Πού πήγατε άγιες μέρες της ζωής μου;
Ποια ποτάμια σας παρέσυραν μακριά μου για πάντα;
Κρατώ τη μνήμη σας, επιστρέφω στα μεσημέρια σας,
στις αρχαίες
μέριμνες που σας εστόλισαν με τη φροντίδα τους,
νυφούλες του χαμού.
Μια νυχτερινή «αγραυλία», σε αμμόλοφο
δίπλα στη θάλασσα μια αυγουστιάτικη βραδιά είναι το σκηνικό της συνάντησης πέντε φίλων, τεσσάρων ανδρών και μιας γυναίκας, που ξεδιπλώνουν διαλογικά τη
διαφορετική τους θεώρηση απέναντι στο Νόημα της ζωής∙ στη Ζωή, στον
Έρωτα και στον Θάνατο. Δεν είναι σκόπιμο να κατατάξει κανείς το βιβλίο σε κάποια
από τις γνωστές κατηγορίες, αν όμως γνωρίζει το έργο και τη σκέψη του Χρήστου
Μαλεβίτση, θα έλεγε ότι πρόκειται για ένα «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» (κι αυτό για
να προσανατολιστεί ο ανίδεος αναγνώστης), αποδίδει δηλαδή στο ακέραιο αλλά με
πρωτότυπο τρόπο μια συγκροτημένη φιλοσοφική κοσμοθεωρία, και η
λογοτεχνική-θεατρική σκηνή είναι το πιο κατάλληλο όχημα για να την μεταγγίσει.
Γιατί είναι το πιο κατάλληλο
όχημα; Γιατί στο έργο αυτό συμμετέχουν πρόσωπα ως ιδιαίτερες και μοναδικές
προσωπικότητες, και το πρόσωπο είναι ο φορέας του πνεύματος ή μάλλον στο Πρόσωπο γίνεται η αποκάλυψη του
πνεύματος, όπως ακριβώς διευκρινίζεται
από τον φιλόσοφο στην πορεία του έργου. Θα ήταν επομένως πολύ πιο στείρο
να διατυπωθούν σε στεγνό θεωρητικό λόγο οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην
Αλήθεια, παρά να ζωντανέψουν μπροστά μας μέσα στην αδρή ύλη –όπως και έγινε- από
τις διαφορετικές συνειδήσεις που εκπροσωπούνται στο έργο αυτό∙ με ψυχική ορμή,
με συγκίνηση, πάθος, ονειροπόληση, αλλά και με διαφωνίες/συγκρούσεις μεταξύ τους
∙ όπου φυσικά όχημα επικοινωνίας είναι και πάλι ο Λόγος στις διάφορες εκφάνσεις
του (Ιωάννης: Δεν είναι λέξεις, είναι συμβαίνοντα), παρόλο που
διευκρινίζεται απ’ όλους σχεδόν τους ομιλητές ότι ο λόγος δεν μπορεί να
αποδώσει το «άρρητο». Μέσα από το Πρόσωπο
μεταδίδεται άμεσα στον αναγνώστη η αγωνία του πάσχοντος ανθρώπου, που πασχίζει όχι μόνο να δώσει απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα στα οποία σκοντάφτει η
μοναδική ζωή του, αλλά και να διατηρήσει ακέραιη την εσωτερικότητά του (πράγμα που από μιαν άλλη οπτική, σημαίνει πιστότητα στην αποκάλυψη της ουσίας του,
όπως επισημαίνει ο Χρύσιππος).
Έτσι λοιπόν, οι πέντε αυτές
διαφορετικές προσωπικότητες εκφράζουν και διαφορετικές οπτικές του κόσμου,
διαφορετικά βλέμματα, και καθεμιά
υπερασπίζεται με σθένος τη δική της ματιά. Όπως λέει ο «φιλόσοφος» Χρύσιππος
καθώς τους υποδέχεται γεμάτος χαρά «σ’ αυτό το ακρωτήρι του κόσμου», είτε είναι τα μάτια του Κέβη τα ερευνητικά,
είτε είναι τα μάτια του Λάχη τα ποιητικά, είτε τα μάτια της Βιλιτώς τα
αγαπητικά, είτε πρόκειται για τα μάτια του Ιωάννη τα μυστικά, δεν χορταίνουν να βλέπουν, να αγαπούν, να
απορούν και να θαυμάζουν.
Ακούμε επομένως τον Κέβη τον
επιστήμονα, τον Λάχη τον ποιητή, τον Χρύσιππο τον φιλόσοφο, τον Νικία τον
προφήτη (γίνεται αναφορά αλλά είναι απών), και τον Ιωάννη τον μυστικό καθώς
εξελίσσεται ο διάλογος μεταξύ τους, αλλά και όλων με τη Βιλιτώ που εκφράζει το
θηλυκό στοιχείο, συμμετέχει όχι με μονολόγους αλλά με καίριες παρατηρήσεις και
με τον χορό της, ενώ ξεσηκώνει ερωτικά συναισθήματα σχεδόν σε όλους. Εννοείται ότι
αυτή η σχηματοποίηση είναι τυπική, εφόσον δεν υπάρχουν στεγανά μέσα στο ψυχικό
ρευστό του καθένα (όλοι μας έχουμε τον ποιητή, τον φιλόσοφο ή το
θηλυκό/αρσενικό στοιχείο κλπ μέσα μας σε μικρό ή μεγάλο βαθμό- έτσι θα δούμε
τον Χρύσιππο π.χ. να μιλά και ποιητικά, ή τον Ιωάννη να μιλά και ορθολογικά).
Η δομή επίσης είναι
αξιοπρόσεκτη, εφόσον υπάρχει το στοιχείο
του εγκιβωτισμού. Όλο το έργο είναι το
συγκεντρωμένο υλικό από την ολονυχτία, που το κατέγραψε ο Λάχης και το στέλνει
μετά από χρόνια, μαζί με μια αρχική επιστολή στον Κέβη (ο Κέβης θα απαντήσει
στο τέλος του βιβλίου). Ο Λάχης, δηλαδή ο συγγραφέας, επέλεξε να χτισει το κείμενό του δίνοντας τη διάρθρωση του αρχαίου δράματος (τραγωδίας
και κωμωδίας): έτσι έχουμε την «πάροδο»
(ένα είδος «εισαγωγής»), τα «στάσιμα» (αντανάκλαση της «σκιάς» κάθε προσώπου
στο θηλυκό στοιχείο, που το εκπροσωπεί η Βιλιτώ), τα «επεισόδια», όπου
ουσιαστικά ξετυλίγεται ο φιλοσοφικός διάλογος και την "έξοδο".
Η έσχατη αλήθεια – το «συμπαγές νόημα»
Δεν είναι τυχαίες οι
κουβέντες, δεν είναι ακυβέρνητος ο διάλογος. Υπάρχει κάποιο κεντρικό θέμα γύρω
από το οποίο περιδινίζεται, και τίθεται εξαρχής απ’ τον φιλόσοφο της παρέας,
τον Χρύσιππο: Προτείνω ο καθένας με τη
σειρά του να αναπτύξει με τον τρόπο του το θέμα που ήδη αρχίσαμε, δηλαδή την αλήθεια σε σχέση με την ύπαρξη του
ανθρώπου. Και αυτά υπό την προοπτική του εσχάτου. Έχοντας ήδη από τις
πρώτες κουβέντες διαπιστώσει ότι ο καθένας διαφορετικά αντιλαμβάνεται την Αλήθεια
(μετά τον έντονο διάλογο Ιωάννη –Χρύσιππου), ο Χρύσιππος σπεύδει να
διευκρινίσει: ως έσχατο εννοώ τον
τελευταίο όρο κάθε κοσμοαντίληψης, μέχρι και το άνευ όρων/όπου ο καθένας μας
καλείται να προσκομίσει τα έσχατα
επιχειρήματα που διαθέτει.
Για τον -επιστήμονα- Κέβη, η
έσχατη αλήθεια είναι η αρράγιστη επιστημονική, και η κοσμοθεώρηση
εμπειρική/υλιστική. Η αλήθεια είναι μια και αντικειμενική, μόνο που η επιστήμη
δεν έχει προλάβει να διατυπώσει όλο το εύρος της πραγματικότητας, ενώ
οντολογικώς έγκυρο είναι μόνο το εμπειρικό, το υλικό και ενεργειακό σύμπαν.
Το παν είναι μετρήσιμο, μόνο που ο
άνθρωπος δεν μπόρεσε ακόμα να μετρήσει τα πάντα. Κάθε πίστη θρησκευτική, ή
φιλοσοφική κλπ εξαρτάται από τις υλικές συνθήκες που τις γέννησαν, επιμένει,
διατυπώνοντας έτσι ουσιαστικά τη μαρξιστική ή μάλλον υλιστική διαλεκτική
φιλοσοφία. Οι ταξικές κοινωνίες μυστικοποιούν και ιεροποιούν τις παραγωγικές
σχέσεις αλλοτριώνοντας τις συνειδήσεις για να χειραγωγούν τους πολίτες. Ο
ορθολογισμός διαλύει όλες τις μυστικιστικές και θρησκευτικές/μεταφυσικές αφέλειες και σκοπός του ανθρώπου είναι η
ευτυχία, η σιγουριά κι η ασφάλεια που θα τις εξασφαλίσει ο επιστημονικός λόγος
παρέχοντας όχι μόνο υλικά αγαθά για το σώμα, αλλά και την ψυχή και το πνεύμα
του.
Αυτός που αντιδρά άμεσα στις
θεωρίες του Κέβη περί αληθείας, είναι ο Χρύσιππος (δεν είναι τυχαίο που είναι ο
«φιλόσοφος» της συντροφιάς): Ωραία είναι
η αλήθεια του Κέβη, κι εύχεται να «ζήσει αρκετές χιλιάδες χρόνια για να τη
μάθει», αλλά εκείνος θέλει «να γνωρίζει την αλήθεια της ύπαρξής του προτού πεθάνει» (επειδή κάθε ύπαρξη ολοκληρώνεται νοηματικά όσο ζει/ο κόσμος
διαθέτει ένα πλήρες νόημα στο βαθμό που
η ζωή του κάθε ανθρώπου αποκτά ένα πλήρες νόημα). Αν το σύμπαν δεν
συνειδητοποιείται, δεν υπάρχει. Ο πλούτος του Κέβη είναι καλοδεχούμενος
αλλά δεν φέρνει οπωσδήποτε χαρά , φέρνει ευμάρεια -όχι όμως
ευτυχία. Η αλήθεια του Κέβη δεν σώζει τον άνθρωπο από την υπαρξιακή ένδεια, από την αγωνία του ζην (σου αναιρεί η αλήθεια σου, Κέβη, το μηδέν
που ροκανίζει την ύπαρξή σου από κάθε της πλευρά;). Η αλήθεια η
επιστημονική δεν αγγίζει τα έσχατα όρια του ανθρώπου, ενώ εξετάζει την ηθική,
τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την αισθητική σαν αντικείμενα της ιστορίας, όχι σαν αυτοτελή «υποκείμενα». Στη
διαμαρτυρία του Κέβη ότι η επιστημονική αλήθεια υπερβαίνει τις άλλες γιατί τις
ερμηνεύει, ο Χρύσιππος ανταπαντά ότι η
επιστημονική γνώση εξώθησε τον χώρο του
μυστηριακού προς τα όριά του ή τον εξαφάνισε παντελώς. Ο 20ος αιώνας
επέτρεψε την κυριαρχία του επιστημονισμού, και θεώρησε την υλικότητα του κόσμου
αυτονόητη, αλλά ο ορίζοντας του πνεύματος
δεν τη θεωρεί αυτονόητη, κι αυτή είναι για τον Χρύσιππο η κρίσιμη διαφορά. Η «βαθιά συναίσθηση μιας αιωνιότητας»
είναι σημάδι της αποκάλυψης του πνεύματος, ενώ η τεχνολογική εξέλιξη αποστέρησε
τον κόσμο από την ιερότητά του. Ωστόσο, ουσία
μου είναι ό, τι αποκαλύπτει τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής μου, που
συνδέονται άμεσα και με το βαθύτερο νόημα του υπάρχοντος. Σ’ αυτές τις κουβέντες ο Κέβης αντιδρά έντονα κατηγορώντας
όλους για λεξιθηρία και λεξιλαγνεία (οι
όροι που χρησιμοποιείς -αγκαλιά, διάνοιξη πνεύματος, άβυσσος- είναι χωρίς αντίκρισμα),
ενώ γι’ αυτόν οι φιλόσοφοι είναι σαν τους μάγους της πρωτόγονη φυλής (φτιάχνετε ωραία αγάλματα. Ύστερα όμως τα
ερωτεύεστε σαν τον Πυγμαλίωνα).
Για τον Χρύσιππο αλλά και για
του υπόλοιπους εκτός του Κέβη, ο επιστημονισμός κινείται οριζόντια. Χωρίς να
παραγνωρίζει τη σημασία της ταξικής διάρθρωσης και των υλικών συνθηκών στη «διαύγαση» της
συνείδησης, τονίζει ότι το ουσιώδες είναι
άχρονο, αποκαλύπτεται στον άνθρωπο για μια μόνο στιγμή (μια κάθετη τομή στον οριζόντιο χρόνο) και διανοίγει τη συνείδηση έτσι, ώστε
ωθεί τον άνθρωπο σε άλμα ποιοτικό. Άλλωστε, τα
δομικά στοιχεία της ανθρώπινης
προσωπικότητας δεν περιλαμβάνουν μόνο το κοινωνικό αλλά και το μεταφυσικό
στοιχείο (η ανάγκη του ανθρώπου για
δικαιοσύνη, όχι μόνο κοινωνική αλλά και μεταφυσική, για ηθική ολοκλήρωση, για
επαφή με την αιωνιότητα, για την υπέρβαση των ορίων της εγκοσμιότητας, η
αίσθηση του ιερού, του ωραίου, του αληθινού, το σκάνδαλο του θανάτου του
προσώπου, το αίτημα για αγάπη, η πνευματική κατάφαση της υπάρξεως του ανθρώπου
και του κόσμου με οποιαδήποτε μορφή «σωτηρίας», η συναίσθηση των ορίων που
δημιουργεί ροπές υπερβάσεως δια μέσου της φιλοσοφίας, της θρησκευτικότητας, της
ποίησης –όλα αυτά είναι δομικά
χαρακτηριστικά του ανθρώπου ως ανθρώπου και όχι του «ταξικού» ανθρώπου∙
υπάρχουν όσο υπάρχει άνθρωπος).
Οι αντιπαραθέσεις- διαφωνίες
οδηγούνται από τον ορθολογιστή Κέβη στο κοινωνικό επίπεδο (περί εξουσίας, περί
παιδείας/εκπαίδευσης, περί ιδεαλισμού και αλλοτρίωσης, περί κοινωνικών
ανισοτήτων) ωστόσο οι συνομιλητές του, που καίγονται περισσότερο απ’ τα
υπαρξιακά προβλήματα συμπαρασύρουν τον πυρήνα της ομιλίας στην έννοια αγάπη.
Η μοναξιά του Προσώπου αναιρείται μέσα
στην εσχατολογική αγάπη
Οι αντιπαραθέσεις γύρω από κρίσιμα
θέματα που σχετίζονται πάντα με την έσχατη αλήθεια και το έσχατο νόημα της
ύπαρξης, συνεχίζονται. Πάντα σε διάλογο μεταξύ δυο κυρίως διαλεγομένων (με
παρεμβολές και των υπόλοιπων). Έτσι μετά τις πρώτες αυτές πινελιές για την
Αλήθεια μεταξύ Κέβη και Χρύσιππου, η κουβέντα μετακυλίεται αβίαστα στην πνευματική
αξία της αγάπης, με την αναφώνηση του
Χρύσιππου: «Γι’ αυτό οι επιστημονικές σας
κοινωνίες είναι και θα είναι παταγώδεις αποτυχίες, καθαρά ανοσιουργήματα. Πού
είναι η αγάπη; Πού είναι ο σεβασμός του προσώπου του άλλου; Ο σεβασμός της
ελευθερίας του, των μυστικών του, της μοναδικότητας της υπάρξεώς του; αυτά δεν
έχουν τις ποσοτικές εξισώσεις τους!».
Η αγάπη είναι ένας
πνευματικός όρος που έρχεται και ξανάρχεται καθώς κάθε ένας που παίρνει τον
λόγο αγγίζει με τον δικό του τρόπο αυτήν την πνευματική κατάσταση. Η αγάπη αντικρίζει τον άνθρωπο ως μυστηριακή παρουσία
στον κόσμο, και τον περιβάλλει και πάλι με τον υψηλό του μύθο, έναν μύθο
που δεν είναι μύθευμα αλλά η πνευματική διάσταση
του ανθρώπου ως όλου. Ο
Χρύσιππος διευκρινίζει ότι δεν εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι μυθοδίαιτος∙ αλλά ότι είναι ο ίδιος ένας ζωντανός μύθος: ολόκληρη η κρουστή πραγματικότητα, που τόσο
διεισδυτικά την ερευνά η επιστήμη, θεμελιώνεται εντέλει σε έναν μύθο: στην
ύπαρξη. Και η πιο υπαρκτή ύπαρξη είναι ο άνθρωπος. Διότι αυτός συνοψίζει την
ύπαρξη συναιρώντας την εξωτερικότητα με την εσωτερικότητα -τον κόσμο, που είναι η έσχατη εξωτερικότητα,
με τον Θεό/θείο, που είναι η έσχατη εσωτερικότητα. Γι’ αυτό, όταν είπαν πως ο
άνθρωπος είναι ένας «μικρόκοσμος», εκστόμισαν κάτι πολύ βαθύ: ότι στον άνθρωπο συνοψίζεται ολόκληρο το
υπάρχον. Γι αυτό έχει σημασία η ανθρώπινη ύπαρξη και η ανάδειξή της
ως Προσώπου, δηλαδή ως μιας μοναδικής κι
αναντικατάστατης προσωπικότητας (το
πρόσωπο ως ανυπόθετη παρουσία, πέρα απ’ τους όρους του, δηλαδή ως «μόνιμη
προσωπικότητα»), όχι ως ατόμου. Το «πνεύμα» σχετίζεται με το Πρόσωπο γιατί
ανάγεται στο ειδικό, αφορά τη μοίρα του π ρ ο σ ώ π ο υ έναντι του ανυπόθετου[1].
Ο όρος «Πρόσωπο», διευκρινίζεται
λοιπόν καλύτερα από τον εκπρόσωπο της φιλοσοφικής ματιάς, Χρύσιππο, κι επειδή
είναι κεντρικός στην κοσμοθεώρηση του Χρήστου Μαλεβίτση, ας επιμείνουμε λίγο
περισσότερο στις σχετικές επισημάνσεις:
Το πρόσωπο είναι πάντα μοναχό. Είναι αυτό και η μοίρα
του. Όχι η μοίρα του στα καθέκαστα του μοναχικού βίου, αλλά η μοίρα του έναντι του μηδενός –έναντι του θανάτου
του. Το πρόσωπο πεθαίνει κατάμονο. Στις
οριακές του στιγμές (όταν ερωτευόμαστε ΧΩΡΙΣ ΟΡΟΥΣ, όταν αποκτούμε παιδιά όταν
κινδυνεύει αγαπημένο μας πρόσωπο, όταν κινδυνεύουμε εμείς), το Πρόσωπο προ του μηδενός βιώνει τη Ζωή ως το απροσμέτρητο τραγικό βάθος της, αλλά
και το μυστηριακό μεγαλείο της. Τότε αναδεικνύει τη μοναδικότητά του, το απαρομοίαστό του, το ανεπανάληπτό του. Τότε φανερώνεται.
Αλλά είναι και μυστικό, επειδή το βάθος
του παραμένει απροσπέλαστο. Γι αυτό θα έλεγα και αντίστροφα, πως το πρόσωπο
είναι η μυστική φανέρωση.
Κάθε στιγμή στη ζωή του
ανθρώπου γίνεται για μια και μοναδική φορά μέσα στον «σύμπαντα χρόνο», κάθε στιγμή έχει μιαν επισημότητα
απροσμάχητη. Το πρόσωπο καθώς βιώνει
την τραγικότητα της ύπαρξής του, εκλέγει τη δουλεία του, προσδιορίζει τους
προσδιορισμούς του και αξιώνει τη σωτηρία στο «ΤΩΡΑ» γιατί κάθε στιγμή
μπορεί να πεθάνει. Γι αυτό η ελευθερία του ανθρώπου είναι τραγική. Αν
απεμπολήσει την ευθύνη του και παραιτηθεί από τις αξιώσεις του προσώπου του, τότε
πραγματικά η εγκοσμιότητά του καθίσταται εύκολη –και περιττή. Και η
βασική του αξίωση είναι από άτομο να γίνει Πρόσωπο. Έχει «χρέος» να ανακτήσει
τον «χαμένο του εαυτό», από πεπερασμένο ον να γίνει «άπειρο»: από τις συνειδητοποιήσεις που πραγματοποιεί, από τις αποφάσεις του, από
τις αποκαλύψεις του, από τις εκστάσεις του, από τη μοναδικότητά του ως παράδοξη
παρουσία στον κόσμο.
Σημασία για το πρόσωπο δεν
έχουν οι απαντήσεις αλλά το βάθος των
εμβιώσεων (η εμβίωση της ζωής υπό το
φως τόσο της αιωνιότητας όσο και του θανάτου (…) τούτες οι δυο εμβιώσεις, αν είναι γνήσιες, μας μεταστοιχειώνουν σε όντα
αγαπητικά). Το «άπειρο» επομένως εμβιώνεται στις οριακές στιγμές όπου
καταργείται ο χρόνος, στην ποιότητα της
ζωής και στον εξευγενισμό της,
στην αποκατάσταση των ουσιαστικών
προσωπικών σχέσεων. Όπως επισημαίνει ο Χρύσιππος, η σχέση των προσώπων είναι αποκαλυπτική του Όντος/η αποκάλυψη του
προσώπου συμβαίνει με τον έρωτα -χωρίς
όρους[2]- και
με τη σχέση αγάπης γονέως-παιδιού. Κι όταν ο Ιωάννης συμπληρώνει ότι αυτές
οι σχέσεις παρά την αποκαλυπτικότητά τους έχουν βαθιές βιολογικές ρίζες, ο Χρύσιππος έχει την ευκαιρία να
εκφράσει την πυρηνική ρήση «τούτο δείχνει
την ενότητα του «σαρκικού» με το
«πνευματικό», που συνοψίζεται στον όρο «ζωή» (το πνεύμα είναι πάντα ενσαρκωμένο). Όμως ο Ιωάννης έχει δίκιο, ο
άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει και την Αγάπη την πέρα από βιολογική προέλευση
(οι σχέσεις υπό όρους είναι, κατά τον Ιωάννη, «ψεύτικες σχέσεις της
εγκοσμιότητας»), που είναι η Αγάπη για όλους τους ανθρώπους, για τη Ζωή.
Στην αγάπη λοιπόν την
πνευματική /εσχατολογική -πέρα απ τη
σωματική, πέρα από τη βιολογική- όλοι οι
άνθρωποι αποκαλύπτονται ως πρόσωπα. Πρόκειται για την έσχατη αποκάλυψη, που
δεν είναι κενά λόγια, γιατί για να επιτευχθεί αυτού του είδους η αγάπη πρέπει να προηγηθούν πνευματικές
μεταστοιχειώσεις κοσμικής σημασίας. Είναι έσχατη γιατί είναι απρόσιτη, απραγματοποίητη, γιατί η
εγκοσμιότητα χαρακτηρίζεται από χωρισμό
φύσεως και πνεύματος, χωρισμό ζωής και θανάτου, χωρισμό αγάπης και μίσους,
χωρισμό χρόνου και αιωνιότητας. Γιατί, ο άνθρωπος για να πραγματωθεί και να
προσωποποιηθεί, έχει ανάγκη την «κοινότητα»: Μέσα στην «κοινότητα» που συναιρεί οργανικά το κοινωνικό με το
ατομικό, εξαίρεται τόσο η κοινή μοίρα όσο και η μοίρα του προσώπου. Μόνο μέσα στην
κοινότητα ζει η αγαπητική σχέση των προσώπων. Για να σώσει κανείς τον κόσμο
πρέπει πρώτα να σώσει τον εαυτό του, δηλαδή να μετατρέψει τις σχέσεις του από
συμφεροντολογικές σε αγαπητικές, από κοινωνικές σε κοινοτικές.
Η μοναξιά του ανθρώπου αναιρείται μέσα
στην εσχατολογική αγάπη, με τον συνάνθρωπό του και με τον Θεό του, ταυτοχρόνως.
Μόνο αυτή είναι η τέλεια κοινωνία, η επικοινωνία με τον πλησίον.
Για να επικυρώσει την οπτική
του γωνία του ο Χρύσιππος, που όπως πιστεύει έχει ισχυρότερο οντολογικό δείκτη από τον επιστημονισμό του Κέβη, παρομοιάζει το βάθος των εμβιώσεων που
είναι αποκαλυπτικές με τα ερωτόλογα ενός ερωτευμένου. Όταν δεν είσαι
ερωτευμένος, τα λόγια σου είναι του αέρα, όταν όμως πάλλεσαι από έρωτα κάθε
χειρονομία, κάθε βλέμμα, κάθε χαιρετισμός, όλα
αυτά τα καθημερινά είναι και σημεία κορυφώσεως μιας συνειδητοποίησης που
εγγίζει τα έσχατα.
Έτσι, η «υπαρξιακή ένδεια»
θεραπεύεται με μέσα πνευματικά, και δεν ακυρώνεται η οντολογική τους σημασία
ακόμα κι αν τα απαρνηθούμε, όπως πάλι συμβαίνει με τον έρωτα: όταν αρνηθείς έναν έρωτά σου, δεν θα πει πως
ήταν ψεύτικος απ’ την αρχή του –δεν θα πει πως οι υψηλές στιγμές που έζησες
εξαιτίας του ήταν άκυρες εκ προοιμίου.
Τέλος, χαρακτηριστικό της
φιλοσοφικής στάσης ζωής είναι η απάντηση του Χρύσιππου στις αιτιάσεις του Λάχη
για διανοουμενισμό (τη ζωή την ΖΟΥΜΕ δεν
τη διανοούμαστε), είναι η αξία όχι μόνο της γνώσης αλλά και της επίγνωσης:
Δεν πρέπει μόνο να ζεις κάτι, αλλά να γνωρίζεις ότι το
ζεις/ο άνθρωπος μπορεί να είναι φυσικός χωρίς να το γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί
να είναι μεταφυσικός χωρίς να το γνωρίζει.
Ψυχρό «το ξίφος του μηδενός»
«μηδέν»-αφανισμός
νοηματισμού της υπάρξεως καθόλου
Ο Χρύσιππος, που ως φιλόσοφος
εκφράζει ίσως το πλησιέστερο alter
ego του συγγραφέα, ξεδιπλώνει σε μεγαλύτερη έκταση τις
σκέψεις του απ’ ό, τι οι υπόλοιποι. Στις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις του Κέβη
δεν υψώνει κάθετες διαφωνίες∙ θέλει να δείξει
ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις τους δεν είναι αντίθετες αλλά κινούνται σε άλλο
επίπεδο: τονίζω μόνο πως υπάρχουν άλλοι δρόμοι,
ίσως μακρινότεροι, αλλά ασφαλέστεροι. Με τίποτα δεν πρέπει να ανταλλαγεί το
ηθικό κριτήριο, στις πράξεις μας/πίσω από τις εξεγέρσεις υπάρχει ως κινητήρια
δύναμη η αγωνία της υπάρξεως έναντι του
μηδενός.
Ο άνθρωπος δεν αντέχει
την έλλειψη νοήματος, το μηδέν. Ως άτομο
και ως σύνολο, εφόσον επισημαίνεται με έμφαση ότι η ανθρωπότητα –ως σύνολο, ως
συλλογική συνείδηση- πρέπει να εξαντλήσει
τις δυνατότητές της . Και ο βίος ο επιστημονικός, ο τεχνολογικός, ο έλλογος
πρέπει να βιωθεί ως τις τελευταίες του συνέπειες.
Όμως φαίνεται ότι οι άνθρωποι
όχι μόνο απομακρύνονται από την πηγή,
αλλά την απορρίπτουν. Ακριβώς στη συγκυρία που θα έπρεπε να πάρουν την πιο περιεσκεμμένη απόφαση. Διότι
πρόκειται για την πιο ελεύθερη απόφαση/και
αυτή η ελευθερία πρέπει να εντείνει τη συναίσθηση της ευθύνης[3]. Ο Χρύσιππος αποφεύγει να μιλήσει ευθέως
γι αυτήν την πηγή γιατί, όπως λέει, δεν
μπορεί να μιλάει κανείς κατά τρόπο παρατακτικό για όλα τα επίπεδα του
Όντος/πρέπει το πνεύμα μας να είναι κάπως διεγερμένο, να δονείται από άλλο
πάθος, από τον έρωτα της μετοχής. Είναι
κάτι που δεν πρέπει απλώς να νοηθεί αλλά να βιωθεί.
Ποια είναι αυτή η «Πηγή», το
βαθύτερο κίνητρο όπου ωθεί τον άνθρωπο στις ακραίες εμβιώσεις;
Πηγή είναι ο
υπαρξιακός εκείνος συγκλονισμός, που είναι βαθύτερος από τη μεθοδολογική
αμφιβολία ή τη γνωστική απορία, που είναι βαθύτερος ακόμη κι απ’ τον φιλοσοφικό
θαυμασμό, που είναι η έρριζη συναίσθηση της θαυμασιότητας και της τραγικότητας
του υπάρχειν στον κόσμο και του υπάρχειν του κόσμου- ως υπάρχειν και ως μη
υπάρχειν.
Οι συνταρακτικές εμπειρίες
δίνουν στον άνθρωπο το κίνητρο, είναι το
ενεργό ηφαίστειο της ύπαρξης/αν ξεχνάς την πηγή δεν σε ξεχνάει αυτή (αν
δηλαδή κάποιος περιφρονήσει το μεγαλείο του κόσμου, αν περιφρονήσεις την αγωνία
του μηδενός αυτή θα λειτουργήσει ως
δαιμονική δύναμη μέσα σου και μέσα στην ιστορία ή, αλλιώς, αν περιφρονήσεις τον θεό θα υποκλιθείς στον
διάβολο ).
Ο κόσμος είναι το θαύμα -το ποιητικό βλέμμα του Λάχη
Καθώς σχεδόν ολοκληρώνει τις
εξηγήσεις του ο Χρύσιππος, παίρνει ο Λάχης τη σκυτάλη αναπολώντας τη ζωή του,
τις χρυσές στιγμές, τη μόνη μας περιουσία του κόσμου (πού πάνε οι στιγμές της δικής μου ζωής;
Για πού, κάθε λίγο, ξεκινάει αυτός ο μοναδικός θησαυρός μου με τα
ποτάμια του χρόνου; Και μόνο εγώ μπορώ να ξαναθυμηθώ τις πατημασιές κου μέσα
στα λιβάδια του παρελθόντος κλπ ).
Έτσι λοιπόν, ο Λάχης εκφράζει
μ’ αυτόν τον τρόπο τον δικό του «σπαραγμό», τον συντριμμό της συνείδησης
μπροστά στο αμετάκλητο του χρόνου, για
να αναφωνήσει όμως, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας και με πολλούς
τρόπους, ότι «ο κόσμος είναι το θαύμα»: ο
Κόσμος είναι ίσος με τον Κόσμο. Δηλαδή είναι αυτός που είναι/ο κόσμος δεν είναι
ένα θαύμα για να το θαυμάσεις κι ύστερα να πέσεις σε συλλογισμό. Είναι ένα
θαύμα για να θαυμασιωθείς και ο ίδιος και να μεθύσεις απ’ αυτό. Στις αντιρρήσεις
του Χρύσιππου ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη την αισθητοποίηση της αφηρημένης ιδέας
αντιδρά: αυτό το κρασί είναι κρασί. Σας
πληροφορώ πως δεν πρόκειται για ταυτολογία. Αλλά πρόκειται για μια τόσο
σημαντική πρόταση, όσο είναι και η πρόταση του Χρύσιππου για τον «υπαρξιακό
συγκλονισμό» ή και η πρόταση του Ιωάννη για την «έσχατη μέριμνα».
Η λύτρωση είναι πλησμονή. Είναι
πρόσθεση και όχι αφαίρεση.
Η ζωή κι ο θάνατος, η
ανάσταση είναι στο εδώ και στο τώρα. Δεν υπάρχει άλλος κόσμος, γι’ αυτό ας
μάθουμε να τιμούμε τη στιγμή, γιατί το «θαύμα» συντελείται κάθε στιγμή μπροστά
στα μάτια μας (ρουφήξτε το δυνατό κρασί
της ζωής τώρα και μεθύστε). Τον Χρύσιππο και τον Ιωάννη τους χαρακτηρίζει κάποια
στιγμή «ιδεοληπτικούς», κι απαρνιέται την «ασκητεία του στοχασμού» και τον
«κλοιό του μηδενός». Πώς μπορεί όλα αυτά
τα θαυμαστά πράγματα να περιπίπτουν στο μηδέν; Ίσως υπάρχουν άλλα κοσμικά
επίπεδα, και αυτά δεν είναι απλώς η όψη τους, είναι η εσωτερική τους δημιουργική
ενσυναίσθηση, που ο άνθρωπος την κορυφώνει σε ποίηση, σε τέχνη, σε μουσική.
Βέβαια, δε σημαίνει ότι ο
Λάχης ζει σ έναν κόσμο γεμάτο ροδοπέταλα… Όπως λέει κι ο ίδιος με σπαραγμό, ζούμε σ’ έναν κόσμο που η πίσω πλευρά του
μάς διαφεύγει παντελώς. (…) Ο καθένας μας φέρνει μέσα του ένα νυχτωμένο κόσμο,
βαθύτατα πλούσιο αλλά ανεξερεύνητο, επειδή τον σκεπάζει η πολική νύχτα. Από κει
έρχονται τα φαντάσματά μας, οι προφήτες μας, η ποίησή μας, οι νεράιδες μας –από
κει μας έρχεται κι η ανασαιμιά του θεού.
Κι όταν πια, με την παράκληση
όλων η Βιλιτώ χορεύοντας ρίχτηκε στη
θάλασσα, ο ερωτευμένος Λάχης αναφωνεί: δεν
μ’ ενδιαφέρει καμιά αλήθεια. Μ’ ενδιαφέρει η αλήθεια της μυθικής ζωής. Πέστε
την ψέμα. Ορθώστε μου τέτοια ψέματα, αν
μπορείτε, αν είστε ποιητές, αν είστε προφήτες.
Το θηλυκό κέντρο της ζωής
Όλοι είναι ερωτευμένοι με τη
Βιλιτώ, ακόμη κι ο ορθολογιστής Κέβης που είναι ο μόνος που δεν εκφράζει ρητά
τον έρωτά του, στο τέλος όμως μαθαίνουμε ότι την παντρεύτηκε μετά από πολλά
χρόνια. Η Βιλιτώ συμμετέχει με τον δικό της τρόπο στις συζητήσεις, χωρίς να
παίρνει επί μακρόν το λόγο, εφόσον διερωτάται απ’ την αρχή μήπως ο λόγος δεν είναι το υψηλότερο που διαθέτει
ο άνθρωπος, αφού στα πιο κρίσιμα σημεία
η μουσική τον υπερβαίνει. Η μουσική βοηθά τη Βιλιτώ να νιώσει την μυθικότητα της παρουσίας του ανθρώπου στον
κόσμο, κι αυτές οι μυστικές στιγμές είναι που «στηρίζουν όλον της τον
ψυχισμό», είναι τα σημεία αναφοράς της (δεν είναι τυχαίο που τελικά ακολουθεί
τον Ιωάννη). Στις προσπάθειές της να εξηγήσει ότι η μουσική κομίζει ατόφια την ουσία, την διακόπτουν ή την παρανοούν,
μέχρι που ξεσπαθώνει έναντι στην ανδροκρατούμενη παρέα (καταλαβαίνετε τι συμβαίνει στον έβδομο ουρανό και δεν αντιλαμβάνεστε τι
συμβαίνει σε μια γυναικεία καρδιά, δίπλα σας).
Οι κουβέντες της επομένως είναι λίγες και
συμπληρωματικές. Κάποια στιγμή μάλιστα ομολογεί ότι τους βαρέθηκε (μια σας θαυμάζω, μια σας λυπάμαι) και πάει «να χαθεί μέσα στη νύχτα», ώσπου κάποια στιγμή την παίρνει ο ύπνος. Όλοι εξομολογούνται τον έρωτά τους στη Βιλιτώ στα
Στάσιμα (εδώ αναφαίνεται η «σκιά», η σκοτεινή πλευρά της σελήνης) όπου εκείνη αναδεικνύεται σκληρή μέσα στην τρυφερότητά της (προς τον Χρύσιππο: το μόνο που αγαπάς είναι ο εαυτός σου/είσαι
ανεπίκαιρος ρομαντικός/χάνεις την ουσία Χρύσιππε, η ουσία είναι να ζεις
–στον διαχυτικό Λάχη: εσείς οι λογοτέχνες είστε οι περισσότερο
εκτιμώμενοι ψεύτες του κόσμου. Είστε σπουδαίοι στο να σκηνοθετείτε εκδοχές
θανάτων, αλλά ποτέ σας δεν θα ανεβείτε οι ίδιοι στον σταυρό).
Η Βιλιτώ σφραγίζει τη
μυστικότητα της νύχτας με τον σαγηνευτικό της χορό, ενώ τραγουδά ο ποιητής. Στο
σημείο αυτό υπάρχει αντίστιξη ανάμεσα στους ποιητικούς στίχους του Λάχη και τα
ποιητικά λόγια του Χρύσιππου. Είναι το βαθύτερο και σκοτεινότερο σημείο της
νύχτας και το συναίσθημα ξεχειλίζει. Μετά τον χορό ξεκλειδώνει τον έρωτά του και
ο σκοτεινός Ιωάννης, έναν έρωτα που τον χαρακτηρίζει «όλεθρο» γιατί η ομορφιά
είναι τρομερή, όπως λέει και ο Ρίλκε… (δεν
ήξερα αν η ωραιότης σου ήταν το πρόσωπο της θειότητας ή ο μαυλισμός του
δαιμονικού). Στην εξομολόγησή του ο Ιωάννης αποκαλύπτει ότι κλωτσάει την
ευτυχία πληγώνοντας τους ανθρώπους γι’ αυτό «κάποια φωνή τον θέλει κατάμονο» (κάπου έχω να δώσω λόγο μόνο για τον εαυτό
μου. Το μονοπάτι μου δεν χωράει άλλον. Και με καλεί να το ακολουθήσω. Με πάει
ψηλά. Κι ίσως πέσω και συντριβώ).
Η Βιλιτώ δεν είναι ούτε
απορριπτική, ούτε ειρωνική αυτή τη φορά. Θα τον ακολουθήσει από μακριά, θα τον
περιμαζέψει, θα τον θρηνήσει.
Ο μυστικός Ιωάννης
Εσύ κοιμάσαι για να μην πεθάνεις∙ κι εγώ για να μην πεθάνω, ξαγρυπνώ.
Δεν είναι τυχαίο
πως η τελευταία μεγάλη ρήση είναι του Ιωάννη. Ο ίδιος ο συγγραφέας, δια
στόματος του Χρύσιππου ομολογεί: «Ιωάννη,
αδερφέ μου. Αναγνωρίζω ότι ο τελευταίος λόγος είναι δικός σου. Αλλά χρειάζεται
μεγάλη αποκοτιά για να τον δεχτείς. Εγώ δεν το μπορώ∙ υποχωρώ και παίρνω μαζί
μου τους ενδοιασμούς μου. Εγώ δεν δύναμαι να υπερβώ τις αντιφάσεις του κόσμου»,
παρόλο που ο ίδιος ο Χρύσιππος αναγνωρίζει την «οντολογική σημασία των
αντιθέσεων», επικαλούμενος μάλιστα τον Ηράκλειτο.
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, κάθε
συνειδησιακό επίπεδο –επιστημονικό, φιλοσοφικό, ποιητικό, μυστικό- είναι ένας
αναβαθμός όλο και πιο κοντά στην Αλήθεια, ή Θεό, ή όπως προτιμούν να ονομάζουν
οι πέντε φίλοι, «θείο». Για τη μυστική συνείδηση η Αλήθεια είναι αποκαλυπτική, δεν είναι καν
συνειδητοποίηση ή επίγνωση. Ο άνθρωπος κομίζει την αιωνιότητα, γιατί μπορεί να μαρτυρήσει (αποδείξει με τη ζωή του) την
ύπαρξή της.
Αν η απορία (α+πόρος) είναι η
αρχή της αναζήτησης της -επιστημονικής- αλήθειας, η απελπισία (α+ελπίδα) είναι το έναυσμα για κείνον που ζητά το έσχατο νόημα. Η αυθεντική στάση της ύπαρξης είναι η απελπισία,
γιατί έσχατη μέριμνα είναι η σωτηρία, η
απελπισία εκζητά το έσχατο νόημα. Και το έσχατο νόημα είναι στο πνεύμα του
Προσώπου. Κι αν από τη μελέτη θανάτου
προκύπτει η γνώση, από την αγωνία θανάτου προκύπτει η αγάπη, η αγάπη των ορίων,
όχι της μέσης.
Η πορεία του ανθρώπου
διέπεται από ελευθερία (το πνεύμα δε
νοείται χωρίς ελευθερία), δηλαδή το
πνεύμα δεν υπόκειται σε καμιά άλλη αρχή έξω από την α ρ χ ή τη δική του. Αυτή
είναι η «αναγκαιότητά» του. Με άλλα
λόγια, το πνεύμα άρχει αλλά και άρχεται από τον εσωτερικό του αυτοπροσδιορισμό.
Καλείσαι δηλαδή να επιλέξεις το πεπρωμένο σου ελεύθερα (πάλι θα
υπενθυμίσω το «θεός αναίτιος» του Πλάτωνα). Στην πνευματική πορεία συνυπάρχουν
η ελευθερία και ο σκοπός.
Για να φτάσεις όμως σ’ αυτό
το έσχατο σημείο, ο δρόμος περνάει μέσα από το «έσχατο όριο της απογοήτευσης
και της απελπισίας» (προς τον θεό μόνο
απογυμνωμένος μπορείς να πας/μόνο ο
έσχατος απελπισμός θα απογυμνώσει τον άνθρωπο). Και στις ενστάσεις του Κέβη
«τότε να εξαπολύσωμε κατά των ανθρώπων
την ένδεια και τον απελπισμό», απαντά ότι πρόκειται για υπαρξιακή ένδεια, που είναι αθεράπευτη. Και
η αγωνία δεν εννοείται με την έννοια του φόβου, του τρόμου ή της ηττοπάθειας,
αλλά της οριακής εμβίωσης (μ’ αυτήν την
αγωνία μπορεί να είσαι και χαρωπός). Ο Ιωάννης ΖΕΙ τις αντιφάσεις του, κάθε
χαρά ακυρώνεται από τη θλίψη που ακολουθεί, από
το μηδέν που την περιβάλλει. Όπως ομολογεί ο ίδιος, χάνει τη ζωή γιατί
θέλει μια βαθύτερη ζωή, τη ζωή εν
πνεύματι.
Η θρησκευτική/μυστική
συνείδηση πηγαίνει ακριβώς στη φωλιά του
θηρίου, τον θάνατο. Ο θάνατος
γίνεται η πηγή του πνεύματος, όχι μόνο ως πρόκληση αλλά και ως υπέρβαση. Όμως
το πνεύμα, σύμφωνα πάντα με τον Ιωάννη δεν είναι το περιεχόμενο, είναι το
περιέχον. Είναι αυτό το «Ανυπόθετο» που αναφέρθηκε παραπάνω, που προϋποτίθεται
για όλη την ύπαρξη (πάλι η αναλογία γίνεται με τον έρωτα, ο έρωτας δεν είναι το
αντικείμενο του πόθου αλλά η ενέργεια του ερωτευμένου).
Ο Ιωάννης εκφράζει το αντίθετο της πλησμονής του
ποιητικού Λάχη, όχι τη χαρά αλλά το
σκότος και τη θλίψη του πνεύματος (τελούμε
εν σκότει και εν θλίψει και προσδοκούμε το άκτιστο φως και την άκτιστη χαρά).
Το πνεύμα είναι άρνηση του κόσμου ή καλύτερα όπως διορθώνει ο Ιωάννης, ο θεός δεν είναι ούτε πνεύμα, ούτε ιδέα,
ούτε πρόσωπο, ούτε υπέρτατο ον, ούτε αγαθός, ούτε καλός, ούτε δίκαιος, ούτε άδικος, ούτε τίποτα που μπορούμε να
σκεφτούμε.
Το θείο ισούται με το μηδέν.
Είναι αρνητικότητα. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο της σκέψης μας, γιατί είναι
το «περιέχον». Είναι ορίζοντας, είναι η άλλη πλευρά του υπάρχοντος, η αρνητική, από την οποία αναδύεται κάθε τι το θετικό, το ον. Είναι προϋπόθεση
για να τον αρνηθείς. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να τον αρνηθεί. Επειδή δεν
μπορεί να αρνηθεί την προϋπόθεσή του.
Δεν είναι εύκολο να
κατανοήσει κανείς τον σκοτεινό λόγο του Ιωάννη. Άλλωστε ο ίδιος επισήμανε πολλές
φορές την ανεπάρκεια των λόγων για να εκφράσει το άρρητο. Η πρόσβαση στους χώρους
αυτούς δεν γίνεται νοητικά αλλά βιωματικά (μέθεξη
τυραννική και όλβια). Προσωπικά καταλαβαίνω ότι μέσα από τις πεπερασμένες («θετικές»
έννοιες) π.χ. την αγάπη που την αντιλαμβανόμαστε σε σχέση με το μίσος, τον χρόνο κλπ μπορούμε να να ψυχανεμιστούμε την απειροσύνη εννοιών όπως συμπαντική
αγάπη, αιωνιότητα κλπ (οι όροι που
αναφέρονται στη θειότητα πρέπει να νοηθούν αρνητικοί και όχι θετικοί, δηλαδή
άπειροι και όχι πεπερασμένοι).
Η αρνητικότητα στα μυστικά/ασκητικά
πνεύματα γίνεται στέρηση. Απάρνηση, απέκδυση, γύμνια κι ερημία. Αυτός είναι ο
δρόμος του μυστικού. Στις αντιρρήσεις του Λάχη, που όπως είναι φυσικό θεωρεί
ότι ο «λαμπρός και θεσπέσιος κόσμος» οδηγεί στη θειότητα και στην Αλήθεια, ο
Ιωάννης απαντά ότι αυτά δεν ανάγονται άμεσα στο «έσχατο». Η αγωνία του μηδενός
είναι που προκαλεί τον δημιουργικό οίστρο, η άρνηση/το μηδέν είναι που προκαλεί
το άκτιστο φως, την άκτιστη χαρά. Θεωρεί
ότι όλα αυτά -που λέει ο Λάχης- είναι προεικάσματα του «θεοτικού όλβου», αλλά
δεν συμπεριλαμβάνουν τους «γκρεμούς», τις «βαθιές χαρακιές συμπαγούς αγνοίας».
Το δράμα όμως δεν είναι γραμμένο
από πριν. Θα ήταν γραμμένο από πριν αν
δεν υπήρχε η ελευθερία του μηδενός. Το Όν έχει τη δική του ευθύνη, και καθεμιά
συνείδηση έχει την ευθύνη του ρόλου της
(πάλι αναγόμαστε στη ρήση του Πλάτωνα: αιτία
ελομένου, θεός αναίτιος, δες παραπάνω).
Κι εδώ ο Ιωάννης φαίνεται να κλονίζεται έχοντας αμφιβολία για την έκβαση, γιατί
ο κόσμος μας από παντού χαίνει. Όπως διευκρινίζει κι ο Χρύσιππος, το τρίτο «πρόσωπο» στο δράμα του υπάρχοντος
είναι το «κακό». Η ενότητα βρίσκεται από την πίσω πλευρά του κόσμου τούτου.
Η ουσία της μυστικής
συνείδησης (της «θρησκευτικής εμβίωσης του υπάρχειν») όμως δεν είναι η Μεγάλη
Άρνηση αλλά η Μεγάλη Κατάφαση που ακολουθεί. Η θειότητα είναι εσχατολογικώς
αισθητή ως απουσία/παρουσία. Η παρουσία δεν είναι η απλή ζωική χαρά του Λάχη, αλλά η ύψιστη
χαρά που περνά μέσα από την έσχατη απόγνωση. Αυτή η χαρά, ο βαθύς όλβος, αναθρώσκει από τις βαθύτερες και τις πιο
κρυφές πηγές της ύπαρξης. Τη νιώθουν όλες οι μεγάλες συνειδήσεις, προπαντός οι
δημιουργοί, και πάνω απ’ όλους οι προφήτες και οι μυστικοί. Ο Ιωάννης ως
πρόσωπο ωθεί τον εαυτό του στα έσχατα, σα μονόδρομο που οδηγεί ή που
προσδοκά/ευαγγελίζεται τη χαρά του υπάρχειν. Κάθε συνείδηση θα αναζητήσει μια δική της διάβαση προς τη θειότητα.
Ίων και Νικίας
Στα ακραία όρια των μυστικών
έζησαν κι οι δυο απόντες φίλοι που αναφέρονται από τους συνομιλούντες, ο Ίων
και ο Νικίας. Ο Ίων έχει πεθάνει, και ο Νικίας, «η βαθιά ψυχή», κήρυκας του
θείου λόγου σε εκκλησίασμα, αποσύρθηκε στην
τέλεια σιωπή. Παίρνοντας τα μηνύματα των καιρών (πάσχουμε σ’ έναν κόσμο
χωρίς θεό) κόντεψε να παραφρονήσει και διάλεξε την πρακτική ζωή για να μην
τρελαθεί: έγινε μαρμαράς (σφράγισε τους ουρανούς
και τους θεούς κι έγινε λιθοξόος, κι όπως είπε κάποτε ο ίδιος: «κατασκευάζω τον λιθέο πολιτισμό. Και εννοούσε
ταυτοχρόνως «ληθαίο», τον πολιτισμό της λήθης»). Δυο κηρύγματά του μάλιστα
παρατίθενται στο βιβλίο με την τεχνική του εγκιβωτισμού από τον Χρύσιππο, που
τα θυμάται απ’ έξω. Ο Νικίας πάσχει γιατί οι θεοί πέθαναν (το αιώνιο παρόν είναι η δόξα του λιθαριού), κλείνει τον Ναό
αποχαιρετώντας τους πιστούς του με την συμβουλή «δεν έχετε άλλη εκλογή από το ν’ αγαπήσετε το πεπρωμένο σας».
Έξοδος – ευχές στον ήλιο
Η νύχτα φτάνει στο τέλος της. Ήδη,
καθώς μιλούσε ο Ιωάννης, έχει περάσει το πιο σκοτεινό σημείο της κι αρχίζει να
γλυκοχαράζει. Όπως τονίζει ο Χρύσιππος, καθένας με τον τρόπο του ξετύλιξε ως
συνείδηση τη δική της αλήθεια και τώρα ο καθένας απευθύνει στον ανερχόμενο ήλιο
τον δικό του χαιρετισμό.
Κέβης: «Νου του ανθρώπου! Προβαίνεις πάνω απ’ τον
ουρανό του κόσμου όπως ο φωτερός ήλιος∙ φεγγοβόλος, αδάμαστος –δαμαστής των
πάντων».
Λάχης: «Τα αστέρια μάς αποχαιρετούν με την τελευταία
στίλβη τους και ένα ένα χάνονται. Ο ήλιος μας και η εγκοσμιότητά μας. Το αστρώο
όνειρο της βραδιάς έσβησε σαν άχνα».
Χρύσιππος: «Τελούμε καθ’ οδόν και μονήρεις. Η οδοιπορία μας
κατάντησε η ουσία μας. Απόψε βγήκαμε σεργιάνι στο σύμπαν. Πραγματοποιήσαμε ό, τι
ουσιαστικότερο μπορούσαμε.
Τούτα τα λόγια ας θεωρηθούν ως ο δικός μου «έπαινος»
για την οδοιπορία και την απορία του ανθρώπου».
Ιωάννης: «Ω φως ιερό! Αν είσαι ο πρώτος όρος της ζωής
μου είσαι και ο έσχατος του πνεύματός μου»
Την τελευταία όμως λέξη έχει
η Βιλιτώ, αφήνοντας τη γεύση του αναπόφευκτα τραγικού πεπρωμένου του πάσχοντος ανθρώπου:
"…ο ύπνος μου ήταν βαθύς∙ τόσο που δεν μπορώ να συνέλθω ακόμη. Ωστόσο,
ένιωθα πως γύρω μου ξαγρυπνούν κάτι φωνές, σαν ομιλίες αγραυλούντων ποιμένων. Και
μέσα στη γλυκιά ευδαιμονία του ύπνου μια ζοφερή σκέψη γυρόφερνε το νου μου: αλλοίμονο
σε μένα που θα θρηνήσω∙ δύστυχοι όσοι αγρυπνούν∙ γιατί αυτοί θα σταυρωθούν".
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Το βιβλίο "Οι αγραυλούντες" χάρισε στον συγγραφέα του το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1978.
[1] Ανυπόθετο, όπως εξηγεί ο Ιωάννης, είναι η αρράγιστη βεβαιότητα που δεν στηρίζεται σε καμιά υπόθεση (όπως η αγάπη της μάνας παρόλα τα ψεγάδια του παιδιού της): η βασική περιουσία της συνείδησης είναι δ ω ρ ε ά. Και η αφετηρία της είναι α ν υ π ό θ ε τ η. Για τα πάντα προϋποτίθεται αυτή η ανυπόθετη δωρεά. Η συνείδηση δεν επινοεί το λογικό, το ωραίο, το ιερό, το ηθικό∙ αυτά προϋποτίθενται, αλλιώς δεν θα λειτουργούσε.
[1] Ανυπόθετο, όπως εξηγεί ο Ιωάννης, είναι η αρράγιστη βεβαιότητα που δεν στηρίζεται σε καμιά υπόθεση (όπως η αγάπη της μάνας παρόλα τα ψεγάδια του παιδιού της): η βασική περιουσία της συνείδησης είναι δ ω ρ ε ά. Και η αφετηρία της είναι α ν υ π ό θ ε τ η. Για τα πάντα προϋποτίθεται αυτή η ανυπόθετη δωρεά. Η συνείδηση δεν επινοεί το λογικό, το ωραίο, το ιερό, το ηθικό∙ αυτά προϋποτίθενται, αλλιώς δεν θα λειτουργούσε.
[2] Διότι άμα τελεί υπό όρους δεν πρόκειται για
πραγματικό, γνήσιο έρωτα.
[3] Δεν
μπορεί εδώ να μη θυμηθεί κανείς το απόσπασμα του Πλάτωνα όπου προσεγγίζεται η
ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία του ανθρώπου (ελεύθερη βούληση;) και την
αναγκαιότητα: «Αιτία ελομένου, θεός αναίτιος»: η ευθύνη είναι του ανθρώπου (που
επιλέγει τη ζωή του), ο θεός δεν είναι υπεύθυνος (Πολιτεία, μύθος του Ηρός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου