Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2019

Μπέρναρντ Σλινκ, ΟΛΓΑ


Τα πράγματα δεν χρειάζεται να τα προσέχουμε
για να είναι  όμορφα και αληθινά.
Ούτε τις πράξεις.

Συναρπαστικό κι ευρηματικό κι αυτό το μυθιστόρημα του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα, στου οποίου τα βιβλία, όπως γράφει και η anagnostria, «σε όλα σχεδόν, όποιο κι αν είναι το κύριο θέμα, πάντα παρεισφρέει, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, η αναφορά στο γερμανικό παρελθόν. Σαν να αισθάνεται να τον βαραίνει μια ενοχή για την οποία θέλει να εξιλεωθεί. Σαν να κουβαλάει τη συλλογική ευθύνη του έθνους του από την οποία θέλει να το απαλλάξει».
Η Όλγα, μια έξυπνη και αυτόνομη γυναίκα, υπήρξε κατεξοχήν θύμα των ιστορικών συγκυριών στις οποίες βρέθηκε. Οι δυο άντρες που αγάπησε, ο εραστής της και ο γιος της, ήταν αυτοί που κυνήγησαν με κόστος ζωής το «γερμανικό» όνειρο, το συλλογικό φαντασιακό αρσενικής κυριαρχίας που κυριαρχούσε στη γερμανική επικράτεια τον 20ο αιώνα, πριν ακόμα καλά καλά ανακηρυχθεί το Γερμανικό Ράιχ (1871) και ο Μπίσμαρκ συνενώσει σε μια εθνότητα τα σκόρπια γερμανικά φύλα. Έχοντας γερή συναισθηματική κράση, αποφασιστικότητα, θέληση  και εξυπνάδα που καλλιεργείται με την αγάπη της στη γνώση, κυρίως όμως «καθαρή ματιά», βρίσκει κάθε φορά το δρόμο της μέσα στις δύσκολες ανατροπές της ιστορίας, χωρίς να χάνει τον εαυτό της.
Η δομή έχει πρωτοτυπία που είναι οργανικά συνδεδεμένη με το περιεχόμενο. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, εκ των οποίων το πρώτο είναι «αντικειμενικό», περιγραφικό και αποστασιοποιημένο ενώ το δεύτερο και το τρίτο προχωρούν όλο και πιο βαθιά στην υποκειμενική, προσωπική, συγκινησιακή οπτική του βιώματος.
Στην αρχή λοιπόν, ο παντογνώστης συγγραφέας, στο απωθητικό τρίτο ενικό και με ύφος ιδιαίτερα «αναφορικό» μας δίνει το βιογραφικό των δύο ηρώων της Όλγας και του Χέρμπερτ που βιώνουν έναν εξαιρετικό, παιδικό/εφηβικό έρωτα, στις αρχές του 20ου αιώνα, στη σημερινή Β. Ανατολική Γερμανία (Πομερανία)[1]. Καθώς μεγαλώνουν διακρίνεται έντονη η ταξική διαφορά, εφόσον η Όλγα, ορφανή από πολύ μικρή μεγαλώνει φτωχικά με τη γιαγιά της, ενώ ο Χέρμπερτ, γιος παρασημοφορημένου στρατιώτη με το μετάλλιο του Σιδηρού Σταυρού, ανήκει σε οικογένεια γαιοκτημόνων που νιώθουν υπερήφανοι για τη Γερμανία, τη νεοσύστατη αυτοκρατορία[2] και τον νέο αυτοκράτορα. Ήδη από την περιγραφή του συγγραφέα νιώθουμε τις διαφορές που οδηγούν σε χάσμα ανάμεσα στους δυο ήρωες: η Όλγα θέλει να κρατήσει το σλαβικό της όνομα, θέλει να μορφωθεί, θέλει να γίνει δασκάλα, και διαβάζει με ακόρεστη φιλοπεριέργεια ό, τι βρεθεί στο δρόμο της εφόσον είναι αυτοδίδακτη. Ακολουθεί τον δρόμο της μόρφωσης έχοντας εμπόδιο τη γιαγιά της (θα ήθελα πολύ να την είχα αγαπήσει, αν με άφηνε να την αγαπήσω), και με απίστευτες στερήσεις (ήταν διατεθειμένη να διανύει κάθε πρωί με τα πόδια την απόσταση των επτά χιλιομέτρων μέχρι το Ανώτατο Παρθεναγωγείο  κλπ), ενώ ο ματαιόδοξος Χέρμπερτ, που δεν ήθελε να είναι απλώς ένας Σρέντερ ανάμεσα στους πολλούς, κάνει ασκήσεις ιπποτισμού, ακολουθεί κατ’ οίκον διδασκαλία, εκπαιδεύεται να είναι γαιοκτήμονας, και δεν του αρέσουν τα βιβλία. Κι όταν ενηλικιώνεται παρουσιάζεται στη Φρουρά του Συντάγματος Πεζικού.
Παρόλ’ αυτά, η επικοινωνία που άρχισε από την παιδική ηλικία και άνθισε μέσα στη μοναξιά της εφηβείας είναι αξιοζήλευτη. Οι συναντήσεις γίνονται στη φύση, στο βουνό, όπου η Όλγα καταφεύγει για να έχει ησυχία στο διάβασμα. Είναι δυο παιδιά με μεγάλα όνειρα για τη ζωή, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους  αλλά αυτό είναι ίσα ίσα που τους δένει. Η επικοινωνία τους βασίζεται και στον διάλογο, και αποκτά και μεταφυσική διάσταση, εφόσον ο Χέρμπερτ δηλώνει ότι είναι άθεος κι αναρωτιέται για το άπειρο, προοιωνίζοντας έτσι την αγάπη του για την απεραντοσύνη και τα ταξίδια που εγκυμονούσε το μυαλό του.
Η ενηλικίωση τους συμπίπτει με την αλλαγή του αιώνα και τους βρίσκει σε διαφορετικά πόστα: η Όλγα μετά την φοίτηση στην Παιδαγωγική ακαδημία γίνεται δασκάλα κι εργάζεται (πρωτοποριακό για την εποχή), ενώ ο Χέρμπερτ είναι στη Φρουρά, γοητεύεται απ τις εθνικιστικές ιδέες (επιτέλους η Γερμανία καταλάμβανε στον κόσμο τη θέση που της άξιζε) και κατατάσσεται στη δύναμη προστασίας της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής. Πλαγιάζουν μαζί μετά από τρία χρόνια ερωτικών παιχνιδιών, παρόλο που η Όλγα αποδοκιμάζει την κατάταξή του στη δύναμη «προστασίας» (τι γύρευε λοιπόν εκεί; Τι κακό του είχαν κάνει οι Χερέρο;)[3]Εντωμεταξύ, με πρωτοβουλία της φθονερής αδελφής του Χέρμπερτ, η Όλγα μετατίθεται στο τέλος του κόσμου , στο Τιλσίτ, που βρίσκεται στην τότε Ανατολική Πρωσία, σημερινή ΒΔ. Πολωνία, σύνορα με Λιθουανία (!). Ενώ η Όλγα επιδίδεται με χαρά και προοδευτικό πνεύμα στη διδασκαλία και σε πάμπολλες δραστηριότητες (κήπος, χορωδία, μουσικά όργανα, κοντσέρτα), και δένεται με ένα μικρό αγοράκι του χωριού, τον Άικ, ο Χέρμπερτ είναι απών (γενοκτονία των Χερέρο). Η Όλγα βέβαια ταυτίζεται με την άποψη των σοσιαλδημοκρατών που απέρριπταν τις αποικίες, αλλά αρνιόταν να φανταστεί ότι ο Χέρμπερτ συμμετείχε σε «αναπόφευκτες» θηριωδίες. Δεν παραπονιέται που δεν βλέπει τον Χέρμπερτ: μέσα της έλεγε ότι αγάπη δεν σημαίνει μόνο παρουσία, αλλά και το να προσφέρει ο ένας στον άλλον τον εαυτό του.  
Οι συναντήσεις τους είναι λιγοστές, οι ιδεολογικές διαφορές κρέμονται στον αέρα, η Όλγα παραμένει ανεπιθύμητη στο περιβάλλον του Χέρμπερτ (οι οποίοι κλασικά του ετοιμάζουν κάποια άλλη για νύφη), κι ενώ αρχίζει ο αναγνώστης να διακρίνει  καθαρά πια το ιδεολογικό βάραθρο που υπάρχει ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους, αν κι αυτοί βρίσκονται μέσα στη δίνη της ιστορίας, δεν γνωρίζουν τι θα ακολουθήσει και δεν μπορούν καν να το φανταστούν. Όμως, και για τον αναγνώστη υπάρχει ανατροπή. Γιατί δεν ακολουθεί τον δρόμο του εθνικισμού ο Χέρμπερτ, όπως θα υποψιαζόμασταν πολύ σωστά! Η μεγαλομανία του προχωρά ακόμα πιο πέρα, στη ρομαντική κατάκτηση της Αρκτικής κι έτσι δεν προλαβαίνει να ζήσει τον γερμανικό ιμπεριαλισμό (όπου ασφαλώς θα προσχωρούσε ασμένως). Μετά από αναγνωριστικά ταξίδια σε Αργεντινή, Βραζιλία, Σιβηρία (!) κ.α.,  όπου χάνεται μέσα σε αχανείς ερημικές εκτάσεις, του καρφώνεται η ιδέα να ηγηθεί μιας νέας αποστολής της Γερμανίας στην Αρκτική, εκπληρώνοντας το όνειρο της γερμανικής τόλμης, του γερμανικού ηρωισμού κλπ κλπ γιατί… Γερμανία, Γερμανία υπεράνω όλων (Όλγα: Εσύ τι γυρεύεις εκεί;).
Ο Χέρμπερτ ξεκινά το  ταξίδι τον Αύγουστο του 1913, με την υπόσχεση ότι θα έχει επιστρέψει ως τα Χριστούγεννα. Η Όλγα παρακολουθεί τις προσπάθειες διάσωσης απ’ τις ειδήσεις, συνεχίζει αδιάλειπτα τις δραστηριότητές της  και κυρίως στέλνει γράμματα στο Τρόμσο, ποστ ρεστάντ, χωρίς ποτέ να πάρει ούτε μια απάντηση. Εντω μεταξύ ξεκινά ο πόλεμος και όλα τα προβλήματα της πολύπαθης αυτής περιοχής.
Η αφήγηση στο τέλος αυτού το μέρους γίνεται αναφορική και συνοπτική, εφόσον καλύπτονται όλα τα χρόνια του μεσοπολέμου σε λίγες σελίδες. Αφήνουμε την Όλγα να έχει απολυθεί λόγω κώφωσης, και να έχει αποσυρθεί ασχολούμενη με ραπτική και με τον προστατευόμενό της, Άικ, ο οποίος μεγαλώνοντας προσχωρεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και στις δυνάμεις των Ες Ες. Αυτό βέβαια προς μεγάλη απογοήτευση της Όλγας, που κόβει κάθε δεσμό μαζί του.

Και… επιτέλους το δεύτερο μέρος. Γιατί, πρέπει να ομολογήσω ότι ως αναγνώστρια είχα αρχίσει ελαφρώς να απογοητεύομαι από το ψυχρό ύφος της «εξωτερικής εστίασης», και από το όχι και τόσο πρωτότυπο περιεχόμενο. Στο δεύτερο λοιπόν μέρος η εστίαση είναι εσωτερική, εφόσον αφηγητής είναι ένας νεαρός, ο Φερντινάντ, που γνώρισε την Όλγα απ’ τα παιδικά του χρόνια, όταν εκείνη ήταν μοδίστρα. Παρόλα τα προβλήματα ακοής, η ζεστή της παρουσία, τα παραμύθια και οι διηγήσεις για τον Χέρμπερτ, οι σιωπές της, η διακριτική της στήριξη στις σχέσεις του Φερντινάντ με τους γονείς του καθώς έμπαινε στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας δένουν τον νεαρό με τη μυστηριώδη αυτή δυναμική γυναίκα. Γιατί η Όλγα, τρυφερή και αποφασιστική μαζί, δεν έπαψε να αδράχνει τη ζωή και να αντλεί  ό, τι μπορούσε απ αυτήν: όταν εγκαταλείπει πια το ράψιμο, διαβάζει πολύ, πηγαίνει κινηματογράφο, παίζει μουσική, πηγαίνει σε εκθέσεις, κατεβαίνει στα συλλαλητήρια. Ο Φερντινάντ γοητεύεται από την πλούσια σε συναισθήματα αυτή γυναίκα, με την κοφτερή κρίση (δεν είστε καλύτεροι απ’τους άλλους, μου έλεγε. Αντί να κοιτάξτε να λύσετε τα προβλήματά σας, θέλετε να σώσετε τον κόσμο. Δεν βλέπετε ότι κι εσείς τελικά δεν αποφεύγετε τις υπερβολές;) που της αρέσουν οι ουσιαστικές συζητήσεις. Κι όσο μεγαλώνει ο αφηγητής, εισχωρεί όλο και περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο της Όλγας: ήθελα να μάθω περισσότερα σχετικά με την αγάπη της για τον Χέρμπερτ, να μου εξηγήσει πώς συμβάδιζε η αγάπη της προς εκείνον με την απόρριψη των φαντασιώσεών του. Έμαθα λοιπόν ότι η αγάπη δεν αποτελεί το άθροισμα των καλών και κακών χαρακτηριστικών του άλλου (αχ, παιδί μου, δεν ορίζουν τα χαρακτηριστικά που διαθέτει κανείς το αν δυο άνθρωποι ταιριάζουν μεταξύ τους. Η αγάπη το αποφασίζει/δεν πενθώ τον Χέρμπερτ, ζω μαζί του).
Καθώς κι ο Φερντινάντ μεγαλώνει, σπουδάζει, παντρεύεται κλπ συναντά περιστασιακά την Όλγα, και, εφόσον αυτή έχει φτάσει πια στα 90, κάθε συνάντηση μπορεί να είναι πια η τελευταία. Το τέλος της είναι παράδοξο και άξιο της ζωής της, άλλωστε η ίδια λέει στον αφηγητή μας «καθόλου άσχημος τρόπος να πεθαίνει κανείς», μαθαίνουμε όμως λεπτομέρειες γι αυτό το τέλος που η ίδια η ηρωίδα επέλεξε, στο τρίτο, και συγκλονιστικό μέρος του βιβλίου.

Γιατί  στο τρίτο μέρος, με συγγραφικό τέχνασμα που δεν είναι σκόπιμο να περιγράψω εδώ, έχουμε την ίδια την Όλγα να μιλά μέσα από επιστολές, στον Χέρμπερτ  -αλλά κυρίως στον εαυτό της- από τη μέρα της εξαφάνισης του Χέρμπερτ, δηλαδή από το 1913. Βλέπουμε λοιπόν να ξεδιπλώνεται το μεγαλείο ενός ανθρώπου που αγαπάει, που αγαπάει τον σύντροφό της με όλες του τις αντιφάσεις, αλλά κυρίως αγαπάει τη ζωή. Έτσι, καθώς η εστίαση είναι ακόμα πιο εσωτερική, δηλαδή μέσα από το βίωμα της ίδιας της Όλγας κι όχι κάποιου που την γνώρισε, φωτίζονται ακόμα περισσότερο τα γεγονότα που στην ψυχρότητά τους τα ξέρουμε από πριν, και δεν έπαψαν να είναι συγκλονιστικά, αλλά τώρα τα βλέπουμε μέσα από την πάλλουσα υποκειμενικότητα αυτού που τα έζησε.
Βλέπουμε τις ψυχικές διακυμάνσεις του ανθρώπου που προσπαθεί να καταλάβει το ακατανόητο, που πάει να «γκρινιάξει», αλλά συμμαζεύεται στη σκέψη ότι ο άλλος μπορεί να υποφέρει (δεν το καταλαβαίνεις, το ξέρω, και ο νου μου μου λέει ότι δεν μπορώ να σου επιρρίψω ευθύνες. Η καρδιά μου όμως σε κατηγορεί). Τον άνθρωπο που αντλεί αισιοδοξία από κάθε λεπτομέρεια της σκέψης. Όπως λέει και στον Φερντινάντ, ΖΕΙ μαζί με τον Χέρμπερτ καθώς του περιγράφει τις έγνοιες της, τα καθημερινά σχέδιά της, τις χαρές της και τις ανησυχίες της, και με έκπληξη βλέπουμε να ωριμάζει μέσα από τα «κενά», αναπάντητα γράμματα. Είναι συγκλονιστική η συνάντηση του πατέρα του Χέρμπερτ με την Όλγα, όπως περιγράφει η ίδια τον αγέρωχο ηλικιωμένο άνδρα που λυγίζει απ’ τον πόνο.  Μιλώντας για την άνοιξη και για τη φύση, θυμίζει τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, που ξεχειλίζουν αγάπη για τη ζωή.
Αλλά υπάρχουν και ενδείξεις ότι η Όλγα είναι ένα συνειδητοποιημένο «πολιτικό ζώον», με ιστορική συνείδηση, που βλέπει τις φαντασιοκοπίες των εθνικιστών, θυμώνει με τις αερολογίες που στηρίζουν έναν πόλεμο αλλά δικαιολογεί τον Χέρμπερτ. Για την ακρίβεια, «διορθώνει» την απόρριψη αυτών των κενών περιεχομένου στόχων με το να τονίζει, στο επόμενο γράμμα όλα αυτά που αγαπά στον Χέρμπερτ: λάμψη, αποφασιστικότητα, παιδικότητα,  αφοσίωση, άλλωστε είναι «εραστής γεμάτος πάθος». Και  βρίσκει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτό που δεν καταλαβαίνει: η καρδιά σου πρώτα και πάνω απ’ όλα χτυπά για τη γερμανία και μετά ενθουσιάζεσαι με τη γερμανίδα γυναίκα και τη γερμανική της πίστη. Τότε μου χαρίζεις ένα χαμόγελο και μου πιάνεις το χέρι.
Κι όσο ο χρόνος περνάει, και φτάνουμε στα 1915, οπότε η Όλγα παίρνει απόφαση ότι ο Χέρμπερτ δεν ζει πια, τα γράμματα  αποκτούν μια τραγικότητα, που κορυφώνεται συνήθως στην τελευταία παράγραφο:
·         Ξέρω πώς θα με κοιτούσες αν με άκουγες: νιώθοντας ανασφάλεια για το τι θέλω από σένα, αδικία επειδή δεν έκανες τίποτα που να δικαιολογεί τις κατηγορίες μου, ενοχή γιατί δεν με αγαπάς όσο σ’ αγαπώ εγώ, ελπίζοντας ότι σύντομα όλα θα φτιάξουν. Ένα παιδί είσαι Χέρμπερτ.
·         Σιβηρική φιγούρα της φαντασίας μου, όνειρο και εφιάλτη μου, τρελέ, χαμένε, παγωμένε, πεθαμένε μου άντρα, πατέρα του γιου μου ακατάλληλε, παράλογη ελπίδα κι έρωτά μου, δεν μπορώ, δεν θέλω να σε εγκαταλείψω. Μείνε δικός μου, όπως μένω εγώ δική σου.
·         Πρέπει να μάθω να μη σου γράφω για το καλοκαίρι, για τον πολύ θερμό Ιούνιο και για τον πολύ ψυχρό Ιούλιο, (…) για τους ρώσους αιχμαλώτους, (…), για τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος καταρρέει, ότι οι νίκες δεν φέρνουν την ειρήνη, ότι ο Χάρος έχει εγκατασταθεί σα σπίτια μας σαν να είναι ο πνευματικός μας πατέρας, ότι οι έννοιες πατρίδα, ηρωικός θάνατος, τιμή, πίστη δεν είναι παρά μόνο λέξεις. Πρέπει να μάθω να μη σου μιλάω για τη ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς το έκανα όλο και λιγότερο… όχι εγώ, αλλά κάτι μέσα μου που έχει αρχίσει από καιρό να συνειδητοποιεί ότι έχεις πεθάνει.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B3%CE%BF-%CE%94%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1
[2] Μετά τον Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1871/72 ιδρύεται η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία με πρώτη δύναμη την Πρωσία και δίχως την Αυστρία. Το ίδιο έτος οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακηρύσσουν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών το Γερμανικό Ράιχ (το Ράιχ) και προσφέρουν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α΄ της Πρωσίας. O Ότο φον Μπίσμαρκ ονομάζεται καγκελάριος της αυτοκρατορίας.
 [3] Η γενοκτονία των Χερέρο και των Νάμα είναι ομαδικό έγκλημα που διαπράχθηκε στη Ναμίμπια κατά τη διάρκεια της κατοχής της από τη Γερμανία η οποία την είχε περιλάβει στις κτήσεις της σαν προτεκτοράτο, υπό την επωνυμία Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική. Η γενοκτονία ξεκίνησε το 1904, διήρκεσε επί τουλάχιστον μια δεκαετία και ήταν η πρώτη στα παγκόσμια χρονικά. Οδήγησε στο σφαγιασμό εκατοντάδων χιλιάδων γηγενών των φυλών Χερέρο και Νάμα, ενώ πάρα πολλοί ακόμη ιθαγενείς πέθαναν από ασιτία, δίψα, καταναγκαστικά έργα, βασανιστήρια και άλλες στερήσεις που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους (wikipedia)

Τρίτη, Ιανουαρίου 08, 2019

η χαμένη κόρη, Έλενα Φερράντε


Θυμόμουν πάρα πολύ καλά πόσο βέβαιη ήμουν,
πως μόλις με γέννησε η μητέρα μου με ξαπόστειλε
όπως όταν μας πιάνει αηδία και απομακρύνουμε το πιάτο
με μια απότομη κίνηση.

Μάλλον απογοητευτικό το σύντομο αυτό μυθιστόρημα της διάσημης συγγραφέα (γνωστής από την Τετραλογία της Νάπολης), που ο ιταλικός του όμως τίτλος είναι “La figlia oscura”, δηλαδή η «σκοτεινή κόρη», κι όχι η «χαμένη (perduta) κόρη» των εκδόσεων Πατάκη, που απλώς θυμίζει το τέταρτο της πολυδιαβασμένης τετραλογίας (και κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν πρόκειται για τη χαμένη κόρη της Λίνας). Για να είμαι ειλικρινής, εμένα δεν με απογοήτευσε ακριβώς, με εξόργισε, γιατί εξοργιστική ήταν η ηρωίδα, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως η συγγραφέας πέτυχε να ψυχογραφήσει με πειστικότητα μια γυναίκα με ακραία σύνδρομα, που σχετίζονται με τη γυναικεία της φύση.
Δεν θα δίσταζα να αποδώσω στο βιβλίο τα χαρακτηριστικά της «γυναικείας» λογοτεχνίας[1], αν και απεχθάνομαι τον όρο, με την έννοια όχι μόνο ότι απευθύνεται σαφώς σε γυναικείο κοινό (νομίζω ποτέ οι άνδρες δεν θα καταλάβαιναν τις κυκλοθυμίες της ηρωίδας), αλλά κι ότι  όλα τα πάθη και τα συναισθήματα απορρέουν από το γεγονός ότι είναι γυναίκα, μητέρα, ερωμένη κλπ. Δεν εξισώνω φυσικά το βιβλίο με τα ευπώλητα τύπου ροζ με τους χάρτινους ήρωες/ίδες που σκορπάνε μπόλικο κλάμα στις αναγνώστριες. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Γιατί η αφηγήτρια ηρωίδα είναι αντιπαθέστατη, μια αντι-ηρωίδα συνειδητά πλασμένη ως τέτοια απ’ τη συγγραφέα, που ολοφάνερα είχε σκοπό να δείξει τη συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη γυναίκα, μητέρα και εργαζόμενη.
Θα ήθελα όμως πολύ να συμφωνήσω με τον Γιάννη Ζαραμπούκο ότι ουσιαστικά είναι κοινωνικό το μυθιστόρημα, αλλά… θα πρέπει να επισημανθεί ότι ουσιαστικά αποτελεί ψυχογράφηση μιας πολύ ιδιαίτερης παθολογικά περίπτωσης (όχι, δεν θα συμφωνούσα ότι είναι «ένας χαρακτήρας γήινος και προσιτός προς όλους τους αναγνώστες»), μιας γυναίκας που δεν μπορεί να εκπροσωπήσει γενικά το γυναικείο φύλο, παρόλο που θίγονται φυσικά και τα προβλήματα κοινωνικής ανισότητας (η σύγχρονη γυναίκα με τους πολλαπλούς ρόλους, που δεν βρίσκει  χρόνο για τον εαυτό της κλπ κλπ). Και δεν ισχύει ότι απλώς συγκρούεται ο ρόλος της μητέρας με το ρόλο της γυναίκας, συζύγου ή εργαζόμενης. Η «πάθηση» (ψύχωση, νεύρωση; Νομίζω το πρώτο) πάει πολύ βαθύτερα, ξεκινάει μάλλον από πολύ πρώιμα στάδια της παιδικής ηλικίας όπου προφανώς υπάρχει καθήλωση, και η ηρωίδα μας δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε τα ίδια της τα παιδιά. Ο ανταγωνισμός και η σύγκριση κυριαρχεί σε κάθε στάδιο και με οποιονδήποτε, άντρα ή γυναίκα, ενώ το «εγώ» κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας.
Το οικείο και εξομολογητικό ύφος της συγγραφέα δεν αφήνει να δεις από την αρχή την ψυχοπαθολογία της Λήδας. Άλλωστε η ίδια δεν μπορεί να ξέει τι της συμβαίνει, κι αυτή είναι η αρετή της Φερράντε, ότι υπάρχει η παραμορφωτική ενδοσκόπηση αλλά και τα γεγονότα που συμπληρώνουν το παζλ. Πρόκειται για μια γυναίκα μορφωμένη, καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο, που μάλιστα κάποια στιγμή διαπρέπει και  ως ερευνήτρια. Η αναδρομική αφήγηση μας προετοιμάζει ότι έχει κάνει μια πράξη ακατανόητη, ακόμα και για την ίδια. Όμως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε ωθεί να ταυτιστείς με την αγχωτική  γυναίκα-εργαζόμενη που επιτέλους απαλλάχτηκε από τις υποχρεώσεις της μητρότητας και της συζυγικής ζωής και απολαμβάνει τις διακοπές της σε ένα θέρετρο της ναπολιτάνικης επαρχίας, ελεύθερη και μόνη. Παραξενεύεσαι λίγο που εστιάζει μόνο στις υποχρεώσεις της απέναντι στις δυο κόρες, που είναι μόνο ένα τηλέφωνο κάθε τόσο, και δε μιλάει με ίχνος αγάπης ή νοσταλγίας γι αυτές.  Αλλά μπορείς να κατανοήσεις ότι νιώθει μεγάλη απελευθέρωση από τότε που ζει μόνη (κατάσταση πρωτόγνωρης ευεξίας), εφόσον πρόκειται για αγχώδη και νευρωτικά ανήσυχη και προστατευτική μάνα («τα παιδιά είναι μόνιμη έγνοια»).  Όλα αυτά είναι κατανοητά και τα αποδέχεται κανείς  ως συνήθεις εκφορές της σύγχρονης  μητρότητας, όπου συμπλέκονται οι ενοχές (ανεπάρκειας στο ρόλο) και κούρασης από τους πολλαπλούς ρόλους.
Η συγγραφέας  βάζει στο σκηνικό και μια φασαριόζικη ναπολιτάνικη οικογένεια που δημιουργεί εφήμερους δεσμούς με τη Λήδα κι έρχεται σε επαφή με άλλες απόμακρες περιπτώσεις γυναικείων ρόλων: Πρόκειται  για τη Νίνα, νεαρή όμορφη μητέρα, την κόρη της Έλενα, την αδερφή του άντρα της που είναι έγκυος και άλλοι, κάπως δευτερεύοντεςήρωες. Οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι ενδόμυχες σκέψεις που κάνει η Λήδα, αποκαλύπτουν την πραγματική της ψυχοπάθεια. Καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, ή μάλλον ας πω ότι δεν ταυτίζεσαι πια με την αφηγήτρια, από τη στιγμή που αρνείται να πάει πιο κει την ομπρέλα της για να εξυπηρετήσει την ευτυχισμένη οικογένεια. Ο αναστοχασμός της δεν φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί ότι ζηλεύει, φαίνεται όμως από τις επόμενες σελίδες. Κοιτάει με λύσσα την Έλενα να παίζει με την κούκλα της. Κι όταν το μικρό κορίτσι χάνει το πολύτιμο παιχνίδι, και το βρίσκει στην άμμο η ηρωίδα μας,  κάποια δύναμη την ωθεί να  κρατήσει την άχρηστη για κείνη κούκλα και να μην την επιστρέψει, παρόλο που η απώλεια προκαλεί μεγάλο σάλο και δυστυχία στην Έλενα (ήμουν μπερδεμένη, ακούμπησα το χέρι μου στο στήθος για να ηρεμήσω την καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά. Την κούκλα την είχα πάρει εγώ∙ ήταν στην τσέπη μου). Στην αρχή εσωτερικεύει την «πράξη» (προφανώς αυτήν για την οποία μας προετοίμασε στην πρώτη σελίδα) σαν ένα αστείο, άλλωστε σκοπεύει να επιστρέψει το παιχνίδι. Όμως όχι. Περιντύνει τα συναισθήματα λύπησης με αερολογίες (ξέρει ότι έχει δημιουργήσει πανικό) και ασχολείται με την κούκλα σαν δυο χρονών κακιωμένο παιδί που του στερήσαν το γάλα, ενώ περνούν οι μέρες χωρίς να την επιστρέφει. Τη ντύνει, τη γδύνει, της αγοράζει ρούχα, τη ζουλάει, τη φιλάει, τη σφίγγει, της κάνει μπάνιο, της ανοιγοκλείνει πόδια χέρια κλπ. και την αντιμετωπίζει σαν φετίχ.
Κάπου μέσα στο παραλήρημα των στοχασμών, φαίνεται ξεκάθαρα η καθήλωση που υποπτεύεται ο αναγνώστης: ότι δηλαδή είχε απωθημένο μίσος και οργή, αλλά και τρομερό ανταγωνισμό και απέναντι στη δική της μάνα (εκείνη ξεχείλιζε από μια ζωογόνο θέρμη, εγώ πάλι ένιωθα ψυχρή, θαρρείς και οι φλέβες μου ήταν από μέταλλο). Σε ανύποπτο χρόνο (κι αυτή η συνύφανση προσμετράται στα συν της συγγραφικής αρετής της Φερράντε) ομολογεί ότι όταν ήταν μικρή ένιωθε χαμένη:  οι ελπίδες της νιότης μου φάνταζαν κιόλας καμένες, όλες, είχα την αίσθηση ότι κατρακυλούσα προς τα πίσω, προς τη μητέρα μου, προς τη γιαγιά μου, την αλυσίδα εκείνων των αμίλητων ή οξύθυμων γυναικών από τις οποίες καταγόμουν. Η οργή, η αντιπάθεια και ο ανταγωνισμός μεταφέρεται και απέναντι στις κόρες της.  Οι σκέψεις της πάνω στο κορμί της (όταν ήταν έγκυος) αλλά και στα παιδιά της, οι πράξεις της κι ο τρόπος γενικά που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα είναι εξωφρενικός:  τα έχει βάλει με την τρίχρονη κόρη της σπρώχνοντάς την με άγρια χαρά επειδή της είχε πάρει την… κούκλα, ανταγωνιζόταν τις έφηβες κόρες της ερωτικά, στη συνέχεια τις σύγκρινε με συνομήλικες φίλες τους σκορπώντας τον όλεθρο, τους δημιουργούσε κόμπλεξ, ζήλευε τη φίλη της που έχτιζε ωραίες σχέσεις με τις δικές της κόρες-κι όλα αυτά τα αναθυμάται χωρίς να τα αναθεωρεί. Και τώρα, στο παρόν, φαίνεται ακόμα να αντιπαθεί τα παιδιά της (που δεν αποκλείεται να εξελίχθηκαν όντως αντιπαθητικά με τέτοια μάνα!): άμοιρα πλάσματα, που βγήκατε από την κοιλιά μου, ολομόναχα τώρα στην άκρη του κόσμου. Αλλά και έμμεσα η γλώσσα προδίδει τη σύγχυση:  την Μπιάνκα την ΕΚΑΝΑ με μεγάλο στήθος, προδίδοντας την ανικανοποίητη ανάγκη της να κυριαρχεί στη ζωή των παιδιών της. Και το ανυπόφορο για ένα παιδί που έχει μια τέτοια μάνα: αχ, να τις έκανα αόρατες, να μην ένιωθα πια τις απαιτήσεις  της σάρκας τους σαν πιεστικές εντολές, πιο ισχυρές από κείνες που έβγαιναν από τη δική μου.  
Γι αυτό και φυσικά ικανοποιείται όταν βλέπει τη δυσφορία στη σχέση Νίνας- Έλενας, σχέση που στην αρχή φαινόταν ιδανική (και πάλι ένιωθε έλξη, και την παρατηρούσε με υπερβολική προσήλωση). Ο μηχανισμός της προβολής κορυφώνεται (η Έλενα φοβόταν προπαντός μην της ξεγλιστρήσει η μητέρα της) και η Λήδα εγκλωβίζεται μόνη της μέσα στο μηχανισμό του μητρικού ρόλου χωρίς να βρίσκει διέξοδο, νιώθει φυλακισμένη, τυφλή μέσα στο «εγώ»: απαιτώ να με δουν ως άτομο κι όχι ως λειτουργία.
Η τετε-α-τετ συνάντηση με τη Νίνα στο τέλος του βιβλίου, αποτελεί κάθαρση στο επεισόδιο όχι μόνο επειδή η Νίνα εξοργισμένη όταν έμαθε ότι η Λήδα είχε τόσο καιρό την κούκλα την παρατάει σύξυλη, αλλά επειδή ο διάλογος δίνει την ευκαιρία στη Λήδα να συνειδητοποιήσει και δυο τρία πράγματα (-Γιατί άφησες τις κόρες σου; -Τις αγαπούσα πολύ και είχα την αίσθηση ότι η αγάπη μου για κείνες με εμπόδιζε να είμαι ο εαυτός μου –Δεν πονούσες; -Όχι, ήμουν πολύ απορροφημένη απ’ τη ζωή μου/ήμουν όπως κάποια που κατακτά τη ζωή της και νιώθει ένα σωρό πράγματα ταυτόχρονα, μεταξύ αυτών κι ένα αβάσταχτο κενό).
Η Φερράντε έγραψε ένα άρτιο ψυχολογικά και εξαιρετικά δομημένο μυθιστόρημα, ψυχογραφώντας μια ιδιαίτερη παθολογική περίπτωση μάνας που δεν μπορεί να αισθανθεί τη μαγεία της μητρότητας και το θαύμα της ζωής. Θεωρώ ότι το βιβλίο αποτελεί κατάθεση της συνείδησης ενός ατόμου καθηλωμένου σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης, και δεν προχωρά ούτε στην ψυχολογική ερμηνεία, αλλά οπωσδήποτε ούτε στην κοινωνική διάσταση του φαινομένου, μια και το ζήτημα είναι καθαρά διαπροσωπικό.
Χριστίνα Παπαγγελή



http://www.kathimerini.gr/257767/article/politismos/arxeio-politismoy/to-vivlio-shmera-einai-genoys-8hlykoy