Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα, Γιασμίνα Χάντρα

«Μιλούσαν όλοι για μια χώρα που λεγόταν Αλγερία,
όχι για την Αλγερία που διδασκόμασταν στα σχολεία
ούτε την Αλγερία των αριστοκρατικών συνοικιών,
αλλά για μια άλλη χώρα, λεηλατημένη, υποδουλωμένη, φιμωμένη,
που αναμασούσε την οργή της για να μην την ξεράσει σαν χαλασμένη τροφή (...),
μια χώρα που περίμενε τον αναπροσδιορισμό της και
όπου όλα τα παράδοξα του κόσμου έδειχναν να την έχουν επιλέξει
ως τόπο κατοικίας για να την απομυζούν».


Ο αλγερινής καταγωγής συγγραφέας Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ, που όπως είναι γνωστό υπογράφει με το γυναικείο ψευδώνυμο Γιασμίνα Χάντρα -για πολιτικούς λόγους-, δίνει με μυθιστορηματικό τρόπο μια ανάγλυφη εικόνα της ιδιαίτερης κοινωνικής κατάστασης που διαμορφώθηκε στα χρόνια της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία μέχρι την εθνική ανεξαρτησία, αλλά και την κρίση ταυτότητας που χαρακτηρίζει τους κατοίκους σε τέτοιες σύνθετες κοινωνίες.

Ας ξεκινήσουμε όμως απ’ την αρχή:

Ο πατέρας μου ήταν ευτυχισμένος.
Δεν τον θεωρούσα ικανό για κάτι τέτοιο.

Κάποιες στιγμές, το πρόσωπό του, απαλλαγμένο από τους φόβους του, μου προκαλούσε ταραχή.

Αυτές είναι οι πρώτες πρώτες σειρές του βιβλίου. Λειτουργούν αισθητικά σα δείκτες: αφηγητής ένας γιος, ίσως παιδί∙ υπάρχουν ανατροπές∙ κυριαρχεί η διαισθητική/ συναισθηματική προσέγγιση.

Αλγερία, 1930. Σε μια χώρα και μια εποχή που σπαράσσεται από αντιφάσεις, ο κεντρικός ήρωας αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του με την ιδιαίτερη αντίληψη κι ευαισθησία που έχει ως άτομο ξεχωριστό. Παιδί αγροτών, είναι ακόμα εννιά χρόνων όταν βλέπει την καταστροφή της σοδειάς του πατέρα από εμπρησμό, και βιώνει με βίαιο τρόπο και γεμάτο στερήσεις το ξερίζωμα της οικογένειας και την εγκατάσταση στο Οράν. Εκεί όμως τους περιμένει η αθλιότητα, η φτώχεια, η ανασφάλεια, η ταπείνωση.
Είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ήρωα τα χρόνια αυτά προσαρμογής στη μεγαλούπολη της γαλλικής αποικίας, όπου οι Αλγερινοί νιώθουν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο. Η πόλη χαώδης, οι δουλειές ανύπαρκτες∙ απάτη, βία, άνεργοι, άστεγοι, χάμες (εποχιακοί εργάτες στα χωράφια που αμείβονταν με το ένα πέμπτο της σοδειάς και έμειναν άνεργοι). Ο Γιουνές αρχικά ζη έντονα με την αίσθηση ότι είναι ξένος και επαρχιώτης, και στη συνέχεια βιώνει το διχασμό ανάμεσα στη μουσουλμανική και ευρωπαϊκή ταυτότητα, εφόσον θα μεγαλώσει εντέλει σε ευρωπαϊκό περιβάλλον και με ξένη ανατροφή, στο σπίτι του θείου του (παντρεμένου με την προοδευτική γαλλίδα Ζερμέν). Εκεί, θα μετονομαστεί σε «Ιωνάς» και θα αγωνίζεται μια ζωή να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε ευρωπαίους και μουσουλμάνους. Εκεί θα γνωρίσει και το ερωτικό ξελόγιασμα, την απόρριψη, αλλά και τον ερωτικό, ανικανοποίητο πόθο. Θα πληγώσει και θα πληγωθεί. Τέλος, θα ζήσει με το δικό του, σιωπηλό κι αποστασιοποιημένο τρόπο τα χρόνια του εμφύλιου και της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η γραφή του Χάντρα ζωγραφίζει τις φτωχογειτονιές του Οράν μέσα από τα μάτια του μικρού Γιουνές. Ο ήρωας παρατηρεί και ψυχογραφεί με τρομερή διεισδυτικότητα τους ανθρώπινους τύπους (κυρίως γυναίκες) ενόσω ο πατέρας περνά τα σαράντα κύματα για να βρει δουλειά σ’ ένα περιβάλλον καχύποπτο και ανταγωνιστικό. Ο Γιουνές μεγαλώνει μόνος αντιμετωπίζοντας κι αυτός με τη σειρά του το ανταγωνιστικό περιβάλλον της σκληρότητας των παιδιών.
Έχοντας μεγαλώσει μόνος, με μοναδική συντροφιά ένα γέρικο σκυλί, δεν ήξερα με ποιο τρόπο να πλησιάσω τα άλλα πιτσιρίκια που έπαιζαν κι έτρεχαν πάνω κάτω αδιάκοπα μέσα στην αυλή σα σεληνιασμένα.
(…)
Και έπειτα, υπήρχε η αλάνα που έβγαζε στο λόγγο. Ένα πρωί, είχα αφήσει τα βήματά μου να με οδηγήσουν ως εκεί, θέλοντας να χαζέψω τις μάχες στις οποίες επιδίδονταν δυο παρέες από χαμίνια, η μια υπό την καθοδήγηση του Ντάχο, ενός αγριμιού με ξυρισμένο κεφάλι και μονάχα μια τούφα από φουσκωτά μαλλιά το μέτωπο, και η άλλη, από έναν νεαρό, πιθανά καθυστερημένο, που νόμιζε πως ήμουν κατακτητής. Ήταν σα ν’ άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια μου. Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, με άρπαξε ένας στρόβιλος από χέρια που με φούρια μου αφαίρεσαν τις παντόφλες μου, τη γκαρντούρα κου και το φέσι μου προτού προλάβω καλά καλά να καταλάβω τι μου συνέβη. Προσπάθησαν μάλιστα να με παρασύρουν πίσω από τους θάμνους για να με ατιμάσουν. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς κατάφερα να ξεφύγω από την αγέλη∙ πληγωμένος ως τα βάθη της ψυχής μου, δεν ξαναπάτησα το πόδι μου σ’ αυτά τα καταραμένα μέρη.

Καθοριστική και η σχέση με τον περήφανο πατέρα, που δέχεται απανωτές τις διαψεύσεις και τους εξευτελισμούς.
σελ. 11: Δεν θυμάμαι να τον είχα δει ποτέ να χαμογελά. Σκληραγωγημένος από τις δοκιμασίες, πάντα με την απελπισία στο βλέμμα, η ζωή του δεν ήταν παρά μια ατέλειωτη παρέλαση από βάσανα∙ φοβόταν όπως ο διάολος το λιβάνι τα γυρίσματα ενός δολερού και άπιαστου μέλλοντος.
Και δυστυχώς, η ζωή δεν διαψεύδει τους φόβους του. Μ’ ένα συγκινητικό αίσθημα αξιοπρέπειας, ο πατέρας προσπαθεί να ορθοποδίσει, αρνούμενος με πείσμα να δώσει το Γιουνές στον φαρμακοποιό αδερφό του που ζει σε ευρωπαϊκή γειτονιά, σε αστικό περιβάλλον μορφωμένο και «πολιτισμένο». Μετά από πολλά πισωγυρίσματα, «στρώνουν οι δουλειές» κι ενώ βρίσκεται πολύ κοντά στην επιτυχία…
… κείνη η Πέμπτη που περίμενε με τόση λαχτάρα έφτασε.
Υπάρχουν αποφράδες μέρες που οι εποχές τις απαρνούνται, η μοίρα και οι δαίμονες τις αποφεύγουν, οι άγιοι αποστρέφουν το βλέμμα τους απ’ αυτές και οι άνθρωποι εγκαταλείπονται απ’ όλους κι απ’ όλα και αντικρίζουν τον οριστικό τους χαμό. Εκείνη η Πέμπτη ήταν μία απ’ αυτές. Ο πατέρας μου το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Απ’ τα χαράματα είχε κιόλας το σημάδι της στο πρόσωπό του. Θα το θυμάμαι για όλη την υπόλοιπη ζωή.
Η ζωή γυρνά απότομα στροφή κι από κει και πέρα για την οικογένεια αρχίζει η κατηφόρα χωρίς τέλος. Ο πατέρας καταθέτει τα όπλα και παραδίδει τον εντεκάχρονο γιο του στον αδερφό του. Ο Γιούνες μετακομίζει στην ευρωπαϊκή γειτονιά του Οράν (αν πλύνεις τα μούτρα σου, χτενίσεις τα μαλλιά σου και φορέσεις καθαρό παντελόνι, γίνεσαι αμέσως κάποιος άλλος), ενώ απομακρύνεται σταδιακά από την πραγματική του οικογένεια που παρακμάζει και φυτοζωεί. Μια επίσκεψη και μόνο όλα αυτά τα χρόνια τον συνδέει με τη μάνα (δεν έμεινα πολλή ώρα με τη μάνα μου. Ή ίσως έμεινα μια αιωνιότητα. Δεν θυμάμαι. Ο χρόνος είχε πάψει να μετρά ) και μια εικόνα παρακμής από τον πατέρα, που μένει όμως ανεξίτηλη:
Σε κάθε του βήμα έκανε προσπάθεια για να διορθώσει το περπάτημά του, να απομακρυνθεί λίγο από τον τοίχο για να μου αποδείξει πως ήταν σε θέση να βαδίσει ίσια∙ σε τούτη την αξιοθρήνητη μάχη που έδινε με τον εαυτό του, υπήρχε ό, τι πιο γενναίο και ταυτόχρονα πιο γελοίο εμπεριέχει η απελπισία. Πολύ πιωμένος όμως για να πάει και πολύ μακριά, λαχάνιασε μετά από μερικά μέτρα και στράφηκε για να δει αν έχω φύγει. Αλλά εγώ στεκόμουν ακόμα εκεί, ακούνητος, ζαλισμένος όσο κι εκείνος. Και τότε μου έριξε εκείνο το βλέμμα που επρόκειτο να με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή, αυτό το έκπτωτο βλέμμα μέσα στο οποίο κάθε όρκος μπορούσε να βουλιάξει, ακόμα και ο όρκος που θα έδινε ο πιο τίμιος πατέρας στον καλύτερο γιο… ένα βλέμμα που ρίχνουμε μια φορά στη ζωή μας, διότι πριν και μετά απ’ αυτό δεν υπάρχει πια τίποτα

Στο καινούριο αστικό περιβάλλον το ζευγάρι των θείων τον περιβάλλει με αγάπη (νομίζω πως ήμουν ευτυχισμένος στο σπίτι του θείου μου), ενώ στο σχολείο καταφέρνει να ενσωματωθεί χάρη στην παθητικότητα και την καρτερικότητά του. Σιγά σιγά μαθαίνει τα χούγια των «μικρών Ευρωπαίων». Θυμάται και μας αφηγείται τις πρώτες φορές που ένιωσε τις ρατσιστικές τάσεις των παιδιών (-αληθεύει ότι οι Άραβες είναι τεμπέληδες; - δεν είμαστε τεμπέληδες. Απλώς έχουμε άλλη αντίληψη του χρόνου. Πράγμα που δεν ισχύει με τους Δυτικούς. Γι’ αυτούς, ο χρόνος είναι χρήμα. Για μας ο χρόνος δεν εξαγοράζεται. Ένα ποτήρι τσάι μας αρκεί για να νιώσουμε ευτυχείς).

Η ζωή του Γιουνές /Ιωνά αλλάζει ριζικά καθώς κι ο ίδιος μεγαλώνει. Ο πατέρας του εξαφανίζεται αφήνοντας στο γιο του ένα πλέγμα αξεπέραστων ενοχών. Ο διακριτικός και καλλιεργημένος θείος προσχωρεί στο εθνικιστικό κίνημα της Αλγερίας. Η νέα του οικογένεια μετακομίζει στο Ρίο Σαλάδο απομακρύνοντας τον ήρωα από την παιδική του αγάπη, τη Λισέτ (για πολύ καιρό, πίστευα ότι τα μάτια της ήταν αυτά που γέμιζαν την ψυχή μου με μια τρυφερή γαλήνη. Σήμερα, καταλαβαίνω πως δεν ήταν τα μάτια της, αλλά το βλέμμα της- ένα βλέμμα γλυκό και καλοσυνάτο, παιδιάστικο ακόμα αλλά ήδη μητρικό και που όταν έπεφτε πάνω μου…)

Tο Ρίο Σαλάδο ήταν ένα καλό μέρος για να ξαναχτίσει κανείς τη ζωή του. Ξαναγεννιόμουν μέσα στο κορμί του μικρού χωριάτη, διαπιστώνοντας πανευτυχής πως τα ρούχα του αστού δεν είχαν αλλοιώσει την ψυχή μου.
Γνωρίζει το πρώτο φιλί από την σνομπ Ιζαμπέλ, που όταν μαθαίνει ότι είναι Άραβας τον απορρίπτει. Περνά κι άλλες δοκιμασίες ώσπου να τον αποδεχτούν στην παρέα των μικρών Γάλλων. Η πρώτη του ερωτική επαφή, με την κυρία Καζενάβ είναι μεθυστική, κι αυτό το μεθύσι των πρώτων αγγιγμάτων ο συγγραφέας το μεταφέρει με μαγικό τρόπο και στον αναγνώστη:
Τα μάτια της με τύλιξαν, με εξαφάνισαν ταχυδακτυλουργικά. Διαλύθηκα στο βλέμμα της. Η ανάσα της πετάρισε κοντά στο λαχάνιασμά μου και το ρούφηξε∙ τα πρόσωπά μας κόντευαν να σμίξουν. Όταν τα χείλη της άγγιξαν απαλά τα δικά μου, νόμισα πως έγινα χίλια κομμάτια∙ σα να μ’ έσβηνε ολόκληρο για να με ξαναφτιάξει απ’ την αρχή με τα δάχτυλά της. Δεν ήταν ακόμα φιλί, ήταν ένα άγγιγμα μόλις, φευγαλέο κλπ.
Πέρα όμως απ’ αυτήν την πρώτη συνάντηση , η κυρία Καζενάβ αντιμετωπίζει με ψυχρότητα τον ξελογιασμένο Γιούνες που αργότερα θα ερωτευτεί την κόρη της την Εμιλί, αλλά ένα είδος δέσμευσης προς τη μάνα τον κρατά σε απόσταση (απίστευτα παραστατική η σκηνή «συναλλαγής» που σκηνοθετεί η μάνα, ώστε να μην πλησιάσει ο Γιουνές την Εμιλί). Ο έρωτας είναι αμφίδρομος αλλά παραμένει ανικανοποίητος μέχρι τέλους, παρόλο που η Εμιλί τον θέλει παράφορα. Η αναποφασιστικότητα και η δειλία του Γιούνες να αποκαλύψει στην ταπεινωμένη Εμιλί τους λόγους για τους οποίους συγκρατιέται μέχρι τέλους είναι ανεξήγητοι. Ίσως να μη μπορούμε εμείς, οι Ευρωπαίοι αναγνώστες, να καταλάβουμε σ’ αυτό το σημείο την αραβική ψυχοσύνθεση. Πάντως δε συμφωνώ με τον librofilo ότι «είναι δύσκολο να συμπαθήσεις έναν ήρωα όπως ο Γιουνές» :
( Γράφει ο librofilo σχετικά: Σαν τον ήρωα στο τελευταίο βιβλίο του Παμούκ, παίρνει μια απόφαση, στιγμιαία ή μη, που του διαμορφώνει την υπόλοιπη ζωή του. Αμέτοχος και αναποφάσιστος, μετέωρος και αδιάφορος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, αντιπροσωπεύει τον αλλοτριωμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής, τον «κακομοίρη» που βρίσκεται μεταξύ δύο κόσμων και δεν ξέρει προς τα πού να στραφεί, ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό. Ξένος και απρόσωπος για όλους, είναι μονίμως αποδιωγμένος είτε από τους ομόθρησκους του που τον θεωρούν προδότη, είτε από τους ΓαλλοΑλγερίνους, τους pieds-noir (τους «μαυροπόδαρους» όπως τους αποκαλούσαν στην Γαλλία), που κατά βάθος τον σιχαίνονται ως μουσουλμάνο (που πραγματικά είναι)).

Διαφωνώντας με την παραπάνω άποψη, ακριβώς για τους ίδιους λόγους ο Γιουνές μου είναι εξαιρετικά συμπαθής. Είναι ευαίσθητος, είναι διάφανος, μπορεί να αναστοχάζεται και να περιμένει. Σύμφωνοι, είναι loser, αλλά είναι και παρατηρητής, ένας μαέστρος της παρατήρησης∙ και η διεισδυτική του ματιά σκιτσάρει και ερμηνεύει κάθε φορά τις ανθρώπινες ψυχές, ενώ αυτή ακριβώς η στάση τον κάνει να μη μπορεί να επέμβει δυναμικά στα γεγονότα (διστάζει π.χ. να διεκδικήσει την Έμιλι όσο ξέρει ότι την αγαπούν και οι φίλοι του). Αυτό μπορεί να δημιουργήσει έως κι οργή στο σύγχρονο βιαστικό δυτικό άνθρωπο. Όμως, …συμβαίνει! Κι είναι πειστικός ο χαρακτήρας του Γιούνες όπως τον έχει διαμορφώσει το παρελθόν του. Άλλωστε, αυτή η στάση έχει κι ένα θετικό απόβαρο, την πληρέστερη ταύτιση με τον άλλο και κατανόηση του κόσμου.
Ίσως όμως μου είναι συμπαθής κυρίως γιατί ο συγγραφέας αφηγητής έχει το χάρισμα να μας κάνει να μετέχουμε, να συμμεριζόμαστε τις αξεπέραστες αντιφάσεις που βιώνει ο ήρωας. Όλες τις αποχρώσεις του βασανιστικού και ανικανοποίητου έρωτα που τόσο πλούσιες στιγμές κρύβει αν κι αυτός που υποφέρει δεν το συνειδητοποιεί:
Μετά από μερικές φράσεις και χάχανα, έχανα πάλι το νήμα και ξανάπιανα τον εαυτό μου να αναμετριέται με το βλέμμα της Εμιλί. Μια αστρική σιωπή με έπαιρνε μακριά από τους απόηχους της νύχτας και από τη βεράντα∙ ήμουν μετέωρος σ’ ένα απέραντο σύμπαν όπου δε μπορούσα να πιαστώ παρά μονάχα από τα μεγάλα μάτια της Εμιλί.

Τέλος, ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας, το 1954, αλλάζει το σκηνικό και τις σχέσεις των ανθρώπων, Ευρωπαίων και μουσουλμάνων. Εδώ θα συμφωνήσω με τα λόγια του librofilo ότι «Σελίδες γεμάτες ένταση, ολοζώντανες και πειστικές – σκηνές πανοραμικές που αντικατοπτρίζουν με σαφήνεια (αλλά) και λυρισμό τις καταστάσεις ενός λυσσαλέου πολέμου. Το μυθιστόρημα αποκτάει ρυθμό και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των μαχών και της αγωνίας περνάει στον αναγνώστη». Οι ήρωες που τόσο καλά γνωρίσαμε μέσα από τα μάτια του Γιούνες ανακατατάσσονται. Αλλά κι εδώ ο ίδιος παραμένει ουσιαστικά αμέτοχος, «κομπάρσος», όπως τον κατηγορεί ο Τζελούλ, ή, μάλλον, μετέχει παθητικά, σαν ευαίσθητος παρατηρητής. Άλλωστε, το αντίπαλο δέος, οι Γάλλοι, είναι φίλοι του…
Η Αίγυπτος αποκτά την ανεξαρτησία της, κι οι γνωστοί –γάλλοι- φίλοι του Γιουνές εγκαταλείπουν τη χώρα.
Όμως, το επίκεντρο παραμένει μέχρι τέλος ο παράξενος έρωτας μεταξύ Γιουνές και Έμιλι. Ο ώριμος Γιουνές αναζητά, μεγάλος πια, την Έμιλι στη Γαλλία, όμως η Έμιλι δεν ήθελε να σώσει τίποτα, δεν ήθελε να γυρίσει καμιά σελίδα, δεν ήθελε να σώσει κανένα καημό. Οι λίγες στιγμές που μου είχε παραχωρήσει σε κείνο το δρόμο που τον χτυπούσε αλύπητα ο ήλιος είχαν σταθεί αρκετές για να καταλάβω πως υπάρχουν πόρτες που όταν κλείνουν πίσω από κάποιο πόνο τον μετατρέπουν σε άβυσσο που ακόμα και το θείο φως δε θα μπορούσε ν αγγίξει ποτέ…

Οι τελευταίες σελίδες είναι ένα καταπληκτικό crescendo ενός ανθρώπου που βλέπει τη ζωή του συνολικά, πυκνά και προσπαθεί να τη νοηματοδοτήσει. Δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκεται σε ταξίδι, στο αεροπλάνο προς την Αλγερία αφήνοντας για πάντα πίσω, στη Γαλλία τους διωγμένους απ’ την επανάσταση φίλους του.

«… βρίσκομαι στις θύρες της μνήμης, μπροστά σ’ αυτές τις αμέτρητες μπομπίνες από κινηματογραφικό υλικό που αρχειοθετούν τη ζωή μας, αυτά τα μεγάλα και σκοτεινά συρτάρια όπου έχουν αποθηκευτεί οι ήρωες που υπήρξαμε, οι μύθοι του Καμύ τους οποίους δεν καταφέραμε να ενσαρκώσουμε, όλοι οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι των οποίων τους ρόλους υποδυθήκαμε διαδοχικά, ιδιοφυείς και καταγέλαστοι, ωραίοι και τερατώδεις, που λύγισαν κάτω από το βάρος κάθε μας παλικαριάς και κάθε μας λιποψυχίας, κάθε μας βεβαιότητας και κάθε μας αμφιβολίας.
Ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Αυτό που υπήρξαμε ή αυτό που θα θέλαμε να έχουμε υπάρξει; Είμαστε οι αδικίες που διαπράξαμε ή οι αδικίες που οι άλλοι διέπραξαν εναντίον μας; Είμαστε οι συναντήσεις που δεν έγιναν ή εκείνες οι τυχαίες συναντήσεις που έκαναν τη μοίρα μας να αλλάξει πορεία; Είμαστε τα παρασκήνια που μας προφύλαξαν από τη ματαιοδοξία ή τα φώτα της ράμπας που έγιναν η πυρά στην οποία καήκαμε; Είμαστε όλα αυτά μαζί, όλη η ζωή που ζήσαμε, με τις καλές και τις κακές της στιγμές, τα κατορθώματα και τα σκαμπανεβάσματά της – και είμαστε επίσης όλα αυτά τα φαντάσματα που μας στοιχειώνουν… είμαστε πολλά πρόσωπα σε ένα, τόσο πειστικοί στους διαφορετικούς ρόλους που φέραμε εις πέρας ώστε μας είναι πια αδύνατον να καταλάβουμε ποιοι ακριβώς υπήρξαμε, ποιοι ακριβώς γίναμε και ποιος απ’ όλους αυτούς θα επιβιώσει μετά από εμάς

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

Το χάρισμα της Βέρθας, Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ποιητικό και συναισθηματικό. Μιλά ένα μικρό κορίτσι (Βέρθα) που έχασε τον πεντάχρονο αδερφό του (Ιωακείμ) όταν η ίδια ήταν εφτά χρόνων, αλλά της αποκαλύπτεται ότι έχει ικανότητα μαντείας κι επικοινωνίας μαζί του. Το ύφος θυμίζει το “Η Κασσάνδρα και ο λύκος”. Ίσως γιατί είναι κοφτό, θυμωμένο και υπαινικτικό κι έχει ενσωματωμένη την απομάκρυνση από τη μάνα, τη μάνα που έχασε το γιο της και πενθεί δείχνοντας υπερβολική αδιαφορία προς την κόρη (αφού έγραψα αυτές τις σειρές έψαξα στο ίντερνετ και διαπίστωσα τη στενή σχέση της συγγραφέα με τη Μαργαρίτα Καραπάνου).
Μπερθ= γέννηση. Μπερθ ονομάζεται η ανεπιθύμητη κόρη της Έμμας Μποβαρύ, Μπέρθα και η τρελλή γυναίκα του Ρότσεστερ στην Τζέην Έυρ, ίσως όχι τυχαία.

Βιβλίο με σιωπές, με ευαισθησία, με εικόνες. Πολλές οπτικές γωνίες, σύντομα κεφάλαια άλλοτε τριτοπρόσωπης κι άλλοτε πρωτοπρόσωπης γραφής. Αντιστικτικά, ιμπρεσιονιστικά. Όμως… μας τα χαλάει το φάντασμα. Ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης, τις σκηνές με το φάντασμα του αδερφού θα μπορούσε να τις εκλάβει ως “ ενσάρκωση εσωτερικών παραστάσεων, φόβων, επιθυμιών, εν γένει συναισθημάτων”, όμως όχι. Είναι βαρετή και αφελής η αυθαιρεσία των μεταφυσικών σκηνών. Μόνο ποιητικά αν το δει κανείς μπορεί να το ανεχτεί, αλλά οι ρεαλιστικές λεπτομέρειες διασπούν την ποιητική αίσθηση. Ήδη η λέξη «χάρισμα» του τίτλου προδιαθέτει αρνητικά από τις πρώτες σελίδες, όταν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται αναφορά στη νύχτα θανάτου του αδερφού: «Εκείνη τη νύχτα ξύπνησα απότομα σε λυγμούς. Η ώρα ήταν έντεκα και δέκα. Κάποιος εφιάλτης, ένας πόνος, ίσως μια αιφνίδια δίψα. Δεν ξέρω. Μπορεί και να ήταν το «Χάρισμα». Ετοιμαζόμουν να το παραλάβω».
Είναι το «χάρισμα» της επικοινωνίας με τους νεκρούς. Οι διάλογοι με τον αδερφό («Η Βέρθα συνομιλεί με το φάντασμα») έχουν κάποτε κάποτε ενδιαφέρον. Σύντομοι, κοφτοί διάλογοι, ερωτοαπαντήσεις πέντε έξι λέξεων το πολύ, που δίνουν την αίσθηση της αναπότρεπτης θλίψης:
- Η μαμά είναι θλιμμένη. - Να λες «έχει θλίψη». Μη λες «είναι θλιμμένη». - Τι αλλάζει;- Αλλάζει. - Με αγαπάει; - Αγαπώ σημαίνει «δίνω αυτό που δεν έχω». - Με αγαπάει μ’ αυτό που δεν έχει; - Όχι. - Γιατί; (…) - Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. - Ο θλιμμένος είναι ο μη έχων.

Αλλά και ο νεκρός υποφέρει:
- Δεν υποφέρω άλλο τη θλίψη της. – Μα σε αγαπάει.- Πες της να με αφήσει ήσυχο. – Πενθεί. – Δε θέλω.- Είχε μια δύσκολη μέρα σήμερα. – Το γνωρίζω. – Δε λυπάσαι; - Όχι. – Τόσο σκληρός; Ξαφνικά; Πριν ήσουν πιο καλός μαζί της. Γιατί; - Δε με αφήνει να ζήσω το θάνατο μου. Είναι σαν σχολείο όταν πεθαίνεις. Μαθαίνεις πώς είναι να είσαι νεκρός. Με εμποδίζει. Με κάνει νεκροζώντανο.

Η στέρηση της μητρικής αγάπης διαποτίζει το βιβλίο. Το εφτάχρονο κορίτσι περιγράφει τον καημό της μάνας για το γιο κι έμμεσα τη δική της κατάθλιψη (χτίζει με τα χέρια της μια στέγη με τις λέξεις του γιου της. Γράφει, γεμίζει σελίδες, χαρτιά, διαβάζει, γράφει ξανά, έπειτα δεν έχει τι άλλο να προσθέσει, απελπίζεται, μας φωνάζει ξανά). Βρίσκει το σημειωματάριο της μάνας με ερωτήσεις που κάποτε έκανε το μικρό αγόρι αλλά στις οποίες η μάνα ποτέ δεν απάντησε. Η Βέρθα νιώθει μόνη, μόνη (Λέξεις. Έχω κι εγώ τις δικές μου λέξεις. Ποιος τις λογαριάζει;
Μόνες τους οι λέξεις μου κρυώνουν
).
Και
… δε με αγαπούσε. Έβρισκα δικαιολογίες για να μη με νοιάζει. Γιατί σώνει και καλά μια μάνα πρέπει ν’ αγαπάει το παιδί της; Η αγάπη αυτή κρύβει μελαγχολία και πλήξη. Σαν ένα πειθαρχημένο τρένο που φτάνει πάντα στην ώρα του κι οι ταξιδιώτες με μισόκλειστα μάτια κάθονται στη θέση τους, στην ίδια πάντα θέση, αμίλητοι και τακτοποιημένοι. Ενώ αν δεν έχεις αγάπη, όλα είναι αλλιώς. Ζωντάνια, εγρήγορση, και μάτια ανοιχτά στο θαύμα. Με περιέργεια μικρού παιδιού κοιτάζεις έξω από το παράθυρο το τοπίο που συνεχώς αλλάζει. Η αγάπη της μάνας έλεγα πως σου κλέβει την περιέργεια. Ακινησία. Θάλασσα χωρίς βυθό. Πλήξη.
Ανοησίες! Στην πραγματικότητα τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν πίστευα. Η αλήθεια είναι πως λαχταρούσα ένα απαράλλαχτο τοπίο και τη θέση μου στο τρένο, πάντα να με περιμένει. Την ευτυχισμένη, μονότονη αγάπη της μάνας.


Το κεφάλαιο «Στο σπίτι της κυρίας Ελέσσας» ήταν για μένα, ως αναγνώστρια, το πιο εξοργιστικό του βιβλίου. Μια συνάντηση «παραψυχολογική», με πρόσκληση πνευμάτων και ιστορίες πεθαμένων. Ο δε μέγιστον, αποκαλύπτονται από το νεκρό αδερφό τα ψέματα και οι εξιδανικεύσεις των συγγενών των νεκρών, αυτό κάποια κεφάλαια παρακάτω (άκουσες ένα σωρό ιστορίες για μεγάλες αγάπες και λύπες, έτσι δεν είναι; -έτσι είναι –όλα ψέματα. –ψέματα; -στην πραγματικότητα δεν άκουσες παρά ύποπτες ιστορίες αγάπης). Μετά απ’ αυτό, σε μια επίσκεψη του «Χαρίσματος», η Βέρθα οραματίζεται τις πραγματικές ιστορίες, όπου αποκαλύπτονται οι μικρότητες, τα πάθη και οι αδυναμίες/κακίες των ανθρώπων π.χ. ο Δενδρινός ευχόταν το θάνατο της γυναίκας του, η Αλκαίου με το θάνατο του γιου της βρήκε νόημα στη ζωή της (τι θα ήταν αυτή η γυναίκα αν ζούσε ο γιος της; Τι άλλο από μια θλιβερή ετοιμοθάνατη ογδοντάχρονη; Τώρα είναι μια πενθούσα ογδοντάχρονη κι αυτό της χαρίζει παράδοξα μια άλλη αισθητική, ένα μερίδιο νεότητας, μια πίστωση χρόνου). Δε λείπει κι ο βιασμός, η σεξουαλική κακοποίηση από πατέρα (γιατί όλα μου φαίνονται τόσο προβλέψιμα;) που εξηγεί την αυτοκτονία της Λενιώς (η ψιθυριστή φωνή της ομολογεί: θέλησα να πεθάνω, όχι από αηδία, όχι από αηδία, όχι από αηδία, όχι από αηδία, αλλά από ηδονή πατέρα, μ’ ακούς; Από την αηδία της ηδονής που μου προκαλούσαν οι θωπείες σου).
Τα μυστικά του θανάτου βαραίνουν τη Βέρθα που κοινωνεί της γνώσης μέσω του αδερφού της (όταν πεθαίνεις, παύεις να είσαι ένας, αδερφούλα μου, γίνεσαι πολλοί. Η φωνή σου γίνεται πολλές φωνές/πεθαίνω σημαίνει μαθαίνω τα μυστικά των ξένων θανάτων). Η μόνη φωνή που δεν άκουσε, η φωνή της μητέρας της (κι αν δεν αγαπούσε ούτε τον Ιωακείμ; Πενθεί που δεν αγαπάει. Κι αν αυτή είναι η αλήθεια; Ποιος θα μου το πει; Η φωνή της, η μόνη φωνή που δεν κατάφερα ν΄ακούσω. Ποιο είναι το μυστικό της;)
Φαίνεται ότι μετά απ’αυτό ο νεκρός αδερφός Ιωακείμ «ελευθερώθηκε». Τα δυο αδέρφια αποχαιρετιούνται (-Πες μου κάτι πριν φύγεις – Μην ξεχάσεις ποτέ να επιθυμήσεις κάτι, Βέρθα. Επιθυμίες, αυτές δεν πρέπει να τις ξεχνά ποτέ κανείς).

Αν άντεξα το προβλέψιμο πεισιθάνατο πρώτο μέρος και τέλειωσα το βιβλίο αυτό, είναι γιατί το δεύτερο μέρος του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σ΄ αυτό η Βέρθα ασχολείται με τη… ζωγραφική και μέσα από τη ζωγραφική κατακτά ένα είδος αυτογνωσίας. Κι αυτό φτάνει ως εμάς αρκετά πειστικά (Κι έπειτα ήρθε η κυρία Μιράζ με τις ζωγραφικές της). Μπαλτίς, Κάσπαρ Φρίντριχ, Μαγκρίτ, Καραβάτζιο, Αλοΐζ, Ντάργκερ, κάθε ζωγράφος και κεφάλαιο κι από ένας πίνακας τους στο βιβλίο. Κάθε ζωγράφος κι ένα βίωμα, κάθε πίνακας μια εσωτερική τομή.
Ξεχώρισα τον Μπαλτάσαρ Μπαλτίς. Είναι ο πρώτος με του οποίου τη μοίρα και την τέχνη ταυτίζεται η Βέρθα, σε μια προσπάθεια να υπερβεί την κατάθλιψη, την ανυπαρξία της μάνας της. Στην ερώτηση της κυρίας Μιράζ«πες μου τι βλέπεις» η Βέρθα απάντησε «εμένα, βλέπω εμένα» (Με κοίταξε. Το βλέμμα της για πρώτη φορά καθυστέρησε πάνω μου. Κάτι σαν χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της). Για τη Βέρθα ο πρώτος αυτός πίνακας είναι σαν αποκάλυψη (Ο πίνακας αποτυπώνει τη στιγμή. Εγώ μαντεύω τις επόμενες. Η συνέχεια του πίνακα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου). Κοιτά τον εαυτό της στον καθρέφτη:
Όμορφη. Δεν είμαι ιδιαίτερα όμορφη. Μόνο αν σταθείς στα μάτια μου θα βρεις κάτι ξεχωριστό. Ένα μυστικό. Η υπόσχεση ότι κάτι θα φανερωθεί, ένα φως ή μια σκια, αρκεί να σταθείς, να αφιερώσεις έστω λίγο χρόνο σε αυτό το βλέμμα. Όμως, κανένας δε στέκεται. Είναι η εποχή της βιασύνης. Δεν υπάρχουν χασομέρηδες του βλέμματος.

Καθηλωτική η σχέση της Βέρθας με τον πίνακα του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ «Η θάλασσα των πάγων» (τι νιώθεις; - το κρύο. Παγώνει το σώμα μου. Νιώθω τον πάγο). Δε φαίνεται να ναι τυχαίο ότι σε ηλικία εφτά ετών ο ζωγράφος έχασε τη μητέρα του.
Καίριες και οι παρατηρήσεις της για τα σκεπασμένα δυο πρόσωπα των δυο εραστών του Ρενέ Μαγκρίτ (ένας ανησυχητικά διαυγής ζωγράφος). Και σ΄αυτήν την περίπτωση ο ζωγράφος, στην ηλικία των δεκατριών χρόνων αντίκρισε το νεκρό σώμα της μάνας του (ηθελημένος θάνατος. Έπασχε από μελαγχολία. Ο ζωγράφος δε μιλάει ποτέ γι’ αυτό).
Η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, η σύζυγός του Φραντζέσκο ντελ Τζοκόντο, είχε χάσει ένα παιδί στη γέννα (δε λυπάται; - ναι- γιατί χαμογελά; - το χαμόγελο περιλαμβάνει και τη θλίψη της. – πώς ; - είναι η τεχνη. – ποιο; - η συμπύκνωση)

Το πιο ενδιαφέρον έργο «Η κοίμηση της Θεοτόκου» του Καραβάτζιο, κι ενδιαφέροντα κι όσα η Βέρθα βιώνει μέσα απ’ αυτό. Πρόκειται για έναν πίνακα που ο Καραβάτζιο έκανε τέσσερα χρόνια να τελειώσει και τον κατηγορήσανε ότι παρίστανε μια άγνωστη πόρνη που είχε πέσει στα νερά του Τιβερη. Το σώμα της Παναγίας είναι τυμπανιασμένο, το χέρι πάνω στην πρησμένη κοιλιά, τα μάτια κλειστά δίνουν έκφραση οδύνης στο πρόσωπο (είναι ο πιο θρησκευτικός πίνακας που έχω δει. Θέλω να κλάψω όταν τον βλέπω (…) μόνο κάποιος με εμμονές, κρυφά πάθη, έλξη για πράγματα απαγορευμένα, μόνο κάποιος σαν αυτόν μπορούσε να φτιάξει έναν τόσο ευλαβή και θρησκευτικό πίνακα). Η φαντασία της Βέρθας καλπάζει μ’ αυτόν τον πίνακα. Σκηνοθετεί σενάρια, ιστορίες (οι ιστορίες που φτιάχνω ηλεκτρόδια που άλλοτε οι γιατροί κάρφωναν στον εγκέφαλο του αρρώστου για να τον κάνουν να ξυπνήσει από το λήθαργο της κατάθλιψης).

Σειρά έχουν η Αλοιζ Κορμπάζ, (κι αυτή χάνει τη μητέρα της όταν ήταν 11 χρόνων, πέρασε τη ζωή της στο ψυχιατρείο, από έρωτα στον Κάιζερ βυθίζεται στην παράνοια και την παραφροσύνη), ο Χένρυ Ντάργκερ – ένας σπουδαίος διαταρακτικός ζωγράφος, που σ’ όλη του τη ζωή δε θα σταματήσει να αναζητά τη χαμένη του αδερφή, το κοριτσάκι που δε γνώρισε ποτέ, και τέλος ο Σίμεον Σόλομον.
Είναι φανερή η ωρίμανση της Βέρθας μέσα από τη βιωματική σχέση με τα έργα αυτά, ενώ μεγαλώνει και γίνεται πια δεκαεφτά χρονών. Ανάμεσα στα κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στους ζωγράφους στέλνει υποθετικές επιστολές στη μητέρα, απευθύνεται στον πατέρα, έχει διαλόγους με τον αδερφό, με την Ευανθία, με τη δασκάλα, κάποια ερωτική σχέση.


Η εμμονή στην καταθλιπτική μητέρα που δεν την αγάπησε ποτέ ωστόσο ποτέ δεν ξεπερνιέται. ΘΑρρείς αρέσκεται να βαυκαλίζεται, να νιώθει θύμα. Αναμασιέται και μεταμορφώνεται, κι όλες της οι επαφές έχουν σημείο αναφοράς αυτή τη στέρηση. Η σύγχυση του παιδιού που δε βρίσκει την ταυτότητά του εκδηλώνεται και στις φαντασιώσεις αλλαγής φύλου, άλλης γυναίκας του πατέρα, κλπ. Είναι τα ψυχολογικά κλισέ που με απώθησαν όχι γιατί τα βρήκα τολμηρά, αντίθετα τα βρήκα προβλέψιμα και στα όρια της μεμψιμοιρίας.
Ωστόσο, το ποιητικό και υπαινικτικό ύφος σώζουν πολλές φορές αυτό το αγιάτρευτο παραπονιάρικο και κουραστικό για τον αναγνώστη κλίμα.


Χριστίνα Παπαγγελή