«Νησί του πάθους» ήταν
το γλυκερό και παράλληλα φοβερό όνομα
που έδωσε ο Μαγγελάνος στο νησί Κλίπερτον όταν το διέκρινε από απόσταση μεταξύ 1519 και 1521. Όνομα ελκυστικό αλλά και σχιζοφρενικό, γιατί κλείνει μέσα του τα
αντίθετα. Πάθος σημαίνει τον έρωτα, αλλά επίσης και τον πόνο, είναι τόσο ο
πυρετώδης ενθουσιασμός όσο και το μαρτύριο, η τρυφερότητα, μα και η λαγνεία.
Δεν πρόκειται λοιπόν
για καμιά σαπουνόπερα πάθους, όπως θα περίμενε κανείς από τον τίτλο, και
μάλιστα από βιβλίο που αγοράζει στην
απόγνωσή του από σταθμό της… εθνικής οδού.
Είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μεγεθύνει μια λεπτομέρεια της
ιστορίας, αρκετή όμως για να καταλάβει κανείς το μηχανισμό με τον οποίο
κινούνταν τα νήματα της αποικιακής εξουσίας σε περιοχές αμφιλεγόμενες, όπως
αυτή της οποίας διεκδικούσαν την κυριαρχία το Μεξικό και η Γαλλία στις αρχές
του 20ου αι..
Νησί του Πάθους, ή νησί
Κλίπερτον, από τον λήσταρχο πειρατή του 18ου αι. που το
χρησιμοποιούσε ως κρησφύγετο/ορμητήριο για να επιτίθεται στα κινέζικα εμπορικά
πλοία. Ένα ασήμαντο, απόμερο νησί κοντά στο Ακαπούλκο, ένας τόπος ανθυγιεινός και αφιλόξενος. Λένε πως στις
ακτές του περιφέρονται απομεινάρια παλιών ναυαγίων και ότι στον αέρα του
πλανιούνται οι αναθυμιάσεις θειαφιού από μια ηφαιστειογενή λιμνοθάλασσα με
δηλητηριώδη νερά, που δεν ανέχονται τη ζωή, δεν είναι πόσιμα και προκαλούν
εγκαύματα σ όποιον βουτήξει μέσα τους (…) Σημείο ελάχιστο, ανεπαίσθητο όπου ούτε να φτάσει μπορεί κανείς ούτε να
φύγει. Σαρωμένο από τυφώνες, διαβρωμένο από παλίρροιες, σβησμένο από τους
χάρτες, λησμονημένο από τους ανθρώπους, παραπεταμένο στη θάλασσα, άλλοτε
μεξικάνικο και τώρα απαλλοτριωμένο και ξένο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει.
Μερικές φορές αυταπάτη και κάποιες άλλες εφιάλτης, το νησί δεν είναι τίποτα
περισσότερο από όνειρο. Ουτοπία.
Το μυθιστόρημα
κινείται σε πολλά επίπεδα (ανά κεφάλαιο), εφόσον την τραγική ιστορία των
πρωταγωνιστών, δηλαδή του Ραμόν και της Αλίσια, και αργότερα των τεσσάρων
παιδιών τους, την ανασυνθέτει ο αναγνώστης και
μέσα από τον αφηγητή- συγγραφέα, και
μέσα από τις βιωματικές αφηγήσεις της 77χρονης κόρης και της εγγονής τους. Στο
χρονικό επίπεδο που εκπροσωπεί το «σήμερα», ο υποτιθέμενος ερευνητής/
παντογνώστης αφηγητής αναφέρεται στις
«πηγές» του και τις «αξιολογεί», προσδίδοντας ένα δημοσιογραφικό/ιστορικό
χαρακτήρα. Έτσι, έχουμε λεπτομέρειες που προσθέτουν αληθοφάνεια κι ενδιαφέρον
στην τραγική περιπέτεια στην οποία μπλέχτηκαν
οι ήρωες…
Ο πρωταγωνιστής Ραμόν,
γαλλικής καταγωγής από την Ορισάμπα, ένοχος για λιποταξία από τον μεξικάνικο
στρατό -γιατί δεν άντεχε την πικρή σούπα που ήταν η ζωή στο στρατόπεδο-, υπέστη
τέτοια ταπείνωση στη φυλακή (ήταν πιο
σκουπίδι απ όλα τα σκουπίδια), ώστε δέχτηκε σαν εξαιρετική τιμή τον
διορισμό του ως Κυβερνήτη του νησιού Κλίπερτον (ορκίστηκε επίσημα, στη μνήμη του πατέρα του, στην αγάπη της μητέρας
του, στα εφτά μαχαίρια που τρυπούν την καρδιά της Τεθλιμμένης Παναγίας και στη
δόξα της πατρίδας του ότι ποτέ, ποτέ πια, είτε ως άνθρωπος είτε ως στρατιωτικός
δε θα γνώριζε την καταισχύνη μιας δεύτερης ταπείνωσης). Τον κάλεσε μάλιστα
κι ο ίδιος ο πρόεδρος (Πορφύριο Ντιάζ) σε ακρόαση, στα πλαίσια ειδικής
αποστολής που σχετιζόταν με τη σύσφιξη των σχέσεων Μεξικού- Ιαπωνίας εναντίον της Αμερικής (1908). Για το ταξίδι
στην Ιαπωνία έχουμε λίγες πληροφορίες, ίσως… όχι γιατί το ιστορικό του περιεχόμενο είχε χαρακτήρα απόρρητο και
υπερβατικό, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Απλώς επειδή επρόκειτο για κάτι
το κοινό και το ασήμαντο. Για παράδειγμα, μπορεί ο Ραμόν να πήγε στο Τόκιο ως
διερμηνέας για τυπικά διπλωματικά ζητήματα. Ή για να παραδώσει στον αυτοκράτορα
της Ιαπωνίας καμιά πορσελάνη των Σεβρών, δώρο από τον Πορφύριο Ντίας. Και έτσι
το Κλίπερτον να μην υπήρξε ποτέ στρατηγικό σημείο για οποιονδήποτε, εκτός από
τα πουλιά που απέθεταν εκεί το γουάνο[1],
τα περιττώματά τους.
Ωστόσο, η πράξη
ανάληψης της εδαφικής κυριαρχίας του Μεξικού στο νησί του Πάθους έγινε με
συγκίνηση και επισημότητα που άγγιζε τη γελοιότητα («τούτο εδώ είναι μεξικάνικο έδαφος πάντως, κι εγώ είμαι ο κυβερνήτης του»/
όταν το σκάφος εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Ραμόν συνειδητοποίησε
πως ένιωθε προσβεβλημένος, αδικημένος και μόνος σα σκύλος. Ο διορισμός του ως
κυβερνήτη, η προαγωγή σε λοχαγό, η ακρόαση από τον Πορφύριο Ντίας, τώρα του
φαίνονταν σαν πολύχρωμα μικρά πουλιά, που απλώς φτιασίδωναν τη γυμνή
πραγματικότητα: τον είχαν παρατήσει στην τύχη του, στο τελευταίο μέρος το οποίο
θα επέλεγε, εφόσον του είχαν δώσει ελευθερία εκλογής). Το πλοίο που θα ήταν ο ομφάλιος λώρος που θα τους
συντηρούσε στη ζωή, ο μοναδικός δεσμός τους με τον κόσμο άφησε στο νησί τον
Ραμόν με τη γυναίκα του, την Αλίσια, κι έντεκα στρατιώτες με τις οικογένειές
τους, καθώς και τον εκπρόσωπο της βορειοαμερικανικής εταιρείας εμπορικής
εκμετάλλευσης του γουάνο, τον Γερμανό Σουλτς με την υπόσχεση ότι θα επανερχόταν
ανά τρεις μήνες για ανεφοδιασμό. Σαράντα τέσσερα ενήλικες με μικρά παιδιά πάνω
στο στείρο κατσάβραχο, σαράντα
τέσσερις Ροβινσώνες των οποίων
παρακολουθούμε τις προσπάθειες επιβίωσης μέσα σε συνθήκες απροσδόκητες
(καταποντισμοί, πλημμύρες, τυφώνες, αλλά κυρίως maroon, δηλαδή εγκατάλειψη).
Πέρα λοιπόν από το
ιστορικό ενδιαφέρον που προκαλεί η αληθινή αυτή ιστορία, παρακολουθούμε και μια
συναρπαστική περιπέτεια σε πολλά επεισόδια, ενώ παράλληλα διαγράφονται και
αρκετά διάφανα οι βασικοί χαρακτήρες (ξεχωρίζει η ενστικτώδης και γήινη
προσωπικότητα της Αλίσια). Οι ήρωες οργανώνουν όσο μπορούν καλύτερα τη ζωή
τους, γεννούν τα παιδιά τους, προσπαθούν να τα εκπαιδεύσουν, κάνουν γιορτές,
παίζουν μουσική, ψάχνουν απεγνωσμένα το θησαυρό του Κλίπερτον, οι γυναίκες
περιποιούνται τα… μαλλιά τους (η
συντροφική περιποίηση των μαλλιών
βαθμιαία μετατράπηκε σε βδομαδιάτικη τελετουργία), κι όλα αυτά καθώς
περιμένουν το πλοίο ανεφοδιασμού (πάντα καθυστερημένο δυο τρεις μήνες,
σκορπώντας κύματα ανησυχίας). Οι βροχοπτώσεις, οι παλίρροιες αλλά βασικά ο
τυφώνας καθορίζουν τις συνθήκες ζωής
τους και τις σχέσεις τους (ο χαρακτήρας
των κατοίκων του Κλίπερτον είχε αλλάξει. Τώρα ηταν πιο φθονεροί, διπλά πονηροί,
ευέξαπτοι όσο ποτέ, πλεονέκτες και εγωιστές. Ακόμα και το παρουσιαστικό τους
είχε αλλάξει: πήραν την αθεράπευτη όψη ανθρώπων χτυπημένων από τη ζωή, ζητιάνων
της φύσης, από την οποία δε θα συνέρχονταν ποτέ πια). Έχουν να κάνουν με
την τρέλα και τον θάνατο, τον πρώτο θάνατο από καρχαρία και τη δημιουργία ενός
είδους νεκροταφείου. Αντιμετωπίζουν το ναυάγιο δώδεκα Ολλανδών στο νησί τους (ένα ξανθό τσούρμο), με τους οποίους
πρέπει να μοιραστούν τα τρόφιμα (στη
μοίρα αρέσουν τα παιχνίδια, είπε στο τέλος, υπερβολικά σαστισμένος και
κουρασμένος για να δώσει στη φωνή του δραματικό τόνο. Με ένα και μοναδικό
χτύπημα μας στερεί την τροφή και μας στέλνει άλλα δώδεκα στόματα να θρέψουμε).
Η πολιτική κατάσταση προκαλεί επίσης σασπένς αλλαγή του καθεστώτος του Ντίας:
θα αναγνωρίσει την εδαφική κυριαρχία ο νέος πρόεδρος;
Maroon
Κι έπειτα έρχεται η maroon, η εγκατάλειψη[2] ,
λέξη που αποτελεί και τον τίτλο του δεύτερου μέρους του βιβλίου. Η εισβολή των
Βορειοαμερικάνων στη Βερακρούς, η αντίσταση των Μεξικάνων ανατρέπει όλες τις ισορροπίες
(εμένα δε μου έδωσε κανένας την εντολή να
αποσυρθώ από δω…./ ούτε την εντολή να αποσυρθείς θα σου δώσουν, ούτε την εντολή
να παραμείνεις. Η αλήθεια είναι, Ραμόν, ότι δε δίνουν δεκάρα. Με τις ταραχές
που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό, μάλλον ούτε θυμούνται ότι υπάρχουμε). Ο Ραμόν κλωτσάει τη μοναδική ευκαιρία
διάσωσης, θέλοντας να υπερασπιστεί… το μεξικανικό έδαφος (το να παραμείνουμε είναι ιερή υποχρέωση απέναντι στους 126 γενναίους
της Βερακρούς). Η απόφασή του ενισχύεται από την παράλληλη απόφαση των
έντεκα στρατιωτών και των οικογενειών του (μόλις
είχε ζήσει την ωραιότερη ημέρα της ζωής του, τη μέρα που τον καθιστούσε άντρα
άξιο και αλησμόνητο, και το βασίλειό του δε βρισκόταν πια σ αυτόν τον κόσμο/ ο
αληθινός πρίγκηπας, ο μάγκας ήταν αυτός ο ίδιος, ο Ραμόν Αρνό. Η απόφασή του να
μείνει τον έκανε να νιώθει ικανοποίηση, πληρότητα, μεγαλείο, ενώ η
νομιμοφροσύνη των ανθρώπων του τον μεταμόρφωνε σε γίγαντα/είχε κατορθώσει να
βρει την παλιά περηφάνια του).
Έτσι λοιπόν, για
λόγους νομιμοφροσύνης, «για ένα πουκάμισο αδειανό», οι 44 Ροβινσώνες, χωρίς
καμιά σύνδεση πια με τον υπόλοιπο κόσμο, υπερμάχονται του… μεξικανικού εδάφους,
αλλά ουσιαστικά με αναμετριούνται με τη φύση… όχι μόνο με τα καιρικά φαινόμενα,
αλλά με την αρρώστια (σκορβούτο) με την τρέλα (Σουλτς, Ραμόν), με την
αποκτήνωση, με το θάνατο (δεν διατάζεις
εσύ πια Αρνό. Εδώ διατάζει ο θάνατος)… Η προσπάθεια επιβίωσης, βασικά των
γυναικών κόβει την ανάσα, και η μεταπήδηση από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο αυξάνει κάθετα το ενδιαφέρον του
αναγνώστη. Άλλωστε, το γεγονός ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία (βασική πηγή η
εγγονή του Ραμόν) δημιουργεί κύματα απίστευτης συγκίνησης για το τι μπορεί να πετύχει
αλλά και να αντέξει ο άνθρωπος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
γουάνο: τα αποσυντεθειμένα απορρίμματα των θαλασσίων πουλιών, πλούσια σε άζωτο
και πολύ κατάλληλα για λιπάσματα
[2]
αυτό το καβαλιστικό σύμπλεγμα των έξι
γραμμάτων, λέξη που σήμαινε εγκαταλείπω κάποιον σε έρημο νησί, τον εγκαταλείπω
αβοήθητο, παραφθορά του cimaroon που με τη σειρά του
προερχόταν από το ισπανικό Cimarron, λέξη που εννοούσε
τον δραπέτη σκλάβο, και αργότερα τη θανατική ποινή που επέβαλλαν οι Άγγλοι
πειρατές στους προδότες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου