Κυριακή, Μαΐου 31, 2020

Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο, MIA COUTO


Πάντως η γη είναι κι αυτή ένα ζωντανό πλάσμα:
έχει ανάγκη από μια οικογένεια,
από τον αργαλειό εκείνο που συνυφαίνει τις ανθρώπινες υπάρξεις,
που τον λέμε τρυφερότητα.
Αναμφίβολα πρόκειται για ένα βιβλίο παράξενο, που μας μεταφέρει σε μια πολύ διαφορετική κουλτούρα και που αρχικά ξενίζει τον αναγνώστη, ίσως και να τον απωθεί (π.χ. εμένα). Ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, ας πούμε, («Ένα γεννητικό όργανο πολύ καρδαμωμένο κι απ’ τη ρίζα του κομμένο») ή άλλοι τίτλοι, όπως «Ο φαλλικός ανεμιστήρας», προδιαθέτουν για χιούμορ με υπερβολή και βαρετές χιλιοειπωμένες σπόντες που στην καλύτερη σαρκάζουν τη φαλλοκρατία. Δεν θα το επέλεγα λοιπόν ποτέ αν δεν ήταν απόφαση της Λέσχης ανάγνωσης να το διαβάσουμε.
Όμως, όχι. Υπάρχει βέβαια χιούμορ και σαρκασμός -συνεχής, αδιάλειπτος- αλλά καθόλου χοντροκομμένος. Σαρκασμός στην αποικιοκρατία, την ιεραρχία, τους κοινωνικούς ρόλους, την εξουσία, τον δυτικό πολιτισμό. Έφτασα στο σημείο να γελάω δυνατά, ενώ μετά τη μέση υπήρχε και η γλυκόπικρη αίσθηση που δίνει το ποιητικό, παράλογο μιας άλλης πραγματικότητας, καθώς και συγκίνηση για έναν ολόκληρο κόσμο που αποχαιρετά τον εαυτό του.
Αυτός ο κόσμος είναι της Μοζαμβίκης[1] (ομολογώ ότι άνοιξα τον χάρτη: Ν. Αφρική, δίπλα στη Ροδεσία). Μια χώρα με μοζαμβικανή ιστορία λίγων δεκαετιών εφόσον ήταν μια περιοχή πολυεθνική και πολυθρησκευτική  μέχρι που περιέπεσε στην αποικιακή κυριαρχία των Πορτογάλων, ένα κράτος αναγνωρισμένο από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, χωρίς να έχουν προϋπάρξει ως έθνος, όπως γράφει ο μεταφραστής Νίκος Πρατσίνης στην εισαγωγή του βιβλίου.  Με  σπουδαία λιμάνια που εξυπηρετούσαν το εμπόριο με Ινδία, απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα από τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε οι Πορτογάλοι εκμίσθωσαν ολόκληρες περιοχές της βόρειας χώρας στους Άγγλους, οι οποίοι καθιέρωσαν ένα είδος δουλοπαροικίας (καταστρέφοντας τη μικρή αγροτική παραγωγή). Μια δεκαετία κράτησε ο αγώνας για ανεξαρτησία (1964-75) υπό την ηγεσία του FRELIMO που υποστηριζόταν από τη… Σοβιετική ένωση. Το 1975 επομένως, που κηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, έχουμε μονοκομματισμό, ένα κράτος μαρξιστικό- λενινιστικό. Και μετά εμφύλιο, (1976-1992) με αντιπολίτευση από το  RENAMO (υποστήριξη Ροδεσίας/Η. Βασιλείου και Ν. αφρικανικής ένωσης) με εκατομμύρια νεκρούς  και  πρόσφυγες. Όταν στις πρώτες εκλογές (1994) νικάει το FRELIMO, δεν υπάρχει πια Σοβιετική ένωση.

Αυτή η σύντομη παράθεση ιστορικών στοιχείων (παρμένων από την εισαγωγή του μεταφραστή Νίκου Πρατσίνη) είναι απαραίτητη για να καταλάβει κανείς το αλαλούμ των κοινωνικών σχέσεων  και πολιτισμικών στοιχείων (μια κοινωνία «αρχαϊκή» -που ζει σε «ανιστορικό» χρόνο- όπου  εισβάλλουν  Πορτογάλοι, Άγγλοι, Σοβιετικοί, γειτονικές αφρικανικές χώρες), αλαλούμ  που καταντά τραγέλαφος  για τον ντόπιο που προσπαθεί να κρατήσει ή ίσως να ΒΡΕΙ την ταυτότητά του. Αυτόν τον τραγέλαφο νομίζω ότι αναπαριστά με εκπληκτικό τρόπο ο Μοζαμβικανός συγγραφέας (Πορτογάλος, δηλ. λευκός αλλά τρίτης γενιάς, επομένως σχετικά αφομοιωμένος με την κουλτούρα των ντόπιων), με αυθεντικό σουρεαλισμό και καυστική σάτιρα. Γι’αυτό και θα συμφωνήσω με τον εξαιρετικό μεταφραστή (που σεβάστηκε όλες τις ιδιαιτερότητες της «μεικτής», «βιωματικής»/»διαισθητικής» γλώσσας) ότι πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα.
Ό δε μέγιστον, την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας, έχει έρθει στη χώρα ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (7.500 άνδρες) -βλ. Κόσσοβο. Άλλο ένα λιθαράκι στον πύργο του παραλογισμού. Και, ναι, όπως υπαγορεύει και ο προβληματικός τίτλος,  ένα «γεννητικό όργανο πολύ καρδαμωμένο κι απ’ τη ρίζα του κομμένο», κοινώς ένα πέος μοναχό εγκαταλελειμμένο στον δρόμο, αναστατώνει το μικροσύμπαν της Τιζανγκάρα, επινοημένης από τον συγγραφέα πόλης, στο νότιο μέρος της χώρας. Ένα πέος ξεκομμένο, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ανθρώπου στον οποίο ανήκε έχει κυριολεκτικά εξαερωθεί μετά από έκρηξη. Ήταν μάλιστα η έκτη τέτοιου είδους έκρηξη. Όμως, όπως γράφει κι ο αφηγητής/μεταφραστής, «αυτό δεν ήταν ακόμη το γεγονός, αλλά οι προετοιμασίες για την έλευσή του». Η εξουσία συσπειρώνεται, οργανώνεται για να λύσει το μυστήριο: ο διοικητής Εστεβάου Ζόνας, ο υποδιοικητής Σουπάνγκα, ο Ιταλός εκπρόσωπος του ΟΗΕ Μάσιμο Ρίζι, αλλά και διάφοροι εμπλεκόμενοι: η εκρηκτική σύζυγος (η «αποτέτοια») του διοικητή Ντόνα Ερμελίντα, η Αχκαινά, πόρνη της περιοχής, και ο αφηγητής μας που είναι ο μεταφραστής του Ιταλού (Το πρόβλημα δεν είναι η γλώσσα. Αυτό που δεν κατανοώ είναι ο κόσμος εδώ πέρα). Όλοι αυτοί συστρατεύονται για τη διερεύνηση της υπόθεσης του «αποκοπέντος πέους»! 
Η παρουσίαση αυτών των τύπων είναι όχι μόνο ξεκαρδιστική, αλλά αποτελεί κοινωνικοπολιτικό σχόλιο: ο διοικητής («η Εξοχότης του») κατελάμβανε όλη την πόρτα κατά πλάτος(…) κατάφερνε να δείχνει ακόμα πιο καμαρωτός, με το στήθος κορδωμένο πιο πολύ κι από το στήθος του αγριοπερίστερου την εποχή του οίστρου∙ ο υποδιοικητής, σκέτη μύξα, δουλοπρεπής, τσανακογλείφτης με περικεφαλαία. Όπως κάθε νενέκος: υποταχτικός με τους μεγλόσχημους και υπερόπτης με τους παρακατιανούς. Η Ερμελίντα, συμφεροντολόγα, τσαούσω και καταφερτζού, η Αχκαινά (η πόρνη) αυθόρμητη, αυθεντική και καίρια («Πέθαναν χιλιάδες Μοαζμβικανοί και ποτέ δε σας πήρε το μάτι μας να’ ρχεστε κατά δω. Και τώρα που εξαφανίστηκαν πέντε ξένοι, κάνετε λες κι έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου;»)
Ο αφηγητής που μετέγραψε σε «ορατά πορτογαλικά» όλα όσα συνέβησαν, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, θεωρεί ότι οι πέντε κυανόκρανοι εξερράγησαν  (εγώ τώρα σας ερωτώ: εξερράγησαν πραγματικά, με όλη τη σημασία της λέξης; Έτσι λέγεται, ελλείψει ρήματος). Αυτή είναι η τελική του ετυμηγορία, που παρατίθεται στη δεύτερη σελίδα του μυθιστορήματος, κι από κει και πέρα ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του.
Ο ήρωάς μας λοιπόν έχει τοποθετηθεί από τον διοικητή ως μεταφραστής του εκπροσώπου του ΟΗΕ, του Ιταλού Μάσιμο Ρίζι (-Μιλάτε ιταλικά; -Εγώ όχι. –Θαυμάσια. Γιατί οι Ιταλοί δε μιλάνε ποτέ ιταλικά). Η σκηνή της υποδοχής των αντιπροσώπων «από το έθνος μας» κι από τα Ηνωμένα Έθνη, μαζί με υπουργό και τμηματάρχες υπουργείων, προκειμένου να δουν και να εξετάσουν το εύρημα, είναι σπαρταριστή (αυτό εκεί, στη μέση του δρόμου, τι να ήταν άραγε, όργανον ή οργανισμός; Και αν δεχτούμε πως ήταν όργανο: έτσι παράταιρο και δίχως ταίρι, από ποιον είχε αποκοπεί;): οι πολίτες είναι στοιχημένοι σαν σε παρέλαση, τα πανώ είναι από την εποχή της σοβιετοκρατίας («Ζήτω ο προλεταριακός διεθνισμός»!!), και το αποκορύφωμα, στο σκηνικό μπλέκεται κι ένα… κατσίκι.
Το ύφος, που συνοδεύει μια πραγματικότητα που προκαλεί σύγχυση απ’ την ίδια της τη φύση, θυμίζει το ύφος του Σκαρίμπα. Διανθισμένο με ακατανόητα γνωμικά («της Τιζανγκάρα») και λεκτικές ακροβασίες, συντελεί στο να χτιστεί ένας πύργος παραλόγου. Έτσι, πιο κατάλληλο άτομο για να αναγνωρίσει τον ιδιοκτήτη του  πέους θεωρούν ομόφωνα την πόρνη (άσε που ήταν και εμπειρογνώμων στην ιατροπαραδικαστική!):
-Καταλαβαίνετε, Εξοχότατε; Την Άνα Αχκαινά την καλούμε για να αναγνωρίσει το όλον εκ του μέλους.
-Εκ του μέλους;
-Εξ… αυτού εκεί του πράγματος… αναφέρομαι, δηλαδή στο εκκρεμές μας ζήτημα.
(…)
-Έκοψαν αυτό το πράγμα απ’ τον άνθρωπο, ή τον άνθρωπο απ’ αυτόν;
Αρχίζει λοιπόν η έρευνα όπου όλα ο υπουργός τα θέλει μαγνητοφωνημένα (κι όχι πολλά μπλα μπλα, μ’ έχει κουράσει πια το φολκλόρ).  
Σπαρταριστή και η εγκατάσταση του Ιταλού στην πανσιόν, μια πανσιόν που είναι ιδιωτική αλλά ανήκει στο Κόμμα, στο Κράτος δηλαδή, όπου όμως δεν υπάρχει πλάνο και σχεδιασμός όσο αφορά τις συνθήκες…  (δεν υπάρχει νερό, ρεύμα κλπ κλπ).

Εγώ νοσταλγούσα τους άλλους,
Τους ανθρώπους εκείνους που είχαν υπάρξει σ’ αυτόν τον τόπο.
Γιατί, στην τελική, ήταν πλούσιοι χωρίς κανέναν πλούτο.
Μετά τις 100 περίπου πρώτες σελίδες, όταν πια έχει στηθεί η πλοκή, το μαγικό στοιχείο, το υπέρλογο και το φανταστικό αρχίζουν και μπλέκονται με τρόπο που πράγματι ο Ιταλός μας, εκπρόσωπος της δυτικής κουλτούρας, να χρειάζεται μετάφραση του κόσμου στον οποίο βρέθηκε: αλογάκια της παναγίας που δεν πρέπει να τα σκοτώσεις γιατί ήταν ένας πρόγονος που επισκεπτόταν τους ζωντανούς∙ η Χρονίνα με τις δυο ηλικίες, γριά στο πρόσωπο με σώμα νέας (αυτή κυκλοφορεί μοναχά στο διάδρομο, ζει στα σκοτάδια, εδώ κι αιώνες), αίτηση άδειας για να μπεις στο σπίτι από νεκρό (για να δείτε πως στην Τιζανγκάρα δεν υπάρχουν δυο κόσμοι)κλπ, κλπ.
Καινούρια πρόσωπα εμφανίζονται και παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως ο «θεομπαίχτης» πάτερ Μουάντου, ο μάγος Ζέκα Αντουρίνιου, ο κουτός αδερφός της Χρονίνα, κ.α. γιατί δίνουν ο καθένας τη δική του κουφή ερμηνεία. Ο αφηγητής παραθέτει την οικογενειακή του ιστορία (μάνα τυφλή που έχει πεθάνει αλλά επικοινωνεί μαζί της), αλλά το πιο ενδιαφέρον/βαθύ σημείο είναι όταν ξανασυναντά τον απομονωμένο και ιδιόρρυθμο πατέρα του, τον  πιο αυθεντικό εκπρόσωπο του αρχαϊκού πνεύματος. Είναι ο άνθρωπος που επειδή τον πονούσαν τα κόκαλά του κι ένιωθε φοβερή κόπωση, προτού πλαγιάσει ξεφορτωνόταν το σκελετό για να κοιμάται καλύτερα. Στέκεται με φυσικότητα κάτω απ’ τη βροχή , μένει κλειστός και σιωπηλός (κοίταζα το πείσμα του πατέρα και μου φαινόταν πως έβλεπα σ’ αυτό μια ολόκληρη ράτσα να παλεύει για να κάνει να στεριώσει ο χρόνος της κόντρα στο χρόνο των άλλων). Έχει βέβαια ένα μυστικό που διαρρέει μέσα απ την αινιγματική και γριφώδη συμπεριφορά του, ότι ήταν αστυνομικός την εποχή της αποικιοκρατίας, είχε συνεργαστεί με τους «ανθρώπους της Επανάστασης» αλλά σε δεδομένη στιγμή τον βασάνισαν και τον απέπεμψαν (μ’ έδεσαν σ’ αυτό το δέντρο. Μ’ έδεσαν με σκοινιά, έριξαν αλάτι στις πληγές/αυτοί που εσείς θέλετε τώρα να βοηθήσετε). Όταν αποσύρθηκε πια έγινε φαροφύλακας (είχε ανέβει και είχε καταλάβει έναν φάρο εκτός λειτουργίας)!!!
Καθώς οι εκρήξεις συνεχίζονται, συνεχίζονται και οι έρευνες. Οι  μαγνητοφωνημένες αποδείξεις που ζήτησε ο υπουργός ήταν ένα έξυπνο εύρημα του συγγραφέα να μας δώσει το ήθος κάποιων προσώπων με -επίσης σπαρταριστές- πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις! Έτσι, ο καθένας εκθέτει εγγράφως τη δική του -σουρεαλιστική- εκδοχή για τις εκρήξεις ώσπου ο Μάσιμο Ρίζι, ο Ιταλός εκπρόσωπος του ΟΗΕ, όταν πια είδε ακόμα και τις φωτογραφίες και τα αρχεία του, δηλαδή τα αποδεικτικά του στοιχεία, να έχουν γίνει λευκές σελίδες, νομίζει ότι θα του στρίψει (το τέλος της σταδιοδρομίας του, η κατεδάφιση της λογικής του)!  
Μέσα σ’ όλη αυτήν την τρέλα και το καυστικό χιούμορ διαρρέουν σχόλια και γλυκόπικρες αλήθειες που αφορούν την τύχη ενός ολόκληρου λαού, αν μπορούμε να πούμε λαό τις πολυάριθμες ντόπιες φυλές που συμβίωναν στο παρελθόν. Η ειρήνη μετά την ανεξαρτησία και τον εμφύλιο δεν φαίνεται να άλλαξε και πολύ τα πράγματα (πάντως υπήρχε τόση αδικία όση και την αποικιακή περίοδο). Γιατί, όπως λέει ο αφηγητής, «κατέκτησαν εμάς τους ίδιους, στρατοπέδευσαν μέσα στα κεφάλια μας».  Σχόλια πολλά και σκηνικά για το καθεστώς που κάνει κουμάντο σε βάρος ενός λαού, τρώγοντας με χρυσά κουτάλια. Το πριν και το τώρα.
Η πιο σπαραχτική αντίθεση ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, αναδίνεται από την ομολογία του διοικητή: παλιά ήταν ανεπίτρεπτο να δείχνουμε το Έθνος να ζητιανεύει, να δείχνουμε φόρα παρτίδα τα πλευρά της Χώρας. Παραμονή κάθε επίσκεψης, όλοι εμείς, τα διοικητικά στελέχη, δεχόμασταν κατεπείγουσες διαταγές: κρύψτε τους κατοίκους, σκούπα στη φτώχεια! Εντούτοις, ένεκα οι δωρεές της διεθνούς βοήθειας, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα η κατάσταση απαιτούσε τα αντίθετα. Ήταν ανάγκη να δείχνουμε τη χώρα με την πείνα της, με τις μεταδοτικές της ασθένειες:  η αθλιότητα είναι δι’ ημάς προσοδοφόρος.
Τέλος, το μοτίβο του φλαμίνγκο, ενδημικού πουλιού που συνδέεται με διάφορες αληθινές και μη ιστορίες,  έρχεται κι επανέρχεται μέσα στις αφηγήσεις της μάνας και του πατέρα. Η ιστορία του τελευταίου ταξιδιού του φλαμίνγκο, που κουράστηκε πια να κουρνιάζει «σε τούτη τη γη» και που γέννησε το πρώτο ηλιοβασίλεμα… 
Συνολικά, η αφήγηση του μεταφραστή, που βέβαια είναι ο κεντρικότερος ήρωας του βιβλίου, ξεδιπλώνει απίστευτη ευαισθησία, και βαθιά αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους της. Έτσι, η σκηνή που περιγράφεται παρακάτω πιστεύω ότι συμπυκνώνει το νόημα όλης της ιστορίας:
Τώρα, κάτω από τη σκιά της ταμαρίνδου, με τα μάτια σφαλιστά, κάλεσα σε σύναξη τις νοσταλγίες όλες. Και τι λέτε πως μου έκανε την εμφάνισή του; μια αυλή, που δεν ήταν όμως εκείνη. Γιατί υπήρχε ένα παιδί σ’ εκείνο το χώρο. Στα χέρια του παιδιού αυτού η θύμησή μου μπορούσε να ψηλαφήσει απαλά κάποιες λύπες, μικροπράγματα βγαλμένα από κάτι σκουπίδια. Η παιδική ηλικία ήξερε να τα μαζώνει όλ’ αυτά για να φτιάξει ένα παιχνίδι. (…)
Τελικά, στα χέρια μου πια, κατάφερνα να μαντέψω το σχήμα του. Ήταν ένα φλαμίνγκο.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ο Πέδρο Καμπράλ είχε αποβιβαστεί στη Σοφάλα το 1500. Το 1531 ίδρυσαν δύο εμπορικές αποικίες στο εσωτερικό της χώρας και το 1544 ίδρυσαν ένα σταθμό στην ακτή του ποταμού Κελιμάνε. Από τα εμπορικά κέντρα που είχαν οι ίδιοι ιδρύσει, διακινούσαν τεράστιες ποσότητες χρυσού. Ο εποικισμός συνάντησε τη σκληρή αντίδραση των ιθαγενών. Οι Μουένε Ματάπα αναγνώρισαν τελικά την πορτογαλική κυριαρχία το 1629 και ο πρώτος αποικιακός κυβερνήτης των Πορτογάλων διορίστηκε το 1752. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Πορτογαλία εκμίσθωσε το βόρειο τμήμα της Μοζαμβίκης σε βρετανικές εταιρείες, που κατάφεραν να θέσουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους τις αγροτικές καλλιέργειες, μετατρέποντάς τις σε φυτείες. Το 1948, επί πορτογαλικής διοίκησης, ξεκίνησαν πολιτικές αναταραχές. Το 1964 εγκαινιάστηκε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας κατά των αποικιοκρατών από το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης (FRELIMO), το οποίο είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Έπειτα από την πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία, η τελευταία κινήθηκε στην αποαποικιοποίηση. Η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητη από τους Πορτογάλους στις 25 Ιουνίου του 1975.
Αμέσως μετά, έγινε Λαϊκή Δημοκρατία, με Πρόεδρο τον Σαμόρα Ματσέλ. Ο τελευταίος εγκαθίδρυσε σοσιαλιστικό κράτος και στα τέλη της δεκαετίας του ' 70 έκλεισε τα σύνορα με τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), που υποστήριζε το κίνημα RENAMO (Εθνικό Κίνημα Αντίστασης της Μοζαμβίκης), πολέμιο του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Η Μοζαμβίκη υποστήριζε τους αντάρτες της Ροδεσίας στον δικό τους αγώνα για ανεξαρτησία. Στις αρχές της δεκαετίας του ' 80 το RENAMO υποστηρίχθηκε από το καθεστώς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, το 1984 η τελευταία υπέγραψε συμφωνία με τη Μοζαμβίκη, με βάση την οποία δε θα έκανε επίθεση η μία στην άλλη και θα εμπόδιζαν τη δράση ανταρτών που θα στρέφονταν κατά του άλλου κράτους. Ο Ματσέλ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, στις 19 Οκτωβρίου του 1986 στη Νότια Αφρική, η οποία αρνήθηκε τη δική της ανάμειξη στο γεγονός εκείνο[5]. Το FRELIMO προχώρησε στον ορισμό νέου Προέδρου και αυτός ήταν ο Ζοακίμ Τσισάνο. Το 1990 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και η χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Μοζαμβίκης. Το RENAMO δεν αναγνώρισε το Σύνταγμα και συνέχισε τον ανταρτοπόλεμο, από τα εδάφη της Νότιας Αφρικής. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1992 στη Ρώμη υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία και τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος, του οποίου ο απολογισμός ως εκείνη την εποχή ήταν 1 εκατομμύριο νεκροί και περίπου 1,3 εκατομμύρια πρόσφυγες σε άλλα κράτη. Παράλληλα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή διεθνούς επιχειρησιακής δύναμης 7.500 αντρών ονόματι ONUMOZ. Λίγα χρόνια μετά, το 1995 η δύναμη αυτή άρχισε να αποσύρεται, καθώς η κατάσταση στη χώρα εξομαλύνθηκε. Ωστόσο, κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου παρέμειναν οι νάρκες, που βρίσκονται ακόμη στο έδαφος της αφρικανικής χώρας και εξακολουθούν να ευθύνονται για θανάτους και ακρωτηριασμούς ανθρώπων και ζώων λόγω τυχαίας πυροδότησής τους.
Το 1994 διεξήχθησαν οι πρώτες γενικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχε και το RENAMO, ως πολιτικό κόμμα πια. Πρόεδρος εξελέγη ο Τσισάνο, όπως και στις εκλογές του 1999. Το 2004 εξελέγη Πρόεδρος ο Αρμάντο Γκεμπούζα, νέος υποψήφιος του RENAMO.


Πέμπτη, Μαΐου 21, 2020

Πατρίδα, Φερνάντο Αραμπούρου


Παλεύουμε να δώσουμε ένα νόημα, ένα σχήμα, μια τάξη στη ζωή
Και τελικά η ζωή κάνει μαζί σου ό, τι γουστάρει
(…)
Είναι νόμος της ζωής. Στο τέλος πάντα κερδίζει η λήθη
  
   Συγκλονιστικό βιβλίο σε όλα τα επίπεδα, κυρίως όμως λόγω περιεχομένου: βαθιά τομή στον ιστορικό αγώνα  των Βάσκων[1] για ανεξαρτησία, στον τρόπο οργάνωσης και δράσης της ΕΤΑ και στην εκατέρωθεν τρομοκρατία που ασκήθηκε, μέχρι την πολιτική συμφωνία που υπογράφτηκε στη Λισάρρα της Ναβάρρας (2011), που έβαλε τέλος στην ένοπλη δραστηριότητά της, και έθεσε το θέμα της «αμοιβαίας συγχώρεσης και λήθης». Προχωρώντας όμως πέρα από το ιστορικό επίπεδο (που κι αυτό έχει βέβαια ενδιαφέρον), το βιβλίο διεισδύει σ’ ένα φαινόμενο που, αν και παλιό, χαρακτηρίζει τον 20-21ο αιώνα, "το πολιτικό έγκλημα":   νομιμοποιείται το πολιτικό έγκλημα εν ονόματι ενός ιερού σκοπού; Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει αυτό το -όχι και τόσο ασυνήθιστο πια- θέμα ο Αραμπούρου είναι κατά τη γνώμη μου απαράμιλλος.
Ουσιαστικά παρακολουθούμε τη ζωή σ’ ένα μικρό βασκικό χωριό κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν, και κυρίως τα πρόσωπα που αφορούν δυο οικογένειες που αρχικά τους ενώνει βαθιά φιλία. Ο Χοσίαν και η Μίρεν έχουν στενές σχέσεις με τον Τσάτο και την Μπιττόρι αντίστοιχα, ενώ τα παιδιά τους (Χοσέ Μάρι, Αράντσα, Γκόρκα και Σαμπίερ, Νερέα αντίστοιχα), όλα πάνω κάτω στην ίδια ηλικία, έχοντας μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, έχουν κοινά βιώματα, κοινές αναμνήσεις και την αδερφική οικειότητα που υπαγορεύει η συγκατοίκηση.
Όμως δεν μαθαίνει  αναγνώστης τα γεγονότα με γραμμικό τρόπο κι αυτή είναι η μεγάλη αρετή της αφηγηματικής τέχνης του Αραμπούρου. Γιατί, πέρα απ’ την πολύ διεισδυτική του ματιά στα γεγονότα αυτά καθαυτά, που τα προσεγγίζει απ’ όλες τις πλευρές, χτίζει την ιστορία με μικρά μικρά κεφάλαια κάνοντας άπειρα φλας μπακ, φωτίζοντας τους ήρωες και τις πράξεις τους και δημιουργώντας ερωτήματα που ζητάνε επιτακτικά να απαντηθούν. Αυτή η τεχνική δημιουργεί έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη περιέργειας, αιφνιδιασμού, αγωνίας αλλά και ταύτισης με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, και ταιριάζει απόλυτα στο θέμα όπου ανατέμνονται πολύ αντιφατικές καταστάσεις και διαφορετικές στάσεις απέναντι στην ακραία ιδεολογία και δράση της ΕΤΑ. Βλέπουμε ανθρώπους που ζουν αρμονικά, και ενίοτε έχουν βαθιά φιλικές σχέσεις να μπαίνουν μέσα στη δίνη των ιστορικών συγκυριών και να υιοθετούν ένα ρόλο που αποβαίνει μοιραίος για τις σχέσεις τους με τους άλλους αλλά και για τη ζωή τους. Βλέπουμε ακόμα την εξουσία που ασκούν όσοι έχουν «ισχυρή» προσωπικότητα, αλλά και πόσο τραγικά καταλήγουν τα σφάλματά τους.
Το 714σέλιδο λοιπόν βιβλίο αποτελείται από περίπου 125 κεφάλαια (αν υπολόγισα σωστά), 5-6 σελίδων το καθένα, που μας πηγαίνουν μπρος πίσω στον χρόνο και στην προσωπική ιστορία κάθε ήρωα, ενώ πολλά επεισόδια εγκιβωτίζονται ως αναμνήσεις που καίνε. Η δράση είναι γρήγορη και το ύφος απλό και καθημερινό, χωρίς εκτενείς παραγράφους με εμβαθύνσεις και επεξηγήσεις. Κάποια κεφάλαια μπαίνουν σε λεπτομέρειες γεγονότων στα οποία έχει γίνει ήδη αναφορά. Και παρά τον φαινομενικά αφηγητή παντογνώστη, φτάνουν ως εμάς τα μύχια συναισθήματα/σκέψεις/όνειρα των πρωταγωνιστών σαν σε εσωτερικό μονόλογο, μόνο που δεν είναι πρωτοπρόσωπη η αφήγηση αλλά σε γ΄ενικό. Άλλωστε, οι συγκυρίες είναι τόσο εξαιρετικές, που δεν ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ περίτεχνο ύφος και λεκτικές αναλύσεις. Μια ιδιοτροπία του ύφους είναι ότι ενώ στο 99% είναι σε γ΄ενικό, υπάρχουν σποραδικά κι ελάχιστα σημεία -για μια ανάσα, για δυο τρεις σειρές- όπου το γ΄ενικό γίνεται πρωτοπρόσωπο.
Έτσι λοιπόν, στις πρώτες σελίδες μαθαίνουμε ότι η ΕΤΑ δεν θα ξανακάνει άλλες επιθέσεις (επομένως είμαστε στο αφηγηματικό «μηδέν», που είναι μάλλον το 2011, δεδομένου ότι τότε υπογράφτηκε η σχετική συμφωνία –το μυθιστόρημα εξελίσσεται κυρίως στο «πριν» αλλά και στο «μετά» την κατάπαυση των εχθροπραξιών). Ο συγγραφέας μάς βάζει στη μέση της ιστορίας και πληροφορούμαστε ότι η Νερέα, κόρη του Τσάτο και της Μπιττόρι, δεν τα πάει καλά με τον άντρα της, ότι ο Τσάτο έχει πεθάνει ή μάλλον δολοφονήθηκε, ότι η Μίρεν επισκέπτεται τον γιο της στη φυλακή, ότι η 44χρονη κόρη της, Αράντσα, είναι ανάπηρη στο καροτσάκι και επικοινωνεί μόνο με το ipad… Καταλαβαίνουμε επίσης ότι η οικογένεια του δολοφονημένου Τσάτο δεν μένει πια στο χωριό, γιατί εκεί είναι ανεπιθύμητοι. Κι όταν πια –όταν η ΕΤΑ πια έχει εξασθενήσει- η Μπιττόρι αποφασίζει να επισκέπτεται κρυφά το παλιό της σπίτι, αυτό αναστατώνει υπερβολικά την παλιά της φίλη, την Μίρεν (δυο νύχτες στη σειρά άυπνη και δεν χρειαζόταν να το πει. Το φώναζαν οι μαύροι κύκλοι. Ο λόγος; Το φως απ’ τις σχισμάδες του ρολού στο σπίτι αυτωνών). Υπάρχει επομένως μίσος και συγκρατημένη κακία, που ξεσπάει άναρχα στα κοντινά πρόσωπα. Κι όλα αυτά βάζουν τον αναγνώστη σε κατάσταση απορίας και… αναμονής.
Και ύστερα αρχίζουν τα ατέλειωτα flash back που επεξηγούν αυτές τις ακραίες καταστάσεις, αλλά και… forward, δηλαδή μεταπηδήσεις στον χρόνο και προς τα μπρος, που αυτές οι τελευταίες όμως πυκνώνουν προς το τέλος.
Σαν ανάμνηση παρατίθεται η αρχή της τραγωδίας στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν βλέπουν οι δυο φίλες και γειτόνισσες τον 16χρονο Χοσέ Μάρι, κουκουλοφόρο με μαντήλι στο στόμα να πετάει πέτρες στους ερτσάινας (αστυνομικούς). Η Μίρεν  προσπαθεί αρχικά να τα βάλει με τον τρελαμένο γιο της, που μιλούσε με κραυγές για απελευθέρωση, για αγώνα, για ανεξαρτησία, τόσο επιθετικός που δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί: αυτός θα με βαρέσει. Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και μετά από έντονες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις ο Χοσέ Μάρι έφυγε οριστικά για τον κόσμο των φίλων του και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι ο Χοσέ Μάρι  γίνεται σκληροπυρηνικό μέλος της ΕΤΑ, περνώντας διάφορες δοκιμασίες που αποκαλύπτονται σιγά σιγά και αναταράσσοντας όλες τις σχέσεις με την οικογένεια, αλλά και με τους γείτονες Μπιττόρι, Τσάτο κλπ. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και δίνουν τροφή στον συγγραφέα να χτίσει, ή μάλλον να μας αποκαλύψει τους διαφορετικούς χαρακτήρες και τη διαφορετική αντιμετώπιση της τραγωδίας του διχασμού στις, κατά τα γούστα μου με αριστοτεχνικό τρόπο γιατί δεν καταφεύγει σε περιγραφές αλλά κυρίως στη δράση τους.
Οι προσωπικές τραγωδίες
Δεν είναι βέβαια σκόπιμο να αποκαλύψω τα γεγονότα βάζοντάς τα σε γραμμική σειρά, αλλά θα επικεντρωθώ στην ψυχογράφηση των ηρώων, που αποκαλύπτει τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα να πλάσει αληθοφανείς ήρωες μέσα σ’ αυτές τις μοναδικές ιστορικές στιγμές. Όχι μόνο μαύρους ή άσπρους αλλά με αποχρώσεις, με μεγαλείο αλλά και αδυναμίες, και κυρίως μας δείχνει πώς ωριμάζουν/αλλάζουν καθώς περνούν τα χρόνια. Όλοι ανεξαιρέτως ζουν την προσωπική τους τραγωδία.
Μίρεν, η μητέρα του Χοσέ Μάρι
Οι δυο γυναίκες των οικογενειών είναι και οι πιο σκληρές, οι πιο κυριαρχικές και οι πιο άτεγκτες/ξεροκέφαλες απ όλα τα υπόλοιπα μέλη. Ιδιαίτερα η Μίρεν, μητέρα του Χοσέ Μάρι, ενώ στην αρχή συγκρούστηκε με τον γιο της, όταν μαθαίνει ότι εντάχτηκε στον αγώνα παίρνει αβασάνιστα το μέρος του και φτάνει στο σημείο να φωνάζει συνθήματα για την ΕΤΑ, είναι ανελέητη απέναντι στην κόρη της γιατί δεν εγκρίνει τον γαμπρό της (δεν είναι Βάσκος, αλλά Ισπανός!)  κι αυτή την άσχημη σχέση την μεταφέρει και στα εγγόνια, που δεν την αγαπούν («κακιά αμόνα»). Όταν μαθαίνει ότι ο Κόλντο (ένας από τους δυο φίλους του Χοσέ Μάρι -και συναγωνιστές) μάλλον «κελάηδησε», ενώ ο τρίτος της παρέας, ο Χόκιν, σκοτώθηκε (αυτοκτόνησε;), αρχίζει και γίνεται πιο νευρική (εύχομαι να βουτήξει η αστυνομία τον Χοσέ Μάρι και να τελειώνει μια και καλή αυτή η ιστορία. Προσεύχομαι συνεχώς στον άγιο Ιγνάτιο. Να τον πιάσει η γαλλική αστυνομία. Όχι η ισπανική, ε; να μείνει λίγο καιρό στη φυλακή μακριά από τους μπελάδες και να μου τον φέρουν πίσω). Γίνεται σκληρή, τσιγκούνα και γκρινιάρα, και ιδιαίτερα καταπιεστική απέναντι στον πράο και χαμηλών τόνων Χοσίαν, τον άντρα της. Όμως, μετά την έρευνα στο σπίτι της από την ισπανική πολιτοφυλακή (πετάει από σιχαμάρα στα σκουπίδια όλα τα πράγματα που άγγιξαν οι πολιτοφύλακες), η στάση της υπέρ της ΕΤΑ γίνεται ακόμα πιο αμείλικτη, κι ο χαρακτήρας της άτεγκτος, γιατί ένιωσε «ταπείνωση», λέξη που χρησιμοποιεί και ο γλοιώδης δον Σεράπιο για να φανατίσει τους αγωνιστές της ΕΤΑ (Σεράπιο: βλέπεις; Την ίδια ταπείνωση που εσύ και η οικογένειά σου αναγκαστήκατε να υποστείτε, την περνούν καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι στην Εσκουάλ Ερρία. Γι αυτό σου λέω, μέσα απ’ την καρδιά μου, πως ο αγώνας μας δεν είναι απλώς δίκαιος. Είναι απαραίτητος, σήμερα παρά ποτέ. Είναι αναγκαίος, δεδομένου ότι είναι αμυντικός και έχει στόχο την ειρήνη).
Ακόμα κι όταν ξέρουν ότι ο Χοσέ Μάρι το έσκασε στη Γαλλία και όλο το χωριό βουίζει περί τρομοκρατίας, η Μίρεν υποστηρίζει το παιδί της (Α, εγώ θα είμαι πάντα με το παιδί μου, ό, τι κι αν γίνει. Σκασίλα μου τι λέει ο κόσμος. Φυσικά προτιμώ να τον έχω κοντά μου και να δουλεύει και να κάνει οικογένεια∙ αλλά, αν δεν γίνει έτσι, πρέπει να αντιμετωπίσω ό, τι έρθει).
Όταν τα απειλητικά συνθήματα ενάντια στον φίλο -επιχειρηματία Τσάτο πυκνώνουν, η Μίρεν αλλάζει στάση απέναντι στην οικογένεια του τελευταίου, αποστασιοποιείται από την πρώην κολλητή της, Μπιττόρι, που τελείως ξαφνικά γίνεται ταξικός εχθρός (τα οικονόμησαν εκμεταλλευόμενοι την εργατική τάξη και τώρα τους έρχεται ο λογαριασμός). Γενικότερα γίνεται πολύ απαιτητική και πιεστική απέναντι στον Χοσίαν αλλά και στα παιδιά της και απόλυτα κυριαρχική. Αποκορύφωμα η απαράδεκτη στάση της απέναντι στην Αράντσα όταν παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο τον Ισπανό Γκιγέρμο («ούτε τσιγγάνοι να’ ταν»), αλλά και απέναντι στον καλόκαρδο Χοσίαν, που ήταν συγκαταβατικός στον γάμο και χαρούμενος για τη χαρά της κόρης του (δείγματα κλασικής συζυγικής γκρίνιας: και το συναισθηματικό σου νουμεράκι; Τι έχεις να μου πεις για τα κλάματά σου μπροστά σε όλους; Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βγαίνει κανείς στο δρόμο ή κλείνεται στην τουαλέτα, κι έτσι δε γίνεται θέαμα).
Η σύγκρουση της Μίρεν με την κόρη της για το βασκικό, αλλά και τον ρόλο του Χοσέ Μάρι  κρατάει πέντε χρόνια (ο γιος σου, για τον οποίο είσαι τόσο περήφανη, αποδείχτηκε πως έχει διαπράξει βίαια εγκλήματα. Για αυτό είναι στην φυλακή, ωςς τρομοκράτης), μέχρι δηλαδή που η Αράντσα χωρίζει τον Γκιγέρμο και αργότερα αρρωσταίνει. Σιγά σιγά απομονώνεται, ενώ η μόνη της διέξοδος γίνεται η επίσκεψή της στη φυλακή μια φορά τον μήνα, όπου εκμυστηρεύεται στον Χοσέ Μάρι όλους τους φόβους και τις ανησυχίες της. Η επανεμφάνιση της Μπιττόρι στο χωριό, μετά την κατάπαυση της ένοπλης δραστηριότητας της ΕΤΑ, τη χολιάζει και τη γεμίζει ξεσυνερισιό, αλλά ο χρόνος έχει πια αρχίσει να διαβρώνει τις αντιστάσεις της, ενώ οι άλλοι τραβάνε το δρόμο της καρδιάς τους (Αράντσα, Χοσίαν). Οι σχέσεις αρχίζουν και ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχό της. Η απαράδεκτη συμπεριφορά της απέναντι στους δικούς της και γενικά σε όλο το χωριό δημιουργεί στον αναγνώστη συναισθήματα αντιπάθειας, που έρχονται σε αντίθεση με την συμπόνια για το ότι ο γιος της είναι κατάδικος ενώ η κόρη παράλυτη, κι εκείνη αγωνίζεται να περισώσει κάποιες «αξίες», αλλά κυρίως την αξιοπρέπεια της οικογένειας.
Χοσίαν
Σε αντίθεση με τη σύζυγό του, ο Χοσίαν δεν είναι καθόλου εμπαθής, και βλέπει πιο καθαρά, χωρίς όμως να τολμά να υπερασπιστεί πολύ πολύ τις απόψεις του. Δούλευε στο χυτήριο (χειριστής φούρνου) αλλά στο σημείον μηδέν είναι συνταξιούχος και η ενασχόλησή του με το μποστάνι και τα κουνέλια του είναι η μεγάλη του διέξοδος, ενώ παρακολουθεί με συγκατάβαση τις κυκλοθυμίες της γυναίκας του. Δεν εγκρίνει καθόλου τις ενέργειες του Χοσέ Μάρι αλλά δεν αντιδρά κιόλας, ενώ όταν η οικογένεια αντιλαμβάνεται ότι ο γιος έχει στρατευτεί στην ΕΤΑ, κρυφά μέσα του ο Χοσίαν θλίβεται . Αγαπά τον Τσάτο, είναι ο μόνος του φίλος που τον βοηθά και του συμπαραστέκεται(«ο Τσάτο ήταν γρήγορος στη σκέψη, είχε ιδέες. Σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι. Του Χοσίαν, αντίθετα, του έλειπε η ευστροφία. Τα πράγματα καθαρά»). Κι όταν όλο το χωριό απομονώνει τον Τσάτο και οι δυο οικογένειες απομακρύνονται, αυτό του στοιχίζει πολύ (θέλω να σου πω ότι λυπάμαι, ότι δεν μπορώ να σε χαιρετήσω επειδή αυτό θα μου δημιουργούσε προβλήματα), μετά δε τη δολοφονία είναι απαρηγόρητος (αλλά φυσικά δεν τολμά να εκδηλωθεί). Η σκηνή όπου ο Χοσίαν μαθαίνει τη δολοφονία του φίλου και γείτονά του και ο διάλογος με τη Μίρεν είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της παραστατικής/θεατρικής τέχνης του Αραμπούρου αλλά και της βασικής σύγκρουσης που πραγματεύεται το βιβλίο (-«Ένας Βάσκος, ένας χωριανός όπως εσύ κι εγώ. Να πάρει αν έλεγες ένας αστυνομικός, αλλά ο Τσάτο! Δεν τον θεωρώ κακό άνθρωπο» / «Δεν πρόκειται για καλούς ή κακούς ανθρώπους. Παίζεται η ζωή ενός λαού. Είμαστε αμπέρτσαλες ή δεν είμαστε; Και μην ξεχνάς πως έχεις έναν γιο στον αγώνα»/ «αν κλαις γι’ αυτόν, θα πάω να κοιμηθώ σε άλλο δωμάτιο»/ «Κλαίω για όποιον σκατά μου κάνει κέφι»): τι αξίζει περισσότερο, ο συλλογικός αγώνας με τίμημα τη θυσία των προσώπων, ή ο σεβασμός στις ανθρώπινες αξίες και οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις; Επανάσταση (με αθώα θύματα) ή ειρηνικοί αγώνες; Πόσο έγκλημα είναι το πολιτικό έγκλημα, στο όνομα μιας πατρίδας; (στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιο πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί, όπως αναφέρει ο δικαστής, στην Ημερίδα για τα Θύματ της Τρομοκρατίας και της Τρομοκρατικής Βίας που γίνεται πολύ αργότερα)
Άλλωστε και όταν μαθαίνουν ότι ο Χοσέ Μάρι έφυγε στο εξωτερικό και είναι πια στην παρανομία, ο Χοσίαν προτιμά να έχει καταφύγει στο Μεξικό παρά να δουλεύει για την οργάνωση ∙η νέα σύγκρουση με τη Μίρεν βάζει στο στόμα του Χοσίαν τα τραγικά λόγια: «εγώ δεν ανάθρεψα τον γιο μου για να σκοτώνει». Ο θάνατος του συνεργάτη και συγχωριανού τού Χοσέ Μάρι είναι ένα χτύπημα ακόμη, γιατί ο πατέρας του συμβουλεύει τον Χοσίαν: «Ούτε να σου περάσει απ’ το μυαλό να με παρηγορήσεις. Αν έχεις δυο δράμια μυαλό, τρέχα να βρεις τον γιο σου. Τον βουτάς, του σπας τα μούτρα και τον φέρνεις στο σπίτι ή τον παραδίδεις στην αστυνομία».  Κι όταν συλλαμβάνουν τον Χοσέ Μάρι πίνει και μεθάει (επιθυμία να θολώσει την πραγματικότητα, ένα αντάρτικο ξέσπασμα, μια τιμωρία που επιβάλλει στον εαυτό του επειδή δεν ήταν καλός πατέρας;)
Ο Χοσίαν  (και η Αράντσα) είναι τα ευάλωτα μέλη της οικογένειας, στα οποία διεισδύει αργά και σταθερά η βούληση της Μπιττόρι να δικαιωθεί ως προς την αδικία που υπέστη με τη δολοφονία του Τσάτο. Συναντά τον Χοσίαν στο νεκροταφείο και του εξομολογείται ότι πριν πεθάνει αποσπάσει τη συγνώμη ενός από τα μέλη της ΕΤΑ, που τώρα βρίσκονται σε αδράνεια, φυλακισμένα ή παροπλισμένα (μου ζήτησε (ο Τσάτο) να σου πω χαιρετίσματα/το χωριό είναι δικό μου όσο και δικό σου/ήσουν ο καλύτερος φίλος του άντρα μου/ κάποιος είδε τον Χοσέ Μάρι στο χωριό το απόγευμα που σκότωσαν τον Τσάτο/πες του πως αν μου ζητήσει να τον συγχωρέσω θα τον συγχωρέσω).
Ο Χοσίαν μπορεί να είναι αδύνατος χαρακτήρας, αλλά δεν υιοθετεί τη στάση και τις ιδέες της γυναίκας του. Όσο η Μίρεν δεν βλέπει την Αράντσα, εκείνος τους επισκέπτεται κρυφά, και  βλέπει κρυφά τα εγγόνια. Βρίσκει τη δύναμη να πει στον Γκόρκα (άλλος γιος): «ο αδερφός σου είναι δολοφόνος/αυτός εκεί έχει πολύ αίμα στα χέρια του», ενώ θεωρεί απερίφραστα ότι ο Σεράπιο είναι κάθαρμα, κι είναι αυτός που φουσκώνει τα μυαλά των νέων. Μέσα στη δίνη των τελευταίων γεγονότων ο Χοσίαν γίνεται μια ευαίσθητη χορδή που εξέπεμπε μια σιωπή καταθλιπτική, συλλογισμένη∙ μια σιωπή απ’ έξω προς τα μέσα, από το τότε στο τώρα.  Ένας άνθρωπος που παρά τους περιορισμούς, δεν απαρνιέται τα συναισθήματά του.

Τσάτο, το θύμα
Ο  Τσάτο μισοχαμογελούσε στη φωτογραφία με το πρόσωπο του δολοφονήσιμου ανθρώπου.
Δεν είχες παρά να τον κοιτάξεις, για να καταλάβεις πως κάποια φορά θα τον σκότωναν.

Αναμφίβολα ο Τσάτο είναι τραγικό πρόσωπο. Όχι μόνο γιατί εντέλει έγινε αθώο θύμα μιας καθαρά «εξορθολογιστικής» φανατικής ιδεολογίας, αλλά γιατί  τα τελευταία του χρόνια ξυπνούσε και κοιμόταν με τον φόβο του θανάτου. Παρακολουθούμε αυτήν την πορεία βήμα-βήμα, από τα πρώτα αδιόρατα σημάδια μέχρι τις πιο εξωφρενικές απειλές, με κομμένη την ανάσα. Στην αρχή εκμυστηρεύεται τους φόβους του στον φίλο του, Χοσίαν, ότι δηλαδή τον εκβιάζουν να δώσει χρήματα στην ΕΤΑ, κι ενώ την πρώτη φορά  έδωσε 1,6 εκ. πεσέτες (ένιωσε μια σουβλιά ενοχής, στη σκέψη πως τα λεφτά του μπορεί να χρησίμευαν για τη χρηματοδότηση εκρηκτικών και πιστολιών), του στέλνουν αλλεπάλληλα γράμματα με όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Δεν μπορεί να νιώσει τύψεις επειδή… δεν είναι φτωχός (έχει μεταφορική εταιρεία με 14 υπαλλήλους, αλλά με δάνεια και στερήσεις), φοβάται όμως για τα παιδιά του (Νερέα και Σαμπίερ)και όταν επεκτείνονται τα συνθήματα στους τοίχους και οι απειλές, αρχίζει και ζει μέσα στον τρόμο χωρίς να εξομολογείται σε κανέναν (εκτός απ’ τον Χοσίαν, όταν ακόμα επικοινωνούν) το σύμπλεγμα τρόμου και ενοχών. Θέλει να μιλήσει με τον Χοσέ Μάρι, να ζητήσει τη βοήθειά του ως μέλους της ΕΤΑ.
Όταν η Μπιττόρι μαθαίνει (από την Μίρεν!) ότι του στέλνουν απειλητικά γράμματα, έχουμε πάλι έναν συζυγικό διάλογο με «ένταση», δεδομένου ότι και σ’ αυτήν την οικογένεια, ο άντρας είναι φιλήσυχος και εσωστρεφής (και «ξεροκέφαλος», όπως λέει επανειλημμένα η Μπιττόρι), ενώ η γυναίκα του είρωνας και κυριαρχική (στον τάφο: εσένα σε σκότωσαν η ΕΤΑ και η ξεροκεφαλιά σου). Καθώς πληθαίνουν οι απειλές αλλάζει τις συνήθειές του και παίρνει διάφορες προφυλάξεις, και λίγο πριν το τέλος, όταν πια σφίγγει η μέγγενη, εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του στον Σαμπίερ, μυστικά απ’ όλους («Δεν τα βγάζω πέρα στο χωριό»). Προστατεύει και υπερασπίζεται την κόρη του απέναντι στη μάνα της (κοινό στοιχείο με τον Χοσίαν!)
Το πώς μεθοδεύτηκε η δολοφονία και ο απόηχός της στα πρόσωπα της οικογένειας -αλλά και των άλλων πρωταγωνιστών- χτίζεται σιγά σιγά απ τον συγγραφέα δημιουργώντας έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη, που όχι μόνο συμπάσχει με τον συμπαθητικό ήρωα, αλλά βλέπει εκστατικός από μέσα πώς λειτουργούν αυτοί οι μηχανισμοί θανάτου. Όπου ο μηχανισμός δεν είναι απρόσωπος αλλά συμμετέχουν άνθρωποι με σάρκα, οστά, συναισθήματα, όνειρα, διαψεύσεις. 

Μπιττόρι, η γυναίκα του θύματος
-«είμαι μέρος αυτής της ιστορίας»
Με τον παραστατικό-θεατρικό τρόπο που επέλεξε ο συγγραφέας (χάρη στην ευρηματική δομή), παρακολουθούμε από κοντά την προσωπική τραγωδία της Μπιττόρι, που υπέστη κι αυτή την κοινωνική κατακραυγή και απομόνωση, τους φόβους όλους του Τσάτο, την έγνοια για τα παιδιά της, και φυσικά τον πόνο μετά τη δολοφονία του άντρα της. Είναι κι αυτή -όπως κι η Μίρεν- μια γυναίκα δυναμική και κυριαρχική σε σχέση με τον Τσάτο (αυτήν τη γυναίκα ούτε ο θεός δεν την καταλαβαίνει) αλλά και τα δυο της παιδιά. Οι πρώτες εικόνες που μας δίνει ο συγγραφέας για την Μπιττόρι, είναι μιας γυναίκας πενθούσας, που έχει τρομερό παράπονο από την κόρη –γιατί χωρίς αποχρώντα λόγο η Νερέα όχι μόνο δεν εμφανίστηκε στην κηδεία του πατέρα της, ούτε στην ταφή, ούτε καν στο πατρικό για συμπαράσταση. Αυτό όμως που την καίει, είναι η δικαίωση. Στις συμβουλές του πράου και μετριοπαθούς γιου της, Σαμπίερ, να μην ανασκαλίζει «παλιές ιστορίες», δίνει τη μεγαλειώδη απάντηση «είμαι μέρος αυτής της ιστορίας».
Μετά τον θάνατο του Τσάτο, η οικογένεια είναι ανεπιθύμητη, κι έτσι η Μπιττόρι με τον Σαμπίερ αναγκάζονται να μετακομίσουν στο Σαν Σεμπαστιάν (η Νερέα πηγαινοέρχεται). Καθώς όμως περνούν τα χρόνια και ο Χοσέ Μάρι είναι πια στη φυλακή ενώ η ΕΤΑ έχει αποδυναμωθεί, η Μπιττόρι αρχίζει κι επανεμφανίζεται στο σπίτι της στο χωριό και στο νεκροταφείο (Τσάτο μου, γκάνγκστερ μου, πιστολέρο μου, ποιον θα πυροβολούσες εσύ, που ήσουν ένας άγιος;), κρυφά στην αρχή και φανερά αργότερα, ενώ πλησιάζει πρώτα την Αράντσα και στη συνέχεια τον Χοσίαν, σαν πιο συμπονετικά μέλη της οικογένειας του Χοσέ Μάρι. Σκοπός της είναι να πλησιάσει τον Χοσέ Μάρι, να επικοινωνήσει μαζί του στη φυλακή, και να του αποσπάσει συγνώμη εκ μέρους της ΕΤΑ. Τα σταδιακά βήματα προσέγγισης και ο τρόπος που οι σκληρές μνήμες διαβρώνονται σιγά σιγά μπροστά στη συμπόνια ή καλύτερα την εν-συναίσθηση των δυο. Άλλωστε η συμπόνια είναι αμοιβαία, εφόσον η πανέμορφη αδερφή του Χ.Μ., η Αράντσα, είναι καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι και επικοινωνεί μετά βίας με το ipad.   
Η πρώτη συνάντηση Μπιττόρι και Χοσίαν, είκοσι χρόνια μετά την απομάκρυνσή τους, είναι πολύ καθηλωτική (ό, τι έγινε έγινε… Ούτε εσύ, ούτε εγώ μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό/τι έγινε; Εγώ ξέρω μόνο ένα τμήμα. Σκέφτηκα: ίσως ο Χοσίαν να μπορεί να μου συμπληρώσει την ιστορία/κάποιος είδε τον Χοσέ Μάρι στο χωριό το ίδιο απόγευμα που σκότωσαν τον Τσάτο/δεν τρέφω μνησικακία, πίστεψέ με. Δεν θα τον καταγγείλω. Το μόνο που δεν θέλω είναι να με θάψουν χωρίς να γνωρίζω. Και πες του, πως αν μου ζητήσει να τον συγχωρέσω, θα τον συγχωρέσω, πρώτα όμως πρέπει να μου το ζητήσει). Συνεχίζει ακάθεκτη τις επαφές με τη δεκτική Αράντσα που τη συμπονά και τη βοηθά.
Η Μπιττόρι είναι άρρωστη βαριά στο τέλος, και η μόνη της επιθυμία πριν τον θάνατο να μάθει την αλήθεια, να δικαιωθεί με μια συγνώμη. Είναι επομένως σπαραχτικές οι προσπάθειες επικοινωνίας με τον Χοσέ Μάρι (που τον υποπτεύεται αλλά τον θεωρεί -τουλάχιστον- εκπρόσωπο της ιδεολογίας που σκότωσε τον άντρα της), και η άμβλυνση του πόνου καθώς περνά ο καιρός, η μεταστροφή της σε ένα άτομο πιο σοφό και συμπονετικό. Μέσα απ’ αυτήν την πορεία βλέπουμε την κάθαρσή της βήμα βήμα καθώς  πλησιάζει προς την λύτρωση (εμένα με σκότωσαν πριν από πολύ καιρό. Από τότε δεν ήμουν παρά ένα φάντασμα. Το πολύ μισός άνθρωπος./γιατί νομίζεις ότι ζω ακόμη; Τη χρειάζομαι αυτή τη συγνώμη).

Νερέα και Σαμπίερ, τα παιδιά του Τσάτο
Δύο ακόμα διαφορετικοί χαρακτήρες διαγράφονται ολοκληρωμένοι μέσα από τη γραφή του Αραμπούρου, δυο πρόσωπα που πάσχουν κι αυτά αλλά με ξεχωριστό τρόπο ο καθένας με όσα συμβαίνουν στην κοινωνία που ζουν. Παρακολουθούμε στενά και την προσωπική τους πορεία αλλά και τη διαφορετική συμμετοχή τους στην οικογενειακή τραγωδία.
Ο Σαμπίερ είναι γιατρός, ψηλός, όμορφος αλλά συνεσταλμένος (έγραφε με ψευδώνυμο προστατευμένος από μια ψεύτικη ταυτότητα, για να νιώσει πως νικάει την αθεράπευτη δειλία του και να νιώσει κάποιος άλλος από τον μοναχικό άντρα των 48 χρόνων που ήταν), δεν τα καταφέρνει με τις γυναίκες -παρόλ’ αυτά είχε κάποιο ρομάντσο με την Αράντσα και παρακολουθούμε και την περίεργη αλλά ειδυλλιακή σχέση του με την Αράνσασου, βοηθό νοσηλευτή (εννοείται ότι η μάνα του δεν την εγκρίνει, σε αντίθεση με τον Τσάτο, που όπως ο Χοσίαν, σκέφτεται μόνο την ευτυχία του παιδιού του). Η σχέση είναι διακριτική και τρυφερή αλλά κρατάει λίγο (ο φόβος ότι δεν ήταν σε θέση να κρατήσει μια πραγματική, σταθερή συναισθηματική σχέση. Είναι όμως έξυπνος κι ευαίσθητος, είναι αυτός που συμπαραστέκεται στη μάνα του (στην περίπτωση που σκοπεύεις να αναζωπυρώσεις παλιές ιστορίες, θα σου ήμουν ευγνώμων αν με ενημέρωνες). Ο Σαμπίερ έχει περιθάλψει μέχρι και μέλος της ΕΤΑ, πιστός στον νόμο του Ιπποκράτη, έναν τρομοκράτη 23 χρονών, σιωπώντας μπροστά στις υποδείξεις της πολιτοφυλακής (αν ήξερε αυτός ο νεαρός τι έκαναν στον πατέρα μου άλλοι του φυράματός του/ ένας ασθενής. Αυτό έβλεπε ο Σαμπίερ σ’ εκείνον τον νεαρό. Ένα σώμα που χρειαζόταν ιατρική βοήθεια).
Η Νερέα σπουδάζει νομική στη Σαραγόσα όταν αρχίζουν οι απειλές, πράγμα που το επιδίωκε ο πατέρας της για να την προστατεύσει. Τα συναισθήματα με τον πατέρα είναι αμοιβαία (γαμώτο, πόσο την αγαπούσε. Ο αϊτά μου, ο γέρος μου). Είναι πιο ατίθαση, πιο ανεξάρτητη -έχει ρίξει μαύρη πέτρα- και, για να χρησιμοποιήσουμε και την έκφραση της μάνας της, πιο «ξεροκέφαλη», σαν τον πατέρα της. Μισεί τη νομική και κάνει ανέμελη κι έξαλλη ζωή και γεύεται όλους τους καρπούς της ελευθερία της φοιτητικής ζωής.  Γεμίζει πίκρα που φτάνει σε όριο κακίας την Μπιττόρι, γιατί λείπει από την τραγωδία, δεν έρχεται ούτε καν στην κηδεία, ερωτεύεται κάποιον Γερμανό και φεύγει ξαφνικά για Γερμανία χωρίς να δώσει λογαριασμό, ατυχεί στον έρωτα αυτό αλλά παντρεύεται τον Κίκε που δεν τον εγκρίνει η μητέρα κ.α. Και φυσικά, δεν είναι αναίσθητη… Όλες οι λεπτομέρειες των συμβάντων, μετά από χρόνια έχουν την επίδραση αναμμένου κάρβουνου μέσα στο σώμα της. Και πράγματι, βλέπουμε στιγμές μεγάλης ευαισθησίας εκ μέρους της Νερέα. Άλλωστε, είναι η μόνη που πολύ νωρίς επιθυμεί με αποφασιστικότητα  να πάρει μέρος σε «επανορθωτική συνάντηση στη φυλακή» (θέλω ένας απ’ αυτούς να μάθει τι μας έκαναν και τι περάσαμε/να σταματήσει η πληγή να πυορροεί)
Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούν εδώ όλες οι λεπτομέρειες των βίων αυτών των κάπως δευτερευόντων προσώπων, παρόλο που έχουν πολύ ενδιαφέρον, καθώς βιώνουν τις αντιφάσεις που τους έθεσε η ζωή κι έχουν βαρύ συναισθηματικό φορτίο. Ο αντίκτυπος των γεγονότων περιγράφεται με την θεατρικότητα της γραφής του συγγραφέα, που είναι πάντα συναρπαστική. Η σχέση τους είναι… διαλεκτική, εφόσον η αντίθεση των χαρακτήρων τους δεν οδηγεί σε πόλωση αλλά σε σύνθεση(Νερέα στον Σαμπίερ: από τότε που σκότωσαν τον αϊτά, γέλασες καμιά φορά;). η σχέση των δύο αδερφών γίνεται πολλές φορές συγκινητική: ο αδερφός της, ο δόκτωρ Θλιμμένος –ένας άντρας ψηλός και πιο αδύνατος, με φαβορίτες (από πότε;) γκριζαρισμένες, που περπατούσε κοιτάζοντας το έδαφος. (…)Καημένε Σαμπίερ, όλη του τη ζωή να παλεύει να αποκτήσει μια καλή κοινωνική θέση για να ευχαριστήσει τη μαμά του και τον μπαμπά του. Να τος που έφευγε, αυτός που ποτέ δεν έσπασε ένα πιάτο, αυτός που δεν ήξερε να αγοράσει ρούχα μόνος του, με το μπλε μαρέν πουλόβερ του απλωμένο στους ώμους. Υπάρχει μεγάλη μοναξιά σ’ αυτές τις πλάτες που απομακρύνονται.

Αράντσα, Γκόρκα, Χοσέ Μάρι, τα παιδιά της Μίρεν και του Χοσίαν

Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι πορείες των  αδερφών του Χοσέ Μάρι, του τελευταίου όμως τον βίο και την πολιτεία θα την εξετάσουμε χωριστά, εφόσον είναι από πολύ μικρός στρατευμένος στον αγώνα «υπέρ της πατρίδας». Και η Αράντσα και ο Γκόρκα δεν εγκρίνουν τον δρόμο που διάλεξε ο αδερφός τους. Δεν αντιδρούν όμως με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε έχουν και πολλά δικά τους, προσωπικά προβλήματα. Είναι όμως χαρακτηριστικό σ’ όλο το βιβλίο, ότι οι γυναίκες-ηρωίδες είναι  πιο ανεξάρτητες και πιο βέβαιες για τις πράξεις τους.
Η αλληλεγγύη της Αράντσα στην οικογένεια του Τσάτο είναι δεδομένη από την αρχή. Είναι η μόνη που χαρακτήρισε «παλιανθρωπιά» τα τρομοκρατικά συνθήματα στους τοίχους ενάντια στον Τσάτο, η μόνη από την οικογένεια που πήγε στην κηδεία του τελευταίου, επικοινωνεί πολύ φιλικά με τη Νερέα, και χαρακτηρίζει τον αδερφό της «δολοφόνο», στον Σαμπίερ με τον οποίο μιλά με ψυχρή τρυφερότητα, με τρυφερή ψυχρότητα. Θυμάται το δώρο- βραχιόλι που της έκανε ο Τσάτο όταν ήταν παιδί (θα το έδινα στην Μπιττόρι αλλά δεν τολμώ να την κοιτάξω στα μάτια). Αλλά και μετά το εγκεφαλικό που την άφησε παράλυτη κι εξαρτώμενη από τη μητέρα της, διατηρεί την αυτοκυριαρχία, της, την αξιοπρέπειά της, τη γνώμη της και κάνει τις επαναστάσεις της. Αρνείται να πάει στην κηδεία στελέχους της ΕΤΑ, ενώ όλοι π.χ. η Νερέα, πάνε από μόδα έχοντας σταθερά επιχειρήματα (ένας άνθρωπος εκδικητικός, αρχηγός δημίων, που αποφάσιζε για τη ζωή και τον θάνατο άλλων/ πηγαίνετε χωρίς εμένα. Εγώ δεν έχω το κουράγιο να παρευρεθώ σ’ αυτό το καρναβάλι του θανάτου).  Κι αυτή, όπως είπαμε,  παντρεύεται με πολιτικό γάμο κάποιον που δεν εγκρίνει η Μίρεν (δεν είναι Βάσκος) και κάνει δυο παιδιά ενώ, θυμίζω, δε μιλιέται για πέντε χρόνια με τη μάνα της. Νιώθει έντονη την αντίφαση να έχει αδερφό δολοφόνο, που επιτείνεται από τις προσβολές του Γκιγέρμο απέναντι στους Βάσκους. Παρακολουθούμε με αγωνία το πώς αρρώστησε, πώς αντέδρασαν οι αγαπημένοι της, πώς χώρισε τον Γκιγέρμο κλπ κλπ. όμως το σημαντικό είναι ο καταλυτικός ρόλος της στην «κάθαρση» της δολοφονίας, εφόσον ήταν η δίοδος που χρησιμοποίησε η Μπιττόρι για να φτάσει στον Χοσέ Μάρι. Είναι σπαραχτικός ο τρόπος που επαναστατεί το πεύμα σ’ ένα σώμα φυλακισμένο (ήταν αδύνατον να αγνοήσεις την αγωνιώδη αγωνία της, τον παράλυτο θυμό του μορφασμού της)
Ο Γκόρκα (κι άλλος «θλιμμένος αδερφούλης», όπως ο Σαμπίερ) είναι διανοούμενος. Όπως κι ο αδερφός της Νερέα, είναι ψηλός, αδύνατος, εύθραυστος, ντροπαλός και πράος. Όμως είναι αδερφός του Χοσέ Μάρι, ζουν σαν παιδιά στο ίδιο δωμάτιο, κι ας είναι η μέρα με τη νύχτα. Θέλει να γίνει συγγραφέας, γράφει ποιήματα και διηγήματα, είναι σιωπηλός και παθητικός μπροστά στον ενθουσιασμό του μεγαλύτερού του αδερφού. Αγαπάει τη μοναξιά και  τα βιβλία σε βαθμό που οι γονείς του ανησυχούν (ή είναι πολύ έξυπνος, ή είναι βλάκας). 
Καθώς μεγαλώνει, αναγκάζεται με βαριά καρδιά να ακολουθήσει τον Χοσέ Μάρι στις διάφορες διαδηλώσεις και αρχικά τον κοροϊδεύουν, αρχίζει όμως σιγά σιγά να αναδεικνύεται η υπεροχή του στις γνώσεις και στις γλώσσες (κατέχει ΚΑΛΑ τα βασκικά), και κερδίζει τον σεβασμό του αδερφού του και των φίλων του γιατί γνωρίζει πράγματα σε βάθος (εξήγησέ μου τι είναι αυτός ο μαρξισμός-λενινισμός). Δεν τολμά να αρνηθεί να παραστεί στις τιμητικές τελετές των αγωνιστών ΕΤΑ ή στις τραμπούκικες παρέες, παρόλο που κρίνει ότι ο Χοσέ Μάρι μπήκε στη ζώνη του σκέτου και σκληρού μίσους κι ενός επιθετικού φανατισμού. Ο Χοσέ Μάρι έφτασε στο σημείο να του μάθει να φτιάχνει κοκτέιλ μολότοφ, αλλά ο Γκόρκα δεν έχει την τόλμη να του πει ότι δεν έβλεπε μέσα στη στολή τον άνθρωπο που βγάζει έναν μισθό, που έχει γυναίκα και παιδιά.
Δεν αργούν φυσικά να τον μπλέξουν… μήνυμα να συναντήσει κρυφά τον Χοσέ Μάρι και τον Χόκιν- τους βοηθά να γλυτώσουν τη σύλληψη (Χοσέ Μάρι: είσαι αρχιδάτος τύπος, πάντα ήσουν, γαμωτοθεό μου). Όταν παίρνει  λογοτεχνικό βραβείο από το Επαρχιακό Ταμιευτήριο της Γκιπούσκοα, η Αράντσα ειδοποιεί τον αδερφό της να «προσέχει» (το καλύτερο είναι να γράφεις τα δικά σου και να μην αφήσεις κανένα να εκμεταλλευτεί το ταλέντο σου). Όντως, προσπαθούν να τον στρατολογήσουν και ο γλοιώδης παπάς αλλά και ο Πάτσι, της ταβέρνας όπου μαζεύονται οι επαναστάτες, του ζητά το χρηματικό βραβείο υπέρ της «πατρίδος».  Το αποκορύφωμα ήταν η «εκίντσα» (=ενέργεια, επίθεση) όπου τον εμπλέκουν, να βάλουν φωτιά στο φορτηγό του Τσάτο. Δεν μπορεί να φύγει γιατί χρησιμοποιούν τη λέξη «προδίδω» (κοίτα νεαρέ, σε μια ομάδα, όταν ξέρει κάποιος το σχέδιο δράσης, ακολουθεί μέχρι το τέλος και δεν προδίδει).
Τα συναισθήματα του Γκόρκα αυτήν την οριακή στιγμή ήταν καθοριστικά για τη μετέπειτα πορεία του (Ήταν ξαφνικά τόσο διαβρωμένος από ντροπή, που ένιωσε  σα να περπατούσε γυμνός στο δρόμο/στο λαιμό του σχηματίστηκε ένας κόμπος απέχθειας. Και ήταν απέχθεια για τον εαυτό του. ένιωσε κότα, αξιοκαταφρόνητος τύπος, ένα παράξενο ζώο, ψάρι έξω απ το νερό, ξεπουπουλιασμένο πουλί κλπ κλπ.). Δεν αντέχει λοιπόν αυτήν την καταπίεση να υποκρίνεται ότι συμφωνεί με την Εουσκάλ Ερρία, παρόλο που το να είναι αδερφός του Χοσέ Μάρι του έδινε κύρος (προτού κλείσει τα δεκαεφτά, έκανε τους υπολογισμούς του. Εμένα από αυτό το σκύψιμο του κεφαλιού θα με βγάλουν μόνο μια αλλαγή περιβάλλοντος και οι σπουδές). Βρίσκει δουλειά σε βιβλιοπωλείο, αρχίζει και δημοσιεύει περιλήψεις βιβλίων στα βασκικά, άρθρα πολιτιστικού χαρακτήρα σε περιοδικά, μικρές μεταφράσεις.  Τέλος η γνωριμία του με τον Ραμούντσο ήταν το επιστέγασμα της προσωπικής του πορεία για ανεξαρτησία και για συναισθηματική ολοκλήρωση, εφόσον με τον γλυκό και συγκαταβατικό Ραμούντσο στο τέλος παντρεύεται.
Ο θάνατος του Τσάτο βρίσκει τον Γκόρκα στο Σαν Σεμπαστιάν, με τον εραστή του (η ΕΤΑ δεν σκοτώνει χωρίς λόγο) κι ένα κύμα θλίψης τον κυριεύει, ενώ η άρνησή του (στον πατέρα του) να στείλει μια συλλυπητήρια κάρτα στην Μπιττόρι τον φέρνει σε θέση σκληρής αυτοκριτικής: «Είμαι τόσο δειλός όσο κι αυτός (ο Χοσίαν) και όσο τόσοι άλλοι αυτή τη στιγμή που στο χωριό μου θα λένε χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούσουν, πρόκειται για κτηνωδία, για ανώφελη αιματοχυσία, δε χτίζεται έτσι μια πατρίδα». Δεν κρύβει την χαρά του όταν έμαθε ότι η πολιτοφυλακή συνέλαβε τον Χοσέ Μάρι (για το καλό του καλύτερα να τον αποσύρουν απ’ την κυκλοφορία) κι όταν αναγκαστικά γυρίζει στο χωριό για να συμπαρασταθεί στους δικούς του νιώθει πολύ άβολα κι αντιφατικά (αν ήξεραν οι ντίποιοι πόσοι απέχθεια μου προκαλούν όλ’ αυτά).
Η συνάντηση του Γκόρκα με τον Χοσέ Μάρι στη φυλακή, μετά από πολλά χρόνια που έχουν να ιδωθούν, είναι συγκλονιστική. Ο συνεσταλμένος αδερφός έχει βρει πια το σθένος να υπερασπιστεί το είναι του. Όταν όμως καταλαβαίνει ότι η αδερφή του, το μόνο άτομο που εμπιστεύεται, πρόδωσε  αυτήν την εμπιστοσύνη εφόσον είπε στον Χοσέ ότι είναι ομοφυλόφιλος, νιώθει προδομένος (Ραμούντσο: Το πρόβλημά σου είναι πως δεν ξέρεις να συγχωρείς/Γκόρκα: μεγαλύτερο πρόβλημα είναι για μένα να μη με σέβονται)

Χοσέ Μάρι, θύτης ή θύμα;
ή αλλιώς, ο μηχανισμός κατασκευής ενός ήρωα

Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι καράβι με ατσάλινη γάστρα.
Μετά περνούν τα χρόνια και δημιουργούνται ρήγματα.
Από κει μπαίνει το νερό της νοσταλγίας, μολυσμένο με μοναξιά,
και το νερό της συνείδησης ότι έκανε λάθος
και ότι δεν μπορεί να διορθώσει το λάθος. 
Ο Χοσέ Μάρι είναι ο κεντρικός ήρωας, ο πυρήνας του βιβλίου, αυτός του οποίου οι επιλογές καθόρισαν την πορεία και την μοίρα όλων των υπόλοιπων∙ χαρακτηριστική φιγούρα που ενσαρκώνει τον αγώνα των Βάσκων και αναμφίβολα το πιο τραγικό πρόσωπο. Με τον θραυσματικό τρόπο που επέλεξε να αφηγηθεί όλη την ιστορία ο Αραμπούρου, μαθαίνουμε ότι ήταν ένα ζωηρό αγόρι με μακριά μαλλιά, με ταλέντο στο χάντμπολ, που με τους δυο του φίλους στο χωριό τριγυρνούσαν όλη μέρα με τη σφεντόνα κυνηγώντας πουλιά, σπάζοντας μπουκάλια, τζάμια, κάνοντας ζημιές και σκανταλιές, εξασκούμενοι στο σημάδι με το αεροβόλο (κάπου τότε άρχισε ο ένοπλος αγώνας. Τον είχαμε στα γονίδιά μας). Σημάδευαν γάτες αλλά οραματίζονταν  ότι πυροβολούν και άνθρωπο.
Καθώς μεγαλώνουν, μεγαλώνουν και οι προκλήσεις: φωτιές σε οχήματα, κάψιμο ισπανικής σημαίας, τραμπουκισμοί, συνθήματα. Η συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες γίνεται πλέον τρόπος ζωής, καθώς παράλληλα αρχίζουν και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της ΕΤΑ (είναι η εποχή που δημιουργήθηκε  η Λαϊκή Ενότητα, που αργότερα επανιδρύθηκε ως πολιτικό ισπανικό κόμμα  (Ερρί Μπατασούνα[2]) και υποστηρίζουν όλο και πιο φανατικά, και πιο απροκάλυπτα  τον αγώνα για αυτονομία. Θέλουν να γίνουν ήρωες (ο Χόκιν περιέγραφε το παραδεισένιο πανόραμα του σοσιαλισμού και της ανεξαρτησίας με τα εφτά εδάφη της Εσκουάλ Ερρία ενωμένα και χωρίς κοινωνικές τάξεις, όπου ακόμη και το χορτάρι, τι στοίχημα πας, θα μιλάει βασκικά). Μελετούν τον χάρτη που είχε καθορίσει η Αλτερνατίβα KAS[3], δίνοντας ιερούς όρκους (όποιος μπει στη μέση, παρεμποδίζοντας την επίτευξη του στόχου μας ως λαού, παρ’ τον κάτω. Ακόμα κι αν είναι ο αϊτά μου, γαμώ την τρέλα μου), αν και ο Χοσέ Μάρι δεν είναι πολύ πολύ της θεωρίας, δεν του αρέσει η πολιτική.
Η δράση των τριών φίλων περνά απ’ τα 40 κύματα, όμως δεν είναι σκόπιμη η παράθεση λεπτομερειών. Η ουσία είναι ότι οι τρεις φίλοι άρχισαν να καταζητούνται ως επικίνδυνοι τρομοκράτες κι άρχισε ένα κρυφτοκυνηγητό όπου μπλέκονταν φίλοι και συγγενείς. Στη Γαλλία όπου το έσκασαν τους περιέλαβε η οργάνωση, κρύβοντάς τους σε πτηνοτροφείο στη Βρετάνη. Μέρες και ώρες αναμονής (στην «εφεδρεία»)  μέχρι να τους δεχτούν οι ανώτεροι στην ιεραρχία, δοκιμασίες, εκπαίδευση, μαθήματα όπλων, πρώτη «σοβαρή αποστολή» -εκτέλεση με νεκρό (θυμήθηκε ένα ρητό του εκπαιδευτή: δε δολοφονούμε, εκτελούμε. Και δεν καταδέχτηκε να πάρει τα λεφτά της ταμειακής, δεν πήρε τίποτα, κι αυτή είναι η απόδειξη του δίκαιου του αγώνα…).
Τομή στη ζωή του Χοσέ Μάρι ήταν η σύλληψη του Σάντι Πότρος από τη Γαλλική συνοριακή αστυνομία (οπότε αποκαλύφθηκαν πολλά ονόματα) και η είδηση του θανάτου του Χόκιν (δε θυμόταν να είχε κλάψει τόσο ούτε όταν ήταν μικρός).  Ήταν οριακή η στιγμή γιατί μέσα του ορκίστηκε εκδίκηση στο όνομα του φίλου του, αλλά και γιατί τότε ενημερώθηκε ότι θα ενταχτεί ενεργά στον αγώνα (στο κράτος θα κοστίσει πολύ το αίμα του Χόκιν/αυτό είναι σα να αντιλαμβάνεσαι την ένοπλη πάλη ως προσωπική υπόθεση). Όταν πια έρχεται σε επαφή με τον αρχηγό, του αναθέτουν περιοχή όπου μπορούν να σκοτώσουν όποιον θέλουν (αστυνομικούς, πολιτοφύλακες, ερτσάινας, ό, τι βρείτε μπροστά σας. Πρέπει να χτυπάμε δυνατά μέχρι να καθίσει το κράτος να διαπραγματευτεί)! Ο Χοσέ τώρα είναι περίπου 24 χρονών, ανήκει σ έναν πυρήνα με τρία άτομα, και στην περιοχή που τους δόθηκε περιλαμβάνεται και το χωριό του. έχει ενδιαφέρον όλο το σκηνικό των επιθέσεων αλλά και των προφυλάξεων καθώς κρύβονται.
Ο αναγνώστης λοιπόν έχει εδώ την ευκαιρία να δει από μέσα πώς κατασκευάζεται ο επαναστάτης/τρομοκράτης/αντάρτης.
Στο «σήμερα» ο Χοσέ Μάρι είναι ήδη 17 χρόνια στη φυλακή, μετά από σκληρά βασανιστήρια, είναι 43 χρονών «γερασμένος» και με ελαφριά φαλάκρα… Έχει καταδικαστεί σε 126 χρόνια φυλάκισης και όλο το πρότερο σθένος έχει αρχίσει να διαβρώνεται (όλα συμβαίνουν πια χωρίς αυτόν). Τον τρώει η μοναξιά και οι αναμνήσεις -μόνο η μάνα τον επισκέπτεται μια φορά το μήνα. Έχει τον χρόνο πια να ανασκαλίζει τις μνήμες (τα χρόνια, οι σιωπηλοί τοίχοι, τα μάτια της μητέρας του στην αίθουσα επισκέψεων άρχισαν να τον κατατρώνε, ανοίγοντάς του μια εσωτερική κοιλότητα, όπως στον κορμό ενός δέντρου). Όχι, δεν τον συγκινεί ούτε ο πατέρας του, το «αδύναμο ανθρωπάκι» , που απλώς του προκαλούσε οίκτο. Εξακολουθεί να νιώθει μίσος, καθαρό και σκέτο, συνέπεια των χτυπημάτων που είχε δεχτεί, του αισθήματος ταπείνωσης, της βεβαιότητας πως ό, τι έκαναν σ’ αυτόν το έκαναν  στον λαό του. Το μίσος τον ενεργοποιεί, τον ανακουφίζει.  
Η εσωτερική διάβρωση αρχίζει σιγά σιγά, όταν η Μίρεν του εκμυστηρεύεται την επανεμφάνιση της Μπιττόρι στο χωριό. Κι ύστερα αρχίζουν τα γράμματα, που έρχονται στα χέρια του με τη βοήθεια της Αράντσα. Και οι δηλώσεις μετανοίας που υπογράφονται απ’ τους παλιούς συναγωνιστές (είναι το στοίχημα της «συμφιλίωσης»). Στις φωνές του μυαλού του εκείνος απαντά ότι εξακολουθεί να αντιστέκεται (η οργάνωση εγκαταλείπει τον αγώνα κι εμάς τους κρατούμενους μας αφήνει πεταμένους σαν άχρηστα σφουγγαρόπανα). Όμως τα χρόνια εγκλεισμού δίνουν πια άλλο βάρος στα γεγονότα (να η ζωή σου νεαρέ, πεταμένη σαν ένας σωρός σκουπίδια ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του κελιού).
Τι τον έσπασε σαν ξερό κλαρί; Όχι ο χρόνος, αλλά τι; Όταν εμφανίστηκε η Αϊντσάνε, το κορίτσι απ΄την Οντάρροα, που τον θαύμαζε και τον αγκάλιαζε με το γέλιο της και την τρυφερότητά της, κατάλαβε αίφνης, και ήταν σαν να έπεφτε πάνω του το ταβάνι του κελιού, πως έχανε το καλύτερο κομμάτι της ζωής.
Δεν έχει σημασία ποια έκβαση είχε τελικά η εσωτερική του σύγκρουση (άλλωστε δεν είναι σωστό να αποκαλύψω) αλλά αυτή είναι η τραγωδία του Χοσέ Μάρι όπως και άλλων αγωνιστών που θυσιάζουν τα πάντα για μια ιδέα…
 Έτσι, σαν τέλος θα παραθέσω το παιδικό τραγούδι που τον κράτησε τις μέρες των σκληρών βασανιστηρίων, «τσορία τσόρι», που σημαίνει «το πουλί είναι πουλί»:
(Τον έπιασε ένα είδος ευφορίας, ίσως επειδή δεν ένιωθε μόνος, παρόλο που ήταν μόνος)
   ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΛΙ
Αν του είχα κόψει τα φτερά θα ήταν δικό μου,
δεν θα το είχε σκάσει.
Αν του είχα κόψει τα φτερά θα ήταν δικό μου,
δεν θα το είχε σκάσει.
Όμως έτσι θα είχε πάψει να είναι πουλί.
Κι εγώ… αγαπούσα το πουλί.
Κι εγώ… αγαπούσα το πουλί.
 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Το 1936, στις παραμονές του Ισπανικού εμφυλίου, στο μικρό εκείνο διάστημα που η Ισπανία έχαιρε ως δημοκρατία, οι Βάσκοι πρόλαβαν κι αυτοί να σχηματίσουν κυβέρνηση. Όταν όμως οι φασιστικές δυνάμεις κινήθηκαν κατά της νεοσύστατης δημοκρατίας των Ισπανών και άρχισε ο εμφύλιος, μπήκαν στον πόλεμο και πολλοί Βάσκοι -αυτή τη συμμαχία αξιοποίησε ο Φράνκο χαρακτηρίζοντας τους δημοκράτες και τους αριστερούς "εθνικούς προδότες". Ο Φράνκο ενισχύθηκε χωρίς καμία φειδώ από τον Χίτλερ στη Γερμανία και τον Μουσολίνι στην Ιταλία, καθώς και από τις ΗΠΑ (με πετρέλαιο, μεταφορικά μέσα) και τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και από τη χούντα της Πορτογαλίας. Ο πόλεμος αυτός στοίχισε πολύ στους Βάσκους, με τη Γκερνίκα τον πίνακα του Πικάσο να αναπαριστά τη φρίκη της ισοπέδωσης μιας πόλης γεμάτης αμάχους από την αεροπορία της Γερμανίας -η Γκουέρνικα ήταν και είναι βασκόφωνο χωριό δίχως στρατιωτικό στόχο, είχαν χαθεί τότε 170-300 παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Οι Βάσκοι εντούτοις δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα τους. Στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για εθνική ανεξαρτησία συνέστησαν την ΕΤΑ, Βασκική Εθνικιστική και Αυτονομιστική οργάνωση. Δημιουργήθηκε στο Μπιλμπάο σαν απάντηση στα μέτρα του Φράνκο το 1959 ως "οργάνωση για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των Βάσκων". Ήταν εξαρχής ή γρήγορα μεταβλήθηκε σε ένοπλη οργάνωση, μαρξιστικής ιδεολογίας με στόχο την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία των Βάσκων. Της αποδίδονται 800 δολοφονίες και πολλές απαγωγές και έχει χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ ως τρομοκρατική οργάνωση. Το κόμμα Έρι Μπατασούνα (Batasuna) (παράνομο κι αυτό) σήμερα θεωρείται το πολιτικό σκέλος της οργάνωσης, ισχυρισμός που όμως το ίδιο το Έρι Μπατασούνα διαψεύδει. Το 2010 η ΕΤΑ ανακοίνωσε μονομερή κατάπαυση πυρός είτε εκτιμώντας το διεθνές και τοπικό πολιτικό κλίμα είτε επειδή είχε αποδυναμωθεί από τις εκατοντάδες συλλήψεις μελών της στη Γαλλία και στην Ισπανία. Το 2011 ανακοίνωσε την παύση της ένοπλης δραστηριότητάς της. Στις 21 Οκτωβρίου 2011, η ETA ανακοίνωσε την παύση της ένοπλης δραστηριότητας της οργάνωσης. Η ΕΤΑ έκανε γνωστή στις 2 Μαΐου 2018 μια επιστολή με ημερομηνία 16 Απριλίου 2018 σύμφωνα με την οποία "είχε διαλύσει τελείως όλες τις δομές της και τερμάτισε την πολιτική της πρωτοβουλία" (Wikipedia)

[3] Συλλογικό όργανο ενός μεγάλου μέρους της αμπέρτσαλε (=πατριωτικής)αριστεράς