Πέμπτη, Μαρτίου 30, 2023

Ευγενία, Lionel Duroy

     Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο, πολυδιάστατο (με ενδιαφέρον πολιτικό, κοινωνικό, λογοτεχνικό, ψυχογραφικό) που αναδεικνύει την αντιφατική μοίρα της Ρουμανίας και των Ρουμάνων πολιτών κατά την περίοδο της ανόδου του ναζισμού και του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την ήττα των Γερμανών, το 1945. Αφηγήτρια είναι η νεαρή φοιτήτρια Ευγενία (Ζάνα), ένα θαρραλέο κορίτσι με σταθερές ανθρωπιστικές αξίες, που δοκιμάζεται στις απίστευτες συνθήκες που βιώνει, και ανταποκρίνεται με εξυπνάδα, παρρησία και τόλμη.
     Πέρα δηλαδή από την τραγική ιστορία της Ρουμανίας (που, όπως και η Πολωνία ή η Τσεχοσλοβακία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης έζησαν απίστευτους διωγμούς Εβραίων και πολύ τραυματικά γεγονότα), πέρα από την φρίκη του ναζισμού και των πογκρόμ για τα οποία έχουν γραφτεί σελίδες και σελίδες, η ιστορία της Ευγενίας, προσωποποιημένη κι εξατομικευμένη, ξεδιπλώνει μια σειρά από τρανταχτά ηθικά διλήμματα. Επιπλέον, η ιδιότητά της ως δημοσιογράφου, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να αναδείξει ένα ακόμα καυτό θέμα της Νεότερης Ιστορίας, την αλλοίωση των γεγονότων, την δημοσιογραφική διαστρέβλωση, την «κατασκευή» μιας βολικής αφήγησης από τους εκάστοτε ιθύνοντες.
     Το «αφηγηματικό σήμερα», δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία η αφηγήτριά μας ξεκινά να καταθέτει τη μαρτυρία της, είναι η 31η Μαΐου 1945· μόλις έχει μαθευτεί ότι ο Ρουμανοεβραίος συγγραφέας Μιχαήλ Σεμπαστιάν (υπαρκτό πρόσωπο, Ιωσήφ Χέκτερ, το πραγματικό όνομα), πέθανε σε ατύχημα. Η Ζάνα όμως, όταν αποφασίζει να γράψει το βιβλίο της, επιστρέφει στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν ένα τεράστιο κύμα αντισημιτισμού έχει ήδη φουντώσει στη χώρα, μαζί με ακροδεξιές φιλοχιτλερικές αντιλήψεις.
     Η βαθιά κι ανιδιοτελής αγάπη της Ευγενίας προς τον Μιχαήλ, εκφρασμένη ξεκάθαρα παρόλο που εκείνος δεν ήταν ποτέ ερωτευμένος μαζί της, είναι ένας από τους άξονες που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της. Επίσης, ο απερίφραστος θαυμασμός προς την καθηγήτριά της Ιρίνα Κοστινάς (ρουμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου) την έχει εμποτίσει με υψηλές ιδέες και βαθύ ανθρωπισμό- άλλωστε χάρη στην Ιρίνα γνωρίστηκε, με επεισοδιακό τρόπο, με τον Μιχαήλ. Τέλος, οι μετριοπαθείς ιδέες των γονιών της αλλά κυρίως οι εθνικιστικές αντισημιτικές ιδέες του μεγάλου αδερφού, του Στεφάν («η μετριοπάθεια είναι μια μορφή προδοσίας»), ρίχνουν την ηρωίδα μας σε διάφορα σταυροδρόμια επιλογών, παρόμοιων με τις επιλογές που είχε να κάνει κάθε φορά η ασταθής διακυβέρνηση της Ρουμανίας, αυτήν την ζοφερή περίοδο.
     Η δεκαοκτάχρονη φοιτήτρια έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση αρχικά με τον αδερφό της, όταν ανακάλυψε ότι εκείνος ηγούνταν της ομάδας φοιτητών που ξυλοκόπησαν τον Μιχαήλ, προσκεκλημένο της κας Κοστινάς στο Πανεπιστήμιο. Το πρώτο αυτό επεισόδιο είναι κομβικό για όλη την αφήγηση, πρώτον γιατί σηματοδοτεί την απαρχή του έμπρακτου αντισημιτισμού, δεύτερον γιατί είναι η αφορμή γνωριμίας (και κεραυνοβόλου έρωτα) της Ευγενίας με τον Μιχαήλ, και τέλος γιατί είναι η αφορμή πολιτικοποίησής της κι έμπρακτης συμμετοχής της στα δρώμενα (ήδη δεν μπορούσα πια να φέρω στον νου μου τους δικούς μου –τους γονείς μου, τον Στεφάν, την οικογενειακή μας ζωή-, χωρίς να νιώσω ένα αίσθημα ασφυξίας). Στη συνέχεια, η ηρωίδα μας βουτάει στα βαθιά νερά, καθώς ανακαλύπτει σιγά σιγά τον κόσμο, την κοινωνία μ’ όλες τις αντιφάσεις της (είναι αλησμόνητη η στιγμή κατά την οποία βγαίνουμε από την πλάνη και αντιλαμβανόμαστε πως σφάλαμε, πως μας κορόιδεψαν. Δεν είμαι σε θέση να περιγράψω την πορεία αυτής της ξαφνικής συνειδητοποίησης, αλλά έχουμε τότε την αίσθηση ότι τα πάντα μέσα μας φωτίζονται μονομιάς, ότι η καρδιά και η λογική αναφλέγονται μαζί κι απότομα, και ότι ένας ολοκαίνουργιος θυμός, που δεν γνωρίζουμε ακόμα τι να τον κάνουμε, γεννιέται μέσα μας και μας πλημμυρίζει).
Το ιστορικό πλαίσιο –η θέση των Εβραίων
     Πώς έβλεπαν τους Εβραίους το 1935, αναρωτιέται η Ευγενία: ήταν διαφορετικοί από τους Ρουμάνους, είτε πολύ πλούσιοι είτε εξαθλιωμένοι. Υπήρχε όμως και εύπορη μεσαία τάξη από εμπόρους και γιατρούς, κι αυτό γιατί κάποιος νόμος απαγόρευε να έχουν στην ιδιοκτησία τους γη, σε μια χώρα όπου η οικονομία βασιζόταν κυρίως στην γεωργία. Επομένως, είχαν έναν λόγο παραπάνω να σπουδάσουν, κι η μόρφωσή τους αυτή δημιουργούσε στην ψυχή των Ρουμάνων «μνησικακία και φθόνο».
     Έχουν ήδη προηγηθεί στα αρχές του αιώνα τα δύο φοβερά πογκρόμ της περιοχής του Κισινάου[1] (1903, 1905), με τα οποία παραλληλίζει η Ζάνα το πογκρόμ του Βουκουρεστίου και του Ιασίου[2] που έγιναν στην διάρκεια του πολέμου, και που το τελευταίο το έζησε κι η ίδια. Παρόλο που οι Εβραίοι κάτοικοι φυσικά είναι πολιτογραφημένοι ως δεύτερης και τρίτης γενιάς Ρουμάνοι πολίτες (υπό την πίεση της Γαλλίας το 1918, που τότε ήταν σύμμαχος ενάντια στους Γερμανούς), τα συναισθήματα απειλής αυξάνονται γιατί τα υποδαυλίζουν οι αντισημιτικές οργανώσεις. Οι Εβραίοι είναι «ξένοι», απειλητικοί κι ανεπιθύμητοι (μας κλέβουν το ψωμί μέσα απ’ το στόμα, όταν εμείς οι υπόλοιποι, που κυλάει στις φλέβες μας ρουμάνικο αίμα, πασχίζουμε να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην).   
     Ο Κωνσταντίν Κούζα, κοσμήτορας της νομικής, και ο Κορνέλιου Κοντρεάνου ιδρύουν τη Λίγκα Εθνικής και Χριστιανικής Άμυνας, που από το 1923 ξεσηκώνουν τους χριστιανούς ενάντια στους Εβραίους, απαιτούν να υπάρχουν περιορισμένες θέσεις για τους Εβραίους φοιτητές στα πανεπιστήμια, οι φοιτητές της ιατρικής να προμηθεύονται… δικά τους πτώματα (!), και γενικότερα προβαίνουν σε βιαιοπραγίες με αποτέλεσμα να επέμβει ο βασιλιάς ώστε να συλληφθούν οι εθνικιστές φοιτητές του Κούζα, τους οποίους ωστόσο ελευθερώνουν το 1925 (κυρίαρχη άποψη: ωθούν τους ανθρώπους στα άκρα, και ύστερα εκπλήσσονται που κάποιος Κοντρεάνου αντιδρά…).
     Ο Κοντρεάνου [3], ελεύθερος παρόλο που δολοφόνησε αστυνομικό, διαχωρίζει την θέση του από τον Κούζα (τον βρήκε πολύ μετριοπαθή), και ιδρύει την «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» που μεταστοιχειώνεται στην πασίγνωστη «Σιδηρά Φρουρά», ένα κίνημα προσηλωμένο στον Χίτλερ που εξαπλώνεται και «ριζοσπαστικοποιείται», ή καλύτερα φασιστικοποιείται. Σ’ αυτό το κίνημα προσχωρεί και ο Στεφάν, ο φανατικός αντισημίτης-αδερφός της Ζάνας. Ο Κοντρεάνου απ’ την άλλη, που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός, από τη μια διώκεται, από την άλλη συνεργάζεται με την κυβέρνηση, για να καταλήξει στην φυλακή και στη συνέχεια στραγγαλισμένος από το καθεστώς, με άλλου 13 λεγεωνάριους. Τον Κοντρεάνου διαδέχεται στην Σιδηρά Φρουρά ο Χόρια Σίμα, του οποίου ο Στεφάν είναι το δεξί χέρι.
     Ο ρόλος των λεγεωνάριων είναι ρόλος μπαλαντέρ σ’ ένα καθεστώς πουλημένο (βασιλεία Καρόλου Β΄), καθότι ο βασιλιάς Κάρολος Β΄[4] εγκαθιδρύει αρχικά μια «βασιλική δικτατορία», επιβάλλοντας ως πρωθυπουργό τον αντισημίτη Κριστέα, και παραπαίει ανάμεσα σε Ρωσία (που διεκδικεί Βεσσαραβία και Μπουκοβίνα) και Γερμανία (που έχει ήδη από το 1938 καταλάβει τη Σουδητία, και απειλεί τα γειτονικά εδάφη). Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Κάρολος Β΄ βλέπει στον Χίτλερ έναν σύμμαχο, και τον Νοέμβριο του1938 του παραδίδει τα κοιτάσματα πετρελαίου ως αντάλλαγμα για την εγγύηση των συνόρων ενάντια στην Σοβιετική Ένωση. Εξίσου αντιφατική είναι η στάση της κυβέρνησης κι απέναντι στους λεγεωνάριους: έβαζε να δολοφονήσουν τους επικεφαλής της Λεγεώνας, αλλά ταυτόχρονα διέταζε να απελευθερωθούν ορισμένοι θεωρητικοί του κινήματος. Είναι η εποχή κατά την οποία καταζητείται ο Στεφάν, δημιουργώντας αγωνία στους γονείς της Ζάνας. Η εισβολή των Γερμανών στην Πράγα(15/3/39) παρά την συμφωνία του Μονάχου (29/9/38)[5] γεμίζει τρόμο τους Ρουμάνους και κυρίως τους αντιφασίστες.
     Οι εξελίξεις για την ρουμανική κυβέρνηση είναι καταιγιστικές και ανατρεπτικές, εφόσον οι καταζητούμενοι λεγεωνάριοι βρίσκονται πολύ σύντομα στην εξουσία. Το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας (Σύμφωνο Μολότωφ Ρίμπεντροπ[6], Αύγουστος 1939) έχει δημιουργήσει σύγχυση στον Ρουμάνο πολίτη (δεν είσαι κορόιδο που προσπαθείς να μπεις κάτω από την ομπρέλα του Βερολίνου, τη στιγμή που Βερολίνο και Μόσχα βαδίζουν πια χέρι χέρι;). Παρόλο που στις 21 Σεπτεμβρίου 1939 εννέα Λεγεωνάριοι πήραν μέρος στη δολοφονία του πρωθυπουργού Αρμάντ Καλινέσκου σε αντίποινα για τη σύλληψη και δολοφονία του "Καπιτάν" Κοντρεάνου, η κατάσταση πολώνεται όλο και περισσότερο, εφόσον ο προσωρινός πρωθυπουργός Αρτζεσάνου, μετά την δολοφονία του προκατόχου του, εξαπολύει μεν μεγάλη καταδίωξη των λεγεωνάριων (εκτελέστηκαν περίπου 300 άτομα, ο Στεφάν με τον Χόρια Σίμα κατέφυγαν στο Βουκουρέστι) αλλά όταν αναλαμβάνει ο Αντονέσκου, όχι μόνο δίνει αμνηστία σε όλους, αλλά εμπιστεύεται τον Χόρια Σίμα και συνεργάζεται με την Σιδηρά φρουρά. Έτσι ο μισητός Στεφάν από καταζητούμενος γίνεται ξαφνικά άνθρωπος του καθεστώτος.
     Τα γεγονότα τα παρακολουθούμε λεπτομερώς μέσα από τα μάτια της Ευγενίας, η οποία συμμετέχει κάνοντας την πρακτική της ως δημοσιογράφος (π.χ. ήταν η πρώτη που έμαθε και πληροφόρησε τον εργοδότη της , της εφημερίδας, κο Χάρτινγκ, για την δολοφονία του Καλινέσκου, και ανέλαβε να κάνει ρεπορτάζ). (-Δεν το πιστεύω… Μόλις χτες δολοφονήθηκε ο Καλινέσκου, και ο βασιλιάς ήδη τους συγχωρεί; -Είστε πολύ νέα Ευγενία. Ξέρετε τι έλεγε ο Ταλεϋράνδος; “Στην πολιτική δεν υπάρχουν πεποιθήσεις, υπάρχουν μόνο περιστάσεις)
     Για το καθεστώς Αντονέσκου (άνθρωπος του Χίτλερ, έδιωξε με απίστευτα δαιμόνιο τρόπο τον Κάρολο Β΄και ανακηρύχτηκε απόλυτος άρχοντας), αντιγράφω από την Wikipedia:
     «Στις 2 Σεπτεμβρίου 1940[7] ξέσπασε το κίνημα της Σιδηράς Φρουράς, τα επεισόδια επεκτάθηκαν και απειλήθηκε το Παλάτι, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Βασιλεύς Κάρολος Β΄ κάλεσε τον Στρατάρχη Αντονέσκου να αναλάβει να σώσει τη χώρα. Ο Βασιλιάς έδωσε στον Αντονέσκου απεριόριστη ισχύ και εξουσία, όμως δύο ημέρες αργότερα ο Αντονέσκου απαίτησε από τον Βασιλιά την παραίτηση του υπέρ του γιου του Μιχαήλ ο οποίος και στέφτηκε Βασιλιάς. Την ίδια ημέρα θέλοντας να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα της Λεγεώνας για συμμαχία με τον Αδόλφο Χίτλερ απέστειλε τελεσίγραφο φιλίας. Στις 14 Σεπτεμβρίου κήρυξε δικτατορία, ο Χόρια Σίμα έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ενώ το κράτος ανακηρύχτηκε σε Εθνικό Λεγεωναρικό και η επίσημη ενδυμασία της Σιδηράς Φρουράς και των Λεγεωνάριων η οποία υιοθετήθηκε ήταν το πράσινο και μαύρο χρώμα».
     Εκτός από την Βεσσαραβία και την Μπουκοβίνα, σε δεινή θέση βρίσκονται και οι Ρουμάνοι πολίτες της Τρανσυλβανίας, περίπου 7 εκατομμύρια, την οποία διεκδικεί η… Ουγγαρία! Έτσι, ορισμένοι βλέπουν στον Χίτλερ την ελπίδα να ανακτήσουν τις χαμένες επαρχίες, αντίστοιχα ο Χίτλερ είχε κάθε συμφέρον να στείλει στη Ρουμανία τα αεροπλάνα και τα στρατεύματά του για να προφυλάξουν το πετρέλαιο και τα σιτηρά της χώρας από τα βρετανικά βομβαρδιστικά. Άλλοι βλέπουν τον ρωσικό κίνδυνο, ενώ οι αντισημίτες λεγεωνάριοι τρίβουν τα χέρια τους και ξεκινούν απροκάλυπτες θηριωδίες ενάντια στους Εβραίους και στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους.
     Για άλλη μια φορά οι ισορροπίες ανατρέπονται, εφόσον ο Αντονέσκου δεν αντιδρά άμεσα στις ακρότητες των λεγεωνάριων, αλλά στη συνέχεια έχει την υποστήριξη του Φύρερ ενάντια στον Χόρια Σίμα, ο οποίος ξεσηκώνει τους λεγεωνάριους κι όλοι περίμεναν ένα νέο πραξικόπημα που θα ανέτρεπε τον Αντονέσκου.
      Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων μέχρι να παγιωθεί το φιλοναζιστικό καθεστώς στη Ρουμανία, που συνέβαλε στρατιωτικά στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (Ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση) με το Ρουμανικό Στρατό το καλοκαίρι του 1944 να ξεπερνά τους 1,2 εκ. άνδρες, δεύτερο σε δύναμη μετά τη Ναζιστική Γερμανία.[8].
     Η διφορούμενη στάση του πρωθυπουργού Αντονέσκου απέναντι στους Εβραίους, εξηγείται από την γενικότερα διφορούμενη πολιτική του πολιτικού, ο οποίος θέλει μεν την υποστήριξη του Χίτλερ, αν όμως γυρίσει ο άνεμος, θέλει να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του μπροστά στους συμμάχους.
Η Ευγενία –
από το συναίσθημα στην πράξη

     Οι Εβραίοι, ανάμεσά τους κι ο Μιχαήλ, απειλούνται άμεσα από τους λεγεωνάριους και την Σιδηρά Φρουρά (κάποιοι έχουν ήδη αυτοεξοριστεί, όπως ο αδερφός του Μιχαήλ), αλλά καθώς το καθεστώς γίνεται ολοένα και πιο φιλοχιτλερικό, η θέση τους επιδεινώνεται, και τα ακραία φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Η Ευγενία, ευαίσθητη δέκτης, συνειδητοποιημένη και πολιτικοποιημένη μέσα από τα φοιτητικά έδρανα και την αγάπη της για τα βιβλία, πολύ συχνά νιώθει ανήμπορη, νιώθει «τύψεις για την απόλαυση που αντλεί κλαψουρίζοντας για τα δεινά των άλλων», νιώθει αρχικά ότι είναι ταμένη να ακολουθήσει τον δρόμο της καθηγήτριάς της, της Ιρίνας (που αυτοκτόνησε για τις πεποιθήσεις της), να «αφυπνίσει συνειδήσεις» (ασφαλώς δεν επρόκειτο να σώσω τον πλανήτη, ούτε καν τη χώρα μου, την πόλη μου ή τον δρόμο όπου έμενα, αλλά κάθε χρόνο θα άνοιγα τα μάτια σε μια χούφτα φοιτητές, όπως είχε κάνει για μένα η Ιρίνα, σκορπίζοντας έτσι στον κόσμο μερικά σποράκια…). Συνειδητοποιώντας όμως ότι τα γεγονότα τρέχουν, και ότι δεν είναι δυνατόν να περιμένει να γίνει καθηγήτρια κλπ κλπ «για να σώσει τον κόσμο», προχωρά στη δράση με το να δεχτεί να κάνει πρακτική άσκηση στο πρακτορείο Τύπου Rador με αφεντικό τον κο Χάρτιγκ.
     Καθώς βρίσκεται τώρα στην πρώτη γραμμή λόγω «επαγγελματικής» ιδιότητας -αλλά και κατά κάποιον τρόπο προστατευμένη λόγω της θέσης του Στεφάν στην Σιδηρά Φρουρά-, η Ευγενία ζει έκπληκτη, βήμα βήμα, το αυξανόμενο μίσος προς τους συνανθρώπους τους, τη μεταστροφή όχι μόνο των διεφθαρμένων πολιτικών απέναντι σε φιλήσυχους Εβραίους πολίτες, γείτονες κλπ , αλλά και συμπολιτών της –ανάμεσά τους και των γονιών της. Αντιστέκεται με όποιο μέσον διαθέτει, είτε με πύρινα λόγια (Σε επίσημο, κοσμοπολίτικο δείπνο: Οι κάτοικοι του Κισινάου, στην όμορφη επαρχία της Βεσαραβίας, γνωρίζετε πώς απαλλάχτηκαν από τους Εβραίους το 1903; Δεν ξέρετε; Θα σας εξηγήσω. Και αυτοί, όπως εσείς τώρα, ισχυρίζονταν ότι πέθαιναν από την πείνα εξαιτίας των Εβραίων. Ε, λοιπόν, για να τους υποχρεώσουν να φύγουν, ανακάλυψαν έναν τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό από το να τους στερήσουν όλα τους τα δικαιώματα και να τους ωθήσουν στη λιμοκτονία, όπως κάνουμε εμείς σήμερα: τους σφαγίασαν), είτε με πράξεις, που ενίοτε υπερβαίνουν το αναμενόμενο. Κυρίως όμως συγκροτεί σιγά σιγά μια ιδεολογία, που αντικρούει καίρια τον φασιστικό και ρατσιστικό λόγο που κυριαρχεί στη χώρα την εποχή αυτή.
     Αρχικά, όπως είπαμε, δεν διστάζει να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τον Στεφάν (Δεν νομίζω πως ένα κίνημα που οικοδομήθηκε πάνω στο μίσος και τη βία μπορεί να μετατραπεί, από τη μια μέρα στην άλλη, σε έντιμο κίνημα/Θεέ μου, Στεφάν, μα πώς καταλήξαμε έτσι; Να είμαστε τόσο αποξενωμένοι που να μην καταλαβαίνουμε πια καθόλου ο ένας τον άλλον; Εσύ, μαζί με αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους νιώθω απύθμενη αηδία;), και όχι μόνο. Κάθε ρατσιστική κουβέντα, ακόμα κι από «φίλους» του Μιχαήλ, την γεμίζει οργή, και κάθε νέο μέτρο εναντίον των Εβραίων (π.χ. απαλλοτρίωση περιουσιών, κατάσχεση ραδιοφώνων, κατηγορίες ότι όλοι οι εβραίοι είναι φιλοκομμουνιστές και συνεργάζονται με τους Ρώσους κλπ κλπ), την αναστατώνει. Όμως γρήγορα από την λεκτική αντίδραση προχωρά και σε αντιστασιακές πράξεις, κυρίως μετά την είδηση ότι οι Γερμανοί, παρά τη συμφωνία Μολότωφ Ρίμπεντρομπ, θα επιτεθούν στη Ρωσία. Είναι η εποχή που η Ευγενία στέλνεται από το πρακτορείο στο Ιάσιο, όπου αναλαμβάνει να καλύψει τα πρώτες μέρες του πολέμου, εφόσον τα στρατεύματα θα ξεκινούσαν από την γενέτειρά της.
     Η κατάσταση στο Ιάσιο είναι έκτακτη, και πολλοί φίλοι και γείτονες Εβραίοι ή έχουν φύγει, ή φοβούνται. Η είδηση ότι θα στρατευτεί ο μικρός και ομοϊδεάτης αδερφός της ο Αντρέι, την αναστατώνει (μην πεθάνεις, Αντρέι, σε ικετεύω/υποσχέσου μου ότι θα εκτελείς μόνο διαταγές) και γίνεται αφορμή νέων επικών συγκρούσεων με τους γονείς (επιδοκιμάζατε -δίχως να το συνειδητοποιείτε ίσως- την ιδέα ότι κάποιοι λαοί είναι ανώτεροι από τους άλλους. Το γερμανικό αίμα! Το ρουμανικό αίμα! Το ένδοξο ρουμανικό αίμα! (…) Ε, λοιπόν, εγώ αγαπώ έναν Εβραίο, να φανταστείτε, και δεν νομίζω πως το αίμα μου είναι ανώτερο από το δικό του). Το ιδεολογικό χάσμα με γονείς είναι ακόμα αγεφύρωτο, ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα – και τότε ξεκινάει η Ευγενία τη δική της ατομική αντίσταση: οι αντιεβραϊκές αφίσες σ’ όλη την πόλη την οδηγούν στην ΕΥΠ όπου ζητά εξηγήσεις (φυσικά την μπουζουριάζουν και την ελευθερώνουν όταν γίνεται αντιληπτό ότι είναι αδερφή του Στέφαν)· στην συνέχεια επισκέπτεται την εβραϊκή γειτονιά -«πράγμα «επικίνδυνο»- , στο Τίργκουλ Κούκουλουι, όπου δεν είχε πάει ποτέ στα 24 χρόνια της, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν την κατάσταση, ρισκάροντας καθώς κάνει ερωτήσεις δεξιά κι αριστερά· θέλει να πάρει συνέντευξη από τον στρατηγό φον Σόμπερτ, γενικό διοικητή των στρατευμάτων του Ράιχ στη Γερμανία· γνωρίζει τον φιλειρηνιστή Ιταλό πρόξενο, τον Σαρτόρι κι έχει εποικοδομητικό διάλογο μαζί του (δεν νομίζετε ότι αξίζει τον κόπο να μείνουμε (στο Ιάσιο), αν είναι να σώσουμε έστω κι έναν Εβραίο;). Κι όταν οι προβοκάτσιες σε βάρος των Εβραίων αυξάνονται (προκειμένου να τους ενοχοποιήσουν ότι συνεργάζονται με τους Ρώσους), όταν οι φασίστες σημαδεύουν τις πόρτες των χριστιανών με σταυρούς για να ξέρουν ποια σπίτια εβραϊκά θα λυντσάρουν (ήταν δυνατό να έχει εκδοθεί μια τέτοια διαταγή; Θα επέστρεφα στο Διοικητήριο για να το ξεκαθαρίσω), όταν βλέπει με τα μάτια της τριάντα συλληφθέντες Εβραίους να προχωρούν με αξίνες και φτυάρια προς τον μελλοντικό τους τάφο, τα συναισθήματα θλίψης και οργής είναι τόσο έντονα (αισθάνομαι τόσο ανήμπορη και άχρηστη ήθελα να κλάψω, ορίστε, να με πάρει κάποιος στην αγκαλιά του, να μου πει πως ήταν απλώς μια κακιά στιγμή) που τεράστιο μεγάλο ιδεολογικό ρήγμα αρχίζει να παίρνει μορφή μέσα της: αρχικά νιώθει ότι η δημοσιογραφία είναι ανεπαρκής (είναι ανίκανη να αποδώσει την απίστευτη πολυπλοκότητά μας/δεν αποκαλύπταμε τίποτε απολύτως με τις αιώνιες ερωτήσεις μας, σημειώνοντας σχολαστικά απαντήσεις που δεν αποτελούσαν παρά χλωμή αντανάκλαση των συναισθημάτων που βιώνει ο καθένας). Αρχίζει ένας προχωρημένος προβληματισμός πάνω στην ανθρώπινη φύση: πώς εξηγείται, ή μάλλον πώς γεννιέται το μίσος και η βία σε ανθρώπους που κατά τ’ άλλα χαμογελούν στη γυναίκα τους και «χαϊδεύουν με τρυφερότητα τα μαλλιά των παιδιών τους» (έπρεπε να πάψουμε να θέτουμε ερωτήσεις και να διεισδύσουμε στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων, θυτών και θυμάτων, να τους ακούμε, να μην τους διακόπτουμε, και προπαντός να μην τους αντικρούουμε/ήταν η μόνη μας ελπίδα να συλλάβουμε ένα μέρος έστω της πολυπλοκότητάς μας).
     Δεν υπακούει στην εντολή του Χάρτιγκ να ακολουθήσει τους στρατιώτες στο μέτωπο (όχι, δεν θα εγκαταλείψω το Ιάσιο. Εκεί πέρα θα τρέχουμε πίσω από τα πάντσερ και θα κρεμόμαστε από τα ανακοινωθέντα του επιτελείου. Η θέση μου είναι εδώ, δεν θα εγκαταλείψω το Ιάσιο). Παραμένει λοιπόν στην πόλη της και ανοίγει τα μάτια της και τα αυτιά της διάπλατα, παρατηρώντας τα βήματα που οδηγούν στο πογκρόμ του Ιασίου[9], νιώθοντας την ανάγκη να γράψει (να βγάλω από την τσάντα μου το σημειωματάριο και το στυλό και να γράψω, να γράψω/πώς να πορευτείς στη ζωή χωρίς να κοιτάζεις πίσω;).
     Τα γεγονότα όπως ξέρουμε από την Ιστορία που κλιμακώνονται ραγδαία (σοβιετική επίθεση στο Ιάσιο, βομβαρδισμοί για τους οποίους κατηγορούν… τους Εβραίους(!), αφίσες που παροτρύνουν τους Ρουμάνους να σκοτώσουν Εβραίους, διωγμοί, ωμότητες, δολοφονίες), και η Ευγενία τρέμει πια από αγανάκτηση, μην ξέροντας πώς να δράσει, αποφασίζει να… πάει στην αστυνομία! Η τόλμη και ο θυμός της είναι τέτοιος, που όταν μαθαίνει ότι τρεις αθώοι Εβραίοι ενοχοποιήθηκαν ως συνεργοί των σοβιετικών και πυροβολήθηκαν πισώπλατα, αποφασίζει να πάρει συνέντευξη από τον λοχία που τους πυροβόλησε!!! («Τον λοχία; Μα ο λοχίας είναι δολοφόνος!» -«Γι’ αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει τι έχει να πει/πώς το δικαιολογεί ο ίδιος; Πώς τα βρίσκει με τον εαυτό του στην καθημερινή του ζωή;».
     Έτσι, η Ευγενία προσγειώνεται στην ιδεολογική θέση που είχε εκφράσει ο Μιχαήλ, στην αρχή της γνωριμίας τους, καθώς εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογήσει γιατί δεν εγκαταλείπει τη Ρουμανία, όπως έκανε ο αδερφός του: Θα με απομόνωνε στην κατάστασή μου, την κατάστασή μου ως Εβραίου, αντί να μου επιτρέψει να αντιληφθώ τι διαδραματίζεται στο μυαλό αυτών που με χτυπούν. Η εξέγερση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιχαρακωθώ στην ηδονή της αδικίας, στη μυστική απόλαυση της οδύνης, έστω κι αν ακούγεται κάπως παράδοξος ο συνδυασμός τούτων των δύο λέξεων, της απόλαυσης και της οδύνης. Έτσι λοιπόν και η Ευγενία, καταλήγει στο ότι δεν έχει τόση αξία/σημασία τι έχει να πει το θύμα (τα θύματα συγκινούν αλλά δεν μας δίνουν τα κλειδιά του μίσους), αλλά οι θύτες. Δεν χάνει λοιπόν καιρό και με την πρόφαση ότι κάνει έρευνα για… το «ηθικό των ανδρών» (!), επισκέπτεται τον λοχία Μόρτσα Μανολίου που πυροβόλησε τους τρεις αθώους, στο σπίτι του. Γνωρίζει την έγκυο γυναίκα του, τον ακούει να παραπονιέται για «το ζευγάρι Οβριών που «έκλεψαν» το μαγαζί που ονειρεύονταν οι γονείς του, και στο τέλος ομολογεί ότι σκότωσε «μόνο δύο Εβραίους. Ο τρίτος κατόρθωσε να δραπετεύσει».
     Η βαναυσότητα για την οικογένεια της Ευγενίας κορυφώνεται όταν βλέπουν τους γείτονές τους, σκοτωμένους και ημίγυμνους μπροστά στο φαρμακείο τους. Τη μέρα εκείνη όλοι οι δρόμοι του Ιασίου είναι γεμάτοι νεκρούς. Είναι το όριο πέρα από το οποίο οι γονείς της Ευγενίας αρχίζουν να βλέπουν την αλήθεια, ότι οι λεγεωνάριοι/κυβερνητικοί -πλέον-προβοκάρουν τους Εβραίους για να έχουν πρόσχημα να διαπράξουν τις φρικαλεότητές τους. Τρομαγμένοι και αναστατωμένοι, δέχονται με ευχαρίστηση να κρύψουν μια οικογένεια που κινδυνεύει. Η Ευγενία φυσικά και δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, τρέχει στο Διοικητήριο για να μαζέψει πληροφορίες ως ανταποκρίτρια της Corriere de la Serra (της έδωσε το δικαίωμα ο Μαλαπάρτε[10], με τον οποίο έχει γνωριστεί), όπου γίνεται μάρτυρας απίστευτης σκληρότητας (βίωνα ένα γεγονός απερίγραπτης απανθρωπιάς, δίχως να ξέρω ούτε πώς να το καταγγείλω ούτε πώς να εκφράσω την ντροπή μου). Εννοείται ότι την συλλαμβάνουν, στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις τους απαντά με ευθύτητα, μελετούν το αποκαλυπτικό σημειωματάριό της κι αν την αφήνουν ελεύθερη, είναι μόνο και μόνο επειδή ο Στεφάν είναι ανώτερο στέλεχος της Σιδηράς Φρουράς.
     Η κατάσταση από κει και πέρα είναι τελείως έκρυθμη (παρέπαια εμβρόντητη. Τι ήταν αυτό που ζούσαμε; Επρόκειτο για πογκρόμ;). Ναι πρόκειται για πογκρόμ σε πλήρη εξέλιξη –γυναίκες που τις ξυλοκοπούν στον δρόμο μέχρι θανάτου, εκατοντάδες εβραίοι προπηλακίζονται, βασανίζονται, σκοτώνονται κι όσοι διασώζονται στοιβάζονται στο τρένο για τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Ασύλληπτης φρίκης επεισόδια με απολογισμό 13266 θύματα.
     Ο νεανικός ενθουσιασμός της Ευγενίας έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα (αυτές οι φρικτές μέρες έμοιαζαν να έχουν ισοπεδώσει όλες τις αναμνήσεις μέσα μου/Θεέ μου από τι ήμασταν φτιαγμένοι για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; Άκουγα τον εαυτό μου να αναθεματίζει και ξαφνικά ένας λυγμός κατέπνιγε τον θυμό μου).
     Κι έτσι, μετά απ’ αυτά τα καθοριστικά επεισόδια, ένας πιο τολμηρός ακόμα ακτιβισμός γεννιέται στην Ευγενία: η ένοπλη δράση. Καθώς από ένστικτο αντιλαμβάνεται ότι ο Χάρτιγκ είναι πιο βαθιά χωμένος στην αντίσταση, του ζητά… όπλο και αργότερα, να την βάλει στην αντίσταση(!): Μου φάνηκε πως ήρθε η ώρα να πάψω να συγκαταλέγομαι στους απλούς θεατές, και να δώσω διαφορετική τροπή στη ζωή μου. Ο βαθύς θυμός της απευθύνεται σε όλους, τους γονείς της, με τον Μαλαπάρτε που διαστρέβλωσε τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει ως μάρτυρας του πογκρόμ, ακόμα κι απέναντι στον μετριοπαθή Μιχαήλ (ο θυμός μου οφείλεται στην απάθειά σας, στην εθελοτυφλία σας(…) Γιατί δεν επιχειρείτε κάτι εναντίον των εχθρών σας; Γιατί δεν προβάλλετε αντίσταση;)
Δεν έχουμε έρθει στον κόσμο για να ζήσουμε με ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ τίμημα

Η χαρά και η περηφάνια των νικητών
μοιάζουν να αναιρούνται από την αγωνία και την απόγνωση των ηττημένων

     Η θητεία της Ευγενίας στην αντίσταση είναι περιπετειώδης. Τα ηθικά διλήμματα που την βασάνιζαν ως εκείνη τη στιγμή, πολλαπλασιάζονται και δοκιμάζονται στην πράξη. Τα μαθήματα «πολιτικής διαφώτισης» γίνονται «μαθήματα εκπαίδευσης στο μίσος»: η αηδία και ο θυμός μπορούσαν να ξυπνήσουν μέσα μου ένα βίαιο εκδικητικό πνεύμα που μου έδινε τη βεβαιότητα ότι ήμουν έτοιμη να σκοτώσω. Κι όταν έρχεται η στιγμή της πράξης, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα (τι θα συνέβαινε για παράδειγμα, αν με διέταζαν να εκτελέσω τον λοχία Μίρτσεα Μανολίου;). Διακρίνεται στην σκοποβολή (τέχνασμα του συγγραφέα για να διεισδύσει βαθύτερα στα προβλήματα), και ως εκ τούτου αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές, αρχικά να σκοτώσουν (μαζί με το «δίδυμό της, το ζευγάρι της στον αγώνα) έναν Ρουμάνο αξιωματικό. Τα αντίποινα που προκάλεσε αυτή η απόπειρα δολοφονίας (100 Εβραίοι να τουφεκιστούν) εγείρουν νέα ηθικά διλήμματα και αφορμές έντονου διαλόγου με τον Μιχαήλ (Μιχαήλ: θύμωσε φοβερά με την «αναξιοπρέπεια» των αντιστασιακών, οι οποίοι, αντί να παραδοθούν, θα άφηναν να πεθάνουν στη θέση τους οι Εβραίοι. Ευγενία: -Μη συγχέετε τις ευθύνες, Μιχαήλ. Η αναξιοπρέπεια χαρακτηρίζει τους ναζί, που εξοντώνουν συστηματικά αθώους, όταν δεν βρίσκουν τους ενόχους/ Οι αντιστασιακοί είναι στρατιώτες, οφείλουν να συνεχίζουν να μάχονται όσο δεν έχουν χάσει τη ζωή τους. Μιχαήλ: -Με τίμημα τον θάνατο των Εβραίων –δεν σας φαίνεται απαράδεκτο αυτό;).
     Η τόλμη της Ευγενίας προχωράει ακόμα περισσότερο. Θέλει να σκοτώσει τον πρέσβη Κίλινγκερ, να δράσει εναντίον του αληθινού κυβερνήτη της Ρουμανίας, αυτού που διέταξε τα αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας (το θεωρούσα καθήκον μου να απονείμω δικαιοσύνη). Σχεδιάζει και μεθοδεύει μόνη της την επιχείρηση, που την φέρνει σε πέρας αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ από ηθική άποψη την απασχολεί η γραμματέας που συνόδευε τον πρέσβη (πλάγιαζε μαζί του από αγάπη; Δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Αν είχα δίκιο, θα εξόντωνα μάλλον ένα θύμα παρά μια συνένοχο).
     Τον Σεπτέμβριο του 1942 αναλαμβάνουν να εκτροχιάσουν ένα γερμανικό τρένο με προορισμό το Στάλινγκραντ, που μετέφερε πάντσερ νέας γενιάς. Η μερική επιτυχία ενθουσιάζει την Ευγενία (μέσα μου γεννήθηκε το αίσθημα πως η νίκη ήταν εφικτή, πως οι Γερμανοί δεν ήταν αήττητοι/οφείλω επίσης να αναφέρω ότι αφού σκότωσα έναν από δαύτους, κατά τη διάρκεια εκείνης της μεθυστικής νύχτας, λαχταρούσα να μου δοθεί η ευκαιρία να δολοφονήσω ακόμα περισσότερους (!)).
     Καθώς κυκλοφορούν τα νέα του εκτροχιασμού, τα συναισθήματα της Ευγενίας από κει και πέρα κυμαίνονται μεταξύ αγωνίας μήπως την συλλάβουν και χάσει κι ο Μιχαήλ την ζωή του εξαιτίας της (για μερικές βδομάδες είχα την ανατριχιαστική αίσθηση ως ζούσα υπό προθεσμία), ενοχών για τις πράξεις της αλλά και γιατί τις κρύβει από τον Μιχαήλ, αγωνίας για την τύχη του Στάλινγκραντ και του αδερφού της Αντρέι. Στο αφηγηματικό «σήμερα» ντρέπεται για την «γυναίκα που είχε γίνει το φθινόπωρο του 1942».
Ήταν οι πιο κτηνώδεις μέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας
Γιατί σιώπησα;
Ίσως μετά από αυτό το τρομαχτικό γεγονός όπου συμμετείχε μυστικά, και ο τραυματισμός του Αντρέι (πηγαίνουν να τον βρουν στο νοσοκομείο με τον πατέρα της) την κάνουν λιγότερο αδιάλλακτη, παρόλο που ο πατέρας της εξακολουθούσε να υπερασπίζεται τον Στέφαν και τις ιδέες του (πιστεύω πως πρέπει να ευγνωμονούμε τους λεγεωνάριους και ιδιαίτερα τον αδερφό σου, που είχαν το κουράγιο να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου –μολονότι είμαι συντετριμμένος με την τροπή που πήραν τα πράγματα). Η Ευγενία συνειδητοποιεί ότι σαν πατέρας, καθώς αγαπάει τα παιδιά του, ψάχνει να βρει τρόπους να δικαιολογήσει τη στάση τους, του καθένα ξεχωριστά, κι ας ήταν πολεμιστές σε αντιθετικά στρατόπεδα (αγαπούσε πολύ τα παιδιά του, και όχι αρκετά τις ιδέες ώστε να απαρνηθεί κάποιο απ’ αυτά). Άλλωστε κι εκείνη, ως κόρη, έχει κάπως μεταστραφεί: ποτέ δεν φανταζόμουν ότι είναι δυνατόν να αγαπάμε κάποιον παρά τις απόψεις του –το ανακάλυψα εκείνη τη μέρα/το παιδί που κρατάμε κρυμμένο σε μια γωνιά της μνήμης μας και το οποίο δεν σταματά ποτέ να αγαπά, από την πλευρά του, ξεροκέφαλο και ανόητο σαν μοσχαράκι/τον αγαπούσα και τέρμα.
     Να λοιπόν το τελευταίο ερώτημα που θέτει η Ευγενία: γιατί σιώπησε εκείνη, κι ένας σωρός κόσμος; Έγινε ασυνείδητα, μπήκε μπροστά ο μηχανισμός της απώθησης; Ήταν συνειδητή απόφαση; Ήταν ταπεινωτικό να περιγράψει κανείς τέτοια βιώματα και τέτοιες πράξεις; Υπάρχουν στον χώρο του ανείπωτου; Όχι, βέβαια, μου απάντησα ζωηρά, τίποτα δε είναι ανείπωτο.
     Την απάντηση την δίνει πολύ γρήγορα, και πάλι βιωματικά: είχε εκτυλιχθεί στο Ιάσιο ένα γεγονός που ποτέ δεν θα πιστεύαμε ότι θα συνέβαινε και που μαρτυρούσε πράγματι μια κτηνωδία και βασικά, ό, τι υπήρξε, ό, τι μας συγκροτεί, μπορεί να ειπωθεί και αναμφίβολα χρειάζεται να ειπωθεί. Νιώθει ότι όσο επικρατούσε η οργή κι ο πόνος έπρεπε να βρεθούν τα λόγια που θα περιγράψουν την αλήθεια· όχι την αλήθεια των γεγονότων αλλά των εσωτερικών κινήτρων των εθελοντών του πογκρόμ (τι πέρασε από το μυαλό του τσαγκάρη στην οδό Κούζα Βόντα τη στιγμή που άρπαξε ένα τσεκούρι και δολοφόνησε την οικογένεια των Εβραίων που έμεναν στο διπλανό σπίτι –τους γονείς και τρία παιδιά- παρότι έφτιαχνε, μέχρι τότε τις σόλες των παπουτσιών τους και τους χαιρετούσε κάθε πρωί). Εκ των υστέρων λοιπόν (1943) αφήνει την ενεργό αντίσταση και προχωρά σε έρευνες, σε μαρτυρίες, για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα στις 29 Ιουνίου 1941.
     Ήταν οι μέρες της ελπίδας, ότι η απελευθέρωση βρίσκεται κοντά. Γεμάτη λοιπόν προσδοκίες η Ευγενία ψάχνει την αλήθεια της, χωρίς να κρύβει ότι είναι η συντάκτρια του άρθρου των γεγονότων του Ιουνίου 1941, και, φυσικά, πέφτει πάνω σ’ έναν τοίχο: Το λάθος που είχα κάνει ήταν ότι πίστεψα πως ήταν δυνατόν, από τη μια στιγμή στην άλλη, να πάψουμε να παίζουμε θέατρο και να παραδεχτούμε χωρίς υπεκφυγές ό, τι κρύβει η καρδιά μας. Ακόμα πιο απογοητευτική είναι η υποδοχή της από τους ιδιοκτήτες του εστιατορίου «Lully», που τους ρωτά αν συνήλθαν οι άνθρωποι από την σφαγή του ’41, κι εκείνοι της συμπεριφέρονται επιθετικά και με καχυποψία.
     Η Ευγενία υποφέρει από την αδυναμία να δικαιώσει τους ανθρώπους αυτούς που μπροστά στα μάτια της πέθαναν με κτηνώδη τρόπο, ενώ πασχίζει να καταλάβει την ψυχολογία των επιζώντων (ο αντίκτυπος που είχε η σφαγή τους στη συνείδηση και την καθημερινή ζωή των κατοίκων του Ιασίου). Μια μορφή απάντησης δίνει ο σπιτονοικοκύρης της: Θα σας εξηγήσω κάτι, δεσποινίς: οι Εβραίοι μετέτρεψαν τους κατοίκους του Ιασίου σε εγκληματίες παρά τη θέλησή τους, να τι δεν έχετε καταλάβει (…) Νομίζω ότι σήμερα, και μόνο η λέξη «Εβραίος» τούς παγώνει την καρδιά.
     Ήδη, καθώς τελειώνει η αφήγηση και φτάνουμε στο «σήμερα» (1945), η πιο ώριμη πλέον Ευγενία (28 χρονών) έχει κατασταλάξει στην άποψή της για τη δημοσιογραφία. Η διαστρέβλωση των γεγονότων από τον διπλοπρόσωπο Μαλαπάρτε, αλλά κι η δική της συκοφάντηση δεν θα πρέπει να την εκπλήξει πολύ. Νιώθει προδομένη, και νιώθει παράξενα που οι Ρουμάνοι, που τώρα πανηγυρίζουν την απελευθέρωση, υποστήριξαν το ναζιστικό καθεστώς, ενώ το Βουκουρέστι βρίσκεται ακόμα σε μια θέση διχαστική, ανάμεσα Γερμανία και Ρωσία. Οι πρώην φίλοι, οι Γερμανοί είναι τώρα εχθροί, σε αντίθεση με τους Ρώσους. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στα σπίτια τους, μαζί τους κι όσοι Εβραίοι επέζησαν, σε έναν τόσο όπου οι γείτονες τους προπηλάκιζαν. Η διέξοδός της τώρα, αφότου απομακρύνθηκε από τη δημοσιογραφία, είναι η φωτογράφιση.
Δεν έλεγε όχι, αλλά ο ίδιος δεν το πρότεινε ποτέ
     Η αφήγηση της Ευγενίας τελειώνει μαζί με το απροσδόκητο δυστύχημα του Μιχαήλ, τον Μάιο του 1945. Ο βαθύς έρωτας που ένιωσε γι’ αυτόν τον άνθρωπο η Ευγενία, ήταν κι ένας από τους βασικούς άξονες του βιβλίου, όπως ειπώθηκε στην αρχή. Ένας έρωτας νεανικός, ενθουσιώδης, ανάμεικτος με θαυμασμό για την δημιουργική έξαρση του λογοτέχνη, αλλά ουσιαστικά μονόπλευρος, γιατί ο Μιχαήλ δεν έκρυβε ότι αγαπούσε παράφορα τη Λένυ (με την οποία η Ευγενία έγινε φίλη). Η τυφλή αυτή αγάπη της Ευγενίας γίνεται ερωτική ορμή κι απαίτηση που σχεδόν αγγίζει τα όρια της αναξιοπρέπειας (μολονότι ο Μιχαήλ έγινε εραστής μου, δεν έπαψε ποτέ να την ποθεί. Θαρρείς και περίμενε από τούτη τη γυναίκα, μπροστά στην οποία έτρεμε και που δεν ήταν πια σε θέση να την αγαπήσει, μια απόλαυση που καμία άλλη δεν μπορούσε να του δώσει/ένιωθε κολακευμένος που τον αγαπούσα, που τον ποθούσα, μα 
δεν τον ενδιέφερα ιδιαίτερα).
     Κάποιους αναγνώστες αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα, η δουλική υποταγή σε κάποιον άνθρωπο που δεν την αγαπούσε (εμένα μου αρέσουν τα πάντα πάνω σας, Μιχαήλ, ακόμα κι αν δεν είναι ευχάριστο), ενόχλησε. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι ο -εξαιρετικός, με την έννοια της εξαίρεσης- χαρακτήρας της Ευγενίας, συνολικά, συνάδει και με τον παράλογα παράφορα αυτόν έρωτα (που στη συνέχεια έγινε προστατευτικός εφόσον τον έκρυβε στο σπίτι της).
     Πρόκειται για ένα πολύ θαρραλέο κορίτσι που είναι ερωτευμένο με τη ζωή, που δοκιμάζει, ρισκάρει και υπερασπίζεται τις ιδέες της μέχρι τελευταίας ρανίδος. Έχει αφέλεια γιατί έχει την ορμή της νιότης, και δεν την ενδιαφέρει αν την αγαπά ο Μιχαήλ γιατί την πληρότητα την αντλεί από την αγάπη που νιώθει η ίδια. Άλλωστε στη συνέχεια δεν αρνείται ότι ένιωσε πόθο και για τον Σάμι, τον νεαρό Εβραίο στο Ιάσιο, ή ότι ο Μιχαήλ την απογοήτευσε με την επιφυλακτικότητά του.
     Πρόκειται για ένα σπάνια ελεύθερο πνεύμα, πολύ απλά.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BD%CE%AC%CE%BF%CF%85
[2] Περίπου 15.000 Εβραίοι, από τους 45.000 οι οποίοι ζούσαν στην πόλη του Ιασίου, σκοτώθηκαν το καλοκαίρι του 1941. Μέσα σε λίγες ημέρες μεταξύ της 28ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου διώχθηκαν, εκτελέστηκαν ή φορτώθηκαν βιαίως πάνω σε «τρένα θανάτου», όπου μόνο ένα μικρό ποσοστό επιβίωσε, σύμφωνα με έκθεση διεθνούς επιτροπής ιστορικών με επικεφαλής τον βραβευμένο με το Νομπέλ Ειρήνης Ελί Βίζελ
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BF%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85
[4] Το 1938 ο Κάρολος αποφάσισε να αναλάβει δράση: αφού κάλεσε σε δημοψήφισμα το λαό για να υπερψηφίσει το Σύνταγμά του, οργάνωσε τη δολοφονία του αρχηγού της Σιδηράς Φρουράς Κορνίλιου Κοντρεάνου και άλλων 13 ηγετικών στελεχών της και αναγνώρισε ως μοναδικό νόμιμο κόμμα το Μέτωπο Εθνικής Αναγέννησης.
[5] https://www.imerodromos.gr/1938-i-kataptysti-symfonia-tou-monachou/ Η ιμπεριαλιστική συμφωνία του Μονάχου ήταν το κορύφωμα της πολιτικής της ενθάρρυνσης των επιδρομέων. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με την προτροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ικανοποίησαν όλες τις απαιτήσεις του Χίτλερ πιστεύοντας ότι έτσι θα τον στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
[6] Οι ξένες δυνάμεις άσκησαν μεγάλη πίεση επί της Ρουμανίας μέσω του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ της 23 Αυγούστου 1939.. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερη αλλά στις 28 Ιουνίου 1940 δέχθηκε ένα Σοβιετικό τελεσίγραφο με υπαινισσόμενη απειλή εισβολής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Ρουμανική κυβέρνηση και ο στρατός να υποχρεωθούν να αποχωρήσουν από τη Βεσαραβία και τη βόρεια Μπουκοβίνα, για να αποφύγουν τον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Οι συνεχείς υποχωρήσεις προκάλεσαν την εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς, που υποστήριξε το πραξικόπημα του στρατηγού Ίον Αντονέσκου (1940), που έγινε δικτάτορας, εκθρόνισε το βασιλιά Κάρολο Β' και επανέφερε το γιο του Μιχαήλ. Ο Αντονέσκου οδήγησε τη χώρα στο στρατόπεδο του Άξονα. Έτσι, η νότια Δοβρουτσά παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία και η βόρεια Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία στο πλαίσιο διαιτησίας των δυνάμεων του Άξονα.
[7] Το φασιστικό καθεστώς του Αντονέσκου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Ολοκαύτωμα στη Ρουμανία και αντέγραψε τις Ναζιστικές πολιτικές καταπίεσης και γενοκτονίας των Εβραίων και των Ρομά, κυρίως στα ανατολικά εδάφη που επανακτήθηκαν από τους Ρουμάνους από τη Σοβιετική Ένωση. Συνολικά 280.000 έως 380.000 Εβραίοι της Ρουμανίας (συμπεριλαμβανομένης της Βεσσαραβίας, της Μπουκοβίνας και της Κυβέρνησης της Υπερδνειστερίας) σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και τουλάχιστον 11.000 Ρουμάνοι Ρομά σκοτώθηκαν επίσης. Τον Αύγουστο του 1944 ένα πραξικόπημα με επικεφαλής το Βασιλιά Μιχαήλ ανέτρεψε τον Ιόν Αντονέσκου και το καθεστώς του. Ο Αντονέσκου καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε την 1η Ιουνίου 1946. Η 9η Οκτωβρίου είναι σήμερα η Εθνική Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία.
[8] Η Ρουμανία ήταν η κύρια πηγή καυσίμων για το Τρίτο Ράιχ και έτσι έγινε στόχος έντονων βομβαρδισμών από τους Συμμάχους. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ του πληθυσμού κορυφώθηκε τελικά τον Αύγουστο του 1944 με το Πραξικόπημα του Βασιλιά Μιχαήλ και η χώρα άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στους Συμμάχους
[9] Ενώ η πλήρης κλίμακα του Ολοκαυτώματος παρέμενε γενικά άγνωστη στις Συμμαχικές Δυνάμεις, το πογκρόμ του Ιασίου υπήρξε ένα από τα γνωστά παραδείγματα της βαρβαρότητας του Άξονα απέναντι στους Εβραίους. Το πογκρόμ διήρκεσε από τις 29 Ιουνίου ως τις 6 Ιουλίου 1941 και πάνω από 13.266 άνθρωποι, ή το ένα τρίτο του ΕβραΊκού πληθυσμού, σφαγιάστηκαν στο ίδιο το πογκρόμ ή στη συνέχεια και πολλοί απελάθηκαν.
[10] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CF%81%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BF_%CE%9C%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B5

Παρασκευή, Μαρτίου 24, 2023

Μπέμπης, Θωμάς Κοροβίνης

Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο, που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή, κι εγώ τον θάνατό μου[1]
     Σ’ έναν παραληρηματικό, καθηλωτικό κι εξομολογητικό τόνο, ο Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως «Μπέμπης», ταλαντούχος δεξιοτέχνης ρεμπέτης της χρυσής εποχής του Μανώλη Χιώτη (δεκαετία ’50, ’60) αφηγείται τα του πολύπαθου βίου του. Την αμεσότητα της -δύσκολης κατά τα άλλα- δευτεροπρόσωπης αφήγησης επέλεξε ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης, εφόσον έβαλε τον ήρωά του να απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν υποτιθέμενο φίλο παιδιόθεν, τόσο απόλυτο δέκτη των ψυχικών διακυμάνσεων του αφηγητή, που κάποιες φορές αισθάνεσαι ότι μιλά στον ίδιο του τον εαυτό. Με ειλικρίνεια και παρρησία, συντελείται εκ βαθέων η αποκάλυψη του εσώτερου κόσμου ενός σπάνιου πνεύματος.
     Ο Μπέμπης ήταν ιδιοφυΐα στη μουσική, απίστευτος δεξιοτέχνης που συναγωνιζόταν σε ταχύτητα και αυτοσχεδιαστική ικανότητα όλα τα ιερά τέρατα της εποχής (συμπεριλαμβανομένου του Μ. Χιώτη, ο οποίος είχε δηλώσει τον θαυμασμό του), ακούραστος παθιασμένος εραστής της τέχνης του, αλλά και αθεράπευτα αλκοολικός, θα λέγαμε αυτοκαταστροφικός. Τα μεθυσμένα του λόγια διατρέχουν πολλές φορές το κείμενο με άλματα συνειρμών, με συναισθηματική φόρτιση, με απόλυτη αποδοχή των ατέλειωτων παθών του, της φλόγας που τον έκαιγε και που δεν έσβηνε παρά με τα τρελά ξενύχτια στο πάλκο και το ποτό. Ο συγγραφέας χτίζει έτσι το  κείμενο  που μας μεταφέρει  την απίστευτη αίσθηση, ότι στον άνθρωπο αυτόν, η ιδιοφυΐα, η συναισθηματική τρικυμία και οι τάσεις αυτοκαταστροφής ήταν αδιαχώριστα δεμένα. Πίσω από τα τρία αυτά υπήρξε, ίσως, μια υπέρτατη ανάγκη να φτάσει και να ξεπεράσει τα όρια, ποια όρια; Του εαυτού, του κόσμου, της ζωής (θαρρείς κι η ζωή παίρνει μεγαλύτερη αξία όταν ξεπερνάς τα όρια /η μέθη είναι το γελαστούρι μου, το μαστρουλούκι μου, η μέθη είναι μυσταγωγία, έγινα υπήκοος αυτής της έξης, δεσμώτης μιας ηδονής που απορροφά τον εαυτό μου ολόκληρο και με φέρνει στο σημείο να ξεχνιέμαι (…)είναι το παυσίλυπό μου, το ψυχοφάρμακό μου, με κάνει ν’ ανεβαίνω ψηλά, όλο και πιο ψηλά, να υπερίπταμαι).
     Ο Δημήτρης Στεργίου, γεννημένος το 1927, ήταν από μεσοαστική οικογένεια του Πειραιά και είχε κλασική μουσική παιδεία καθότι ο πατέρας του, γνώστης της κλασικής και βυζαντινής μουσικής, έπαιζε πολλά μουσικά όργανα και συμμετείχε σε μουσικά σύνολα στο Δημοτικό Ωδείο του Πειραιά. Ξεχώρισε από παιδί δεξιοτεχνικά στο μαντολίνο, στη συνέχεια στην κιθάρα, κι όταν έπιασε το τρίχορδο έφτασε σε επίπεδα ασυναγώνιστα, ταχύτητας, αυτοσχεδιασμού και φαντασίας (είχε ωραία δάχτυλα ο τύπος, σβέλτα, μακριά κι ευλύγιστα, ακροβάτες, όπως ήθελε τα κουμαντάριζε, ήταν δοσμένος σε μια τέχνη, μία και μοναδική, υψηλή τέχνη, ευσυνείδητα, λάτρης της Μούσας, τιμούσε την εύνοιά της, το χατίρι που του έκανε, πάθος ισόβιο, νταλγκάς βαρύς, κι εκείνα κελαηδούσαν, παίζανε Ραβέλ, Μότσαρτ, «Κάστα Ντίβα», μεξικάνικα, γιαπωνέζικα αράμπιαν νάιτς, Πωλ Άνκα, Μπέλα Μπάρτοκ (…) ό, τι ξεσήκωνε το αυτί του απ τα ραδιόφωνα και τους φωνόγραφους κλπ κλπ). Έβγαλε την εμπορική Σχολή και το Ωδείο Πειραιώς (είμαστε διαβασμένα παιδιά εμείς, μα δεν το λέμε), ήταν από τους λίγους ρεμπέτες που διάβαζαν παρτιτούρες και μάλιστα πρίμα βίστα, και στην αρχή τον αποδέχτηκαν ως κιθαρίστα όχι ως μπουζουξή. Παντρεύτηκε περίπου στην ηλικία των 30 κι έκανε δυο κόρες, ωστόσο μετά την καριέρα του στη Νέα Υόρκη, γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1965, το πιοτό έχει αρχίσει να τον διαβρώνει αθεράπευτα (ζω για να πίνω, πίνω για να ζω, ζω για να ξαναπιώ, ξαναπίνω για να ζω, πίνω και πάλι πίνω, για να ξεχάσω όσα έζησα, να φανταστώ αυτά που δεν έζησα (…) πίνω για να γεμίσω τη ζωή, όχι για να πεθάνω), μα πεθαίνει ψυχικά καταπτοημένος και περιφρονημένος, σε ηλικία 45 χρονών.
     Η θυελλώδης εξομολόγηση του Μπέμπη μάς οδηγεί στην καρδιά της αλανιάρικης, ρεμπέτικης, περιπλανώμενης ψυχής, σ΄έναν κόσμο που δεν διασώζεται πια παρά μόνο στους στίχους των τραγουδιών: ντουμανάκηδες (χασικλήδες), μάπες (ναργιλέδες), σπαχάνια (χασίς από την Ισπανία), αλητεία, νυχτοπερπατήματα μέχρι πρωίας, σούρα και μαστούρα, κι ατέλειωτα μεθύσια. Πάθη όπως το ποτό και ο νταλκάς του με την Μπέμπα Μπλανς τον φέρνουν σε παροξυσμό δημιουργικότητας, παρόλο που δηλώνει «μ’ αρέσει να’ μαι γιαβάσης (ήρεμος), και να ξηγιέμαι αντάμικα (αντρίκεια, θαρραλέα)». Μέσα στον παραληρηματικό λόγο που βάζει ο συγγραφέας στον ήρωά του, εμπλέκονται στίχοι από τραγούδια σημαδιακά που μεταφέρουν έναν ολόκληρο κόσμο παθών, που δίνουν συναισθηματικό βάθος στις ψυχικές παρορμήσεις, και με τη δύναμη της μουσικής δίνουν μια ξεχωριστή ενότητα στο δίπολο Ζωή-Τέχνη (δεν πεθαίνεις τη στιγμή που ξενυχτάς, πεθαίνεις κάθε στιγμή όταν ζεις χωρίς ψυχή). Γιατί ο κόσμος του ρεμπέτη ήταν απόλυτα συνυφασμένος με τη ζωή των δημιουργών τους, ήταν τρόπος να ζεις, που καταργούσε την απόσταση καλλιτέχνη-θεατή (τη δίψα για αλανιάρικη ζωή την είχα στο αίμα μου/άμα είσαι βέρος Πειραιώτης αδύνατο να μη βαφτιστείς στην πηγή της μαγκιάς και της πουτανιάς). Η φτώχεια, η ορφάνια, η καψούρα, το πιοτό, η παρανομία, ήταν η καθημερινότητα που την έκαναν στίχο, τραγούδι, ψυχή (κάθε λαϊκό τραγούδι, ας είναι σύντομο, είναι ένα πλήρες έργο τέχνης, είναι μια ολόκληρη ταινία, ένα μυθιστόρημα). Αυτήν την άρρηκτη ενότητα ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης κατάφερε να μας την μεταδώσει, αρχικά με την επιλογή του ήρωά του, του σκοτεινού αυτού θρύλου που αρνιόταν να απαθανατιστεί στην δισκογραφία (ηχογραφήθηκε, αλλά μετρημένες φορές) και δεν δεχόταν παραγγελιές, αφετέρου με την ασθματική αφήγηση του Μπέμπη, που γίνεται ολοένα και πιο θολή καθώς πλησιάζει στο τέλος, έχοντας φτάσει στο χείλος της καταφρόνιας και της καταστροφής. Οι στίχοι λοιπόν των τραγουδιών που αναθυμάται ο Μπέμπης καθώς αφηγείται, φωτίζουν τις σκοτεινές πτυχές ενός ακόμα ανήσυχου πνεύματος στον κόσμο του ρεμπέτικου, ενός διάττοντα αστέρα που ιερούργησε, μεσουράνησε κι αφέθηκε να καταστραφεί.
     Μέσα στον κόσμο αυτό παρελαύνουν όλα τα ονόματα με τα οποία διασταυρώθηκε ο Μπέμπης, το «Πάνθεον» της εποχής, των συνθετών, δεξιοτεχνών, εκτελεστών, μπουζουξήδων, τραγουδιστών και τραγουδιστριών, γιατί ήταν τόσο αυθεντικός, τόσο σπουδαίος και ιδιαίτερος, που εμφανίστηκε σε πάρα πολλά μαγαζιά, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και για λίγα χρόνια στην Αμερική. Μέσα από την -υποτιθέμενη- δική του ματιά γίνονται άμεσα κι έμμεσα αναφορές σε «ιερά τέρατα» όπως ήταν: πρώτα πρώτα Τζουανάκος και Τατασόπουλος, με τους οποίους έπαιζε επί χρόνια · ο Χιώτης με τον οποίο συνεργάζεται πολλές φορές (με τον Τατασόπουλο ήταν το «σατανικό τρίο», τρεις φίλοι, και οι τρεις θεοί) που ντυνόταν σαν λόρδος (αυτά που βγάλαν για τον Χιώτη και μένα ότι είχαμε αντιπαλότητα κι ότι δεν χωνευόμασταν, είναι μπούρδες, είχαμε αγάπη αδερφική, ισχυρό δεσμό)· η ξακουστή «Τετράς του Πειραιώς» · το Ανεστάκι (Ανέστης Δελιάς) που έγινε θυσία στη νταμίρα (χασίσι) · ο Καλδάρας ο Τρικαλινός, ο καρδάρας τον έλεγαν πιο παλιά, Βυζαντινός συνθέτης, μεγάλος· ο Βλάχος, ο αετός ο νυχάτος, Τρικαλινός κι αυτός, ο Τσιτσάνης· ο Μάρκος ο «Φραγκοσυριανός», ο Παγιουμτζής, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Ζαμπέτας, ο Πολυκανδριώτης, ο Στελλάκης κι ο Βαγγέλης Περπινιάδης, το «Σαμιωτάκι» -ο Απόστολος Χατζηχρήστος (ο πιο μελωδικός αοιδός, άσε συνθέτης, άπιαστος), ο Βασιλειάδης, ο Ζαγοραίος και άλλοι πολλοί που δε είναι δυνατόν να αναφερθούν. Απ’ όλους ξεχωρίζει ο Τάκης Μπίνης, συνομήλικος και προσωπικός φίλος του Μπέμπη, ο «Εγγλέζος», «γάτα με πέταλα», (ήπιος μάγκας, συμπαθητικός και γλυκόπιοτος/ήμασταν ομόθρησκοι με τον Τάκη, μπουζουκολάτρες/σαν χαρακτήρας πιο ισορροπημένος, πιο ελεγχόμενος, εγώ είμαι από τη φύση μου της φλόγας και της πυρκαγιάς πάντοτε βαδίζω πάνω σ’ ένα σχοινί τεντωμένο).
     Πολλές, πηγαίες και ουσιαστικές και οι αναφορές στις «βουνοκορφές του τραγουδιού», τις λαϊκές τραγουδίστριες, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Γιώτα Λύδια (σπουδαία και στα δημοτικά/ακίνητη σαν άγαλμα, ούτε τσαλίμια ούτε μαργιολιές), την Σωτηρία Μπέλλου (βέρα μαγκιά για όλα τα αρσενικά της παρέα), την «Καιτάρα»-την Καίτη Γκρέυ (η Γκρέυ μάλλον προς τα αριστερά έκλινε, πράγμα σπάνιο, γιατί οι τραγουδίστριες της ταρίφας μας είχαν φάει τη φόλα με τους εστεμμένους), την «βέρα ανατολίτισσα» την Σεβάς (πραγματική βασίλισσα της λαϊκής διασκέδασης), την Στέλλα Χασκίλ, και βέβαια την κιμπάρισσα Πατρινιά, την Πόλυ Πάνου που την γνώρισε όταν εκείνη ήταν 18 χρονών (δεν συζητάμε σαν ερμηνεύτρια, συναρπαστική, η απόδοσή της στα ζεϊμπέκικα απαράμιλλη, μ αυτήν θα έπρεπε να κάνουμε χωριό και να γίνουμε καλλιτεχνικό ντουετάκι). Αυτή όμως που τον ξεμυάλισε είναι η Μπέμπα Μπλανς: ώσπου έφτασε ο καιρός που έπεσα στην ξώβεργα της Μπέμπας, την θυμάμαι και σεληνιάζομαι/δε θα μιλήσω πολύ επ’ αυτού, για το κύμα το παλιρροϊκό, για κείνη την αλλοπαρμένη, την τζερτζελιάστρα/είχε πάντα στο νου της τις εκρήξεις, να σκορπίσει λάβα στον αρσενικό πληθυσμό/την τριφασική γκόμενα/ετούτη εδώ θα σε τσιγαρίσει, θα σε χορέψει τσάρλεστον, θα φας μεγάλη κατραπακιά. Αποκορύφωμα το επεισόδιο στην Αμερική με τον Τέλλυ Σαβάλα που προφανώς γουστάριζε την Μπέμπα (α, ρε πεζεβέγκη, από μένα θα τη βρεις, ρε παλιομπινέ, και μη μας στραβοκοιτάς) όπου εμφανίστηκε η Μπέμπα με «μπικινάκι με ροζ φιογκάκια", λόγω καρναβάλου υποτίθεται, κι έγινε για άλλη μια φορά «νύχτα της κολάσεως»!
      Ξαφνικά ανάμεσα στα λαϊκά πατούσα τρίτη, κι έχωνα ένα κομμάτι του Μότσαρτ, ή ένα προκλασικό, του Αλμπινόνι, για ένα-δυο λεπτά, μπορεί μια φράση μελωδική του Τσακ Μπέρρυ.
     Το παίξιμο του Μπέμπη, για όσους τον άκουσαν από κοντά, ήταν αλησμόνητο, αξεπέραστο. Ακόμα κι όταν έπαιζε «καλαμπόρτζικα» (άτεχνα) κάποια στιγμή, όπως αφηγείται ο ίδιος, γινόταν η «υπέρβαση»: θα τους βλέπεις όλους σαν γλάστρες, θα τους κάνεις αόρατους, θα αφαιρείσαι από τον χώρο και τον χρόνο κι θα ταξιδεύεις σε άλλες σφαίρες. Άπιαστος στα τερτίπια, στα ταξίμια -στους αυτοσχεδιασμούς, τα τελευταία χρόνια με το πιοτό, πριν πάρει την μεγάλη κατηφόρα, απογειώνεται. «Δάχτυλα ερπύστριες», που παίζουν από βαλσάκια και τανγκό, σπανιόλικα φλαμένκο και χασάπικα, καμηλιέρικα μπάλους και καρσιλαμάδες, μεταβαίνοντας με φυσικότητα κι ευκολία από το ένα στυλ στο άλλο (τι μας κάνεις ρε Μπέμπη, τι θες απ’ τη ζωή μας τέλος πάντων, ποιον πυροβολείς άραγε, την πυροβολημένη την καρδιά μας;
     Ο μονόλογος του Μπέμπη είναι χτισμένος από τον Κοροβίνη αριστοτεχνικά. Με άλματα χρονικά και με επιστροφές στο «παρόν» ακολουθείται μια υποτυπώδης χρονική «σειρά» στα γεγονότα της ζωής του, ώστε ν’ αποκτά αντίληψη ο ανίδεος αναγνώστης της συνολικής του πορείας -μέσα σε συνονθύλευμα από συναισθήματα και κατοπινές σκέψεις. Έτσι, βλέπουμε σε αδρές γραμμές και τον χαρακτήρα του (ένιωθα πάντα παγιδευμένος, πολιορκημένος κυνηγημένος, σαν καταζητούμενος, σαν φυγάς), τον «άσωτο» βίο του, σταματάμε σε μοιραία συμβάντα όπως η σημαδιακή συνάντηση -όταν ήταν 12 χρονών- με τον «γεροντάκο» που καθόταν σ’ ένα καλντερίμι, έπαιζε μπουζούκι κι έψελνε αμανέδες, και του έδωσε το «χρίσμα», κατά κάποιον τρόπο την ευλογία του: «Παιδί μου, δώσε βάση, αυτό είναι το μέλλον σου, το αυτί σου είναι μαγνήτης, δε λάθεψες ούτε μισή νότα, βάζεις και ψυχή, πολλή ψυχή». Μπερμπαντέματα στον Πειραιά, η εφηβική περιπέτεια με τη «μελαχροινούλα», η μοναδική επίσκεψη στο Τμήμα αργότερα, οι «ναοί της σούρας» και τα καπηλειά. Τον ακολουθούμε βήμα βήμα στα μαγαζιά όπου δούλεψε (δεν στέριωσα πουθενά είναι αλήθεια), κι όπως λέει ίδιος, "έπαιρνα έναν δρόμο κι όπου με βγάλει, σαν ένα βέλος που εκτοξεύτηκε κάποτε από μια φαρέτρα και ταξιδεύει χωρίς να φτάνει ποτέ τον στόχο του".
     Και φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες, που σηματοδοτούν τα χρόνια μετά τη Νέα Υόρκη (1965-72), χρόνια που ήδη είναι ροκανισμένος από το αλκοολίκι, όταν πια έχει αρχίσει η κατρακύλα και το συνειδητοποιεί (το ξέραμε κι οι δυο καλά, δεν είχαμε χρόνο να προλάβουμε το μοιραίο), το ύφος γίνεται ακόμα πιο λαχανιαστό, ακόμα πιο ονειρικό, περνά σαν ταινία όλους τους σταθμούς της ζωής του, κι αποχαιρετά τα πρόσωπα, τους έρωτες, τις αγάπες. Όλα γίνονται «σημαδιακά κι αταίριαστα» κι είναι μέσα σ’ αυτό το κορυφαίο, τελευταίο παραλήρημα που μαθαίνει ο αναγνώστης το τραγικό θάνατο του πατέρα, όταν ο Μπέμπης ήταν ακόμα παιδί, 13 χρονών: κι έμεινα εγώ με τη στάμπα της ορφάνιας μαρκαρισμένος στα σωθικά μου, να τρώγομαι δα τόσα χρόνια, σαν καταραμένος, απ’ τις τύψεις μου κι ακόμα να τον γυρεύω σαν τρελός.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] «Απελπίστηκα», Μ. Βαμβακάρης

Κυριακή, Μαρτίου 05, 2023

Γεμάτη ζωή, Τζων Φάντε

     Πρόκειται για μια «συζυγική νουβέλα», όπως επισημαίνεται στον υπότιτλο· και πράγματι ο νεαρός σύζυγος αφηγείται τα «πάθη» του αφ’ ης στιγμής η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Βρισκόμαστε στην Αμερική, ο Τζον και η Τζόυς είναι Ιταλοί μετανάστες, και αυτό έχει τη σημασία του καθότι τα «πάθη» αυτά σχετίζονται με τη διαφορά κουλτούρας και τον υπερβολικό ζήλο που επιδεικνύουν οι Ιταλοί (όπως κι οι Έλληνες άλλωστε, βλέπε «Γάμος α-λά Ελληνικά») να μην αλλοιώσουν την εθνική τους ταυτότητα.
     Ο Τζων είναι συγγραφέας (ο συγγραφέας του βιβλίου μας παραθέτει αυτοβιογραφικά στοιχεία) και μέχρι στιγμής έχει εκδώσει τρία βιβλία με επιτυχία τόση, ώστε να έχουν οικονομική άνεση («εποχή των παχιών αγελάδων του γραφιά»). Έχουν μεγάλο κι ωραίο σπίτι γιατί σκοπεύουν να κάνουν πολλά παιδιά, κι ως εκ τούτου διαγράφονται με χιούμορ πολλές μικροαστικές σκοτούρες (π.χ. κίτρινες κουρτίνες ή πράσινα ριντό;), Η εγκυμοσύνη μεταμορφώνει αργά και σταθερά την 24χρονη Τζόυς καθώς το εξόγκωμα στο ύψος της μέση της σάλευε και στριφογύριζε σαν σακί γεμάτο φίδια. Είναι κλασικά τα ψυχικά συμπτώματα του άγχους της εγκυμοσύνης: η ηρωίδα μας διαβάζει βιβλία σχετικά με την εγκυμοσύνη και την ανατροφή του παιδιού, έχει ανασφάλεια γιατί «ασχημαίνει», κοιμάται χωριστά απ΄τον άντρα της, διαφωνεί μαζί του για το να πάρουν γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού, καυγαδίζουν όλο και πιο συχνά καθώς οι ιδιοτροπίες της Τζόυς αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Ο Τζων αγαπά τη γυναίκα του αλλά έχει κι αυτός τις δικές του ανασφάλειες (τα προγαμιαία χρόνια του Τζων Φάντε ήταν χρόνια ανοησίας, γεμάτα βρομερά ειδύλλια/μέσα σ’ αυτήν την δαιμονική φρενίτιδα είχε τρυπώσει ο σπόρος της τιμωρίας), τους φόβους του, και τις παραξενιές του. Όσο ο συγγραφέας στήνει το σκηνικό και τους χαρακτήρες του, το ύφος είναι από ανάλαφρο ως σατιρικό, γλαφυρό αλλά όχι ιδιαίτερα βαθύ –προσωπικά είχα την αίσθηση ότι διαβάζω Φρέντυ Γερμανό ή Τσιφόρο, σε μια σκωπτική περιγραφή ως προς τα του γάμου/συζυγικής ζωής κλπ. ευχάριστο μεν, προβλέψιμο δε.
     Κι αυτό μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στη -λογοτεχνική- σκηνή ο πατέρας του ήρωα, ο απίστευτος, αυθεντικός κι ανεπανάληπτος «μπαμπάς». Με αφορμή την… τρύπα στις σανίδες της κουζίνας που διάνοιξαν τερμίτες (τα μικρά λευκά κτήνη), καλούν τον πατέρα από το Σαν Χουάν (στην Κοιλάδα του Σακραμέντο) όπου ζει εκείνος με την μητέρα, σ’ ένα ξύλινο σπίτι με δέντρα, κότες, γάτες μια ζωή μοναχικής γαλήνης. Ο πατέρας είναι το κατάλληλο άτομο καθότι είναι ερασιτέχνης πολυτεχνίτης.
     Από τις πρώτες αναφορές στον πατέρα, νιώθουμε ότι πρόκειται για μια αξιομνημόνευτη προσωπικότητα, φορέα μιας αυθεντικής έστω και συντηρητικής νοοτροπίας, γήινης και με σταθερές αξίες. Πρόκειται για τις στερεότυπες επιστολές που υπαγόρευε τελετουργικά στη μητέρα, κι απευθύνεται στα παιδιά του, τελειώνοντας πάντα με τη φράση «Να περνάτε ωραία. Να γελάτε και να διασκεδάζετε».
     Ο «μπαμπάς» είναι πολύ επινοητικός και επιδέξιος, όλοι ξέρουν ότι λύνει τα πρακτικά προβλήματα άμεσα, κι έτσι προστρέχουν σ’ αυτόν. Ωστόσο, είναι άνθρωπος τραχύς, με χέρια χοντρά σαν τούβλα (τα χέρια του Βελζεβούλ, όλο ρόζους και κάλους, και τα γαμψά, μισοσπασμένα νύχια του χτίστη) και ηλιοκαμένο σβέρκο, όμορφο σαν υδρορροή, τραχύς στην όψη αλλά και στην συμπεριφορά. Περιμένει με λαχτάρα την άφιξη του εγγονού, βέβαιος ότι θα πρόκειται για αγόρι, αν και κατσαδιάζει τον γιο του που δεν έτρωγε πολλά…. αυγά πριν την εγκυμοσύνη (Δεν θυμάσαι τι σου είπα; να τρως πολλά αυγά. Τρία, τέσσερα την ημέρα. Αλλιώς θα βγει κορίτσι), ή… στρείδια, ενώ το σκόρδο πρέπει να τον ακολουθεί παντού! Οι προλήψεις κι οι δεισιδαιμονίες κάνουν παρέλαση (π.χ. ρίχνουν αλάτι στο κρεβάτι την ώρα της σύλληψης, ή του προτείνουν να «κοιμούνται ιταλικά» κι όχι «αμερικάνικα» (χωριστά) γιατί είναι μοναχικά εκεί μέσα στην κοιλιά) και φέρνουν σε αμηχανία τον πράο πρωταγωνιστή μας που αντιδρά χλωμά και συγκρατημένα, αναπαράγοντας υιικά σύνδρομα. Παράλληλα, παίρνουμε μια γεύση κι από την μητέρα που «της αρέσει να λιποθυμά», που εκρήγνυται από το «μητρικό πάθος», που συμπληρώνει την ιδιορρυθμία του άντρα της.
     Το όνειρο του πατέρα να μετοικήσει ο γιος του κοντά τους, σ΄ένα κτήμα που εποφθαλμιά, καταρρέει όταν μαθαίνει ότι ο Τζων αγόρασε σπίτι στο Σακραμέντο (τι μπορούσα να πω σ’ εκείνο το πρόσωπο που το’ χε χαρακώσει η δουλειά, που το’ χαν σκληρύνει τα χρόνια, και που τώρα είχε μαλακώσει χάρη σ’ ένα όνειρο και χοροπηδούσε όλο ζωή πατώντας στο όνειρο αυτό;). Τους δισταγμούς του Τζων να του πει το νέο τούς διαλύει η μητέρα (ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις για τη μάνα σου: ό, τι και να κάνεις, δεν θα την προβληματίσει. Αν έμπαινα εκείνη τη στιγμή στην κουζίνα και της ανακοίνωνα ότι είχα κόψει το λαρύγγι του μπαμπά, θα μου απαντούσε: Τι κρίμα –και πού είναι τώρα;).
     Η αντίδραση του πατέρα είναι ακραία αλλά και χαρακτηριστική (εξαφανίζεται, μεθά κλπ), αλλά δέχεται να πάει στο σπίτι για να βοηθήσει στην επιδιόρθωση του σπιτιού. Από κει και πέρα, έχουμε μια σειρά ξεκαρδιστικών σκηνών, όπως την καρτούνικη εμφάνιση του πατέρα στο τρένο (γαλάζια σαλοπέτα, μαύρο πουκάμισο με παπιγιόν, καφέ σταυρωτό σακάκι, κούτες με τοματοπολτό, μαρμελάδα σύκο, κατσικίσιο τυρί, γάλα εβαπορέ και… δύο νταμιτζάνες κρασί!) όπου γίνεται φίλος με όλους τους επιβάτες φέρνοντας σε αμηχανία τον συμβατικό γιο του (ήθελα να κάνω ένα μπάνιο, να φορέσω καθαρά ρούχα, να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου, να ξεχάσω εκείνο το ζοφερό ταξίδι). Η άφιξη στο σπίτι του ζευγαριού είναι επίσης επεισοδιακή (πρώτη του κουβέντα ήταν ότι το δρύινο ωραίο πάτωμα του σπιτιού είναι στραβό, κι αμέσως βγάζει από την βαλίτσα την εργαλειοθήκη με την οποία ανακάλυψε ότι υπάρχει απόκλιση πέντε πόντων κλπ κλπ).
     Η απρόσμενη συμμαχία της θρησκόληπτης πια Τζόυς με τον παππού, που φτάνει στο σημείο να τον βοηθάει με απίστευτο ενθουσιασμό να χτίσει… τζάκι στο σαλόνι (άσχετο με την τρύπα από τερμίτες στην κουζίνα), φέρνει σε επιπρόσθετη αμηχανία τον ήρωά μας (ήμουν αντίθετος σ’ αυτό το πράγμα. Είχε κάτι το παρανοϊκό). Τα περιστατικά τύπου Γούντι Άλεν συνεχίζονται, με τον Τζων να υποκύπτει στις απαιτήσεις της Τζόυς να βαφτιστεί και να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο (σπαρταριστό επεισόδιο της εξομολόγησης την οποία αναλαμβάνει ο πατέρας στη θέση του απρόθυμου γιου –η εξομολόγησή του είχε μορφή λογομαχίας. Έγινε στα ιταλικά –ένας χαοτικός διάλογος, χωρίς σαφές περίγραμμα αλλά γεμάτος ένταση) ως το αίσιο, συμφιλιωτικό και λυτρωτικό τέλος όπου ο ευτυχισμένος παππούς δεν μπορεί να αντικρίσει το μωρό γιατί τα δάκρυα του τυφλώνουν τα μάτια.
     «Αφού την έζησα»
     Η παραπάνω φράση για μένα προσωπικά ήταν το επιστέγασμα του πιο χαρακτηριστικού επεισοδίου του βιβλίου, που δείχνει και την αυθεντικότητα του πατέρα, τις προτεραιότητες που βάζει αλλά και μια διαφορετική, γήινη φιλοσοφία.
     Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η αιτία που έφεραν τον πολυμήχανο πατέρα στο σπίτι ήταν να φτιάξει την τρύπα στο πάτωμα της κουζίνας. Στις σχετικές -αγωνιώδεις- ερωτήσεις του Τζων (πότε θα ξεκινήσουν τι θα χρειαστεί κλπ), εκείνος απαντά άσχετα, πιο συγκεκριμένα αν γνωρίζει την ιστορία του θείου του Μίνγκο με τους ληστές! Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Τζων να τον επαναφέρει στο σήμερα είναι μάταιες, κι έτσι απελπισμένος, αποδέχεται να αρχίσει η μακροσκελής αφήγηση (ένα χάος ανολοκλήρωτων ιστοριών) από την οποία ο συγγραφέας μας καταφέρνει να φτιάξει μια ιστορία με συνοχή, 20 σελίδων. Και το επόμενο πρωί:
     «Νάτη μπαμπά. Η ιστορία του θείου Μίνγκο».
      Την άφησα πάνω στο χαρτί του. Έπιασε τις κόλλες μου και μου τις έδωσε πίσω «Κράτα τη για τον μικρούλη».
     «Δε θες να τη διαβάσεις;»
     «Γιατί να τη διαβάσω; Για όνομα του θεού μικρέ. Αφού την έζησα».


ΥΓ. Αξιόλογη η παρουσίαση του βιβλίου από τον Βασίλη Διακοβασίλη, εδώ
Χριστίνα Παπαγγελή