Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

Το πέμπτο παιδί, Ντόρις Λέσινγκ


Σ’ ένα πνεύμα μαγικού ρεαλισμού που θυμίζει Μαρκές περιγράφει η Ντόρις Λέσινγκ την έλξη που ένιωσαν η Χάριετ και ο Νταίηβιντ, δυο εκκεντρικοί μοναχικοί άνθρωποι, που έσμιξαν σαγηνευμένοι ο ένας από τον άλλον για να πραγματοποιήσουν το κοινό τους όνειρο: να κάνουν πολλά παιδιά! Παρόλο το κλίμα της εποχής (δεν ήταν εύκολο να διατηρήσουν την πίστη τους στον εαυτό τους όταν το πνεύμα της εποχής, η άπληστη εγωιστική δεκαετία του ’60, ήταν τόσο πρόθυμο να τους καταδικάσει, να τους απομονώσει, να μειώσει τις καλύτερες πλευρές τους. Κι όμως, να που είχαν δίκιο όταν επέμεναν να περισώσουν αυτή την πεισματική ιδιαιτερότητά τους, την ξεροκέφαλη, κατά τη γνώμη των άλλων, επιλογή τους), παρόλη τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση και την αντίδραση του περίγυρου, έκαναν τέσσερα παιδιά σε έξι χρόνια και στη συνέχεια, έκαναν ένα… διάλειμμα με απώτερο στόχο να κάνουν τουλάχιστον άλλα τέσσερα. Όμως, το «πέμπτο παιδί» ανατρέπει τα πάντα.
          Αν δε διάβαζα αμέσως μετά το άλλο βιβλίο της Ντόρις Λέσινγκ, το «Ο Μπεν στον κόσμο», που αποτελεί συνέχεια κατά κάποιο τρόπο του «πέμπτου παιδιού», θα συμφωνούσα με το οπισθόφυλλο που αναφέρεται στο μυθιστόρημα σαν να πρόκειται για «ιστορία τρόμου». Κι αυτό γιατί από τις πρώτες στιγμές της εγκυμοσύνης, το πέμπτο παιδί παρουσιάζεται σαν ένα διαβολικό, μοχθηρό και αδηφάγο τέρας που θαρρείς γεννήθηκε για να τιμωρήσει την αλαζονική ξεροκεφαλιά των γονιών του. Παρόλ’ αυτά, αξίζει ίσως να σταθεί κανείς όχι τόσο στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της γένεσης του τέρατος, ούτε στην απωθητική συμπεριφορά του, ούτε στον τρόπο αντίδρασης της κοινωνίας σ’ αυτή την γένεση, όσο στην πάλη που γίνεται στην ψυχή της μάνας.
           Η τρομοκρατημένη μάνα αρχικά διστάζει να παραδεχτεί την απόκλιση, και βέβαια παραμελεί τα άλλα της παιδιά για να ασχοληθεί με τον Μπεν.
          Η πρώτη προσπάθεια ανοιχτής παραδοχής ότι κάτι αλλόκοτο/απόκοσμο συμβαίνει και πρέπει να το χειριστούν με κάποιο τρόπο ώστε να μη διαλυθεί η υπόλοιπη οικογένεια, είναι η σύσταση των οικείων να βάλουν τον Μπεν σε ίδρυμα.
          Δεν έδειξαν καμιά αοριστία τώρα που πίστευαν ότι υπήρχε μια κρίση που –έστω και έμμεσα- τους απειλούσε. Μοιάζουν με ζευγάρι δικαστών μετά από ένα καλό γεύμα, σκέφτηκε η Χάριετ και γύρισε στον Νταίηβιντ για να δει αν είχε κι αυτός την ίδια γνώμη. Ο άντρας της όμως είχε σφίξει τα χείλια και κοιτούσε το τραπέζι μπροστά του. Συμφωνούσε μαζί τους.
          Η Άντζελα είπε γελώντας:
          «Κλασική ασπλαχνία της υψηλής κοινωνίας».
          Κανείς δεν θυμόταν να άκουσε πιο αιχμηρό σχόλιο σε τούτο το τραπέζι.

          Και παρακάτω:
          «Ή αυτός ή εμείς», είπε ο Νταίηβιντ στη Χάριετ και πρόσθεσε με φωνή γεμάτη ψυχρή απέχθεια για τον Μπεν: «Είναι σαν να’ πεσε ξαφνικά από τον Άρη. Θα ξαναγυρίσει εκεί για να αναφέρει τι βρήκε εδώ κάτω» και γέλασε -βάναυσα.

          Ο εγκλεισμός του Μπεν στο ίδρυμα είναι μια νέα δοκιμασία για τη Χάριετ. Η προσωρινή ανακούφιση έδωσε τη θέση της στην ενστικτώδη ανησυχία. Όταν η Χάριετ (παραβιάζοντας του κανόνες απορρήτου που υπάρχουν σ΄ αυτά τα ειδικά ιδρύματα όπου οι γονείς ξεφορτώνονται τα ανεπιθύμητα παιδιά τους), επισκέφτηκε το ίδρυμα κι επέμεινε να δει τον Μπεν, ο Μπεν είχε μετατραπεί σε αγρίμι/φυτό (ήταν αναίσθητος και γυμνός, εκτός από το ζουρλομανδύα που τύλιγε το σώμα του. Η σάρκα του ήταν άσπρη σαν νεκρού, σχεδόν πρασινωπή. Όλα-οι τοίχοι, το δάπεδο, ο Μπεν-ήταν πιτσιλισμένα με περιττώματα κλπ κλπ).
          (…)
          Πήραν το παιδί δεμένο σαν πακέτο, αναίσθητο, με τη γλώσσα κρεμασμένη από το στόμα.

          Η επανένταξή του στην οικογένεια δημιουργεί νέα προβλήματα, ειδικά στο τέταρτο παιδί, τον Πολ, με το οποίο αναπτύσσεται σχέση άσβεστου μίσους. Οι εμπειρίες όμως στο ίδρυμα πρέπει να ήταν τόσο τρομερές, που η ανάμνησή τους λειτουργεί ως φόβητρο κι έτσι ο Μπεν αναγκάζεται σε κάποιες περιπτώσεις να τιθασεύσει τον ατίθασο/ζωώδη  κι επιθετικό εαυτό του. Μαθαίνει κάποια στοιχειώδη που τον κάνουν ως ένα βαθμό ικανό να ζει στην κοινωνία. Στην κοινωνικοποίησή του αυτή  συντέλεσε και η επαφή του με τον άνεργο νεαρό Τζον που ανέλαβε αρχικά κηπευτικές δουλειές (καθόταν οκλαδόν στην πόρτα μέχρι να φανεί ο Τζον και μετά τον ακολουθούσε σαν κουτάβι). Ο Τζον ανέλαβε επίσημα τη διαπαιδαγώγηση του Μπεν, ο οποίος μπήκε στην παρέα των νεαρών άνεργων που τριγύριζαν στα πεζοδρόμια, κάθονταν σε διάφορα καφενεία, έκαναν δουλειές του ποδαριού, πήγαιναν σινεμά κι έτρεχαν με τις μηχανές ή δανεικά αμάξια.
          Όμως η οικογενειακή κατάσταση διαταράσσεται, η σχέση του ζευγαριού δεν είναι όπως πριν και τα αδέρφια του Μπεν δυσανασχετούν ή υποφέρουν. Η κατάσταση αυτή, για την οποία η Χάριετ νιώθει υπεύθυνη, την οδηγεί σε κάποια «ειδικό», την Δρ. Γκίλυ.  
          «Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον Μπεν αλλά σε σας. Δεν τον συμπαθείτε πάρα πολύ».
          «Ω, θεέ μου», ξέσπασε η Χάριετ, «όχι πάλι!»
          Η αγωνία της μάνας δεν περιορίζεται μόνο στην αίσθηση της ευθύνης ή των ενοχών που της υπαγορεύει η κοινωνία. Μεταφέροντας τις προλήψεις της εποχής, φοβάται ότι ο Μπεν «δεν είναι άνθρωπος», δηλαδή ότι είναι … από άλλον πλανήτη, από το διάστημα (πιστεύετε ότι ο Μπεν είναι μια περίπτωση αταβισμού[1];/εμένα μου φαίνεται προφανές, είπε η Χάριετ). Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνοδεύει τα αποκλίνοντα άτομα και να προστατεύσει και τον Μπεν και την οικογένειά της, η Χάριετ ζητά από τη γιατρό να το αναγνωρίσει επίσημα, αλλά η γιατρός ασφαλώς αντιδρά (ακόμα κι αν είναι έτσι, τι θέλετε να κάνω εγώ; Να σας δώσω ένα γράμμα για το ζωολογικό κήπο: «Βάλτε αυτό το παιδί σ’ ένα κλουβί; ή να τον παραδώσω στην επιστήμη;»)
          (…)
          Κανείς με εξουσία δεν θα δεχόταν να αναλάβει αυτήν την ευθύνη.

          Έτσι, βλέπουμε ότι, πέρα από την ψυχογραφική διάσταση, το μυθιστόρημα αποκτά βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα, αποτελεί δηλαδή ένα σχόλιο στην κοινωνική πραγματικότητα που επιβάλλει τον αποκλεισμό στα διαφορετικά άτομα. Ο Μπεν, ο ξένος, ο αλλόκοσμος, η καταστροφή, ξεκομμένος απ’ όλους τους άλλους είναι ένα ιδιαίτερο πλάσμα που έφερε τα πάνω κάτω στην οικογένειά του και γέρασε πρόωρα τη Χάριετ, η οποία -εντέλει- τον πονά και τον προστατεύει, και για την οποία παραμένει πάντα ένα μεγάλο ερωτηματικό.       

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] αταβισμός (Βιολ.). Η επανεμφάνιση ενός εξαφανισμένου γενετικού χαρακτήρα, ο οποίος υπήρχε σε κάποιο προγονικό εξελικτικό στάδιο αλλά όχι στους γονείς ή στους χρονικά κοντινούς συγγενείς ενός ατόμου (λατ. atavus = [μακρινός] πρόγονος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: