Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2021

Χαρράγκα: Αυτοί που καίνε τα χαρτιά τους, Mahi Binevine

     «Όλα σας τα έγγραφα. Διαβατήρια, ταυτότητες, χαρτιά γεννήσεως, διευθύνσεις. Κάθε τεκμήριο που θα μπορούσε να σας κάνει να αναγνωριστείτε. Θα πρέπει να είστε σχεδόν γυμνοί στην άλλη πλευρά». […] Ο διακινητής έσκαψε μια τρύπα μέσα στην άμμο, έβαλε μέσα όλα τα έγγραφα, τα έθαψε και επάνω έχωσε ένα ξύλο. Θα τα έκαιγε σίγουρα την επόμενη μέρα στο γυρισμό του.
     Μια ιστορία από τις χιλιάδες που διαδραματίζονται στα περάσματα της Μεσογείου τα τελευταία χρόνια, μια ιστορία φυγής, σπαραχτική στην απλότητά της και στην τραγικότητά της, είχε ήδη περιγράψει ο αγαπημένος Μαροκινός συγγραφέας και ζωγράφος Μαχί Μπινβίν («Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν») από το 1999! Ή μάλλον πολλές ιστορίες εφόσον πρόκειται για μια ομάδα ετερόκλητων ανθρώπων (Μαροκινοί, ένας Βερβερίνος, ένας Αλγερίνος, δύο από το Μαλί, μια νεαρή μητέρα με το βρέφος της, και ο διακινητής) που περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να διασχίσουν παράνομα μέσα στη νύχτα το πέρασμα του Γιβραλτάρ, αναζητώντας στα τυφλά «μια καλύτερη ζωή». Άνθρωποι που η μοίρα τούς έριξε στην αναζήτηση καλύτερης τύχης και που τους ένωσε ο κοινός κίνδυνος, περνούν κάποιες ώρες μαζί και τους συνδέει η αγωνία της επιβίωσης (Φτάνει να μπορέσω να φύγω! Να φύγω και να ξεχάσω. Μακριά απ’ αυτόν τον αδυσώπητο ήλιο που σε ροκανίζει, από την αδράνεια και την απραξία, τη διαφθορά και τη βρομιά, και την κατεργαριά που εδώ ορίζουν το ριζικό μας).
      Έτσι λοιπόν, ο πραγματικός χρόνος είναι δυο τρία μερόνυχτα (ξεκινώντας από το καφενείο όπου συναντιούνται με τον διακινητή), ενώ ο Αζούζ, ο Μαροκινός αφηγητής, με οξυδέρκεια κι ευαισθησία ξεδιπλώνει τις προσωπικές ιστορίες των συντρόφων του στο καθοριστικό αυτό ταξίδι. Μέσα από μια αφήγηση απλή, καθημερινή σχεδόν προφορική, ακολουθώντας τα βιώματα και τις σκέψεις/συναισθήματα που τα συνοδεύουν, μάς «συστήνει» με τους συνοδοιπόρους του μεταφέροντας ουσιαστικά τις συγκλονιστικές πορείες αυτών των ανθρώπων, που κατέληξαν τελείως απογυμνωμένοι από κάθε αίσθηση ασφάλειας, πατρίδας, ταυτότητας (ίσως θα’ πρεπε να κάνουμε και μεις το ίδιο και να εξασκηθούμε για το μέλλον: να μάθουμε να είμαστε αόρατοι, να εξαφανιζόμαστε μέσα στην πολυκοσμία, να προχωράμε ξανά στους τοίχους, να αποφεύγουμε να παρατηρούμε τους ανθρώπους, να μην απευθύνουμε καμιά κουβέντα σε κανέναν, να θάψουμε την αξιοπρέπειά μας, να κλείσουμε την καρδιά μας στις προσβολές και στα καψόνια, να πετάξουμε το στιλέτο μας σ΄έναν υπόνομο, να είμαστε άυλοι, να είμαστε ένα τίποτα).
     Είναι οι «γυμνές» ζωές ενός πλήθους που στις μέρες μας όλο και πολλαπλασιάζεται, που ο Giorgio Agamben ονόμασε με τον ρωμαϊκό όρο “Homo sacer”[1]το 2005, ανυποψίαστος για την έκταση που θα έπαιρνε σε λίγα χρόνια το φαινόμενο των ανθρώπων χωρίς ταυτότητα, χωρίς στέγη, ασφάλεια, υγεία, των οποίων η σύγχρονη εξουσία καταστρατηγεί ανεξέλεγκτα το δικαίωμα όχι μόνο στην αξιοπρεπή ζωή, αλλά στη ζωή την ίδια. Σε σύγχρονη συνέντευξή[2] του ο συγγραφέας λέει: «Όταν έγραψα το βιβλίο το 1999, λίγοι άνθρωποι είχαν συνειδητοποιήσει την έκταση του δράματος. Μαζί με το νερό, πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτού του αιώνα. Έπρεπε να φτάσουμε να δούμε την τραγωδία των boat-people για να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα του φαινομένου. Η Μεσόγειος έγινε νεκροταφείο για τους νέους κολασμένους της γης. Εκείνη την εποχή μιλούσαμε για τρεις νεκρούς τη μέρα, σήμερα δεν τους μετράμε πια».
     Μέσα στην παράδοξη «συντροφιά» υπάρχει η Νουαρά -που ψάχνει τον άντρα της- με το παιδί της, του οποίου το κλάμα αποτελεί απειλή, γι αυτό την κρύβουν κάτω από μια βάρκα. Κάποια στιγμή η Νουαρά επιδεικνύει γιγάντιο θάρρος δαγκώνοντας τον σκύλο που τους ανακάλυψε. Ο σιωπηλός δάσκαλος, Αλγερινός Κασέμ Ντζουντί, του οποίου η οικογένεια υπήρξε θύμα της τρομερής σφαγής στη Μπλίντα[3] (ο Ριζοσπάστης αναφέρει ότι πρόκειται για τη χειρότερη σφαγή του εμφυλίου, Αύγουστο του 1997), που δείχνει ιδιαίτερη συμ-πάθεια στη Νουαρά και αργότερα, όταν εκείνη θα βγει απ’ την κρυψώνα της, τρυφερότητα σε κείνη και το παιδί της (ξαφνικά νιώσαμε δεμένοι μ’ αυτό το πράγμα που κουνιόταν και μας έδωσε τόσο τρόμο). Ο Γιουσέφ, «υποτιθέμενος Μαρρακσί αλλά μάλλον Βερβερίνος του Μέσου Άτλαντα», με την απίθανη ιστορία του ποντικοφάρμακου που ξεκλήρισε όλη του την οικογένεια. Ο πελώριος Παφαντζνάμ, καθαρόαιμος Σονινγκέζος, με τις κρίσεις πανικού στη θέα των φώτων (ότι πρόκειται για την ακτοφυλακή) και ο Γιαρσέ από το Μαλί («Γαλλικό Σουδάν») με το όνειρο να πουλά ψεύτικα Λακόστ στα παζάρια της Μάντ-λα-Ζολί. Αλλά και ο συνέταιρος του διακινητή, Μόραντ ή Μομό, ο «Απελαθείς της Ευρώπης» (τρεις φορές), που σαγηνεύει την ομάδα με τις απίθανες περιπέτειες και τις ερωτικές του ιστορίες, με το απίστευτο όνειρο που βλέπει κάθε σχεδόν βράδυ. 
     Τέλος, ο νεαρός Αζούζ, παραθέτει σπονδυλωτά τη δική του παράδοξη πορεία. Παιδί που αγαπούσε τα γράμματα και τη γνώση (το πάθος μου για μάθηση ήταν χωρίς όρια), αφού τελείωσε - απ’ τους λίγους στο χωριό- τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ξέφυγε από τη μοίρα του χωριού (πρόβατα, χωράφια, βιαιότητα πατέρα) με τη βοήθεια του παππού του (του εξήγησα την κατάστασή μου κι αυτήν του πατέρα μου, του χωρικού που δε συμφωνούσε να με στείλει στην πόλη να συνεχίσω τις σπουδές μου. Αρνιόμουν να περάσω τις εξετάσεις της χωροφυλακής: σιχαινόμουν τους χωροφύλακες. Με τρομοκρατούσαν. Όμως αυτό ήταν το όνειρό του πατέρα μου∙ και η απαίτησή του).
     Με τις συστάσεις του Ρουμάνου καθηγητή του Ρομαντσέφ έγινε δεκτός στο φιλανθρωπικό ίδρυμα «Φυτώριο της βελονιάς», ένα εκκλησιαστικό σχολείο… κεντήματος όπου η αδερφή Μπενεντίκτ αποδείχτηκε η καλή του μοίρα, μια γυναίκα που τον αγάπησε και τον στήριξε ακόμα και μετά θάνατον, εφόσον του άφησε ένα γερό κομπόδεμα για να σπουδάσει (αυτό το κομπόδεμα που τελικά έδωσε στον διακινητή, επιλέγοντας τη φυγή). Εκεί γνωρίζει και τον πατέρα Αλί που του θυμίζει τον παππού του, άλλη σημαδιακή προσωπικότητα του οποίου παρατίθεται η επεισοδιακή ζωή του (οι αναμνήσεις του μού έδιναν την εντύπωση ενός ξεστρατισμένου παρατηρητή μέσα στην προσωπική του ιστορία).
     Τέλος, μαζί με την προσωπική ιστορία του Αζούζ ξεδιπλώνεται και η συνταρακτική ιστορία του ξαδέρφου του, Ρεντά, ενός τρομερά φοβισμένου, κατατρεγμένου και εσωστρεφούς πλάσματος, που μετά από περιπέτειες άφησε πίσω την τραγική του οικογένεια και τον δίδυμο αδερφό του, και ξετρύπωσε στο ίδρυμα τον Αζούζ (λυπόσουν να τον βλέπεις γιατί ήταν τόσο καχεκτικός και βρώμικος). Όταν ο Αζούζ πια αποφασίζει να αποτολμήσει τη φυγή, αναλαμβάνει και την ευθύνη του ευάλωτου ξαδέρφου, που δημιουργεί διάφορα προβλήματα και δυσκολίες. Κι όταν λιποψυχά τελευταία στιγμή, ενώ η βάρκα έχει γεμίσει με τους ταξιδευτές και είναι έτοιμη να χαθεί στο σκοτάδι, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τη συναισθηματική ένταση του Αζούζ που επηρεάζει την ύστατη επιλογή:
     Ο Ρεντά ήταν εδώ, κοντά μου. Ζωντανός. Κι αυτό μου έφτανε να είμαι χαρούμενος.
     Δεν θέλω να προδώσω το απροσδόκητο τέλος, αλλά θα σχολιάσω μόνο ότι γίνεται αισθητό ότι η μεγάλη περιουσία που απομένει στη «γυμνή ζωή» είναι η ανθρωπιά.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή: «Στο αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του Homo sacer όπως και η σημασία του για τη δόμηση της κυριαρχίας και της βιοπολιτικής. Πρόκειται για μια φιγούρα στην οποία αποτυπώνεται για πρώτη φορά η παράδοξη σχέση εξουσίας/κυριαρχίας και απλής βιολογικής ζωής. Γιατί αυτός ο χαρακτήρας παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον; Μα γιατί πρόκειται για κάποιον που ενώ η κοινότητα τον έχει κρίνει για κάποιο έγκλημα, εντούτοις δεν τον καταδικάζει με τους συνηθισμένους τρόπους, αλλά του αποδίδει μια ιερότητα που απαγορεύει μεν τη θυσία του, επιτρέπει όμως σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της κοινότητας να τον σκοτώσει χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας. Πρόκειται επομένως για μια ζωή στο όριο, ή καλύτερα για μια παράδοξη ύπαρξη που ανοίγεται στην ανυπαρξία, για το ίδιο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου».https://www.protoporia.gr/agamben-giorgio-homo-sacer-kyriarxh-e3oysia-kai-gymnh-zwh-9789607909657.html

[3] https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3696620

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2021

Σπίτι παιδιού, Κυριάκος Συλφιτζόγλου

Ο κόσμος είναι ίσος με την συνείδηση που έχουμε γι’ αυτόν.

Ο κόσμος δεν είναι παρά αυτό που αντιλαμβάνεται η ψυχή ως κόσμο
(Χρήστος Μαλεβίτσης, «Ἐφημερία»)

     «Σπίτια του παιδιού»[1] ονομάζονταν τα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 για τη φροντίδα των παιδιών των ακριτικών περιοχών, αλλά και για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι, στην Πλατανιά του ν. Δράμας δούλευε η μητέρα του συγγραφέα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν εκείνος ήταν 8 χρονών, κι εκεί διέμενε όλη η οικογένεια τις πέντε εργάσιμες μέρες, ενώ το Σαββατοκύριακο πήγαιναν στο «κανονικό τους σπίτι», στην Προσοτσάνη.
      Όμως ο τίτλος του βιβλίου είναι δίσημος∙ χωρίς τα άρθρα, το «σπίτι παιδιού» παραπέμπει και στον παιδικό κόσμο – σ’ έναν κόσμο ολοκληρωμένο, ιδωμένο μέσα απ’ τα μάτια ενός ευαίσθητου και ώριμου αγοριού, ευαίσθητου γιατί με τις κεραίες ενός πολύ ευπαθούς δέκτη προσλαμβάνει μηνύματα εξαιρετικής ακρίβειας, και ώριμου γιατί αυτά τα μηνύματα τα επεξεργάζεται με την παιδική καθαρότητα και τα κάνει οργανικό σύνολο, τα κάνει συνείδηση. Γιατί, όπως λέει κι ο Ρ. Ταγκόρ, "το παιδί είναι σχεδόν πάντα οργανικό", όπου οργανικότητα είναι να ζει κάποιος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, σε ένα πρωταρχικό επίπεδο (Γιέρζι Γκροτόφσκι, Ο δρόμος για την ανώτερη ένωση)
     Σε λιτό, απλό και καθημερινό ύφος λοιπόν, ο συγγραφέας-αφηγητής επιστρέφοντας στην ηλικία του οκτάχρονου αγοριού ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του σε παρελθόντα χρόνο, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει διαστρεβλωτικά η ενήλικη ταυτότητά του –τα λέει όπως ακριβώς θυμάται να τα έζησε. Η αυτοβιογραφικότητα των επί μέρους μικρών επεισοδίων από τα οποία απαρτίζεται η νουβέλα, το γεγονός δηλαδή ότι πρόκειται για αναμνήσεις κι όχι για επινοημένα επεισόδια, δεν αφαιρεί, αντίθετα στην περίπτωση προσδίδει αξία. Δεν πρόκειται για ζωγραφική, αλλά «φωτογράφιση» ενός ολόκληρου κόσμου, και η φωτογραφία είναι οπωσδήποτε μια εξίσου μεγάλη τέχνη, με τα δικά της μυστικά. Παράλληλα, ενώ αυτή η καταγραφή αυθεντικών βιωμάτων διεγείρει και το ηθογραφικό ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν στέκεται μόνο εκεί. Γιατί ο ήρωας, ο συγγραφέας-παιδί καταθέτει μια ματιά πολύ ιδιαίτερη, μοναδική, προδίδοντας μια εξαιρετική (με την έννοια της εξαίρεσης) προσωπικότητα.
     Ο αναγνώστης σκύβει με ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον παρελθόντα κόσμο∙ με τους πολλούς συγγενείς στη Γερμανία που τους καθαρίζουν τα σπίτια όταν πρόκειται να έρθουν για Πάσχα, τον τρελό του χωριού που μιλάει με τις αφίσες και βρωμάει αλλά τον αγαπούν πολύ, τα τουρσιά που ετοιμάζουν, τις βραδινές εξορμήσεις για σαλιγκάρια, το μικρόφωνο του μανάβη που το έδινε στα παιδιά (ήταν όπως οι τραγουδιστές. Μου το έδινε καμιά φορά κι εγώ ό, τι έβλεπα στην καρότσα από ζαρζαβατικό το φώναζα), την μπάλα στις αλάνες, τις ατέλειωτες ώρες παραμονής πάνω...  στα δέντρα, τα ακατοίκητα κι ερειπωμένα σπίτια.
     Αλλά αυτή η ιδιαίτερη ματιά που «κομίζει» η μικρή νουβέλα, είναι ότι μέσα σ' αυτό το οργανικό σύνολο που αναφέρθηκε παραπάνω, βασικό στοιχείο είναι η εξοικείωση με τον θάνατο, τόσο πιο εύκολη στη μικρή κοινωνία του χωριού όσο και πιο τραγική. Ο μικρός ήρωας παρακολουθεί από κοντά την διαφορετική αποχώρηση από τη ζωή κάθε χωριανού (και όχι μόνο) που πεθαίνει, γιατί φυσικά η παιδική περιέργεια ιντριγκάρεται από το σκανδαλώδες πρόσωπο του Θανάτου. Άλλωστε όλα τα παιδιά συνοδεύουν τον νεκρό με τα εξαπτέρυγα. Εκστασιάζεται, απορεί, ταυτίζεται, συμπάσχει, παιχνιδίζει. Μετέχουμε σε πολλά κωμικά/τραγικά/κωμικοτραγικά επεισόδια -μικρές, αυτοτελείς ιστορίες- όπου ο θάνατος του Άλλου αφήνει διαφορετικό κάθε φορά αποτύπωμα στην παιδική ψυχή και το σκάνδαλο γίνεται Φύση, ή η άλλη πλευρά τη Ζωής.

     Όταν ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την εκκλησία, οι αγελάδες μουγκάνιζαν σαν να έκλαιγαν. Ήμουν σίγουρος ότι είχαν καταλάβει πως δεν θα ξαναδούν τη γιαγιά. Έφυγα απ’ τη σειρά μου και πήγα στο νεκροθάφτη και του’ πα ότι κανονικά θα έπρεπε να έρθουν κι οι αγελάδες στην κηδεία. Αυτός προσπαθούσε να πνίξει το γέλιο του και με το χέρι μ’ έδειξε να πάω στη θέση μου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Σπίτι του Παιδιού ονομάστηκαν ιδρύματα που δημιούργησε το 1950-1955 το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας κάτω από την προσωπική φροντίδα της Βασίλισσας Φρειδερίκης για τη φροντίδα των παιδιών σε 260 Ακριτικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Το 1955 αναφέρονταν ότι λειτουργούσαν 140 Σπίτια του Παιδιού και 20 παραρτήματα στα οποία φοιτούσαν 25.000 άτομα και πλέον ετησίως στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη, ενώ το 1965 λειτουργούσαν 260 Σπίτια του Παιδιού στα οποία παρακολουθούσαν τα προγράμματά τους 53.857 παιδιά[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2021

Το οχυρό, Quentin Lafay

Δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά η ιστορία που αφηγούμαστε οι ίδιοι στον εαυτό μας 

     Πρόκειται για μυθιστόρημα με περιεχόμενο πολιτικό, με τη στενή έννοια, εφόσον ο πρωταγωνιστής και αφηγητής διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας στη σημερινή εποχή, και μάλιστα μόνο για έξι μέρες, όπως αναφέρεται στις τρεις πρώτες πρώτες σειρές του βιβλίου! Δεν είναι βέβαια πραγματικό πρόσωπο, αλλά πλαστό∙ όπως φαίνεται όμως, η εμπειρία του Λαφαί ως συνεργάτη/λογογράφου και σύμβουλου του Μακρόν στην προεκλογική του εκστρατεία (πολύ γρήγορα παραιτήθηκε λόγω της δεξιάς στροφής του Προέδρου της Γαλλίας), έδωσε το έναυσμα στον συγγραφέα να γράψει το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα. 
     Έτσι, ο Τερίς Μπερανζέ, διάσημος καθηγητής πανεπιστημίου στις Οικονομικές Επιστήμες («ο καλύτερος οικονομολόγος της Γαλλίας/ειδικός στα δημόσια οικονομικά και στα ευρωπαϊκά ζητήματα» θα πουν ορισμένοι), δέχεται αιφνιδιαστική πρόταση για να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών∙ κολακευμένος την αποδέχεται, έχοντας κατά νου να υπερασπιστεί την ξεκάθαρη πολιτική του θέση ως προς το συζητούμενο «Frexit», όμως γρήγορα καταλαβαίνει ότι του έχουν στήσει παγίδα: ο Πρόεδρος (που δεν κατονομάζεται) ζητά νέους συνεργάτες με οικονομοτεχνικές γνώσεις, που θα εκτελέσουν την απόφαση που ο ίδιος θα πάρει – και φαίνεται ότι όλο το κλίμα στην κυβέρνηση είναι υπέρ της εξόδου της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή ένωση, πολιτική με την οποία ο Μπερανζέ δεν συμφωνεί. Έτσι βλέπουμε τον πρωταγωνιστή μας να μπαίνει στα βαθιά νερά έχοντας να αντιμετωπίσει όλες τις δοκιμασίες ενός ανθρώπου που δεν έχει συνηθίσει στην μικροπολιτική: τον βλοσυρό γενικό γραμματέα Ωγκυστέν Β., τον προκάτοχό του υπουργό Οικονομικών Κριστιάν Τ. (που φέρεται να «τους ανάγκασε να τον διώξουν» επειδή κατάλαβε ότι η έξοδος από την Ε.Ε. είναι μονόδρομος), τις πρώτες εντυπώσεις στις συνεντεύξεις και την αδυσώπητη έκθεση στα ΜΜΕ, τους νέους του συνεργάτες, την πίεση από τους συμβούλους, το απίστευτα ασφυκτικό πρόγραμμα, τις δημοσκοπήσεις, τα άπειρα μηνύματα, τα υπουργικά συμβούλια, τη Βουλή (ένιωσα σα να με είχαν πετάξει μέσα σε αρένα), τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ.α. 
      Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να μας μεταφέρει στην πολιτική ατμόσφαιρα της Γαλλίας λίγα χρόνια πριν (δεν έχω τις γνώσεις και τα μέσα να κρίνω την αντικειμενικότητα ή να συγκρίνω με τον πραγματικό παλμό), περίοδος όπου φαίνεται ότι υπήρχε έντονη λαϊκή αντίδραση απέναντι στην ευρωπαϊκή πολιτική και στο ευρωπαϊκό νόμισμα, καθώς μεσουρανούσε η γαλλική ακροδεξιά, η γερμανική κυριαρχία, και παράλληλα οι Άγγλοι ψήφιζαν για το Brexit. 
      Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ κεφάλαια, τα οποία αντιστοιχούν στις έξι ημέρες της υπουργικής θητείας, μαζί με την σύντομη εισαγωγή (όπου πληροφορείται ο αναγνώστης αναδρομικά την παραίτηση του ήρωα) και το επιλογικό σημείωμα, τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήδη από την τρίτη σελίδα ο αφηγητής μάς έχει διαβεβαιώσει ότι θα πει την «αλήθεια», που δεν έχει να κάνει μόνο με παραίτηση για πολιτικούς λόγους (γράφω για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου, για να μη μου προσάψει ποτέ κανείς ότι έμεινα μέσα στην ασάφεια, ότι άφησα τον κόσμο να νομίζει πως η παραίτησή μου ήταν προϊόν θάρρους και ελεύθερης βούλησης. Σήμερα, δεν δικαιούμαι πια την επιείκεια κανενός. Και θέλω να αναδυθεί από αυτήν την πράξη μεταμέλειας ένα μέρος της αλήθειας). Η αφήγηση είναι εξομολογητική και λεπτομερής, σαν να διαβάζει κανείς ένα αναλυτικό ημερολόγιο, τόσο που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γα τον αναγνώστη η στενή παρακολούθηση των ρυθμών και των καθηκόντων ενός προσώπου σε τόσο νευραλγική θέση. 
      Δεν υπάρχει επομένως στην αφήγηση το «στενά» πολιτικό στοιχείο, δεν διαβάζουμε μπροσούρα, αν και παρατίθενται τεχνηέντως επιχειρήματα υπέρ της Ε.Ε. όπως και αντεπιχειρήματα. Αυτό όμως που κυριαρχεί είναι το συναισθηματικό, ή μάλλον το βιωματικό στοιχείο, μέσα από την εμπειρία ενός ανθρώπου που τοποθετήθηκε σε πολιτική θέση-κλειδί. Βλέπουμε τους φόβους και τους δισταγμούς του (είναι δύσκολο να φαίνεσαι φυσικός την ώρα που προσπαθούν σώνει και καλά να σε απαθανατίσουν), τους διπλωματικούς ελιγμούς μέσα στην προσπάθεια να διατηρήσει τις ιδέες του, τους τρόπους της ρητορικής τέχνης (βιρτουόζος για τη γαλλική έννοια του όρου δεν είναι απλώς όποιος κατορθώνει να συνδυάσει εύστοχα την έκφραση και το λογοπαίγνιο∙ είναι πρωτίστως εκείνος που ξεδιπλώνει μια σαφή σκέψη, μια άρτια και πειστική σκέψη που κερδίζει τον κοινό νου/η μεγαλύτερη απογοήτευση για τους δημοσιογράφους θα ήταν να είμαι βαρετός). 
      Παράλληλα, κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη αξία στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Τερίς Μπερανζέ παραθέτει αυτούσια την ηλεκτρονική αλληλογραφία του με τη Σοφί, την κοπέλα με την οποία είχε στο παρελθόν έντονη ερωτική σχέση και στην οποία ανατρέχει ξανά κι επίμονα όταν μαθαίνει τα νέα του καθήκοντα, σαν να προσπαθεί να πιαστεί από κάποια σανίδα σωτηρίας. Γιατί η Σοφί τον ξέρει από την καλή και την ανάποδη, γιατί δεν μπορεί να της κρυφτεί, γιατί την αγαπά και τη χρειάζεται, γιατί είναι ο καθρέφτης του. Μέσα από τα μακροσκελή μηνύματα της Σοφί μαθαίνουμε τον τρόπο επικοινωνίας τους, τον τρόπο χωρισμού τους, τις μικρές χαρές και απολαύσεις αλλά και τα αξεπέραστα ελαττώματα του Τερίς που την απομάκρυναν οριστικά και αμετάκλητα. 
      Έτσι, μαθαίνουμε αναδρομικά τη σκοτεινή πλευρά του καθηγητή και τώρα υπουργού, στην προσωπική του ζωή∙ βλέπουμε ανάγλυφα τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία του χαρακτήρα του, τον εγωισμό και τη βία στην οποία κατέφυγε ανεξέλεγκτα όταν ένιωσε προσβεβλημένος. Παρόλ’ αυτά η Σοφί δέχεται να τον παρακολουθεί στη δύσκολη αυτή φάση της ζωής του, να τον συμβουλεύει από μακριά και να τον στηρίζει. 
      Το μεγάλο προκλητικό ερώτημα, που αποτελεί και το κομβικό σημείο, το θέτει ο -παραιτηθείς υπουργός- Κριστιάν Τ. στη Βουλή: «η κυβέρνηση φαίνεται να οργανώνει την έξοδο της Γαλλίας από την ευρωζώνη/απαιτούμε κάτι απλό: να σταματήσετε, σήμερα, τη μυστικοπάθεια κλπ κλπ». Ο αιφνιδιασμένος Μπερανζέ, που είναι υποχρεωμένος να απαντήσει μέσα σε δύο λεπτά, βρίσκεται αντιμέτωπος με την Αλήθεια (όλη μου τη ζωή, στηλίτευα την πολιτική τάξη για την ανικανότητά της να πει την αλήθεια). Η ντόμπρα απάντηση (η έξοδος από το ευρώ θα ήταν μια οικονομική ασυναρτησία, ένα κοινωνικό δράμα, ένα πολιτικό σφάλμα) και η (παρορμητική;) δέσμευσή του ότι όσο είναι ο ίδιος Υπουργός Οικονομικών δεν θα βγει η Γαλλία από την ευρωζώνη, ξεσηκώνει σαν παλίρροια μια θύελλα από αντιδράσεις άμεσες (θετικές και αρνητικές) από συνεργάτες, συμβούλους, ή από ανθρώπους που δε νοιάζονται για τη Γαλλία ή την Ευρώπη αλλά προσπαθούν απλώς να σταθούν στο πολιτικό προσκήνιο, ενώ σαφώς έχουμε θυελλώδη αντίδραση από τον ίδιο τον Πρόεδρο (μία προς μία οι λέξεις του είχαν χυμήξει πάνω μου). 
     Τα συναισθήματα του Μπερανζέ δεν είναι μονοσήμαντα. Δεν δείχνει τόσο αποφασισμένος όσο φάνηκε στη Βουλή όταν έριξε τη «βόμβα» της δέσμευσής του, ερήμην του Προέδρου (μετάνιωνα για την ελευθερία που είχα αδράξει και είχα τολμήσει να χρησιμοποιήσω). Έχει 24 ώρες για να βάλει τους συνεργάτες του να συντάξουν φάκελλο-έκθεση υπέρ της παραμονής της Γαλλίας στην Ε.Ε., γνωρίζοντας στο βάθος ότι καμιά τεκμηριωμένη άποψη δεν θα αλλάξει το κυβερνητικό τοπίο. Η πρόταση του δημοψηφίσματος εκτίθεται με τα υπέρ και τα κατά (οι ψηφοφόροι δεν θα ψηφίσουν υπέρ ή κατά της Ευρώπης αλλά υπέρ ή κατά της κυβέρνησης). Μετά την επίσημη «ετυμηγορία» του Προέδρου υπέρ του Frexit, ο Μπερανζέ «αδειάζει». Εκφράζει την ταλάντευσή του στην ακλόνητη Σαϊρά (μη δίνετε σε τούτη τη δέσμευση περισσότερη σημασία απ’ όση έχει), την στενή του συνεργάτιδα που τρέφει θαυμασμό και προσδοκίες και υπεραμύνεται της σταθερής του πίστης στην ευρωπαϊκή συνεργασία (η παραίτησή σας ήταν ο μόνος τρόπος που είχαμε για να αφήσουμε ένα θετικό αποτύπωμα).       Η παραίτηση του ήρωα τάραξε τα νερά της πολιτικής, αλλά πραγματοποιήθηκε για πολύ προσωπικούς λόγους. Όπως επισημαίνει ο Μπερανζέ στο επιλογικό σημείωμα που το γράφει τέσσερα χρόνια αργότερα (η Γαλλία όπως ξέρουμε άλλωστε δεν έφυγε από την Ε.Ε.),η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη για να μπορεί κάποιος να αποδώσει «στην Ιστορία την αλήθεια της». Τελειώνει τη μαρτυρία του λέγοντας «σε μια άλλη ζωή, θα επιθυμούσα να είχα γίνει κανονικός υπουργός και να είχα επιδείξει θάρρος μέχρι τέλους. Έτσι, θα είχα ίσως σώσει ό, τι μπορούσε να σωθεί: τη Σοφί, την τρυφερότητά της, τις πεποιθήσεις μου, την τιμή μου. Συνειδητοποιώ, ωστόσο, ότι η ευκαιρία δεν θα ξαναπαρουσιαστεί. Δεν θα υπάρξει δεύτερη ζωή».
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 09, 2021

Ο Τουρίστας, Olen Steinhauer

     Πρόκειται για ένα χορταστικό και συναρπαστικό κατασκοπικό μυθιστόρημα που ποτέ δεν θα είχα αγοράσει καθότι με δυσκολία διαβάζω ακόμη και τα αστυνομικά. Παρόλ’ αυτά, με άπειρες σημειώσεις (ονόματα, ήρωες κι ιδιότητές τους) και πισωγυρίσματα, όχι μόνο κατάφερα να το τελειώσω (δεν τελειώνω βιβλίο αν δεν μου αρέσει) αλλά μετά το ένα τρίτο είχε ήδη κατακτήσει το ενδιαφέρον μου.
     Η εμπλοκή της CIA, της Υπηρεσίας εσωτερικής Ασφάλειας ή Εξωτερικού της Γαλλίας, των Υπηρεσιών Πληροφοριών διαφόρων χωρών, διαφόρων μυστικών υπηρεσιών και μυστικών πρακτόρων, οικονομικών συμφερόντων στην Αφρική, ψυχρού πολέμου με Ρωσία κ.α. ίσως δίνει ένα χαρακτήρα «νουάρ», εφόσον είναι έντονο το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο και η μυθιστορηματική καταγραφή μιας απτής πραγματικότητας: στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών υπάρχει ένα δίκτυο αόρατο για τον απλό πολίτη, που ρυθμίζει τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Παράλληλα γίνεται αναφορά στην εξωτερική πολιτική της Αμερικής μετά την κατάρρευση των πύργων (εισβολή στο Αφγανιστάν, εμπάργκο, ανταγωνισμός με Κίνα για το σουδανικό πετρέλαιο κ.α). Οι «Τουρίστες», όπως γράφει και το οπισθόφυλλο, είναι «επίλεκτη μυστική υπηρεσία της CIA, που αναλαμβάνει άκρως απόρρητες και ανορθόδοξες αποστολές σε όλο τον κόσμο». Είναι ένα από τα πλέον μυστικά τμήματα που εξυπηρετούν τους «βρόμικους» στόχους της αμερικανικής πολιτικής∙ τα μέλη της αλλάζουν τόπους, ονόματα και βιογραφικά και δεν γνωρίζονται καλά καλά μεταξύ τους, ενώ φημολογείται ότι υπάρχει μια «Μαύρη Βίβλος», κάτι σαν το άγιο δισκοπότηρο, σε εικοσιένα αντίτυπα τοποθετημένα σε μυστικούς τόπους σε όλον τον κόσμο, ένας «μυστικός οδηγός επιβίωσης». Γιατί, όπως διαφαίνεται σε όλο το βιβλίο, έχουν έναν συγκεκριμένο τρόπο δράσης και προσέγγισης των άλλων (η ιδέα να εμπιστευτεί οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον άντρα που του ανέθετε αποστολές είχε αποδειχθεί εδώ και πολύ καιρό μη βιώσιμη/στον Τουρισμό δεν υπάρχει χρόνος να μετανιώνεις για πράγματα που δεν έκανες και στην ουσία η μεταμέλεια είναι συνώνυμο της πανώλης για τον Τουρίστα).
     Ο κεντρικός ήρωας Μάιλο Γουίβερ, ο «Τουρίστας μας», είναι πολύ συμπαθητικός και ίσως είναι αυτή και η αιτία που αυτός ο κυκεώνας ονομάτων και μυστικών ιδιοτήτων δεν με απέτρεψε από το να βυθιστώ στον εξίσου περίπλοκο λαβύρινθο κατασκοπείας, προδοσίας, αντικατασκοπίας κλπ. Τον Μάιλο, τον παρακολουθούμε να δρα σε δυο χρονικά επίπεδα: στις 10/11 Σεπτεμβρίου 2001 (ναι, συμπτωματικά τη μέρα της κατάρρευσης των δίδυμων πύργων), όπου διαδραματίζονται σημαντικά γεγονότα και όσο αφορά την τρέχουσα έρευνα του Μάιλο, αλλά και την προσωπική του ζωή -γιατί γνωρίζει με επεισοδιακό τρόπο την μέλλουσα γυναίκα του-, γεγονότα και τα δύο που τον ωθούν στο να παραιτηθεί από τον περιπλανώμενο ρόλο του Τουρίστα και αποσυρθεί στα κεντρικά γραφεία της CIA. Έξι χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 2007, τον ξαναβλέπουμε να επιστρατεύεται ξανά στον «τουρισμό» ωθούμενος από έκτακτες συγκυρίες.
     Με αφορμή την εξανίχνευση ενός θρυλικού, πληρωμένου δολοφόνου, του επονομαζόμενου Τίγρη (που ανακαλύπτουμε ότι κι αυτός υπήρξε Τουρίστας και είχε μακρόχρονη σχέση με τον Μάιλο), ο Μάιλο -παρά τη βαθύτερη θέλησή του- επιστρέφει σε ενεργό δράση. Από κει ξεκινά ένα κουβάρι μυστηρίου, καθώς η αποστολή του μετατίθεται συνέχεια. Η συνάντησή του με τον «Τίγρη», ο οποίος αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του (ήδη όμως προσβεβλημένος από AIDS από άγνωστους δολοφόνους) δημιουργεί ερωτηματικά (ποιος τον χρηματοδοτούσε; Ποιος ήθελε τον φρικτό θάνατο του;), ενώ ο Μάιλο θεωρείται υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος. Ύποπτος θεωρείται και για την «αυτοκτονία» της συνεργάτιδάς του και παλιάς του φίλης, Άντζελα Γέιτς (διευθύντριας της CIA στην πρεσβεία, Τουρίστρια κι αυτή), η οποία κατηγορείται για διπλή πράκτορας, ότι δηλαδή πουλάει μυστικά στους Κινέζους.
     Επομένως, κυνηγημένος τώρα και από τους «δικούς» του ανθρώπους ο Μάιλο επιδίδεται σ’ ένα κρυφτό, αναγκάζεται να είναι μακριά από την οικογένειά του (κάποια στιγμή μάλιστα φεύγει αιφνιδιαστικά μέσα στη νύχτα), ενώ φοβάται για την ασφάλεια των δικών του ανθρώπων.
     Η  μια έκπληξη διαδέχεται την άλλη καθώς ο Μάιλο ξεφεύγει οριακά από τα «στόματα των λύκων», εφόσον είναι στο στόχαστρο των υπηρεσιών ενώ ανακαλύπτει ότι ακόμα κι ο μέντοράς του παίζει σκοτεινό παιχνίδι.
     Το τοπίο είναι πολύ σκοτεινό, εφόσον όλοι είναι ύποπτοι, και, όπως γράφει και ο Γιώργος Σχορετσιανίτης (Παράνοια και μεταβαλλόμενες ταυτότητες σ΄έναν αβέβαιο κόσμο): «ο μυστήριος κόσμος της κατασκοπείας έχει γίνει ακόμα πιο γκρίζος απ’ ό, τι ήταν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου». Οι ρόλοι είναι ανταγωνιστικοί, η αλήθεια δυσεύρετη, ενώ η εμπιστοσύνη κλονίζεται ακόμα και απέναντι σ’ αυτούς που δίνουν εντολές. Ήδη ο Μάιλο, στη δεύτερη αυτή του θητεία στον Τουρισμό, είχε αρχίσει να μην υιοθετεί τις αξίες της Μαύρης Βίβλου. Η αλήθεια ξεκαθαρίζει κάποια στιγμή, αλλά η θέση του Μάιλο είναι δεινή. Φτάνει στο σημείο να φυλακιστεί από την CIA και να βασανιστεί φρικτά, ενώ η κάθαρση έρχεται τελείως απροσδόκητα, από ένα πρόσωπο που σχετίζεται με την πραγματική ταυτότητα του Μάιλο, όχι όμως χωρίς κόστος.
Χριστίνα Παπαγγελή