Παρασκευή, Μαΐου 27, 2022

Το αόρατο μισό, Brit Bennet

Αρχικά, έμοιαζε τόσο εύκολο να παριστάνει τη λευκή
που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν το είχαν κάνει οι γονείς της.
Όμως, ήταν νέα τότε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει
πόσος χρόνος χρειάζεται για να γίνεις κάποιος άλλος,
ή πόσο μοναχικό μπορεί να είναι το να ζεις σ΄έναν κόσμο
που δεν είναι πλασμένος για σένα.
     Σχετικά πρωτότυπη σύλληψη που αναδεικνύει τα προβλήματα φυλετικού ρατσισμού που εξακολουθούν να ορίζουν τις μοίρες των ανθρώπων στην Αμερική του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Γιατί το Μάλαρντ, η αγροτική κωμόπολη με πάπιες, βάλτους και ορυζώνες όπου γεννήθηκαν οι -πανομοιότυπες- δίδυμες ηρωίδες μας το 1938, είναι μια περιοχή όπου το χρώμα του δέρματος έπαιζε καθοριστικό ρόλο για το κοινωνικό status. Ένας «ενδιάμεσος τόπος», όπου οι νέγρικης καταγωγής κάτοικοί του έχουν ανοιχτόχρωμο δέρμα (κάθε γενιά πιο ανοιχτόχρωμη από την προηγούμενη) και θα μπορούσε κανείς να τους περάσει για λευκούς (το ανοιχτόχρωμο δέρμα, όπως καθετί που κληρονομείται με μεγάλο τίμημα, ήταν ένα μοναχικό δώρο). Και τότε μόνον είναι «αποδεκτοί» (τι όμορφα κορίτσια! Τι ανοιχτόχρωμες που είναι!).
     Η παράξενη ιστορία ξεκινά από το1968, και με πολλές αναδρομές και χρονικά άλματα η συγγραφέας συνθέτει τους παράλληλους βίους των δύο νεαρών γυναικών, της Στέλλας και της Ντεζιρέι Βίνις, που στα 16 τους εξαφανίστηκαν από την περιοχή εγκαταλείποντας την μητέρα τους, την Αντέλ, προκειμένου να αποφύγουν την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους (να πάνε καθαρίστριες σε σπίτια της περιοχής). Τα δύο κορίτσια μπορεί να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, αλλά έχουν αρκετές διαφορές στον χαρακτήρα και στα όνειρά τους. Έτσι, ενώ πιο δυναμική, πεισματάρα, εγωίστρια και ανήσυχη είναι η Ντεζιρέι (αυτή είναι που ξεσηκώνει και την αδερφή της να το σκάσουν), πιο έξυπνη μεν αλλά πιο υπομονετική, τακτική και χαμηλού προφίλ είναι η Στέλλα (της Στέλλας της έμοιαζε τόσο αφάνταστο να εγκαταλείψει το Μάλαρντ όσο να πετάξει στην Κίνα). Η πρώτη ήθελε να γίνει ηθοποιός και η δεύτερη δασκάλα στο λύκειο του Μάλαρντ.
     Κι όμως, η Στέλλα είναι που θα εξαφανιστεί τελείως, ακόμα κι από τη ζωή της Ντεζιρέι, ενώ η τελευταία θα επιστρέψει στον τόπο τους και στη μητέρα τους μετά από 16 χρόνια, κρατώντας από το χέρι ένα 8χρονο κοριτσάκι -τη Τζουντ-, σκουρόχρωμο σαν πίσσα που το έκανε με τον Σαμ (έναν νεαρό μαύρο που τον ερωτεύτηκε μεν, αλλά τον εγκατέλειψε γιατί την χτυπούσε). Αντίστοιχα παρακολουθούμε τη ζωή της Στέλλας, που από τύχη σχεδόν παρέστησε κάποτε την λευκή και συνέχισε να παίζει το «παιχνίδι» της λευκής, γεμίζοντας ψέματα τον άντρα της και την κόρη της την Κένεντι, που ήταν γεννημένη την ίδια εποχή με την ξαδέρφη της, την Τζουντ.
     Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τη συναισθηματική πορεία των δύο νεαρών γυναικών, το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας (φρικτός θάνατος πατέρα μπροστά στα μάτια τους) τα συναισθήματά τους, τους έρωτές τους, τα κίνητρα για τις πράξεις τους. Σκηνές γεμάτες φόρτιση και ένταση, όπως η σκηνή όπου η Ντεζιρέι ξανασυναντά τη μάνα της (Αντέλ) μετά από 16 χρόνια, όπου η Αντέλ συναντά την σκουρόχρωμη εγγονή της (μπορείς να είσαι όσο θυμωμένη θέλεις μαμά, αλλά δεν θα φέρεσαι άσχημα στο κορίτσι μου) και μαθαίνει να την ανέχεται και να την αγαπά. Κι όταν ο Σαμ είδε κι απόειδε έβαλε ντετέκτιβ να βρει τη γυναίκα του, τον Έρλι (δεν έμοιαζε με γκάγκστερ ή νταβατζή αλλά είχε τη χυδαιότητα κάποιου που κινούνταν στις παρυφές του νόμου), ο οποίος ήξερε ήδη την Ντεζιρέι (τον είχε διώξει παλιά η Αντέλ ως … σκουρόχρωμο), την βρήκε, την ερωτεύτηκε χωρίς να την «δώσει» στον Σαμ και συνδέθηκε μαζί της σε μια ιδιότυπα ελεύθερη σχέση.
     Παρακολουθούμε λοιπόν τον απόηχο αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής κατάστασης που απορρέει από τον φυλετικό ρατσισμό: τα ατέλειωτα κουτσομπολιά στο Μάλαρντ για τις δυο αδερφές (την μία εξαφανισμένη και την άλλη που επέστρεψε για να δουλέψει σερβιτόρα) και για το σκουρόχρωμο παιδί∙ την ανάγκη της Στέλλας να παριστάνει τη λευκή∙ την αναζήτησή της από την Ντεζιρέι και τον Έρλι∙ την αναγννώριση της Στέλλας από την ανιψιά της (Τζουντ) σε άσχετο μέρος. Την άρνηση να αποδεχτεί η Στέλλα την αλήθεια∙ τα χιλιάδες ψέματα που επινοεί για να κρύψει την αλήθεια∙ τον φόβο της μήπως το μωρό που θα γεννήσει έχει μαύρο δέρμα∙ τον ρατσισμό που η ίδια ασκεί στους σκουρόχρωμους γείτονες της αριστοκρατικής συνοικίας όπου ζει με τον άντρα της και την κόρη της (όταν ήταν κοντά σε νέγρους, ταραζόταν σαν παιδί που το είχε δαγκώσει σκύλος).
     Σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε την πορεία της Τζουντ (σκουρόχρωμη/την φωνάζαν «σοκολατόπιτα») και της Κένεντι, κόρες της Ντεζιρέι και της Στέλλας αντίστοιχα. Τις δυσκολίες και τη μοναξιά που αντιμετώπισε στο σχολείο και στη γειτονιά η Τζουντ λόγω του χρώματός της και της εγκατάλειψης από τον πατέρα, την απόδρασή της από το Μάλαρντ στα 18 της χρόνια για το Λος Άντζελες, τη γνωριμία της με τον Ριζ Κάρτερ.
     Κι εδώ παρεισφρέει κι ένα νέο στοιχείο κοινωνικής ευαισθητοποίησης από τη μυθιστοριογράφο. Η αφήγηση εστιάζει στον αγώνα του Ριζ να βρει και να υπερασπιστεί την έμφυλη ταυτότητά του, εφόσον γεννήθηκε με γυναικεία σεξουαλικά όργανα (στη διαδρομή από το Ελ Ντοράντο, η Τερέζ Αν Κάρτερ μεταμορφώθηκε σε Ριζ Κάρτερ). Ασχολείται με τη φωτογραφία και η γνωριμία με την Τζουντ είναι καθοριστική –γίνονται αχώριστοι φίλοι (πάντα ήξερε ότι ήταν δυνατόν να είσαι δυο διαφορετικοί άνθρωποι στη διάρκεια μιας ζωής ή ίσως να ήταν δυνατό μόνο για κάποιους). Η φιλία αυτή βέβαια έχει την ιδιαιτερότητά της –συγκατοικούν, αγγίζονται, θυμώνουν, χωρίζουν μέχρι να αποδεχτούν και να στεριώσουν την ιδιότυπη ερωτική επαφή. Η Τζουντ συμπαραστέκεται σ’ όλες τις προσπάθειες του Ριζ να κατακτήσει την αρσενική ταυτότητά του (ορμόνες, εγχείρηση στήθους), εκείνος τη συμβουλεύει στο θέμα της εργασίας∙ μιλούν για τις πληγές του παρελθόντος… κι ερωτεύονται αργά κι αισθησιακά...
     Η Κένεντι από την άλλη, η πλούσια, λευκή/ξανθιά και όμορφη κόρη της Στέλλας έχει μεγαλώσει μέσα σ ένα τεράστιο ψέμα. Αισθάνεται ότι η μητέρα της από τη μια κρύβει ένα πολύ μεγάλο μυστικό, από την άλλη ότι απορρίπτει τον δρόμο που η ίδια διάλεξε (ηθοποιού, βασικά σε σαπουνόπερες). Ζει σε μια επιτηδευμένη ψευτιά κι έτσι έρχεται συχνά σε σύγκρουση μαζί της (την ενδιαφέρει περισσότερο να έχει δίκιο από το να είναι μητέρα μου). Πολλές φορές αναρωτιέται για το παρελθόν της μαμάς της, ή για τους προγόνους αλλά εισπράττει ή σιωπή ή ψέματα (δεν γνωρίζει την ύπαρξη της Ντεζιρέι και της Τζουντ). Όταν η περίεργη μοίρα έφερε τις δυο ξαδέρφες να συναντηθούν το 1978, η Τζουντ γρήγορα έμαθε (από σύμπτωση) ότι η Κένεντι είναι η ξαδέρφη της και αρχίζει και για τον αναγνώστη -και για τους ήρωες- ένα κυνηγητό της αποκάλυψης της -οδυνηρής;- αλήθειας, με πολλά σκαμπανεβάσματα (δεν πρέπει να λες την αλήθεια στον κόσμο επειδή επιθυμείς να τους πληγώσεις. Πρέπει να τους τη λες γιατί θέλουν να ξέρουν).
     Πρόκειται επομένως ουσιαστικά για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με το ζήτημα της ταυτότητας, της διαφορετικότητας και των κοινωνικών προεκτάσεών της, αλλά και της ταυτότητας που επιλέγουμε, όπως στην περίπτωση του Ριζ ή και της Στέλλας. Αγγίζει όχι μόνο το ζήτημα της φυλετικής ταυτότητας αλλά και της σεξουαλικής, όπως επίσης και της ταυτότητας των μονοζυγωτικών διδύμων (μερικές φορές, το να είσαι δίδυμη έμοιαζε σαν να ζεις με μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου).
     Αυτή η εσωτερική (και εξωτερική ασφαλώς) σύγκρουση δίνει μια τραγική χροιά σχεδόν σε όλους τους χαρακτήρες. Όμως, κατά τη γνώμη μου, το πιο τραγικό πρόσωπο -που έχει να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες αντιστάσεις- είναι η Στέλλα, που απαρνήθηκε, εξαφανίστηκε, αποποιήθηκε την ταυτότητά της για να είναι ελεύθερη (το πιο συναρπαστικό δεν ήταν να είναι λευκή. Το πιο συνταρακτικό ήταν να γίνει κάποια άλλη). Ωστόσο το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο, γιατί αναγκάστηκε να ζει μια ψεύτικη, κάλπικη ζωή. 
Χριστίνα Παπαγγελή
ΥΓ. Αξίζει να διαβαστεί η κριτική παρουσίαση του Κυριάκου Αθανασιάδη εδώ 

Τρίτη, Μαΐου 17, 2022

Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, Juan Gabriel Vásquez

Bαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δεν θα ξαναπατήσεις.
Αντόνιο Ματσάδο
     Ισπανία, Κολομβία, Κίνα, Γαλλία είναι οι χώρες που ορίζουν την πολυτάραχη ζωή του Κολομβιανού σκηνοθέτη Σέρχιο Καμπρέρα[1] (γεν. 1950-), την οποία βιογραφεί με αρκετή πιστότητα, με πραγματικά ντοκουμέντα και με φωτογραφίες ο περίφημος Κολομβιανός συγγραφέας Χουάν Γκάμπριελ Βάσκες. Παράλληλα μας δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Κολομβία μέχρι το 2016, αλλά και αντίστοιχα στην Κίνα του Μάο (δεκαετία ’60) όπου ο Καμπρέρα έζησε 10 χρόνια ως παιδί, μαζί με όλη του την οικογένεια. Ο Βάσκες για να γράψει αυτό το βιβλίο «μυθοπλασίας, που όμως δεν περιέχει φανταστικά γεγονότα», όπως λέει ο ίδιος, εμπνευσμένος «από τον πελώριο βράχο που είναι η εμπειρία του Σέρχιο Καμπρέρα και της οικογένειάς του», επί επτά χρόνια συναντιόταν με τον Καμπρέρα μαγνητοφωνώντας πάνω από τριάντα ώρες συζητήσεων. Ο συγγραφέας συναντήθηκε και με άλλα πρόσωπα, που τα βλέπουμε κι εμείς στο βιβλίο, συμβουλεύτηκε έγγραφα, δανείστηκε φωτογραφίες από την ιδιωτική τους ζωή. Η ζωή του Σέρχιο Καμπρέρα αλλά και της αδερφής του, Μαριανέγια, ήταν αποκαλυπτική για τον Βάσκες ο οποίος, όπως γράφει στο σημείωμα του τέλους, θέλησε να δώσει «νοήματα που δεν είναι ορατά με την απλή καταγραφή των γεγονότων».
     Ο συγγραφέας χτίζει την αφήγησή του σε δυο χρονικά επίπεδα: στο «σήμερα» (2016) ο Σέρχιο είναι 66 χρονών, καταξιωμένος πια σκηνοθέτης, έχει ήδη κάνει τρεις γάμους και τέσσερα παιδιά και βρίσκεται εκτάκτως στην Βαρκελώνη με έναν από τους γιους του (τον Ραούλ) για να παρακολουθήσουν μαζί ένα αφιέρωμα στο κινηματογραφικό του έργο. Σ’ εκείνη τη φάση μάλιστα μαθαίνει ότι πέθανε στην Μπογκοτά ο πατέρας του, ο Ισπανός Φάουστο Καμπρέρα (κι αυτός δημοφιλής ηθοποιός, διευθυντής θεάτρου, συγγραφέας και ποιητής), αλλά επιλέγει να μην επιστρέψει για την κηδεία.
     Σε δεύτερο επίπεδο, επιστρέφουμε στο παρελθόν παρακολουθώντας το οικογενειακό δέντρο ήδη από τη γενιά των παππούδων, που λόγω της δικτατορίας του Φράνκο αναζήτησαν νέα πατρίδα, αρχικά στον Άγιο Δομίνικο του Τρουχίλιο και στη συνέχεια στην Κολομβία. Εκεί ο νεαρός Φάουστο ερωτεύτηκε την επίσης ηθοποιό Luz Elena Cárdenas, παντρεύτηκε και έμεινε στο Μεγεδίν, και εκεί γεννήθηκαν τα δύο πρώτα παιδιά του, η Marianella και ο Sergio. Στη συνέχεια ο Βάσκες παρουσιάζει τριτοπρόσωπα αλλά με εσωτερική εστίαση όλη την -μοναδικά ιδιόμορφη- ενηλικίωση του σκηνοθέτη.
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ:
(Στις παρουσιάσεις απ’ αυτό το μπλογκ αποφεύγω να δίνω περιληπτικά το περιεχόμενο, αν και πολλές φορές είναι αναπόφευκτη η τεκμηρίωση εντυπώσεων και κρίσεων χωρίς αναφορές στην πλοκή. Ωστόσο, επειδή ακριβώς στο βιβλίο αυτό η πολυτάραχη ζωή των ηρώων είναι αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεν μπόρεσα να αποφύγω τη συνοπτική παράθεση των γεγονότων).
Παππούς και πατέρας
     Η πορεία της οικογένειας είναι δαιδαλώδης ήδη από την εποχή του παππού Ντομίνγκο Καμπρέρα (ερασιτέχνης ποιητής και κιθαρίστας- και βασικά τυχοδιώκτης), που η ζωή του άλλαξε όταν σε ταξίδι στην Αργεντινή ερωτεύτηκε την Χούλια, καλή αναγνώστρια ισπανικής ποίησης αλλά… φανατική βασιλόφρονα (!), σε αντίθεση με τον αδερφό της Φελίπε που ήταν θερμός δημοκράτης κι επαναστάτης. Στην Ισπανία πια, αφού γεννήθηκαν τα τρία παιδιά τους (Όλγα, Φάουστο, Μάουρο), η Χούλια αρρωσταίνει (σύντομα θα φύγει απ’ τη ζωή) και ο Ντομίνγκο κι ο Φελίπε συνεργούν για την ανατροπή του βασιλιά Αλφόνσου του Γ΄ (Απρίλιος 1931), ενώ η φυλάκιση του Φελίπε τον αναγορεύει σε παιδικό ήρωα του Φάουστο (πάνω απ’ όλα σκεφτόταν τον θείο: τον συνταγματάρχη Φελίπε Ντίαθ Σαντίνο, δημοκράτη, συνωμότη και ήρωα πολέμου. Από κείνη τη στιγμή κι έπειτα ο Φάουστο θα έβλεπε τον θείο Φελίπε και θα σκεφτόταν: Έτσι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Θα σκεφτόταν: Ζήσε τη ζωή έτσι ώστε ζωντανή να μείνει και στο θάνατο).
     Με αυτές τις καταβολές συγκροτήθηκε το ισχυρό επαναστατικό πρότυπο του Φάουστο πάνω στο οποίο στήριξε όλη του τη ζωή, τις αρχές και την ανατροφή των παιδιών του. Οι δύο επαναστάτες αδερφοί (πατέρας και θείος) συνεχίζουν τη ζωή τους στην «βομβαρδισμένη Βαρκελώνη», καθώς όμως φουντώνει ο ισπανικός εμφύλιος, αποφάσισαν να κάνουν ό, τι έκαναν όλοι όσοι είχαν τη δυνατότητα: να φύγουν από την Ευρώπη. Ο Άγιος Δομίνικος όπου κατέφυγαν αρχικά ήταν κάτω απ’ την σκληρή στρατιωτική δικτατορία του Τρουχίγιο (ο Ρούσβελτ είχε ζητήσει από τον Τρουχίγιο να δεχτεί πρόσφυγες του ευρωπαϊκού πολέμου (!) –έτσι έκανε ο Τρουχίγιο: στο καθεστώς του, τουλάχιστο εκείνο τον καιρό, οι επιθυμίες των ΗΠΑ ήταν διαταγές). Γρήγορα λοιπόν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να φύγουν από την επικίνδυνη χώρα όπου θα δοκιμαστούν πάλι τα φρονήματά τους, κι έτσι μετά από διάφορες προσπάθειες επιβίωσης (και αλλαγή διάφορων βιοποριστικών επαγγελμάτων) καταφεύγουν στην Κολομβία. Σ’ αυτό το διάστημα ο έφηβος Φάουστο, που είχε μάθει από τη μητέρα του ν’ αγαπάει την ποίηση και ν’ απαγγέλλει ποιήματα με μεγάλη μαεστρία, συνειδητοποίησε ότι αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του ήταν να γίνει ηθοποιός. Στο Ισπανικό Δημοκρατικό Κέντρο άρχισε μαθήματα υποκριτικής και ανακάλυψε ποιητές που δεν ήξερε (παρόμοια κέντρα είχαν ιδρυθεί σε όλη τη Λατινική Αμερική, από την Πόλη του Μεξικού μέχρι το Μπουένος Άιρες, πράγμα που οδηγούσε πολλούς στη σκέψη ότι οι πραγματικοί νικητές του Ισπανικού Εμφυλίου ήταν οι Λατινοαμερικανοί: εκατοντάδες εξόριστοι του πολέμου –καλλιτέχνες δημοσιογράφοι, ηθοποιοί ή εκδότες ή συγγραφείς –έφεραν τα ταλέντο τους, και η ήπειρος είχε αλλάξει ριζικά). Η γνωριμία του 20χρονου Φάουστο με άλλους γνωστούς ποιητές και καλλιτέχνες τού δίνει την ώθηση να κάνει εκπομπές για την ποίηση χωρίς χρήματα αρχικά (θα’ κανε αυτό που ήθελε να κάνει ή θα πέθαινε πάνω στην προσπάθεια), και στη συνέχεια να φύγει στη Βενεζουέλα (προσωρινά). Όταν επιστρέφει στη Μπογκοτά, ο Χίτλερ έχει αυτοκτονήσει, τον Μουσολίνι τον έχουν δολοφονήσει αλλά ο Φράνκο ήταν ζωντανός, ολοζώντανος. Ο ήδη έμπειρος Φάουστο στην απαγγελμένη ποίηση, έχει γνωρίσει ποιητές (Σέσαρ Βαγιέχο, Αντόνιο Ματσάδο, Μιγκέλ κ.α.) και καταξιώνεται σιγά σιγά ως ο ισπανός ηθοποιός, «μαθητής του Γκαρθία Λόρκα» (που τον είχε δει μια φορά (!)). Ο λαϊκός ηγέτης Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν τον ξεχωρίζει και τον προωθεί (εσείς μισείτε τους τυράννους. Εκεί συναντιόμαστε εσείς κι εγώ. Μία ώρα, δύο ώρες μακριά από δω σκοτώνουν τους αγρότες, κι εμείς απαγγέλλουμε ποιήματα. Κι εγώ σας λέω, νεαρέ: αν αυτά τα ποιήματα δεν ωφελούν στον αγώνα, τότε μάλλον δεν ωφελούν σε τίποτα). Με τον Γκαϊτάν (υποψήφιος φιλελεύθερος πρόεδρος που λίγο αργότερα δολοφονήθηκε) ο Φάουστο πολιτικοποιήθηκε, ανακαλύπτοντας ότι η «πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από ποτέ».
Σέρχιο
     Αυτός ήταν ο πατέρας του Σέρχιο, που αποφάσισε εντέλει να ζήσει στο Μεγεδίν. Εκεί γνώρισε (επεισοδιακά) την Λους Ελένα Κάρδενας, και το 1947 –ενώ η Κολομβία πνιγόταν στο αίμα της κομματικής βίας-[2] ταξιδεύουν στη Λατινική Αμερική. Το 1950 γεννιέται ο Σέρχιο, ενώ το 1953 ο Γκουστάβο Πινίγια εγκαθιδρύει πραξικόπημα στην πολύπαθη Κολομβία. Η επανάσταση στην Κούβα (1959) δίνει νέα φτερά στον Φάουστο (ένιωσε, για πρώτη φορά από τότε που τον είχαν πει εβραίο στο λιμάνι της Πόλης Τρουχίγιο, ότι η ζωή του ως εξόριστου δεν είχε πάει χαμένη∙ ότι η Ιστορία, εντέλει, μπορούσε να έχει μιαν αποστολή ή έναν σκοπό). Ωστόσο, έχουν μπει στο φάσμα του Ψυχρού Πολέμου, στην ατμόσφαιρα πλανιέται ο φόβος της κόκκινης απειλής.
     Μέσα σ΄αυτό το καυτό πολιτικό κλίμα, ο Σέρχιο μικρό παιδάκι ακόμα, δοκιμάζει με μια απλή μηχανή κόντακ τις πρώτες του φωτογραφίες και τις πρώτες του απαγγελίες στο τηλε-θέατρο. Ο ρόλος του παιδιού στον «Σπιούνο» του Μπρεχτ τον εκτόξευσε στον χώρο, ωστόσο ο Μπρεχτ γρήγορα γίνεται «επικίνδυνος» σε μια χώρα όπου ο κομμουνισμός είναι πλέον υπό διωγμόν. Το επόμενο διάστημα μιας έξαλλης πρώιμης εφηβείας ο Σέρχιο (11χρονών) καπνίζει, το σκάει απ’ το σχολείο, δηλώνει άθεος και βασανίζεται από τις απιστίες του πατέρα του, ενώ οι δικοί του τον κλείνουν εσωτερικό σε σχολείο που απέχει ελάχιστα από το σπίτι τους!
     Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει μια περιπέτεια πρωτοφανής, που συγκλονίζει τον αναγνώστη μιας και γνωρίζει ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή. Γιατί οι γονείς Καμπρέρα, έχοντας από καταβολών ψηλά τον επαναστατικό πήχη (και, ίσως και στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τα προσωπικά τους προβλήματα) δυσφορούν στο στρατιωτικό καθεστώς της Κολομβίας και αρχίζουν να στρέφονται στην… Κίνα. Η πρόσκληση από το ΚΚΚ να δουλέψουν ως καθηγητές Ισπανικών στο Ινστιτούτο Ξένων γλωσσών του Πεκίνου βρίσκει ανταπόκριση, και η οικογένεια εγκαταλείπει κρυφά από τους συγγενείς την Κολομβία για να συμβάλουν κι αυτοί στην οικοδόμηση ενός νέου σοσιαλισμού (αυτό που θέλω να καταλάβετε είναι ότι δεν πάμε στην άκρη του κόσμου, πάμε σ΄έναν απαγορευμένο κόσμο).
ΚΙΝΑ: Ο απαγορευμένος κόσμος
     Η περιπέτεια ξεκινάει από τη στιγμή που έφυγαν από τη χώρα τους, δεδομένου ότι το διαβατήριό τους δεν ισχύει για τις σοσιαλιστικές χώρες. Μέσα στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας βλέπουμε τη διεθνή πολιτική κατάσταση (Ψυχρός Πόλεμος, κακές σχέσεις Ρωσίας και Κίνας, διάσπαση διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κλπ). Παρόλ’ αυτά, όταν κατάφεραν να φτάσουν στην Κίνα, η υποδοχή του «σπεσιαλίστα» Φάουστο (σπεσιαλίστες ονομάζονταν οι καθηγητές ξένων γλωσσών) ήταν θερμή. Το «ξενοδοχείο της Φιλίας» όπου φιλοξενούνταν οι αλλοδαποί είναι μια νησίδα πολυτέλειας, μα η πολιτισμική αλλαγή για τα παιδιά ήταν σοκαριστική: αηδιαστικό φαγητό, κουπόνια για να αγοράσουν οτιδήποτε, απαίσια δημόσια κτίρια, και κυρίως ΞΕΝΗ, άγνωστη και δύσκολη καθημερινή γλώσσα.
     Η ζωή τους στο Πεκίνο ήταν διπλή: κόλαση στο σχολείο, παράδεισος στο ξενοδοχείο. Η αρχική υποδοχή από τους συμμαθητές τους στο σχολείο-οικοτροφείο ήταν εχθρική, παρόλ’ αυτά ο Σέρχιο έγινε υποδειγματικός μαθητής (σε αντίθεση με τη Μαριανέγια που αρχικά μισούσε την Κίνα), προσαρμόστηκε γρήγορα κι επέδειξε μεγάλο ταλέντο στην εκμάθηση της κινεζικής γλώσσας. Μια έκθεση με θέμα τον «προλεταριακό διεθνισμό» τον καταξιώνει στα μάτια των επιφυλακτικών (έως ρατσιστών) συμμαθητών, ενώ από τα 15 του χρόνια αρχίζει να εκπαιδεύεται και στρατιωτικά. Σ’ αυτήν την ηλικία έχουν ήδη αρχίσει να εμφυτεύονται μέσα του οι βαθιές αξίες της κομμουνιστικής επανάστασης του Μάο: "Το μέλλον είναι χειροπιαστό. Το ανασαίνουμε, το ονειρευόμαστε, του δίνουμε όνομα, το μέλλον ανήκει σε όλους και το φτιάχνουμε όλοι μαζί. Το μέλλον αρχίζει τώρα". Όλη η οικογένεια ενστερνίζεται σιγά σιγά το όραμα του Μάο και βλέπουν υπό το μαοϊκό πρίσμα τα όσα συνέβαιναν στην Κολομβία, το αντάρτικο των FARC, του ELN κλπ, θεωρώντας τον σοβιετικό κομμουνισμό «ρεβιζιονιστικό».
     Νέος σταθμός είναι όταν οι δυο γονείς αποφασίζουν να φύγουν από την Κίνα για να ενταχτούν στον αγώνα της Κολομβίας, αφήνοντας τους δυο έφηβους μόνους πίσω –μαζί μ’ ένα τεράστιο γράμμα του Φάουστο γεμάτο συμβουλές, που γίνεται ευαγγέλιο για τον Σέρχιο-, προκειμένου να τελειώσουν τις σπουδές και να μυηθούν στο «γνήσιο» επαναστατικό πρότυπο. Η αλλαγή αυτή συμπίπτει με την «Μεγάλη Πολιτιστική Σοσιαλιστική Επανάσταση»[3] (1966), που οχυρώνεται απέναντι στους «ταξικούς εχθρούς, τους ρεβιζιονιστές, τους αντεπαναστάτες, τη δικτατορία της μπουρζουαζίας»(!). Η διαμονή τους στην Κίνα συνεχίζεται με υποτροφία για σπουδές μεν αλλά με αλλαγή κατοικίας, στο «Ξενοδοχείο της Ειρήνης» γιατί το Ξενοδοχείο της φιλίας, ως χώρος υποδοχής ξένων, είχε «πολλές αρνητικές επιρροές»! Ο Σέρχιο σταδιακά έγινε ένας από τους ερυθροφρουρούς (στο Πεκίνο οι ερυθροφρουροί ήταν ένα φίδι με πολλά κεφάλια/κατέφευγαν εύκολα στη βία όταν ήταν να τιμωρήσουν κάποιον αντιφρονούντα), με κόκκινο περιβραχιόνιο με κωδικό, και κατά κάποιο τρόπο ένιωσε ισχυρός…
     Ωστόσο, λίγο αργότερα τους διώχνουν απ’ το σχολείο γιατί δεν δέχονται «ξένους» (είσαι ένας δυτικός που μιλάει κινέζικα. Είσαι η προσωποποίηση της διαρροής πληροφοριών). Η επόμενη περίοδος είναι περίοδος αυτομόρφωσης (τι είχε γίνει ο προλεταριακός διεθνισμός;): ο Σέρχιο διαβάζει, μεταφράζει εφημερίδες, μαθαίνει γαλλικά, ζητά να δουλέψει σε κάποια κομμούνα (τελικά τον πήραν να μαζεύει λάχανα μέσα στο κρύο, και αργότερα στο Εργοστάσιο Εργαλείων Νο2). Βλέπει ταινίες με τη Γιουγκοσλάβα Σμίλκα αλλά διακόπτει τις σχέσεις του μαζί της γιατί ο πατέρας της είναι ανταποκριτής του γιουγκοσλαβικού ειδησεογραφικού πρακτορείου ΚΑΙ διπλωμάτης (!!!)>ύποπτος. Επηρεασμένος από τα διαβάσματά του υιοθετεί την πεποίθηση ότι για να γίνει «γνήσιος επαναστάτης» πρέπει να γνωρίσει την… πείνα (τραγέλαφος: στο Ξενοδοχείο της Ειρήνης θεωρούν ότι… κάνει απεργία!).
     Παράλληλη πορεία έχει και η αδερφή, η Μαριανέγια, και τα δύο αδέρφια -με τον δικό του τρόπο ο καθένας- αντιστέκονται στα διλήμματα της «μπουρζουάδικης» δυτικής ζωής (π.χ. να πάνε στη Διεθνή Λέσχη όπου πάνε ευκατάστατοι Κινέζοι και διπλωμάτες; να ακούσουν Beatles; κ.α.)
Οι εχθροί μάς χαρακτηρίζουν περισσότερο από τους φίλους
     Η αμφισβήτηση στον μαοϊκό «φονταμενταλισμό» ξεκινά όταν γίνεται παρατήρηση από την κηδεμόνα Λι σχετικά με τη σχέση του Σέρχιο με τη Σμίλκα (στη Μαριανέγια: το καθήκον σου ήταν να καταγγείλεις τον αδερφό σου, και δεν το έκανες. Και το κόμμα δεν ξέρει αν μπορεί να σε εμπιστεύεται). Η πρωτοφανής καχυποψία προς τους ξένους που έφερε η Πολιτιστική Επανάσταση ωθεί τον οικογενειακό φίλο Ντέιβιντ να στρατευτεί στο «Τάγμα τη Κόκκινης Σημαίας», όπου συντάσσεται με τις ακρότητες των Μαοϊκών (του Ντέιβιντ του φάνηκε απίστευτο που χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ξένος» για να τον χαρακτηρίσουν: αυτός, ξένος; Ζούσε στην Κίνα είκοσι χρόνια, τα παιδιά είχαν γεννηθεί Κινέζοι κλπ). Απίστευτες ιστορίες υπερβολών και φανατισμού… Για γέλια και για κλάματα είναι η συζήτηση για τα φανάρια των δρόμων, αν πρέπει να είναι … κόκκινα («το χρώμα της προόδου») όταν σημαίνουν στοπ!!! Συχνό φαινόμενο και η απομόνωση/ταπείνωση όποιου έχει «αστικές» συνήθειες, π.χ. καθηγητών κλπ!
     Η παιδεία των δύο αδερφών, που δεν παρέχεται πια από το κράτος, επαφίεται στο αυτοσχέδιο σχολείο Μπεθιούν-Γιεν Αν. Όμως η ζωή γίνεται ανυπόφορη (ερημιά στο ξενοδοχείο, απομόνωση) και ο 16χρονος Σέρχιο (το νέο του όνομα: Λι Τζι Σιανγκ) γράφει μια εκπληκτική επιστολή διαμαρτυρίας στον Σύνδεσμο Κινεζικής και Λατινοαμερικανικής Φιλίας, εκθέτοντας τους λόγους παραμονής τους στην Κίνα και ζητώντας να ενταχτούν τα δυο αδέρφια στις «επαναστατικές μάζες» (επαναστατούμε ενάντια στην εφαρμογή της αντιδραστικής αστικής γραμμής στη στάση απέναντί μας!)! Η αντίδρασή τους αυτή φέρνει ως αποτέλεσμα να τοποθετηθούν στο «Εργοστάσιο Ξυπνητηριών του Πεκίνου», χώρο εργασίας καθαρά προλεταριακό, όπου οι εμπειρίες είναι πρωτόγνωρες… Ωστόσο και εδώ η προσωπολατρία/θεοποίηση του Μάο σοκάρει τους δυο μας ήρωες («υπήρχε κάτι διεστραμμένο σ’ εκείνες τις υπερβολές») και γρήγορα αντιλαμβάνονται τα προβλήματα της κινεζικής κοινωνίας (απεργίες, σαμποτάζ, έλλειψη αγαθών, έλλειψη δυνατότητας διαμαρτυρίας: ναι σύντροφε, η χώρα υπέφερε: υπέφερε από λιμούς, από τη σφαγή στο Ντάο Σιεν, όπου οι ερυθροφρουροί είχαν δολοφονήσει χιλιάδες συμπατριώτες).
     Το επόμενο κεφάλαιο στην ταραχώδη ενηλικίωση των δύο νεαρών Καμπρέρα έχει απώτερο στόχο την επιστροφή στην Κολομβία. Το σχέδιο των γονέων για τα παιδιά τους είναι να «περάσουν τη στρατιωτική εκπαίδευση του Λαϊκού Στρατού Απελευθέρωσης» (στην Κίνα), για να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους στον ένοπλο αντιδικτατορικό αγώνα της Κολομβίας. Στις προσπάθειες ν’ αποκτήσει διαβατήριο, ο Σέρχιο ταξιδεύει στο Παρίσι όπου μένει για αρκετό καιρό. Νιώθει τρομερά οικεία, επισκέπτεται μουσεία, εκθέσεις, βιβλιοθήκες και ανανεώνει τη λατρεία του στον κινηματογράφο που του ανοίγει έναν καινούργιο κόσμο (νιώθει κάτι σαν πνευματική διέγερση, έναν ηλεκτρισμό που του κρατούσε τα μάτια ανοιχτά, και δεν ήθελε να χάσει πρόωρα εκείνη τη συγκίνηση).
     Πίσω στην Κίνα, με τα διαβατήρια πια, αφού παρακολουθούν τη στρατιωτική εκπαίδευση των εφήβων (από πολλές χώρες) στη Ναν Τζινγκ , τις σωματικές ασκήσεις, τους χάρτες, την άσκηση σε ενέδρες, ασκήσεις θάρρους κλπ., παίρνουν «απολυτήριο» κι ετοιμάζονται για το ταξίδι στην Κολομβία! Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Μαριανέγια, που έγινε φανατική μαοϊκή (πρέπει να μάθω από τον μεγάλο λαό της Κίνας, για να μείνω πιστή στη σκέψη του Μάο Τσα τουνγκ, για να μεταφέρω τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ στην Κολομβία, γράφει στα -φυσικά-κινέζικα στο ημερολόγιό της), αποχαιρετά πολύ συγκινητικά τον επιστήθιο φίλο της Καρλ και την οικογένειά του («Με καλεί ο λαός μου»)!
Πίσω στην Κολομβία, ή το "πεπρωμένο να πάει αντάρτης"…
     Η προσαρμογή πίσω στην ισπανόφωνη χώρα δεν είναι εύκολη… Οι αξίες της οικογένειας είναι διαφορετικές, άλλωστε κανένας δεν ήξερε ότι όλο αυτό το διάστημα η οικογένεια ήταν στην Κίνα! Ο Φάουστο απορρίπτει σοβαρές προτάσεις θεατρικής συνεργασίας, ασχολείται με το λαϊκό θέατρο (όλα τ’ άλλα ήταν αντιδραστικά και ελιτίστικα), και ξεκινά «το πρώτο ανοιχτά μαρξιστικό καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα της Κολομβίας». Πρώτο έργο το «Ο εισβολέας» με θέμα την ιστορία της Κολομβίας από μαρξιστική άποψη- χωρίς επιτυχία (οι μισοί συνεργάτες απορρίπτονταν ως αντιμαρξιστές/αντιδραστικοί (ήταν αλήθεια ότι ο ιδεαλισμός του τον οδηγούσε στο να καταδικάζει άξιους ανθρώπους όταν δεν έβλεπε σ’ αυτούς τη δέσμευση που περίμενε). Αντίστοιχα επαναστατικό πόστο είχε και η μητέρα, η Λους Ελένα (καθήκοντα ανταποκρίτριας για τους ηγέτες άλλων επαναστατικών κινημάτων). Ο Σέρχιο, με το που φτάνει στο Πεκίνο γίνεται συνεργάτης του Φάουστο στη Σχολή Σκηνικών τεχνών ως βοηθός σκηνοθέτης και βρέθηκε να συμμετέχει σ΄ένα συλλογικό έργο («Η ιστορία που δεν μας είπαν»). Το κρυφό του σαράκι όμως είναι ο κινηματογράφος, στον οποίο αφιερώνει όλο τον ελεύθερο χρόνο του, μυστικά και κρυφά από τους συντρόφους του στον αγώνα. Γιατί, παράλληλα με όλα αυτά, συμμετέχει και στον ένοπλο αγώνα μεταφέροντας πυρομαχικά, έγγραφα ή φάρμακα.
     Όλες αυτές οι δραστηριότητες κόβονται μαχαίρι όταν έρχεται η κρυφή ειδοποίηση στα δυο αδέρφια να ενταχτούν στον ένοπλο αγώνα («Φεύγεις αύριο γιατί πιστεύουμε πως είσαι έτοιμος»). Ήταν το «πεπρωμένο» του να γίνει αντάρτης∙ είναι συγκινητική αυτή η στιγμή όπως την καταγράφει και η Μαριανέγια στο ημερολόγιό της (αναγκάστηκα να υποτάξω τη ματαιοδοξία στην αντικειμενική λογική/σχολιάζαμε πόσο τρομερό ήταν αλλά και πόσο αξιοθαύμαστο∙ και τώρα είναι η δική μου η ώρα. Και αποφασισμένη τραβάω μπροστά!).
     Η παραμονή των δύο αδερφών Καμπρέρα (Ραούλ και Σολ, τα νέα ονόματα) στο στρατόπεδο της πεδιάδας του Τίγρε, είναι και το πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο: πρόκειται για νέα παιδιά με ζήλο, αγάπη και όνειρα για το μέλλον, που έχουν την πρόθεση να θυσιάσουν τα πάντα για το συλλογικό μέλλον. Ωστόσο οι δυσκολίες δεν είναι μόνο η σωματική κούραση, οι τραυματισμοί, οι εξαντλητικές σκοπιές, τα κουβαλήματα κλπ, αλλά και η διαφορετική τους παιδεία. Η μαοϊκή αντίληψη με την οποία είναι εμποτισμένοι είναι πολύ διαφορετική στα επί μέρους σημεία, πχ. σύμφωνα μ’ αυτήν προηγείται η δημιουργία μιας γερής βάσης στήριξης (εκεί που βρίσκονται οι άνθρωποι, απομακρυνόμενοι από τα νευραλγικά κέντρα του εχθρού) σε αντίθεση με την τακτική που ακολουθούν οι αρχηγοί των ομάδων στην Κολομβία. Αυτές οι διαφορές που τα δυο αδέρφια επισημαίνουν, κινούν τη δυσπιστία, την αντιζηλία ή και την περιφρόνηση των ηγετών («α! ο σύντροφος έχει και απόψεις!»). Βέβαια, το ότι έχουν αποφοιτήσει από την Κίνα, έχουν εκπαιδευτεί στο στρατό της, έχουν ταξιδέψει στην Ευρώπη, μιλούν τόσες γλώσσες κλπ τους έκαναν ξεχωριστούς (ένιωθε ότι ήταν ένα φρικιό, ένα θέαμα του τσίρκου).
     Ο κομαντάντε Φερνάντο, ένας από τους ιδρυτές του EPL, αδιάλλακτος και φανατικός μαοϊκός, γίνεται ο μόνιμος εφιάλτης και του Σέρχιο αλλά και της Μαριανέγια. Η δυσπιστία, τα καψόνια, οι κατηγορίες, οι πειθαρχικές ποινές στους κινεζοτραφείς Καμπρέρα δεν έχουν προηγούμενο –ο Φερνάντο μάλιστα προσπαθεί να διπλαρώσει την Μαριανέγια κι ο φόβος την αναγκάζει να λιποτακτήσει (επιστρέφει μετά από κάτι μήνες για να μην την καταδιώκουν οι αντάρτες με την κατηγορία της προδοσίας). Στις δυσκολίες προστίθενται και οι τραυματισμοί, οι πυρετοί, η μαλάρια, οι… νυχτερίδες, η λεϊσμανίαση. Δεν είναι και λίγες οι φορές που κινδύνεψε η ζωή τους αλλά και που είδαν απάνθρωπες τιμωρίες σε ύποπτους για ρεβιζιονισμό, μέχρι και τουφεκισμό. Ο Σέρχιο φτάνει στο σημείο να γράψει στο ημερολόγιό του «σκέφτομαι πως ίσως θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν ήμουν νεκρός». Έχει πια πάρει απόφαση ότι θέλει να φύγει από το EPL (η αντάρτικη περιοχή στην οποία ζούσε αυτός απείχε πολύ, πάρα πολύ, απ’ το να μετατραπεί σ’ εκείνο τον ανίκητο σπόρο της λαϊκής εξουσίας). Η αποστολή να ηγηθεί πέντε ανδρών και να στήσουν μπλόκο έξω από την Τουκουρά, υπομένοντας τα χίλια δεινά («νύχτες κόλασης» όπου η αμφισβήτηση τον βασανίζει: Όχι∙ η επανάσταση δεν μπορούσε να είναι αυτό) είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Ωστόσο η φρικτότερη διάψευση έρχεται στις επόμενες αποστολές, όταν αναλαμβάνουν με τρομερούς κινδύνους να μεταφέρουν έγγραφα που ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν καμιά χρήσιμη πληροφορία (Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου!) και κυρίως, ΚΥΡΙΩΣ, όταν ζήτησαν σε πέντε αγρότες να παραδοθούν και θα τους χάρισαν τη ζωή, και όταν εκείνοι παραδόθηκαν «τους έκαναν κόσκινο» (τίποτα δεν ήταν μέρος όσων είχε μάθει στην Κίνα). Από την τελευταία αυτή αποστολή βγαίνει και φρικτά τραυματισμένος.
     Την ίδια εποχή η Σολ υψώνει το ανάστημά της, «βγάζει γλώσσα» στους κομαντάντε, και μετά από δυο μέρες -δυο ατελείωτες μέρες που ήταν σαν αποκηρυγμένη, εξοστρακισμένη, νεκροζώντανη- την πιέζουν να «κάνει την αυτοκριτική» της, και η απάντησή της «Ούτε αυτοκριτική, ούτε τίποτα. Σε μια χούφτα ηλίθιους…» προκαλεί τον πισώπλατο πυροβολισμό της…
     Αυτή είναι η κατάσταση μέχρι που μπαίνουν στο κάδρο και οι δυο γονείς -επαναστάτες, πάντα, και με ψευδώνυμα- και αρχίζει μια αργή και προσεκτική απόσυρση από την πρώτη γραμμή του αγώνα. Το ξανασμίξιμο των 4, που γίνεται κι αυτό με επεισοδιακό τρόπο, δεν σημαίνει και τη λήξη του αγώνα, αν και πολύ θα το ήθελαν (Φεύγουμε! Φεύγουμε τώρα! Εδώ είναι όλοι τρελοί. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε ν’ ανήκουμε σ΄αυτό). Η απογοήτευση του Σέρχιο, η επιθυμία του να λιποτακτήσει ενώνεται με την αντίστοιχη απόγνωση των άλλων τριών της οικογένειας –ωστόσο επιστρέφει για λίγο για να μη θεωρηθεί προδότης (οι κομαντάντε μπορεί να μην ήξεραν τα πάντα αλλά ήξεραν περισσότερα απ’ όσα έδειχναν). Το τελευταίο επεισόδιο περιλαμβάνει σκηνή ποδοπατήματος από… τρομαγμένη αγέλη ζώων και φόβο θανάτου από οργισμένα σκυλιά.
     Η «έξοδος» από το μέτωπο του αγώνα γίνεται απρόσμενα και ανώδυνα: κάποια στιγμή η ηγεσία του ανακοινώνει ότι έχουν πάρει την απόφαση να ξαναγυρίσει στην Κίνα για να συνεχίσει την ιδεολογική και τη στρατιωτική του προετοιμασία υπό τις καλύτερες δυνατόν συνθήκες. Ουσιαστικά όμως, ο Σέρχιο αναρωτιέται αν θα συνηθίσει να μη ζει στην παρανομία… Είναι 22 χρονών και νιώθει ένα κενό: διέφευγε απ’ όλα εκείνα, με μοναδική του αγωνία μην τον συλλάβουν. Τι ήταν αυτό αν όχι μια παταγώδης αποτυχία;
Η περιπέτεια στην Κολομβία είχε τελειώσει…
Στο σήμερα, 2016
     Δεν θα αναφερθώ περιληπτικά στις ενότητες όπου ο συγγραφέας μας ξαναγυρίζει στο «σήμερα», στο αφηγηματικό παρόν, στη Βαρκελώνη και στο κινηματογραφικό αφιέρωμα του συνολικού του έργου, αν και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δύσκολη σχέση πατέρα-γιου (Σέρχιο με Φάουστο) καθώς και του Σέρχιο με τον γιο του, Ραούλ. Υπό τύπον σκόρπιων αναμνήσεων γίνονται πολλές αναφορές στο παρελθόν. Το φάσμα του πατέρα, του Φάουστο, (που πέθανε λίγες μέρες πριν χωρίς ο γιος του να πάει στην κηδεία), φαίνεται να βασανίζει εδώ και αρκετά χρόνια τον νεαρό Σέρχιο (κάτι φαίνεται να είχε ραγίσει στη σχέση του με τον Φάουστο), μέχρι να τολμήσει να υπερασπιστεί τη βαθιά του επιθυμία να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Τα όνειρα, τα ρίσκα οι διαψεύσεις θέλοντας και μη χρεώνονται στον πατέρα, που με τον ενθουσιασμό του επέβαλε αυτόν τον τρόπο ζωής στα δυο του παιδιά, με μεγάλο και οδυνηρό τίμημα και τη δική του διάψευση, βεβαίως. Η κριτική του Φάουστο στις ταινίες του γιου του, επίσης, ήταν ένα αγκάθι στις σχέσεις, ιδιαίτερα στην ταινία «Όλοι φεύγουν» (αυτή η ταινία σου προδίδει όλα αυτά στα οποία πιστέψαμε. Είναι ένα χαστούκι, Σέρχιο. Σε όλα όσα εσύ κι εγώ κάναμε στη ζωή μας) όπου περιγράφεται η αμφισβήτηση του σοσιαλιστικού ονείρου.
      Ο βίος του Σέρχιο Καμπρέρα μας μεταφέρει σε μια θυελλώδη εποχή, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου και των ιδεολογικών αναζητήσεων, στο καζάνι του λατινοαμερικάνικου αντάρτικου, κυρίως όμως στον αγώνα με τον εαυτό που ψάχνει να απαλλαγεί από τα πρότυπα και τα σχέδια του Πατέρα και αναζητά τα δική του αλήθεια. Έτσι δεν είναι τυχαίο που στις τελευταίες σελίδες διαβάζουμε:
     Έχω πάρει πολλά ρίσκα, τώρα το συνειδητοποιώ, έχω ζήσει μια ζωή ρισκάροντας, όμως δεν ρίσκαρα για μένα, αλλά για όσα περίμεναν να γίνω, για ό, τι περίμενες εσύ από μένα. (…) Αυτό, αυτό εδώ τώρα είναι δικό μου. Αυτό εδώ τώρα το αποφασίζω εγώ, αυτά είναι τα σχέδιά μου, τα δικά μου σχέδια, κανενός άλλου. Αυτό είναι που θέλω να κάνω εγώ με τη σκατοζωή μου.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.imdb.com/name/nm0127882/bio?ref_=nm_ov_bio_sm : Son of Spanish exiliated actors, lives in Colombia till 10 years before moving with his parents to China, where he attends secondary school. He fights for four years in the EPL (EjErcito Popular de LiberaciOn). Studies Filmmaking in "London Politechnic School". He has worked as director (six long films and more than 30 shorts), as writer, and as director and producer of more than 500 commercials. He has directed five mini-series which have given him 15 national "SimOn BolIvar" prizes.
[2] Η περίοδος αυτή είναι γνωστή με την ονομασία Λα Βιολένσια (Η Βία). Οι αιτίες εντοπίζονται στις έντονες διαφορές των δύο βασικών πολιτικών κομμάτων, οι οποίες εκδηλώθηκαν μετά τη δολοφονία του φιλελεύθερου υποψήφιου πρόεδρου Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν το 1948. Η δολοφονία προκάλεσε διαδηλώσεις στην Μπογκοτά και έμεινε γνωστή με την έκφραση Ελ Μπογκοτάσο. Η βία εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 180.000. Από το 1953 ως το 1964, οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα μειώθηκαν, αρχικά με την παύση του Γκουστάβο Ρόχας με πραξικόπημα από την προεδρία και τις διαπραγματεύσεις του με τους αντάρτες, και στη συνέχεια με τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Γκαμπριέλ Παρίς Γκορδίγιο.
Μετά την πτώση του Ρόχας, τα δύο πολιτικά κόμματα, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, συμφώνησαν στη δημιουργία ενός εθνικού μετώπου με στόχο την κοινή διακυβέρνηση της χώρας. Η προεδρία θα εναλλάσσονταν μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων κάθε τέσσερα χρόνια, για τέσσερις θητείες, ενώ ο αριθμός των θεσμικών θέσεων θα κατανέμονταν ισοδύναμα. Η ίδρυση του εθνικού μετώπου έβαλε τέλος στην εποχή της Λα Βιολένσια και οι κυβερνήσεις του προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν ριζικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς σε συνεργασία με την παράταξη της Προοδευτικής Συμμαχίας. Τελικά, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαδοχικών διοικήσεων συντηρητικών και φιλελευθέρων αλλοίωσαν τα πραγματικά αποτελέσματα για τη χώρα, με συνέπεια τη διαιώνιση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, παρά την πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Σε αντίδραση, δημιουργήθηκαν επίσημες ομάδες ανταρτών, όπως η FARC, η ELC και η M-19, με ένοπλη αντίσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες ομάδες είχαν μαρξιστικό χαρακτήρα. (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%B1)
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7