Σάββατο, Απριλίου 26, 2008

Με λένε κόκκινο, Ορχάν Παμούκ

Ένα σημείο, ένα σημείο
και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Μέσα απ’ τον κόσμο μιας ξεχασμένης σήμερα τέχνης, της μικρογραφίας, ξεδιπλώνεται μια ιστορία φόνων και μυστηρίου, αλλά κυρίως αναδεικνύεται ολόκληρη η φιλοσοφία της ανατολής και η σύγκρουσή της με την αντίστοιχη δυτική νοοτροπία.
Ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου: «Είμαι νεκρός». Αφηγείται, ως νεκρός, το πρώτο θύμα. Σε κάθε όμως κεφάλαιο αφηγητής είναι κάποιο άλλο πρόσωπο, και όχι … μόνο. Σε πρώτο ενικό μιλούν και οι ζωγραφιές, ακόμα και τα …χρώματα. Το κόκκινο χρώμα είναι και ο πρωταγωνιστής που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο. Αυτή η πρωτότυπη δομή ωστόσο δεν φαίνεται εξεζητημένη ούτε κουράζει, όπως θα περίμενε κανείς, εφόσον παρουσιάζονται πολλές …οπτικές γωνίες και έτσι σκιαγραφείται ανάγλυφα η πολυπλοκότητα της αντιπαράθεσης ανατολής- δύσης.
Βρισκόμαστε σ΄ένα εργαστήρι εκλεκτών μικρογράφων, στην Κ/λη του τέλους του 17ου αι., στην υπηρεσία του «Πατισάχ». Εντυπωσιασμένος από τον τρόπο που ζωγραφίζουν οι Φράγκοι ομότεχνοι, ο Πατισάχ παραγγέλνει κρυφά ένα βιβλίο φτιαγμένο με τη δυτική τεχνοτροπία, όμως έρχεται σε σύγκρουση με το παραδοσιακό ανατολικό μυστικισμό. Σκληροί φόνοι ταράζουν το μικρόκοσμο των καλλιτεχνών, των οποίων τα κίνητρα δείχνουν αρκετά νωρίς να είναι καλλιτεχνικής/πνευματικής φύσης και των οποίων ο δράστης φαίνεται να προέρχεται από την ίδια τους την ομάδα (που είναι κλειστή, με αυστηρούς κανόνες, σκληρή μαθητεία και ιεραρχία).
Ο Ορχάν Παμούκ, μέσα από την ελκυστική και πρωτότυπη αυτή πλοκή, βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί εκτεταμένα και γλαφυρά στην πλούσια μουσουλμανική παράδοση αλλά και σ’ έναν κόσμο πνευματικό, ιερό και απαράβατο που χάνεται και εκχωρεί σιγά σιγά τη θέση του σ’ έναν κόσμο πιο εξατομικευμένο αλλά και πιο αγοραίο. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την «πάλη» του παραδοσιακού με το πιο σύγχρονο σε μια χώρα παρεξηγημένη- αν μη τι άλλο – από εμάς τους Έλληνες, αλλά και σε μια εποχή πολύ μακρινή απ’ τη δική μας. Προσωπικά, δεν είχα φανταστεί πόσο νοηματοδοτημένη ήταν η «απρόσωπη» ζωγραφική των μικρογραφιών της ανατολικής τέχνης σε σύγκριση με τα επώνυμα μεγαλειώδη έργα των δυτικών ζωγράφων. Το βιβλίο αυτό μου άνοιξε τα μάτια και μ’ έκανε να παραλληλίσω το πνεύμα της τέχνης αυτής με το πνεύμα της βυζαντινής μονοφωνικής μουσικής σε σχέση με τη δυτική πολυφωνία. Κοινός τόπος είναι ότι η ανατολική τέχνη (ζωγραφική ή μουσική) εκφράζει το «ιερό», το καθολικό, το πνευματικό, το μυστικό. Αυτό που διαστρεβλωτικά οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι θα ονόμαζαν θρησκευτικό ή «φονταμενταλιστικό». Η δύση πήρε από νωρίς το δρόμο της πολλαπλότητας και της εξατομίκευσης. Γι’ αυτό και ο ανατολίτης καλλιτέχνης μένει ανώνυμος, κι όσο πιο πιστά στους καθολικούς/φυσικούς νόμους ζωγραφίζει, τόσο πιο σπουδαίος είναι. (Η αναλογία με τον ψάλτη της βυζαντινής μουσικής είναι προφανής: το βυζαντινό μέλος είναι πρωταρχικά «πνοή»/πνεύμα που ακολουθεί τα «φυσικά» διαστήματα, τους φυσικούς νόμους, είναι μουσική μονοφωνική γιατί δίνει βαρύτητα στα ποιοτικά σημάδια των μουσικών φθόγγων που έχουν μια αυτοτέλεια- κάθε εξατομικευμένη παρέκκλιση ακούγεται σαν «παραφωνία»)
Έτσι λοιπόν, οι ήρωές μας μικρογράφοι καταπλήσσονται όταν αντικρίζουν τις ζωγραφιές των «απίστων»:
(σελ. 49): Ποια ήταν η ιστορία άραγε που ήθελε να συμπληρώσει, να την κάνει ομορφότερη, όταν έδωσε την παραγγελία γι’ αυτόν τον πίνακα; Όσο τον κοίταζα, τόσο καταλάβαινα ότι η ιστορία πίσω από τον πίνακα ήταν ο ίδιος ο πίνακας. Η ζωγραφιά δεν ήταν προέκταση μιας ιστορίας, ήταν κάτι αυτόνομο. Με τον τρόπο που ο Ιταλός είχε ζωγραφίσει αυτόν τον πίνακα, οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει ότι το πορτρέτο παρίστανε έναν Βενετσιάνο αριστοκράτη και ποιος ήταν αυτός. Και ποτέ να μην τον είχες δει στη ζωή σου, αν σου λέγανε, βρες τον ανάμεσα στο πλήθος, θα τον έβρισκες. Θα τον ξετρύπωνες, χάρη στον πίνακα, ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους.
Αυτή τη μοναδικότητα, τη ρεαλιστική απεικόνιση του 16ου αι. οι μικρογράφοι ανατολίτες την απαρνούνται συνειδητά, ψάχνοντας τις θεμελιώδεις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, αυτό που μένει αιώνιο, «αυτό που βλέπει ο θεός». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έτσι ζωγραφίζουν τα παιδιά, προσπαθώντας να βάλουν τάξη στον κόσμο τους, ή οι ζωγράφοι του 20ου αι. στην ευρωπαϊκή τέχνη.
(σελ. 185): (…) του θύμισα ότι ο θάνατος στους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους των παλατιών στη Βενετία, εικονιζόταν σαν μοναδική προσωπικότητα, όπως ακριβώς αγωνίζονται να φαίνονται οι άπιστοι στα πορτρέτα τους. «Θέλουν τόσο πολύ να είναι μοναδικοί, είναι τόσο έντονη η επιθυμία τους γι’ αυτό», του είπα, « ώστε αν κοιτάξεις στα μάτια τον θάνατο, θα δεις ότι δεν είναι ο θάνατος που φοβίζει τον άνθρωπο, αλλά η αγριότητα που διακρίνεται στην επιθυμία του να είναι κάποιος ανεπανάληπτος και μοναδικός ".
(σελ. 272) Πίστεψέ με, σε κανέναν από τους Βενετσιάνους μαστόρους δεν υπάρχει η δική σου ποίηση, η ευαισθησία σου, η καθαρότητα και η φωτεινότητα των χρωμάτων σου. Οι πίνακές τους όμως είναι πιο πειστικοί, μοιάζουν με την ίδια τη ζωή. Οι Βενετσιάνοι δεν ζωγραφίζουν σα να βλέπουν τον κόσμο από το μπαλκόνι του μιναρέ αγνοώντας αυτό που λέμε προοπτική, ζωγραφίζουν σα να κοιτάνε από το επίπεδο του δρόμου ή από το δωμάτιο ενός πρίγκιπα. (…) Εγώ δε συμφωνώ σε όλα μαζί τους. Η προσπάθεια να μιμηθεί κανείς άμεσα τον κόσμο νομίζω ότι είναι, αναξιοπρέπεια. Υπάρχει όμως μια γοητεία στους πίνακες αυτών που ζωγραφίζουν με τις καινούριες τεχνοτροπίες! Ζωγραφίζουν όσα βλέπει το μάτι, με τον τρόπο που τα βλέπει το μάτι. Αυτοί ζωγραφίζουν αυτά που βλέπουν, εμείς αυτά που κοιτάζουμε. (…) Μια φορά να δεις τους πίνακες, θέλεις κι σύ να γίνεις έτσι, να πιστέψεις ότι είσαι πλάσμα ξεχωριστό και παράξενο, διαφορετικό, μοναδικό. Κι αυτή η ευκαιρία δίνεται στον άνθρωπο, όταν, ζωγραφίζοντας μ’ αυτές τις τεχνοτροπίες, δεν απεικονίζεται όπως τον βλέπει ο νους, αλλα όπως τον βλέπουν τα μάτια.
(σελ. 269): Κάθε φορά που επιστρέφω στις ζωγραφιές σου, βλέπω ότι έχει αλλάξει το νόημά τους, και, πώς να το πω, αρχίζω να τις διαβάζω από την αρχή, σα να είναι γραφή. Όταν τα διαφορετικά αυτά νοηματικά επίπεδα στήνονται το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζεται ένα βάθος που οδηγεί πιο μακριά από την προοπτική των Φράγκων.
Είναι πάμπολλες οι αναφορές σε συγκεκριμένες μικρογραφίες, πολύ παραστατικές oι περιγραφές, αλλά και πολλές και πολύ γλαφυρές οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που εικονογραφεί η τέχνη αυτή, ιστορίες που αναδεικνύουν και τη δύναμη της αφήγησης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πρόσωπα της πλοκής είναι ένας «παραμυθάς», ο οποίος κατείχε εξέχουσα κοινωνική θέση. Η ζωγραφική, επομένως, επενδύει, συμπληρώνει, επεξηγεί τους μύθους, αυτό το πολύτιμο συνεκτικό υλικό της συνείδησης. Οι ιστορίες ήταν πηγές γνώσης και κατανόησης του κόσμου. Ο Ορχάν Παμούκ ζωντανεύει τις ιστορίες αυτές (έρωτα, πάθους, φόνων, δίψας για εξουσία), και τις συνδέει άμεσα και αβίαστα με τις ζωγραφιές, ζωντανεύοντας έτσι μια ολόκληρη εποχή, έναν ολόκληρο πολιτισμό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

Γραμμένα φιλιά, Γιάννη Ευσταθιάδη

Ω γλυκύ μου έαρ
γλυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος
Θα μεγαλώνεις άραγε μες στις φωτογραφίες;
Θ’ ανανεώνεις τα ρούχα σου σύμφωνα με τις επιταγές;
Θ’ αλλάζεις τα χρώματα ανάλογα με τη μόδα;
Θ’ αποκτήσεις ρυτίδες;
Περιττά κιλά…;
Θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου;
Κι αν κάποτε πεθάνεις;

Ανοίγοντας το μικρό αυτό και ποιητικό βιβλίο, νιώθεις σα να μπαίνεις σ’ έναν χώρο ιερό, σα να κρυφοκοιτάς τα μυστικά ενός ανθρώπου που σου έκανε την τιμή να σου επιτρέψει να εισχωρήσεις στα άδυτα· εκεί όπου η φωνή γίνεται ψίθυρος· γιατί οι λέξεις άλλο σημαίνουν στο χαρτί κι άλλο στο μαύρο του θανάτου (σελ. 48 )

ΤΙ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΗ; ερώτημα πρωταρχικό που, μετά την απώλεια του προσώπου, του μοναδικού, του αναντικατάστατου, ταλανίζει και διαποτίζει όλες τις προσπάθειες αυτών που "μένουν". Προσπάθειες να περισώσεις την "ουσία"μέσα από γράμματα και φωτογραφίες, προσπάθειες που ξεθωριάζουν.
Επανάσταση της συνείδησης μπροστά στο σκάνδαλο του θανάτου. Φιλιά, αλλά γραμμένα φιλιά. Και τα λόγια περιττεύουν στην προσπάθεια να εκφράσει κανείς το «άρρητο», με όλες του τις αντιφάσεις, τις διακυμάνσεις, τις τραγικές διαπιστώσεις.

Τα φιλιά που ο Γιάννης Ευσταθιάδης στέλνει στον γιο του Νίκο (26/9/72 - 25/12/97), έχουν την συμπυκνωμένη ποιητική δύναμη και αυτοτέλεια των χάι κου:

Πώς να σε σώσω με τις λέξεις…
Υπάρχεις πανταχού απών, σε όλα τα φθινόπωρα που ξαναρχίζουν ίδια.

Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο σου μοιάζουν οι φωτογραφίες.
Με ξένη γλώσσα μου μιλούν τα περασμένα χείλη σου, με δάνειο ύφος με ορθοσκοπούν τα μάτια σου.


Έχω, βλέπεις, πάντα την προσδοκία πως κάποια φωτογραφία θα πάρει άλλη έκφραση, το χέρι σε μιαν άλλη θα μετακινηθεί σαν χαιρετισμός, αλλού η συνοφρύωση θα γίνει χαμόγελο, θα μετακινηθεί, τέλος πάντων, προς ‘ένα αβέβαιο μέλλον.

(…) Έγχρωμα και ασπρόμαυρα κομματάκια τυπωμένου χρόνου που πιστοποιούν το ανέφικτο – υπήρξες-, έπιπλα απαράλλαχτα που διατηρούν κάτι από το σχήμα του σώματός σου, τοίχοι που βάφονται από το χρώμα της φωνής σου.

Όπως στον έρωτα, αναζητά στην παντοδυναμία της στιγμής ψήγματα αιωνιότητας:

ΘΕΛΩ να θυμάμαι όλους τους ιριδισμούς των ματιών σου, εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου.
Να καταμετρήσω τις εκφράσεις στο πρόσωπο όταν με πλησίαζες κι έβρεχε.
Να απομνημονεύσω όλα τα δακτυλικά σου αποτυπώματα πάνω σε γυάλινα αντικείμενα.
Να επιβεβαιώσω, δύσπιστος, τις παλμικές κινήσεις της χαράς, στη φωνή του τηλεφωνήματος της 10ης Απριλίου.
Όμως η μνήμη δε συγκρατεί παρά το συντελεσμένο θάνατο.
(...)
ΟΜΩΣ γερνώ ανήμπορος και τίποτα δεν κατέχω, όλα ξεθωριάζουν γλυκά και μ’ εγκαταλείπουν, όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής που δεν αναλύει, ούτε συναρμόζει.
Ζητώ τα θρύμματα κι έχω το ακέραιο·
ποθώ τα χιλιάδες κομμάτια κι έχω το όλο·
ανιχνεύω το πολλαπλό κι έχω το ένα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Ο librofilo και η anagnostria παρουσιάζουν επίσης το βιβλίο αυτό, με τη λιτότητα και τη σεμνότητα που ταιριάζει.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2008

317 λέξεις για τον Διάλογο του D. Solomos

Πρωτοδιάβασα τον Διάλογο γύρω στο 1990. Ήταν τότε που η συζήτηση για τη γλώσσα προσδιορίζονταν από δύο ζητήματα. Αυτό που είχε ανακύψει από την «ευδοκίμηση» και την «αρωγή», λέξεις που έγιναν θέμα από το θέμα των πανελλαδικών του 1985 και από την εισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο το 1992. Έκτοτε επιτάθηκε η οξεία ευδοκοίμηση επί της περισπωμένης συνοδευμένη από ψιλούς και δασείς ήχους του μακαρίου ύπνου των σοφολογιοτάτων. Έκτοτε, επίσης, πολλές φορές ξεφύλλισα τις εννέα (9) σελίδες του.
Πρόσφατα βρέθηκα σε συζήτηση σχετική με τη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα σχετικά με τη γραφή της με λατινικούς χαρακτήρες, γκρίκλις, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται στις μέρες μας. Ξαναθυμήθηκα το «Διάλογο», γραμμένο στα τέλη του 1824. Οι σκέψεις που διατυπώνονται εκεί συνεχίζουν να έχουν παρήγορο νόημα όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την μεταμφιεσμένη επανεμφάνιση του γλωσσαμυντορισμού. Το γλωσσικό ζήτημα επανέρχεται με νέες μορφές. Περιπτωσιολογικά: η γλώσσα που μιλά ο πολύς κόσμος τίθεται σε αμφισβήτηση ως προς την αξία της, οι κατακρίσεις για λεξιπενία (λες και αποδεικνύει λεξιλογικό πλούτο να ονομάζει κανείς τη φτώχεια πενία) είναι πάγιες, η γλώσσα των νέων είναι..., τα γκρίκλις συνιστούν κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε κλπ.
Η κινδυνολογία για την αλλοίωση της γλώσσας ΜΑΣ ή για τον αφανισμό της και τα φοβικά συναισθήματα ιδεολογικοποιούνται σε μια συντηρητική και αντιφατική οπτική που δεν αντέχει σε λογικό και τεκμηριωμένο έλεγχο.
Επανέρχομαι στον «Διάλογο». Εκεί περιέχονται ουσιώδη επιχειρήματα υπεράσπισης της ομιλούμενης γλώσσας, προφανώς της ομιλούμενης κάθε εποχής και όχι αυτής των «εγγράμματων», ακόμη κι αν –επηρεαζόμενοι από την καθαρολογική αντίληψη- την ονομάζουν δημοτική. (Αλήθεια, πώς καθιερώθηκαν οι καθαρολογικοί όροι δημοτική γλώσσα, δημοτικό τραγούδι που χρησιμοποιούν ως πρώτο όρο τη λέξη δήμος αντί του λαού;) Στο τέλος του κειμένου ο ανορθόγραφος Σολωμός θίγει και το ζήτημα της γραφής καταδείχνοντας ότι η γλώσσα και η γραφή της όχι μόνο είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά και ότι η εμμονή στην ιστορική ορθογραφία μας περισπά, μας κάνει περισπώμενους!


και άλλες 341 λέξεις από το κείμενο
1. μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιωτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαβίζη· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
2. τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
3. -και επειδή παρατηρώ πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με το αλφαβητάρι στο χέρι, σ' ερωτώ ποίο αλφαβητάρι είναι ευγενικώτερο το δικό μας, ή το ιταλικό;
-Όσο για τούτο... τα γράμματα κάθε αλφαβηταρίου έχουν την ίδιαν ευγένεια.
-Ήγουν δεν έχουν καμμίαν αφ' εαυτού τους.
4. Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχη λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον, οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
5. Για τούτο η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα·
6. τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
7. υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
8. -Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυσι καμμία;
-Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα, για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε πως είναι φτωχή;
9. Εσύ ομιλείς για ελευθερία; Εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεση της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία;
10. -Καλά, καλά, αλλά 'λίγοι γνωρίζουν την παλαιάν ορθογραφία.
-Χαίρετε, λοιπών, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας, και ουδέ ποιητής, ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψη λέξη, χωρίς πρώτα να σας υποταχθή. Εσείς εμπνεύσετε, πριν γεννηθήτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα...

(πριν βιαστούμε να πούμε ότι όλα αυτά είναι γνωστά, ας διαβάσουμε προσεκτικότερα τα αποσπάσματα 3, 9 και 10, σχετικά με τη γραφή της γλώσσας).

Τρίτη, Μαρτίου 11, 2008

454 λέξεις για το Σταυροφορία χωρίς σταυρό του Άρθουρ Καίστλερ

Βιβλίο πυρετικό. Έχω την αίσθηση ότι τα δύο βιβλία του Καίστλερ (το συγκεκριμένο και το «μηδέν και το άπειρο») έχουν να κάνουν άμεσα και εμφανώς με την κατάσταση που βρισκόμαστε όταν τα διαβάζουμε. Αυτό, αν ισχύει και με άλλα βιβλία, εδώ συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Η ανάγνωση του βιβλίου έγινε σε τρεις φάσεις. Η πρώτη όπου καθώς ξεκινούσα την ανάγνωση ένιωθα την ανάγκη να το αφήσω, να το διαβάσω αργά, για να επιτρέψω τη σκέψη του συγγραφέα να λειτουργήσει μέσα μου. Ένιωθα ότι είχα να κάνω με απόσταγμα που θα πρέπει να απολαύσω και να προσεγγίσω χωρία βιασύνη, που είναι τόσο ουσιώδες και διαυγές ώστε δε μπορεί παρά να είναι λίγο.
Άφησα το βιβλίο και τις περιπέτειες του Πήτερ. Είναι η πορεία του προς τη θυσία (;) προς τον αγώνα (;) προς την διέξοδο (;) που καταγράφεται. Ο Καίστλερ φωτίζει τον ήρωά του με διαλόγους και αντιπαραθέσεις καθώς βρίσκεται σε μία ουδέτερη χώρα ενώ ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Ποιος είναι ο στόχος του ήρωα; Να πολεμήσει; Να διαφύγει μακριά από το σκηνικό του πολέμου;
Για μεγάλο διάστημα το βιβλίο βρισκόταν παρατημένο δίπλα μου ανάμεσα σε μια στοίβα άλλων βιβλίων. Δίσταζα να το ξαναρχίσω. Ο Πήτερ είχε μείνει μετέωρος και σε αναμονή για την αναχώρηση που είχε εξασφαλίσει προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού. ΤΑ πρόσωπα του μυθιστορήματος έγιναν αδρά και θάμπωσαν. Η Οντέτ, ο Ουίλσον σχεδόν ξεχάστηκαν, η Σόνια ήταν «πιο ζωντανή» καθώς ο ρόλος της ήταν καθοριστικότερος. Στο δικό της σπίτι είχε βρει καταφύγιο ο Πήτερ.
Το παρελθόν του Πήτερ θα φανεί μέσα από τις συζητήσεις του με τη Σόνια. Σ’ αυτήν θα αποκαλυφθεί, μέσω αυτής θα γνωρίσουμε την προσωπική του ιστορία. Εδώ έχουμε μια σχεδόν ψυχαναλυτική προσέγγιση του ήρωα. Η παιδική του ηλικία, οι ενοχές του, τα συμπλέγματα που κυριαρχούν στον ψυχικό του κόσμο δίνουν μιαν άλλη ερμηνεία της συμπεριφοράς του.
Το μέλλον τίθεται ως ζήτημα με τις συζητήσεις που έχει ο Πήτερ με τον Μπέρναρντ. Αυτός σαφώς αντιπροσωπεύει την ολοκληρωτική εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και πρακτική που παρουσιάζεται ως λύση στις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ιστορίας (;). Ο Πήτερ φτάνει στο Λεβιάθαν και επιβιβάζεται για το διάπλου, για τη φυγή προς την Οντετ, προς τον εξωιστορικό χώρο και χρόνο. Εκεί θα συμβεί η μεταστροφή που θα τον οδηγήσει πίσω, μπροστά στον Ουίλσον για να στρατολογηθεί και να στρατευθεί στον πόλεμο εναντίον των Ναζί. Ο Πήτερ πέφτει με αλεξίπτωτο. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι ανήκει στους τελευταίους επίγονους του Ανθρώπου της Αναγέννησης, ότι είναι το τέλος και όχι η αρχή...
Διάβασα το τελευταίο ένα τρίτο του βιβλίου σε κατάσταση πυρετού (!) Νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα με την πορεία, την εξέλιξη και το τέλος...
Ο ελληνικός τίτλος συμπυκνώνει το περιεχόμενο του βιβλίου. Εξίσου ενδιαφέρον έχει και ο πρωτότυπος: «arrival and departure».
Για το βιβλίο έγραψε και η Χριστίνα εδώ.


και άλλες 8 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου


σελ. 51, «Ίσως να είχε δίκιο η Σόνια: μονάχα όσοι ζούνε για το σήμερα ήτανε στ’ αλήθεια ζωντανοί, μονάχα το σήμερα είχε φως και μυρουδιά και γεύση».
σελ. 65, Η Οντέτ στον Πήτερ: «Αν είχα βέβαια πέντε ζωές στη διάθεσή μου θα χάριζα τις δύο στην πατρίδα ή την επανάσταση και τα τοιαύτα. Ίσως και τις τρεις, αλλά και τις πέντε...»
σελ. 67, Η Οντέτ στον Πήτερ: «Εξαρτάται από σένα αν συναντηθούμε ξανά. Αν είναι όμως να έρθεις έλα γρήγορα, πριν μεταμορφωθείς στη μνήμη μου έτσι που κι αν φτάσεις ποτέ να μην αναγνωρίσω τον πραγματικό Πήτερ. Και πάλι αν δε φτάσεις κράτησε για λίγο στη μνήμη σου τα λόγια μας, τους περιπάτους μας και κείνη τη δεύτερη αρχαϊκή θωριά του κορμιού μου. Χαίρομαι που σου άρεσε...»
σελ. 88-97, εξαιρετικές σελίδες που αφηγούνται παραστατικά την εξόντωση άχρηστων Εβραίων.
σελ. 116-120, βασανιστήρια που υπόκειται ο Πήτερ για να μιλήσει.
σελ. 157 κ.ε. Η ολοκληρωτική ιδεολογία δοσμένη με ένα μονόλογο του Μπέρναρντ. («Και τι θα είναι τάχα τούτο το δικό σας υπερπαγκόσμιο κράτος;» ρώτησε ύστερα από λίγο. «Δεν το ξέρω ακόμα. Όπως σου είπα πειραματιζόμαστε...»
σε. 199-206, το διήγημα που γράφει ο Πήτερ με τίτλο η τελευταία κρίση. Καφκικό στο ύφος και στο περιεχόμενο. Θυμίζει το απόσπασμα «μπροστά στο νόμο» από τη «Δίκη».
σελ. 210 κ.ε. το παιχνίδι με τα κόκκινα και μπλε τσιγαρόχαρτα πάνω σε ένα σκίτσο με μπλε και κόκκινες γραμμές. Ανάλογα με το ποιο θα τοποθετηθεί πάνω στο σκίτσο αποκαλύπτονται μόνο οι μπλε ή μόνο οι κόκκινες γραμμές και βλέπουμε διαφορετικά πράγματα.

Κυριακή, Μαρτίου 09, 2008

Το μαύρο βιβλίο, Ορχάν Παμούκ

Μια περιήγηση στην τούρκικη ψυχή, γραμμένη σε μοναδικό ύφος, ισάξιο του Μαρκές. Πολύ πρωτότυπη η δομή, χωρίς να είναι εξεζητημένη όμως και να μην μπορείς να παρακολουθήσεις. Παρόλο που όλα συμβαίνουν ουσιαστικά στο νου του μοναχικού πρωταγωνιστή, παρόλο που οι δυο συμπρωταγωνιστές είναι ουσιαστικά απόντες, δεν καταντάει κουραστικός μονόλογος. Κάπως κουράζει τον δυτικό – υποθέτω- αναγνώστη η συνεχόμενη αναφορά στην τουρκική λογοτεχνία και παράδοση.
Ο Γκαλίπ εγκαταλείπεται από τη γυναίκα του Ρουγιά (=όνειρο). Παράλληλα, εξαφανίζεται κι ο ετεροθαλής αδελφός της, Τζελάλ, ο οποίος είναι αρθρογράφος. Κεφάλαιο παρά κεφάλαιο παρατίθεται από ένα άρθρο του Τζελάλ, απ’ αυτά που γράφει στην εφημερίδα που διαβάζει ο Γκαλίπ, και είναι ξεχωριστά, αυτοτελή κι αυτόνομα αριστουργήματα. Διάχυτος ο πόνος για την ταυτότητα ενός ξεχωριστού λαού που τον αδίκησε η ιστορία και σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Αυτά όλα σ’ ένα βιωματικό, παραμυθένιο πλαίσιο, πολύ διακριτικά, μεστά, χωρίς συναισθηματισμούς και γραμμένα σε πολύ διεισδυτική κι εκφραστική γλώσσα. Κάθε άρθρο του Τζελάλ έχει μια ξεχωριστή πρωτοτυπία, και στη δομή, αλλά και στη σύλληψη του θέματος.
Μετά τη μέση του βιβλίου αρχίζει και προβάλλεται έντονα η τουρκική παράδοση που στηρίζεται σε διάφορες μυστικιστικές αιρέσεις μεσσιανικού τύπου, όπου υπάρχουν «σημάδια», «γράμματα», «υπάρχει ένας κρυμμένος κόσμος πίσω απ’ τον κόσμο που φαίνεται», (αυτό επαναλαμβάνεται τόσες φορές που κουράζει, όπως και το ότι «θέλουν να είναι κάποιοι άλλοι», ή «να γίνουν ο εαυτός τους»), κλπ. στο σημείο αυτό υποψιάζεται ότι το βιβλίο θα πάρει κατεύθυνση έντονα μυστικιστική (προβάλλεται πολύ ο Χουρουφισμός). Έντονες συμπτωσεις και σημαδιακές καταστάσεις στην πλοκή, μπορεί να εξηγηθούν μ’ αυτόν τρόπο. Ωστόσο, αφήνετσι ανοικτή και η εκδοχή ότι ο αγαπητός αρθρογράφος (Τζελάλ), για να δώσει ελπίδες στον καταπιεσμένο λαό, γράφει σχετικά άρθρα. Ένας μυστικιστής μπορεί να δει τον Τζελάλ και τον Γκαλίπ που τον αντικατέστησε, ως διάδοχους των μεγάλων δασκάλων του μυστικισμού. Ωστόσο, προβάλλεται και η ρεαλιστική εκδοχή της πολιτικής δολοφονίας.
Τα motto που προηγούνται κάθε κεφαλαίου είναι χαρακτηριστικά:
«Μη βάζετε επικεφαλίδες, γιατί σκοτώνουν το μυστήριο του κειμένου!»
«Αφού θα πεθάνει, σκότωσε λοιπόν κι εσύ το μυστήριο, σκότωσε τον ψευτοπροφήτη που πουλάει μυστήριο!» (αυτό ίσως αποδίδει και το πνεύμα όλου του βιβλίου)
Ο Τζελάλ δολοφονείται. Μέσα σ’ όλο το σκηνικό υπάρχει η αστυνομία, το στρατιωτικό καθεστώς, τα πραξικοπήματα, τα βασανιστήρια. Δεν περιγράφονται, αλλά γίνονται συχνές αναφορές τονίζοντας ότι ένας λαός τόσο πληθωρικός, με τέτοια ισχυρή παράδοση, με τόσο μυστική και συλλογική συνείδηση, που ζει στο μύθο, στο παραμύθι, στην προσδοκία, από τη μια καταπιέζεται τόσο κι από την άλλη χάνει την ταυτότητά του. Εκπληκτικό και το άρθρο του Τζελάλ «Η ιστορία του Πρίγκηπα», για την κατανόηση της «τούρκικης ψυχής».
Το ύφος είναι διεισδυτικό, με άπειρες «συσσωρεύσεις», πολύ όμως γλαφυρές και χαρακτηριστικές, εικόνες μοναδικές όσο και καθημερινές, εικόνες που είναι δίπλα σου και μόνο αν σου τις δείξουν τις προσέχεις. Μ’ αυτές τις άπειρες εικόνες- λεπτομέρειες, χαρακτηριστικές για κάτι και όχι απλώς γραφικές, έχεις την αίσθηση ότι νοιώθεις τον παλμό όλης της Πόλης, το μεγαλείο της, τη φτώχια της, τη μιζέρια της, την ομορφιά της, τον πόνο της. Σίγουρα η φιλοδοξία του Ορχάν Παμούκ ήταν να μεταφέρει αυτό το πνεύμα μιας πόλης μοναδικής σε ιστορία, παράδοση, ζωή, και νομίζω ότι τα κατάφερε.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008

Ο πύργος, Φράντς Κάφκα

ο τρόμος της τέχνης είναι
ότι το όνειρο αποκαλύπτει την πραγματικότητα

Είναι το τέταρτο βιβλίο που διαβάζω, για το οποίο μπορώ να πω ότι ο αναγνώστης –ή τουλάχιστον …εγώ(!) - «παθαίνει» αυτό που παθαίνει κι ο πρωταγωνιστής… Διαβάζοντας το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, ένα αίσθημα ευεξίας παρόμοιας με την ευεξία που ένιωθε ο ήρωας στο σανατόριο των Άλπεων, το διαδέχεται η κόπωση, η εξάντληση· στο τέλος αρρωσταίνεις κι εσύ μαζί με τον ήρωα χάνοντας την εγρήγορση και τη διαύγεια σ’ ένα νοσηρό κυκεώνα. Παρόμοια συναισθήματα διαβάζοντας το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ: η υπερευαισθησία του ήρωα, που στην αρχή συναρπάζει, φτάνει σε βαθμό νεύρωσης κι ένιωσα να τρελαίνομαι, όταν έφτασα και σταμάτησα πια στον τρίτο …τόμο! Στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου τα πράγματα ήταν πιο απενεχοποιημένα: ο αναγνώστης –εν πάση περιπτώσει …εγώ - δεν αισθάνεται ότι το πρόβλημα υπάρχει στον ίδιο, αλλά ακολουθεί το παραλήρημα και τις οπτικές του πρωταγωνιστή ως μετεξέλιξη μιας συνείδησης όπου τον οδήγησαν οι έξω συνθήκες, οι παραλογισμοί της ιστορίας.
Έτσι λοιπόν και στον Πύργο, παρακολουθώντας τον Κ. στην επίμονη προσπάθειά του να γίνει δεκτός από τον περίφημο Κλαμ, ένιωσα να εξαντλούμαι μαζί του στις ατέλειωτες, α-νόητες και χωρίς σκοπιμότητα σπείρες γύρω από τον στόχο του. Με κούρασε, με κούρασε, αυτή είναι η … αλήθεια! Κι αναρωτιέμαι αν αυτή ήταν μια από τις προθέσεις αυτού του πολυδιάστατου- γι’ άλλη μια φορά- έργου. Ίσως και να μην το τέλειωνα, αν δεν μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον η κάπως ελεύθερη μεταφορά σε θεατρικό έργο από τον Μ. Μαρμαρινό (Ποιος είναι ο κ. Κέλερμαν και γιατί λέει όλα αυτά τα βρωμερά πράγματα για μενα;), και συγκεκριμένα έψαχνα ένα σημείο του κειμένου (που δεν το βρήκα, αν και ο Μαρμαρινός διατήρησε πολλά σημεία του κειμένου σχεδόν αυτούσια):
Θα τον δω κάπως αφ’ υψηλού (τον Κλαμ), όπως στέκομαι εδώ πιο ψηλά, και τη στιγμή που θα με δει, αυτή η στιγμή τώρα που διηγούμαι βρίσκεται στο μέλλον, όμως μιλάω γι’ αυτήν σαν να είναι παρελθόν. Όταν θα με έχει δει, όταν θα βλέπω ότι με βλέπει, γίνεται – είδα ότι με είδε τώρα- Ιστορία. Έγινε Ιστορία, μόλις κάποιος δει κάποιον είναι ήδη Ιστορία, υλικό βιογραφίας ενός ανθρώπου, διότι πάντα ένας βλέπει ότι τον βλέπει κάποιος άλλος, όπως τώρα μιλάω γι’ αυτό, υπάρχει όμως μόνο μέσα στον κόσμο των εντυπώσεών μου, έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει κανένας. Ποτέ δεν συναντιέται κανείς με κανέναν. Μόνο στην εντύπωση ενός ανθρώπου που δημιουργεί ένα ελάχιστο Ιστορίας, ένα μόριο βιογραφίας, προβολή του μέλλοντος σ΄ένα παρελθόν. Μέσα στο κεφάλι ενός ανθρώπου ζει όλος ο κόσμος».
Ο περίφημος Κ. (στην αρχή ο Κάφκα έγραφε σε α΄ενικό, στη συνέχεια το άλλαξε, παραπέμποντας ίσως στη «Δίκη») ορίζεται ως «χωρομέτρης» στον Πύργο, όπου καταφτάνει ένα χιονισμένο πρωινό με πόθο να γνωρίσει τον «Κόμη», να φτάσει στο εσωτερικό του Πύργου, «παράφορος και ανυπόκριτος», και «με ακατανίκητη επιθυμία να αναζητήσει καινούριες γνωριμίες, αλλά η κάθε καινούρια γνωριμία έμοιαζε μονάχα να του μεγαλώνει την κούραση». Η προσπάθειά του από ένα σημείο και μετά περιορίζεται στο να προσεγγίσει τον Κλαμ, μια απρόσωπη αρχή σαν υπερβατική θεότητα, την οποία κανένας δεν έχει δει ποτέ, και για την οποία όλοι κάτι λίγο ξέρουν - σαν τον ελέφαντα στο γνωστό πείραμα της ψυχολογίας:
Σελ. 206:
Η φυσιογνωμία του είναι πασίγνωστη στο χωριό, μερικοί τον έχουν δει, όλοι τον έχουν ακουστά, κι έχει σχηματιστεί μια εικόνα για τον Κλαμ που ασφαλώς είναι στις γενικές της γραμμές σωστή. Αλλά μόνο στις βασικές. Στις λεπτομέρειες κυμαίνεται, και πάλι όχι τόσο όσο η πραγματική φυσιογνωμία του Κλαμ. Γιατί λέγεται ότι άλλη φυσιογνωμία έχει όταν έρχεται στο χωριό και άλλη όταν φεύγει· αφού πιει την μπίρα του φαίνεται διαφορετικός απ’ ό, τι ήταν προτού τη πιει, όταν κοιμάται είναι διαφορετικός απ’ ό, τι όταν μιλάει με άλλους και- πράγμα που, στο κάτω κάτω, είναι ευνόητο, στον Πύργο είναι σχεδόν άλλο πρόσωπο. (…) Βέβαια, όλες αυτές οι διαφορές δεν οφείλονται στη μαγεία, εύκολα εξηγούνται· εξαρτώνται από τη διάθεση εκείνου που τον βλέπει, από τον βαθμό της συγκίνησής του, από τις αναρίθμητες διαβαθμίσεις ελπίδας ή απόγνωσης στις οποίες είναι δυνατόν να βρίσκεται όταν βλέπει τον Κλαμ, εξάλλου, βλέπει τον Κλαμ μόνο για μια δυο στιγμές.
Η εικόνα του Κλαμ είναι άπιαστη, ωστόσο η σημασία του καθοριστική:
(σελ. 103) [“What if” το αναφέρει ο Μαρμαρινός]:
Αν δεν ήταν ο Κλαμ, εσείς δε θα ήσαστε δυστυχής και δεν θα καθόσαστε με σταυρωμένα χέρια στον κήπο, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο Χανς δε θα σας έβλεπε καθισμένη εκεί, αν δεν ήσαστε δυστυχής, ένας δειλός νέος σαν τον Χανς ποτέ δεν θα τολμούσε να σας μιλήσει, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο Χανς δε θα σας έβλεπε ποτέ κλαμένη, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο καλός γερο –θειος δε θα σας έβλεπε να κάθεστε μαζί με τον Χανς, αν δεν ήταν ο Κλαμ, εσείς δε θ’ αδιαφορούσατε για το τι σας προσφέρει ακόμα η ζωή, κι έτσι δεν θα παντρευόσαστε ποτέ τον Χανς. Αν δεν προσπαθούσατε να ξεχάσετε δεν θα εντείνατε τόσο τις δυνάμεις σας και δεν θα τα καταφέρνατε τόσο λαμπρά στο ξενοδοχείο, κλπ. κλπ.
Ο Κ. μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι στον Πύργο δε χρειάζονται χωρομέτρη, ήταν ένα λάθος η πρόσκλησή του. Παρόλ’ αυτά, εμμένει στις απέλπιδες προσπάθειες να διεισδύσει στο κέντρο, σε αντίστροφη πορεία με τον Κ. της Δίκης που προσπαθεί ν’ αποφύγει την εξουσία. Εκείνος, ένας ξένος, ένας παρείσακτος, ένας ανεπιθύμητος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και δημιουργεί συνέχεια εμπόδια, δείχνει την αποφασιστικότητα το θάρρος και την επιμονή που τον χαρακτήριζε και στη Δίκη:
"Είναι πραγματικά πολύ παράξενο. Σέβομαι απόλυτα αυτό που μου λέτε και θεωρώ ότι έχετε απόλυτο δίκιο που λέτε ότι εσείς γνωρίζετε τα πάντα εδώ. Όμως το ότι γνωρίζετε τα πάντα εδώ έχει κι ένα μειονέκτημα: Φοβάστε. Και ο φόβος παραμορφώνει την εικόνα αυτού που έχετε μπροστά σας".
Οι σπείρες δεν οδηγούν πουθενά. Ο Κ. βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν κόσμο παραλόγου, στον οποίο συνοδεύεται από δυο «βοηθούς»- καρικατούρες που τον στοιχειώνουν και ταυτόχρονα τον διακωμωδούν. Τα βήματα με τα οποία «προχωράει» η υπόθεσή του είναι σχεδόν «σημειωτόν», μέσα από ατέλειωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, (π.χ. στις Υπηρεσίες Ελέγχου οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με φακέλους εγγράφων, που στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, και καθώς κατά σωρούς τα έγγραφα εισέρχονται και εξέρχονται συνεχώς με μεγάλη ταχύτητα, οι φάκελοι ολοένα πέφτουν στο πάτωμα και ακριβώς αυτοί οι αιώνιοι, αδιάκοποι κρότοι αποτελούν το διακριτικό γνώρισμα του γραφείου του Σορτίνι). Σκέτη ποίηση!
και (σελ. 76):
Σ’ έναν τόσο απέραντο διοικητικό μηχανισμό όπως του Κόμητος, συμβαίνει κάποτε η μία υπηρεσία να διατάσσει ετούτο και η άλλη εκείνο. Καμιά δε γνωρίζει τι κάνει η άλλη και μολονότι ο ανώτατος έλεγχος είναι απολύτως επαρκής, ως εκ της φύσεώς του παρεμβαίνει πολύ αργά, κι έτσι κάθε τόσο προκύπτει κάποια μικροσύγχυση.
Μοιάζει Οδύσσεια η περιπλάνηση του Κ., μέσα σε σκηνικά ασφυκτικά, εφιαλτικά, νυχτερινά, σε σπίτια μίζερα, σε λουτρά, πλυσταριά, άδεια σχολεία και στάβλους όπου οι άνθρωποι ή κοιμούνται ή είναι άρρωστοι, ή νυστάζουν, ή ο ίδιος είναι εξουθενωμένος. Η περίπτωση του Βαρνάβα, αγγελιοφόρου που μοναδική του αποστολή ήταν να παραδώσει κάποτε μια επιστολή στον Κ. περιγράφεται χαρακτηριστικά, θυμίζοντας θέατρο του παραλόγου (σελ. 212: Μιλάει στον Κλαμ, είναι όμως ο Κλαμ; Μήπως είναι κανένας που μοιάζει στον Κλαμ; (…)Έτσι ο κόσμος καλλιεργεί ο ίδιος το μπέρδεμά του).
Απίστευτα νυσταγμένος είναι ο Κ. στο σημείο που φτάνει πιο κοντά στον στόχο του (τίποτα σπουδαίο, όχι καν στον Κλαμ), κι όλο και περισσότερο εξουθενωμένος καθώς προχωράει στη σπειροειδή του αναζήτηση (υφίσταται και δυο νυχτερινές ανακρίσεις). Το έργο δεν τελείωσε, αλλά , απ’ ό, τι ο ίδιος ο Κάφκα ανέφερε στον Μπροντ, ο Κ. θα πέθαινε από εξάνληση τη μέρα που θα του ανακοινωνόταν ότι πλέον μπορεί να ζει και να εργάζεται μόνιμα στο χωριό…
Δε θεωρώ σκόπιμο ν’ αναζητά κανείς αλληγορικές σχέσεις στην τέχνη του παράλογου. Οι εικόνες μιλούν μόνες τους. Αυτό που δυσκολεύεται κανείς να επισημάνει είναι μια γεύση «πνευματικής ελευθερίας» που χαρακτηρίζει τον Κ. και στη Δίκη και στον Πύργο, αλλά εντοπίζεται πρώιμα, όχι στο τέλος όπου ο ήρωας φαίνεται να νικιέται πια από δυνάμεις υπεράνω των δικών του. Αντιγράφω από τη σελίδα 129:
Σαν να ήταν τώρα στ’ αλήθεια πιο ελεύθερος από κάθε άλλη φορά, μπορούσε να περιμένει εδώ όσο ήθελε σε τούτο το μέρος, που συνήθως του ήταν απαγορευμένο και είχε κερδίσει μια τέτοια ελευθερία, που σχεδόν άλλος κανείς δεν την είχε κερδίσει και σαν κανείς να μην τολμούσε να τον αγγίξει πια ή να τον διώξουν ή έστω να του μιλήσει· αλλά – κι αυτή η πεποίθηση ήταν εξίσου ισχυρή όσο και η άλλη- σαν να μην υπήρχε ταυτόχρονα τίποτα πιο παράλογο, τίποτα πιο απελπισμένο απ’ αυτήν την ελευθερία, αυτήν την αναμονή, αυτό το απαραβίαστο.
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

Φιλοπαίγμονες και βιβλιόφιλοι

Χαμένη μέσα στον Πύργο του Κάφκα με βρήκε το bloggoπαιχνίδι των βιβλιόφιλων στο οποίο με προσκάλεσε ο librofilo! Σύμφωνα με τους όρους του παιχνιδιού (1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη*).5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο), "πιάνω" το βιβλίο του Κάφκα και αντιγράφω πιστά ("από τελεία σε τελέια"):

"Δε μας χρειάζεται αναμμένο το φως", είπε η Πέπη και το ξανάσβησε. "Το 'αναψα μόνο γιατί με τρομάξατε. Αλήθεια τι γυρεύετε εδώ;
(Νομίζω είμαι άτυχη, δεν έχει βαθυστόχαστα νοήματα για σχολιασμό!)

Προσκαλώ με τη σειρά μου (με την επιφύλαξη ότι μπορεί να έχουν ήδη προσκληθεί) τους:
ἅς ἐῶν, Θερσίτη, regina, προβληματισμούς, ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

226 λέξεις για το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, μ.Χ.

Το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα για την ιστορία. Η πλοκή γίνεται αφορμή για τη μελέτη του Βυζαντίου όπως αυτό προβάλλεται ως τις μέρες μας στο Άγιο Όρος. Ο βασικός ήρωας αναλαμβάνει να μελετήσει τα σχετικά ζητήματα για χάρη της σπιτονοικοκυράς του. Με σχετικές σπουδές στην ιστορία αλλά και ενδιαφέρον για την αρχαιότητα και κυρίως για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία θα οδηγηθεί σε μια συγκριτική προσέγγιση αρχαίας και βυζαντινής ιστορίας, αρχαιοελληνικού και βυζαντινού πνεύματος. Το Άγιο Όρος είναι ο ζωντανός χώρος όπου ο χρόνος, κατά κάποιο τρόπο, σταμάτησε να κυλά, και αποτελεί το κεντρικό σημείο όπου διεξάγεται αυτή η σύγκρουση.

Στο βιβλίο του Αλεξάκη βρίσκουμε πλήθος διαπιστώσεων που, ενώ δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποκαλυπτικές ή πρωτάκουστες, τις έχει τυλίξει πέπλο σιωπής. Έτσι η ανάγνωσή του έρχεται να μας θυμίσει ή να κάνει γνωστό στους αμύητους της ιστορίας ενδιαφέροντα στοιχεία.

Πολλές φορές το ύφος ακροβατεί στα όρια του χιούμορ, χωρίς όμως να χλευάζει, παράδειγμα στη σελίδα 31 «οι μοναχοί δεν σκέφτονται, προσεύχονται. Μα είναι επάγγελμα αυτό, να παρακαλάς; Είναι πάντως η βασική τους ασχολία».

Η πλοκή ολοκληρώνεται όταν το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος βρίσκει στην άκρη του Όρους και τον αδελφό της νοικοκυράς του και τους φέρνει σε τηλεφωνική επαφή μετά από 52 χρόνια. Παράλληλα εξελίσσεται και η ιστορική διάσταση του βιβλίου καθώς ανακαλύπτει την καταστροφή αρχαίων κτερισμάτων για να χρησιμοποιηθεί ο χρυσός τους ως επένδυση αγιογραφιών.

και άλλες 12 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου

σελ. 42-43, αναφορά στον Καστοριάδη και στην ομιλία του στην Τήνο όπου διαπιστώνει ότι η θρησκεία των αρχαίων, ανίκανη να προσφέρει την παραμικρή ελπίδα στους πιστούς της, είχε ευνοήσει την ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης και της δημοκρατίας.
σελ. 47, «Η ιστορία ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο μου μάθημα. Την εύρισκα πιο συναρπαστική από τα μυθιστορήματα που διάβαζα μικρός, γιατί οι περιπέτειες που κατέγραφε ήταν αληθινές».
σελ. 98-99, αναφορά στη λειτουργία των μοναστηριών, στην αντίληψη ότι πετυχημένο μοναστήρι είναι το πλούσιο και στην πλήρη υποταγή των καλόγερων στον ηγούμενο ως βασική αρχή για την εύρυθμη λειτουργία.
σελ. 102, αναφορά στον Νεόφυτο Δούκα και στον Άνθιμο Γαζή προσωπικότητες του νεοελληνικού διαφωτισμού που εκφράζονται με σκληρά λόγια για τους αγιορείτες.
σελ. 86-87, Η στάση του αγιορειτών που ζητούν από τον Χίτλερ να αναλάβει την προστασία και την κηδεμονία τους. Αναρτούν σε όλες τις μονές το πορτρέτο του. Επίσης αναφορά στην πολιτική του Όρους σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους.
σελ. 165, ο φανατισμός εισάγεται από του πρώτους Χριστιανούς σε αντίθεση με την ανεκτικότητα που χαρακτήριζε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους.
σελ. 191-193, αναφορές σε ιστορικά διαπιστωμένα γεγονότα. Ο Τσιμισκής δολοφονεί το θείο του Φωκά, ο Άγος Αθανάσιος τον συγχωρεί για να εξασφαλίσει την εύνοιά του. Ο Μ. Κωνσταντίνος σκότωσε τον πρωτότοκο γιό του και τη δεύτερη γυναίκα του. Οι Θεσσαλονικείς υποφέρουν περισσότερα από τους Βυζαντινούς λόγω του πολυθεϊσμού τους,
σελ. 210, αναφορά στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί. Τα εβραϊκά νεκροταφεία ήταν στη σημερινή πανεπιστημιούπολη, η Θεολογική σχολή χτίστηκε πάνω τους. (Θυμάμαι ότι είχα διαβάσει σε βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου ότι το προαύλιο του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη είναι στρωμένο με μάρμαρα από τα εβραϊκά νεκροταφεία)
σελ. 212, για τον πολιτικό ρόλο της «Ζωής».
σελ. 238-239, κριτική στη γλώσσα της εκκλησίας. Ενώ οι ευαγγελιστές έγραψαν στην καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής, η εκκλησία εμμένει να χρησιμοποιεί μια φτιαχτή γλώσσα. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη μεταγραφή των ιερών κειμένων σε άλλους εκτός της εκκλησίας.
σελ. 244, ο Θεοδόσιος υπήρξε μεγάλος διώκτης του αρχαίου πολιτισμού, ο Ιουστινιανός κλείνει το 529 μ.Χ. τη φιλοσοφική σχολή Αθηνών και οι φιλόσοφοι καταφεύγουν στην Περσία.
σελ. 245-246, επανέρχεται στη διάλεξη του Καστοριάδη και τη συνδυάζει με αυτή του μυθιστορηματικού προσώπου Βεζιρτζή όπου ο Αλεξάκης εκθέτει συμπυκνωμένο το σκεπτικό του βιβλίου μέρος του οποίου υπάρχει στο οπισθόφυλλο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2008

Εξιλέωση,Ίαν Μακ Γιούαν

Οι σημειώσεις από το βιβλίο αυτό, το πρώτο του Μακ Γιούαν που διάβασα τον Γενάρη του 2003, ανασκαλεύτηκαν με αφορμή την ταινία που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους. Δεν την είδα (ακόμη), αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν μεταφέρονται με κινηματογραφικό τρόπο αποχρώσεις "λόγου", όπως φαίνεται από τ' αποσπάσματα που τότε είχα ξεχωρίσει· χωρίς να μειώνει αυτό την (αυτόνομη) αξία της ταινίας.

Αρχικά έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για ένα χαριτωμένο βιβλίο, του οποίου το πνεύμα συμπυκνώνεται στη φωτογραφία του εξώφυλλου: ένα κοριτσάκι 13 χρόνων, σκεπτικό, σχεδόν συνοφρυωμένο, ξυπόλυτο, ανήσυχο. Η Βρυώνη δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί· από πολύ μικρή έχει τη «στόφα» της συγγραφέως, έχει ευαισθησία και παρατηρητικότητα.
Ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός, που προετοιμάζεται από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου, είναι καθοριστικό για την ωρίμανση του μικρού κοριτσιού αλλά και για την πορεία όλου του βιβλίου: η Β. είναι μοναδικός μάρτυρας του «βιασμού» μιας οικογενειακής φίλης από κάποιον, τον οποίο η ίδια ταύτισε με τον φίλο της αδελφής της. Η μαρτυρία της είναι αρκετή για ν’ απομακρύνει τον Ρ. Τέρνερ από την οικογένεια και την περιοχή, να φύγει μαζί και η αδελφή και ν’ ανατραπούν όλες οι ισορροπίες στην οικογένεια.
Καθώς όμως η Β. μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι όλα ήταν συνδυασμένα λάθος στην παιδική της φαντασία, ότι η υπόθεση ότι ένοχος ήταν ο Ρόμπι ήταν απλώς μια υπόθεση, μια προέκταση των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, κι ότι ουσιαστικά είχε οδηγήσει κάποιον αθώο στην καταδίκη. Αυτή η ενοχή είναι κι ο πυρήνας του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο έχουμε την περιγραφή των εφηβικών αυτών περιστατικών, στο δεύτερο μεταφερόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (λίγο πριν την απόβαση στη Νορμανδία), όπου ξαναβρίσκουμε τον Τέρνερ, σε άθλια κατάσταση (τραυματισμένο, νικημένο, πεινασμένο με την απειλή των Γερμανών κλπ.)
Σελ 205:
Ένιωσε πάλι το αόρατο χέρι να του σφίγγει τον λαιμό. Η πιθανότητα να περάσει χίλιες νύχτες εγκλεισμού, γυρνώντας άγρυπνος στο παρελθόν, περιμένοντας τη ζωή του να ξαναρχίσει, χωρίς να ξέρει καν αν και πότε θα ξαναρχίσει.
Σελ. 218:
(…)Το μόνο που τους ένωνε ήταν μερικά λεπτά σε μια βιβλιοθήκη πριν από χρόνια. Μήπως παραήταν εύθραυστο;
Σελ. 277:
«Θα σε περιμένω. Γύρισε πίσω». Οι λέξεις δεν ήταν ανούσιες, κι όμως δεν τον άγγιζαν. Ήταν φανερό- κάποιος άνθρωπος που περιμένει κάποιον άλλον είναι κάτι σαν άθροισμα. Περιμένει. Δεν κάνει τίποτα, περνά ο χρόνος, και ο άλλος πλησιάζει. (+++σελ.278)
Στο τρίτο μέρος συναντιούνται ξανά η Σεσίλια και ο Ρόμπι, και τους βρίσκει στη συνέχεια η ώριμη πια Βρυώνη, που προσπαθεί να «επανορθώσει». Η κατάσταση είναι φυσικά πολύ διαφορετική και πολύ ρευστή, η σχετικότητα των αξιών παρουσιάζεται πια ανάγλυφα. Τι ακριβώς είχε γίνει, ποιος ήταν υπεύθυνος, ποιος ένοχος, όλα θολά στη χοάνη του χρόνου.
Το βιβλίο τελειώνει με την ηλικιωμένη πλέον Βρυώνη, που είναι καταξιωμένη συγγραφέας και φέρεται να έχει καταγράψει την προσωπική της ιστορία της και να έχει αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν (Συλλογίστηκα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, εκείνο που έπρεπε να είναι το πρώτο μου). Οι τρεις τελευταίες σελίδες είναι καταπληκτικές, σφραγίζουν όλη την ιστορία, και παρά το … μεταμοντέρνο χαρακτήρα τους αποδίδουν το πνεύμα όλου του βιβλίου. Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα πια ότι κεντρικό στοιχείο είναι η σχετικότητα όλων των γεγονότων που κάποτε ήταν σημαντικά, που υπό το πρίσμα του χρόνου χάνουν τη λάμψη τους, την αίγλη τους και τη σημασία τους. Και μπορεί εντέλει να τα δει κανείς από τελείως διαφορετική σκοπιά, πλήρως αντεστραμμένα.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

248 λέξεις για το βιβλίο της Μαρίνας Πετράκη, ο μύθος του Μεταξά (Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα)

Το βιβλίο της Μ. Πετράκη αποτελεί μια εμπεριστατωμένη κριτική ματιά στην οργάνωση και διεξαγωγή της προπαγάνδας από τη δικτατορία του Ι. Μεταξά. Οι μηχανισμοί που «έστησε» το Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού και ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκούσε το Υπουργείο Ασφαλείας με το Μανιαδάκη στάθηκαν τα δύο καθοριστικά στηρίγματα του καθεστώτος.
Η συγγραφέας παρουσιάζει μεθοδικά αυτήν την δράση της 4ης Αυγούστου εστιάζοντας ξεχωριστά σε κάθε κεφάλαιο σε πτυχές όπως του τύπου, της ραδιοφωνίας, του κινηματογράφου, του θεάτρου.
Σε πολλά σημεία το βιβλίο γίνεται αποκαλυπτικό, όπως για τη διαχείρηση χρημάτων από την ΕΟΝ ή τον εορτσμό των επετείων του καθεστώτος. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σημειώσεις τεκμηρίωσης της αφήγησης που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου
Κουραστικός γίνεται ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του βιβλίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η λεπτομερής εξιστόρηση των κινηματογραφικών ταινιών και «ζουρνάλ» που παρήγαγε η δικτατορία για προπαγανδιστικούς λόγους. Αφιερώνονται πολλές σελίδες για να παρουσιαστεί το υλικό και να οδηγηθούμε στα ίδια συμπεράσματα, κάτι ίσως απαραίτητο για τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα αλλά για την έκδοση που αφορά το ευρύ κοινό μάλλον άσκοπο. Ακόμα ο χωρισμός σε κεφάλαια ανά μέσο προπαγάνδας οδηγεί πολλές φορές στη αλληλοκάλυψη.
Ξανά επί της ουσίας ανακαλύπτουμε πίσω από την εικόνα που κατασκεύαζε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός να κρύβεται η ανασφάλεια του Ι. Μεταξά. Όντως αντιδημοφιλής και αποτυχημένος πολιτικός πολλές φορές δεν πείθεται ούτε ο ίδιος από την εικόνα που προβάλλεται για το άτομό του. Ο πρώτος εργάτης και αγρότης, ο πατέρας, η μεσσιανική του παρουσία είναι κατασκεύασμα της προπαγάνδας που όμως πολλές φορές δεν έπειθε ούτε τον ίδιο.

και άλλες 12 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου


σελ. 33, η εύνοια που έδειξε το καθεστώς προς τους ιδιοκτήτες εφημερίδων και το ενδιαφέρον για τον επαρχιακό τύπο.
σελ. 46, για την ΕΟΝ όπου έπρεπε να συμμετέχουν οι νέοι και να παρακολουθούν τις συγκεντρώσεις κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Είκοσι απουσίες σήμαινε αποβολή από το σχολείο. Η συμμετοχή στην ΕΟΝ σήμαινε και εξασφάλιση εργασίας στο δημόσιο.
σελ. 50, τα Τάγματα Εργασίας της 4ης Αυγούστου μίμηση των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου.
σελ. 72, κάψιμο βιβλίων, λογοκρισία Θουκυδίδη και Σοφοκλή.
σελ. 77, μεσσιανική παρουσίαση του Μεταξά από την προπαγάνδα.
σελ. 90, ο εορτασμός της 4ης Αυγούστου 1938 κόστισε 200 εκ δρχ. Το ίδιο και για τον εορτασμό του 1940 παραμονές του πολέμου, σελ. 402.
σελ. 155 για τη σπατάλη υπέρογκων ποσών για τις στολές της ΕΟΝ. Πολύ καλή και η τεκμηρίωση στις σημειώσεις σελ. 422.
σελ. 237, για το ελληνογερμανικό κλήριγκ και την επιρροή της Γερμανίας στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
σελ. 279 και εξής, για το ρόλο της γυναίκας ως μητέρας, την προώθηση της οικογένειας, τους ομαδικούς γάμους με κουμπάρο το Μεταξά κλπ
σελ. 307, για τη δίωξη του ρεμπέτικου τραγουδιού
σελ. 341, για τη «Βαρβάρα», ρεμπέτικο που απαγορεύτηκε
σελ. 357, «Κύριοι, έχω λογοκρισία και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω».

Σταυροφορία χωρίς σταυρό, Άρθουρ Καίστλερ

για μερικούς, ω,το να μην είναι μάρτυρες,
είναι μαρτύριο

Εκπληκτικής διεισδυτικότητας ψυχογράφημα με ήρωα ένα νεαρό, τον Πήτερ, 22 χρόνων, που αυτοεξορίζεται δραπετεύοντας σε μια – ανώνυμη- χώρα ως πολιτικός πρόσφυγας. Οι χώρες δεν κατονομάζονται, αλλά προφανώς η χώρα προέλευσης είναι η Σοβιετική Ένωση όπου φυλακίστηκε, βασανίστηκε και, ως λαθρεπιβάτης πια έφτασε σε Ευρωπαϊκή χώρα, μάλλον ενώ δεν είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στο Προξενείο επιδιώκει να καταταγεί στο στρατό της χώρας αυτής προκειμένου να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά οι καθυστερήσεις τον αναγκάζουν να «ενδοσκοπηθεί», να θυμηθεί, να αναζητήσει τα αίτια, να οδηγηθεί σ’ ένα είδος «κάθαρσης».
Αρχικά γεννιέται ένας έντονος, κεραυνοβόλος έρωτας που του ξυπνάει τις ζωικές αισθήσεις. Όταν αναγκάζονται οι δυο νέοι να χωρίσουν, ο Πήτερ αρρωσταίνει: πσραλύει το πόδι του και ψήνεται επί μέρες στον πυρετό. Η Σόνια, ψυχίατρος και οικογενειακή φίλη που τον φιλοξενεί (εφόσον ουσιαστικά είναι παράνομος), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για ψυχοσωματική αρρώστια και του εκμαιεύει σιγά-σιγά αναμνήσεις, ενοχές, απωθημένες επιθυμίες. Η σταδιακή αυτή αποκάλυψη, ανάδυση του παρελθόντος από το υποσυνείδητο στο συνειδητό γίνεται αβίαστα, «κατά το εικός και αναγκαίο». Γεγονότα που δείχνουν τις ενοχές του Π. από την παιδική του ηλικία, απέναντι π.χ. στο κουνέλι που προοριζόταν για φαγητό και δεν «το σκεφτόταν» συνέχεια ώστε να το προστατεύσει, ενοχές απέναντι στα παιδικά συναισθήματα κατωτερότητας απέναντι στον ανακριτή, ενοχές γιατί λιγοψύχησε όταν τον βασάνιζαν (φρικτά) επί σειρά ημερών, ενοχές απέναντι στον μικρό, ασθενικό αδελφό, του οποίου προκάλεσε και τον θάνατο (αυτή η τελευταία ανάμνηση πρόβαλε και τη μεγαλύτερη αντίσταση, φυσικά). Η Σόνια, με επαγγελματική ψυχρότητα προσπαθεί να τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι το «χρέος» του όχι μόνο το’ χει ξοφλήσει, αλλά βρίσκεται καθαρά στη φαντασία του (βλ. σελ. 120 +++).
Ο ήρωας, μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικές διεργασίες «καθαίρεται», φτάνει σιγά-σιγά στη λύτρωση και φυσικά θεραπεύεται (απ’ το πόδι). Όμως το βιβλίο δεν εστιάζει στην ψυχανάλυση. Η Οντέτ τον περιμένει στην Αμερική και φαίνεται ότι η παλιά του εμμονή (να θυσιάζεται, ν’ αγωνίζεται, να κινδυνεύει, να είναι ΜΑΡΤΥΡΑΣ) έχει ξεπεραστεί. Άλλωστε, όλοι πια τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό.
Το νερό λοιπόν «κυλά στ’ αυλάκι», ενώ συναντά κάποιον εξόριστο ναζί (απ’ ό,τι φαίνεται κι αυτός είναι αποδιωγμένος), και στην έντονη συζήτησή τους φαίνονται ανάγλυφα ομοιότητες των δυο συστημάτων, αλλά και της θέρμης με την οποία στρατέυτηκαν οι δυο αντίπαλοι. Η αδράνεια όμως αρχίζει και βασανίζει τον Πήτερ, ενώ στις σελ. 154-156 κορυφώνεται –νομίζω- η τραγικότητα του απογυμνωμένου πια από όνειρα ήρωα:
Γιατί με κοιτάζουν έτσι;/-Δεν σε κοιτάζουν. Το φαντάζεσαι./-Αναρωτιούνται: τι κάνει αυτός εδώ; Γιατί δεν πάει εκεί που ανήκει;/-Μα αφού δεν ανήκεις σε τίποτα, ηλίθιε./-Πώς μπορούμε να ζήσουμε αν δεν ανήκουμε πουθενά;/-Εσύ ανήκεις στον εαυτό σου. Είναι το δώρο που σου έκανα./-Δεν το θέλω· το δώρο σας είναι άκαιρο./-Τότε, τι θέλεις;/- Να μην ντρέπομαι για τον εαυτό μου (…)- Προτού σας συναντήσω, Σόνια ήμουν ηλίθιος. Κι ωστόσο ήμουνα πιο ευτυχισμένος τη νύχτα που κολύμπησα ίσαμε την ακρογιαλιά.
σελ. 157:
« Χάνω το μυαλό μου, σκέφτηκε. Προσευχήθηκα στα σωστά και δεν αστειευόμουν εντελώς. Ο θεός δεν απείλησε τον άνθρωπο αν αποκτούσε τη γνώση του καλού και του κακού; Παράξενος τρόπος να τον ενθαρρύνεις στους ηθικούς νόμους. Το φίδι, συνήγορος της ηθικής τάξης, καταδικάστηκε ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα να σέρνεται με την κοιλιά· κι ο Αδάμ δεν πρόλαβε να καταπιεί το μήλο και κρύφτηκε πίσω απ’ τα δέντρα κι άρχισε να φέρεται σα νευρωτικός. Αυτό έμοιαζε σαν επιβεβαίωση των επιχειρημάτων του Μπερνάρ (του ναζί) που έλεγε ότι η δίψα για δικαιοσύνη ήταν ένδειξη νευρασθένειας. Κι ότι η αναζήτηση ηθικών αξιών συνοδεύεται πάντα από κάποια νοσηρότητα (…). Μην περιμένετε από υγιά κίνητρα να σας οδηγήσουν σε νοσηρές πράξεις αυτοθυσίας. Η ευημερία της φυλής βρίσκεται πάνω σε κείνους που πληρώνουν φανταστικά χρέη. Ξεριζώστε τις ρίζες της ενοχής τους και δε θα μείνει παρά η άμμος της ερήμου.
(…) «Θεέ μου», μουρμούρισε, «ποιος θα μου δώσει πίσω τα χαμένα μου χρόνια; Ποιος θα ξοφλήσει αυτή την επιταγή ζωής που έχω στην τσέπη μου; Εκατομμύρια τσαλαβουτάνε σ’ αυτήν την καταστροφή, και μόλις που βρέχουνε τα πόδια τους. Δεν είναι ούτε χειρότεροι, ούτε καλύτεροι από μένα. Γιατί εγώ; Γιατί ειδικά εγώ;»
Μ’ αυτόν τον κυνισμό βλέπει πια το νόημα της θυσίας, και νιώθει μέχρι το τελευταίο κύτταρο του οργανισμού του ότι πολεμάει με σκιές, ότι κυνηγάει χίμαιρες (ήδη ακούει τη φωνή της προδοσίας στην οποία είχε αναφερθεί και ο Μπερνάρ: «Στο κάτω- κάτω, γιατί όχι»;)

Παρόλ’ αυτά, όταν φαίνεται ότι πια είναι ξεκαθαρισμένος, και παίρνει επιτέλους το πλοίο που θα τον πήγαινε στην Αμερική, στην Οντέτ, κατεβαίνει τρέχοντας πανικοόβλητος και ... κατατάσσεται ξανά σε μια αποστολή. Η συνειδητή επιλογή αυτής της παράλογης- πια- και συνειδητά νοσηρής προσφοράς μέχρι αυτοθυσίας αποδίδεται στις σκέψεις του ήρωα (σελ. 177-178) αλλά και στις προσωπικές λογοτεχνικές σημειώσεις του (διήγημα;) που παρατίθενται στο τέλος του κεφαλαίου.
«Ναι, δεχόταν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, και περισσότερο «παρόλ’ αυτά» παρά «εξαιτίας» τους. Κι έτσι ήταν. Αν δεχόσουνα έναν δρόμο δεν έπρεπε να ρωτάς για ποιο λόγο, το «εξαιτίας» δεν έπρεπε ν’ αποτελεί ερώτημα. Όποιος λέει «εξαιτίας» θα γνωρίσει τη διάψευση τω ελπίδων του. Δεν υπάρχει στέρεα γη κάτω απ’ τα πόδια του. Μα όποιος δέχεται παρόλες τις έκδηλες αντιρρήσεις του, αυτός θα είναι ασφαλής.
Εκεί βρισκόταν η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη σταυροφορία που είχε τελειώσει με την αρρώστια του και τη δεύτερη, για την οποία ξεκινούσε τώρα. Την πρώτη φορά, είχε ξεκινήσει αγνοώντας τα αίτια της· τώρα, τα ήξερε, μα καταλάβαινε πως τα αίτια δεν έχουνε και τόση σημασία. Βρίσκονται εκεί, σαν το κέλυφος γύρω απ’ το κουκούτσι, παραμένει ανέπαφο, μακριά απ’ τα’ αποτελέσματα και τα αίτια.
Σ’ αυτό το σημείο συνειδητότητας φτάνει ο «σταυροφόρος» - χωρίς σταυρό- μέσα από τα βιώματα και τα συναισθήματα, όχι μόνο μέσα από λογικές διεργασίες (οι οποίες, φαίνεται, εκ των υστέρων φαίνεται να ερμηνεύουν τη στάση του ήρωα).
Έτσι, φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα το motto του τελευταίου κεφαλαίου:
Για μερικούς, ω,
Το να μην είναι μάρτυρες, είναι μαρτύριο.
Ντον
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Ιανουαρίου 26, 2008

Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου, αφήγηση Παν. Καλιότσου

Απίστευτη όσο ένα παραμύθι είναι αυτή η «αφήγηση» του Παν. Καλιότσου, που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, διασταυρωμένα με πηγές και ντοκουμέντα. Πρόκειται για επεισόδια εκεχειρίας μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων στο Δυτικό μέτωπο το Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, τα Χριστούγεννα του 1914, ανάμεσα σε στρατιώτες των δυο μετώπων, κατά παράβαση βεβαίως των άνωθεν εντολών.
Είναι ένα πολύ μικρό βιβλιαράκι, απ’΄όπου απουσιάζει ο συγγραφέας (σκόπιμα άλλωστε επισημαίνεται ως αφηγητής), και, όπου, αφού μας παρουσιάζει με αδρές γραμμές τις συνθήκες (κρύο, υγρασία, ποντίκια, ψείρες, ψύλλοι, πτώματα, μπόχα κλπ.), παραθέτει αυτούσιες πηγές- κυρίως γράμματα, ημερολόγια, αποφάσεις των Στρατηγείων- που πιστοποιούν αυτές τις απίθανες στιγμές συνείδησης και ανθρωπιάς εκατέρωθεν. Ο αποστασιοποιημένος αυτός τρόπος που διάλεξε ο Π. Καλιότσος να κάνει γνωστή την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου» (και μάλλον δεν είναι υπερβολή), είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο ενδεδειγμένος, γιατί τα γεγονότα είναι τόσο συγκλονιστικά, που μιλάνε από μόνα τους (έχω μόνο κάποιες επιφυλάξεις για τις τελευταίες σελίδες, όπου δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για μαρτυρίες ή μυθοπλασία). Η ίδια ιστορία έχει γυριστεί και ταινία που λέγεται “Merry Chrismas” (ολίγον χολιγουντιανή- η σκηνή με τη Δανέζα στο στρατόπεδο είναι μάλλον off),
Όπως επισημαίνεται στην πρώτη κιόλας σελίδα, η ιστορία αυτή είναι ακόμα πιο συγκλονιστική αν πάρει κανείς υπόψη του το μίσος και την προπαγάνδα που καλλιεργήθηκαν πριν τον πόλεμο σ’ όλες τις χώρες, και τον ενθουσιασμό με τον οποίο συμμετείχαν οι απλοί στρατιώτες. Η ταλαιπωρία όμως της ζωής στα χαρακώματα γρήγορα μεταστρέφει αυτόν τον ενθουσιασμό και γεννά το αίσθημα του παραλόγου, ενώ στην περίπτωσή μας φαίνεται να ενώνει τους «κατ’ ανάγκην» εχθρούς, που σε ορισμένα σημεία των χαρακωμάτων απέχουν μεταξύ τους μόλις 100 ή και 50 μέτρα! Έτσι, ακούγονται οι φωνές τους τα τραγούδια τους, οι συναγερμοί τους κλπ. Η χαλαρή πειθαρχία που έχουν τη μέρα των Χριστουγέννων, η νοσταλγία της πατρίδας μετά την παραλαβή των δεμάτων με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και δώρα, ίσως και η απουσία των ανώτερων σε κάποιες περιπτώσεις, τους δίνει το θάρρος να ξεδιπλώσουν την καταπιεσμένη ανθρωπιά (η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις, όμως, γίνεται πιο συνειδητή). Δειλά- δειλά βήματα προσέγγισης γίνονται κι απ’ τις δυο πλευρές, και υπάρχει ανταπόκριση:
· Το τραγούδι και τον χορό ενός βαρύτονου Άγγλου στρατιώτη υποδέχονται γερμανικά χειροκροτήματα και ιαχές «Μπράβο Τόμμυ». Ακολουθεί μια μπότα γερμανική που πέφτει μέσα στο χαράκωμα των Άγγλων, γεμάτη λουκάνικα, καραμέλες κι ένα σημείωμα! Ο πάγος σπάει και στη συνέχεια συμφωνούν να τραγουδήσουν όλοι μαζί την Άγια Νύχτα!
· Ακόμα πιο απίστευτη είναι η μαρτυρία ενός φαντάρου, ότι το από κοινού κυνήγι ενός αρουραίου κατέληξε σε… παιχνίδι ποδοσφαίρου, αρχικά με κονσερβοκούτια και στη συνέχεια με πραγματική μπάλα, σ΄ ένα «γήπεδο» γεμάτο τρύπες απ’ τα βλήματα, τάφους και σταυρούς!
· Σε άλλο σημείο των χαρακωμάτων συνεννοούνται να γλεντήσουν από κοινού με τραγούδια και φαγητά, φτιάχνοντας τραπέζια και καθίσματα από μαδέρια…
· Η πιο συγκλονιστική ιστορία όμως που καταγράφει το βιβλίο (γιατί ποιος ξέρει πόσες ξεχάστηκαν), είναι κατά τη γνώμη μου το γράμμα του Άγγλου προς τη μητέρα του που την παρακαλεί να στείλει το γράμμα του Γερμανού (με τον οποίο γνωρίστηκε το βράδυ) προς την αγαπημένη του… Έψαχνε, λέει, έναν Λονδρέζο για να παραδώσει αυτοπροσώπως το γράμμα στην ερωμένη του που φοβάται ότι τον ξέχασε…
Νομίζω ότι περιττεύουν τα λόγια και τα σχόλια και σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στην ιστορία που πέρα απ’ την απόγνωση όπου μας οδηγεί, μας χαρίζει και ιερές στιγμές, γεμάτες ανυπέρβλητη ομορφιά, χιούμορ (;) και ανθρωπιά…

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2008

Γιούγκερμαν, Μ. Καραγάτση

Δεν το ξεκίνησα τόσο από ενδιαφέρον, ούτε λόγω της ομώνυμης σειράς στην τηλεόραση, όσο επειδή το επιλέξαμε στην εξεταστέα ύλη της Β΄Λυκείου! Για την ακρίβεια, πίστεψα ότι θα με κουράσει, γιατί κι ο «Κίτρινος φάκελλος» που ξαναδιάβασα τελευταία με είχε κουράσει. Με είχε κουράσει ο προβλέψιμος «νατουραλισμός», που όσο κι αν είναι ένα είδος κοινωνικής κριτικής, ισοπεδώνει τα πάντα.
Όμως, εδώ τα πράγματα τα βρήκα …διαφορετικά. Κατ’ αρχάς, … κλασική λογοτεχνία! Ύφος μεστό, περιεκτικό, γλαφυρό! Οι άνθρωποι και τα γεγονότα δεν περιγράφονται απλώς, ζωγραφίζονται. Είναι ολοζώντανα μπροστά σου, και όχι μονοδιάστατα. Και οι τόποι, και η εποχή. Κι όλ’ αυτά δεν είναι στατικά, όπως συνηθίζεται στη γενιά του ‘ 30, υπάρχει εξέλιξη, ωρίμανση. Και σαφώς η επιλογή του πρωταγωνιστή, δηλ. του ασύμβατου και ασύδοτου Γιούγκερμαν ήταν οπωσδήποτε για την εποχή μια επανάσταση («…εκείνη η εφεύρεση των ηθικολόγων που λέγεται συνείδηση, δεν φώλιασε ποτέ στο κακότροπο κεφάλι του»).

Η ζωή του Γιούγκερμαν, λοιπόν το θέμα, σα να λέμε «Ο βίος και η πολιτεία του Βάσια Κάρλοβιτς», Φινλανδού στην καταγωγή, που υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό ως ίλαρχος (μάλιστα γνώρισε και τον άλλο ήρωα του Καραγάτση, τον συνταγματάρχη Λιάπκιν) κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, και μετά τη Ρωσική επανάσταση αποφάσισε να έρθει ως πρόσφυγας και να ζήσει στην Ελλάδα. Έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα στην πατρίδα του και στην οικογένειά του που του άφησε ανοιχτές πληγές. Έχοντας στην πλάτη του φόνο,κλοπή, μια γυναίκα που τη …μοιραζόταν μ’ έναν ανθυπολοχαγό (και με τον οποίο νέμονταν και την πατρότητα δυο παιδιών!!), δαιμόνιος και αδίστακτος, μπαίνει βαθιά στον υπόκοσμο (ναρκωτικά, πορνεία, απατεωνιές), γλεντώντας και πίνοντας μέχρι ορίων. Με την εξυπνάδα του ωστόσο, σιγά σιγά κοινωνικοποιείται, ανέρχεται κοινωνικά, γίνεται «πολιτισμένος», Ευρωπαίος, αποκτά σημαντική διοικητική θέση στην Τράπεζα και μαζί με την κοινωνική άνοδο, πλούτο και γόητρο.
Μέσα απ’ αυτό το πέρασμα από τα κοινωνικά στρώματα ζωγραφίζεται η ελληνική κοινωνία, βασικά η αστική ζωή από τη δεκαετία του 20 και μετά. Βλέπουμε την επιρροή που ασκεί στην αμοραλιστική και τυχοδιωκτική του φύση η ποιητική ιδιοσυγκρασία του φίλου και συναδέλφου του Καραμάνου, με τον οποίο πλέκεται ένα μικρό δράμα. Το κύριο βάρος, όμως, κατά τη γνώμη μου πέφτει στα αντίστοιχα δράματα με τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, και με τις οποίες, αυτός, ο αχόρταγος επιβήτορας, είχε εντέλει σύντομες και ανολοκλήρωτες σχέσεις.
Η μητέρα του, η σαγηνευτική και ποθητή Ντίνα, η αγνή Βούλα αλλά και άλλες δευτερεύουσες γυναικείες μορφές - διαφορετικές εκφάνσεις του πολυπρόσωπου «θήλεος»-, στοιχειώνουν τον ήρωα και τον οδηγούν στην ωρίμανση. Ο Καραγάτσης, μεταφέροντας μυθιστορηματικά τις φροϋδικές αντιλήψεις της εποχής, περιγράφει γλαφυρά τους πόθους, τις φαντασιώσεις, τις διαψεύσεις κάθε μορφής έρωτα συνθέτοντας με αξιοθαύμαστο τρόπο την πολύπλοκη, την πολυδιάστατη και ενίοτε αντιφατική ψυχολογία των ηρώων, κρατώντας μια κλασική ισορροπία ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο. Χωρίς κενά, αλλά και χωρίς περιττές αναλύσεις.
Παρόλο τον πραγματισμό και ορθολογισμό του συγγραφέα ωστόσο, «διαρρέουν» και μεταφυσικές τάσεις όπως στο τηλεπαθητικό όραμα της Βούλας, αλλά κυρίως στην καταληκτική σκηνή θανάτου του Γιούγκερμαν.
Τώρα πια, είναι αργά. Τώρα μετράει στα δάχτυλα της (της Ντίνας), τα χαμένα χρόνια της επιθυμίας, κι όχι τις κερδισμένες μέρες της ηδονής. Να γερνάς με τη θύμηση των όσων χάρηκες… Φτηνές ικανοποιήσεις· ανούσιο τέλος γλυκανάλατης ζωής.
Πρόκειται για μια κορύφωση, όπου κατά τη γνώμη μου ξεδιπλώνεται όλη η τέχνη του Καραγάτση. Είναι η σκηνή κατά την οποία ο Γιούγκερμαν, γερασμένος και σοφός πια, επιστρέφει (σαν τον «λύκο» στον οποίο γίνεται εκτεταμένη αναφορά) στα πάτρια εδάφη για να πεθάνει, και σ’ ένα όραμα/παραλήρημα επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με νεκρούς και ζωντανούς. Είναι ένα είδος «Νέκυιας», μια έσχατη συνάντηση με το «θήλυ», ένας διάλογος με τον εαυτό, με τον θάνατο.
Έτσι, όλες οι «πληγές», οι ανοιχτές υποθέσεις αντιμετωπίζονται συνολικά απ’ τον ώριμο πια Γιούγκερμαν σ’ έναν απολογισμό ζωής, μέσα από πικρή, θυμοσοφική αλλά και ρεαλιστική οπτική.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008

Το παλιοκόριτσο, Μάριος Βάργκας Λιόσα

Ένας Λιόσα ισοδύναμος της καταπληκτικής «Γιορτής του τράγου», αλλά με τελείως διαφορετικό θέμα. Ο Περουβιανός νεαρός Ρικάρντο σκιαγραφεί τη ζωή του, αρχικά ως έφηβου στο προεπαναστατικό Περού και στη συνέχεια ως διερμηνέα και μεταφραστή στη Γαλλία του ’60 @ την Αγγλία του ’70. *Το κεντρικό θέμα, όμως, είναι ο μοιραίος έρωτας του αφηγητή με το «παλιοκόριτσο», ένας έρωτας τόσο μονόπλευρος (ειδικά στην αρχή), που αναγκαστικά είναι ρηχός και μονοδιάστατος. Η μικρή Χιλιανή που συγκινεί τον Ρικάρντο με το χορό της και τα σκέρτσα της, αποδεικνύεται ότι είναι φτωχή Περουβιανή, εξαφανίζεται, ενώ πολύ αργότερα (δεκαετία του ’60) ο ήρωας τη συναντά στο Παρίσι ως Περουβιανή αντάρτισσα (εποχή μετά τη δικτατορία του στρατηγού Οδρία, της Περουβιανής επανάστασης), για ν’ ανακαλύψει πρώτον, ότι «δεν δίνει δυάρα για την πολιτική» και δεύτερον, ότι λέει απανωτά ψέματα, ότι το μόνο που τη συγκινεί είναι ο απόλυτος έρωτας του ήρωα, ενώ εκείνη αντίθετα μένει τελείως απαθής, Μετά από ένα σύντομο και μονόπλευρο ειδύλλιο, την ξαναβρίσκει μετά από χρόνια με άλλο όνομα, ως σύζυγο του εμπορικού ακόλουθου της γαλλικής πρεσβείας, προκειμένου να φύγει από την Κούβα (όπου είχε πάει για …επαναστατική εκπαίδευση). Αλλάζει λοιπόν ρόλους και προσωπεία, με στόχο ν’ ανέβει κοινωνικά και να ζήσει μια πλούσια ζωή, ενώ ο άκρατος εγωκεντρισμός, ο τυχοδιωκτισμός και ο αμοραλισμός της φαίνεται ότι είναι αυτά που προσελκύουν τον Ρικάρντο.
Οι ερωτικές τους συνευρέσεις είναι πολύ αραιές στην αρχή κι απολύτως μονόπλευρες.
(Σελ. 71: Μιλούσε με τόση ψυχρότητα που δεν έμοιαζε με κοπέλα που έκανε έρωτα αλλά μ’ έναν γιατρό που διατύπωνε μια τεχνική περιγραφή, ξένη προς την απόλαυση. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου, ήμουν απολύτως ευτυχής, όπως δεν ήμουν για πολύ καιρό, ίσως ποτέ).
Είναι οι προδιαγραφές για ένα δράμα. Ο απόλυτος έρωτας προς κάποιο «ψυχρό» κι απρόσιτο πρόσωπο (εγώ ποτέ δεν θα είμαι ευχαριστημένη με όσα κι αν έχω), έρωτας που φτάνει μέχρι την αυτοταπείνωση, το «σβήσιμο του εγώ», δεν μπορεί παρά να’ χει δραματική εξέλιξη. Το παλιοκόριτσο αναζητά το καθρέφτισμά της μέσα στα μάτια του παθιασμένου Ρικάρντο, ενώ αραιά και πού φαίνεται ν’ απολαμβάνει τις ερωτικές στιγμές. Όταν όμως η προσέγγιση ξεπερνά κάποιο όριο, ανεξήγητα τον προσβάλλει ή φεύγει, κόβει κάθε δεσμό κι εξαφανίζεται.
Ο Ρικάρντο, που αυτοχαρακτηρίζεται «κομψός χίπης», ζει τον πνευματικό αναβρασμό της Γαλλίας του Μάη του ’68 αλλά και της Αγγλίας των χίπηδων και των σκίνχεντς. Μέσω της φιλίας του με τον χαρακτηριστικότατο και πολύ ενδιαφέροντα Χουάν Μπαρέτο, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής. Όταν πια η υπόθεση της μικρής Χιλιανής έχει ξεχαστεί, την ξανασυναντά, σχεδόν τυχαία, ως … Μεξικάνα, γυναίκα κάποιου εκτροφέα αλόγων (Μίσες Ρίτσαρτσον), έχοντας αφήσει τον Γάλλο σύζυγό της και κυνηγημένη από την αστυνομία της Ελβετίας, εφόσον σήκωσε τον λογαριασμό του. Οι δυο ήρωες αρχίζουν και συγκλίνουν κάπως περισσότερο, εφόσον ο Ρικάρντο έχει γίνει πιο δυναμικός (You are learning, καλόπαιδο) :
Σελ. 130: Με τα χρόνια έγινα σαν κι εσένα. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά για να κατακτήσεις αυτό που θες. Είναι τα λόγια σου, παλιοκόριτσο, και γω, το ξέρεις καλά, το μόνο πράγμα που θέλω στ’΄αλήθεια στον κόσμο είσαι εσύ. (…) το χειρότερο δεν είναι ότι σου λέω (γλυκανάλατα λόγια). Το χειρότερο είναι ότι τα νιώθω. Με μετατρέπεις σε ήρωα σαπουνόπερας, δεν τα έχω πει σε καμία άλλη εκτός από σένα.
Με πολλή τέχνη ο Λιόσα μάς μεταφέρει στα βάθη αυτής της μοναδικής σχέσης που αρχίζει και αποκτά κάποιο νόημα. Η γυναίκα έχει αυτόν τον μοναδικό τρόπο να ηδονίζεται (με αυτή την ένταση που εγώ δεν είχα δει ποτέ σε άλλη γυναίκα, στη δική της ευχαρίστηση, μοναχική, προσωπική, εγωιστική- σελ. 134) και βλέπουμε ότι, αν μη τι άλλο, είναι αληθινή:
-Ποτέ δεν έχω πει «σε θέλω», «σ’ αγαπώ» νιώθοντάς το στ’ αλήθεια. Σε κανέναν. Αυτά τα πράγματα τα λέω πάντα στα ψέματα. Γιατί δεν έχω αγαπήσει ποτέ κανέναν, Ρικαρντίτο. Τους έχω πει ψέματα, σε όλους, πάντα. Νομίζω ότι ο μόνος άντρας που δεν έχω πει ψέματα στο κρεβάτι είσαι εσύ.
-Μπα, από σένα αυτό είναι ερωτική εξομολόγηση.
Μια δικαιολογημένη καθυστέρηση από μέρους του Ρικάρντο είναι η αφορμή για μια εκ νέου εξαφάνιση. Και αρχίζει η οδύνη. Αρχίζει επιτέλους ο ήρωας/αφηγητής να «νιώθει φτυσμένος», ωστόσο αρχίζει κατά κάποιον τρόπο η αντίστροφη κίνηση, η αντίστροφη αναζήτηση: το παλιοκόριτσο είναι τώρα μπλεγμένο μ’ έναν Ιάπωνα γκάνγκστερ, αλλ’ αρχίζει και προσεγγίζει τον Ρικάρντο πιο τρυφερά, πιο ουσιαστικά. Μέχρις που αποκαλύπτεται ότι οι ερωτικές περιπτύξεις τους κι η θερμή συμπεριφορά της «Κουρίκο» (άλλαξε φυσικά και όνομα!) ηδονίζει τον «αφέντη» της που κάθεται κρυφά στο σκοτάδι και τους παρακολουθεί… Το σοκ κανει τον Ρ. να τη σιχαθεί, ν΄απομακρυνθεί με την απόφαση πια να μην ξαναεξεφτελιστεί ποτέ…
Είμαστε στη σελ. 207, και το «θέμα» του μυθιστορήματος είναι στην κορύφωση. Είναι-κατά τη γνώμη μου η ακραία ταπείνωση του έρωτα, και σ΄αυτήν την οριακή στιγμή αφορά και τους δυο πρωταγωνιστές. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την ψυχολογική κρίση και ωρίμανση του ήρωα, ο οποίος καταφέρνει κι αποστασιοποιείται, συνέρχεται και αφοσιώνεται σε άλλες δραστηριότητες. Τώρα όμως, το παλιοκόριτσο είναι που τον κυνηγά, κι όταν πια, ύστερα από αφόρητες πιέσεις, ο Ρ. δέχεται να ξανασυναντηθούν, η γυναίκα είναι πια ένα ζωντανό πτώμα. Από τις κακοποιήσεις και τις διαστροφές του Ιάπωνα, του «έρωτα της ζωής της»; Φτωχή, διωγμένη, κυνηγημένη.
Άλλη πορεία, άλλα συναισθήματα. Προσέγγιση, φροντίδα, θεραπεία, …γάμος. Στιγμές αγάπης, επικοινωνίας, αλλά και πάλι φυγή.
(-Ο γάμος μας έγινε μόνο για να πάρω τα χαρτιά. Έτσι, μη μου ζητάς εξηγήσεις για τίποτα.
Με προκαλούσε τσιτωμένη σαν κοκόρι. Στην κούραση τώρα προστέθηκε και μια αίσθηση γελοιότητας. Είχε δίκιο: ήμασταν πια γέροι για τέτοιες σκηνές).
Το «παλιοκόριτσο» φυσικά επιστρέφει, όταν πια πλησιάζει η ώρα του θανάτου, για να πεθάνει κοντά στον ώριμο πια -συναισθηματικά- Ρικάρντο. Η μεταστροφή και η αντιστροφή είναι δραματική.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα πάνω σ’ ένα θέμα σχεδόν …τετριμμένο, (αχ, αυτός ο έρωτας!), που κατά τη γνώμη μου ο Λιόσα το χειρίζεται με μοναδικό και μη μελοδραματικό τρόπο.

*Αξιόλογη η παρουσίαση της anagnostria, αλλά και του Δημήτρη Αθηνάκη (ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συζήτηση στα σχόλια για την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Λιόσα)

Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

στην ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν

Το βιβλίο ξεκινά με μια εκτενέστατη κι αναλυτικότατη περιγραφή της πρώτης νύχτας του γάμου δύο «αθώων νεαρών νιόπαντρων», όπως λέει το οπισθόφυλλο (alef: “Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα”), δύο μορφωμένων αλλά άπειρων και παρθένων νέων της δεκαετίας του ‘60, με τη διαφορά ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένη συστολή, εφόσον η κοπέλα είναι απελπιστικά ψυχρή κι εγωίστρια. Ο Γιούαν, με την ψυχογραφική του ικανότητα, μας μεταφέρει αναλυτικά κάθε μύχια σκέψη και συναίσθημα των ηρώων και ως εκ τούτου, το βιβλίου έχει ενδιαφέρον καθώς γεννιέται η περιέργεια για το πώς θα καταλήξει αυτή η ιδιόρρυθμη σχέση.
Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια σεξουαλικής επαφής αποβαίνει γελοία, σχεδόν «Γουντι αλλενική», εφόσον ο ‘Εντουαρντ αποδεικνύεται ανίκανος να … ξεκουμπώσει το φουστάνι. Μεσολαβεί ένα μεγάλο κεφάλαιο αναδρομών στην παιδική ηλικία του καθένα χωρίς τα γεγονότα να ερμηνεύουν την προβληματική και σπαστική στάση της κοπέλας, κι όταν τέλος αυτή παραδίδεται ψυχρά και παθητικά στο μοιραίο, με μια ανόητη αφορμή τον ταπεινώνει, φεύγει έξαλλη και του προτείνει … να ζήσουν ως σύζυγοι χωρίς να’ χουν σεξουαλική επαφή!!
Αυτός είναι ο σκελετός, και ο εμπαθής αναγνώστης (δηλαδή…εγώ!!) ταυτίζεται με τον ‘Εντουαρντ, εφόσον η Φλώρενς είναι εξοργιστική και αντιπαθέστατη. Εδώ ωστόσο βρίσκεται κατά τη γνώμη μου και η αρετή του βιβλίου: ο Γιούαν μας οδηγεί βήμα- βήμα στο να δείξει την αναγκαιότητα που οδηγεί τους δυο ήρωες στις αντιδράσεις τους, αλλά και στο να καταλήξει ο Έντουαρντ -στα όψιμα πλέον χρόνια της ωριμότητας-, ότι ήταν «λάθος» του να μη δεχτεί την παράλογη πρόταση της Φλώρενς, η άρνησή του ήταν δηλαδή μια εγωιστική απάντηση στον δικό της εγωισμό, που απομάκρυνε μοιραία δυο ανθρώπους που ουσιαστικά αγαπιόντουσαν.
(σελ. 216, τελευταία):
Όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να φύγει. Τώρα βέβαια έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους ολόκληρη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή-αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν. (…)Έτσι μπορεί ν’ αλλάξει η πορεία μιας ζωής- μένοντας αδρανής.
Θέτει, επομένως, ένα θεωρητικό ζήτημα με τον τρόπο του ο Γιούαν, και δίνει μια υποθετική απάντηση που θυμίζει λίγο «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» του Ε. Κήλυ (Το ότι ο Εγγλέζος δεν επισκέπτεται ποτέ την ελληνίδα φίλη του, αν κι εκείνη τον έδιωξε, είναι ήδη μια απάντηση για τα συναισθήματά του). Προσωπικά, δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτήν την οπτική, δεν μπορώ παρά να βλέπω σαν ένα ισότιμο μέλος το «έτερον ήμισυ», όχι σαν αναξιοπαθούν άτομο που χρήζει βοηθείας, στήριξης, τουλάχιστον σ’ αυτό το βαθμό. Παρόλ’ αυτά, το δεύτερο μισό του βιβλίου αποκτά ιδιαίτερο ψυχογραφικό ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή έχει συναισθηματικές ανατροπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σκηνή κατά την οποία ο συγκρατημένος ‘Εντουαρντ, υπερασπιζόμενος τον αδύναμο φίλο του Μέιδερ, σπάει στο ξύλο έναν μάγκα ανταποδίδοντας την προσβολή. Αντί όμως ευγνωμοσύνης, δέχεται την ψυχρότητα του Μέιδερ:
(σελ. 128):
Στην αρχή ο Έντουαρντ πίστευε ότι το λάθος του ήταν ότι με το να παραστεί μάρτυρας του εξευτελισμού του είχε πληγώσει την περηφάνεια του Μέιδερ, την οποία μετά ο Έ. αποκατέστησε ενεργώντας σαν υπερασπιστής του, δείχνοντας ότι εκείνος ήταν σκληρός, ενώ ο Μ. ένα ευάλωτο ανθρωπάκι. Αργότερα συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχε κάνει, απλώς δεν ήταν κομψό, και η ντροπή του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Οι καβγάδες στους δρόμους δεν συμβάδιζαν με την ποίηση και την ειρωνέια, την τζαζ και την ιστορία. Ήταν ένοχος κακού γούστου. Δεν ήταν το άτομο που νόμιζε πως ήταν. Αυτό που έβλεπε ως μια ενδιαφέρουσα παραξενιά, μια τραχιά αρετή, αποδεικνυόταν πως ήταν μια χυδαιότητα. Ήταν μια ταπεινωτική επαναξιολόγηση.

Συμφωνώ με την τελική κρίση της anagnostria ότι το βιβλίο «μεγεθύνει μια εξαίρεση», «όμως δεν είναι λίγα τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν με θέμα την εξαίρεση και όχι τον κανόνα», και αντιγράφω από το alef:
«Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία».

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Την άλλη φορά, Μαργαρίτα, Μαριάννα Τζιαντζή

Μια σειρά διηγημάτων, που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, εφόσον κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι τα ονόματα ανακυκλώνονται με επίκεντρο τη μυστηριώδη Μαργαρίτα, σε διάφορες φάσεις της ζωής της (ερωτευμένη, λεχώνα, μητέρα κλπ.). Χωρίς να παρατάσσονται γραμμικά στο χρόνο οι ιστορίες, στέκουν και ως αυτόνομα διηγήματα και θυμίζουν λίγο, και ως προς τη δομή αλλά και ως προς το ύφος/ήθος το «Χερουβείμ και Σεραφείμ» του Κουμανταρέα
Άλλωστε και η εποχή όπου μας μεταφέρουν είναι η δεκαετία ’70-’80, (σελ. 31: όταν εγώ μεγάλωνα έσβηνε ο αχός της πείνας, χάραζε η αυγή των εθνικών οδών κι ούτε ήξερα πώς είναι να πεθαίνει κανείς»), Αθήνα και μεταπολίτευση και λίγο μπρος, λίγο πίσω, διαδηλώσεις, οκταετία Καραμανλή αλλά και Πολυτεχνείο, όλα σ’ ένα παζλ όπου συντίθενται τα κομμάτια άτακτα, δημιουργώντας μια νοσταλγική ατμόσφαιρα.
Σελ. 34:
Όλα αμβλύνονται, δεν προφταίνεις ν’ αγαπήσεις ή να μισήσεις έναν δρόμο κι αυτός μεταμορφώνεται, οι άξονες συγκλίνουν, αλληλοτέμνονται, μία κοινωνία με δαιμονισμένη κινητικότητα, η οδός Τοσίτσα σήμερα ένας φιλήσυχος πεζόδρομος, τα νεράτζια της δεν κρύβουν πια ξυράφια, η Μεσογείων που κάποτε σού θύμιζε καμένο δέρμα τώρα οδηγεί στη Λούτσα, μεθαύριο στο αεροδρόμιο, όλα ξεχνιούνται, όλα πια είναι ζήτημα ευαισθησίας και παιδείας.
Κάπως «ηθογραφική» είναι η ατμόσφαιρα στα διηγήματα αυτά, εφόσον μας μεταφέρουν σε«καταστάσεις», ακόμα κι όταν πρόκειται για συναισθήματα. Δεν υπάρχει «εξέλιξη», είναι κάπως στατικά, φωτογραφικά, ίσως αυτή να’ ναι και η αρετή τους:
Τα σπίτια άντεξαν, έγιναν οριζόντιες επεκτάσεις, δόθηκαν άδειες για τρώροφα κι αν χάσκουν μια δεκαετία γυμνά τα μπετά, περιμένοντας το δάνειο, όλα με τη σειρά τους.
Κι αν οι βαρέλες έγιναν ορθογώνια υπόστεγα και η παραλία ζει μια δεύτερη άνοιξη με πιτσαρίες, ντισκοτέκ, φωτεινές επιγραφές (…) εσύ κοιτάζσεις σα χαζή αυτή τη ζωή που δε θέλεις να ποστέψεις γι αληθινή. Σα ν’ αντικρύζεις ξαφνικά την πρώτη σου αγάπη να επιστρέφει από ην Αμερική, «γιου νόου», να σου λέει, πράγματα αυτονόητα, κι εσύ να μιλάς για σάμαλι και τουλούμπες.
Πάρε το απόφαση πως όλο αυτό το λαογραφικό υλικό που στριμώχνεις στην καρδιά σου ανήκει στο παρελθόν. (+++) Μάθε κάποτε να ζεις χωρίς βουνά σ’ αυτό το πανοραμικό επίπεδο που γερνάει με αστρική ταχύτητα.
Ξεχώρισα το «Μια τυχαία συνάντηση», όπου περιγράφεται υπαινικτικά ένας αδιέξοδος έρωτας μέσα στη δικτατορία. Παρόμοια συναισθήματα και «Το μπλε παλτό». Και η εποχή όμως διαγράφεται με ανάλογο τρόπο. Πινελιές μας μεταδίδουν ένα κλίμα, όπως: …στη περίπτωσή μας έχουμε δικτατορία βαλκανικού τύπου, και μάλιστα με μαρκεζίνικο άνοιγμα, έτσι μπορούν οι φοιτήτριες ν’ αγαπούν και τα παιδιά να παίζουν» ή «Θάνατος του βασιλέα, και στο Δημοτικό υποχρεωτική έκθεση ιδεών».
Και:
Αντέξαμε σε δύσκολους καιρούς. Βουλιάξαμε (όμως) στα ρηχά, στην άπνοια της πιο ύπουλης άνοιξης.
Νομίζω ότι αυτό είναι και το «κεντρικό θέμα» της Μαριάννας Τζιαντζή σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, αυτή την «ύπουλη άνοιξη» μας σκιαγραφεί με πολύ διακριτικό τρόπο, και το πετυχαίνει, αποδεικνύοντας ότι η λογοτεχνική της ικανότητα είναι ισάξια της δημοσιογραφικής.

Το ομώνυμο διήγημα έχει το περιεχόμενο που υπαινίσσεται ο τίτλος: το όραμα της Μαργαρίτας για έναν κόσμο διαφορετικό, όπου όλα παύουν να είναι εφιαλτικά, διακόπτεται απότομα:
Σελ. 82:
Πού πας Μαργαρίτα, οι δρόμοι έχουν κλείσει.
(…)
Άσε Μαργαρίτα, την άλλη φορά.
Μονάχη σου θα βρεις πως αυτό που έγινε είναι μια τόση δα μικρή στιγμή, ένα φτερούγισμα της νύχτας που υπόσχεται τα πάντα, πως ο άλλος γύρος θα είναι δικός σου.
Κι αυτό το σημείο (το τέλος του διηγήματος) έχεται σε αντιστοιχία με το τέλος του βιβλίου:
Γειά σου, Μαργαρίτα, αυτά που ζήσαμε δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ εκείνα που πρόκειται να έρθουν, εσύ το ξέρεις πως αρχίζουμε ξανά απ’ την αρχή.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Νορβηγικό δάσος, Χαρούκι Μουρακάμι

Ένα βιβλίο με θέμα τον έρωτα ως δρόμο προς την συτογνωσία, και μάλιστα έναν έρωτα αδιέξοδο, ανικανοποίητο, κι εν πολλοίς μονόπλευρο. Ίσως αυτό να’ ναι και το μοναδικό πρόβλημα σ’ αυτό το ποιητικό και «σιωπηλό» βιβλίο, γεμάτο από τη σιωπηλή και μονόδρομη ουσιαστικά απαντοχή του πρωταγωνιστή Τόρου Βατανάμπε απέναντι στη Ναόκο, την κοπέλα που αγαπά με πάθος, αλλά στην ουσία δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει ποτέ τη συνάντηση μαζί της, εφόσον εκείνη είναι μπερδεμένη, πληγωμένη και, απ’ ό,τι φαίνεται, ψυχικά –και σωματικά;-«ευνουχισμένη».
Βρισκόμαστε φυσικά στην Ιαπωνία κι αφηγείται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ή μάλλον , προσπαθεί, χρόνια μετά απ’ τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, να γράψει για τη Ναόκο. Από τις πρώτες σελίδες, ήδη, μας λέει ότι δοκίμασε πολλές φορές να γράψει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ήξερα ότι αν έγραφα μία, την πρώτη γραμμή, τα υπόλοιπα θα ξεχύνονταν στο χαρτί από μονα τους. Όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα, τόσο έντονα που δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω- όπως συμβαίνει με τους χάρτες: όταν δείχνουν πάρα πολλά πράγματα, μερικές φορές είναι άχρηστοι.
Αφορμή της αναμόχλευσης των αναμνήσεων είναι το αγαπημένο τραγούδι των Beatles, “Norwegian Wood”, που τον οδηγεί σε μια πρωταρχική εικόνα από τη Ναόκο: σ’ έναν αθώο περίπατο τού ζητάει «να μην την ξεχάσει ποτέ»(τι εγωιστική αφέλεια!!). Ο Τόρου, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι δεν είναι εξίσου αφελής (κι ευτυχώς ούτε κι ο συγγραφέας!), και τελειώνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο με μια συγκλονιστική φράση συνειδητότητας και ωριμότητας:
Όσο ξεθωριάζει η θύμηση της Ναόκο μέσα μου, τόσο βαθύτερα την καταλαβαίνω. Ξέρω πια γιατί μου ζήτησε να μην την ξεχάσω. Η Ναόκο ήξερε. Και βέβαια ήξερε. Ήξερε ότι οι αναμνήσεις μου θα θάμπωναν, θα έσβηναν. Γι’ αυτό και με παρακάλεσε να μην την ξεχάσω. Να θυμάμαι ότι έζησε.
Στη σκέψη αυτή μια αφάνταστη, σχεδόν ανυπόφορη θλίψη με κυριεύει. Επειδή η Ναόκο δεν μ’ αγάπησε ποτέ.
Έτσι λοιπόν, έχοντας αυτή την πικρή επίγνωση ξεκινά να ξεδιπλώνει ο αφηγητής τις αναμνήσεις του, εμβαθύνοντας σε μια αγάπη που τον υπερβαίνει αλλά είναι αδιέξοδη. Αρχικά τους φέρνει κοντά η αυτοκτονία του κοινού τους φίλου Κιζούκι, παιδικού φίλου κι εραστή της Ναόκο. Η μυστήρια σχέση που έδενε τους τρεις ήταν μοναδική κι αναντικατάστατη, μια ισορροπία που φαίνεται ότι διατηρούνταν με κεντρικό πρόσωπο τον Κιζούκι (είχε ένα σπάνιο ταλέντο: ήξερε να βρίσκει ενδιαφέροντα στοιχεία στα γενικά αδιάφορα σχόλια οποιουδήποτε συνομιλητή κι έτσι συζητώντας μαζί του είχες πάντα την αίσθηση πως ήσουν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος που ζούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή).
Η οδυνηρή απουσία του Κιζούκι φέρνει άλλες ισορροπίες. Οι δυο ήρωες είναι σιωπηλοί κι αισθησιακοί, κι η πιο στενή τους προσέγγιση είναι μια βραδιά που η Ναόκο «μιλά ακατάπαυστα» αλλά «υπήρχε κάτι αφύσικο στις ιστορίες της» κι αυτό ήταν η προσπάθεια ν’ αποφύγει κάποια θέματα. Η ερωτική συνεύρεση που ακολουθεί είναι η μοναδική τους, αλλά και μοναδικής ψυχικής έντασης, και μοναδικός επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Μουρακάμι αποδίδει τη μοναδική αυτή στιγμή.
Η ένταση αυτή διώχνει την Ναόκο μακριά κι οι δυο πρωταγωνιστές χάνονται. Ο Τάρου είναι ανοιχτός, έχει την ιδιοσυγκρασία του ποιητή και εμπλέκεται σε διάφορες σχέσεις από τις οποίες ξεχωρίζει η Μιντόρι, μια γυναίκα αντιδιαμετρικά αντίθετη από τη Ναόκο, γήινη, συναισθηματική, (λίγο σπαστική στις απαιτήσεις της) κι ερωτική! Ο Τάρου περιγράφει, γραμμικά στο χρόνο αλλά ουσιαστικά και με βάθος, τις εσωτερικές συγκρούσεις μέσα από τα γεγονότα.
Η Ναόκο ξαναβρίσκεται χρόνια αργότερα σε νοσηλευτικό ίδρυμα όπου συνδέεται ψυχικά με τον τέταρτο χαρακτήρα που διαγράφεται αρκετά γλαφυρά στο βιβλίο, τη Ρέικο. Ο Τάρου αποκτά ουσιαστική σχέση και με τη Ρέικο, ενώ η Μιντόρι εξαφανίζεται για να τον προσελκύσει και πάλι. Βλέπουμε δηλαδή μια συναισθηματική αστάθεια, ή μάλλον «πολλαπλότητα» που γοητεύει, εφόσον είναι …πειστική. Η συναισθηματική του σύγχυση κορυφώνεται όταν μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε και η Ναόκο, γεγονός όμως που φαίνεται ότι τον ωριμάζει, κι από κει και πέρα αρχίζει να επεμβαίνει πιο δυναμικά στην ίδια του τη ζωή.
Σελ. 472:
Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι, μιά πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου, κομμάτι του εαυτού μου: ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της. Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε τον θάνατο. Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι παρά μία μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’ αυτή. Μα ό, τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα.


Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Ωραιότατη η παρουσίαση από τον librofilo εδώ, ο οποίος με τη σειρά του παραπέμπει και σε άλλους "μουρακαμικούς"!!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

Ψέματα και μυστικά, Κέιτ Άτκινσον

Αυτό το βιβλίο μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω γιατί δε μ’ αρέσει ο νατουραλισμός, ή μάλλον, ποια στοιχεία του νατουραλισμού δε μ’ αρέσουν. Βέβαια, δεν είμαι απόλυτα βέβαιη ότι έχει τη σφραγίδα του νατουραλισμού, εφόσον δεν πρόκειται για υψηλή λογοτεχνία, αλλά μάλλον για μια αστυνομικού τύπου ιστορία μυστηρίου που δίνει την ευκαιρία να διερευνήσει τις οικογενειακές σχέσεις(προσφιλής τεχνική της συγγραφέως, της οποίας το «Στα παρασκήνια του μουσείου» μου είχε αρέσει πολύ, όπως και «Το ανθρώπινο κροκέ»).
Για την ακρίβεια, όλο το βιβλίο χτίζεται γύρω από τρεις ιστορίες μυστηρίου (εξαφάνισης και φόνων) που προσπαθεί, μετά από χρόνια, να εξιχνιάσει ένας πρώην αστυνομικός και νυν ντέτεκτιβ (κλασικά). Το «στήσιμο» των τριών μυστηρίων γίνεται παράλληλα, φτάνει περίπου ως το ένα τρίτο του βιβλίου και κουράζει. Μόλις έχεις «μπει» μέσα στην μια υπόθεση, καλείσαι να μεταφερθείς αλλού, με άλλα ονόματα και άλλα σκηνικά. Φυσικά οι ιστορίες κάποτε συγκλίνουν, άλλωστε ο κοινός πρωταγωνιστής ντετέκτιβ Μπρόντι συντελεί σ’ αυτό. Η πλοκή παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, ή μάλλον, ξυπνά την περιέργεια και – ευτυχώς!- ο αναγνώστης ικανοποιείται στο τέλος από αξιοπρεπείς λύσεις, ή μάλλον απαντήσεις στα μυστήρια, γιατί οι λύσεις δεν αποκαλύπτονται ακριβώς από τον ντετέκτιβ αλλά από τον παντογνώστη συγγραφέα… (αδυναμία της αφήγησης: κάπως αυθαίρετα, ο συγγραφέας ανατρέχει στο παρελθόν για να περιγράψει με λεπτομέρειες τι ακριβώς έγινε. Είναι αυτό που μαθαίνουμε στη λογοτεχνία «εξωτερική αφήγηση»; Αν ναι, δε μ’ αρέσει!!)
Όσο αφορά το ύφος, είναι γρήγορο, σατιρικό και έξυπνο, δηλαδή με έξυπνες ατάκες και σχόλια. Μπορεί να σε γοητεύσει, αλλά εμένα στο τέλος μ’ εκνευρίζει. Είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι διεφθαρμένοι ή αλλοτριωμένοι ή «εαυτούληδες». Δεν είναι παρά ανθρώπινοι «τύποι», τύποι που τους συναντάς στην αλλοτριωμένη κοινωνία μας. Ακόμα και τα συναισθήματα παρουσιάζονται περιχαρακωμένα και τυποποιημένα μέσα από τον αποστασιοποιημένο φακό του συγγραφέα αφηγητή. Εδώ βρίσκω και την ομοιότητα με τον νατουραλισμό, αν και φυσικά στερείται της λογοτεχνικότητας των μεγάλων νατουραλιστών. Είναι τόσο στατικοί και προβλέψιμοι οι χαρακτήρες, σα φωτογραφίες. Το μόνο που σε κρατά είναιη πλοκή, κι αυτή με αδυναμίες…

Χρισίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Το τελευταίο παραμύθι του Μιγκέλ Τόρρες ντα Σίλβα,Τόμας Φόγκελ

Δεν μ’ ενδιαφέρει αν μια ιστορία έχει συμβεί
στην πραγματικότητα, αλλά αν είναι αληθινή
Ένα παραμύθι με κεντρικό θέμα ένα… παραμύθι. Το αφηγείται ο εγγονός ενός περίφημου παραμυθά, ο οποίος πεθαίνοντας άφησε μισοτελειωμένη μια απ’ τις εκπληκτικές του ιστορίες.
Ο Μανουέλ (ο εγγονός), βασανίζεται απ’ την απορία για ο τέλος της χαμένης ιστορίας και στρέφεται στην αναζήτηση των προφορικών αφηγήσεων που χάθηκαν μαζί με το θάνατο του παππού.
Καθώς σπουδάζει μαθηματικά στην Κοϊμπρα, έχει την ευκαιρία να συναναστραφεί μ’ έναν φωτισμένο μαθηματικό που διερευνά τη σχέση της αφήγησης με … τα μαθηματικά. Έτσι, έχουμε τη σχέση μαθητή και δάσκαλου, ο οποίος είναι πνεύμα ευρύ και ανήσυχο. Εμβαθύνει στη σχέση των μαθηματικών με τον κόσμο και τη ζωή και αγαπημένο του σλόγκαν είναι η φράση: «το ένα συναντά το άλλο». Ασχολείται ουσιαστικά με μια «φιλοσοφία» των μαθηματικών, τα οποία συσχετίζει με την αγάπη (σελ. 37: Στην αγάπη υπάρχουν αιώνιες αλήθειες, το ίδιο και στα μαθηματικά), με την περιπέτεια (σαν το θαλασσινό ταξίδι) με το …σκάκι (πρέπει κανείς να διακυβεύει τα πάντα, να θυσιάζει σκέψεις που του είναι αγαπητές για να συνεχίσει μια αγαπητή κίνηση), και φυσικά με τη γλώσσα . Η φιλοσοφία γίνεται κάποια στιγμή και αριθμοσοφία, ένα παιχνίδι παρατηρήσεων και υποθέσεων (σελ. 140: όπως θα έχεις καταλάβει, τα παιχνίδια αρέσουν στους μαθηματικούς).
Το κεντρικό θέμα, όμως, δεν είναι τα μαθηματικά, αλλά το …παραμύθι, η αφήγηση και εννοούμε την προφορική αφήγηση που καθηλώνει το ετερόκλητο ακροατήριο μιας γειτονιάς, μιας ταβέρνας, ενός χωριού. Αυτή η αφήγηση δεν έχει αυτό που ονομάζεται «λογοτεχνικότητα», αλλά στηρίζει τη γοητεία της στην δομή και στην πλοκή. Δεν έχει επεξηγήσεις και αναλύσεις ούτε φραστικά σχήματα. Οι ιστορίες που ανακαλεί ο Μανουέλ σιγά σιγά, με τη διακριτική «βοήθεια» του δασκάλου αλλά και με την ενέργεια που του δίνει ένας παράδοξος έρωτας, μοιάζουν με παραβολές, έχουν τη γοητεία των ταξιδιών, στηρίζονται στο παράξενο, στο παιγνιώδες- προσωπικά μου θύμισαν τις ιστορίες του Νασρεντίν ή της Χαλιμάς (κι αυτές «προφορικές»). Είναι πράγματι πολύ γοητευτικές, θα’ λεγε κανείς ότι είναι «αρχετυπικές».
Οι αναζητήσεις στο χώρο των μαθηματικών αλλά και οι ιστορίες του παππού συγκλίνουν, προς το τέλος του βιβλίου γιατί αφορούν το ίδιο «εσωτερικό ταξίδι»:
σελ. 100-2:
…υπάρχουν σχήματα, σύμβολα και εικόνες που λένε περισσότερα από 100 λέξεις, και υπήρχαν πολύ πριν από τη γραφή. Σκεφτείτε ότι ο λαβύρινθος είναι από τα πρώτα σχήματα που επινόησε ο άνθρωπος. Όποιος τολμούσε να μπει στον λαβύρινθο διακινδύνευε πολλά, ακόμα και τη ζωή του, αλλά είχε και την ευκαιρία –τότε και μόνο τότε-να κερδίσει τα πάντα. (…)όποιος δεν είναι διατεθειμένος να χαθεί, χάνει. Αυτό που μαθαίνουμε από τον Πυθαγόρα αλλά και από τον Αβραάμ Ζακούτο είναι το εσωτερικό ταξίδι.
Έτσι και η τελευταία αυτή ημιτελής ιστορία του παππού, που θα’ δινε τη λύση στο δράμα μιας νεαρής γυναίκας που’ χασε τη …νιότη της ( μόνο σαν συναντήσεις τον εαυτό σου μέσα σε μια ιστορία, σαν να κοιτάζεσαι σε καθρέφτη, μόνο τότε θ’ αποκτήσεις πάλι την αληθινή σου ηλικία, θα ξαναβρείς τη νιότη σου) δίνει την απάντηση σ’ αυτό το θεμελιακό ταξίδι της αναζήτησης της ταυτότητας που αφορά όλους. Η μαθηματική σκέψη του Ριμπέιρο υποδεικνύει ότι η ιστορία του παππού έχει ήδη τελειώσει (σελ. 34: «καλό είναι ν’ ακούει κανείς ιστορίες, καλύτερο όμως είναι ν’ ακολουθεί τη δική του, χωρίς να στέκεται εμπόδιο στον ίδιο του το δρόμο, για να φτάσει έτσι αργά ή γρήγορα στον εαυτό του»/ «μέσα σου είναι η απάντηση. Και ο δρόμος ως εκεί είναι συχνά μακρύς»)
Μια σειρά συμπτώσεων απ’ αυτές που συγχωρούνται μόνο στα …παραμύθια επιβεβαιώνουν την αλήθεια των γεγονότων για τον έκπληκτο Μανουέλ, αν και δεν έχει σημασία η πραγματικότητα γιατί, όπως επισημαίνεται εύστοχα,
η πραγματικότητα είναι υπαρκτή η αλήθεια όμως, όπως και το ψέμα πρέπει να επινοηθεί, είναι γνήσια δημιουργία, άρα σύμβολο ή, πιο σωστά, ένα κομμάτι του πολιτισμού μας.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί φωτίσεως

Όταν έχεις διαβάσει δυο τρία βιβλία του Σαραμάγκου, αναγνωρίζεις πια έναν τελείως δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο, ένα ιδιαίτερο ύφος/στυλ που δεν το συναντάς σ΄ άλλον συγγραφέα. Και μόνο εξωτερικά, η ανυπαρξία παραγράφων, το ασύνδετο σχήμα ή μάλλον το πολυσύνδετο με συνεχή κόμματα, ακόμα και στους διαλόγους, ή ο μακροπερίοδος λόγος είναι στοιχεία που «φωνάζουν» ότι πρόκειται για έργο του Σαραμάγκου. Αλλά κι επί της ουσίας, η σύλληψη της υπόθεσης είναι πάντοτε στοιχειώδης, μια πυρηνική ιδέα που ξεδιπλώνεται στη συνέχεια «κατά το εικός και αναγκαίον» και υφαίνεται σιγά-σιγά γύρω από τον πυρήνα, σαν κουκούλι. Οι ήρωες μαζί με τα λόγια τους παραθέτουν και τις μύχιες σκέψεις τους κι όλ’ αυτά απαιτούν ένα διαφορετικό –πιο αργό, πιο συγκεντρωμένο- ΡΥΘΜΟ ανάγνωσης, που σου απαγορεύει να πηδήξεις σειρές ή να διαβάσεις βιαστικά, φευγαλέα, διαγώνια κάποια σημεία.
Όλ’ αυτά κατά κανόνα προδιαθέτουν αρνητικά. Κι όμως εμένα εξακολουθεί να με γοητεύει υπερβολικά, και ας είναι το πέμπτο βιβλίο του που διάβασα, κι ας έχουν βλέπω πια κάποια στοιχεία ύφους ως «μανιέρα».
Στην πρωτεύουσα μιας χώρας (χωρίς όνομα) οι εκλογές αναδεικνύουν πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό 70%. Στις επαναληπτικές εκλογές το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο. Αυτός είναι ο πυρήνας. Ακολουθεί η αναστάτωση, τα παιχνίδια της εξουσίας. Άκρως υπερπραγματικό, μη ρεαλιστικό, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά στον αναγνώστη που γυρεύει ρεαλιστική απεικόνιση. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το εξωπραγματικό πλαίσιο καταγράφεται μια «άλλη» αλήθεια, ή μάλλον άλλες, πολλές αλήθειες με τρόπο ανάλαφρο, ονειρικό, που ενίοτε αγγίζει το χιούμορ ή, -ίσως- ίσως, τη πικρή σάτιρα. Η ακρότητα της πλοκής (όπως και στο «Περί τυφλότητας», στο «Η σπηλιά» κλπ.), είναι κι εδώ η αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια σχέσεις και δομές κρυμμένες, που αφορούν βασικά το ρόλο της εξουσίας, και τη σχέση της με το πλήθος και το άτομο.
Κρύβουν π.χ. εκπληκτική αλήθεια οι μη ρεαλιστικές (και μάλιστα, παρουσιάζονται κιόλας ως υποθετικές) σκηνές «ανάκρισης» των ψηφοφόρων που παρακολουθούνται πια κατά τη δεύτερη ψηφοφορία εν αγνοία τους:
Σελ.36:
Τρέμουμε και μόνο στη σκέψη τι μπορεί να συμβεί αύριο στον αθώο άνθρωπο όταν τον φέρνουν για ανάκριση, Ομολογείτε ότι είπατε στο πρόσωπο που βρισκόταν μαζί σας Κάποια μέρα θα συνέβαινε, Μάλιστα, το ομολογώ, Σκεφθείτε καλά προτού απαντήσετε,, σε τι αναφερόσασταν με τις λέξεις αυτές, Μιλούσαμε για τον χωρισμό μου, Χωρισμό ή διαζύγιο, Διαζύγιο, Και ποια είναι τα συναισθήματά σας σε σχέση με το εν λόγω διαζύγιο, Νομίζω κάποια οργή και κάποια απογοήτευση, Περισσότερη οργή ή περισσότερη απογοήτευση, Περισσότερη απογοήτευση υποθέτω, Δεν σας φαίνεται, αφού είναι έτσι, πως θα ήταν περισσότερο φυσικό να αφήσετε έναν αναστεναγμό, κλπ.(…) τι σκεφτόσασταν στην πραγματικότητα ότσν είπατε στον φίλο σας τις λέξεις αυτές, Σας απάντησα ήδη, Δώστε μας μια άλλη απάντηση, αυτή δε μας κάνει, Είναι η μοναδική που μπορούσα να σας δώσω γιατί είναι και η αληθινή, Έτσι νομίζετε εσείς, Εκτός κι αν με βάλετε να επινοήσω μία, Κάντε το, εμάς δε μας ενοχλεί καθόλου να επινοήσετε όσες απαντήσεις θέλετε, με το χρόνο και με υπομονή, συν την κατάλληλη εφαρμογή ορισμένων τεχνικών, θα καταλήξετε σ’ εκείνη που θέλουμε ν’ ακούσουμε, Πείτε μου τότε ποια είναι να τελειώνουμε, Α, όχι, δεν έχει γούστο έτσι, για ποιους μας περάσατε κλπ.
Ανάλογου ύφους είναι και το σημείο (πολύ διασκεδαστικό και πικρά αληθινό) όπου οι πράκτορες της κυβέρνησης, μετά τη δεύτερη ψηφοφορία, «ξεδιαλέγουν μια τεράστια ποσότητα υλικού που είχε συλλεγεί από τους πληροφοριοδότες κατά την επιχείρηση “σάρωσης στα σπλάχνα της πληροφορίας’’». Απλές τρέχουσες φράσεις ξεψαχνίζονται ως την τελευταία συλλαβή κι εξαντλούν τον ανακρινόμενο έως ότου:
(σελ. 54):
Και τώρα πέστε μου τι ψηφίσατε (…) Θα έπρεπε να πουν, σύμφωνα με τη σχετική λογική των δημοσκοπήσεων, Ψήφισα λευκό. Τέτοια ευθεία απάντηση, θα μπορούσε να δώσει ένας υπολογιστής ή μια αριθμομηχανή, και θα ήταν η μόνη που θα επέτρεπε η άκαμπτη και ειλικρινής τους φύση, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, και οι άνθρωποι είναι παγκοσμίως γνωστοί ως τα μόνα ζώα ικανά να ψεύδονται, αν και, είναι αλήθεια, μερικές φορές το κάνουν επειδή φοβούνται, μερικές φορές από συμφέρον, κι επίσης μερικές φορές επειδή αντιλαμβάνονται πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχουν στη διάθεσή τους για να υπερασπιστούν την αλήθεια.
Έτσι, μ’ αυτό το μυθικό κι εξωπραγματικό τρόπο κι ο Σαραμάγκου εκφράζει πολλές πικρές αλήθειες απ’ την ιστορική πραγματικότητα: (σελ. 84):
Όταν η πρωτεύουσα βρίσκεται, από δικά της επανειλημμένα σφάλματα, σε κατάσταση πολιορκίας, όταν επαφίεται στις στρατιωτικές δυνάμεις να επιβάλουν την πειθαρχία και να δράσουν αναλόγως σε περίπτωση σοβαρής ανατροπής της κοινωνικής τάξης, όταν οι υψηλά ιστάμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση, δίνοντας το λόγο της τιμής τους, να μη διστάσουν όταν έρθει η ώρα να λάβουν αποφάσεις, τότε οι μυστικές υπηρεσίες επιφορτίζονται ν δημιουργήσουν τις κατάλληλες εστίες έντασης που θα δικαιολογούν a priori τη σφοδρότητα της καταστολής που η κυβέρνηση, γενναιόφρων, επιθυμούσε, με όλα τα ειρηνικά μέτρα και, επαναλαμβάνουμε τη λέξη, μέτρα πειθούς, να αποφύγει.
O κλοιός της εξουσίας σφίγγει σιγά σιγά όλο και περισσότερο, παρακολουθούμε τις διαβουλεύσεις των υπουργών, του πρωθυπουργού κι εν γένει των αρχών, ενώ το ιδιαίτερο ύφος του Σαραμάγκου μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε και τις μύχιες, εσώτερες σκέψεις τους. Το αδιέξοδο τους οδηγεί να εγκαταλείψουν τη χώρα στην τύχη της, κρυφά μεσ’ στη νύχτα (εκπληκτική η περιγραφή της σκηνής):
να απομονώσουμε τον πληθυσμό, να τους αφήσουμε να βράσουν στο ζουμί τους, αργά ή γρήγορα, είναι αναπόφευκτο, θ’ αρχίσουν οι διενέξεις, θα… θα… (…), Πιστεύετε δηλαδή πως η πόλη δεν θα μπορέσει ν’ αντισταθεί για πολύ, Σαφώς εξάλλου υπάρχει άλλος ένας σημαντικός παράγοντας, ίσως ο πιο σημαντικός απ’ όλους, Ποιος, Όσο κι αν προσπάθησαν κι όσο κι αν επιμείνουν να προσπαθούν, ποτέ δεν θα καταφέρουν να σκέφτονται οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, Αυτή τη φορά θα έλεγε κανείς πως τα κατάφεραν, παραείναι τέλειο για να είναι αληθινό, κύριε πρόεδρε.
Η διαστροφή της εξουσίας κορυφώνεται όταν σχεδιάζουν να ενοχοποιήσουν, έστω και χωρίς αποδείξεις τη γυναίκα που στο «Περί τυφλώσεως» ήταν η μόνη που δεν τυφλώθηκε! Το γεγονός της διαφορετικότητάς της αρκεί για να την απομονώσουν και να τη χρησιμοποιήσουν ως εξιλαστήριο θύμα, δείχνοντας παράλληλα ότι οι αρχές «παράγουν έργο». Όμως, όπως λέει κι ο Μπρεχτ, « Στρατηγέ, ο άνθρωπος έχει ένα ελάττωμα, ξέρει να σκέφτεται». Στην περίπτωση, η ανθρωπιστική συνείδηση ξύπνησε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος υψώνει τη μοναχική του φωνή απέναντι στον παραλογισμό της απονενοημένης εξουσίας. Παρακολουθούμε τον σταδιακό του αποκλεισμό καθώς και τις αντιστάσεις του, ενώ η ατμόσφαιρα είναι τελείως καφκική, όχι μόνο από άποψη ύφους (όπου εξαρχής υπάρχουν αναλογίες) αλλά και από άποψη περιεχομένου: ο ανώνυμος ήρωάς μας, σαν τον Κ. της Δίκης, τα βάζει απέλπιδα με την απρόσωπη «αρχή», με τον παραλογισμό, και το τέλος που του επιφυλάσσεται είναι παρόμοιο.
«Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος, Είναι ο κόσμος απαίσιος», ισχυρίζεται ο Ζοζέ Σαραμάγκου.

Χρισίνα Παπαγγελή