Παρασκευή, Μαΐου 30, 2008

Η καλλιγράφος του Βοσπόρου, Γιασμίν Γκατά

Μια παράξενη σύμπτωση έριξε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο μετά το «Με λένε κόκκινο» του Ορχάν Παμούκ και μ’ έκπληξη διαπίστωσα ότι το κεντρικό θέμα είναι παραπλήσιο: στο βιβλίο του Παμούκ αναδεικνύεται η χαμένη τέχνη της ανατολικής μικρογραφίας, ενώ στο βιβλίο της Γιασμίν Γκατά μια παραπλήσια «τελετουργική» τέχνη που εξαφανίστηκε με τις σαρωτικές αλλαγές του Κεμάλ, η καλλιγραφία της αραβικής γραφής.
Ακόμα και η πρώτη αίσθηση είναι ανάλογη: στο πρώτο κεφάλαιο μιλά η αφηγήτρια ως νεκρή, για τον ίδιο της τον θάνατο (μπήκε τέλος σ’ αυτό το καταραμένο τρέμολο που μου στερούσε το μοναδικό δώρο που μου είχε προσφέρει η ζωή: την καλλιγραφία και τη φιλάρεσκη φιλενάδα της, τη μικρογραφία
και
σε καμιά στιγμή δεν φοβήθηκα τον θάνατο, είναι σκληρός μόνο με κείνους που τον φοβούνται
και
ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ την ηρεμία εκείνου του δευτερολέπτου. Δεν ήμουν ούτε δυστυχισμένη ούτε ευτυχισμένη, ήμουν αδιάφορη).
Μια γυναίκα καλλιγράφος στην Κωνσταντινούπολη του 20ου αι. λοιπόν, που στα 20 της βιώνει τις καθοριστικές αλλαγές του Κεμάλ και τον εξοβελισμό των καλλιγράφων της αραβικής γραφής και των θρύλων τους. Αρχικά, περνά απαρατήρητη στο «εργαστήρι των σοφών», ετοιμάζοντας το χαρτί, το μελάνι ή τον «κάλαμο», εποπτεύοντας το κτήριο «που είχε παραχωρηθεί στα γερόντια που τα βάλανε στο ψυγείο μετά τον ερχομό του Ατατούρκ», ενώ σιγά σιγά γεννιέται η αγάπη γι’ αυτή την ιεροτελεστία, αλλά κι ένας βαθύς δεσμός επικοινωνίας με τους «θλιμμένους μάγους». Έτσι, όταν ο πιο αξιόλογος απ’ αυτούς πεθαίνει αφήνοντάς της τα εργαλεία του, η Ρικκάτ χρήζει τον εαυτό της συνεχιστή του έργου του, καλλιγράφο, και δραπετεύει από την πραγματικότητα εξασκώντας τον εαυτό της σ’ αυτήν την παράξενα μοναχική τέχνη. Σ’ αυτήν την τέχνη αργότερα διακρίνεται σε διεθνή διαγωνισμό κι επιλέγεται ανάμεσα σε 100 υποψηφίους για να διδάξει την –παλιά πλέον – γραφή στο Πανεπιστήμιο.

Το βιβλίο δίνει την εντύπωση από την αρχή ότι συνιστά έναν ύμνο (επικήδειο;) αυτής της πτυχής της τουρκικής παράδοσης, που όπως φαίνεται, κρύβει μια άγνωστη, βαθιά και μυστικιστική πνευματικότητα. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει σε α’ ενικό η αφηγήτρια Ρικκάτ την καλλιγραφία είναι ποιητικός και λυρικός, και καταδεικνύει ότι πάνω απ’ όλα επρόκειτο για ένα είδος διαλογισμού, στενά δεμένου με τον ανατολίτικο μυστικισμό ("Οι χαρακτήρες από μολύβι δεν δυσκολεύονταν καθόλου στη διαδοχή εισπνοών και εκπνοών. Αντίθετα, εμείς οι καλλιγράφοι κρατούσαμε την αναπνοή μας για να χαράξουμε το γράμμα και αναπνέαμε ξανά όταν ο κάλαμος βουτούσε τη μύτη του στο μελανοδοχείο"). Η διαδικασία οδηγεί στη πληρότητα, την έκσταση. Παρά κάποιες μεταφυσικές –σύντομες- παρενθέσεις όπου η Ρικκάτ «διαλέγεται» με τους νεκρούς, παρακολουθείς ευχάριστα αυτήν την πορεία που είναι κάπως ξένη στη σύγχρονη εποχή και στις χώρες της Δύσης, αλλά συνειδητοποιείς επίσης κι άλλα «επίπεδα ανάγνωσης». Προσωπικά με κέρδισε η καρτερική κι «εσωτερική» προσωπικότητα που αναδεικνύει έμμεσα η βιογραφία αυτής της γυναίκας (η οποία, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, είναι η γιαγιά της συγγραφέως). Η ζωή της πολυκύμαντη και ασυνήθιστα σκληρή, τα συναισθήματα στραγγαλισμένα μέσα σε μια κοινωνία όπου η θέση της γυναίκας είναι αβάσταχτη, κι έμμονη διαφυγή η … καλλιγραφία, μια τέχνη ξεπεσμένη, άχρηστη πια, αλλά με τόση δύναμη.
Η αφηγήτρια με ιμπρεσσιονιστικές πινελιές ανασυνθέτει τη ζωή της με αναδρομές/όχι γραμμικά, κι εμείς μένουμε έκπληκτοι όταν συμπληρώνοντας το παζλ, βλέπουμε εντέλει την τραγικότητα των περιστάσεων με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη (Δυο γάμοι, ένα παιδί από κάθε γάμο, ασυνεννοησία με τους συζύγους, βιασμός της αδελφής απ’ τον δεύτερο σύζυγο, θάνατος του μικρότερου γιου ( δικιά του κόρη η συγγραφέας)), σε αντίθεση με τη νηφαλιότητα και την ποιητική ματιά με την οποία –ως νεκρή πάντα- τα αφηγείται, γιατί
"Τα εσωτερικά μου ταξίδια ήταν τόσο πλούσια που δε χρειαζόταν ν’ απαντήσω στις επιθέσεις του".
Με παρόμοια εσωτερικότητα αντιμετωπίζει και την αναγκαστική κατεδάφιση του "γιαλιού"[1] του Βοσπόρου, για να χτιστεί εξαώροφη πολυκατοικία, σημείο/σημάδι κατατεθέν της οριστικής απώλειας ενός ολόκληρου κόσμου.
Αποκορύφωμα κατά τη γνώμη μου της τραγωδίας δεν ήταν τόσο ο θάνατος του δεύτερου γιου της, του Νουρ, όσο η βίαιη απόσπαση και απόλυτη στέρηση του όσο εκείνος ήταν νήπιο. Η Ρικκάτ ούτε ακούει ούτε μαθαίνει τίποτα γι’ αυτόν, εφόσον ζει πια στη Γαλλία με τον άξεστο πατέρα ως «Ζαν», αλλά ούτε ο γιος γνωρίζει καλά –καλά ποια είναι η μάνα του. Θα ξανακούσει γι’ αυτόν, θ’ αλληλογραφήσουν αρχικά και θα ξαναϊδωθούν μετά από 15 χρόνια περίπου, στη Λισσαβόνα. Μετά την δεκαπενθήμερη συνάντησή τους:
Έπειτα απ’ αυτήν την αφήγηση δεν ήμασταν πια οι ίδιοι. Δεν είχαμε πια τίποτα να πούμε, ο Νούρ κι εγώ ήμασταν σαν δυο εραστές που, αφού καταβρόχθισαν σταδιακά ο ένας τον άλλον, απελευθερώθηκαν από τον έρωτά τους. Είχαμε εξαντλήσει τα αποθέματά μας, είχαμε αδειάσει τις καρδιές και τις μνήμες μας.
Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου, να ξαναβρώ το οικογενειακό γυαλί.
Όλες αυτές οι νυχτερινές ιστορίες είχαν σβήσει την αληθινή μου ζωή. Δεν είχα πια παρελθόν.

Ο παραλογισμός των συναισθημάτων υπογραμμίζει την αυθεντικότητά τους.

[1] Παλιό παραδοσιακό σπίτι στις όχθες του Βοσπόρου


Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαΐου 25, 2008

567 λέξεις για την ιστορία στ΄ δημοτικού στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια της Μ. Ρεπούση και άλλων

Λόγος για το πολυσυζητημένο βιβλίο ένα χρόνο μετά. Ήταν τυχερά τα παιδιά που διδάχθηκαν το συγκεκριμένο βιβλίο κατά το σχολικό έτος 2006-07. Τυχεροί και οι δάσκαλοι γιατί είχαν ένα βιβλίο ιστορίας διαφορετικό, ένα βιβλίο που επέτρεπε την ευχάριστη, παιγνιώδη προσέγγιση της ανακάλυψης που καλλιεργεί την κριτική σκέψη.
Ξεκινώ από γενικές διαπιστώσεις που περιγράφουν το βιβλίο. Η αφήγηση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, χαρακτηρίζεται από μικροπερίοδο λόγο (έως δύο σειρές – 20 με 25 λέξεων) με απλό συντακτικό που κάνει σαφές το περιεχόμενο του λόγου. Η απόδοση των γεγονότων είναι αποστασιοποιημένη και η οπτική του τηρεί την επιστημονική ουδετερότητα του αμέτοχου αφηγητή. Επίσης αποφεύγονται οι δραματοποιήσεις και η διέγερση των συναισθημάτων των μαθητών. Η παρουσίαση των ιστορικών ενοτήτων βασίζεται περισσότερο στο πλούσιο εποπτικό υλικό. Κάθε δισέλιδο έχει συνήθως τρεις εικόνες, φωτογραφίες ή χάρτες. Η αφήγηση στηρίζεται και συμπληρώνεται με πρωτογενές υλικό που αποτελούν οι γραπτές πηγές της εποχής όπου αναφέρεται, με πίνακες, χρονολόγια, διαγράμματα και άλλα. Επίσης σε κάθε ενότητα υπάρχει γλωσσάριο που αποσαφηνίζει τις ιστορικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στην αφήγηση. Όλο αυτό το υλικό είναι απαραίτητο για τη διαμόρφωση της ιστορικής αντίληψης από το μαθητή. Υπάρχουν οδηγίες και ερωτήσεις για την προσέγγισή του. Είναι εύγλωττος ο υπέρτιτλος αυτών των σελίδων, «...μαθητεία στην ιστορία». Μεθοδική είναι και η ταξινόμηση του υλικού, η διάταξη της ύλης ανά δύο ή συνήθως ανά τρεις σελίδες που αφιερώνονται για την προσέγγιση κάθε ενότητας. Η ιστορική αφήγηση είναι λιγότερο από το μισό της σελίδας και έχει περισσότερο ρόλο εισαγωγικό, είναι μια γενική παρουσίαση που θέτει το ιστορικό ζήτημα. Η ουσία βρίσκεται στη μαθητεία που καταλαμβάνει και τον περισσότερο χώρο. Η χρήση πλαισίων και κατάλληλων χρωματισμών, το ευδιάκριτο υλικό με τα απαραίτητα στοιχεία χωρίς να είναι γεμάτο με πληροφορίες που αποκρύπτουν την ουσία, τα αναγκαία λευκά κενά και περιθώρια κάνουν το βιβλίο αισθητικά ελκυστικό.
Όλα αυτά μου επιτρέπουν να ισχυριστώ ότι είναι βιβλίο υπόδειγμα διδακτικού εγχειριδίου.
Και τώρα ο λόγος επί του περιεχομένου. Στην αρχή δε μπόρεσα να καταλάβω το λόγο που η αρνητική κριτική εστίαζε σε μεμονωμένα περιστατικά όπως αυτό του «συνωστισμού» στη σελίδα 100. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους που σαφώς είναι πληρέστατη και δεν έχει τους περιορισμούς έκτασης ενός σχολικού εγχειριδίου είναι ηπιότερη σε εκφράσεις (παράδειγμα σε σχετική λεζάντα φωτογραφίας γράφει: «πρόσφυγες συγκεντρωμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης. Στο βάθος διακρίνονται πυρπολημένα κτήρια της πόλεως», σε άλλη γράφει: «πρόσφυγες συγκεντρωμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης, ενώ πίσω τους περνούν Τούρκοι ιππείς»). Ακόμη, αν το πρόβλημα ήταν το περιεχόμενο, το τι λέμε στους μαθητές, πάλι δεν εξηγείται το μένος της αντίδρασης κατά του βιβλίου. Περιέχει πολλά περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες με ποικίλους τρόπους που δεν κουράζουν σε σχέση με το παλιό βιβλίο. Η λιτότητα και συντομία της αφήγησης είναι επιβεβλημένη και επιστημονικά και παιδαγωγικά, αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι μόνο αφήγηση ή καλύτερα είναι περισσότερο «...μαθητεία στην ιστορία» και πολύ λιγότερο αφήγηση της ιστορίας.
Εδώ, λοιπόν, νομίζω βρίσκεται η ουσιώδης διαφορά του βιβλίο, στον τρόπο προσέγγισης, στο πως μιλάμε στα παιδιά για την ιστορία. Αυτός ο τρόπος δεν είναι η επιβολή μιας ιστορικής γνώσης/άποψης, είναι η διερεύνηση, η ώθηση στην κρίση και την σύνθεση, η επεξεργασία διάφορων και διαφορετικών πηγών και παραθεμάτων, η ενεργητική ενασχόληση με την ιστορία και στο τέλος η διαμόρφωση προσωπικής αντίληψης και οπτικής για το παρελθόν και μάλιστα, εν προκειμένω, για το κοντινό παρελθόν. Και είναι αυτό που, ίσως, ενόχλησε περισσότερο κάποιους.

(Το κείμενο βασίζεται στην α’ έκδοση του ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006. Δεν έχω υπόψη μου την έκδοση που κυκλοφορεί στο εμπόριο)

Τρίτη, Μαΐου 13, 2008

Η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ, Άντριου Κράμεϋ

Μια μοναδική αρχή που διέπει τους νόμους που κινούν το σύμπαν (επεκτείνοντας τους νόμους της κίνησης του Νεύτονα) αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, είναι η περίφημη «Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ», πρωτοδιατυπωμένη από τον ίδιο στο έργο του «Πραγματεία περί Δυναμικής» το 1743, στην καρδιά δηλαδή του διαφωτισμού. Αυτή η αρχή αλλά και η αυτοδιάψευσή της φαίνεται να είναι το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου του Κράμεϋ, που ακολουθεί τη δομή του άλλου μεγάλου έργου του Ζαν λε Ρον Ντ’ Αλαμπέρ, της Εγκυκλοπαίδειας, την οποία εξέδωσε μαζί με τον Ντιντερό: το «Συστηματικό Διάγραμμα της Ανθρώπινης Γνώσης και Κατανόησης», που στόχευε στο να εξηγήσει τις βασικές αρχές της συγκρότησης της περίφημης «Εγκυκλοπαίδειας», διακρίνει τρεις κατηγορίες θεμάτων: Μνήμη, Λογική και Φαντασία. Έτσι, στη μυθιστορηματική του αυτή προσέγγιση ο συγγραφέας ακολουθεί χαλαρά αυτή τη δομή, χωρίζει δηλαδή το βιβλίο σε τρία, ασύνδετα σχεδόν μεταξύ τους μέρη.
Στο πρώτο –«Μνήμη»- έχουμε μια βιογραφική παρουσίαση της τραγικής ζωής του Ντ’ Αλαμοπέρ, που εγκαταλείφθηκε νεογέννητος στο κατώφλι μιας εκκλησίας, διασώθηκε και ανατράφηκε σε ορφανοτροφείο και κατάφερε ωστόσο να ξεχωρίσει για τη μαθηματική του ευφυΐα, και ν’ ακολουθήσει μια λαμπρή καριέρα ως μαθηματικός, φυσικός αλλά και φιλόσοφος του Γαλλικού Διαφωτισμού.
(σελ. 35): "...ολόκληρος ο κόσμος δίπλα μου, τεράστιος και ανεξερεύνητος, σαν ένα κείμενο που περιμένει να διαβαστεί και να κατανοηθεί. Η επιθυμία μου να ωριμάσω και να μάθω ήταν παρούσα ακόμα και στα παιχνίδια μου". Από νωρίς επίσης «έφερα βαρέως όλες τις ατέλειωτες ώρες που ξόδευα μελετώντας άχρηστα μαθήματα, όπως η εκκλησιαστική ιστορία και τα κτηνώδη κατορθώματα τυράννων και κατακτητών». Έτσι προοικονομείται η ορθολογιστική και σκεπτικιστική στάση των διαφωτιστών απέναντι στην εκκλησία, τη θρησκεία αλλά και τη μοναρχία. Άλλωστε, ο Ντ’ Αλαμπέρ συνεργάστηκε με τον «ιδιόρρυθμο κι αναξιόπιστο Ντιντερό που ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το καλό φαγητό παρά για τους φίλους του», τον «ενοχικό και κουραστικό Ρουσσώ», γνώρισε τον Βολτέρο κι άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ένα άρθρο της Εγκυκλοπαίδειας που στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, γίνεται αφορμή για αντιδικία με τον Ντιντερό.
(σελ. 97): Ντιντερό: -Εσύ μας έμπλεξες, εσύ θα μας ξεμπλέξεις. Οι πάστορες απαιτούν μια δημόσια συγνώμη και μια ανάκληση. Ζήτα εκεί χάμω μια δημόσια συγνώμη να τελειώνουμε. Πού το βλέπεις το κακό; Πρέπει να κρατάμε τους ηλίθιους ευχαριστημένους.
-Φοβούμαι πως δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια τόσο επιπόλαια όσο εσύ
».
Ήταν και η αφορμή μερικής παραίτησης του Ντ’ Αλαμπέρ από τη συνεργασία του με τον Ντιντερό αλλά και τον Ρουσσώ, ο οποίος έσπευσε να γράψει μια καταγγελία που εξελίχτηκε σε προσωπική επίθεση! (Το συγκεκριμένο κείμενο παρατίθεται σε υποσημείωση κι έχει τίτλο «Lettre a d’ Alembert sur les sprectacles». Το πρόβλημα της διάκρισης φαντασίας- ιστορικής αλήθειας υπάρχει έντονο στη μυθιστορηματική απόδοση βιογραφιών).
Έτσι αγαπητός σε μερικούς αλλά αντιπαθής σε άλλους, όλη του η ζωή στρέφεται στη μεγάλη του αγάπη, την Ζυλί, μια γυναίκα με εξίσου ταραγμένη ζωή με τη δική του, με την οποία όμως η σχέση είναι μόνο πνευματική, μέχρι ν’ ανακαλύψει μετά τον θάνατό της ότι εκείνη έπαιζε μαζί του ενώ υπέφερε για άλλον άντρα. Eρωτευμένος και παραγκωνισμένος πέθανε χωρίς να γνωρίσει αγάπη και τρυφερότητα ούτε από μάνα ούτε από γυναίκα.
Συμβατικό λοιπόν, ωστόσο ενδιαφέρον το πρώτο αυτό μέρος, ξεδιπλώνει την εμμονή του Ντ’Αλαμπέρ στην ορθολογική αρχή ότι, όπως οι νόμοι του Νεύτονα καθορίζουν την κίνηση του σύμπαντος, έτσι κάποια ορθολογική αρχή διέπει «κάθε μορφή κίνησης στον κόσμο» και τις ιστορικές και κοινωνικές σχέσεις.
Άξια λόγου είναι και η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο», «ακόμα κι αν κανένας δεν σας έχει διδάξει τους κανόνες των μαθηματικών, θα μπορούσατε να τους ανακαλύψετε όλους μόνος σας» γιατί «δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά βουνοκορφές που περιμένουν ποιος θα τις κατακτήσει» (σελ. 116). Κι ότι «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121).
Και παρακάτω:
- Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή. Ως μαθηματικοί, δεν είμαστε χειρότεροι από τους ποιητές, που αναφέρονται στους θεούς και στις ευγενικές πράξεις ιδανικών αντρών και γυναικών (+++)

Ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για το βασικό θέμα/πρόβλημα που πραγματεύεται το βιβλίο του Κράμεϋ.

Το δεύτερο μέρος - «Λογική»- είναι φαινομενικά απολύτως άσχετο. Λίγο πριν από το θάνατό του ο Ντ’ Αλαμπέρ δέχεται μια επίσκεψη από κάποιον Μάγκνους Φέργκουσον, που του αφήνει ένα χειρόγραφο με τίτλο «Η κοσμογραφία». Το περιεχόμενό το προοικονομείται από το πρώτο κιόλας μέρος, εφόσον ο μυστηριώδης επισκέπτης εξομολογείται στην υπηρέτρια ότι χρόνια προσπαθεί να πείσει τον Ντ’ Αλαμπέρ ότι «οι βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται η επιστήμη του είναι απλές αυταπάτες· ότι το Σύμπαν διέπεται από τους νόμους του τυχαίου». Ότι το χειρόγραφό του «έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά των κειμένων που αποδεικνύουν την ύπαρξη άλλων κόσμων, πέρα από τη φιλοσοφία του πέρα από τα στείρα όρια της καταραμένης του Εγκυκλοπαίδειας».
Ο φερόμενος ως ήρωας λοιπόν, μάλλον είναι ένα πρόσωπο μη ιστορικό, που θέτει όμως σε άμεση αμφισβήτηση την αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Μια φυσική ιστορία της ανθρώπινης ψυχής», από το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, διασώζεται μόνο μια αναφορά κάποιου άλλου μάρτυρα. Αξίζει όμως ν’ αναφερθεί ότι η πηγή έμπνευσης του Φέργκουσον είναι μια εμπειρία «απώλειας της ταυτότητας».
(σελ. 148): "Απότομα αισθάνθηκα ότι δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Δεν ξέρω αν αισθανόμουν σα να ήμουν κάποιος άλλος ή σαν να ήμουνα κανένας απολύτως. Αλλά σε μια στιγμή έχασα πλήρως την αίσθηση της ταυτότητάς μου, της ίδιας μου της ύπαρξης".
Στο έργο του λοιπόν αυτό, ο Φέργκουσον πραγματεύεται την περίπτωση συτή, επινοώντας έναν «χαρακτήρα» για τον οποίο μια δήλωση έχει νόημα όταν είναι αντικειμενικά επαληθεύσιμη. Δεν αισθάνεται, γιατί η έννοια της αίσθησης δεν υπάρχει γι’ αυτόν, αφού προϋποθέτει ένα αντικείμενο που να την βιώνει. (…) Δεν έχει αυτοσυνείδηση και δεν μπορεί να ξέρει πώς είναι να είσαι ο εαυτός σου. (…) Ήταν μια ψυχή στα πρόθυρα του θανάτου, ένα πνεύμα απελευθερωμένο από τα δεσμά της προσωπικής ταυτότητας.
Είναι γλαφυρότατη η περιγραφή αυτής της ειδικής ψυχικής κατάστασης (θυμίζει λίγο Ε. Α. Πόε) από τον παρουσιαστή του έργου του Φέργκουσον, το οποίο όμως επεκτείνεται και σ΄άλλα θέματα, παράδοξα και προκλητικά, όπως π.χ. το «Παράδοξο της Λοταρίας» (μια «εισαγωγή στη θεωρία των πιθανοτήτων»;) και κυρίως, το «σύμπαν των πολλαπλών κόσμων».
Η «Κοσμογραφία» είναι ένα ταξίδι στους πολλαπλούς αυτούς κόσμους, μια πρόκληση επομένως στη Λογική Αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ. Είναι εκπληκτική η αρχή: « Αυτός είναι ένας πλανήτης ονείρων. Όμως δεν είμαι σε θέση να αποφασίσω αν πρόκειται για τα δικά μου ή τα όνειρα κάποιου άλλου. (…) Η γνώση της μη πραγματικότητας, το έντονο βίωμά της, μοιάζει να είναι ένα παράξενο φαινόμενο, παρόλο που είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό σε καθημερινή βάση».
Είμαστε στο όριο της Ιστορίας του ανθρώπου όπου στη διερεύνηση της πραγματικότητας, της «υπέρτατης αλήθειας», συμμετέχει και η συνείδηση, η προσωπικότητα, το όνειρο, η φαντασία. Το υποκείμενο διέρχεται τους επτά πλανήτες στον καθένα εκ των οποίων η συνείδηση βρίσκεται «κάπου αλλού»:
ΕΡΜΗΣ: "…εδώ ο χρόνος δεν αποτελεί μια μονόδρομη ροή των γεγονότων αλλά μια διαρκώς παρούσα διακλάδωση των δυνατοτήτων. (…) Είμαι ένας άνδρας ή πολλοί; Είμαι μήπως το ένα εκατομμυριοστό ενός μεγαλύτερου άνδρα, ένα απειροστό κλάσμα του χώρου των πιθανοτήτων που απαρτίζουν αυτόν τον κόσμο; Ακόμα κι όταν θα φύγω, όλοι οι άλλοι θα παραμείνουν".
Κατά τον ίδιο τρόπο η συνείδηση περιδιαβαίνει τους πλανήτες/επίπεδα εγρήγορσης και τελειώνει μ’ ένα γράμμα του Φέργκουσον σ’ …έναν απ’ τους εαυτούς του! (Το έργο μου έχει μείνει ατελές, αλλά τώρα ήρθες εσύ για να το συνεχίσεις. Μη λυπηθείς για το θάνατό μου, ούτε κι εγώ λυπάμαι. Κάποια στιγμή τον ονειρεύτηκες, κι έτσι τον έκανες να συμβεί μέσα στον κόσμο που εγώ γράφω).

Το τρίτο μέρος, που αντιστοιχεί στην Νταλαμπερική «Φαντασία», ξεφεύγει πολύ από την περίφημη Λογική Αρχή. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ... άλλο βιβλίο! Τοποθετημένο στο Πφιτζ, φανταστική πόλη άλλου έργου του Κράμεϋ, αποτελεί ουσιαστικά διάλογο ανάμεσα σε δυο ήρωες, κάτι σαν Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα. Στηρίζεται σε αφηγήσεις εγκιβωτισμένες του «Πφιτζ» (συνωνυμία με την πόλη) οι οποίες είναι εκπληκτικές προκλήσεις στη λογοκρατούμενη σκέψη, ιστορίες μέσα στις ιστορίες που κάνουν ένα χαοτικό παζλ, και φυσικά κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο σχετίζονται με το υπόλοιπο βιβλίο. Η μόνη χαλαρή εξωτερική σύνδεση είναι μια επιστολή κάποιου άγνωστου που μοιάζει σα ν’ απευθύνεται στον Ντ’ Αλαμπέρ:
«Η Μνήμη δεν μπορεί να σας προσφέρει κάποια ανακούφιση, από τη στιγμή που γνωρίζετε (από τις αποδείξεις που σας έχω στέιλει) ότι οι θεωρίες σας είναι λανθασμένες και η Φυσική σας ολότελα αστήρικτη. Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων. Από τη στείρα θεώρησή σας του κόσμου απουσιάζει τελείως η Φαντασία, αυτός ο τρίτος παράγοντας που στο σχεδιασμό σας είναι ένα απλό αποθετήριο για τις Τέχνες» κλπ. κλπ.
Είναι εκπληκτικές οι ιστορίες/αφηγήσεις των ηρώων, κάτι σαν διανοητικά γυμνάσματα στην προσπάθεια καταγραφής μιας «άλλης πραγματικότητας». Αξιομνημόνευτα ενδεικτικά είναι το «Λεξικό της Ταυτότητας» και το «Αστρονομικό Ρολόι». Και φυσικά, στο μέρος αυτό αναδεικνύεται η δύναμη της αφήγησης και της μνήμης (αντιστροφή της «δομής» του Ντ’ Αλαμπέρ!)
Δεν είναι τυχαίο που ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, γράφει:
(…) Κι εκεί που πίστευα πως είχα πιάσει το κλίμα και απολάμβανα νωχελικά το μυθιστόρημά μου, χαμός! (…) Η ανάγνωση του βιβλίου δεν είναι η ομαλή μονόδρομη σχέση που αναμένει κανείς από ένα κλασικό μυθιστόρημα. Αντίθετα, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια του εμπλέκεται σε μια περιπέτεια που δεν τελειώνει στη τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπως και δεν αρχίζει στην πρώτη.

Υ.Γ. Πολύ ενδιαφέροντα είναι όσα λέει ο ίδιος ο Crumey για το βιβλίο του αλλά και για την προσωπικοτητα του D' Alembert εδώ.


Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Μαΐου 09, 2008

489 λέξεις για «Το όραμα της ''μεγάλης Μακεδονίας'', παρατηρήσεις στα νέα σχολικά εγχειρίδια των Σκοπίων», του Ευάγγελου Κωφού

Το βιβλίο του Ε. Κωφού εκδόθηκε το 1994 στη Θεσσαλονίκη από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια να μελετηθούν τα σχολικά βιβλία της γειτονικής χώρας. Ο υπότιτλός του είναι σαφής: «παρατηρήσεις στα νέα σχολικά εγχειρίδια των Σκοπίων». Δώδεκα χρόνια μετά η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εξέδωσε το «Μακεδονισμός, ο ιμπεριαλισμός των Σκοπίων 1944-2006» που ήδη παρουσιάστηκε στο http://anagnosi.blogspot.com/2008/05/717-1944-2006.html

Η μελέτη του Ε. Κωφού φαίνεται να χαρακτηρίζεται από διαφορετικό πνεύμα, είναι ενδεικτικό ότι ο συγγραφέας ανάμεσα στα άλλα, καταλήγει: «Μακάρι, επίσης, οι επισημάνσεις αυτές να διαπεράσουν τα τείχη της αδιαλλαξίας που ορθώνονται ολοένα και πιο ψηλά από όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και στο εσωτερικό της δικής μας χώρας, συρρικνώνοντας ατραπούς επικοινωνίας και διαλόγου, με αποτέλεσμα το έδαφος να μένει ανεξέλεγκτο σε όσους αρέσκονται σε κραυγές και συνθηματολογίες. Το θέμα όμως της διάπλασης και της ενημέρωσης των νέων γενεών –είτε μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια είτε με τη μορφή μαζικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων μαθητών-είναι πολύ σοβαρό για να αφεθεί σε χέρια φανατικών. Όπου κι αν βρίσκονται αυτοί». (σελ. 34)

Το βιβλίο είναι μικρό (μόλις 35 σελίδες) αλλά ουσιώδες. Γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί η διαδικασία συγκρότησης εθνικής συνείδησης μέσα από τη διδασκαλία εγχειριδίων ιστορίας και γεωγραφίας, επίσης (να διερευνηθεί) η σχέση αυτής της διαδικασίας με την καλλιέργεια Μεγάλης Ιδέας και αλυτρωτικών διαθέσεων. Δεν τίθεται, όμως, το ερώτημα πόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη Μεγάλης Ιδέας κατά τη διαδικασία εθνογένεσης.

Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τον συγγραφέα τα σχολικά εγχειρίδια προωθούν την ιδεολογία του ''μακεδονισμού'' σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτο λόγο εμπεδώνεται η ιδέα του οικείου γεωγραφικού χώρου με αναπαραγωγή ''γεωγραφικών-εθνικών'' συνόρων που εύκολα μπορούν να εκληφθούν ως κρατικά σύνορα. Ακολούθως έχουμε την καλλιέργεια ιστορικού και πολιτιστικού μεγαλοϊδεατισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με την ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτή ξεκινά από τα αρχαία χρόνια. Η Ελλάδα περιορίζεται έως τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας θεωρείται κάτι διαφορετικό. Στη συνέχεια έχουμε το δεύερο στάδιο του εκσλαβισμού της Μακεδονίας με την έλευση των Σλάβων κατά τον 6ο – 7ο αι. μΧ. Τότε τίθενται οι βάσεις του ''μακεδονικού'' λαού. Στην τρίτη ιστορική περίοδο έχουμε τη παρουσίαση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, περίοδο κατά την οποία διαμορφώνεται η ''μακεδονική'' εθνική συνείδηση. Όλα τα γεγονότα που εκτιλύχθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ''μακεδονοποιούνται''. Η οπτική που προωθείται είναι κοινή με την βουλγαρική ή , αργότερα κατά τον 19ο αι. απόλυτα ''μακεδονική'' χωρίς να αναγνωρίζεται κανείς Βούλγαρος σε μακεδονικό έδαφος. Η πολιτισμική παρουσία των Eλλήνων αποσιωπάται με το τέχνασμα της ''μακεδονικής κουλτούρας'' χωρίς αναφορά στους ανθρώπους που είναι φορείς της. Τέλος, η τελευταία περίοδος μετά τον Β’ π. π. είναι η πορεία προς την ανεξαρτησία. Ο τρόπος παρουσίασης γίνεται με εμβόλιμα κεφάλαια για το ''Αιγαιατικό τμήμα της Μακεδονίας'' και το ''τμήμα Πιρίν της Μακεδονίας'' . Αυτό και μόνο καταδεικνύει την καλλιέργεια αλυτρωτικών αισθημάτων στους μαθητές.

Το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη μελέτη είναι μεγαλύτερο αν λάβουμε υπόψη ότι ο συγγραφέας υπήρξε για περισσότερο από τριάντα χρόνια εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εξωτερικών για ζητήματα σχετικά με την Μακεδονία.

Σάββατο, Μαΐου 03, 2008

717 λέξεις για το Μακεδονισμός, ο ιμπεριαλισμός των Σκοπίων 1944-2006 της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Ένα ακόμη βιβλίο για το «Μακεδονικό». Το ενδιαφέρον του περισσότερο συνίσταται στο πλούσιο οπτικό υλικό. Το μελέτησα από την «ψύχραιμη» οπτική ότι αποτελεί διερεύνηση μιας εθνογένεσης. Δηλαδή, στα χρόνια μας, το παράδειγμα της γειτονικής χώρας είναι μία πολύ καλή περίπτωση για να δούμε κάποιους βασικούς τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση.

Εδώ βέβαια, ίσως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, έχουμε την ιδιαιτερότητα να προϋπάρχει το κράτος, ενώ κατά το 19ο αι. ήταν οι εθνικισμοί που επιζητούσαν να δημιουργήσουν κράτη και αυτό «δικαίωνε» τις μορφές που έπαιρναν οι προσπάθειές τους. Ας πούμε ότι η πορεία είναι αντίστροφη. Έτσι λοιπόν βλέπουμε την επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας, την έμφαση και ερμηνεία γεγονότων που μπορούν να εξυπηρετήσουν το σκοπό της συγκρότησης σε έθνος και την αποσιώπηση ή διαστρέβλωση όσων δε μπορούν να ενταχθούν στο πρίσμα του εθνογενετικού ιδεολογήματος και εγχειρήματος.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί η εργασία του Ιάκωβου Μιχαηλίδη με τον τίτλο «Αλυτρωτισμός και πολιτική: επίσημα κρατικά ντοκουμέντα της FYROM, 1944-2006» (σελ. 17-55). Επίσης περιλαμβάνονται οι εργασίες της Σταυρούλας Μαυρογένη για τα σχολικά εγχειρίδια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (σελ. 56-76) και του Βλάση Βλασίδη για τον Αλυτρωτισμό στο Διαδίκτυο (σελ. 77-92). Στις σελίδες 93-229 περιέχονται ντοκουμέντα από εκδόσεις στη FYROM σχετικά με την αλύτρωτη αιγαιακή Μακεδονία, την καταπιεσμένη Μακεδονική μειονότητα και την οικειοποίηση συμβόλων του ιστορικού παρελθόντος. Περισσότερο έχουμε καταγραφή υλικού και αποφεύγονται οι κρίσεις. Ο «αναγνώστης» δεν εμποδίζεται να κρίνει, δεν «ωθείται» όμως σε κάτι τέτοιο. Μπορούμε να μελετήσουμε το βιβλίο από ουδέτερη οπτική σα να επρόκειτο για μια περιοχή, ας πούμε, της νοτίου Αμερικής! Αλλά το πιθανότερο είναι η διέγερση του θυμικού να εμποδίσει την ψύχραιμη ανάγνωση. Επίσης είναι φανερή η παρουσίαση του ζητήματος από «εθνική σκοπιά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες κοινωνικές ή ιστορικές κλπ παράμετροι.

Στην διαδικασία αυτή της εθνογένεσης των γειτόνων η ελληνική οπτική των τελευταίων χρόνων φαίνεται να έπαιξε το ρόλο που για την Ελλάδα είχε ο Φαλμεράυερ. Και ακόμα περισσότερο, δεν υπήρξε απλώς μια οπτική άρνησης ή αμφισβήτησης του Μακεδονισμού, αλλά και μία αναγκαία ετερότητα λόγω της γειτνίασης των δύο χωρών. Κατά τον τρόπο αυτό έδινε στους ιστορικούς της γειτονικής χώρας τα σημεία εκείνα προς τα οποία έπρεπε να οξύνουν την αντιπαράθεσή τους για να διαφοροποιήσουν καθοριστικά τα χαρακτηριστικά μιας ταυτότητας που σκόπευαν να ανάγουν σε εθνική.

Επιπλέον η ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτού που προηγείται του ιστορικού ρόλου του έθνους, δηλαδή σχηματικά πριν από το 18ο αι. καθώς και ο τρόπος που γίνεται αυτή συνιστά κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα έθνη κατά τη φάση της ιδεολογικής συγκρότησής τους.
Να σημειωθεί, ακόμα, ότι σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος εθνοτικός και όχι εθνικός χωρίς όμως να διευκρινίζεται το περιεχόμενό του. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στον αναγνώστη που είναι αμύητος στην ορολογία της ιστορικής επιστήμης.

Σχετικά με τον πρόλογο και το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου.
Δε μπορώ να καταλάβω τη γλώσσα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει στο εισαγωγικό του σημείωμα για την «ΕΜΣ και το επιστημονικό της έργο» ο Ι. Κολιόπουλος που έχει την «ευθύνη για την οργάνωση του τμήματος του ιδρύματος που ασχολείται με την παραγωγή ερευνητικού έργου». Αντιγράφω: «Η Ελλάς, με βαριά κατάγματα μετά τον δεκαετή πόλεμο και σπαραγμό, όρθωσε το ανάστημά της, και μαζί με την Ελλάδα και η Εταιρεία το δικό της ανάστημα. Υπό την απειλή επίβουλων γειτόνων κατοχύρωσε την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της με τις απαραίτητες συμμαχίες, αποφεύγοντας τον απειλούμενο ακρωτηριασμό της από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Χώρα της Ενωμένης Ευρώπης πλέον η Ελλάς, διαθέτει ισχυρό δημοκρατικό πολίτευμα, άρρητη εθνική και κοινωνική συνοχή, επίζηλη ευημερία, ισχυρή αμυντική θωράκιση (παρά τις περί του αντιθέτου υλακές) που εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων της.
Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι έξωθεν επιβουλές κατά της ανεξαρτησίας και της ασφάλειας της χώρας, ιδίως κατά της Μακεδονίας. Πρόκειται για επιβουλές παλαιάς κοπής αλλά με νέο μανδύα που έχουν ως στόχο, έμμεσο αλλά διαφανή πλέον, την γενικότερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι πολιτικό και ως πολιτικό ζήτημα η επιβουλή είναι ευθύνη της πολιτείας γενικώς και της κυβερνήσεως της χώρας ειδικώς. Η ΕΜΣ έχει, ωστόσο, καθήκον να ασχοληθεί με την επιστημονική ανάλυση του πολιτικού αυτού ζητήματος, με την ιδιότητα του κατ’ εξοχήν επιστημονικού ιδρύματος που ασχολείται με τη Μακεδονία». (σελ. 15)
Προφανώς δεν πρόκειται για επιστημονικό λόγο, μάλλον αποτελεί πολιτική τοποθέτηση, κινδυνολογία και δήλωση υποταγής της ιστορικής έρευνας στις πολιτικές ανάγκες. Μια τέτοια εισαγωγή σαφώς θέτει επιστημολογικά ζητήματα σχετικά με το ρόλο της επιστήμης και ειδικότερα της ιστορίας.