Βρισκόμαστε στη Ναμπλούς[2], μια αρχαία πόλη κοντά στην Ιεριχώ (η παλιά πόλη ή Κάσμπα[3], η Φλαβία Νεάπολη,η Σεχέμ των Ζηλωτών, η Γιαμπούς, η Χιμιάρ, η παλαιότερη πόλη στην ιστορία (…) Η Ναμπλούς έμεινε εδώ, σαν τη νύφη της νύχτας, τη νύφη της μέρας, τη νύφη του παρελθόντος και του παρόντος), με παρελθόν που φτάνει στα βιβλικά χρόνια και με πολλά ιστορικά μνημεία. Την εποχή που εξετάζουμε, κοντά στην πόλη υπάρχει ο οικισμός εβραίων εποίκων Κιριάτ Σαΐμπα, όπου ζει το ξανθόμαλλο κορίτσι, η μικρή Μίρα, που γοητεύει από μακριά τον έφηβο Άχμαντ. Η αφήγηση μεταφέρεται και στη Ραμάλα[4], την “de jure” πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους (1988).
Ο Άχμαντ είναι ένα σιωπηλό, πολύ ευαίσθητο και ντροπαλό αγόρι που τραυλίζει και συγκινείται εύκολα, και η φυσική του συστολή προβληματίζει τον πατέρα (πώς θα ζούσε ο γιος του έτσι, με μια καρδιά τρυφερή σαν τις καρδιές των κοριτσιών, με γλώσσα δεμένη και τραυλή και μάτια κρυμμένα πίσω από γυαλιά;). Ο Άχμαντ όλη μέρα ζωγραφίζει, κοιτάει με τα κιάλια την μικρή εβραιοπούλα που κάνει κούνια, και με την παρότρυνση του πατέρα του αρχίζει να ασχολείται με τη φωτογραφία. Αντίθετα, ο δυναμικός Ματζίντ είναι φοιτητής, και τραγουδάει τόσο όμορφα, που γρήγορα γίνεται δημοφιλής, θέλει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό τραγουδιού, να ανοίξει τα φτερά του, να ταξιδέψει, να έχει μια μοντέρνα ζωή και να γίνει σαν τα ινδάλματά του, τον Μουσταφά Κάμαρ και τον Άμρου Ντιαμπ. Το μέλλον λοιπόν όχι μόνο του Άχμαντ αλλά και του Ματζίντ προβληματίζει τον πατέρα, τον Φαντέλ αλ Κασάμ, βιβλιοπώλη και τώρα λαμπρό δημοσιογράφο, ο οποίος έχει ζήσει τη μιζέρια των καταυλισμών, των διώξεων και της απώλειας της ταυτότητας (είχε γράψει πολλά γι’ αυτήν τη γενιά και τη ρευστότητά της. Είχε γράψει για την έλλειψη συνειδητοποίησης, την εξάπλωση της διαφθοράς ανάμεσα στους φοιτητές, για το πόσο το Ισραήλ είχε εκμεταλλευτεί τη γενιά αυτή και τους φοιτητές, με την πορνεία, τα πάρε δώσε, το έιτζ, τα ναρκωτικά, τα φθηνά όπλα. Και δεν τους έφταναν οι δικές μας αγορές, αλλά είχαν απλωθεί σ’ όλες τις αραβικές αγορές. Και ορίστε τώρα, οι γενιές, η μια μετά την άλλη, θερίζουν μονάχα ντροπή και ήττα).
Δεν είναι αδικαιολόγητες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του Φάντελ, καθώς όπως μαθαίνουμε και από την ιστορική μελέτη του ILAN PAPPE[5], το νεοαποικιοκρατικό καθεστώς στην αναγνωρισμένη πια -απ’ το 1988- Παλαιστίνη (μετά την πρώτη ιντιφάντα) είχε διεισδύσει και στον οικονομικό τομέα, εξαθλιώνοντας όλα τα κοινωνικά στρώματα των Παλαιστίνιων που ζούσαν στα κατεχόμενα εδάφη. Καθώς μάλιστα οδεύουμε στην δεύτερη ιντιφάντα[6] ο κλοιός στενεύει, και τα πράγματα γίνονται δύσκολα και για τον Άχμαντ και για τον Ματζίντ, καθώς ο μεν πρώτος αναζητά το ξανθόμαλλο κορίτσι, ο δε Ματζίντ τα καλοκαίρια δουλεύει στον οικισμό των εβραίων, όπου βρίσκει καλύτερα μεροκάματα (Φαντέλ: θα λέω στους ανθρώπους ότι δεν είσαι γιος μου και ότι δεν σε γνωρίζω). Οι εβραϊκοί εποικισμοί μέσα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, όπως αυτός στον οποίο ζει η Μίρα και η οικογένειά της, κυρίως όμως ο κλοιός που ολοένα στενεύει και η οικονομική καταπίεση κάποια στιγμή φέρνουν ταραχές και μικροσυμπλοκές που σταδιακά οδηγούν σε ανοιχτό πόλεμο, εξέγερση γυναικόπαιδων και εφήβων με πέτρες και με απελπισμένες επιθέσεις αυτοκτονίας.
Δύο αντιδιαμετρικοί χαρακτήρες είναι τα δύο αδέρφια, και περιστοιχίζονται από πολλές ενδιαφέρουσες προσωπικότητες: εκτός από τον πατέρα, ο επιπόλαιος ξάδερφος Αΐσα· η μητέρα τού Άχμαντ (Ουμ Άχμαντ) κι η μητέρα του Ματζίντ (Ουμ Ματζίντ)·η περίφημη γιαγιά του Ματζίντ, του Αΐσα και του Άχμαντ· η Σοάντ η σοβαρή, η εργατική, φίλη του Ματζίντ (από την μπάντα)από τη Ναμπλούς, που κι αυτή αγαπά τον Ματζίντ, κι ο πατέρας της που είναι στη φυλακή· η Λόρα, εγγονή του περίφημου και πανίσχυρου τσιγγάνου αλ Ουάσμι που μετοίκησαν στη Ραψάλα ως νομάδες (οι Ουασασίμι ήταν άνθρωποι αγροίκοι, χωρίς ηθική, που ενεργούσαν μυστικά κι έπειτα δημοσιοποιούσαν τις πράξεις τους, πράξεις στις οποίες ο κόσμος έτρεμε ακόμα και να αναφερθεί), με την οποία έχει σχέση ο Ματζίντ, θαμπωμένος από την κοινωνική της θέση, αλλά κάποιες φορές δυσφορεί μαζί της (συνέχισε να είναι σιωπηλός, συνοφρυωμένος, μπερδεμένος, μην ξέροντας πώς να την ευχαριστήσει και να την ξεφορτωθεί, πώς να συγκρατηθεί μαζί της, να συγκρατήσει τον εαυτό του… βρισκόταν σ’ ένα τεντωμένο σκοινί).
Πρώτο κομβικό επεισόδιο ο περίφημος διαγωνισμός τραγουδιού στην Ραμάλα, όπου ο Ματζίντ θριαμβεύει καταπλήσσοντας τους πάντες, ακόμα και τον πατέρα του (πράγματι η επιτυχία του γιου του και το χειροκρότημα του κόσμου τον είχαν ευχαριστήσει, του είχαν δώσει κουράγιο. Μεγάλωσαν την αυτοπεποίθησή του, γιατί αυτός ήταν υπεύθυνος για την ανατροφή του Ματζίντ. Η πατρίδα όμως; Ο λαός; Η επανάσταση και η πίστη;/δεν ήταν η επανάσταση, ούτε το όνειρο της επανάστασης, ούτε ο ελευθερωτής των λαών). Ο κλοιός όμως έχει αρχίσει να στενεύει και οι σχέσεις των δύο εχθρικών λαών επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Άχμαντ με τη βοήθεια του Αΐσα χώνεται κρυφά μέσα στον εβραϊκό οικισμό ψάχνοντας τη… γάτα του, που του πήρε η Μίρα, και το ρομαντικό αγόρι που δάκρυζε στη θέα ενός λουλουδιού ενηλικιώνεται απότομα, καθώς οι εβραίοι φρουροί τον συλλαμβάνουν νύχτα, τον χτυπούν, τον φυλακίζουν. Είναι η εποχή που ξεκίνησαν πάλι τα έντονα επεισόδια, η πολιορκία (σύνδεση των δρόμων διακόπηκε και οι πόλεις έμοιαζαν με κλουβιά, απομονωμένα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Κάθε πόλη ήταν ένα τεράστιο γκέτο, περιστοιχισμένο από στρατιώτες. Στρατιωτικά οχήματα έφραζαν τις εισόδους, σκάβοντας τάφρους, υψώνοντας τοίχους από σκουπίδια, εγκαθιστώντας σημεία ελέγχου). Ο Ματζίντ, υπεύθυνος για τον αδερφό του προστρέχει στον ισχυρό Αλ Ουάσμι, για βοήθεια. Άθελά του όμως μπλέκει στην δίνη των ψεύτικων κατηγοριών και της αδέξιας άμυνας, καταλαβαίνει ότι ο Αλ Ουάσμι είναι προδότης και το σκάει πανικόβλητος . Ο Ματζίντ ήταν πλέον ένας καταζητούμενος, ένας ύποπτος φυγάς στα χέρια μιας ομάδας επαναστατών… έτσι, μια νέα σελίδα γράφτηκε στη ζωή του. Ο νεαρός μουσικός άφησε την κιθάρα του κι έπιασε το πολυβόλο.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι από σχεδόν ασήμαντη αφορμή, αθώα θα έλεγε κανείς, τα δυο παλληκάρια μπλέχτηκαν στη δίνη της επανάστασης/εξέγερσης/ιντιφάντα (το μόνο που τον συνέδεε με την επανάσταση ήταν τα λόγια των τραγουδιών), έγιναν πολίτες του κόσμου… ενός κόσμου όπου γίνονται καθημερινές συμπλοκές, ενώ τα τανκς περικυκλώνουν τις πόλεις των παλαιστίνιων. Άρχισαν να παρακολουθούν με αγωνία την στάση των διεθνών δυνάμεων (ΗΠΑ, Μόσχα, Κούβα, Ισραήλ κλπ), την άνοδο του Σαρόν (θα κάνει μ’ εμάς ό, τι έκανε και με τα στρατόπεδα της Σάμπρα και Σατίλα[7]) έχοντας επίγνωση ότι οι πηγές και τα μέσα επιβίωσης είχαν εξαντληθεί. Ο Άχμαντ έπαψε πια να τραυλίζει κι ο Ματζίντ είναι έτοιμος για όλα («Μας παίζουν τον σκοπό του θανάτου κι εμείς πρέπει να τον χορέψουμε».
Η συγγραφέας μας οδηγεί σταθερά στην καρδιά αυτής της τόσο ιδιόρρυθμης ιστορικής συνθήκης, σε μια χώρα πολιορκημένη κι εξαρτημένη, χωρισμένη σε καντόνια που δεν επικοινωνούν το ένα με τα’ άλλο, που οι κάτοικοί της εδώ και τρεις γενιές πολεμούν με πέτρες και ξύλα, που αυτοπυρπολούνται και ανατινάζουν, που σκοτώνουν και σκοτώνονται, που προδίδουν και προδίδονται, χωρίς να υπάρχει επίσημος «πόλεμος». Υπάρχει ένας εχθρός που «μοιάζει με μηχανή, με μια μπουλντόζα που σαρώνει τα πάντα». Ταυτόχρονα, εξυφαίνει και τα λεπτά συναισθήματα, φόβου, αγωνίας, έρωτα, αγάπης, όπως τα συναισθήματα της γλυκιάς Σοάντ προς τον άντρα που κάποτε υπήρξε ο Ματζίντ (εκείνος ο άντρας, εκείνος ο άνθρωπος εκείνη η αίσθηση, η λαχτάρα της ψυχής… ένας καταιγισμός συναισθημάτων/η αγάπη δεν ήταν παιχνίδι που παίζεις μαζί του και όταν το βαριέσαι το πετάς), αλλά και της Λόρα, της κόρης του ισχυρού Αλ Ουάσμι, που επανεμφανίζεται απροσδόκητα.
Ο τραυματισμός του Ματζίντ στην σπηλιά (όπου κρύβονται με τον Άχμαντ, την απίστευτη γιαγιά-«χάτζα» και την Σοάντ) τον αφήνει για μέρες αναίσθητο, και η αναγκαστική «έξοδος» από τη Ναμπλούς μέσα σε αδιανόητες συνθήκες ρίσκου και συμπτώσεων, είναι ίσως από τις κορυφαίες σκηνές του βιβλίου. Η γιαγιά επιστρατεύει όλη την σοφία των αιώνων που κουβαλάει στις πλάτες της… και οι τέσσερις ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Ο Ματζίντ, καθώς άρχισε σιγά σιγά να συνέρχεται, καταλήγει στο αρχηγείο του προέδρου (του Αμπού Αμάρ, δηλαδή του Αραφάτ). Η εμφάνιση του Αραφάτ στην «σκηνή» είναι αντάξια του θρύλου του (η γιαγιά του τού είχε πει πολλές φορές πως ήταν πανύψηλος, τεράστιος σαν γίγαντας, πως η φωνή του έμοιαζε με κεραυνό και η ματιά του ήταν διεισδυτική σαν τρυπάνι και σαν λάμα μαχαιριού. Τώρα τον έβλεπε σαν όλους τους άλλους ανθρώπους· ούτε γίγαντα ήταν, η φωνή του ούτε βροντούσε, ούτε άφριζε. Μα η ματιά του, πράγματι, ήταν σαν τρυπάνι). Ο Ματζίντ μέσα από το αποκλεισμένο αρχηγείο αποκτά άμεση αντίληψη της «σύγκρουσης» Αραφάτ-Σαρόν, ενώ είναι το μοναδικό σημείο του βιβλίου όπου μιλάει σε α΄ενικό (γράφει, υποτίθεται, ημερολόγιο): είμαστε πλέον στη φυλακή. Είμαστε πλέον παγιδευμένοι. Και η πολιορκία έχει ενταθεί.
Είναι η χρονική στιγμή που την εξέγερση την υποστηρίζουν και ακτιβιστές κάθε χρώματος, ακόμα και Εβραίοι. Οι πολιορκίες όμως της Ναμπλούς και της Τζενίν ήταν οι οδυνηρότερες στην διάρκεια της δεύτερης ιντιφάντα. Έτσι οι ήρωές μας βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Βομβαρδισμοί, ρουκέτες, πείνα, δίψα, στέρηση. Παρακολουθούμε καταλεπτώς την αγωνία και τα συναισθήματα καθώς προχωρά μια ανελέητη πολιορκία, με τις γυναίκες να πάσχουν και να βοηθούν όπως μπορούν. Μέσα στον πανικό των σκοτωμών και των τραυματισμών, ο Άχμαντ βρέθηκε να βοηθά τους γιατρούς και τις νοσοκόμες έχοντας χάσει κάθε πίστη, κάθε χαρά (είχε ακούσει πολλές φορές για κείνη την υπομονή, την πίστη και την απίθανη, παράξενη δοκιμασία στην οποία υπέβαλλε ο θεός τους άτρωτους και καρτερικούς του δούλους, που μπορούσαν ν’ αντέξουν περισσότερα από κάθε άλλο λαό στον κόσμο (…) Τι εξήγηση ήταν αυτή που έλεγε πως ο θεός δοκίμαζε τους ανθρώπους με τέτοιον τρόπο; Τι είδους αδιάκοπη και βασανιστική δοκιμασία ήταν αυτή;)
Η πολιορκία και η παράδοση της Ναμπλούς, τα αιματηρά επεισόδια, αλλά και η ύπαρξη προδοτών όπως ήταν μάλλον ο ξάδελφος Αΐσα, σκορπίζουν την απελπισία στην καρδιά του Άχμαντ: Μη μου μιλάς για τον Θεό, ούτε για τον Μωάμεθ, η καρδιά μου βάρυνε πια και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά μόνο να σκοτώνω. Πρέπει να σκοτώνω/Η χώρα είναι ρημαγμένη, οι άνθρωποι διώχτηκαν απ’ τα σπίτια τους, των αγροτών τα δέντρα τα ξερίζωσαν, τα σπίτια τα γκρεμίσανε, ανατίναξαν τα τζαμιά, χτύπησαν εκατοντάδες και φυλάκισαν χιλιάδες (…) Δεν έμεινε τίποτα που θ΄άξιζε για χάρη του να ζήσουμε.
Είναι τέτοια η σύγχυση αξιών, ιδεών, που δεν γνωρίζει κανείς αν είναι καλύτερο να δικαστεί ως δολοφόνος ή να σώσει τη ζωή του. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει τον παραλογισμό της υποστήριξης του Αραφάτ από τις δυτικές δυνάμεις ενώ είναι ακόμα πολιορκημένος! Η ειρήνη είναι στον δρόμο καθώς η ιντιφάντα εξασθενεί αφήνοντας ανυπολόγιστες καταστροφές, αλλά η πολιορκία της Ραμάλας συνεχίζεται! Η μοναδική λύσυ είναι η λύση απελπισίας, όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας.
Τα βήματα προς μια εύθραυστη ειρήνη είναι δειλά, ενώ η Παλαιστινιακή αρχή[8] (προσωρινή αυτοδιοικητική αρχή μετά την συμφωνία του Όσλο) δείχνει να ακολουθεί συμβιβαστική πολιτική. Κι ο Ματζίντ γίνεται ήρωας, μιλά στην τηλεόραση, γίνεται τηλεοπτικός αστέρας και επιδιώκει υπουργικό αξίωμα, φέρνοντας σε αμηχανία τις δυο γυναίκες που ενδιαφέρονται για κείνον. Η συγγραφέας συνεχίζει να αποδίδει τα εσωτερικές σκέψεις του Ματζίντ σε α΄ενικό (προσπάθησα να τα πω όλα αυτά στη Λόρα και τη Σοάντ, για να με καταλάβουν. Ξέσπασαν πάνω μου σαν μια σφηκοφωλιά με χιλιάδες κεντριά και με δαγκωματιές (…) Μα τι να έλεγα σε κάποιον που δεν γνώριζε τι σήμαινε ν’ αντικρίζεις το πρόσωπο του θανάτου ανά πάσα στιγμή; Τι να έλεγα σε κάποιον που δεν στερήθηκε μια γουλιά νερό; Τι να’ λεγα σε κάποιον που δεν ήξερε την εξαθλίωση του να συντρίβεσαι απ’ τα τανκς και να σου πίνει όλο το αίμα η πολιορκία; Υπήρχε λοιπόν αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι σαν την ιστορία; Και πως η ιστορία είναι σαν τον αγώνα και πως ο αγώνας, όπως οι πρώτες αχτίδες της αγάπης, που αρχίζει γλυκά, σταθερά και δυνατά κι έπειτα με τον χρόνο μαραίνεται, πεθαίνει και χάνεται; Ο χρόνος λοιπόν κυβερνά κι όχι οι άνθρωποι).
Εμείς είμαστε ο δρόμος
Ανακατευόταν το παρόν με την ιστορία,
τα ερείπια, τον αγώνα τους
και την εκτυφλωτική λάμψη των συναισθημάτων
Δεν τελειώνει, παρόλ’ αυτά στην φάση αυτή, της επισφαλούς ειρήνης, το βιβλίο. Ο φακός τώρα πέφτει στην Λόρα και την Σοάντ, κυρίως στην Σοάντ που αναπροσδιορίζει τον ρόλο της, ως αγωνίστριας και ως απελευθερωμένης γυναίκας που αγαπά, ή μάλλον αγάπησε τον Ματζίντ. Δηλώνει ότι δεν νιώθει δεσμευμένη, δεν θέλει να έχει την μοίρα των υποταγμένων γυναικών. Ο πατέρας της, που βγήκε απ’την φυλακή, δεν παύει να αναμασάει ξεπερασμένες ιδέες (αν ο πατέρας της, που είχε βγει από μια τέτοια φυλακή, μιλούσε έτσι, τότε τι θα έλεγε ο υπόλοιπος κόσμος;). Βλέπει με θλίψη ότι ο Άχμαντ έχει χάσει τον δρόμο του, τις αξίες του, ή μάλλον, το μέλλον του (η εισβολή είχε αναταράξει όλη την ύπαρξή του και δεν άντεχε πλέον να τον μεταχειρίζονται σαν ανήμπορο παιδί). Μέσα στην απόγνωση κορυφώνονται τα συναισθήματα της Σοάντ, ανάμεσα στον βαθύ, «θηλυκό» –γεμάτο ελπίδα, καρτερία και απαντοχή- έρωτα από τη μια (νά'τη τώρα που επέστρεφε σ’ αυτόν, επέστρεφε στην εικόνα του, χωρίς εκείνη την απόσταση, χωρίς εκείνο το βάθος, γιατί η αγάπη είχε αποκαλύψει τα συναισθήματα, είχε φέρει πίσω την άνοιξη) και τον ρεαλισμό από την άλλη (και δεν θα τον συναντούσε, μα θα τον περίμενε, θα περίμενε έναν άντρα που δεν ήταν δικός της, που θα ανήκε σε όλους, σαν το άγαλμα του μάρτυρα, στη μέση της πλατείας, σαν το μνημείο του μαρτυρίου).
Παρόλ’ αυτά ήρωας, στην «αρσενική» του έκφανση, αναδεικνύεται στο τέλος όχι ο ορμητικός Ματζίντ, αλλά ο συνεσταλμένος και μετριοπαθής Άχμαντ, ο οποίος, μετά από έναν καθαρτικό διάλογο με τη Μίρα και την φίλη της, σε μια από τις αδιέξοδες διαδηλώσεις που πνίγονται στην καταστολή, ασυμβίβαστος, απελπισμένος, μέσα σε απύθμενη βία, ορμάει με όλη του τη δύναμη, σαν ρουκέτα, πάνω στους στρατιώτες.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7_%CE%99%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1 [2] Η πόλη ιδρύθηκε το 72 μ.Χ. ως Φλάβια Νεάπολη από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό κοντά στη βιβλική πόλη Συχέμ η οποία καταστράφηκε από τους Ρωμαίους κατά τον Πρώτο Ιουδαϊκό Πόλεμο. Η πόλη υπήρξε σημαντικό κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού. Τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. έριδες ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Σαμαρείτες κλιμακώθηκαν με εξεγέρσεις έναντι στη Βυζαντινή διοίκηση με αποτέλεσμα τη καταστολή τους και τη συρρίκνωση της κοινότητας των Σαμαρειτών. Το 636 η πόλη κατακτήθηκε από τους Άραβες τον Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ και το όνομά της εξαραβίστηκε σε Ναμπλούς. Το 1099 η πόλη κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους και οι Άραβες την ανακατέλαβαν το 1187 με τον Σαλαντίν. Η πόλη το 1517 πέρασε στην κατοχή των Οθωμανών, το 1917 των Βρετανών και παρέμεινε σε βρετανική κατοχή μέχρι το 1948, όταν και τη Δυτική Όχθη κατέλαβαν οι Ιορδανοί. Το Ισραήλ κατέλαβε τη περιοχή μετά τον πόλεμο των έξι ημερών. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιντίφαντα, η Ναμπλούς υπήρξε θέατρο αιματηρών επεισοδίων. Η πόλη σήμερα έχει κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό και βρίσκεται στο Κράτος της Παλαιστίνης. Αποτελεί σημαντικό εμπορικό και αγροτικό κέντρο.
[3] Η Κάσμπα είναι μοναδικό είδος μεντίνας, Ισλαμικής πόλης ή φρουρίου. Η κάσμπα ήταν το μέρος όπου κατοικούσε ο τοπικός άρχοντας και σημείο άμυνας όταν η πόλη δεχόταν επίθεση. Χαρακτηριστικό μιας κάσμπα είναι τα ψηλά τείχη τα οποία συνήθως δεν έχουν κανένα παράθυρο. Βικιπαίδεια
[4] Πρωτεύουσα της Παλαιστίνης «ντε γιούρε» είναι η Ραμάλα, ενώ «ντε φάκτο» είναι η Ανατολική Ιερουσαλήμ.
[5] https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=124053&return_url
[6] Μετά τη δολοφονία του «εργατικού» πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 από εβραίο εξτρεμιστή, το παλαιστινιακό άρχισε να οπισθοδρομεί, ιδίως με την άνοδο στην εξουσία του σκληροπυρηνικού συντηρητικού «σεφαραδίτη» Αριέλ Σαρόν και των μικρών θρησκευτικών κομμάτων, που τον υποστήριζαν. Οι συνεχιζόμενοι εβραϊκοί εποικισμοί μέσα στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη έφεραν τη δεύτερη ιντιφάντα («ταρακούνημα» στα αραβικά) το φθινόπωρο του 2000.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000, ο Αριέλ Σαρόν, βουλευτής τότε στην αντιπολίτευση, επισκέφθηκε τον περίβολο του μουσουλμανικού τεμένους Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ, που θεωρείται ο τρίτος πιο ιερός χώρος για το Ισλάμ. Η ενέργειά του αυτή θεωρήθηκε βέβηλη και προκλητική από το μουσουλμανικό στοιχείο κι έδωσε την αφορμή για την έναρξη βίαιων επεισοδίων. Εικάζεται ότι ο Σαρόν με την πράξη του αυτή επιδίωκε να σταματήσει τις ειρηνευτικές προθέσεις της «εργατικής» κυβέρνησης του πρωθυπουργού Εχούντ Μπαράκ. Τον επόμενο χρόνο, ο Σαρόν θα εκλεγεί πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Η βία που ξέσπασε κράτησε περί τα πέντε χρόνια. Οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποίησαν ως όπλο αρχικά τον πετροπόλεμο και στη συνέχεια τις επιθέσεις αυτοκτονίας, ενώ οι Ισραηλινοί ξεδίπλωσαν όλη την γκάμα της στρατιωτικής τους μηχανής. Για να αποφύγουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, πραγματοποίησαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στα παλαιστινιακά εδάφη και άρχισαν να χτίζουν ένα τείχος κατά μήκος της Δυτικής Όχθης.
Το τέλος της δεύτερης ιντιφάντα τοποθετείται είτε στο θάνατο του ιστορικού ηγέτη των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ (11 Νοεμβρίου 2004), είτε στη συνάντηση του Σαρμ Ελ Σέιχ (8 Φεβρουαρίου 2005), μεταξύ του Πρόεδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς και του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, όπου συμφωνήθηκε, με αμερικανική μεσολάβηση, η κατάπαυση των εχθροπραξιών. Τα θύματα και από τις δύο πλευρές άγγιξαν τις 4.500 μαχητές και αμάχους (1.000 Ισραηλινοί και 3.500 Παλαιστίνιοι). Το κόστος της δεύτερης ιντιφάντα για τους Ισραηλινούς ανήλθε γύρω στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια (το ⅓ του ΑΕΠ της χώρας) και για τους Παλαιστινίους γύρω στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια (το ¼ του ΑΕΠ της χώρας).
[7] Στα στρατόπεδα αυτά σφαγιάστηκαν το 1982 Παλαιστίνιο πρόσφυγες (μέχρι 3.500)
[8] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου