Το σώμα μου, που έμοιαζε να αιωρείται,
λύγιζε εμπρός στο καθετί,
είχε λύσει τους κάβους του
και ο οποιοσδήποτε μπορούσε να παίξει μαζί του
σαν να’ ταν πάνινη κούκλα.
Η ψυχή του Μεξικού πάλλεται σ’αυτό το μικρό βιβλίο του ολιγογράφου συγγραφέα, που συντάραξε τους ομότεχνούς του Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως τον Κάρλο Φουέντες και τον Γκαρσία Μαρκές. Γραμμένο το 1955, θεωρήθηκε από τους προάγγελους του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι ένα πολυσήμαντο αφήγημα σε έκταση μεγάλης νουβέλας, που δεν μπορεί να καταταγεί στα γνωστά είδη. Πρόκειται για διείσδυση με λέξεις στο συλλογικό ασυνείδητο των λαών που έζησαν στην χώρα του Μεξικού, μια χώρα που χαρακτηρίζεται από απίστευτες αντιθέσεις, παντός είδους, αλλά κυρίως είναι ξεχωριστή για την εξοικείωσή της με τον θάνατο· με τον πόνο, με τη βία, τη φθορά, την αμαρτία, τον φόνο. Η εξοικείωση αυτή, βέβαια δεν κρύβει τίποτα άλλο παρά κατάφαση στη ζωή, στον έρωτα, την κίνηση, την αγάπη. Παράλληλα, ίσως για τον ίδιο λόγο, είναι η χώρα των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων, της σκληρής εξουσίας που συγκρούεται με τον αυθεντικό, αρχέγονο, εστιασμένο στον πυρήνα του, άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που το τρίπτυχο έρωτας-εξουσία/επανάσταση-θάνατος ξεδιπλώνεται εδώ μ’ έναν πρωτοφανή τρόπο. Και φυσικά ως έργο αποκτά καθολικότητα, πέρα από τα όρια του Μεξικού.
Ο αφηγητής, Χουάν Πρεσιάδο, μετά τον θάνατο της μητέρας του επιστρέφει στο χωριό, στην Κομάλα (που παρεμπιπτόντως, σημαίνει «πήλινο σκεύος»), για να βρει και να γνωρίσει τον άγνωστο πατέρα του. Είναι υπόσχεση που έδωσε στην Ντολορίτα πάνω από το νεκροκρέβατό της (τα χρόνια που μας ξέχασε, παιδί μου, καν’ τον να τα πληρώσει ακριβά). Επιστρέφει λοιπόν στον τόπο της μητέρας του -η οποία λαχταρούσε μια ζωή να τον ξαναδεί- έναν τόπο με πρασινοκίτρινες πεδιάδες κατάσπαρτο με καλαμπόκι, ένα χωριό «που μυρίζει χυμένο μέλι» (μου έδωσε τα μάτια της για να βλέπω). Στον δρόμο του ερχόμενος από την Σαγιούλα συναντά τον «ονηλάτη» Αμπούνδιο, που του εκμυστηρεύεται ότι είναι κι εκείνος γιος του Πέδρο Πάραμο (τον χαρακτηρίζει μάλιστα «ζωντανή μνησικακία»), κι ότι η Κομάλα βρίσκεται πάνω στη χόβολη της γης, στο στόμα ακριβώς της Κόλασης. Τον πληροφορεί ότι ο Πέδρο Πάραμο, ιδιοκτήτης/εκμεταλλευτής μιας τεράστιας έκτασης, έχει ήδη πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Ο Αμπούνδιο συνοδεύει λοιπόν τον σύγχρονο Τηλέμαχο μέχρι την είσοδο του χωριού.
Μέχρι αυτό το σημείο μπορεί ο αναγνώστης να μιλήσει για σχετική γραμμικότητα στην αφήγηση. Γιατί στη συνέχεια, καθώς μπαίνει «σ’ αυτό το χωριό χωρίς θορύβους», σ’ αυτόν τον τόπο τον άνυδρο (σε αντίθεση με τον τόπο που περιέγραψε η μητέρα του) με τα αγριόχορτα να έχουν πλημμυρίσει τα άδεια σπίτια, και συναντά την πρώτη γυναίκα -την Εδουβίχες Διάδα- που σαν ψυχοπομπός θα τον οδηγήσει πιο βαθιά στον κόσμο της Κομάλα, ο Χουάν ουσιαστικά εισχωρεί στον κόσμο των ψυχών, τον άχρονο, τον κυκλικό, όπου οι αναμνήσεις είναι ζωντανές και ισχύουν ταυτόχρονα (θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου. Εκεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των αναμνήσεών μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέβαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή).
Δεν αντιλαμβάνεται βέβαια αμέσως ο αναγνώστης αυτήν την σταδιακή μετάβαση, και προσωπικά εκνευρίστηκα προσπαθώντας να καταλάβω ποιος μιλάει, σε ποιον γίνεται αναφορά, πώς συνδέονται τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Άλλωστε την ίδια αμηχανία φαίνεται να νιώθει κι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (πίστεψα πως η γυναίκα αυτή ήταν τρελή. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σ’ έναν άλλον κόσμο και αφέθηκα να παρασυρθώ), όταν η Εδουβίχες του λέει με φυσικότητα ότι επικοινώνησε μόλις πριν με τη μητέρα του, που εκείνος όμως την είχε αφήσει πριν λίγες μέρες νεκρή. Με την ίδια άλλωστε φυσικότητα του λέει ότι κι ο Αμπούνδιο είναι νεκρός. Το να βασανίζεις λοιπόν τον αναγνώστη υποχρεώνοντάς τον να γυρίζει μπρος πίσω τις σελίδες για να καταλάβει τι συμβαίνει, είναι σαδιστικό και δείγμα κακής γραφής. Όταν δεν υπάρχει λόγος, φυσικά.
Εδώ όμως υπάρχει λόγος, και όλα φαίνεται να προχωρούν «κατά το εικός και αναγκαίον», γιατί η επιφανειακή αυτή σύγχυση έχει λειτουργικότητα. Γιατί ο Χουάν Πρεσιάδο εισέρχεται στον κόσμο «του εσχάτου», όπου οι άνθρωποι, νεκροί ή ζωντανοί, είναι απογυμνωμένοι από το περιστασιακό, και επικοινωνούν με την «ουσία» τους. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με την αρχαία ελληνική τραγωδία, κι έτσι δεν είναι υπερβολικός ο Μαρκές όταν συγκρίνει τον Χουάν Ρούλφο με τον Σοφοκλή, στην εισαγωγή του βιβλίου. Τα γεγονότα δεν είναι γραμμικά, περιστασιακά συμβάντα, αλλά εκφράζουν πνευματικές σχέσεις και ο χρόνος στην αφήγηση αποκτά διαφορετική διάσταση. Για την ακρίβεια, ακολουθώντας τη ροή μιας συνείδησης, αυτήν του -ζωντανού ακόμα- Χουάν καθώς προσλαμβάνει την Πραγματικότητα/Αλήθεια της πόλης της καταγωγής του και των προγόνων του, μπαίνουμε σε ένα είδος «ταυτοχρονίας», όπως ακριβώς ταυτόχρονες είναι και οι αναμνήσεις των εμπειριών. Ή καλύτερα, α-χρονίας. Όπως γράφει και η μεταφράστρια Έφη Γιαννοπούλου στην εισαγωγή, «Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα βιβλίο αρκετά δύσκολο εξαιτίας της ιδιαίτερης δομής του, της πολυφωνίας του, των διασταυρούμενων αφηγήσεων που το αποτελούν. Διάλογοι μέσα σε άλλους διαλόγους ή μονολόγους, σκέψεις και ονειροπολήσεις».
Ως αναγνώστρια συνειδητοποίησα αυτήν τη λειτουργία των θραυσματικών επεισοδίων στην σελίδα 65 όπου η Εδουβίχες ρωτά τον ήρωά μας «Άκουσες ποτέ το παράπονο ενός πεθαμένου;», για να πάρει βέβαια αρνητική απάντηση. Όπως ακριβώς επισημαίνει στο καταπληκτικό επίμετρο ο Κάρλος Φουέντες: «Όταν ο χρόνος κάποιων λέξεων -«Τόσο το καλύτερο για σένα, γιε μου, τόσο το καλύτερο»- επιστρέφει λίγες σελίδες μετά την πρώτη εκφορά τους, καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι λέξεις δεν χωρίζονται από τον χρόνο αλλά ότι είναι στιγμιαίες και μόνο στιγμιαίες· δεν έχει συμβεί τίποτα ανάμεσα στη σελίδα 65 και τη σελίδα 77. Ή μάλλον: ό, τι έχει συμβεί έχει συμβεί ταυτόχρονα». Από την στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την διαφορετική αυτή διάσταση, που υποβάλλεται κι από την ποιητικότητα του κειμένου -ιδιαίτερα στις περιγραφές των τοπίων-, η βασανιστική ανάγνωση γίνεται απόλαυση, καθώς ξεδιπλώνονται οριακές αν και «ξεκάρφωτες» σκηνές-στιγμιότυπα του τρίπτυχου εξουσία-έρωτας-θάνατος. Κι αυτές οι οριακές καταστάσεις ενσαρκώνονται με διαφορετικό τρόπο στους χαρακτήρες που συναντά ο Χουάν. Η Εδουβίχες, φίλη της Ντολορίτας (λίγο έλειψε να είμαι η μητέρα σου), δίνει φιλοδωρήματα στον Αμπούνδιο για τους ταξιδιώτες που της φέρνει (είναι ένα είδος πόρνης) έχει όψη μαραμένη, και πρόσωπο διάφανο σαν να μην είχε αίμα. Αργότερα ο Χουάν θα μάθει ότι η Εδουβίχες έχει ήδη αυτοκτονήσει μετά από μια σπαταλημένη αμαρτωλή ζωή, ενώ η απόκοσμη κραυγή της που τον αναστατώνει μετά τον ύπνο (όχι δεν ήταν δυνατόν να υπολογίσω το βάθος της σιωπής που γέννησε αυτή η κραυγή. Λες και η γη είχε αδειάσει από αέρα/σαν να σταμάτησε μέχρι κι ο θόρυβος της συνείδησης) συγχέεται με την κραυγή του Τορίμπιο Αλντρέτε που τον δολοφόνησαν ο άνθρωποι του Πέδρο στον ίδιο δωμάτιο πριν πολύ καιρό…
Τον ρόλο της προπομπού για τον Χουάν μετά την Εδουβίχες τον αναλαμβάνει η Νταμιάνα Σισνέρο, η γυναίκα που τον φρόντιζε όταν γεννήθηκε. Βλέπουμε λοιπόν έντονο το γήινο, φροντιστικό θηλυκό στοιχείο με τη μορφή της Εδουβίχες, στη συνέχεια της Νταμιάνα και παρακάτω της γριάς Ντοροτέα, επίσης νεκρής, που οδηγούν τον Χουάν στον παράξενο κόσμο τους. Η Ντοροτέα -που κουβαλάει πάντοτε ένα πανί στριμμένο μέσα στη μαντίλα της και το νανουρίζει λέγοντας ότι είναι το μωρό της- άλλωστε, είναι αυτή που θα περιμαζέψει τον κοκαλωμένο Χουάν (ναι, Ντοροτέα, με σκότωσαν τα μουρμουρητά). Άλλωστε, μια αμαρτωλή γυναίκα (που πλαγιάζει με τον αδερφό της) είναι κι αυτή θα τον οδηγήσει στον θάνατό του.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, μια πιάνει και μια αφήνει το υποτυπώδες γραμμικό νήμα της «αφήγησης» που έχει ως άξονα την είσοδο του Χουάν στο χωριό. Γιατί καθώς το νεκρικό στοιχείο γίνεται όλο και πιο έντονο (ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Μοιάζουν σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές των τοίχων ή κάτω απ’ τις πέτρες. Σαν περπατάς, νιώθεις ότι ακολουθούν τα βήματά σου) παρεμβάλλονται «άλματα» στον χρόνο που μας απομακρύνουν από τον βασικό ήρωα, ενώ παίρνουμε γεύση των βασικών προσώπων, ζωντανών και νεκρών:
Είναι ο Μιγέλ, γιος του Πέδρο (εξίσου κάθαρμα με τον πατέρα του), ή μάλλον το φάντασμα του Μιγέλ, που τριγυρνά στο χωριό αναζητώντας «την κοπέλα που του πήρε τα μυαλά». Μόνο που είναι πεθαμένος- ενώ το άλογό του απαρηγόρητο τριγυρνάει από τις τύψεις, γιατί ακόμα και τα ζώα το καταλαβαίνουν όταν κάνουν κάποιο έγκλημα. Η είδηση του θανάτου του Μιγέλ έρχεται κι επανέρχεται στο βιβλίο, ιδωμένη μέσα απ’ τα μάτια του Πέδρο, του πατέρα Ρεντερία, των χωρικών.
Είναι ο πατήρ Ρεντερία που δέχεται όλες τις εξομολογήσεις των γυναικών που πήγαν με τον Πέδρο Πάραμο· που δεν μπορεί να ξεπεράσει το μίσος του για τον εγκληματία γιο του Πέδρο, τον Μιγέλ (Ρεντερία: κι έπειτα μάκρυνε το χέρι της κακίας του μ’ αυτόν το γιο που απόκτησε) αυτόν τον ανάλγητο εγωιστή, που σκότωσε τον αδερφό του Ρεντερία και βίασε την ανιψιά του. Ο πατέρας βασανίζεται από τις τύψεις γιατί δεν μπορεί να δώσει άφεση στον νεκρό (όλα αυτά γίνονται από δικό μου σφάλμα, από τον φόβο μου μην συγκρουστώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν). Ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Πέδρο τον δωροδοκεί για να εξαγοράσει τη σωτηρία της ψυχής του γιου του, εκείνος ουσιαστικά αρνείται: όσο για μένα Κύριε, έρχομαι εδώ στα πόδια σου να σου ζητήσω το δίκαιο ή το άδικο που όλοι έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε… από πλευράς μου, καταδίκασέ τον Κύριε. Είναι ίσως το τραγικότερο πρόσωπο γιατί παλεύει με τη συνείδησή του, γιατί «νιώθει κακός άνθρωπος» (Ήθελε να τους απαντήσει «εγώ, εγώ είμαι ο νεκρός». Αρκέστηκε όμως να χαμογελάσει). Αποκορύφωμα, όταν κι ο συνάδελφός του ιερέας της Κόντλας αρνείται να του δώσει άφεση.
Είναι ο Λούκας, ο πατέρας του Πέδρο, που τον γιο του τον θεωρεί «άχρηστο, έναν τεμπέλη ολκής» (μου βγήκε σκάρτος, τι τα θες Φουλγόρ) και που τον σκότωσαν όσο ο Πέδρο ήταν ακόμη νεαρός (-Σκότωσαν τον πατέρα σου.-Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;).
Μα κεντρικό βέβαια πρόσωπο είναι ο Πέδρο Πάραμο, ο ηγεμόνας, ο πανίσχυρος, ο βιαστής, ο αδίστακτος (περισσότερο απ’ τον πατέρα του), με δεξί του χέρι τον διαχειριστή Φουλγόρ αλλά και τους επιστάτες του (ποιοι νόμοι, Φουλγόρ, τους νόμους από δω και πέρα τους φτιάχνουμε εμείς). Αποκτά δύναμη με βάρβαρους τρόπους, μη διστάζοντας να αφανίσει όσους μπαίνουν εμπόδιο στον δρόμο του, π.χ. αυτούς στους οποίους χρωστάει. Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα σημαίνει «άνυδρος τόπος» (ο Πέδρο Πάραμο σκόρπισε τόσο θανατικό αφού σκότωσαν τον πατέρα του, που λένε ότι σχεδόν ξεπάστρεψε όλους όσοι ήταν παρόντες στον γάμο όπου ο δον Λούκας Πάραμο θα γινόταν κουμπάρος). Γυναικάς, με διάφορους γιους από τους οποίους για άγνωστους λόγους αναγνώρισε μόνο τον Μιγέλ. Χρωστά παντού και λύνει τα προβλήματά του είτε με δολοφονίες είτε με… γάμο (έτσι παντρεύτηκε την μητέρα του Χουάν, εγκαταλείποντάς την σχεδόν αμέσως).
Ο Πέδρο Πάραμο ξέρει να χειρίζεται τους επαναστάτες και να βρίσκεται πάντα με το μέρος των νικητών. Όπως γράφει ο Φουέντες στο επίμετρο, είναι η εκδοχή του παραδοσιακού τυράννου του Χαλίσκο (γενέτειρα του Ρούλφο)/μια μικρογραφία Καίσαρα που χειραγωγεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα είναι αναγκασμένος να κάνει παραχωρήσεις. Χειρίζεται με επιδεξιότητα τις διάφορες αντιμαχόμενες επαναστατικές ομάδες (π.χ. συνεργάστηκε με τους επαναστάτες που σκότωσαν τον Φουλγόρ δίνοντας χρήματα και άντρες με αρχηγό τον Δαμάσιο, κι όταν αυτοί ηττήθηκαν, απάντησε στον Δαμάσιο με φλεγματικό τρόπο «Γιατί δεν πας μαζί τους; σου το έχω πει, πρέπει να είσαι με τους νικητές», ενώ για να λύσει τα προβλήματα του εφοδιασμού τον συμβουλεύει να κάνει πλιάτσικο!).
Μια γυναίκα που δεν ήταν του κόσμου τούτου
Ωστόσο, στην πρώτη μας επαφή με τον Πέδρο Πάραμο βλέπουμε την ευάλωτη πλευρά του: είναι ακόμα μικρό παιδί, και ονειρεύεται επίμονα κι αδιάκοπα την Σουσάνα. Απίστευτα λυρικές αποστροφές εσωτερικού μονόλογου που απευθύνονται στην παράξενη αυτή γυναίκα διανθίζουν την σκοτεινή, άνυδρη, νεκροφιλική αφήγηση (σκεφτόμουν εσένα, Σουσάνα. Τους πράσινους όχθους. Όταν πετούσαμε αϊτούς την εποχή των ανέμων/εσένα θυμόμουν. Όταν ήσουν εκεί και με κοιτούσες με τα γαλαζοπράσινά σου μάτια/τη μέρα που έφυγες κατάλαβα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα/κάθε μου σκέψη ήταν μια σκέψη για σένα, Σουσάνα). Με παρόμοιες αναφορές μαθαίνουμε ότι η Σουσάνα, παρόλο που αφού χήρεψε δέχτηκε να σμίξει με τον Πέδρο, έφυγε, κι ότι δεν θα την ξανάβλεπε (ήσουν βαμμένη κόκκινη απ’ τον ήλιο του απογεύματος, από το ματωμένο σούρουπο του ουρανού. Χαμογελούσες).
Θραύσματα χρόνου μάς μιλούν για τη Σουσάνα, αυτήν την αλλοπαρμένη ύπαρξη που όταν ήταν παιδί ο πατέρας της ο Μπαρτολομέ έριξε μέσα σε καταπακτή για να ψαρέψει μια νεκροκεφαλή (τότε εκείνη έχασε τις αισθήσεις της και δε συνήλθε παρά πολλές μέρες μετά μέσα στην παγωνιά, μέσα στα παγωμένα βλέμματα του πατέρα της). Η Σουσάνα πενθεί για τον νεκρό σύζυγό της τον Φλορένσιο (κύριε, δεν υπάρχεις! Σου ζήτησα την προστασία Σου γι’ αυτόν. Αλλά εσύ νοιάζεσαι μόνο για τις ψυχές. Κι αυτό που θέλω εγώ απ’ αυτόν είναι το σώμα του. Γυμνό και ζεστό από έρωτα· να βράζει από πόθους· να πνίγει το τρέμουλο στα στήθη και στα μπράτσα μου/περάσαμε λίγον καιρό πολύ ευτυχισμένοι, Φλορένσιο). Η Σουσάνα στριφογυρίζει ανήσυχη απ’ τα όνειρά της ενώ ο Πέδρο την παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Είναι παρών και στη στιγμή που εκείνη ξεψυχάει (είδε τα μάτια της σφιχτοκλεισμένα όπως όταν νιώθει κανείς εσωτερικό πόνο). Αλλού η Σουσάνα νεκρή κι αυτή, μιλά για τη νεκρή μητέρα της, και τα μουρμουρητά φτάνουν στον έκπληκτο Χουάν, που αρχίζει να καταλαβαίνει, ότι οι νεκροί (ή οι μελλοθάνατοι) είναι αυτοί που ακούν τους νεκρούς.
Η Σουσάνα για τον Πέδρο είναι «εκεί που δεν φτάνουν τα λόγια του», «το πιο αγαπημένο του πλάσμα πάνω στη γη», για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις, κι ας είχε φύγει μακριά. Είναι η ραγισματιά, η ρωγμή, η υπέρβαση κάθε βεβαιότητας, ο απόλυτος σεβασμός, η απόλυτη αποδοχή, ο απόλυτος πόθος (περίμενα τριάντα χρόνια να γυρίσεις, Σουσάνα. Περίμενα μέχρι να τα αποκτήσω όλα. Όχι μονάχα κάτι, αλλά όλα όσα μπορεί να αποκτήσει κανείς ώστε να μη μας μένει πια κανένας πόθος, παρά μονάχα ο δικός σου, ο πόθος για σένα). Όταν πια επιστρέφει, ανήσυχη, άρρωστη, τρελή, ο Πέδρο γίνεται σιωπηλός μάρτυρας των τελευταίων ημερών, των τελευταίων σπασμών, χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του.
Τόσο πολύ την αγάπησε, εκμυστηρεύεται η Ντοροτέα στον Χουάν, που πέρασε τη ζωή του σωριασμένος σε μια πολυθρόνα, κοιτάζοντας τον δρόμο απ’ όπου την είχαν πάει στο κοιμητήρι. (…) Από τότε η γη έχει μείνει χέρσα και για να λέμε την αλήθεια ρήμαξε (…) Τα χρόνια πέρναγαν κι αυτός έμενε ζωντανός, πάντα εκεί, σαν σκιάχτρο απέναντι απ’ τη γη της Μέδια Λούνα.
Ήχοι, εικόνες και σιωπές
Η δόνηση τούτης της αρχαίας γης που αποδιώχνει το σκοτάδι της
Είναι εντυπωσιακή η συμμετοχή των αισθήσεων σ’ αυτό το άνυδρο, παγωμένο και μακάβριο τόπο όπου μας οδηγεί ο Χουάν Ρούλφο, σ’ αυτό το «πήλινο σκεύος», την Κομάλα. Εικόνες ανεξίτηλες, εκφρασμένες με απαράμιλλη ποιητικότητα στα μέρη όπου δεν υπάρχουν διάλογοι. Σύννεφα θρυμματισμένα από τον άνεμο που έρχεται και παίρνει τη μέρα· ο αυγουστιάτικος αέρας φυσάει ζεστός, δηλητηριασμένος από τη σάπια μυρωδιά του σαπουνόχορτου· ο γκρίζος μολυβένιος ουρανός που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου, ένα φαιοκίτρινο φως· ουρανοί με αστέρια, με φεγγάρι, άλλοτε μεγάλο, άλλοτε θλιβερό, άλλοτε «παραμορφωμένο»· βροχή, σταγόνες, σμήνη από πουλιά, φως διάχυτο, φως γαλάζιο, φως σκοτεινό. Σ’ αυτήν την «έρημη χώρα», σ' αυτόν τον «τόπο χωρίς θορύβους» όπου μπήκε ο Χουάν, ακούει τα «κούφια βήματά του» πάνω στις στρογγυλές πέτρες, σταγόνες από καθαρό νερό να πέφτουν πάνω στο λαγήνι, πόδια που γδέρνουν το πάτωμα. Είναι ένα χωριό σιωπηλό γεμάτο αντίλαλους γι’ αυτούς που μπορούν ν’ ακούσουν (δεν ακούς; Δεν ακούς πώς στριγγίζει η γη;/σου λέω πως θα τα’ χανες αν άκουγες αυτό που ακούω). Είναι οι ήχοι των πεθαμένων, οι φωνές των νεκρών όπως διαπιστώνει ο Χουάν καθώς προχωρά κι ο ίδιος προς τον θάνατο (η αδερφή μου τριγυρνάει ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό μη φοβηθείς άμα ακούσεις πιο πρόσφατους αντίλαλους/ακούς τριξίματα. Γέλια. Γέλια τόσο παλιά πια, σαν κουρασμένα να γελάνε. Φωνές λιωμένες ήδη απ’ την χρήση). Μουρμουρητά (λες κι οι φωνές βγαίνουν από κάποια χαραμάδα), ψίθυροι, βόμβοι, γουργουρητά, μουγκρητά, βγαίνουν θαρρείς από τα έγκατα της γης κάθε τόσο υπογραμμίζοντας το γήινο, θηλυκό στοιχείο. Είναι η «ζωντανή βουή του χωριού», η βουή της γης, ο αέρας, το σιγανό ψιλόβροχο, σκηνικά αυτού του «τοπίου θανάτου» προορισμένο για τις αμαρτωλές ψυχές που δεν μπορούν να αναπαυτούν.
Το στόμα μου είναι γεμάτο χώμα
Σκόρπιες και θραυσματικές είναι και οι αναφορές του επιθανάτιου σπασμού, του επερχόμενου θανάτου. Ο Χουάν ζητάει να κοιμηθεί…. Στον ύπνο του σπαρταράει (σίγουρα είναι κάποιος που τον βαραίνουν πολλοί θάνατοι). Όταν πλαγιάζει με την παράξενη γυναίκα, το σώμα εκείνης της γυναίκας είχε γίνει από χώμα, τυλίχτηκε σε κρούστες από χώμα, και διαλυόταν σαν να έλιωνε μέσα σε μια λακκούβα λάσπης. Αφηγείται ο ίδιος πως δεν υπήρχε αέρας, ότι είδε κάτι που «έμοιαζε με αφράτα σύννεφα» και χάθηκε μέσα στην ομίχλη του (αυτό ήταν το τελευταίο που είδα).
Πρωτοπρόσωπη είναι και η αφήγηση της Σουσάνα ως πεθαμένης καθώς θυμάται τη μέρα θανάτου της μητέρας της (μήπως δεν ήταν χαρούμενο εκείνο το πρωί;), χαρίζοντάς μας εκπληκτικές σελίδες πενθητικού/λυτρωτικού στοχασμού. Κι όταν έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει πια η ίδια τη ζωή, με την στενή παρουσία της Χουστίνα (της γυναίκας που τη μεγάλωσε, πάλι έντονο το μητρικό στοιχείο) αλλά και του αόρατου, σιωπηλού Παράμο, οραματίζεται το ίδιο της το σώμα να βουλιάζει στην ζεστή άμμο, την θάλασσα να την αγκαλιάζει (τότε βυθίζομαι σ’ αυτήν ολόκληρη. Παραδίνομαι σ’ αυτήν, στο δυνατό παλμό της, στη γλυκιά της κατοχή). Συγκλονιστικά είναι τα λόγια που την βάζει ο πατήρ Ρεντερία να επαναλάβει (το σάλιο μου αφρίζει· μασάω σβόλος χώμα γεμάτους σκουλήκια που μου κλείνουν σαν κόμπος τον λαιμό και γδέρνουν τα τοιχώματα του ουρανίσκου μου/η μύτη μαλακώνει. Η ζελατίνα των ματιών λιώνει κλπ κλπ) ενώ τον θάνατο της Σουσάνα ακολουθεί ένα τριήμερο αδιάκοπης καμπανοκρουσίας που καταλήγει σε ξέφρενο πανηγύρι, με μεθύσια, χορούς, κοκορομαχίες…
Μόνο ο Πέδρο Πάραμο δεν μιλούσε. Δεν έβγαινε απ’ το δωμάτιό του. Ορκίστηκε να εκδικηθεί την Κομάλα.
-Θα σταυρώσω τα χέρια μου και η Κομάλα θα πεθάνει από την πείνα.
Πέδρο Πάραμο
Για χάρη της θα έφευγε από ετούτη τη ζωή
φωτισμένος απ’ την εικόνα που θα έσβηνε όλες τις άλλες αναμνήσεις
Όχι, δεν την γνώριζε, ούτε έμαθε ποτέ «ποιος ήταν ο κόσμος της Σουσάνας». Ο Πέδρο Πάραμο κάθισε σε μια παλιά πολυθρόνα και δεν κοιμόταν πια. Αναπολούσε μόνο ξανά και ξανά την τελευταία στιγμή που είδε την Σουσάνα να φεύγει. Έτσι καθισμένος στην πολυθρόνα χάνει σταδιακά την αίσθηση από ένα ένα τα μέλη του σώματός του. Το αριστερό χέρι που πέφτει άψυχο στα γόνατά του, τα πόδια το κράτησαν κάτω σαν να ήταν από πέτρα. Τα μάτια έμειναν ακίνητα, πηδούσαν απ’ τη μιαν ανάμνηση στην άλλη, σβήνοντας το παρόν. Τέλος, ο Πέδρο Πάραμο διαλύθηκε σαν να ήταν ένας σωρός από πέτρες.
Υπήρχε ένα τεράστιο φεγγάρι στη μέση του κόσμου. Τυφλώθηκα κοιτάζοντάς σε.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου