δυστυχισμένος κι απομονωμένος στο σχολείο, αηδία απέναντι στους δασκάλους και περιφρόνηση απέναντι στα άλλα παιδιά που είναι χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Η μόνη όαση μέσα στο σκοτάδι αυτό γίνεται, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, η μεγαλύτερη αδερφή του, Χουάνα.
Όταν όμως, υπό την πίεση των πολιτικών εξελίξεων, αποκαλύπτουν ότι ο πατέρας υποστηρίζει τον δικτάτορα Ουρίμπε[2], η περιφρόνηση επεκτείνεται και στους γονείς (ακούγαμε διαρκώς και αδιαμαρτύρητα εκείνο το μουρμουρητό, μια λιτανεία γεμάτη μίσος ενάντια στην πραγματικότητα και το παρόν, την πεμπτουσία της πικρίας και της απογοήτευσης, καθώς ζωγράφιζε τη χώρα με τα χειρότερα χρώματα, επιμένοντας πως βρισκόταν σε μια κατάσταση χάους και ηθικής αποσάθρωσης, απ’ την οποία θα μπορούσε να βγει μόνο με την παρέμβαση ενός αληθινού πατριώτη –και ποιος άλλος μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο, αν όχι αυτός ο στρατιώτης του Χριστού, ο υπερασπιστής της Τάξης, ο Άλβαρο Ουρίμπε;)
Τα δυο παιδιά κλείνονται σ’ έναν κόσμο μυστικό, ολοδικό τους: ο Μανουέλε ανακαλύπτει την χαρά να φτιάχνει τεράστια γκράφιτι στους τοίχους, ενώ και οι δυο καταφεύγουν στη λογοτεχνία. Τα έντονα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογή του Ουρίμπε (η χώρα ήταν σε εμφύλιο μέχρι φέτος) αναδεικνύουν τις αντιθέσεις. Η Χουάνα, πιο μεγάλη και πιο πολιτικοποιημένη, υποστηρίζει τους FARC (αντάρτες) και αντιτίθεται στην αμερικανική πολιτική και στο TLC  (Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου) ενώ γίνονται ομηρικοί καυγάδες για τον Τσάβες, «τους κομμουνιστές της ηπείρου» και τον ρόλο των παραστρατιωτικών στη χώρα.  Έτσι, οι φυγόκεντρες δυνάμεις ωθούν και τους δυο ήρωες στη σφοδρή επιθυμία να δραπετεύσουν απ’ τον κλοιό όχι μόνο της οικογένειας αλλά και του πολιτικού καθεστώτος. Η διανόηση, την οποία και οι δυο γονείς απεχθάνονται, γίνεται ο φάρος που τους καθοδηγεί από δω και μπρος. Η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η φιλοσοφία. Άλλωστε, τα δυο παιδιά στη συνέχεια σπουδάζουν. Όταν συλλαμβάνεται ο Μανουέλ στην Ταϊλάνδη είναι ήδη πτυχιούχος Φιλολογίας και Φιλοσοφίας κι έκανε το διδακτορικό του, ενώ η Χουάνα, πριν εξαφανιστεί τελείωσε Κοινωνιολογία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (για τους περισσότερους Κολομβιανούς, το να σπουδάζεις κοινωνιολογία ήταν σα να σπουδάζεις για να μπεις στη FARC, κάτι σαν προπαρασκευαστικό στάδιο, ας πούμε/αρκεί να υπερασπιζόσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το Σύνταγμα και σε θεωρούσαν τρομοκράτη).
Το πάθος της λογοτεχνίας οδηγεί τον Μανουέλε σε βαθιά φιλία με τον  Έντγκαρ, επίδοξο συγγραφέα, που αναζητά… εμπειρίες για να έχει υλικό για τη συγγραφή (αν είχα ζήσει εγώ τέτοια πράγματα, θα ήμουν ήδη μυθιστοριογράφος, και ποιητής, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Κατά βάθος είσαι πολύ τυχερός, αδερφέ μου). Περά απ’ αυτό όμως, πολλές αναφορές στις πολιτιστικές εξελίξεις δίνουν έναν άλλον αέρα στην αστυνομική πλοκή. Όλο το μυθιστόρημα το διατρέχει σαν ένας υπόγειος άξονας η σημασία της γραφής, της συγγραφής, της λογοτεχνίας και γενικότερα της διανόησης στη ζωή μας, μια πτυχή που απασχολεί και χαρακτηρίζει και τον δεύτερο ήρωα, τον πρόξενο της Κολομβίας στο Δελχί (δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του).

Έχω προσέξει ότι υπάρχουν δύο τρόποι να πεθάνει κανείς.
Ο πρώτος είναι εξαιτίας κάποιας αρρώστιας που μας κατατρώει βυθίζοντάς μας σε μια κατάσταση αργής αγωνίας. (…)Ο δεύτερος τρόπος είναι ακριβώς ο αντίθετος: μια σφαίρα στον σβέρκο, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Υπάρχει, όμως, και μια Τρίτη περίπτωση, στη δική μας χώρα τουλάχιστον, που είναι σκληή για όλους: η εξαφάνιση.

Δεν υπάρχει προξενείο της Κολομβίας στην Ταϊλάνδη, κι έτσι ο πρόξενος/συμπρωταγωνιστής μας αναγκάζεται να ταξιδέψει από το Δελχί στην Μπαγκόκ για να υπερασπιστεί τον συμπατριώτη του. Ο αναγνώστης περιηγείται σ’ αυτές τις πόλεις μαζί με τον ήρωα, παίρνοντας γεύση από τις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού. Γυναίκες, γιορτές, καζίνο, ναρκωτικά, εύκολο χρήμα και φυσικά φτώχεια, φτώχεια, φτώχεια (γιατί, ως γνωστόν, ο ΠΛΟΥΤΟΣ γεννά τη φτώχεια). Είναι υποχρεωμένος να επισκεφτεί μια από τις πιο σκληρές φυλακές του κόσμου, στην Μπανγκβάνγκ.
Το καθαρά αστυνομικό μυστήριο χτίζεται μέσα στις 90-100  πρώτες σελίδες, εφόσον είναι ακατανόητο για τον πρόξενο αλλά και για τον αναγνώστη το γιατί ο ήρωάς μας βρέθηκε στη Μπανγκόκ με προορισμό μάλιστα το Τόκιο, και γιατί είχε μαζί του αυτό το συγκεκριμένο φορτίο. Ο πρόξενος στο ρόλο του ντετέκτιβ αποκαλύπτει μάλιστα στο ίντερνετ τη μεγάλη αγάπη του κατάδικου για τη φιλοσοφία (άρθρα για τον Ντελέζ, τον Σπινόζα, τον Τσόμσκι κ.α.). Ένας διανοούμενος λοιπόν (τι στον δαίμονα ήρθε να κάνει στην Ταϊλάνδη ένας φιλόσοφος;)! Σιγά σιγά μαθαίνουμε ότι κι ο πρόξενος είναι συγγραφέας και λάτρης της λογοτεχνίας, και προσελκύεται από τη μυστηριώδη προσωπικότητα του ήρωα ψάχνοντας το παρελθόν του, ρωτώντας τους συμφοιτητές του ή τους καθηγητές του (κάποιος μάλιστα είναι και φίλος του), ερευνώντας τα ενδιαφέροντά του, ψηλαφώντας τα διαβάσματά του, τα οποία εφάπτονται των δικών του ενδιαφερόντων (π.χ. παλιότερα ως δημοσιογράφος είχε ασχοληθεί με την αυτοκτονία του Ντελέζ). Μαθαίνει ακόμα με περισση απορία ότι υπάρχει στο βιογραφικό του μια εξαφανισμένη αδερφή.
Η επίσκεψη στην Μπανγκβάνγκ, στον φυλακισμένο Μανουέλ, είναι μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: ο πρόξενος έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν προφίλ μετριοπαθή διανοούμενο, σαφώς αθώο, παγιδευμένο στις δαγκάνες ενός νόμου ανελέητου (αν δεν ομολογήσει ενοχή δεν υπάρχει περίπτωση η ποινή να μειωθεί σε 30 χρονών κάθειρξη, που θα αφήνει περιθώριο για μεταφορά στη Μπογκοτά και ελάφρυνση).  Ο έγκλειστος σε μια από τις χειρότερες φυλακές του κόσμου ήρωας υποφέρει από την απώλεια της αδερφής του στοιχηματίζοντας ότι της έχει τύχει το χειρότερο (τη σκότωσαν, σκέφτηκα, θα είναι σε κάποιον απ’ τους ομαδικούς τάφους αυτής της χώρας της πλούσιας σε νεκροταφεία, στα ωραία μας εθνικά εδάφη, το σώμα της θα σαπίζει, τα οστά της θα διαλύονται δίχως κανείς να τα χαϊδέψει, δίχως να μου δοθεί η ευκαιρία να τα φιλήσω).
Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την αφήγηση του Μανουέλ, που εξηγεί τη μεταστροφή του πατέρα μετά την απώλεια της κόρης (βλέποντας την έκφραση της παραίτησης στο πρόσωπό του, καταλάβαινα ότι θα περνούσε όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Οι ικεσίες του, όπως και οι δικές μου, χάνονταν στο πιο σκοτεινό κομμάτι του ουρανού. Δεν υπήρχε κανείς εκεί να τις ακούσει). Η απουσία της Χουάνα τους καίει τα σωθικά, κι ενώ ο καιρός περνάει αμείλικτος (τρία χρόνια), αρχίζει η έρευνα από το πουθενά. Το νήμα είναι πολύ λεπτό και κρύβει πολλά ρίσκα: πρακτορείο μοντέλων, πόρνες πολυτελείας, δουλειά στην Ιαπωνία (μέσω Κίτο, Ντουμπάι, Μπανγκόκ). Ο Μανουέλ τα παρατάει όλα και ακολουθεί με τρομερό κόστος τον δρόμο που πιθανόν να τον φέρει κοντά στη Χουάνα.
Δεν είναι σκόπιμο ν’ αναφερθώ στη συνέχεια της πλοκής γιατί από κει και πέρα αρχίζει η «λύση» του μυστηρίου. Μόνο να πω ότι είμαστε ακόμα στη… μέση του βιβλίου, κι από κει και πέρα ο πρόξενος αναλαμβάνει αυτοβούλως πρώτα απ’ όλα να αποδείξει ότι ο Μανουέλ είναι αθώος και δεύτερον να βρει τη Χουάνα, που όλα δείχνουν ότι είναι ακόμα ζωντανή, μπλεγμένη σε σκληρά παράνομα κυκλώματα. Η αγωνία του αναγνώστη αφορά και την τύχη του Μανουέλ –θα εκτελεστεί ή θα ομολογήσει κάτι που δεν έκανε;
Τα ίχνη της Χουάνα (τα βήματα του πρόξενου) μας οδηγούν στο Τόκιο (το Τόκιο είναι το μέλλον του Τόκιο) και μετά στην… Τεχεράνη, όπου οι εκπλήξεις δεν σταματούν να περιμένουν τον δεύτερο κεντρικό μας ήρωα. Ευαίσθητος και επινοητικός, άνθρωπος της δράσης εντέλει, ο ανώνυμος πρόξενος δίνεται με όλη του την ψυχή στην προσωπική αυτή ιστορία αδερφικής αγάπης:
Λόγια, λόγια, λόγια.
Νυχτερινές ικεσίες.
Εκείνες οι λέξεις που δεν ξεστόμισαν και τώρα τις σκέφτονται και ακούγονται μες στο νου τους σαν σπαραχτικά ουρλιαχτά, κραυγές αγωνίας και αγάπης. Δυο σιωπηλές λιτανείες κι εγώ στη μέση αυτής της παράξενης καταιγίδας, κοντά σ’ έναν πλανήτη που έφτιαξαν οι δυο τους και που δεν τον κατοίκησαν ποτέ
Δυο ευάλωτα πλάσματα που λαχταρούν να βρεθούν μαζί και να ξεχαστούν απ’ όλους, αλλά η ζωή ορθώνεται ανάμεσά τους σαν τοίχος.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] «Αν υπάρχει ελπίδα στην Κολομβία, υπάρχει παντού» (Μια ομάδα οργανώσεων δικαιωμάτων στο Μεντεγίν –την κάποτε πιο βίαια πόλη του κόσμου– ενώθηκαν κάτω από το ακόλουθο σύνθημα: «Que la paz no nos cueste la vida»), από το άρθρο «Η ειρήνη δεν κοστίζει ζωές», Δημήτρη Χριστόπουλου  http://www.efsyn.gr/arthro/i-eirini-den-kostizei-zoes



[2] Ουρίμπε Άλβαρο (2002-10) ttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5

Κυριακή, Απριλίου 01, 2018

Λίγη ζωή, Hanya Yanagihara

Πολύ αντιφατικά συναισθήματα μου δημιούργησε το βιβλίο αυτό, που ομολογώ ότι το ρούφηξα παρά τις 890 σελίδες του. Κι αυτό γιατί ένα από τα κεντρικά του θέματα είναι η πολύ βάναυση κακοποίηση του κεντρικού ήρωα στα παιδικά του χρόνια, που τον οδήγησε ως ενήλικα σε αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα (κι όλα αυτά περιγράφονται με αποκρουστικές λεπτομέρειες και σε πολύ μεγάλη έκταση), κι αναρωτιέσαι αν η περιέργεια και το σαδομαζοχιστικό ένστικτο του μέσου αναγνώστη είναι αυτά στα οποία, με «εύκολο» τρόπο απευθύνεται η συγγραφέας (κάτι σαν τις ταινίες με πολύ αίμα, βία κλπ). Ένα άλλο όμως κεντρικό θέμα είναι η βαθιά αγάπη -έρωτας- αφοσίωση, φιλία που αναπτύσσεται, κυρίως ανάμεσα σε άνδρες, αγάπη που πείθει και συγκινεί μέχρι δακρύων. Από τη μια αναφωνείς «ε, δεν μπορεί αυτά να συμβαίνουν στην πραγματικότητα, δεν είμαστε μόνο άσπρο/ μαύρο δηλαδή ή διάβολοι ή άγγελοι!», κι από την άλλη όλα, μα όλα τα γεγονότα φωτίζονται συναισθηματικά, μια και το συναίσθημα είναι ο βασικός καμβάς όπου χτίζει η συγγραφέας κάθε λεπτομέρεια, και μάλιστα αυτή νομίζω είναι η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ενώ το βιβλίο φαίνεται -και είναι- φλύαρο, δεν είναι κουραστικό. Με κούρασαν όμως οι 100 πρώτες σελίδες, κατά τις οποίες «χτίζονται» οι χαρακτήρες και οι ζωές (το παρελθόν, οι συνήθειες, οι σπουδές, το εργασιακό περιβάλλον) των τεσσάρων φίλων Τζέι Μπι (μαύρος), Μάλκολμ («μαύρος», δηλαδή μιγάς), Τζουντ («λευκός», δηλαδή μιγάς προς το λευκός) και Γουίλεμ (λευκός).  Είναι καταιγιστικές οι λεπτομέρειες που τονίζουν το αμερικάνικο life-style και δεν υπάρχει η εμπλοκή με το συναίσθημα που αναφέρω παραπάνω. Ίσως όμως αυτή η τόσο λεπτομερειακή γνωριμία μας με τους ήρωες είναι απαραίτητη για να δοθούν όχι μόνο οι χαρακτήρες αλλά και η γενικότερη ατμόσφαιρα και κουλτούρα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70. Βλέπουμε φερειπείν έμμεσα πώς ένας προοδευτικός κύκλος μορφωμένος και «ψαγμένος» αντιμετωπίζει διάφορα κοινωνικά ζητήματα, όπως το φυλετικό (του χρώματος), της «αναπηρίας», της ομοφυλοφιλίας, της πολιτισμικής διαφορετικότητας, το στοιχείο επίσης του μεταμοντερνισμού και γενικότερα τους σύγχρονους προβληματισμούς όσο αφορά την τέχνη (που έφτασαν βέβαια στην Ελλάδα κάποιες δεκαετίες αργότερα).
Και οι τέσσερις φίλοι είναι εξαιρετικοί, με την έννοια της εξαίρεσης, προσωπικότητες πολυτάλαντες και μοναδικές, και απίστευτα διαφορετικοί μεταξύ τους. Με ακραίες αντιθέσεις ως προς την καταγωγή και την οικονομική κατάσταση, γνωρίζονται από τα φοιτητικά χρόνια και συνδέονται με ποικίλους τρόπους, οι δεσμοί όμως σταδιακά γίνονται άρρηκτοι. Παρακολουθούμε τις συναισθηματικές τους σχέσεις μέχρι τα μέσα περίπου της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Εφόσον, κατά τον Τζουντ, «η ζωή είναι τρομακτική» εξ ορισμού, όλοι- ο Μάλκομ με τα σπίτια του, ο Γουίλεμ με τις φιλενάδες του, ο Τζέι Μπι με τις μπογιές του, αυτός με τα ξυράφια του- αναζητούσαν παρηγοριά, κάτι ολοδικό τους, κάτι που να αντιστέκεται στη φρικτή απεραντοσύνη, την απιθανότητα, του κόσμου, των αμείλικτων δευτερολέπτων του, των λεπτών του, των ημερών του.    
Ο Γουίλεμ, σουηδικής καταγωγής, λευκός και γοητευτικός, γιος ραντσιέρη (για καποιο λόγο κατώτερο κοινωνικό στάτους),  ο λιγότερο φιλόδοξος και ο πιο φτωχός μετά τον Τζουντ, δούλευε αρχικά ως σερβιτόρος, στη συνέχεια ως βοηθός δασκάλου σε παιδιά με ειδικές ανάγκες και τέλος έκανε καριέρα ως ηθοποιός με μεγάλες επιτυχίες. Είναι ψυχικά γενναιόδωρος, καλόβολος και καλόβουλος, βαθιά τραυματισμένος από τον θάνατο το μικρού του αδερφού και τη σχετική αδιαφορία των γονιών του (ήθελε να ουρλιάξει στους γονείς του, να τους χτυπήσει, να τους αποσπάσει κάτι –ένα μικρό ξέσπασμα θρήνου, μια ρωγμή στην αυτοκυριαρχία τους, μια αναγνώριση ότι κάτι μεγάλο είχε συμβεί, ότι με τον θάνατο του Χέμινγκ είχαν χάσει κάτι απαραίτητο και ζωτικό για τη ζωή τους.
Ο Τζέι Μπι μάυρος, χοντρός, ομοφυλόφιλος και μάλλον από την πιο ευκατάστατη οικογένεια καλο/κακομαθημένος παρόλο που/επειδή  είναι ορφανός από πατέρα από τα τρία του χρόνια. Ο πιο φιλόδοξος, ο πιο αδίστακτος, ο πιο αψύς. Όσο σποδάζει δουλεύει ως ρεσεψιονίστ αλλά γρήγορα αναδεικνύεται το καλλιτεχνικό του ταλέντο στα εικαστικά. Κατά τη συγκατοίκησή του με άλλους τρεις καλλιτέχνες παίρνουμε μια ιδέα των αισθητικών ανησυχιών της εποχής (π.χ.:  ο Τζέι Μπι είχε βρει έναν τρόπο να πάρει στη στροφή τον Μάλκομ, γιατί ενώ ο Μάλκομ ανακάλυπτε τη μεταμοντέρνα ταυτότητα, ο Τζέι Μπι ανακάλυπτε την περφόρμανς αρτ (η ταυτότητα ως Τέχνη: Επιτελεστικές Μεταμορφώσεις και το Σύγχρονο Σώμα). Ο Τζέι Μπι επηρεάστηκε τόσο από την εικαστικό Λι Λοζάνο που είχε σταματήσει να… μιλά σε γυναίκες, αρχικά για ένα μήνα και μετά για ολόκληρη τη ζωή της, που αποφάσισε, στα πλαίσια κάποιας εργασίας του, να πάψει να μιλά στους λευκούς! Επομένως, θα σταματούσε να μιλά στον Γουίλεμ και θα μείωνε τις συζητήσεις του με τον Μάλκομ κατά το ήμισυ. Επειδή η φυλή του Τζουντ ήταν απροσδιόριστη, θα συνέχιζε να του μιλάει, μα μόνο με γρίφους και κοάν του Ζεν (!).
Ο Μάλκομ είναι ο μόνος που νιώθει δυσφορία για το χρώμα του. Παρόλο που καταλαβαίνει ότι το «μαύρο» (όχι πολύ σκούρο) χρώμα του πατέρα του είχε επισκιαστεί από άλλα πιο σημαντικά ζητήματα όπως ο πλούτος ή η επιφάνεια της μητέρας του στους λογοτεχνικούς κύκλους (η Νέα Υόρκη όπου κατοικούσαν ο Μάλκομ και η οικογένειά του ήταν μια Νέα Υόρκη χωρισμένη όχι σύμφωνα με τη φυλή αλλά σύμφωνα με τη φορολογική κλίμακα), νιώθει αμηχανία ως προς την ταυτότητά του: η φυλή ήταν πάντα μια δοκιμασία για τον Μάλκομ, μα στο δεύτερο έτος είχε πέσει πάνω σε κάτι που του φάνηκε εξαιρετική υπεκφυγή: δεν ήταν μαύρος∙ ήταν μετα-μαύρος (!)/αυτή η εξήγηση δεν έπεισε κανέναν, πόσο μάλλον τον Τζέι Μπι, τον οποίο ο Μάλκομ άρχισε να σκέφτεται ως προ- μαύρο, λες και η μαύρη ταυτότητα, σαν τη νιρβάνα, ήταν μια ιδανική κατάσταση στην οποία διαρκώς προσπαθούσε να φτάσει. Ο Μάλκομ είναι μάλλον και ο πιο ανασφαλής ως προς τις σεξουαλικές του σχέσεις και ως προς το μέλλον του, γιατί έχουν φιλοδοξίες για κείνον οι γονείς του, γιατί νιώθει ότι πρέπει να εκπληρώσει τις δικές τους προσδοκίες.  Στην πορεία όμως, δουλεύει ως αρχιτέκτονας με μεγάλες επιτυχίες, φαντασία, μεράκι  και οικονομική επιφάνεια.
Τέλος ο Τζουντ, ο «μετάνθρωπος» κατά τον  Τζέι Μπι, άτομο πολύ προικισμένο με πολλές δεξιότητες (γλώσσες, πιάνο, μαγειρική, οικιακή οικονομία, οπωροκηπευτικά, υδραυλικά κλπ), πανέξυπνος δικηγόρος, όμως με πολύ σοβαρά νευρολογικά και κινητικά προβλήματα, για τον οποίο η συγγραφέας λέει λίγα στις 100 πρώτες σελίδες, στη συνέχεια όμως όλο το βιβλίο περιστρέφεται βασικά γύρω από τη μυστηριώδη του προσωπικότητα. Τόσο φτωχός και με τόσο απροσπέλαστο παρελθόν που δυσκολεύονται να τον  κατανοήσουν ακόμα και οι φίλοι (το σακίδιο με το οποίο είχε έρθει ο Τζουντ στο κολέγιο, περιείχε, κυριολεκτικά, όλα του τα υπάρχοντα). Δύο πρώτα περιστατικά επιτείνουν  την περιέργεια γύρω απ’ το πρόσωπό του: ένα πολύ βαθύ κόψιμο που οδηγεί στο νοσοκομείο -και είναι η αφορμή για να μάθουμε, και μεις κι ο τότε συγκάτοικός του, ο Γουίλεμ, ότι «κόβεται» μόνος του, - αυτοτραυματίζεται δηλαδή με βαθιές χαρακιές-, και μία τρομερά παράτολμη επιχείρηση/ριφιφί την οποία αναλαμβάνει ο Τζουντ παρά τα κινητικά του προβλήματα, για να μπορέσουν να μπουν στο κλειδωμένο σπίτι.  
Οι τέσσερις φίλοι (αλλά κυρίως ο περισσότερο ευαίσθητος Γουίλεμ που κατοικεί μαζί του από παλιά και νιώθει το συναίσθημα ευθύνης), δεν ρωτούν καν για τα περασμένα βιώματα του Τζουντ, εφόσον ξέρουν ότι η απάντηση που θα πάρουν είναι είτε αόριστη, είτε αρνητική (ο Γουίλεμ πρόσεχε πάντα να μην πολυδείχνει πως ενδιαφερόταν να εξερευνήσει αυτό το πολυδαίδαλο ερμάρι όπου είχε κλειστεί ο Τζουντ). Ωστόσο η σιωπή του δεν μένει για πολύ καιρό απαρατήρητη, κι έτσι ο καυστικός Τζέι Μπι, δεν χάνει ευκαιρία να σχολιάσει: «πρέπει να είσαι τόσο αυθεντικά ακατηγοριοποίητος, που οι κανονικοί όροι της ταυτότητας να μην ισχύουν καν για σένα/σαν τον Τζούντι από δω: ποτέ δεν τον βλέπουμε με κανέναν, δεν ξέρουμε τη φυλή του, δεν ξέρουμε τίποτα γι αυτόν. Μετα-σεξουαλικός, μετα-φυλετικός, μετα-ταυτοτικός, μετα-παρελθοντικός. Του χαμογέλασε, ίσως για να δείξει ότι εν μέρει τουλάχιστον αστειευόταν. «Ο μετάνθρωπος. Τζουντ ο μετάνθρωπος».
Από τη σελίδα λοιπόν 120 περίπου, που αντιλαμβανόμαστε ότι ένα τρομακτικό μυστήριο κρύβει ο Τζουντ παρακολουθούμε με αυξανόμενη αγωνία τις κινήσεις του, τις κινήσεις των φίλων, του προσωπικού του γιατρού Άντι, τις εσωτερικές σκέψεις του Τζουντ, όσες μας επιτρέπει βέβαια η συγγραφέας (σε γ΄ ενικό πάντως). Ενώ εκείνος υπεκφεύγει λέγοντας τη μισή αλήθεια, ότι πρόκειτο για τροχαίο στα δεκαπέντε του, αλλά οι αναγνώστες ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι πολύ τρομερότερο από πίσω. Βλέπουμε ότι Τζουντ τρέφει περισσότερη προσωπική εμπιστοσύνη προς τον Γουίλεμ, ενώ αποφεύγει τον Τζέι Μπι, που δεν είναι τυχαίο ότι τον φοβάται. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Τζέι Μπι είναι ο πρώτος που τον πιέζει (όλοι μας θέλουμε να μάθουμε γιατί δε μας είχες πει ποτέ τι έπαθαν τα πόδια σου). Ως  πιο παρορμητικός και επιθετικός, εκμεταλλεύεται εικαστικά την ιδιαιτερότητα του Τζουντ παραβιάζοντας τις υποσχέσεις του, και είναι κι αυτός που μετά από ένα φοβερό επεισόδιο προσβλητικό και ταπεινωτικό για τον Τζουντ,  ο Τζουντ δεν του ξαναμίλησε για πολύ καιρό και ο Γουίλεμ για ακόμα περισσότερο.
Η συγγραφέας πολύ έντεχνα κάνει χρονικές αναδρομές και μας αποκαλύπτει κομμάτια του φρικτού παρελθόντος του Τζουντ, που δυσκολευόμαστε μεν να συνθέσουμε αλλά δημιουργούν  συμ-πάθεια και πολύ έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη: αποτροπιασμού, άγχους, αγωνίας για το πώς θα μάθουν και πώς θα αντιδράσουν οι φίλοι απέναντι στο επαίσχυντο παρελθόν, αγωνίας για το «αν θα τα καταφέρει». Ο αναγνώστης φρικάρει γιατί όχι μόνο περιγράφεται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες  η απίστευτη κακοποίηση -σεξουαλική και όχι μόνο- που υπέστη από πολύ μικρό παιδί ο  πεντάρφανος Τζουντ, αλλά και οι θυελλώδεις αυτοκαταστροφικές τάσεις που έχει στο «σήμερα», που είναι ενήλικας, πετυχημένος και πολύ αγαπητός. Ο Τζουντ υποφέρει όχι μόνο λόγω των φρικιαστικών αναμνήσεων και βασανισμών που έχουν αφήσει στο σώμα του τρομακτικά σημάδια, αλλά  -ίσως- κι από έντονα ενοχικά συναισθήματα, νιώθει τον εαυτό του ανήμπορο, ανίκανο και σιχαμερό.  Η έλλειψη αυτο-αγάπης και αυτο-εκτίμησης που νιώθει, γιατί δεν μπορεί να νιώσει κάτι άλλο, είναι και ο λόγος που είναι κλεισμένος σαν στρείδι και δεν μπορεί να ανοίξει τον εαυτό του σε ανθρώπους που έχουν αποδείξει πάμπολλες φορές ότι τον αγαπούν με γενναιοδωρία και ανιδιοτέλεια. Γιατί απλούστατα νιώθει τόσο αηδιαστικός, που δεν μπορεί να πιστέψει ένα μέλλον στο οποίο κάποιος μπορεί πράγματι να τον ήθελε για πάντα. Κι όταν περνά κάποια κρίση, άγχους ή απόρριψης, κόβεται ή αυτοτιμωρείται (κάποια στιγμή έβαλε και φωτιά στο χέρι του!), γιατί, όπως εκμυστηρεύεται στον Χάρολντ: μερικές φορές νιώθω τόσο απαίσια, ή ντρέπομαι τόσο πολύ, που θέλω να σωματοποιήσω αυτό που νιώθω. Και μερικές φορές είναι επειδή νιώθω τόσο πολλά  πράγματα και θέλω να μη νιώθω τίποτα απολύτως – με βοηθά να τα διώξω. Και μερικές φορές είναι επειδή νιώθω ευτυχισμένος, και πρέπει να μου υπενθυμίσω ότι δεν θα έπρεπε/το έχω ανάγκη γιατί με βοηθά να ελέγχω τη ζωή μου. Και αλλού: ήταν μια μορφή τιμωρίας μα και εξαγνισμού, του επέτρεπε να αποβάλλει καθετί τοξικό και χαλασμένο από μέσα του.
Γιατί, βέβαια, είναι παράξενο που ενώ μέχρι τα 15 του χρόνια συναντά όλο ανθρώπους-τέρατα που φέρονται όχι μόνο απαίσια αλλά με φρικτό σαδισμό, ταπεινώνοντάς τον με όσους τρόπους μπορεί άνθρωπος να ταπεινώσει άλλον άνθρωπο, στη συνέχεια όμως η μοίρα κάνει στροφή 180ο: του δίνεται η δυνατότητα να σπουδάσει, να ανέλθει κοινωνικά αλλά κυρίως, συναντά ανθρώπους που του συμπαραστέκονται με μια ανθρωπιά απαράμιλλη. Και βέβαια είναι οι φίλοι του, πρώτος πρώτος ο Γουίλεμ και στη συνέχεια ο Μάλκομ (που ως αρχιτέκτονας του φτιάχνει ένα «παλάτι» προσαρμοσμένο σε κάθε λεπτομέρεια στις κινητικές του ανάγκες, και μάλιστα με την προοπτική ότι θα χειροτερεύσει η κατάστασή του), ο καθηγητής του Χάροντ με τη γυναίκα του Τζούλια που, άναυδοι μπροστά στην εξυπνάδα του Τζουντ  τον… υιοθετούν, ο απίστευτα δοτικός και με κατανόηση προσωπικός του γιατρός  Άντι που τρέχει άπειρες φορές μέσα στα μεσάνυχτα για να τον εισαγάγει στο νοσοκομείο κ.α. Ακόμα και ο Τζέι Μπι αναδιπλώνεται, και δείχνει ειλικρινή μεταμέλεια και αφοσίωση. Αλλά και άλλοι άνθρωποι, πιο δευτερεύοντες στη ζωή του φέρονται άψογα, με ενσυναίσθηση και ανθρωπιά. Παρόλ’ αυτά, ο Τζουντ δεν εμπιστεύεται πλήρως κανέναν, ούτε καν τον θετό του πατέρα που με τόσο τακτ προσπαθεί να τον καταλάβει.
Ο Τζουντ,  αν και υποτροπιάζει πολύ συχνά (αποπειράται μάλιστα να δώσει τέλος στη ζωή του, λίγο αφότου καταστρέφει άθελά του μια κούπα που ανήκε στο νεκρό γιο του Χάρολντ -ο οποίος Χάρολντ αντιδρά κι αυτός υποδειγματικά, όπως όλοι όσοι τον περιτριγυρίζουν), φαίνεται ωστόσο να ξεπερνά  διάφορες δοκιμασίες στις σχέσεις του με τον κοινωνικό περίγυρο. Η σωματική του κακοποίηση όμως είναι τέτοια που δεν μπορεί ποτέ να ελπίσει για βελτίωση. Οι προσπάθειες που κάνει είναι πράγματι συγκινητικές, μάλιστα προχωρά και σε ερωτική σχέση  δοκιμάζοντας να αφυπνίσει το σεξουαλικό, κατεστραμμένο ένστικτο. Η οικτρή αποτυχία του με τον Κέιλεμπ δημιουργεί νέα τραύματα (μια αγέλη ύαινες), από τα οποία δύσκολα μπορεί να συνέλθει, και αφού η αυτοκαταστροφική μανία γίνεται αρρώστια, μέσα στη θύελλα της παραίτησης από τη ζωή, έρχεται από το εξωτερικό… ο Γουίλεμ. Η μεγάλη αγάπη. Η προσέγγιση των δυο περιγράφεται αριστουργηματικά, οι αλλεπάλληλες  προσπάθειες του Γουίλεμ (χωρίς άμεσο αποτέλεσμα) να εμπιστευτεί επιτέλους ο Τζουντ τον εαυτό του είναι λεπτές, με δεξιοτεχνικές κινήσεις χειρουργού («Γουίλεμ» είπε ο Μαξ «έχεις σχέση, σοβαρή σχέση, μ’ έναν άντρα. Αυτός είναι ο ορισμός της ομοφυλοφιλίας». «Δεν έχω σχέση με άντρα», είπε, και καταλάβαινε πόσο παράδοξα ακούγονταν τα λόγια του, «έχω σχέση με τον Τζουντ».  
Μια νέα φάση αρχίζει για τη ζωή και των δύο, μια νέα αρχή, μια νέα δοκιμασία. Έντονα και πλούσια συναισθήματα εναλλάσσονται με μικρές και μεγάλες κρίσεις. Είναι τα «χρόνια της ευτυχίας». Η άπειρη αγάπη, φροντίδα και προσοχή του Γουίλεμ κάνει τον Τζουντ να ανοίξει χώρο στο παρελθόν του. Μαθαίνουμε και μεις ότι υπήρχε «μια ακριβής στιγμή» στην οποία τα πράγματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν τόσο στραβά∙ μια στιγμή απ’ όπου ξεκίνησαν όλα (ήταν τότε που επέτρεψε στον εαυτό του να τον μπάσουν μέσα, που εγκατέλειψε τα πάντα για ν’ ακολουθήσει τον αδελφό Λουκ. Εκείνη ήταν η στιγμή. Και μετά απ’ αυτήν, τίποτα δεν ήταν εντάξει πια). Υπήρξε κι ένα ακραίο «περιστατικό», όπου όλα μάλλον τελείωσαν για να αρχίσει νέα φάση στη ζωή του Τζουντ, τότε, στα 15 του.
Μετά τη μέση του βιβλίου που αρχίζουν πιο συστηματικά οι αναδρομές στο φρικιαστικό αυτό κομμάτι της ζωής του, αρχίζει και ο αναστοχασμός. Ή μάλλον, ο τρόπος που βρίσκει κάθε φορά ο Τζουντ να χειρίζεται  τις αναμνήσεις του (οι αναμνήσεις ξεγλιστρούσαν, παρόλ αυτά). Μπορεί επιτέλους να αρχίσει να βλέπει τα γεγονότα, να τα αντέχει και να αναρωτιέται γι αυτά (γιατί επιμένει να θυμάται και να ξαναβλέπει γεγονότα που συνέβησαν τόσο παλιά; Γιατί να μη μπορεί απλώς να ευχαριστηθεί το παρόν του; Γιατί να γίνεται πιο ζωηρό –όχι λιγότερο- όσο περισσότερο απομακρύνεται απ’ αυτό;). Όχι ότι λυτρώνεται, όχι ότι παύει να χαρακώνεται (ο Γουίλεμ, απελπισμένος, καταφεύγει στο έσχατο μέσον: χαρακώνεται κι αυτός, μπροστά στον Τζουντ!)κι όχι ότι δεν υπάρχει κρίση και στη σχέση με τον Γουίλεμ, απλώς το νυστέρι έχει πει πια πολύ βαθιά.
Οπωσδήποτε δεν είναι μια συνηθισμένη σχέση, και η συγγραφέας μας οδηγεί βαθιά μέσα και στις πιο απόκρυφες πτυχές της. Γιατί οι ύαινες επιστρέφουν. Ή ίσως η λέξη επιστρέφουν να μην είναι κατάλληλη, επειδή άπαξ και τις έφερε στη ζωή του ο Κέιλεμπ, δεν έφυγαν ποτέ. Τώρα ωστόσο δεν τον κυνηγούν, επειδή ξέρουν ότι δεν χρειάζεται: η ζωή του είναι μια απέραντη σαβάνα, και είναι περικυκλωμένος απ’ αυτές. Έτσι, εκδηλώνεται μια τρομερή κρίση κατά την κορύφωση της οποίας η οργή καίει τον πάντα γενναιόκαρδο Γουίλεμ. Η ανημπόρια του μπροστά στον ερμητικά κλειστό κόσμο του Τζουντ τον αφοπλίζει.
Είναι ένα κομβικό σημείο του βιβλίου αυτό, είναι η χρονική στιγμή που ο Τζουντ τα εκμυστηρεύεται όλα πια, και μαθαίνουμε και μεις, μέσα από ένα ακόμα φλας μπακ, την τελική, φρικαλέα πράξη, το περιστατικό που στοίχισε στον Τζουντ το βασικό πρόβλημα της υγείας του. Είναι και το αποκορύφωμα των χρόνων της ευτυχίας, της συνειδητοποίησης της ευτυχίας γιατί η σχέση των δύο, χωρίς να είναι ανέφελη, φτάνει σε μια γλυκιά αποδοχή (μέρες σαν κι αυτές έμοιαζαν να μην έχουν νύχτες, και αν δεν υπήρχαν νύχτες, δεν υπήρχαν κοψίματα, δεν υπήρχε λύπη, δεν υπήρχε απογοήτευση). Νιώθουν ευγνωμοσύνη για κάθε μέρα που περνά και απολαμβάνουν την ερωτική φιλία, μια φιλία τη οποίας όρος ήταν να μην έχουν μυστικά.  
Δεν τελειώνει εδώ το βιβλίο. Η σωματική πτώση του Τζουντ από ιατρική άποψη είναι αναπόφευκτη(ήξερε ότι ο θάνατός του θα ερχόταν νωρίτερα απ’ ό, τι σχεδίαζε). Οι φίλοι του αλλά και όλα τα άτομα που τόσο γενναιόψυχα τον στηρίζουν  επιστρατεύουν όλες τις ψυχικές και υλικές δυνάμεις για να βοηθήσουν. Είναι πια όλοι ώριμοι άντρες, στη δεκαετία των 50, κατασταλαγμένοι κοινωνικά και ψυχικά.
Οι τελευταίες σελίδες μας επιφυλάσσουν  μια τεράστια ανατροπή που ρίχνει νέο φως και στις σχέσεις των πρωταγωνιστών και στην ψυχική ιδιοσυστασία του Τζουντ, την οποία όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκαλύψω εδώ, μια και ο στόχος μου δεν είναι να δώσω στον αναγνώστη μια περίληψη.
Προσπαθώντας να συνοψίσω σε μια γενικότερη εκτίμηση την εντύπωση που μου άφησε το βιβλίο, θα καταλήξω πάλι σ΄αυτό που έγραψα και στην αρχή: τα συναισθήματα είναι αντιγφατικά, και μπορώ να καταλάβω  την οργή του αναγνώστη στην παρακάτω ανάρτηση https://www.goodreads.com/review/show/1800101402, και όλες οι αδυναμίες  που εντοπίζει μέχρις ένα βαθμό ισχύουν. Όμως, οι ψυχογραφικές λεπτομέρειες σ’ ένα  τόσο δύσκολο θέμα όπως είναι η παιδική κακοποίηση (και δυστυχώς το πρόβλημα είναι υπαρκτό), όπως και στο θέμα της απλής ανοιχτόκαρδης και γενναιόδωρης φιλίας  δημιουργούν τέτοιο ενδιαφέρον και συναρπάζουν τόσο τον αναγνώστη (τουλάχιστον… εμένα αλλά κι άλλους όσο ξέρω), ώστε να μη μπορεί ν’ αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Παραπέμπω και σε  άλλες δυο αναρτήσεις blogger, που φωτίζουν διαφορετικά το βιβλίο: είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και της Αγγέλας Γαβρίλη