Θυμόμουν πάρα πολύ καλά
πόσο βέβαιη ήμουν,
πως μόλις με γέννησε η
μητέρα μου με ξαπόστειλε
όπως όταν μας πιάνει αηδία
και απομακρύνουμε το πιάτο
με μια απότομη κίνηση.
Μάλλον απογοητευτικό το
σύντομο αυτό μυθιστόρημα της διάσημης συγγραφέα (γνωστής από την Τετραλογία της
Νάπολης), που ο ιταλικός του όμως τίτλος είναι “La figlia
oscura”, δηλαδή η «σκοτεινή κόρη», κι όχι η «χαμένη (perduta) κόρη» των εκδόσεων Πατάκη, που απλώς θυμίζει το
τέταρτο της πολυδιαβασμένης τετραλογίας (και κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται
αν πρόκειται για τη χαμένη κόρη της Λίνας). Για να είμαι ειλικρινής, εμένα δεν
με απογοήτευσε ακριβώς, με εξόργισε,
γιατί εξοργιστική ήταν η ηρωίδα, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως η συγγραφέας
πέτυχε να ψυχογραφήσει με πειστικότητα μια γυναίκα με ακραία σύνδρομα, που σχετίζονται
με τη γυναικεία της φύση.
Δεν θα δίσταζα να αποδώσω στο
βιβλίο τα χαρακτηριστικά της «γυναικείας» λογοτεχνίας[1], αν και
απεχθάνομαι τον όρο, με την έννοια όχι μόνο ότι απευθύνεται σαφώς σε γυναικείο
κοινό (νομίζω ποτέ οι άνδρες δεν θα καταλάβαιναν τις κυκλοθυμίες της ηρωίδας),
αλλά κι ότι όλα τα πάθη και τα
συναισθήματα απορρέουν από το γεγονός ότι είναι γυναίκα, μητέρα, ερωμένη κλπ. Δεν
εξισώνω φυσικά το βιβλίο με τα ευπώλητα τύπου ροζ με τους χάρτινους
ήρωες/ίδες που σκορπάνε μπόλικο κλάμα στις αναγνώστριες. Μάλλον το αντίθετο
συμβαίνει. Γιατί η αφηγήτρια ηρωίδα είναι αντιπαθέστατη, μια αντι-ηρωίδα
συνειδητά πλασμένη ως τέτοια απ’ τη συγγραφέα, που ολοφάνερα είχε σκοπό να
δείξει τη συγκρουσιακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη γυναίκα,
μητέρα και εργαζόμενη.
Θα ήθελα όμως πολύ να
συμφωνήσω με τον Γιάννη Ζαραμπούκο ότι ουσιαστικά είναι κοινωνικό το
μυθιστόρημα, αλλά… θα πρέπει να επισημανθεί ότι ουσιαστικά αποτελεί ψυχογράφηση
μιας πολύ ιδιαίτερης παθολογικά περίπτωσης (όχι, δεν θα συμφωνούσα ότι είναι «ένας
χαρακτήρας γήινος και προσιτός προς όλους τους αναγνώστες»), μιας γυναίκας που
δεν μπορεί να εκπροσωπήσει γενικά το γυναικείο φύλο, παρόλο που θίγονται φυσικά
και τα προβλήματα κοινωνικής ανισότητας (η σύγχρονη γυναίκα με τους πολλαπλούς
ρόλους, που δεν βρίσκει χρόνο για τον
εαυτό της κλπ κλπ). Και δεν ισχύει ότι απλώς συγκρούεται ο ρόλος της μητέρας με
το ρόλο της γυναίκας, συζύγου ή εργαζόμενης. Η «πάθηση» (ψύχωση, νεύρωση; Νομίζω
το πρώτο) πάει πολύ βαθύτερα, ξεκινάει μάλλον από πολύ πρώιμα στάδια της παιδικής
ηλικίας όπου προφανώς υπάρχει καθήλωση, και η ηρωίδα μας δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε τα ίδια της τα παιδιά. Ο ανταγωνισμός
και η σύγκριση κυριαρχεί σε κάθε στάδιο και με οποιονδήποτε, άντρα ή γυναίκα,
ενώ το «εγώ» κυριαρχεί σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας.
Το οικείο και εξομολογητικό
ύφος της συγγραφέα δεν αφήνει να δεις από την αρχή την ψυχοπαθολογία της Λήδας.
Άλλωστε η ίδια δεν μπορεί να ξέει τι της συμβαίνει, κι αυτή είναι η αρετή της Φερράντε,
ότι υπάρχει η παραμορφωτική ενδοσκόπηση αλλά και τα γεγονότα που συμπληρώνουν
το παζλ. Πρόκειται για μια γυναίκα μορφωμένη, καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας
στο πανεπιστήμιο, που μάλιστα κάποια στιγμή διαπρέπει και ως ερευνήτρια. Η αναδρομική αφήγηση μας προετοιμάζει
ότι έχει κάνει μια πράξη ακατανόητη, ακόμα και για την ίδια. Όμως η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε ωθεί να ταυτιστείς με την αγχωτική γυναίκα-εργαζόμενη που επιτέλους απαλλάχτηκε
από τις υποχρεώσεις της μητρότητας και της συζυγικής ζωής και απολαμβάνει τις διακοπές
της σε ένα θέρετρο της ναπολιτάνικης επαρχίας, ελεύθερη και μόνη. Παραξενεύεσαι
λίγο που εστιάζει μόνο στις υποχρεώσεις
της απέναντι στις δυο κόρες, που είναι μόνο ένα τηλέφωνο κάθε τόσο, και δε
μιλάει με ίχνος αγάπης ή νοσταλγίας γι αυτές.
Αλλά μπορείς να κατανοήσεις ότι νιώθει μεγάλη απελευθέρωση από τότε που
ζει μόνη (κατάσταση πρωτόγνωρης ευεξίας),
εφόσον πρόκειται για αγχώδη και νευρωτικά ανήσυχη και προστατευτική μάνα («τα παιδιά είναι μόνιμη έγνοια»). Όλα αυτά είναι κατανοητά και τα αποδέχεται
κανείς ως συνήθεις εκφορές της σύγχρονης
μητρότητας, όπου συμπλέκονται οι ενοχές
(ανεπάρκειας στο ρόλο) και κούρασης από τους πολλαπλούς ρόλους.
Η συγγραφέας βάζει στο σκηνικό και μια φασαριόζικη
ναπολιτάνικη οικογένεια που δημιουργεί εφήμερους δεσμούς με τη Λήδα κι έρχεται
σε επαφή με άλλες απόμακρες περιπτώσεις γυναικείων ρόλων: Πρόκειται για τη Νίνα, νεαρή όμορφη μητέρα, την κόρη της
Έλενα, την αδερφή του άντρα της που είναι έγκυος και άλλοι, κάπως δευτερεύοντεςήρωες.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι ενδόμυχες σκέψεις που κάνει η Λήδα,
αποκαλύπτουν την πραγματική της ψυχοπάθεια. Καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει
καλά, ή μάλλον ας πω ότι δεν ταυτίζεσαι πια με την αφηγήτρια, από τη στιγμή που
αρνείται να πάει πιο κει την ομπρέλα της για να εξυπηρετήσει την ευτυχισμένη
οικογένεια. Ο αναστοχασμός της δεν φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί ότι ζηλεύει,
φαίνεται όμως από τις επόμενες σελίδες. Κοιτάει με λύσσα την Έλενα να παίζει με
την κούκλα της. Κι όταν το μικρό κορίτσι χάνει το πολύτιμο παιχνίδι, και το
βρίσκει στην άμμο η ηρωίδα μας, κάποια δύναμη
την ωθεί να κρατήσει την άχρηστη για
κείνη κούκλα και να μην την επιστρέψει, παρόλο που η απώλεια προκαλεί μεγάλο
σάλο και δυστυχία στην Έλενα (ήμουν
μπερδεμένη, ακούμπησα το χέρι μου στο στήθος για να ηρεμήσω την καρδιά μου που
χτυπούσε δυνατά. Την κούκλα την είχα πάρει εγώ∙ ήταν στην τσέπη μου). Στην αρχή
εσωτερικεύει την «πράξη» (προφανώς αυτήν για την οποία μας προετοίμασε στην
πρώτη σελίδα) σαν ένα αστείο, άλλωστε σκοπεύει να επιστρέψει το παιχνίδι. Όμως όχι.
Περιντύνει τα συναισθήματα λύπησης με αερολογίες (ξέρει ότι έχει δημιουργήσει
πανικό) και ασχολείται με την κούκλα σαν δυο χρονών κακιωμένο παιδί που του
στερήσαν το γάλα, ενώ περνούν οι μέρες χωρίς να την επιστρέφει. Τη ντύνει, τη
γδύνει, της αγοράζει ρούχα, τη ζουλάει, τη φιλάει, τη σφίγγει, της κάνει
μπάνιο, της ανοιγοκλείνει πόδια χέρια κλπ. και την αντιμετωπίζει σαν φετίχ.
Κάπου μέσα στο παραλήρημα των
στοχασμών, φαίνεται ξεκάθαρα η καθήλωση που υποπτεύεται ο αναγνώστης: ότι δηλαδή
είχε απωθημένο μίσος και οργή, αλλά και τρομερό ανταγωνισμό και απέναντι στη
δική της μάνα (εκείνη ξεχείλιζε από μια
ζωογόνο θέρμη, εγώ πάλι ένιωθα ψυχρή, θαρρείς και οι φλέβες μου ήταν από
μέταλλο). Σε ανύποπτο χρόνο (κι αυτή η συνύφανση προσμετράται στα συν της συγγραφικής
αρετής της Φερράντε) ομολογεί ότι όταν ήταν μικρή ένιωθε χαμένη: οι
ελπίδες της νιότης μου φάνταζαν κιόλας καμένες, όλες, είχα την αίσθηση ότι
κατρακυλούσα προς τα πίσω, προς τη μητέρα μου, προς τη γιαγιά μου, την αλυσίδα
εκείνων των αμίλητων ή οξύθυμων γυναικών από τις οποίες καταγόμουν. Η οργή,
η αντιπάθεια και ο ανταγωνισμός μεταφέρεται και απέναντι στις κόρες της. Οι σκέψεις της πάνω στο κορμί της (όταν ήταν
έγκυος) αλλά και στα παιδιά της, οι πράξεις
της κι ο τρόπος γενικά που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα είναι
εξωφρενικός: τα έχει βάλει με την
τρίχρονη κόρη της σπρώχνοντάς την με άγρια χαρά επειδή της είχε πάρει την…
κούκλα, ανταγωνιζόταν τις έφηβες κόρες της ερωτικά, στη συνέχεια τις σύγκρινε
με συνομήλικες φίλες τους σκορπώντας τον όλεθρο, τους δημιουργούσε κόμπλεξ, ζήλευε
τη φίλη της που έχτιζε ωραίες σχέσεις με τις δικές της κόρες-κι όλα αυτά τα αναθυμάται χωρίς να τα αναθεωρεί. Και
τώρα, στο παρόν, φαίνεται ακόμα να αντιπαθεί τα παιδιά της (που δεν αποκλείεται
να εξελίχθηκαν όντως αντιπαθητικά με τέτοια μάνα!): άμοιρα πλάσματα, που βγήκατε από την κοιλιά μου, ολομόναχα τώρα στην
άκρη του κόσμου. Αλλά και έμμεσα η γλώσσα προδίδει τη σύγχυση: την
Μπιάνκα την ΕΚΑΝΑ με μεγάλο στήθος, προδίδοντας την ανικανοποίητη ανάγκη της
να κυριαρχεί στη ζωή των παιδιών της. Και το ανυπόφορο για ένα παιδί που έχει
μια τέτοια μάνα: αχ, να τις έκανα
αόρατες, να μην ένιωθα πια τις απαιτήσεις της σάρκας
τους σαν πιεστικές εντολές, πιο ισχυρές από κείνες που έβγαιναν από τη δική
μου.
Γι αυτό και φυσικά
ικανοποιείται όταν βλέπει τη δυσφορία στη σχέση Νίνας- Έλενας, σχέση που στην
αρχή φαινόταν ιδανική (και πάλι ένιωθε έλξη, και την παρατηρούσε με υπερβολική
προσήλωση). Ο μηχανισμός της προβολής κορυφώνεται (η Έλενα φοβόταν προπαντός μην της ξεγλιστρήσει η μητέρα της) και η
Λήδα εγκλωβίζεται μόνη της μέσα στο μηχανισμό του μητρικού ρόλου χωρίς να
βρίσκει διέξοδο, νιώθει φυλακισμένη, τυφλή μέσα στο «εγώ»: απαιτώ να με δουν ως άτομο κι όχι ως λειτουργία.
Η τετε-α-τετ συνάντηση με τη
Νίνα στο τέλος του βιβλίου, αποτελεί κάθαρση στο επεισόδιο όχι μόνο επειδή η Νίνα
εξοργισμένη όταν έμαθε ότι η Λήδα είχε τόσο καιρό την κούκλα την παρατάει
σύξυλη, αλλά επειδή ο διάλογος δίνει την ευκαιρία στη Λήδα να συνειδητοποιήσει
και δυο τρία πράγματα (-Γιατί άφησες τις κόρες
σου; -Τις αγαπούσα πολύ και είχα την αίσθηση ότι η αγάπη μου για κείνες με
εμπόδιζε να είμαι ο εαυτός μου –Δεν πονούσες; -Όχι, ήμουν πολύ απορροφημένη απ’
τη ζωή μου/ήμουν όπως κάποια που κατακτά τη ζωή της και νιώθει ένα σωρό
πράγματα ταυτόχρονα, μεταξύ αυτών κι ένα αβάσταχτο κενό).
Η Φερράντε έγραψε ένα άρτιο
ψυχολογικά και εξαιρετικά δομημένο μυθιστόρημα, ψυχογραφώντας μια ιδιαίτερη
παθολογική περίπτωση μάνας που δεν μπορεί να αισθανθεί τη μαγεία της μητρότητας
και το θαύμα της ζωής. Θεωρώ ότι το βιβλίο αποτελεί κατάθεση της συνείδησης ενός
ατόμου καθηλωμένου σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης, και δεν προχωρά ούτε στην
ψυχολογική ερμηνεία, αλλά οπωσδήποτε ούτε στην κοινωνική διάσταση του
φαινομένου, μια και το ζήτημα είναι καθαρά διαπροσωπικό.
Χριστίνα Παπαγγελή
http://www.kathimerini.gr/257767/article/politismos/arxeio-politismoy/to-vivlio-shmera-einai-genoys-8hlykoy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου