Δευτέρα, Νοεμβρίου 15, 2010

Κοντά στην άγρια καρδιά, Κλαρίσε Λισπέκτορ

Είχε διαπιστώσει αίφνης ότι δίψαγε, μια δίψα αρχέγονη και βαθιά.
Ίσως να ήταν η έλλειψη ζωής:
ζούσε λιγότερο απ’ όσο μπορούσε κι η δίψα της μπορεί
και να επιζητούσε πλημμύρες
.

Γοητευμένη, βυθίζω το κορμί μου στο βάθος του πηγαδιού, υποβάλλω ερωτήσεις σε όλες του τις πηγές και υπνοβατώντας τραβάω άλλο δρόμο. Να αναλύσω κάθε στιγμή, να αντιληφθώ τον πυρήνα κάθε στοιχείου από το χρόνο και το διάστημα. Να κατέχω το κάθε λεπτό, η συνείδησή μου να γίνει ένα μαζί τους, σαν λεπτές ίνες σχεδόν αδιόρατες μα δυνατές.
Κι η ζωή; Ακόμα κι έτσι μου διαφεύγει. Άλλος τρόπος να τη συλλάβω θα ήταν να ζήσω. Μα το όνειρο είναι πληρέστερο από την πραγματικότητα, ετούτη με πνίγει στο ασυνείδητο. Στο τέλος της γραφής, τι μετράει πιο πολύ, να ζεις ή να ξέρεις ότι ζεις αυτή τη στιγμή; Λέξεις διαυγέστατες, κρυστάλλινες σταγόνες. Νιώθω την απαστράπτουσα και κρυστάλλινη μορφή να χτυπιέται εντός μου. Μα πού είναι εκείνο που θέλω να πω, πού να’ ναι εκείνο που πρέπει να πω; Φωτίστε με, τα έχω σχεδόν όλα· έχω τo περίγραμμα περιμένοντας την ουσία· (…) Δεν μπορώ να πω τίποτα, ακόμα και αν είμαι στο εσωτερικό της μορφής.

Είναι μοναδική η αίσθηση που προκαλεί το γράψιμο της – Βραζιλιάνας με καταγωγή από την Ουκρανία- περίφημης συγγραφέα Κλαρίσε Λισπέκτορ[1]
Πυκνό και ποιητικό, ενδοσκοπικό σε κάποιες περιπτώσεις και χωρίς φανερή συνοχή. Εσωτερικό. Διαβάζοντας το πρώτο της αυτό βιβλίο, μου ήρθε στη μνήμη συνειρμικά το αντίστοιχα αισθησιακό κι ανατρεπτικό ύφος της Βιρτζίνια Γουλφ και το παραληρηματικό ύφος του Ρεμπώ· και φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο υποκειμενική και αβάσιμη η εντύπωσή μου αυτή, γιατί όπως διάβασα εκ των υστέρων στο εσώφυλλο του βιβλίου «την ονόμασαν θηλυκό Κάφκα, θηλυκό Τζόις, συγγένισσα της Γουλφ και του Μπόρχες, μια ώριμη Ρεμπό αν εκείνος είχε ζήσει κι άλλο, το «alter ego» του Προυστ, Κίρκεγκορ της λογοτεχνίας».

Δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, μια συνηθισμένη αφήγηση. Υπάρχει πλοκή που είναι στοιχειώδης (αρχικά δυσοίωνη για μένα αυτή η προοπτική, επιρρεπής σε φλυαρίες και συναισθηματισμούς), ενώ η αφήγηση -με εσωτερική εστίαση αλλά κυρίως σε γ΄ενικό- είναι σα να καταγράφει όχι αυτά που συμβαίνουν αλλά την εντύπωση, το αποτύπωμα που αφήνουν αυτά στις οξυμένες αισθήσεις της Ζουάνα, της πρωταγωνίστριας. Όπως άλλωστε έχει πει και η ίδια, δεν είναι συγγραφέας αλλά κάποια που διαισθάνεται και μεταφέρει στο χαρτί ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Ο χρόνος δεν είναι ακριβώς γραμμικός, άλλοτε συμπυκνώνεται ασύμμετρα κι άλλοτε απλώνεται σε απέραντης διάρκειας στιγμές (κι αυτό δυσοίωνο). Δεν αναπαριστά γεγονότα αλλά είναι μια φωνή που «μιλά γι’ αυτά» σα να είναι ήδη γνωστά. Αυτή είναι η παγίδα του ύφους που γίνεται η κρυμμένη γοητεία. Παγίδα γιατί δε δημιουργούν οι εικόνες και τα συμβάντα συναισθήματα/σκέψεις στον αναγνώστη, αλλά αυτός τα δέχεται «έτοιμα». Απ’ αυτή την άποψη, είναι πιο κοντά στην ποίηση παρά στο μυθιστόρημα. Γοητεία γιατί, υπερβαίνοντας αυτές τις «δυσοίωνες» συνθήκες, σ’ αυτό το δύσκολο εγχείρημα η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει ένα μοναδικό ύφος: Παραληρηματικά και διεισδυτικά, αισθήματα εικονοποιημένα, στην πορεία τους να γίνουν συνείδηση (π.χ. ο πόνος κουρασμένος σ’ ένα δάκρυ ή Γιατί ήταν εκείνη τόσο καυτή κι ανάλαφρη σαν τον αέρα που βγαίνει απ’ το φούρνο όταν ανοίγεις το πορτάκι;)
Η Ζουάνα
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την ωρίμανση μια κοπέλας, της Ζουάνα. Η Ζουάνα αρχικά παιδί, χωρίς μάνα· τρυφερές μοναχικές παιδικές αναμνήσεις από τον πατέρα που πεθαίνει νωρίς (ένιωσε ότι ο μπαμπάς της είχε πεθάνει με τον ίδιο τρόπο που δε φαίνεται ο βυθός της θάλασσας). Στο σχολείο καταπλήσσει τη δασκάλα με την –ενδεικτική της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής της- ερώτηση «Τι κερδίζουμε όταν είμαστε ευτυχισμένοι;» που επαναλαμβάνεται «ήθελα να μάθω τι συμβαίνει αφού γίνουμε ευτυχισμένοι/ να είμαστε ευτυχισμένοι για να πετύχουμε τι πράγμα;». Στη συμβουλή της δασκάλας να «γράψει σ’ ένα χαρτί την ερώτηση αυτή για να την ξαναδιαβάσει όταν θα’ ναι μεγάλη…
- Μπορεί να σκεφτείς τότε ότι αυτό δεν έχει σημασία, ή τουλάχιστον να διασκεδάσεις με...
- Όχι.
-Τι όχι; Ρώτησε έκπληκτη η δασκάλα.
- Δε μ’ αρέσει να διασκεδάζω.

Η Ζουάνα είναι ένα παράξενο, ιδιόρρυθμο, ατίθασο κορίτσι που μεγαλώνει μόνο, με θείους που δεν την καταλαβαίνουν και σύντομα την κάνουν να νιώθει απόβλητη· δένεται με κάποιον καθηγητή που γίνεται μέντοράς της, ενηλικιώνεται, ελευθερώνεται από τις συμβάσεις, σαγηνεύεται, ερωτεύεται, παντρεύεται, ζηλεύει, χωρίζει. Αυτό είναι όλο. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα είναι ένας υποτυπώδης καμβάς πάνω στον οποίο πραγματώνεται ο ψυχισμός μιας γυναίκας που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ελευθερία, στην άρνηση να δεσμεύει τον εαυτό της σ’ οποιοδήποτε συναίσθημα (φυλακή, ελευθερία. Αυτά είναι τα λόγια που μου έρχονται. Αν και νιώθω πως δεν είναι τα αληθινά, μοναδικά και αναντικατάστατα. Ελευθερία είναι λίγο να πω· κείνο που επιθυμώ δεν έχει ακόμα όνομα), και σ’ ένα αισθησιακό και μυστικιστικό τρόπο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα:

Η ελευθερία που ένιωθε πότε πότε δεν προερχόταν από ξεκάθαρες σκέψεις, μα από μια κατάσταση δημιουργημένη από πράγματα που αντιλαμβανόταν υπερβολικά σωματικά για να διατυπωθούν σε σκέψη.

Η ποίηση· μόνο αυτή η σιωπή είναι η προσευχή μου και δε μπορώ να πω άλλα· είμαι τόσο ευτυχισμένη όταν αισθάνομαι, τόσο, που σιωπώ για να αισθανθώ κι άλλο· στη σιωπή γεννήθηκε μέσα μου ένας ιστός αράχνης, τρυφερός κι ανάερος: αυτή η απαλή έλλειψη κατανόησης της ζωής που μου επιτρέπει να ζω.

Όσα στ’ αλήθεια την ενδιέφεραν περισσότερο δε μπορούσε να τα διηγηθεί.

Προσπαθώ να απομονωθώ για να βρω τη ζωή μέσα στην ίδια τη ζωή. Εντούτοις, στηρίχτηκα πιότερο απ’ ό, τι θα’ πρεπε στο παιχνίδι που διασκεδάζει και παρηγορεί, και σαν απομακρύνομαι απ’ αυτό, βρίσκομαι απότομα απροστάτευτη. Τη στιγμή που κλείνω την πόρτα πίσω μου, αυτόματα αποχωρίζομαι από τα πράγματα. Χαρούμενη και απλή, περιμένω τον ίδιο μου τον εαυτό, περιμένω ότι θα ορθωθώ και θ’ αναδυθώ αληθινή μπρος στα μάτια μου.

Αιωνιότητα δεν ήταν η ποσότητα, απροσμέτρητα μεγάλη που ξοδευόταν, αλλά αιωνιότητα ήταν η διαδοχή. Ξάφνου η Ζουάνα καταλάβαινε ότι η ύψιστη ομορφιά βρισκόταν στη διαδοχή, ότι η κίνηση επεξηγούσε τη μορφή. (…)

Ορισμένες στιγμές μουσικής. Η μουσική εμπίπτει στην ίδια κατηγορία με τη σκέψη· κι οι δυο τους πάλλουν στην ίδια συχνότητα και είδος.

Έχω γυρίσει πίσω στο κορμί. Όταν με συλλαμβάνω εξ απήνης στο βάθος του καθρέφτη τρομάζω. Δεν μπορώ να πιστέψω πως έχω όρια, ότι είμαι περιχαρακωμένη και ορισμένη. Νιώθω διασκορπισμένη στον αέρα, σκέφτομαι στο εσωτερικό των ανθρώπων, ζώντας στα ίδια πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από μένα την ίδια. Όταν με βλέπω στον καθρέφτη, δεν τρομάζω γιατί με βλέπω άσχημη ή ωραία. Ανακαλύπτω τον εαυτό κου με άλλη ποιότητα.

Έτσι, σε αρμονία με την σκεπτικιστική παιδική της στάση απέναντι στην ευτυχία (να είμαστε ευτυχισμένοι για να πετύχουμε τι πράγμα;), ψηλαφεί και αγκαλιάζει με έκσταση όλες τις εκδηλώσεις του εαυτού, χωρίς αγωνία, ενοχή ή ντροπή:
Ναι, ναι, αυτό είναι, να μη δραπετεύω από τον ίδιο μου τον εαυτό, να μη δραπετεύω από τα ελαττώματα μου, η αρνητική μου πλευρά είναι όμορφη και κοίλη σαν άβυσσος.
Και,
Όχι, δεν ήταν ακόμα τόσο εξαντλημένη που να θέλει άνανδρα να προσευχηθεί αντί ν’ ανακαλύψει τον πόνο, να τον υπομείνει, να τον κατακτήσει στο ακέραιο για να γνωρίσει όλα του τα μυστήρια…
Κι αυτό, γιατί όπως γράφει αλλού,
Δεν έχουμε άλλο τρόπο να υπάρξουμε από το να είμαστε αυτό που είμαστε.


Είναι αναγκαίο να διαθέτει κανείς ορισμένο βαθμό τύφλωσης για να μπορέσει ν’ ανακαλύψει μερικά πράγματα. Ίσως αυτό να είναι και το σημάδι του καλλιτέχνη. Οποιοσδήποτε μπορούσε να γνωρίζει περισσότερα και να εκλογικεύει ασφαλώς, ακολουθώντας την αλήθεια. Αλλά ακριβώς αυτά τα πράγματα διαφεύγουν απ’ το εκτυφλωτικό φως. Στο σκοτάδι ξαναφωσφορίζουν.

Ο μυστικιστικός τρόπος να αντιλαμβάνεται τα πάντα αντανακλά σε κάθε στιγμή, δίνει και ρευστότητα σε όλα. Θυμίζει ζεν/ταό/ ανατολική φιλοσοφία η απροσδιοριστία στην οποία καταφεύγει η προσπάθεια της Ζουάνα να διασώσει το ανείπωτο, να βυθιστεί στη στιγμή και να αποφύγει τους σταθερούς προσδιορισμούς. Έχει συνείδηση αυτής της ρευστότητας, καθώς και της απόστασης που χωρίζει τα συναισθήματα από τα λόγια : γνωρίζω την απόσταση που χωρίζει τα συναισθήματα από τις λέξεις.

Ο Οτάβιου

Όμως, αυτή της η τάση ανακόπτεται όταν «αποφασίζει» να αγαπήσει (Δεν μπορούσε ν’ αρνείται πλέον …τι; Το φωτεινό κέντρο των πραγμάτων, η επιβεβαίωση που κοιμόταν κάτω απ’ όλα, η αρμονία που υπήρχε κάτω απ’ ό, τι δεν καταλάβαινε). Γιατί στην αγάπη μπαίνει η δοκιμασία της ελευθερίας. Πόσο μπορεί κάποιος να είναι ελεύθερος όταν δένεται απ’ τον πόθο, τον έρωτα, τη ζήλεια, το φόβο;
Η μουσική γραφή όμως της Λισπέκτορ επιτρέπει πολλές αναγνώσεις. Ο ποιητικός λόγος επιτρέπει τη συνύπαρξη πολλών σημασιών στις πολλές φωνές που ακούγονται. Δεν υπάρχει γραμμικότητα, αλλά μια αισθησιακή, σωματική σχέση με όλες τις εκφάνσεις της αγάπης, και μάλιστα σε διάσπαρτα κεφάλαια, όχι με γραμμική σειρά. Ο Οτάβιου εμφανίζεται στο βιβλίο από το δεύτερο ήδη κεφάλαιο, αλλά η σχέση φανερώνεται σταδιακά, μ’ όλες τις αντιθέσεις που διακατέχουν την έξαρση, τον, έρωτα, τη ζήλεια, το φόβο, τον αισθησιασμό.
Ο γάμος της είναι μια απόφαση που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη γιατί δε συμβαδίζει με την προσωπικότητά της. Είναι μάλλον κάτι ήρεμο και αβίαστο, σαν παιχνίδι (πώς να συνδεθεί μ’ έναν άνδρα αν δεν του επιτρέψει να τη δέσει; Πώς να εμποδίσει να ξεδιπλώσει εκείνος πάνω στο σώμα και την ψυχή της τους τέσσερις τοίχους του; Υπάρχει τρόπος να έχει τα πράγματα χωρίς να την κατέχουν τα πράγματα;). Πολύ αδρά διαγράφεται ένας κύκλος: στην αρχή το σώμα αφυπνίζεται, παρασέρνει κάθε βούληση, γίνεται ανάλαφρο αεράκι (καθένα απ’ τα κύτταρά της άνοιγε ανθίζοντας/ η μοναδική αλήθεια μεταβλήθηκε σ’ εκείνη την τρυφερότητα όπου βυθιζόταν). Έπειτα έρχεται η μεστότητα, η πληρότητα, την οποία κάποια στιγμή διαδέχεται η κούραση (το να ξέρει πως εκείνος υπάρχει της στερούσε την ελευθερία της και ούτε η ελευθερία να είναι δυστυχισμένη δεν διατηρείται, γιατί ακυρώνεται όταν είσαι με κάποιον άλλον)


Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη σκόπιμη αυτοδέσμευση της Ζουάνα με τον Οτάβιου. Πάλι με αισθησιακό τρόπο η πρωταγωνίστρια συνειδητοποιεί ότι «αυτό το ζωντανό πλάσμα ήταν δικό της». Κατά τη γνώμη μου είναι από τα αδύναμα σημεία του βιβλίου. Αλλά φαίνεται ότι ούτε κι η Ζουάνα δε μπορεί να αντέξει αυτή τη σύμβαση. Έτσι, η σχέση δε διαρκεί πολύ (τον αγαπάω, αλλά ποτέ δεν ξέρω τι να κάνω με τα πράγματα και τους ανθρώπους που αγαπάω, καταντάν να με βαραίνουν, αυτό μου συνέβαινε από παιδί). Η επικοινωνία τους είναι ιδιαίτερη παρόλο που υπάρχει παράλληλα μια άλλη γυναίκα, τη Λίντια, που μάλιστα μένει έγκυος από τον Οτάβιου, (κάνω περισσότερο από το να σε καταλαβαίνω, σε αγαπάω) καθώς και κάποιος άλλος –ανώνυμος- άντρας. Βέβαια αυτά δε δίνονται σαν ρομάντζο, αλλά αντιστικτικά, τα συναισθήματα, τα «αποτυπώματα» όπως είπαμε των γεγονότων στις ψυχές των πρωταγωνιστών.
Κορυφαία είναι η σκηνή της συνάντησης των δυο «αντίζηλων» γυναικών όπου η ζήλεια απλώνει τα πλοκάμια της και στοιχειώνει την ηρωίδα, μεταστοιχειώνεται σε καλοσύνη, συχώρεση, οργή, αδιαφορία, δοτικότητα κλπ. και ακολουθεί η συμφιλίωση, η φυγή και η σταδιακή απελευθέρωση της Ζουάνα.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ("το ταξίδι") τη βλέπουμε λυτρωμένη πια, και παρακολουθούμε ένα «παραλήρημα», ένα εσωτερικό μονόλογο όπου το α΄ενικό εναλάσσεται με το γ΄ενικο χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι κι όπου όλα όσα προηγήθηκαν συγχωνεύονται σε ένα ποιητικό, πολυφωνικό κείμενο, χωρίς αρχή, μέση, τέλος:
Απομακρυνόταν από κείνη την περιοχή όπου τα πράγματα είχαν μορφή καθορισμένη κι αιχμηρή, όπου όλα είχαν ένα αμετάβλητο όνομα.

Είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός ότι μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα έγραψε το 1944 ένα τόσο τολμηρό (από κάθε άποψη) έργο. Τολμηρό στο περιεχόμενο (γυναικεία ψυχή αδέσμευτη, συνύπαρξη δυο γυναικών με τον ίδιο άντρα, παραβίαση όλων των ηθικών κανόνων αποδοχή και υπέρβαση των αντιθέσεων,) αλλά και στη γλώσσα, στο ύφος όπου σπάει κάθε σύμβαση. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ θεωρήθηκε η κυριότερη εκπρόσωπος της «γενιάς του ‘45» (της τρίτης περιόδου του μοντερνισμού και κατ’ άλλους πρώτης του μετα μοντερνισμού), που παρουσιάζει αναλογίες με την ελληνική «γενιά του ‘30», ιδιαίτερα ως προς τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Αξίζει να αναφερθώ στην εξαιρετική μετάφραση της Αμαλίας Ρούβαλη )δεδομένου του βαθμού δυσκολίας της ποιητικής γραφής της συγγραφέα).
Κλείνω αντιγράφοντας κάποια πολύ αξιόλογα αποσπάσματα από το Επίμετρο της μεταφράστριας:
Η αποσπασματική και κατακερματισμένη αφήγηση δεν προκαλεί προβλήματα ροής στην αφήγηση και στην ανέλιξη της πρωτογενούς πλοκής ούτε και στην κατανόηση του λόγου που αρθρώνεται. Το θέμα της γραφής της είναι πως ούτε καν δημιουργεί καινούριες λέξεις, απλά χρησιμοποιεί έτσι τις υπάρχουσες που ωθεί τη γλώσσα στα όριά της ως εργαλείο της ανθρώπινης έκφρασης, προκαλώντας αισθητικό νεωτερισμό.

Ίσως το αποτέλεσμα να είναι κάποτε ποιητικό, η πρόθεση όμως δεν είναι καθόλου αυτή («ποτέ δεν αποδέχτηκα τα ρόλο του επαγγελματία συγγραφέα, είμαι ερασιτέχνης. Η υποχρέωσή μου να γράφω είναι δέσμευση απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Γράφω για να σωθώ/όταν γραφω ζω») Η Κλαρίσε Λισπέκτορ γράφει απλά, γράφουν στο χαρτί τα συναισθήματα και οι αισθήσεις της συγγραφέα εκ μέρους της, αλλά αυτό το καινούριο που κομίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία του 20ου αι. είναι ότι φτάνει στα όριά του τον διαισθητικό τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο ον (ιδιαίτερα μια γυναίκα) συλλαμβάνει το σύμπαν και τον εαυτό του/της μέσα σ’ αυτό με κύριο εργαλείο τη γλώσσα, ωθώντας την και αυτήν στο όριό της. Το να εξετάζει κανείς το έργο της Λισπέκτορ είναι σα να εξετάζει τα όρια της γλώσσας.
[1] Θεωρείται ότι τον τίτλο δανείστηκε από το μυθιστόρημα του Τ. Τζόις (από το επίμετρο της μεταφράστριας Αμαλίας Ρούβαλη, )

Χριστίνα Παπαγγελή