Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2021

Ο καιρός των ρόδων, Πάνος Ιωαννίδης

Το ευτύχημα για μένα και τους ανθρώπους της γενιάς μου
που γυρεύουμε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο
είναι ότι ζήσαμε, έστω και με περικοπές αν θες,
στον καιρό των ρόδων.
     Με το τρίτο αυτό, πολύ αξιόλογο, νουάρ μυθιστόρημα ο νεαρός Δραμινός συγγραφέας -και αγαπητός φίλος- καταξιώνεται και παγιώνεται ως ο αντιπροσωπευτικότερος εκπρόσωπος του είδους στην Ελλάδα, όσο αφορά τουλάχιστον τη σύγχρονη εποχή. Μετά «Τα μωρά της Αθηνάς» και το «Ο χορός της μέλισσας», ο γνώριμός μας πια, και πολύ συμπαθής ντετέκτιβ Πέτρος Ριβέρης μπλέκεται σε μια καινούρια υπόθεση όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και η κοινωνικοοικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Έτσι, σε δεύτερο επίπεδο, πέρα από τη συναρπαστική και θυελλώδη πλοκή, έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα -μια διάσταση που βέβαια ενυπάρχει στα καλά νουάρ μυθιστορήματα. Και μάλιστα τοποθετημένο στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, εποχή των μνημονίων, της φτωχοποίησης, της ανεργίας και των πολιτικών αδιέξοδων μπροστά στον ανερχόμενο «άγριο καπιταλισμό».
     Η επίλυση του μυστηρίου δεν περιστρέφεται αυτή τη φορά γύρω από έναν προαναγγελθέντα φόνο, αλλά γύρω από μια αινιγματική εξαφάνιση. Στη Θεσσαλονίκη, σε υπαίθριο ακτιβιστικό πάρτι αντίστασης στα capital controls και στο τρίτο μνημόνιο, εξαφανίζεται η Ιφιγένεια Ρούσσου, μέλος της αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας «Ροδάνθη», ενώ εμφανίζονται -προφανώς για αντιπερισπασμό- μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος τρία… ελάφια. Ο εμπρόθετος συμβολισμός είναι ολοφάνερος, ένα μήνυμα που χτυπάει συναγερμό στα μέλη της ομάδας αλλά κυρίως τον σύντροφο της Ιφιγένειας, τον Κύρο, που προσλαμβάνει τον Ριβέρη με πρωταρχικό σκοπό να βρει και να φέρει πίσω την Ιφιγένεια ζωντανή.  
     Με τον γνώριμο και πολύ ελκυστικό τρόπο γραφής, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τα πρόσωπα που μπλέκονται σ’ αυτό το γαϊτανάκι που οδήγησε στην εξαφάνιση της Ιφιγένειας. Οι δυναμικές που εκφράζουν τα πρόσωπα και οι ομάδες στις οποίες ανήκουν εκφράζουν άμεσα και τις τάσεις της εποχής μας: στο ένα άκρο βρίσκονται ομάδες -συνήθως νεαρών- αντιεξουσιαστών, με όνειρο και όραμα να αλλάξουν τον κόσμο ξεσκεπάζοντας τα κακώς κείμενα, κι απ’ την άλλη όχθη οι «ισχυροί» του χρήματος (και όχι μόνο) που ελέγχουν την οικονομία και την παραοικονομία, μέσα από ένα δίκτυο εξαρτήσεων και «εξυπηρετήσεων».
     Αρχικά ο Ριβέρης προσεγγίζει τα μέλη της αυτόνομης συλλογικότητας «Ροδάνθη» (αντιεξουσιαστές, της ευρύτερης-εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), που αρχικός σκοπός της ήταν «η δημιουργία πρόσφορων συνθηκών για την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και την εδραίωση εναλλακτικών μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» (προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν κήπο με ρόδα μέσα στην πόλη. Τη Ροδάνθη, δηλαδή. Έναν κήπο που θα ήταν η αρχή και για άλλους αντίστοιχους γιατί πιστέψαμε ότι είχε έρθει ο καιρός τους). Έχοντας κάνει κατάληψη στον πανέμορφο νεοκλασικό χώρο της Βίλα Μπεναρόγια[1] από το 2014, οργάνωσαν όντως έναν κύκλο «εμπράγματης ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών», και εναλλακτικών πολιτιστικών δράσεων (θέατρα, προβολές, συλλογική κουζίνα κλπ). Γρήγορα όμως εσωτερικές διαφωνίες δίχασαν την αρχική ομάδα σε πιο «σκληροπυρηνικούς» (μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η Ιφιγένεια) και τους «ρεφορμιστές», που ήταν και η πλειοψηφία, και που ήθελε τον μετασχηματισμό της συλλογικότητας σε Κοινωνική και Συνεταιριστική Επιχείρηση. Στη διάλυση αυτή έπαιξε ρόλο και η δίωξη των καταληψιών ως παράνομων, αλλά και ο εμπρησμός του κτιρίου από ακροδεξιούς.
     Οι ιδεολογικές διαφορές μέσα στον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο, που πολλές φορές εκδηλώνονται κάτω από την πίεση των κοινωνικών συνθηκών, εκφράζονται πολύ γλαφυρά μέσα από τους διαλόγους, καθώς ο Ριβέρης ξεκινά να μαζέψει στοιχεία και πληροφορίες. Έχει πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώστη γιατί είναι μια πτυχή που αντικαθρεφτίζει απόλυτα κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας. Από τη μια μεριά λοιπόν είναι οι υπερασπιστές της συνεχούς κινηματικής δράσης όπως ο Αχιλλέας Σαμαρείτης και η Ιφιγένεια (η Ιφιγένεια διαβιώνει εκεί όπου η αυτοοργάνωση και η συλλογικότητα κάνουν ό, τι μπορούν για να καλύψουν τα κενά που δημιουργεί η εξουσία όταν αψηφά τον άνθρωπο/πιστεύει στη βιωματική καθημερινή επανάσταση). Ενώ οι άλλοι δυο από τα ιδρυτικά μέλη της συλλογικότητας με τους οποίους έρχεται σε επαφή ο Ριβέρης, είναι πιο μετριοπαθείς (ορθώς η αριστερά συνθηκολόγησε), και είναι αυτοί που θα συναινέσουν στο να γίνει η Ροδάνθη συνεταιριστική επιχείρηση, δηλαδή από «ελευθεριακός αυτόνομος πολιτικός χώρος» να μετατραπεί σε «έναν συνεταιρισμό που θα πουλάει και θα αγοράζει». Είναι αυτοί, τους οποίους εκφράζουν τα λόγια της Κασσιανής: «το ζήτημα είναι να δημιουργείς κοινωνικά χρήσιμες εκροές για τους πολλούς με ό, τι έχεις στα χέρια σου, όχι να καταστρέφεις ό,τι μπορείς για να δημιουργήσεις έναν τέλειο κόσμο όταν η γη γίνει κόκκινη». Δέχονται λοιπόν την «εκχώρηση» να αποκτήσει η Ροδάνθη νομικό πρόσωπο, επιλέγοντας την προστασία και την ασφάλεια, κι επιδιώκοντας να αποκτήσει η Ροδάνθη κυρίως πολιτιστικό προσανατολισμό (συνεργατικό καφενείο και βιβλιοπωλείο).
     Ο Ριβέρης όχι μόνο ακούει αλλά και κατανοεί βαθιά, όντας άλλωστε κι ο ίδιος στο παρελθόν -ως φοιτητής- ενεργό μέλος στον αντιεξουσιαστικό χώρο, έχοντας κι ο ίδιος προσδοκίες για έναν κόσμο καλύτερο όπου δεν μπορείς να «κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια», και -στα πιο πρόσφατα χρόνια- βλέποντας στη σύγχρονη κοινωνία την «οικονομική και κοινωνική παρακμή» που τον έφερε να ψηφίσει «όχι» σε ένα σύστημα που θρέφει τους λίγους από τις σάρκες των πολλών. Είναι άλλωστε γνωστή η αντισυμβατική δράση του (απ’ τις προηγούμενες υποθέσεις), και δεν είναι τυχαίο που ο σύντροφος της Ιφιγένειας, Κύρος Σταματίου, ανέτρεξε σε κείνον. Έχοντας λοιπόν τη σχετική εμπειρία, κατάλαβε αμέσως ότι οι λόγοι της απαγωγής είναι πολιτικοί.
     Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι οι ριζοσπάστες της Ροδάνθης, Ιφιγένεια και Αχιλλέας, έχουν στοιχεία που μπορούν να τινάξουν στον αέρα τους συντηρητικούς/ακροδεξιούς οικονομικούς κύκλους, κύκλους που κυριαρχούν κι ασκούν εξουσία, καθώς απλώνουν τα πλοκάμια τους στα νοικοκυριά των φοβισμένων ανθρώπων∙ εκείνων που, πιο αδύναμοι οικονομικά, ζητούν ασφάλεια, ενίσχυση και προστασία. Στον αντίποδα επομένως των δυναμικών κινηματιών που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο είναι «οι κρατούντες», που στην περίπτωσή μας εκπροσωπούνται από δυο αλληλοεξαρτώμενα συστήματα (το «παλιό» και το «νέο»), δυο κυκλώματα πατρωνίας: τους Στουδίτες και τη Uniform. Συμπληρωματικά, ιδρύθηκε απ’ τους ίδιους η ΜΚΟ «Σόλιδος», που εγκαταστάθηκε στη Βίλα Μπελαρόγια (αφού, όπως είπαμε, κάηκε από τους φασίστες) και άρχισε να λειτουργεί ως «οργάνωση φιλανθρωπικών δράσεων και πολιτιστικών περιηγήσεων στην πόλη», αλλά ουσιαστικά ως βιτρίνα, δηλαδή ως «πλυντήριο» του κύκλου αυτού «προστασίας».
     Οι Στουδίτες ήταν μια «βυζαντινή» αδελφότητα που πήρε το όνομά της από τον «μεγάλο αδερφό Θεόδωρο Στουδίτη»[2] και θεωρητικά είχε σκοπό την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά στην ουσία παρείχε («πουλούσε») προστασία στους αδύναμους οικονομικά («κυρίως στα απολωλότα πρόβατα») που γίνονται όλο και περισσότεροι καθώς επιδεινώνεται η κρίση, φυαικά με πλούσια ανταλλάγματα. Πρόκειτο για μια «φατρία» πατρωνίας που όχι μόνο ως δομή θυμίζει τα αντίστοιχα κυκλώματα της ρωμαϊκής/βυζαντινής εποχής, αλλά οργανώθηκε με κώδικες βυζαντινούς, ιεραρχία και ιδιότητες (επαγγέλματα) παρμένα από τη βυζαντινή εποχή (π.χ. πριμηκήριος, σακελλάριος) κλπ. Υπήρχαν βέβαια και οι «πάτρωνες» και οι «πελάτες» -οι προστατευόμενοι-, κι αυτοί κωδικοποιημένοι πίσω από βυζαντινές ιδιότητες. Στη συνέχεια, καθώς οι Στουδίτες διχάστηκαν, τα ίδια σχεδόν πρόσωπα κράτησαν την ίδια δομή και ίδρυσαν τη Uniform (ανώνυμη επιχείρηση), «εταιρία ανάληψης και διενέργειας οικονομικών μελετάν για δημόσια και ιδιωτικά έργα και ενίσχυσης ελεύθερων επαγγελματιών μέσω προγραμμάτων», όπως πληροφορεί τον Ριβέρη ο παλιός του γνώριμος (και δικός μας από τον «Χορό της Μέλισσας»), Ανδρέας Γεωργιάδης. Προ κρίσης μελετούσαν έργα και βοηθούσαν στην ένταξή τους σε προγράμματα παίρνοντας φυσικά μίζες, συνεχίζοντας δηλαδή το έργο των Στουδιτών) και μετά την κρίση ξεκίνησαν να πουλάνε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, π.χ. παράγωγα, ομόλογα, διαχείριση χρεών, στοιχήματα κλπ. με εκβιασμούς και μαύρα κέρδη (Το μοντέλο της βυζαντινής πατρωνίας του θύμισε και το σύστημα της πρόνοιας που είχε εφαρμοστεί στο Βυζάντιο). 
     Όταν πέφτουν στα χέρια της Ροδάνθης τα στοιχεία αυτά (καταχωρημένα τα μέλη του πατρωνικού κυκλώματος και του πελατειακού, όχι με ονόματα αλλά με τους αριθμούς των ΑΜΚΑ), πάλι διαμορφώθηκαν δυο απόψεις μέσα στη συλλογικότητα: η πιο ριζοσπαστική («πόλεμος»), και η πιο μετριοπαθής («περιμένουμε»). Η ουσία όμως είναι ότι οι νεαροί οραματιστές άρχισαν να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί το σύστημα, πέρα από πολιτική, πέρα από κυβερνήσεις (πέρα από την ανακάλυψη του κυκλώματος, το ενδιαφέρον στοιχείο για μας ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα μέρος του οικονομικού συστήματος. Από τη μια μας μιλούσαν για δημιουργική καταστροφή λόγω της κρίσης, με σκοπό την εκκαθάριση των αγορών από περιττά στοιχεία ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικότερα. Και από την άλλη, βλέπαμε μια μαφία να ελέγχει μέρος της τοπικής οικονομίας).
     Αυτό είναι το μεγάλο σκηνικό μέσα στο οποίο ξετυλίγεται το κουβάρι του μυστηρίου. Αλλά εφόσον μιλάμε για σκηνικό, δεν πρέπει να παραλείψουμε τον σπουδαίο σκηνογραφικό ρόλο που παίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία μας οδηγεί βήμα βήμα ο συγγραφέας (κυρίως μέσα από τη ματιά του Πέτρου Ριβέρη) όχι μόνο με περιγραφική δεινότητα (ενταγμένη στην πλοκή) αλλά με ζωντάνια που μας μεταφέρει τον παλμό, δηλαδή τη ζωή της πόλης, την πορεία από το παρελθόν στο παρόν (το ιστορικό γίγνεσθαι), την κοινωνική ζωή, δηλαδή την «ανθρωπογεωγραφία»- της πόλης, και τις μικροϊστορίες που περικλείει. Οι γνωστοί και άγνωστοι δρόμοι της πόλης, τα στενά της, οι λόφοι της, το κάστρο, τα δρομάκια, οι «δωδεκαώροφες», η παλιά πόλη, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έρευνα του Πέτρου Ριβέρη, καθώς εξαπολύεται το «κυνηγητό» των υπόπτων. Άλλωστε κι όλη αυτή η «βυζαντινολογία» στην οποία ο ντετέκτιβ βουλιάζει προκειμένου να βγάλει άκρη (τίτλοι όπως κοντόσταυλος, κουβουκλάρια, ρεφενδάριος, τιτουλάριος κλπ) παραπέμπουν στο βυζαντινό παρελθόν, που βρίσκεται στα θεμέλια της ιστορικής Θεσσαλονίκης.
     Παράλληλα όμως με το εικονογραφικό σκηνικό, έχουμε πινελιές κι από ένα ολόκληρο δίκτυο από τραγούδια, πίνακες, αγαπημένους τίτλους ή αποσπάσματα βιβλίων, συνταγές, ακόμα και ποιήματα που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα των ηρώων, χουντικών, συντηρητικών, ριζοσπαστών ή αριστερών, γυναικών ή αντρών, ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους.
     Τα πρόσωπα που εμπλέκονται είναι πολλά, και η εμπλοκή τους αυτή γίνεται με τέτοιον τρόπο που ψυχογραφούνται κιόλας, έχουμε δηλαδή τις περισότερες φορές μπροστά μας ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Η σκιαγράφησή τους γίνεται με αναφορές στις κοινωνικές τους καταβολές, στην οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, έτσι ώστε δημιουργείται εντέλει ένα δυναμικό ψηφιδωτό που απεικονίζει την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, και όχι μόνο∙ απηχεί όλη την κοινωνία της κρίσης, του 21ου αι. Κι έχουμε τύπους χαρακτηριστικούς ή ιδιαίτερους και από τις δύο «όχθες», μέσα σε μια γκάμα από αναρχοαριστερούς μέχρι ακραίους χουντοβασιλικούς. Κάποιοι είναι και έμπιστοι φίλοι του Ριβέρη, γνώριμοι στους αναγνώστες από τις προηγούμενες υποθέσεις, όπως ο Ρουσέτος (απολαμβάνουμε κουλτουριάρικες ατάκες) ο Κορμοράνος, και ο Αντρέας Γεωργιάδης (κάτω από την κυβερνητική εξουσία δρα συνήθως η εθιμική εξουσία, η οποία είναι πολύ πιο πραγματική, πολύ πιο ισχυρή). Μέσα από τους διαλόγους μαθαίνουμε τις σκέψεις του Ριβέρη και το πόσο έχει προχωρήσει η έρευνά του.
     Αξίζει μέσα από τα πολλά πρόσωπα να ξεχωρίσουμε και τον κομβικό Επιμενίδη που ήταν ψευδομάρτυρας στον «χορό των μελισσών» (για την ακρίβεια αρχηγός δικτύου!). Άνθρωπος της πιάτσας, εκπροσωπεί απόλυτα το «βαθύ κράτος» με κεφάλαια από ενεχυροδανειστήριο-φάντασμα που δεν «φαίνονται» πουθενά, απέκτησε δύναμη με εκβιασμούς και λαμογιές. «Γέννημα θρέμμα μιας ετεροτοπίας» -του υπόκοσμου και τη φυλακής-, με τη μετέπειτα θέση του στους Στουδίτες ως ρεφενδάριου (εκείνος που μετέφερε τα αιτήματα του λαού στον αυτοκράτορα, στο βυζάντιο), κρατά τα κλειδιά της υπόθεσης και παίζει βασικό παιχνίδι στην επικοινωνία των δυο διαφορετικών κόσμων.
     Ένα κλειδί ακόμα στην υπόθεση είναι και η «κουβουκλάρια», που στη βυζαντινή ορολογία σημαίνει καμαριέρα. Η συμπαθής και συναισθηματική Τάνια, αναγκασμένη λόγω οικονομικών να αξιοποιήσει τα θέλγητρά της ως… πόρνη πολυτελείας, διεισδύει στον μηχανισμό και δίνει πολύτιμες πληροφορίες (φροντίζει μεταξύ άλλων για το συμμάζεμα αξιόπιστων οίκων γνωρίζοντας και ικανοποιώντας τις ορμές των αντρών).
     Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε και υπάρχει λόγος να αποκαλυφθούν σ αυτήν την ανάρτηση όλα τα μικρά και μεγάλα μυστικά του Ριβέρη, που αποδεικνύεται αδίστακτος (μεταμφιέζεται, εκτελεί «μία από τις πιο επικίνδυνες αποστολές του», ρισκάρει την ίδια του τη ζωή), τον βγάζουν από τον λαβύρινθο και οδηγούν την υπόθεση σε αξιοπρεπή -και όχι τόσο αναμενόμενη- λύση. Να επισημάνω μόνο ότι υπάρχουν κάποια «κλειδιά» που παραπέμπουν ελαφρώς στο απίστευτο (αλλά όχι στο απίθανο), όπως ο ρόλος των ταξιδιωτικών περιστεριών, οι ευρηματικές κρυψώνες και τα κωδικοποιημένα μηνύματα, που είναι βέβαια συνήθη σε αστυνομικά και σε νουάρ και δίνουν τον πικάντικο χαρακτήρα που κάνει το είδος αξιολάτρευτο.
     Επίσης, το πολύ αριστοτεχνικά δομημένο έργο με τους πολύ παραστατικούς διαλόγους χαρακτηρίζεται κι από μια άλλη αρετή: η πλοκή περιστρέφεται κάθε φορά γύρω από ερωτήματα/απορίες που απασχολούν τον Ριβέρη όπως και τον αναγνώστη, και είναι συνεχή και αλλεπάλληλα (δηλ. όταν δίνεται απάντηση στο ένα, εγείρεται ένα άλλο) π.χ. πώς έμαθαν οι Στουδίτες/Uniform τις προθέσεις της Ιφιγένειας και οδηγήθηκαν στην απαγωγή της; Πώς με τη σειρά τους πληροφορήθηκαν τα μέλη της Ροδάνθης τα στοιχεία των πατρώνων και των πελατών; Τι νόημα είχαν τα ελάφια; Που κρατείται η Ιφιγένεια, αν είναι ζωντανή; Και κυρίως, γιατί χρησιμοποιήθηκαν οι βυζαντινές ιδιότητες από τους Στουδίτες και τη Uniform; (αξίζει να παραθέσουμε μιαν απάντηση: γιατί η άρχουσα τάξη θέλει πάντα να προσδίδει ένα ιστορικό κύρος και μια μεταφυσική διάσταση στην πρακτική της εκμετάλλευσης στην οποία επιδίδεται).
     Το στοιχείο όμως που προσωπικά περισσότερο με γοήτευσε, γι’ αυτό το αφήνω για την παράγραφο- κατακλείδα- είναι ο ίδιος ο Ριβέρης. Εξακολουθεί να ψυχογραφείται και να βαθαίνει η γνώση μας γι’ αυτόν, και σ αυτό διαφέρει από τα συνήθη νουάρ αστυνομικά: δεν είναι απλώς ένας συμπαθής «τύπος», δηλαδή με τυπικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος, ή μάλλον εν εξελίξει∙ πανέξυπνος, όχι μόνο με την ευφυΐα των λογικών εξισώσεων, αλλά με συναισθηματική ευφυΐα, αυτό που λέμε τελευταία «ενσυναίσθηση»∙ παίρνει υπόψη την ψυχολογία των εμπλεκομένων για να ξετυλίξει το κουβάρι, για την οποία ψυχολογία ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας υποψιάσει, σε χρόνο ανύποπτο∙ με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, με τις δικές του αντιφάσεις, τη δική του αίσθηση του «χρέους», με τα δικά του «ρήγματα».
     «Ρήγματα» ονομάζει ο συγγραφέας τις «ρωγμές» της ζωής του Πέτρου Ριβέρη, σταθμούς πυκνών βιωμάτων που καθόρισαν τις συντεταγμένες του χαρακτήρα του, (όπως π.χ. η απώλεια των γονιών σε πολύ μικρή ηλικία), που αποδίδονται με πιο λυρικό τρόπο και μάλιστα σε β΄ενικό, σαν προσωπική εξομολόγηση. Τρία «ρήγματα» που παρατίθενται στην αρχή, και τρία στις τελευταίες σελίδες, σχεδόν σε κυκλικό σχήμα, βουτιές κυριολεκτικές και μεταφορικές στο παρελθόν, αλλά και στον συναισθηματικό κόσμο π.χ. η Θεσσαλονίκη ξανοίγεται στο βλέμμα σου, ίδια γυναίκα που την έμαθαν να ντύνεται στα γκρίζα, ενώ η καρδιά της είναι γεμάτη χρώματα/η χαρά ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, κάτω απ’ αυτή που σε μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά/πάντοτε πίστευες ότι το προσωπικό δεν παύει να είναι και πολιτικό. Κι όταν στο τέλος παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αναζητά τα όρια όχι μόνο τα δικά του (να συναντήσει στους ιστούς της -της Θεσσαλονίκης-όλα αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει σε διάφορες περιόδους της ζωής του, να ισορροπήσει πάνω στα οστά της τις αντιφατικές γωνίες θέασης που του επιφύλασσε η πολυδιάστατη ζωή. Να ζήσει τον δικό του καιρό των ρόδων), αλλά και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και αλήθειας, βάζοντας τη συνείδησή του πάνω απ’ όλα, γιατί «ήδη το έχεις μάθει» ότι
η πραγματικότητα μπορεί να κρύψει και την αυθεντικότερη αλήθεια,
γιατί,
η αλήθεια και η πραγματικότητα έχουν συχνά αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τους.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Εβραίος πολιτικός του σοσιαλιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη, αρχές του 20ου αι., ιδρυτικό μέλος της σοσιαλιτικής Φεντερασιόν
[2] Βυζαντινός μοναχός και ηγούμενος στη μονή Στουδίου (759-826), υπερασπιστής των εικόνων στην πεερίοδο της εικονομαχίας

Παρασκευή, Οκτωβρίου 22, 2021

Μικρές αυτοκρατορίες, Mutatti/ Ένας αποχαιρετισμός, Χρήστος Αστερίου

Ένα σημείο ένα σημείο.
Και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια.
Άξιον εστί, Οδ. Ελύτη
     Η «ανάγκη επαναμάγευσης» είναι που οδηγεί τον 76χρονο ήρωα και αφηγητή αυτής της νουβέλας σε μια «βουτιά» στο παρελθόν, με διάθεση να ξαναζωντανέψει μια περιθωριακή ή μάλλον περιφερειακή παράμετρο της Ιστορίας (με μεγάλο γιώτα): την γέννηση, ακμή και παρακμή της επιχείρησης Muratti, μιας ιστορικής καπνοβιομηχανίας που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα από τον Βασίλη (Μπασίλ) Μουράτογλου, εξαπλώθηκε με υποκαταστήματα σε Ξάνθη, Καβάλα, Σαμψούντα αλλά και Μάντσεστερ, Βερολίνο, Βρυξέλλες και άφησε ελάχιστα ίχνη στο σήμερα, παρόλο που άγγιξε την Ιστορία όλου σχεδόν του 20ου αι. Η εμβάθυνση λοιπόν σε «ένα σημείο», όπως γράφει και ο Οδυσσέας Ελύτης, μπορεί να γίνει το κλειδί για την κατανόηση της ρευστότητας του χωροχρόνου. Η «μικροϊστορία» γίνεται μονοπάτι που οδηγεί στην προσέγγιση της «μεγάλης» Ιστορίας, και της διαδρομής μας μέσα σ’ αυτήν (στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν).
     Ο μοναχικός ήρωας, χήρος, με έναν γιο -παντρεμένο με παιδιά- που ανησυχεί για τον πατέρα του, με διάγνωση καρκίνου εδώ και δυο χρόνια, δραπετεύει από τη ρουτίνα της ζωής στο Βερολίνο όπου κατοικεί, κάνοντας στροφή στον εσωτερικό του κόσμο (κάποιο αόρατο χέρι λες και με τραβάει με βία από έναν προσωπικό παράδεισο). Λάτρης ο ίδιος του απαγορευμένου πια καπνού, αναζητά την πορεία της καπνοβιομηχανίας Muratti μέσα από αρχεία , ψάχνει εγκυκλοπαίδειες, ανασύρει φωτογραφίες (τις οποίες σχολιάζει σημειολογικά –έχουμε μάλιστα την τύχη να τις μοιράζεται με τους αναγνώστες στις σελίδες του βιβλίου), άρθρα περιοδικών, κάρτες, διαφημίσεις∙ παραθέτει συλλογισμούς ώστε να αναπαραστήσει την ιστορία της επιχείρησης αλλά και τη ζωή των ανθρώπων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την διαφορετική «αυτοκρατορία». Πρόκειται για έναν κόσμο συρρικνωμένο μέσα σ’ ένα κουτί, πίσω από τα μυστικά ελάχιστων ιχνοστοιχείων.
     Οι ιστορικές αναφορές είναι αναπόφευκτες… Οθωμανική αυτοκρατορία, μονοπώλια καπνού, ίχνη ελληνικής συνείδησης (οι δυο γιοι του Οθωμανού ιδρυτή λέγονται Δημοσθένης και Σοφοκλής), Μπελ Επόκ, Α΄Παγκόσμιος, Μεσοπόλεμος, Γ΄Ράιχ∙ κτίρια ιστορικά που ο ηλικιωμένος αφηγητής μας επισκέπτεται σκαλίζοντας το «ενταφιασμένο» παρελθόν τους, ή έστω τα σημεία της πόλης που είναι φορτισμένα με «τρομερές αναμνήσεις», όπως ο σταθμός της Φριντρχστράσε (εκεί στοιβάζονταν οι Βερολινέζοι Εβραίοι πριν τον εκτοπισμό τους). Για τη Γερμανική αυτοκρατορία του Α΄Παγκόσμιου, το μονοπώλιο καπνού -που δίνει τότε στο κράτος το σημαντικότερο έσοδο- κλονίζει την αξιοπιστία του Muratti, που αναγκάζεται να υπερτονίσει την οθωμανική του καταγωγή (χωρίς αγγλοαμερικανικά κεφάλαια!).
     Η βιωματική προσέγγιση του νεκρού παρελθόντος γίνεται και με επιστολές του ήρωα που απευθύνονται στον Σοφοκλή Μουράτογλου (αρκούν μικρές μετατοπίσεις για να σμίξει κανείς ανθρώπους που δεν έζησαν μαζί, πρωταγωνιστές και κομπάρσους, για να ξαναγράψει αλλιώς την Ιστορία), ο οποίος πεθαίνει όμως στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου και η αυτοκρατορία περιέρχεται στους Αρμένιους αδερφούς Ιμπλικτσιάν. Ο αφηγητής μας αποφασίζει να «γνωρίσει» και τον άλλο αδερφό, τον Δημοσθένη , ή μάλλον να έρθει σε επαφή με τα ίχνη του (τα αρχεία είναι οι αποθήκες του παρελθόντος), αποτολμώντας ένα ταξίδι στο Μάντσεστερ. Ο Δημοσθένης Muratti στις αρχές του 20ου αι. ήταν χορηγός σ’ έναν από τους σπουδαιότερους ποδηλατικούς αγώνες της πόλης (το κάπνισμα συνδέεται με τη σωματική άσκηση(!)). Τα ελάχιστα στοιχεία που έχει στα χέρια του ο ήρωας (άρθρο για απολύσεις, φωτογραφίες, μια καταγγελία για απομίμηση, πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με έπαθλο Muratti, μέχρι τουλάχιστον το 1944) τα συμπληρώνει η φαντασία, που αναπαριστά λογοτεχνικά σκηνές από τη ζωή του αγαπημένου… τσιγάρου. Η ιστορία της επιχείρησης φθίνει μετά τον Β΄Παγκόσμιο για να κλείσει οριστικά το 1976. Ένα νήμα από καπνό διασχίζει τους αιώνες, φιδοσέρνεται από τη μία άκρη της ηπείρου ως την άλλη, μου φουσκώνει τα πνευμόνια.
     Το παρόν διατηρεί ζωντανά στοιχεία του παρελθόντος όσο υπάρχει η μνήμη, και η μνήμη είναι μια ασυνείδητη ίσως προσπάθεια αντίστασης στον τρόμο της λήθης. Γιατί, όπως λέει κι ο συγγραφέας, 
δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι (…), είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας, σαν τοπόσημα θανάτου.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2021

Όσα απέμειναν από τους εραστές, Αλέξανδρος Κάσσης

Αφού δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου,
καλό είναι που προσπαθείς να τον ανακαλύψεις
     Μια έντονη ερωτική ιστορία της σύγχρονης καθημερινότητας, δοσμένη με αρκετά πρωτότυπο τρόπο από τον νεαρό συγγραφέα. Μια σύντομη ιστορία, που κράτησε έξι μήνες αλλά άφησε και στους δυο σημάδια ανεξίτηλα και όπου, όπως υποβάλλει και ο τίτλος, το παρελθόν είναι ζωντανό κι επίμονο, κι αναζητά να βγει στην επιφάνεια. Έτσι, όταν ο Μιχάλης και η Αλεξάνδρα συναντιούνται το 2015 στο Παρίσι μετά από 11 χρόνια πλήρους αποστασιοποίησης, αναθυμούνται το πρωτόγνωρο πάθος που τους έφερε κοντά όταν ήταν ακόμα φοιτητές, και αναστοχάζονται βήμα βήμα κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή συναισθήματος που τους ένωσε και τους χώρισε, από την απόσταση της διαφορετικής ηλικίας, των διαφορετικών βιωμάτων, του διαφορετικού χωροχρόνου.
     Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της γραφής: με αλλεπάλληλα φλας μπακ μεταφερόμαστε από το καλοκαίρι του 2004 στις 8 Νοεμβρίου του 2011, ημερομηνία κατά την οποία οι δυο πρώην εραστές ξανασυναντιούνται "για ένα ποτό" και αναφερόμενοι στα γεγονότα, μιλάνε για το τότε και το τώρα, για το «αν» και το «εφόσον», για τις παράξενες δυναμικές που μας καθορίζουν τη ζωή, συνειδητά ή υποσυνείδητα.
     Παρόλο που ο αφηγητής είναι «παντογνώστης» -παρόλο που υπερισχύει, δηλαδή, το αποστασιοποιημένο γ΄ενικό-, η ζωντάνια των διαλόγων υποκαθιστά τη συναισθηματική συμμετοχή που συνήθως έχουμε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και δίνει το περίγραμμα της «πλοκής». Είναι φανερό επίσης, ότι στην αφήγηση κυριαρχεί η οπτική του Μιχάλη, που άλλωστε φαίνεται και ο πιο ευάλωτος στη σχέση∙ είναι αυτός που κεραυνοβολήθηκε από την περαστική Αλεξάνδρα στο μετρό, αυτός που κίνησε γη και ουρανό για να συναντηθούν, αυτός που ένιωθε λίγο τον χρόνο που περνούσαν μαζί, αυτός που δεν θα επέλεγε τον χωρισμό, κι αυτός που βαθιά μέσα του παρουσιάζεται να θέλει να ξανασμίξουν. Η σημερινή Αλεξάνδρα του εξομολογείται ότι «κάποια στιγμή ξεφούσκωσε η λαχτάρα της να βρεθούν. Αυτό το απροσδιόριστο που σε απογειώνει…». Αυτό το «κάτι», το άπιαστο, για το οποίο ο σοφότερος, σημερινός Μιχάλης απαντά «μα αν έχεις καταφέρει να έχεις τη μαγεία της στιγμής, έχεις κατακτήσει και τη μαγεία της ζωής». Είναι άλλωστε και ο πιο συμπαθής, όχι μόνο γιατί είναι ευάλωτος αλλά γιατί παραδέχεται πιο άμεσα τα συναισθήματά του –η γυναικεία ψυχολογία στην περίπτωση της Αλεξάνδρας εκφράζεται με κάποια «αυτοσυγκράτηση» που εκφράζεται από την πρώτη ερωτική συνεύρεση (η κλασική αίσθηση της γυναίκας ότι ο άντρας «βιάζεται») κι επιβεβαιώνεται ρητά στο τέλος, που η ίδια παραδέχεται ότι η επιμονή της να ανέβει μόνο για ένα ποτό ήταν «κλασική γυναικεία τακτική» (λες ότι δεν θες κάτι, αλλά στην πραγματικότητα το θες).
     Με τον υπεραναλυτικό και αναστοχαστικό διάλογο, όπου διακρίνουμε ψήγματα ωρίμανσης, (π.χ. έχει αποδειχτεί ούτως ή άλλως ότι σε μια σχέση δεν αγαπούν και οι δυο με τον ίδιο τρόπο), οι δύο φίλοι-εραστές καθώς ξανασμίγουν, ολοκληρώνουν τον ανεκπλήρωτο, λειψό κύκλο που τους άφησε η ανάμνηση της σχέσης τους.
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2021

Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν, Mahi Binebine

     Η πείνα απλώνει τα πλοκάμια της, σφίγγει τους λαιμούς μέχρι την ασφυξία, αλλά δεν σκοτώνει το Σίντι Μουμέν, γιατί οι άνθρωποι μοιράζονται το λίγο που έχουν. Γιατί ορκίστηκαν πίστη στην κοινή τους απόγνωση. Αύριο θα είναι η σειρά κάποιου. Μεθαύριο κάποιου άλλου. Η ρόδα γυρίζει τόσο γρήγορα. Στο λίγο ή στο τίποτα υπάρχουν μόνο ψίχουλα που παίρνει το παραμικρό φύσημα αέρα.
     
     Χωρίς αμφιβολία, είναι ένα απ’ τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί πάνω στο θέμα της ισλαμικής τρομοκρατίας, του φονταμενταλιστικού κινήματος[1] που επιτάσσει την τιμωρία των απίστων (των χριστιανών), με θάνατο αθώων μέσω «αυτοθυσίας». Και είναι απ’ τα καλύτερα απ’ την άποψη ότι μπαίνουμε βαθιά στην καρδιά της ψυχολογίας των νεαρών που δέχονται με απίστευτη αυταπάρνηση τη σκληραγώγηση και την μύηση σε μια τόσο σκοτεινή και αδιέξοδη αποστολή, θεωρώντας τους εαυτούς τους ήρωες. 
     Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής Μωχ, που τον φωνάζουν όμως Γιασίν όπως τον διάσημο τερματοφύλακα -ίνδαλμα των παιδιών της αλάνας όπου παίζουν ποδόσφαιρο-, έζησε με την οικογένειά του στο Σίντι Μουμέν, σ’ έναν «δημόσιο» σκουπιδότοπο με χωματερή μιας «ανύπαρκτης» γειτονιάς της Καζαμπλάνκα ∙ εννιά αγόρια και οι γονείς μέσα σε δυο δωμάτια (14 γέννες έκανε η βερβερικής καταγωγής Γιέμμα, η μητέρα του(!)), σε μια πόλη γεμάτη «ευρηματικές κατασκευές από κατσαρολικά» για κεραίες, σe γειτονιά όπου κυριαρχεί η σαπίλα, ο θάνατος, οι τρωγλοδύτες, οι μύγες, τα κουνούπια. Σ’ αυτά τα «σιχαμερά ερείπια» ο Γιασίν, τα αδέρφια του κι οι φίλοι τους έστησαν τα παιδικά τους χρόνια, γεμάτα έντονες αναμνήσεις (δεν ντρέπομαι να σας ομολογήσω ότι μου’ τυχε να είμαι χαρούμενος πάνω στα σκουπίδια αυτού του καταραμένου κοπρόλακκου, ναι, ήμουν ευτυχισμένος στο Σίντι Μουμέν, στον τόπο μου). Σ’ αυτόν τον τόπο όπου ο «θάνατος είναι πανταχού παρών».
     Όπως μας πληροφορεί ήδη από την δεύτερη σελίδα: «δεν έχω την παραμικρή νοσταλγία των δεκαοχτώ βασανισμένων χρόνων της δύσκολης ζωής που μου δόθηκε να ζήσω», επομένως «δεν λυπάται που τέλειωσε», προοικονομώντας ότι έχει ήδη πεθάνει, έχει ήδη "θυσιαστεί" και μας μιλά το πνεύμα του εκ των υστέρων (το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχω καταντήσει μια οντότητα και –για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα που μιλούν εδώ κάτω- θα την ονομάσω συνείδηση: δηλαδή, την ατάραχη απόρροια από μυριάδες καθαρές σκέψεις. Όχι τις σκοτεινές και μίζερες που διέτρεχαν τη μίζερη ύπαρξή μου, αλλά σκέψεις με χίλιες όψεις, τόσο αστραφτερές που πολλές φορές τυφλώνουν). 
     Εκτός από τον θρυλικό ποδοσφαιριστή Γιασίν, ίνδαλμά του είναι και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Χαμίντ, ατρόμητος στη γειτονιά, που «ήξερε να χειρίζεται τις γροθιές» του, ο μόνος που αψηφούσε τους πάντες (ακόμα και την «τελετή» όσφρησης της Γιέμμα που τους απαγόρευε να σκαλίζουν τα σκουπίδια), που είχε κάνει ολόκληρη επιχείρηση με τα απορρίμματα και που δεν δίστασε να σκοτώσει κάποιον και να τον θάψει στη χωματερή όταν υποπτεύτηκε ότι εκείνος προσπαθούσε να βιάσει τον ανυποψίαστο, οκτάχρονο Γιασίν.
     Ο Γιασίν μάς ξεναγεί στον μικρό, κλειστό του κόσμο: στην καθημερινή οδύσσεια της «καθαρής και σχολαστικής» Γιέμμα (Γιέμμα = μάνα στα βερβέρικα) που τους πρόσεχε όπως η κλώσα τα κλωσόπουλά της, στη μοναξιά του πατέρα που γέρασε πριν την ώρα του στα λατομεία, αλλά κυρίως στη δύσκολη ζωή των παιδικών του φίλων, τόσο ιδιαίτερων και μοναδικών. Ακόμα, ιδιαίτερο λυρικό τόνοστην αφήγησή του έχουν οι σελίδες όπου περιγράφεται η παιδική/εφηβική αγάπη προς την αδερφή του Φουάντ, την Γκισλάν (είχα δικαίωμα κι εγώ στο μερίδιο της ευτυχίας).
     Ο μικρόκοσμος αυτός ξετυλίγεται μέσα από τη «σημερινή» συνείδηση του νεκρού πια ήρωα (όσα σας διηγούμαι εδώ είναι η περίληψη δεκαοχτώ χρόνων σε μια σφηκοφωλιά), ο οποίος αφηγείται έχοντας το «προνόμιο» να παρακολουθεί από μακριά την κηδεία του, των φίλων του και τη δική του, όπου ξεχωρίζει ο σπαραγμός της τραγικής μάνας, της Γιέμμα. Οι «όψιμες» σκέψεις του νεκρού πια ήρωα, έχουν μεν το ανατολίτικο μεταφυσικό στοιχείο αλλά και μια ιδιαίτερη γοητεία (όταν οι ζωντανοί με σκέφτονται, μου ανοίγουν έναν φεγγίτη στον κόσμο τους/διαθέτουμε έναν περιορισμένο αριθμό από σήματα που μ’ αυτά πλησιάζουμε την πορεία κάποιων δικών μας ανθρώπων, φτάνει να κάνουν τον κόπο να μας συλλογιστούν).
     Τα «Αστέρια του Σίντι Μουμέν» λοιπόν, είναι η παρέα αυτή που συσπειρώθηκε γύρω από μια μπάλα σ’ ένα γήπεδο- σκουπιδότοπο. Ο Ναμπίλ, ο πιο στενός φίλος του Γιασίν, όμορφος κι ανοιχτόχρωμος, με μάνα «καλλιτέχνη» (πουτάνα), που σαγηνεύει γνωστούς και άγνωστους με την καλλίπυγο εμφάνισή του∙ ο Φουάντ που πήγαινε σχολείο και του απαγορευόταν η μπάλα, μέχρι που τον έσπασε στο ξύλο ο μουεζίνης πατέρας του και ξαναγύρισε στο γήπεδο όταν ο πατέρας αρρώστησε με παράλυση∙ ο Αλί, λευκός αλλά πάντα μαύρος ως παιδί καρβουνιάρη, που έκρυβε πίσω από το αληθινό του όνομα (Γιουσέφ) μια απίστευτα πικρή ιστορία∙ ο Χαλίλ, ο κεντρικός αμυντικός, ξεπεσμένος κοινωνικά που κατέληξε λούστρος. Οι πέντε αυτοί φίλοι μαζί με τον μεγάλο αδερφό, τον Χαμίντ , είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, ο καθένας με την προσωπική του οικογενειακή μικροϊστορία, ωστόσο καθώς μεγαλώνουν, πιάνουν δουλειές, γνωρίζονται καλύτερα, φτιάχνουν το στέκι τους, ενώνουν τα ταλέντα τους ενάντια στους κοινούς αντιπάλους (μυθικά παιχνίδια που σχεδόν πάντα τελείωναν σαν μάχες Ρωμαίων μονομάχων) και… ονειρεύονται πίνοντας και καπνίζοντας διάφορα (βρισκόμαστε σ’ ένα κόσμο φανταστικό, μακριά απ’ τη βρόμα, μακριά απ’ τη μιζέρια και τα φαντάσματα που τη στοιχειώνουν. Το μόνο που λογάριαζε ήταν το αόρατο αίσθημα που μας τύλιγε. Ήμαστε οι βασιλιάδες του κόσμου). Αυτοί οι έξι, χωρισμένοι σε δυο ομάδες, είναι που μετά από κάποια κοινά στάδια προετοιμασίας θα βρουν κοινό ηθελημένο θάνατο.
     Τα πρώτα σημάδια της αλλαγής αφορούν τον Χαμίντ, που πρώτος άρχισε να επηρεάζεται από τις διδασκαλίες των καθοδηγητών, να μεταμορφώνεται, να μην ασχολείται τόσο με το ποδόσφαιρο, μέχρι που έφυγε κι απ’ το σπίτι. Στη συνέχεια προτρέπονται και τα υπόλοιπα «αστέρια» να παρακολουθήσουν μαθήματα (κι έτσι άρχισε ο σκοτεινός κατήφορος σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν ο δικός μας. Ένας κόσμος καινούριος όπου σιγά σιγά θα γλιστρούσαμε και στο τέλος θα μας καταβρόχθιζε για τα καλά). Πρόλαβαν βέβαια οι μαθητευόμενοι να γευτούν κάποιες από τις χαρές της ζωής (χαρές του τεχνίτη, έρωτες, πάθη, μέθη κλπ), αλλά καθώς ο αφηγητής περιγράφει τα στάδια της μύησης (πολεμικές τέχνες, αυτοσυγκράτηση, φιγούρες, τεχνικές χειρισμού όπλων, φιλμ, προπαγάνδα κατά του δυτικού πολιτισμού) η κατάσταση για τους έφηβους φίλους γίνεται ιδιαίτερα γοητευτική και ηρωική (κι εμείς θέλαμε να υπερασπιστούμε τους αδύναμους και να εφαρμόσουμε τη δικαιοσύνη).
     Ο πνευματικός καθοδηγητής της ομάδας, Αμπού Ζουμπέιρ, και οι τρεις σύντροφοί του δεν δυσκολεύονται να ενσταλάξουν την πίστη στους νεαρούς μαθητές (ήταν μια νίκη στη μετριότητα της μικρής μα ζωής. Ρουφούσαμε τα λόγια του γιατί μπορούσαμε να τα καταλάβουμε). Νιώθουν περήφανοι, και είναι έτοιμοι για κάθε θυσία. Μαθαίνουν απέξω το Κοράνι, κάνουν αναλύσεις, και πείθονται ότι η Τζιχάντ είναι η μοναδική τους σωτηρία, με τη φωτογραφία του νεκρού αγοριού της Παλαιστίνης στην αγκαλιά του πατέρα του.
     Η αντίστροφη μέτρηση είναι συγκλονιστική. Η τελευταία φορά που βλέπει τους γονείς (όπου ο Χαμίντ προκάλεσε με τα αστεία του ένα «τρελό οικογενειακό γέλιο», η τελευταία φορά με την Γκισλάν. Οι τελετές, οι προσευχές στο βουνό, η κατασκήνωση, το μοναδικό στη ζωή τους ταξίδι με το φορτηγό στο βουνό (οι μέρες που περάσαμε στο βουνό θα μείνουν από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της σύντομης ύπαρξής μου). Ο έρωτας με τον Ναμπίλ. Το τελευταίο σαρανταοκτάωρο. Το τρέμουλο του αδίστακτου Χαμίντ, που φαίνεται να έχει περισσότερη συναίσθηση του τρομακτικού εγχειρήματος (δεν καταλάβαινε γιατί ήμουν τόσο ήρεμος, σχεδόν νηφάλιος. Ψηλά στο σύννεφο που βρισκόμου, αυτό μού φαινόταν σαν παιχνιδι: παιχνίδι ζωής και θανάτου τυλιγμένου με άγνοια). Τα τελευταία γεύματα, οι τελευταίες συγγνώμες, το ζώσιμο με τα εκρηκτικά, το σχέδιο δράσης (προχωρούσα σαν υπνοβάτης. Ήμουν εγώ και συγχρόνως κάποιος άλλος). 
     Από τα λόγια του «μάρτυρα» πλέον Γιασίν διαρρέουν κάποια ίχνη αμφισβήτησης. Ο ίδιος όσο ζούσε αμφέβαλλε για το κατά πόσο ο Αλλά είναι δίκαιος (αλλιώς πώς να δικαιολογήσω την ύπαρξη τόπων σαν το Σίντι Μουμέν), και ως νεκρός αφηγείται ότι η από τη μέρα του θανάτου του «βασανίζεται» γιατί θεωρεί ότι ο Αμπού Ζουμπέιρ «τους κορόιδεψε όταν τους υποσχέθηκε άμεση πρόσβαση στον Παράδεισο». Ο «εκλεκτός», που τον επέλεξε ο θάνατος για να φέρει την ισότητα και τη δικαιοσύνη στον κόσμο, να μη βλέπει πια τα πιτσιρίκια με τα κουρέλια να τρέχουν πίσω από τα φορτηγά με τα σκουπίδια, ως πνεύμα πια τριγυρνά βαρύς στον ουρανό των παιδικών χρόνων, κλαίγοντας, με τον δικό του τρόπο, «περιμένοντας το ξημέρωμα».
Χριστίνα Παπαγγελή 

[1] Δεν γνωρίζω, ούτε αναφέρεται πουθενά στο βιβλίο αν πρόκειται για τον ISIS.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2021

Neverhome, Λερντ Χαντ

Προχώρα. Προχώρα και δες τι έχεις εσύ μέσα σου.
      Δεν μπορεί ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου να μην φέρει στο νου του την «Οδύσσεια», τις περιπέτειες του ήρωα που πολέμησε περνώντας όλα τα φρικτά στάδια του πολέμου, περιπλανήθηκε για να επιστρέψει σπίτι του, και όταν έφτασε στην πατρίδα, στη συγκεκριμένη περίπτωση στο σπίτι, είχε να αντιμετωπίσει άλλου είδους «τέρατα». Είναι μια πιο πρόσφατη Οδύσσεια τοποθετημένη στον Αμερικανικό εμφύλιο (1862-65), μόνο που το πρόσθετο ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο ήρωας είναι ηρωίδα, είναι μια γυναίκα από την Ιντιάνα που αποφασίζει να καταταχτεί εθελοντικά στον στρατό των Βορείων ενάντια στους Νότιους, αφήνοντας στο σπίτι τον πιο αδύναμο κα ασθενικό άντρα της, με τον οποίο έχει άριστες σχέσεις. Κι όπως γράφει και η Βαρβάρα Ρούσσου στην εξαιρετική της παρουσίαση  , σύμφωνα με τον συγγραφέα η μεταμφίεση της Κονστάνς στον Ας Τόμπσον βασίζεται σε «φαινόμενο πραγματικό αφού, σύμφωνα με τις έρευνές του, 500 περίπου γυναίκες έλαβαν μέρος στον πόλεμο μεταμφιεσμένες σε άντρες κινδυνεύοντας με εξευτελιστική τιμωρία ή κατηγορία προδοσίας εγκλεισμό ή θάνατο εάν αποκαλυφθούν. Η συγγραφή μάλιστα του Neverhome βασίστηκε σε βιβλίο που απαρτίστηκε από πραγματικές επιστολές γυναίκας που είχε πολεμήσει ως άντρας»[1].
     Υπάρχει ένα πολύ βαθύ και σκοτεινό κίνητρο που σπρώχνει τη γυναίκα αυτή στα όρια της απόλυτης ατρομησιάς (υποψιαζόμαστε απ’ την αρχή ότι έχει να κάνει με τη φωνή της νεκρής μητέρας), ενώ η ένταξη στο στρατόπεδο την κάνει… «τρομερά ευτυχισμένη», όπως γράφει στο πρώτο γράμμα της στον Βαρθολομαίο. Έχουμε παρόλ’ αυτά ένα φρικτό πόλεμο σώμα με σώμα σχεδόν (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για 19ο αι.), ιδωμένο όχι από τη συνήθη σκοπιά όπως καταγράφεται στην επίσημη ιστορία, ακόμα και στη μέχρι τώρα λογοτεχνία (ίσως όλοι έχουν τους λόγους τους. Για να αφηγηθούν την ιστορία σαν ποίημα, εννοώ, γράφει η ηρωίδα λίγο πριν την επιστροφή της).
     Δεν είναι αυτό που συνήθως αποκαλούμε «γυναικεία ευαισθησία» το συναίσθημα που διαποτίζει όλες τις απίστευτες σκηνές που περιγράφει σε α΄ενικό η αφηγήτρια, καθώς είναι τόσο σκληρή με τον θάνατο που σκορπά η ίδια (ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω), τόσο άσσος στο σημάδι και στο τρέξιμο και τόσο ανθεκτική στις κακουχίες, που ξεπερνά όλους τους άνδρες του τάγματός της, δεν δειλιάζει ποτέ και δεν κάνει πίσω στην πρώτη γραμμή, όταν μπαίνει μέσα στη φωτιά της μάχης. Ξεχωρίζει τόσο για τη γενναιότητά της, που γρήγορα την αποκαλούν «ο γενναίος Ας» και βγάζουν και τραγούδι με τα «ιπποτικά» κατορθώματά του/της (σώζει κάποιον που δεν ήξερε κολύμπι, σώζει μια κοπέλα από ντροπή σκαρφαλώνοντας σε δέντρο κ.α.). Ωστόσο, ενώ η περιγραφή έχει πολλές φορές τον φυσικό «κυνισμό» του ανθρώπου που είναι συνηθισμένος/εθισμένος στη φρίκη (το θέαμα εκείνων των υπέροχων καβαλάρηδων που ορμούσαν καταπάνω μας μέσα απ’ τον καπνό, ήταν στ’ αλήθεια πανέμορφο (!)), διαρρέει μια σπάνιας ποιότητας ευαισθησία (δεν μπορώ να σας πω ακριβώς το γιατί, αλλά αυτή η φράση για το φτερό που πέταξε μακριά για να με βρει, έφερε στη γωνιά του ματιού μου ένα δάκρυ που δεν έφυγε ακόμα κι όταν το σκούπισα).
     Η σκληραγώγηση και η επίπονη προετοιμασία (φτάνεις στο σημείο να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν δεν τα είχες ποτέ φανταστεί: «κηδείες του πενταλέπτου», προχώματα, ορύγματα, λάκκοι, γέφυρες) δίνουν γρήγορα τη θέση τους στη φρίκη όχι μόνο του πολέμου (εκατοντάδες άταφοι νεκροί, πληγωμένοι στα όρια του θανάτου, κ.α.) αλλά και των σημαδιών της σκλαβιάς των μαύρων (πλάι σε μια κατηφοριά στο χωμάτινο πάτωμα, βρήκαμε μια αλυσίδα και ένα ανοιχτό σιδερένιο κολάρο. Ήταν φανερό ότι το κολάρο είχε μείνει σφιγμένο γι’ αρκετό καιρό, και μάλλον περισσότερες από μία φορές, γύρω από κάτι μαλακό), εικόνες στις οποίες η ηρωίδα φαίνεται να λυγίζει εσωτερικά. Η πρώτη φάση λοιπόν είναι μια περίοδος με ατέλειωτες πορείες και διαρκείς μάχες (η φωτιά απ’ τα κανόνια έγινε τόσο καυτή που έμοιαζε σα να είχαμε τραυματιστεί πριν μπούμε καν στη μάχη και είχαμε γίνει κομμάτι της αιώνιας θλίψης και της δόξας του κόσμου, ενώ τα δέντρα γκρεμίζονταν με εκκωφαντικό θόρυβο και από όλες τις μεριές ακούγονταν οι κραυγές των πληγωμένων που άφηναν την τελευταία τους πνοή), όπου παράξενες ιστορίες ανθρώπων που χάνουν τα πάντα εγκιβωτίζονται στην αφήγηση. Το περιστατικό της αιχμαλωσίας της από ληστές που θα την παρέδιδαν στους αντίπαλους και ο περιπετειώδης τρόπος διαφυγής είναι ανάλογος των περιπετειών του Οδυσσέα, μια και μιλάμε για τετραπέρατη, πονηρή και απίστευτα τολμηρή γυναίκα-θηλυκό Οδυσσέα.
     Ίσως και να κατάλαβε ο συνταγματάρχης «της» την απάτη τής αλλαγής φύλου, όταν κάλεσε τον Ας Τόμπσον κατηγορώντας τον/την για κλοπή. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που καθώς προχωρά η αφήγηση και «φτάνουν στο μέρος όπου «θα άρχιζε η κόλαση», όπως προανήγγειλε η αφηγήτρια, παίζει όλο και σημαντικότερο ρόλο, ενώ ο «ξάδερφός» του της φέρεται με απροσδόκητη τρυφερότητα (ο πιο όμορφος άντρας που είχα αντικρίσει ποτέ, -ήταν η ομορφιά που βλέπεις μονάχα από κοντά, καθώς ζυγώνει ο θάνατος, μια ομορφιά μαυρισμένη απ΄την καπνιά, με μάγουλα απαλά και μάτια που φεγγοβολάνε).
     Τα γεγονότα του δεύτερου μέρους, αυτή η «κόλαση» για την οποία κάνει λόγο, δεν αφορούν άμεσα το πεδίο της μάχης. Η ηρωίδα μας τραυματίζεται, σφηνώνεται για ώρες κάτω από ένα δέντρο, το σκάει, φιλοξενείται από την εξίσου ιδιόρρυθμη νοσοκόμα Νέβα Θάτσερ αποκαλύπτοντας φυσικά το μυστικό της, γίνεται αντικείμενο πάθους και μίσους και… μετά από απρόσμενη προδοσία παραδίδεται στο στρατόπεδο ως κατάσκοπος («μια πόρνη από την Τσατανούγκα, ντυμένη άντρας»). Η κατάληξή της στο φρενοκομείο αποδεικνύεται μεγαλύτερος εφιάλτης από την φωτιά της μάχης, ένα φρενοκομείο «παλιάς εποχής», όπου επανεμφανίζεται και κάνει μαζί της αποκαλυπτικό διάλογο ο συνταγματάρχης «της» (δεν είσαι πόρνη, δεν είσαι κατάσκοπος, απομένει η τρέλα). Ωστόσο, αφού περνά δια πυρός και σιδήρου, με κρίσεις βίας, πυρετού, οραμάτων, εξάντλησης κλπ πάλι καταφέρνει με παράδοξους τρόπους όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να δραπετεύσει. Το σχέδιο που βάζει σε εφαρμογή είναι απίστευτο, όσο και σκληρό.
     Κι έτσι έχουμε το τρίτο μέρος, την επιστροφή, ή αλλιώς τον «νόστο». Όλο αυτό το διάστημα, αλλά κυρίως την «εποχή της κόλασης», η αφήγηση είναι διάσπαρτη από αναμνήσεις, από τρυφερές και σπαραχτικές στην απλότητά τους σκηνές με τον Βαρθολομαίο «της», αλλά κυρίως από αναφορές στη νεκρή μητέρα, στην οποία καταφεύγει συνεχώς για να πάρει δύναμη.
     Από τη μητέρα αντλεί δύναμη μέχρι τώρα, ανοίγοντας κάθε τόσο διάλογο μαζί της, σταλάζοντας σε μας κάθε λίγο έμμεσες πληροφορίες για το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας, της εγκατάλειψης από τον απαράδεκτο πατέρα, του φρικώδους εμπρησμού των «βρωμονέγρων» γειτόνων, σκηνή που εγγράφεται ανεξίτηλα στην άγραφη παιδική μνήμη ως την πρώτη και μόνη στιγμή που είδε την άτεγκτη μητέρα να αναρριγά:
«Δεν γυρίζουμε ποτέ το άλλο μάγουλο, έτσι δεν είναι, μαμά;» είπα
(…)
«Όχι, ποτέ» είπε η μητέρα μου και κείνη τη στιγμή η φωνή της τρεμούλιασε. Ήταν ένα τόσο δά τρεμούλιασμα, σαν κλαδάκι που αναρριγεί στο άγγιγμα του χειμώνα, όμως εγώ δεν είχα ξανακούσει ποτέ τη φωνή της να τρεμουλιάζει.
     Οι περιπέτειες και οι ιστορίες-επεισόδια, φρικτές και μεγαλειώδεις, συνεχίζονται (όπως με τη γυναίκα που είχε υπηρετήσει στο Πέμπτο έγχρωμο Σύνταγμα, η ιστορία με τα τρία μικρά κορίτσια κ.α.). Κι όταν με τα πολλά βρίσκει τον δρόμο για να επιστρέψει, «δεν πρόφτασε καλά καλά να φτάσει σπίτι και έφυγε ξανά», σαν τον Οδυσσέα που βρίσκει το σπίτι του κυριευμένο από άγνωστους εχθρούς… 
     Η τελική πράξη είναι βγαλμένη από τραγωδία, γεμάτη ανατροπές και ένταση και η έκβαση μοιραία.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Από συνέντευξη του συγγραφέα, που παρεμπιπτόντως παντρεύτηκε τη δισεγγονή του Α. Σικελιανού: «Για το «Neverhome» βασιστήκατε σε αληθινή ιστορία; Υπήρξαν δηλαδή πράγματι γυναίκες οι οποίες πολέμησαν στον αμερικανικό Εμφύλιο μεταμφιεσμένες;
     Μα έτσι μάλιστα άρχισαν όλα. Η γυναίκα μου, η Ελένη, μου δώρισε πριν από καμιά 20ετία, στα γενέθλιά μου, ένα βιβλίο («Uncommon soldier»-«Ασυνήθιστος στρατιώτης», έχει τίτλο) που περιλάμβανε την επιστολογραφία μιας γυναίκας που, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, είχε πολεμήσει ως άντρας. Ήταν μια γυναίκα από μια πάμφτωχη αγροτική οικογένεια στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία, ήδη πριν από τον Εμφύλιο, μεταμφιεζόταν σε άντρα για να μπορεί να βρει δουλειά. Οκτώ-εννιά χρόνια μετά, θυμήθηκα αυτή τη συναρπαστική ιστορία: Ήταν μάλλον κάτι, εκείνη την εποχή, διάχυτο στο πολιτιστικό κλίμα που με οδήγησε εκεί και γενικώς είχε αρχίσει και να με ενδιαφέρει να γράψω γυναικοκεντρικές ιστορίες».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/312920_giati-prepei-na-einai-panta-i-pinelopi-poy-menei-piso-sto-spiti

Παρασκευή, Οκτωβρίου 01, 2021

Ο δικός μας πόθος, Carolin Emcke

Μόνο έτσι γίνεται να σβηστεί το πένθος για την αφωνία του τότε:
γράφοντας την ιστορία αυτή, τη δική του, τη δική μου, τη δική τους
-εκείνων που και σήμερα ακόμα υποφέρουν σιωπηλά για τον πόθο.
     Στο αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο, πρωταγωνιστεί ο «πόθος», ο «διαφορετικός πόθος» της Καρολίν Έμκε, που τον συνειδητοποιεί σταδιακά καθώς διέρχεται την εφηβεία. Ενόσω ενηλικιώνεται, αναζητώντας την ταυτότητά της -δηλαδή τον τρόπο να ζει ελεύθερα κάνοντας αυτά που αγαπά και όντας αποδεκτή από τους άλλους, ανακαλύπτει πτυχές του εαυτού της που την καθορίζουν ως προσωπικότητα: τη ρευστότητα του σεξουαλικού πόθου που κάποια στιγμή στρέφεται με πάθος προς το ίδιο φύλο, την αγάπη για τη μουσική και τη φύση, και την ενοχή για την αυτοκτονία του Ντάνιελ, ενός αγοριού διαφορετικού και αποκλεισμένου από τους άλλους στα γυμνασιακά της χρόνια. Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες που καθορίζουν την ψυχοσύνθεσή της και που μεταφέρονται στην αφήγηση με πολλή διεισδυτικότητα κι ευαισθησία.
     Η εξιστόρηση ξεκινά με την ενοχή, από την πρώτη κιόλας παράγραφο (μπορεί αυτός να είναι ο λόγος για τούτη την ιστορία. Ίσως έτσι πρέπει να αρχίζει: με την ενοχή, μια ενοχή που δεν γίνεται να εξαλειφθεί, μόνο να βιωθεί μέσα από τη ζωή). Η ενοχή της διαφορετικότητας, που βιώνεται από την πρώτη γυμνασιακή μέρα, όταν οι -άγνωστοι- συμμαθητές βάζουν την αφηγήτρια και τον Ντάνιελ να «πλακωθούν» (προσπάθεια μιας άμορφης ομάδας να εγκαταστήσει μια ιεραρχία/η έγνοια του κάθε μαθητή ξεχωριστά μην τυχόν καταλήξει ο ίδιος στη μέση του κύκλου, να μη μπει ο ίδιος στο στόχαστρο, να μην περιθωριοποιηθεί ο ίδιος, ήδη από την πρώτη μέρα).
 
Ποτέ ξανά -έτσι ορκίστηκα στον εαυτό μου την άλλη μέρα-,
ποτέ ξανά δεν θα μείνω απλώς να παρακολουθώ όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο,
ποτέ ξανά δεν θα μείνω άφωνη
     Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα μεμψίμοιρο βιβλίο που απλώς αναδεικνύει τον συντηρητισμό της γερμανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’80 κοινωνίας (τραγέλαφος το μάθημα σεξολογίας), που δεν ανεχόταν το διαφορετικό. Η ενοχή της ηρωίδας/συγγραφέα δεν έγκειται στο ότι είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που επιτάσσει το κοινωνικό σύνολο, δεν νιώθει δηλαδή ενοχικά ή μειονεκτικά γι αυτό που είναι αλλά μάλλον το αντίστροφο: ότι η ίδια, παρόλο που νιώθει διαφορετική και συναισθάνεται τη μοναξιά του αδύναμου, σε δεδομένες περιστάσεις ταυτίστηκε με το σύνολο, δεν αντέδρασε δεν υπερασπίστηκε το δικαίωμα του Άλλου να είναι διαφορετικός (ίσως θέλω να αντιτάξω στη σιωπή τού τότε ένα αφήγημα, που θα μπορούσε να μην είναι μόνο αυτό του Ντάνιελ, αλλά όλων εκείνων που ψάχνουν ιστορίες τις οποίες μπορούν να βιώσουν). Ξεκινώντας από την περίπτωση του Ντάνιελ, που σιγά σιγά απομονώνεται μέσα στη σχολική κοινωνία όλο και περισσότερο κι έφυγε απ’ τη ζωή χωρίς να προλάβει να ζήσει την ενηλικίωση αφήνοντας δεκάδες ερωτηματικά πίσω του, το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται μέσα στη ζωή της Καρολίν: το μοτίβο να προσέρχεται σε κείνην, σαν σε καταφύγιο, ο αδύναμος-ο αποκλεισμένος-ο απομονωμένος και κείνη να αντιδρά όχι βέβαια επιθετικά όπως οι άλλοι, αλλά χλιαρά και αποστασιοποιημένα (Στεκόμασταν λοιπόν οι δυο μας εκεί, σιωπηλοί και παρατηρούσαμε τους άλλους. Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή. Η στιγμή που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για όλα όσα είχαμε κοινά, για όλα όσα μας ξεχώριζαν απ’ τους άλλους. Ίσως τότε να είχαν πάρει όλα άλλη τροπή. Ίσως να είχαμε καταφέρει να βρούμε μια άλλη γλώσσα για ό, τι μας εμπόδιζε να συμμετάσχουμε στο παραλήρημα των φίλων μας -εννοεί στα πάρτι-, ίσως να είχαμε βρει έναν όρο για αυτήν την απώθηση προς όλα εκείνα που οι άλλοι θεωρούσαν αυτονόητα). Η ταπείνωση του Ντάνιελ συνεχίζεται αμείλικτα καθώς περνά ο καιρός, και η αδράνεια της Καρολίν, τώρα που πέρασαν τα χρόνια καθώς μας τα αφηγείται αυτά, την γεμίζει «ντροπή και φρίκη για τον εαυτό της». Έτσι, ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε προτού ακόμα εξαφανιστεί. Τα ερωτήματα και οι ενοχές που έχει η Καρολίν, όπως λέει και η ίδια, είναι επειδή μπορούσε να σκεφτεί κάποιους λόγους που οδήγησαν τον Ντάνιελ στην μοιραία φυγή (ήθελα να μάθω σε ποιο βαθμό ο θάνατός του είχε να κάνει με μας, μ’ όλους αυτούς τους κύκλους που χαράσσονται, που περικλείουν και αποκλείουν).
     Ο βασανισμός όμως στα παιχνίδια των παιδιών αλλάζει πρόσωπο. Το επόμενο σκληρό επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον συμμαθητή τους Μίχα, προξενεί στην Καρολίν ζαλάδα απ’ την αηδία (στεκόμουν μακριά απ’ όλους τους κύκλους κι έτρεμα) και όπως εξομολογείται, πολύ θα ήθελε να μπορούσε να ισχυριστεί ότι μπήκε στη μέση και τράβηξε τον Μίχα απ’ τον κύκλο των βασανιστών (πως την αποστροφή που ένιωθα τη μετέτρεψα σε κάτι άλλο, κάτι καλό). Όμως, όχι. Κι ίσως αυτός ο καταπιεσμένος θυμός είναι που, σαν εξιλέωση, ώθησε τη συγγραφέα να εργαστεί μετά τις σπουδές της (φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες, ιστορία) ως διεθνής ρεπόρτερ και πολεμική ανταποκρίτρια του Der Spiegel, με αποστολές στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Κόσοβο και το Ιράκ (1998-2006), και της Die Zeit, με αποστολές στο Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη, το Πακιστάν, την Αίγυπτο, το Ιράκ, την Αϊτή και τις ΗΠΑ (2007-2014). Στα ταξίδια αυτά έχει εμπειρίες από «διαφορετικά» άτομα που ζουν μάλιστα σε πολύ καταπιεσμένες χώρες της Ανατολής και με εξαιρετική τόλμη υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους.
     Έτσι, μέσα στο βιβλίο, που έχει βέβαια κάποια γραμμικότητα, αλλά δομείται από παραγράφους κι ενότητες με βάση τους συνειρμούς της ενήλικα συγγραφέα, βλέπουμε κάποιες αναφορές στις μετέπειτα εμπειρίες της ως γυναίκας λεσβίας δημοσιογράφου και πολεμικής ανταποκρίτριας στη Γάζα, Ιράν, Αλβανία, Αϊτή κλπ καθώς και σκέψεις/προβληματισμούς και ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο του queer κινήματος στη Γερμανία.
 
Υπάρχουν αναρίθμητες ιδιότητες που συνθέτουν ένα άτομο.
Είμαι φιλόσοφος και δημοσιογράφος,
γράφω για περιοχές βίας και είμαι οπαδός της Μπορούσια Ντόρτμουντ,
τα τηγανητά κρεμμύδια και οι αντισημίτες μου φέρνουν αναγούλα κλπ κλπ

     Η Καρολίν Έμκε τονίζει ιδιαίτερα το ότι οι περισσότεροι ετεροφυλόφιλοι όταν γνωρίζουν ομοφυλόφιλο άτομο εστιάζουν μόνο στον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ξεχνώντας ότι πρόκειται, όπως όλοι, για μια πολύπλευρη και σύνθετη προσωπικότητα. Η αγάπη της όμως για τη φύση από τα παιδικά και για τη μουσική από τα γυμνασιακά χρόνια είναι καθοριστική για την ταυτότητά της και μάς πείθει ποικιλότροπα. Παιχνίδια στο ποτάμι, εξερευνήσεις στο δάσος, επικοινωνία με τα δέντρα οξιές, σημύδες (άρχισα τώρα να μελετάω τις οσμές, έσπαγα κλαδιά και τα μύριζα, έκοβα άνθη απ’ το κοτσάνι τους, έπλαθα τη λάσπη κι έχωνα τη μύτη μου μέσα/οπότε το να πάω για το πρώτο μου φιλί στη φωλιά μας, μέσα στο δάσος μού φάνηκε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο/στον χορό ψηλαφείς την αγκαλιά όπως τα δέντρα) προδίδουν ένα κορίτσι με τόλμη και φυσική περιέργεια.
     Οι αναφορές στη μουσική παιδεία είναι ακόμα περισσότερες όσο περνούν τα χρόνια της εφηβείας, δεδομένου ότι καθοδηγητής είναι ένας πολύ εμπνευσμένος καθηγητής τους, ο κ. Κοσαρίνσκι, που τους μυεί στη γλώσσα της μουσικής με αξιομνημόνευτο τρόπο. Τους μάθαινε να "ακούν" εφαρμόζοντας κάτι σαν κυνήγι θησαυρού, παρατηρούν τις διαφορετικές εκτελέσεις, μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα μοτίβα στις φούγκες, τους εκπαιδεύει στην «αρχή της ερμηνείας» (την ερμηνευτική προσέγγιση, τα είδη ανάγνωσης και υποκριτικής απόδοσης του κειμένου –όλα αυτά τα έμαθα τότε μέσω της μουσικής. Όχι από τις φιλολογικές μου σπουδές/η βεβαιότητα ότι κάθε κανονιστικό κείμενο, κάθε νοηματική γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να ερμηνευτεί με διαφορετικό πάντα τρόπο και σύμφωνα με τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες δεν αποτελούσε ένα θεωρητικό δόγμα, αλλά συνηθισμένη, καθημερινή εμπειρία, κερδισμένη από τον κόσμο της μουσικής). Και το μεγαλειώδες, που αγγίζει τη φιλοσοφία και προκύπτει μέσα από τη «γραμματική της φούγκας»: πώς οι δομές θέτουν κανόνες και όρια και ταυτόχρονα μπορούν να διανοίγουν ελεύθερους χώρους δεν μας το εξήγησε ο Κοσαρίνσκι αλλά η μουσική, την οποία εκείνος μας δίδαξε να καταλαβαίνουμε.
     Αργότερα, ο καθηγητής προχωράει στη τζαζ με το πάθος και τον ενθουσιασμό που τον διέκρινε, όμως μόνο όταν την επόμενη φορά πέρασε στη δωδεκατονική και τον Σένμπεργκ, βρέθηκε και πάλι στο στοιχείο του. Η επαφή με την τέχνη, καθώς ωριμάζει η έφηβη Καρολίν, την σπρώχνει και στο θέατρο ή στον χορό επισημαίνοντας ότι ο ήρωας της νεανικής της ηλικίας ήταν ο Μαξ Μίντινετ (χόρευε άκοπα, κι ωστόσο διέκρινες μια τρωτότητα, τον πόνο από κάτι απροσδιόριστο, αναντίρρητο όμως, τον περιέβαλλε μια αύρα εξορίας σε κάθε του κίνηση, κάθε βήμα, κάθε περιστροφή/σαν οδικός του χρόνος να ήταν άλλος απ’ αυτός των συνεργατών του).
     Οι παρατηρήσεις και οι εμβαθύνσεις της Καρολίν στα καλλιτεχνικά γεγονότα που τη σημαδεύουν έχουν τρομερό ενδιαφέρον, κι έχουν καθαρά προσωπικό χαρακτήρα γιατί εξηγούν «εκ των έσω» πώς την διαμορφώνουν και την ελευθερώνουν. Π.χ. για τον χορευτή Ρόναλντ Ντέρντεν: όταν θέλω να εμπνεύσω εμπιστοσύνη, τότε προσπαθώ να μπω νοερά στο σώμα του Ρόναλντ Ντάρντεν: αναζητώ εκείνη τη βραδύτητα μέσα μου, εκείνους τους ορθάνοιχτους βραχίονες που τα υποδέχονται όλα, τα προστατεύουν, τη βαθιά βεβαιότητά του, και ελπίζω ότι ακτινοβολώ την ίδια ηρεμία που είχε κι εκείνος, την ηρεμία που μετέδιδε στους άλλους, την ηρεμία που συμφιλιώνει.

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΘΟΣ
Οι ταυτότητες δεν επιλέγονται ελεύθερα,
οι ταυτότητες είναι και κατασκευασμένες, επιβαλλόμενες,
ετεροκαθοριζόμενες, πάνε χέρι χέρι με περιορισμούς,
με μια ιστορία ποινικοποίησης,
με στιγματισμό και περιθωριοποίηση

     Αναμφισβήτητα πάντως, η εφηβεία συνδέεται με την γέννηση της ερωτικής επιθυμίας κι όλες τις διακυμάνσεις, τους κρυφούς πόθους, τα συμπλέγματα και τις παρορμήσεις που αυτή φέρει. Έτσι, παρακολουθούμε την διαφορετική «φύση του πόθου» όπως αναφέρει και η συγγραφέας σε πολλά σημεία του βιβλίου -και φυσικά στον τίτλο-, ενός πόθου έντονου και μοναχικού. Γιατί όπως γράφει η ίδια από τις πρώτες κιόλας σελίδες, στους ετεροφυλόφιλους η κατηγορία «φύλο» μοιάζει αυτονόητη, γιατί το σώμα δεν μπαίνει ποτέ σε αμφισβήτηση και εκείνος που ανταποκρίνεται στις νόρμες διαθέτει την πολυτέλεια να αμφισβητεί την ύπαρξή τους. Παράλληλα, η πικρή διαπίστωση ότι δεν είμαστε μόνο αυτό που θέλουμε να είμαστε. Είμαστε κι αυτό που οι άλλοι μας κάνουν να είμαστε, την φέρνει αντιμέτωπη με το κοινωνικό «υπερεγώ».
     Χρόνια μετά την αποφοίτηση αναζητά τη φύση αυτού του πόθου, αυτό το «θέλω» χωρίς προσδιορισμένη έννοια, το ξεκίνημα της επιθυμίας. Άλλωστε, τα πρώτα φιλιά, τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες σεξουαλικές επαφές, είναι με αγόρια απ’ το σχολείο (τα όρια της ηδονής ήταν ακόμα στα όρια της φαντασίας). Η πρώτη γυναίκα που γεννά ασυγκράτητη σωματική λαχτάρα έρχεται σχετικά αργά (η σεξουαλική ορμή μετασχηματίζεται διαρκώς, το αντικείμενο του πόθου αλλάζει). Και σ΄αυτόν τον τομέα, όπως η ίδια ισχυρίζεται, η μουσική τής έδειξε τον δρόμο προς την επιθυμία της (η πολυπλοκότητα της μουσικής εμπειρίας/ήταν ο ορίζοντας που μου επέτρεψε να επιζήσω, ο ορίζοντας τον οποίο ο Ντάνιελ δεν μπόρεσε ποτέ να βρει). Όπως μετά από χρόνια αναστοχάζεται, ο έρωτας και η μουσική δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής, δεν βασίζεται σε αιτιολόγηση. Δεν αποφασίζεις ακριβώς ποιον θα ερωτευτείς, γιατί ο έρωτας σε κυριεύει, εμπεριέχει ο ίδιος τη γενεσιουργό αιτία του. Και η Καρολίν ανακαλύπτει αρκετά όψιμα (25 χρονών) ότι ποθεί κάτι διαφορετικό απ’ τους άλλους (είχα πάει στο χάντμπολ επειδή με είλκυε το κοινωνικό περιβάλλον των κοριτσιών εκείνων; Ή άρχισε να με τραβάει ο κόσμος αυτός μόνο αφού μου είχε γίνει οικείος μέσα από το άθλημα;). Γρήγορα βέβαια συνειδητοποιεί ότι δεν έχει σημασία η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αν δηλαδή η «διαφορετική» επιθυμία είναι γενετικά καθορισμένη ή οφείλεται στην επίδραση του περιβάλλοντος. Στην ερώτηση κάποιου συνταξιδιώτη της στην Αργεντινή, χρόνια αργότερα, γιατί με τις γυναίκες είναι πιο συναρπαστικό, απαντά (στον εαυτό της): όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο δυσκολότερη μου φαινόταν η απάντηση, επειδή δεν υπάρχουν κανόνες, επειδή δεν υπάρχουν παραδεδομένες τακτικές, δεν υπάρχουν νόρμες σε εικόνες και αφηγήματα, επειδή όλες αυτές οι κατηγορίες -ενεργητικός, παθητικός, αρσενικός, θηλυκός- δεν υφίστανται, επειδή δεν υπάρχουν προδιαγραφές για το πώς πρέπει να ερχόμαστε σε σεξουαλική επαφή. Είναι, γράφει αλλού, όπως μας το παρουσιάζει ο σαίξπηρ στο «Όνειρο θερινής νυκτός», ο έρωτας τυφλός και δεν βλέπουμε τα μακριά αυτιά της αγαπημένης ή το τρίχωμα ζώου… Το μαγικό φίλτρο στη ζωή μπορεί να είναι μια ματιά, μια λέξη, ένα απαλό μουρμουρητό (…)μπορεί όμως να χάσει τη δύναμή του και τότε να δεις την αγαπημένη να θυμίζει ύποπτα γάιδαρο με μακριά αυτιά.
     Για την «φύση του πόθου» των ετεροφυλόφιλων, η Καρολίν επισημαίνει ότι ισχύει κι εδώ φυσικά η διάκριση πόθου και αγάπης, τα διαφορετικά είδη ηδονής κι επιθυμίας κλπ κλπ, ωστόσο τις περισσότερες φορές όλα αυτά περνούν απαρατήρητα γιατί είναι αυτονόητα.

Δεν είναι «καλό» ή «κακό» να είσαι ομοφυλόφιλος, απλώς είσαι.
Όπως και δεν είναι ηθικό παράπτωμα να είσαι ετεροφυλόφιλος,
μεσοφυλικός ή αμφιφυλόφιλος,
αλλά απλώς είσαι.
     Η ενήλικη Καρολίν, μελετά το ζήτημα των ταυτοτήτων και από κοινωνική άποψη. Παρατηρεί π.χ. ότι στην εβραϊκή παράδοση, το κριτήριο ενηλικίωσης περνά από την ικανότητα κατανόησης του Ταλμούδ στα σωματικά/ορμονικά γνωρίσματα. Στην Ανατολή, όπως γνωρίζουμε, η γυναίκα είναι ανύπαρκτη και η ομοφυλοφιλία δεν τολμά να φανερωθεί, αλλά και στη Γερμανία οι απαγορεύσεις για τους ομοφυλόφιλους, όταν άρχισε βέβαια να συζητιέται ανοιχτά το θέμα γιατί στην παιδική ηλικία υπήρχε απόλυτη σιωπή, αφορούν μόνο την ανδρική ομοφυλοφιλία! Ο λεσβιακός έρωτας ισοδυναμεί με ανυπαρξία πόθου (το στερεότυπο της «γυναικείας ανόρεχτης εκπλήρωσης καθήκοντος»! Ωστόσο η ομοφυλοφιλία καταδικαζόταν στη Γερμανία ήδη από το ναζιστικό καθεστώς, χωρίς ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα μετά τον πόλεμο, ενώ ίσχυαν απαγορεύσεις και ταμπού μέχρι τη δεκαετία του ‘90. Για την ενήλικη Καρολίν (γεννημένη το 1967), το να είσαι «queer» πολιτικά θεωρείται σύνηθες αλλά όχι τόσο αποδεκτό. Παρακολουθεί την εξέλιξη του Ποινικού Δικαίου σχετικά με το σεξ στη Δυτική Γερμανία και τη νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας, και παρόλες τις νομικές αλλαγές η ομοφυλοφιλία θεωρείται «ακολασία» ή «επιδημία» (βιοπολιτική ρητορική: ιδεολογήματα περί βιοπολιτικής και ηθικής καθαρότητας συνδυάστηκαν, καθώς η «διατήρηση της ηθικής υγεία του λαού» απαιτούσε την προστασία από την «επιδημική εξάπλωση» της ομοφυλοφιλίας).
     Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, τα βιώματα της εφηβικής ηλικίας (ντροπή για αδράνεια/ενοχή) την ώθησαν να κάνει τις επιλογές της. Η επαγγελματική της παρουσία σε σε Αλβανία, Ιράν, Αϊτή κλπ αλλά κυρίως στην Γάζα/Παλαιστίνη έδωσε ευκαιρία στη συγγραφέα να απαλλαγεί αργά και σταδιακά από το «ψέμα» που τη συνόδευε αναγκαστικά (π.χ. αν είναι παντρεμένη), να γνωρίσει άτομα που έχουν απίστευτες δυσκολίες στη χώρα τους να ομολογήσουν τη διαφορετικότητά τους, να μιλήσει γενικότερα για τα θύματα του κοινωνικού ρατσισμού ανά την υφήλιο.
     Την αλήθεια του Ντάνιελ δεν την γνωρίζω. Δεν γνωρίζω καν τη δική μου. Η ιστορία αυτή είναι φτιαγμένη από γνώση κι από άγνοια, από ένα μακρύ ψυχανέμισμα που μπορεί κανείς μόνο να ερμηνεύει και να επανερμηνεύει, που μπορεί να το αφηγείται μόνο κατά μήκος της άγνοιας, σαν κατά μήκος μιας βραχώδους κορυφογραμμής.
Χριστίνα Παπαγγελή