Δυο προσωπικές ιστορίες που συναντιούνται, δυο μοναχικοί άνθρωποι με ιδιαίτερη οικογενειακή ιστορία ο καθένας που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους και παντρεύονται, για να μεταφέρουν μέσα στο γάμο ο καθένας το δικό του φορτίο: ο Ντέηβιντ αποκαλύπτει αρκετά όψιμα ότι δεν είναι η πραγματική του μητέρα αυτή που τον μεγάλωσε, ενώ η Έληνορ έχει μια πολύ δύσκολη σχέση με τη μάνα της.
Αχνές και σύντομες πινελιές σχηματίζουν το ιστορικό και κοινωνικό φόντο: μεταπολεμική Αγγλία και Ιρλανδία, Λονδίνο αλλά κυρίως Κόβεντρυ, όπου μετακομίζει το 1947 η «θετή» οικογένεια του Ντέηβιντ (αξιοσημείωτο ότι η βιομηχανική αυτή πόλη ισοπεδώθηκε το 1940, αναπτύχθηκε ραγδαία το 1950 και παράκμασε τη δεκαετία του 70).
Το βιβλίο ξεκινά μ’ ένα εισαγωγικό κεφάλαιο όπου πληροφορούμαστε πολύ σύντομα την τραγική ιστορία της Μαίρης Φρίελ, μιας κοπελίτσας που μέσα στη δίνη του πολέμου ξεσπιτώθηκε, κι αναγκάστηκε να δουλέψει υπηρέτρια στο Λονδίνο, την βίασε το αφεντικό κι έδωσε το παιδί της στη νοσοκόμα του μαιευτηρίου όπου γέννησε.
Το επόμενο κεφάλαιο μας εισάγει στο σήμερα, ένα σήμερα που δημιουργεί ερωτηματικά, γιατί καταλαβαίνουμε ότι ο Ντέηβιντ επιστρέφει από την κηδεία της πεθεράς του όπου η Έληνορ (η γυναίκα του) αρνήθηκε να πάει. Ήδη δηλ από το ξεκίνημά του το μυθιστόρημα διεγείρει πολλά ερωτηματικά σε σχέση με την προσωπική ιστορία των δύο ηρώων.
Από κει και πέρα, κάθε κεφάλαιο κινείται σε άλλο χρονικό επίπεδο, που επισημαίνεται στον εκάστοτε τίτλο, μαζί μ’ ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο/ντοκουμέντο της εποχής, π.χ. «Καρτ ποστάλ, Γιούνιον Στρητ, Αμπερντήν, περί το 1966». Τα μικροαντικείμενα που αποτελούν και την «αφορμή» της εξιστόρησης, είναι τις περισσότερες φορές και τα λιγοστά στοιχεία που έχει στα χέρια του ο Ντέηβιντ για να ανασυστήσει το παρελθόν και να βρεί την «αλήθεια για τη ζωή του», μια αλήθεια σκοτεινή από την απροσδόκητη στιγμή που έμαθε, μεγάλος πια, ότι οι γονείς που τον μεγάλωσαν δεν ήταν οι γονείς που τον γέννησαν.
Έτσι, ο αναγνώστης, κινούμενος συνέχεια στο χρόνο, από το 194 0 μέχρι το 2000 (με εξαίρεση μια κάρτα του 1914 από τα χαρακώματα όπου βρέθηκε ο πατέρας του να γιορτάζει την παραμονή των Χριστουγέννων), φτιάχνει σιγά σιγά σ’ ένα παζλ το διάγραμμα της μοναχικής ζωής των συμπρωταγωνιστών. Καταλυτικό ρόλο στην πλοκή παίζει και η «θεία» Τζούλια, που πέρα από τη μοιραία αποκαλυπτική φράση που ξεστόμισε όταν πια έπασχε από γεροντική άνοια, είχε ένα χαρακτήρα αποφασιστικό, που συμπλήρωνε την ηπιότητα του Ντέηβιντ.
Το κεντρικό στοιχείο της πλοκής φαίνεται να είναι η ανεύρεση της πραγματικής μητέρας του Ντέηβιντ, και σε δεύτερο πλάνο τα στραγγαλισμένα όνειρα της Έληνορ. Ο ήρωας, μοναχικός κι εσωστρεφής, ξεδιαλέγει μαζί με μας τα κομμάτια του παζλ και ψηλαφητά προχωρά στο χρόνο για να ταιριάξει τα θραύσματα. Όμως, εμείς ξέρουμε ότι η τελική του κρίση δεν είναι σωστή. Ξέρουμε ότι τα θραύσματα είναι αταίριαστα, γιατί ο συγγραφέας μάς έχει δώσει την προσωπική ιστορία της γυναίκας στην οποία κατέληξαν οι έρευνες του Ντέηβιντ, και δεν ταιριάζουν με τα στοιχεία που έδωσε η Τζούλια. Δεν είμαστε βέβαια και 100% σίγουροι. Στην αρχή πίστεψα ότι πρόκειτο για «αβλεψία» του συγγραφέα- τόσο εθισμένοι είμαστε στην τεχνική της προοικονομίας, αν όχι του happy end. Όμως όχι, όλα αυτά είναι αφορμή για μια εσωτερική πορεία, ένα εσωτερικό ταξίδι, την πορεία για μια Ιθάκη, χωρίς να έχει σημασία ο προορισμός.
Σελ. 154:
Η ζωή αλλάζει και προχωρεί με πολύ πιο ασήμαντες νύξεις, με τυχαία συναπαντήματα, με κουβέντες που πιάνε το αυτί κάποιου τρίτου, με τις τρικλοποδιές και τα ολισθήματα που διαρκώς αλλάζουν και επαναπροσδιορίζουν τη ροή των πραγμάτων. Η ιστορία γρα΄φεται από εκατομμύρια κλάσματα στιγμών, τόσο πολλά ώστε είναι αδύνατον να τα καταμετρήσεις, να τα παρατηρήσεις, να τα καταγράψεις. Η αληθινή ιστορία ήταν πιο περίπλοκή από αυτά που θα συγκέντρωνε σε ένα- δυο άλμπουμ με φωτογραφίες και σε ένα βιβλίο με αποκόμματα για να τα πάει στην άλλη άκρη της χώρας και να τα ανοίξει κάπου, σε κάποιο τραπέζι, αυτό δα το ήξερε καλά.
Δεν είναι επομένως η ιστορία αυτή καθαυτή που με τράβηξε σ’ αυτό το βιβλίο. Όπως γράφει κι ο librofilo, γοητεύει γιατί:
…μιλάει για καθημερινές απλές καταστάσεις, αλλά με ένα απαράμιλλο στυλ. Το λυρικό ύφος και η ευαίσθητη ματιά του ΜακΓκρέγκορ μετατρέπουν μιά απλή ιστορία σε ένα αριστούργημα. Η ενδο-οικογενειακή βία που ζούσε η Έληνορ να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ηρεμία που της προσφέρει ο Ντέηβιντ και εκείνη να πέφτει σε κατάθλιψη που ούτε η γέννηση της κόρης τους αποτρέπει. Οι σχέσεις του Ντέηβιντ με την «μητέρα» του και η αναζήτηση της βιολογικής του μητέρας που με την βοήθεια της τεχνολογίας βρίσκει μια διέξοδο. Η πολιτικοοικονομική κατάσταση στο απρόσωπο και βιομηχανοποιημένο Κόβεντρυ, το επαγγελματικό «άδειασμα» του Ντέηβιντ, περνάνε μέσα από το πρίσμα της καθημερινότητας με ηρεμία και σοφία που κανονικά συναντάς σε μεγαλύτερους ηλικιακά συγγραφείς.
Αχνές και σύντομες πινελιές σχηματίζουν το ιστορικό και κοινωνικό φόντο: μεταπολεμική Αγγλία και Ιρλανδία, Λονδίνο αλλά κυρίως Κόβεντρυ, όπου μετακομίζει το 1947 η «θετή» οικογένεια του Ντέηβιντ (αξιοσημείωτο ότι η βιομηχανική αυτή πόλη ισοπεδώθηκε το 1940, αναπτύχθηκε ραγδαία το 1950 και παράκμασε τη δεκαετία του 70).
Το βιβλίο ξεκινά μ’ ένα εισαγωγικό κεφάλαιο όπου πληροφορούμαστε πολύ σύντομα την τραγική ιστορία της Μαίρης Φρίελ, μιας κοπελίτσας που μέσα στη δίνη του πολέμου ξεσπιτώθηκε, κι αναγκάστηκε να δουλέψει υπηρέτρια στο Λονδίνο, την βίασε το αφεντικό κι έδωσε το παιδί της στη νοσοκόμα του μαιευτηρίου όπου γέννησε.
Το επόμενο κεφάλαιο μας εισάγει στο σήμερα, ένα σήμερα που δημιουργεί ερωτηματικά, γιατί καταλαβαίνουμε ότι ο Ντέηβιντ επιστρέφει από την κηδεία της πεθεράς του όπου η Έληνορ (η γυναίκα του) αρνήθηκε να πάει. Ήδη δηλ από το ξεκίνημά του το μυθιστόρημα διεγείρει πολλά ερωτηματικά σε σχέση με την προσωπική ιστορία των δύο ηρώων.
Από κει και πέρα, κάθε κεφάλαιο κινείται σε άλλο χρονικό επίπεδο, που επισημαίνεται στον εκάστοτε τίτλο, μαζί μ’ ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο/ντοκουμέντο της εποχής, π.χ. «Καρτ ποστάλ, Γιούνιον Στρητ, Αμπερντήν, περί το 1966». Τα μικροαντικείμενα που αποτελούν και την «αφορμή» της εξιστόρησης, είναι τις περισσότερες φορές και τα λιγοστά στοιχεία που έχει στα χέρια του ο Ντέηβιντ για να ανασυστήσει το παρελθόν και να βρεί την «αλήθεια για τη ζωή του», μια αλήθεια σκοτεινή από την απροσδόκητη στιγμή που έμαθε, μεγάλος πια, ότι οι γονείς που τον μεγάλωσαν δεν ήταν οι γονείς που τον γέννησαν.
Έτσι, ο αναγνώστης, κινούμενος συνέχεια στο χρόνο, από το 194 0 μέχρι το 2000 (με εξαίρεση μια κάρτα του 1914 από τα χαρακώματα όπου βρέθηκε ο πατέρας του να γιορτάζει την παραμονή των Χριστουγέννων), φτιάχνει σιγά σιγά σ’ ένα παζλ το διάγραμμα της μοναχικής ζωής των συμπρωταγωνιστών. Καταλυτικό ρόλο στην πλοκή παίζει και η «θεία» Τζούλια, που πέρα από τη μοιραία αποκαλυπτική φράση που ξεστόμισε όταν πια έπασχε από γεροντική άνοια, είχε ένα χαρακτήρα αποφασιστικό, που συμπλήρωνε την ηπιότητα του Ντέηβιντ.
Το κεντρικό στοιχείο της πλοκής φαίνεται να είναι η ανεύρεση της πραγματικής μητέρας του Ντέηβιντ, και σε δεύτερο πλάνο τα στραγγαλισμένα όνειρα της Έληνορ. Ο ήρωας, μοναχικός κι εσωστρεφής, ξεδιαλέγει μαζί με μας τα κομμάτια του παζλ και ψηλαφητά προχωρά στο χρόνο για να ταιριάξει τα θραύσματα. Όμως, εμείς ξέρουμε ότι η τελική του κρίση δεν είναι σωστή. Ξέρουμε ότι τα θραύσματα είναι αταίριαστα, γιατί ο συγγραφέας μάς έχει δώσει την προσωπική ιστορία της γυναίκας στην οποία κατέληξαν οι έρευνες του Ντέηβιντ, και δεν ταιριάζουν με τα στοιχεία που έδωσε η Τζούλια. Δεν είμαστε βέβαια και 100% σίγουροι. Στην αρχή πίστεψα ότι πρόκειτο για «αβλεψία» του συγγραφέα- τόσο εθισμένοι είμαστε στην τεχνική της προοικονομίας, αν όχι του happy end. Όμως όχι, όλα αυτά είναι αφορμή για μια εσωτερική πορεία, ένα εσωτερικό ταξίδι, την πορεία για μια Ιθάκη, χωρίς να έχει σημασία ο προορισμός.
Σελ. 154:
Η ζωή αλλάζει και προχωρεί με πολύ πιο ασήμαντες νύξεις, με τυχαία συναπαντήματα, με κουβέντες που πιάνε το αυτί κάποιου τρίτου, με τις τρικλοποδιές και τα ολισθήματα που διαρκώς αλλάζουν και επαναπροσδιορίζουν τη ροή των πραγμάτων. Η ιστορία γρα΄φεται από εκατομμύρια κλάσματα στιγμών, τόσο πολλά ώστε είναι αδύνατον να τα καταμετρήσεις, να τα παρατηρήσεις, να τα καταγράψεις. Η αληθινή ιστορία ήταν πιο περίπλοκή από αυτά που θα συγκέντρωνε σε ένα- δυο άλμπουμ με φωτογραφίες και σε ένα βιβλίο με αποκόμματα για να τα πάει στην άλλη άκρη της χώρας και να τα ανοίξει κάπου, σε κάποιο τραπέζι, αυτό δα το ήξερε καλά.
Δεν είναι επομένως η ιστορία αυτή καθαυτή που με τράβηξε σ’ αυτό το βιβλίο. Όπως γράφει κι ο librofilo, γοητεύει γιατί:
…μιλάει για καθημερινές απλές καταστάσεις, αλλά με ένα απαράμιλλο στυλ. Το λυρικό ύφος και η ευαίσθητη ματιά του ΜακΓκρέγκορ μετατρέπουν μιά απλή ιστορία σε ένα αριστούργημα. Η ενδο-οικογενειακή βία που ζούσε η Έληνορ να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ηρεμία που της προσφέρει ο Ντέηβιντ και εκείνη να πέφτει σε κατάθλιψη που ούτε η γέννηση της κόρης τους αποτρέπει. Οι σχέσεις του Ντέηβιντ με την «μητέρα» του και η αναζήτηση της βιολογικής του μητέρας που με την βοήθεια της τεχνολογίας βρίσκει μια διέξοδο. Η πολιτικοοικονομική κατάσταση στο απρόσωπο και βιομηχανοποιημένο Κόβεντρυ, το επαγγελματικό «άδειασμα» του Ντέηβιντ, περνάνε μέσα από το πρίσμα της καθημερινότητας με ηρεμία και σοφία που κανονικά συναντάς σε μεγαλύτερους ηλικιακά συγγραφείς.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου