Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρία εκτενή διηγήματα που αλληλοπλέκονται σαν κεφάλαια της ίδιας ιστορίας. Ο Πρίγκιπας Φλόριζελ με τον υπασπιστή του, Συνταγματάρχη Τζέραλντιν μεταμφιέζονται και βγαίνουν σε αναζήτηση της περιπέτειας. Σε ένα «μπαρ με θαλασσινά» θα ξεκινήσει η πλοκή του βιβλίου. Ο ερχομός ενός παράξενου νέου που κερνάει τάρτες στους άγνωστους πελάτες θα τραβήξει την προσοχή του Γκοντώλ και Χάμερσμιθ, ψυεδώνυμα που χρησιμοποιούν οι πρωταγωνιστές. Θα δεχτούν το κέρασμα του νέου ζητώντας του να τους κάνει παρέα. Καθώς αυτός έχει να μοιράσει και άλλες τάρτες τον ακολουθούν και ανακαλύπτουν ότι είναι χρεωκοπημένος και δυστυχισμένος που δε βρίσκει νόημα στη ζωή του (σελ. 21). Το ίδιο προσποιούνται και αυτοί. Ο Στήβενσον στήνει σταδιακά, αδιόρατα και με δεξιοτεχνία την ατμόσφαιρα. Με σύντομες περιγραφές, «όσο για το νέο, τα μάγουλά του έγιναν κόκκινα και τα μάτια του άστραψαν» (σελ. 23) και αφηγήσεις, «τέτοια τριάδα απένταρη, φώναξε, θα ‘πρεπε να κατέβει αγκαζέ στο παλάτι του Πλούτωνα...» (σελ. 22).
Ο μονόλογος του νέου στις σελίδες 23-24 προωθεί την εξέλιξη. Εκεί θα γίνει σαφής αναφορά στη Λέσχη της Αυτοκτονίας, όπου θα οδηγηθούν από το νεαρό. Στην αρχή θα αντιμετωπιστούν με δυσπιστία. Ο Πρόεδρος τους διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για κατοικία και θα πρέπει να φύγουν, αλλά χάρη στις συστάσεις του νεαρού γίνονται δεκτοί. Ο Πρίγκιπας ισχυρίζεται ότι βαρέθηκε τη ζωή από «αθεράπευτη τεμπελιά» και ο Πρόεδρος αποφαίνεται ότι «οι πιο επιπόλαιες δικαιολογίες αυτοκτονίας είναι κι οι πιο σοβαρές...» (σελ. 31).
Ακολούθως στήνεται το σκηνικό με την παρουσία των μελών της Λέσχης. Ξεχωρίζει ο κύριος Μάλθους, που έρχεται στη Λέσχη εδώ και δύο χρόνια. Αυτό ανακουφίζει το Συνταγματάρχη, «εφόσον ο κύριος Μάλθους ερχόταν επί δύο χρόνια σ’ αυτό το μέρος, ο κίνδυνος που απειλούσε τον Πρίγκιπα για ένα μόνο βράδυ θα ήταν μικρός».
Η αναφορά στη δηλητηρίαση ενός κυρίου πριν από έξι μήνες και ο συσχετισμός του με τη Λέσχη και τη δράση του προέδρου εξελίσσει την υπόθεση. Στις σελίδες 43-45 έχουμε το πρώτο μοίρασμα της τράπουλας. «Προσοχή στον άσσο πίκα που είναι το σύμβολο του θανάτου, και στον άσσο σπαθί που δηλώνει τον ιερουργό της νύχτας». Ο άσσος πίκα είναι για το Μάλθους και ο άσσος σπαθί για το νέο με τις τάρτες, που «πάγωσε με το τραπουλόχαρτο κολλημένο στην άκρη των δακτύλων του· δεν είχε έρθει εκεί για να σκοτώσει, αλλά για να σκοτωθεί» (σελ. 45). Αυτό θα οδηγήσει στο θλιβερό ατύχημα με θύμα το Μάλθους.
Ο Πρίγκιπας εμμένει να ξαναπάει στη Λέσχη, «μέχρι τέλους» (σελ. 49) και έτσι παρακολουθούμε το δεύτερο μοίρασμα της τράπουλας. Τρεις φορές τα χαρτιά κάνουν το γύρο χωρίς να φανούν οι συμβολικοί άσσοι. Σύμφωνα με τη θέση του ο Πρίγκιπας θα έπαιρνε το προτελευταίο χαρτί. «Ήταν γενναίος αλλά ο ιδρώτας έτρεχε πάνω στο πρόσωπό του. Οι πιθανότητες ήταν πενήντα τοις εκατό». Ο Στήβενσον δε μας αναφέρει τίποτα για τον τελευταίο του κύκλου. Ο αναγνώστης εγκλιματίζεται με τον πιο δραματικό τρόπο. «Άνοιξε το χαρτί· ήταν ο άσσος πίκα»...
«Τρεις άντρες έπεσαν πάνω στον Πρίγκιπα Φλόριζελ και τον έσπρωξαν βίαια μέσα σε ένα αμάξι που χωρίς καθυστέρηση απομακρύνθηκε με ταχύτητα». Αυτή η επέμβαση του Συνταγματάρχη θα τον σώσει καθώς φεύγει από τη Λέσχη.
Στο τέλος προετοιμάζεται η δεύτερη ιστορία με κύριο πρόσωπο το νεαρό Τζέλαλντιν, αδελφό του Συνταγματάρχη.
Ο Σίλας Σκάνταμοουρ είναι το κύριο πρόσωπο στο δεύτερο κεφάλαιο – διήγημα. Μένει σε ξενοδοχείο και παρακολουθεί τις κινήσεις της κυρίας που μένει στο διπλανό δωμάτιο. Η περιέργειά του είναι, ίσως, που θα τον εμπλέξει στο γεγονός της ιστορίας. Στο απέναντι δωμάτιο μένει ο περίεργος Άγγλος γιατρός Νόελ, βασικός συνεργάτης του Προέδρου της Λέσχης όπως θα φανεί στο τέλος. Το διήγημα αυτό δε φτάνει στο επίπεδο του πρώτου, αλλά διατηρεί την ατμόσφαιρα και το μυστήριο που χαρακτηρίζουν τη γραφή του Στήβενσον.
Η κυρία θα δεχθεί τη επίσκεψη ενός ξένου που θα παρακολουθήσει ο Σκάνταμοουρ από τη χαραμάδα του τοίχου. Θα ακολουθήσει πρόσκλησή του σε χορό. Ο Στήβενσον αποτυπώνει αδρά την ανθρώπινη ψυχολογία και παρουσιάζει την αμφιταλάντευση του Σίλα να δεχθεί ή όχι. Η αίσθηση του υποχρεωτικού θάρρους τελικά βαραίνει και ο Σίλας πηγαίνει στο χορό όπου θα δεχθεί και δεύτερη πρόσκληση σε ραντεβού από άλλη κυρία που θα γνωρίσει εκεί. Πηγαίνει τη συγκεκριμένη ώρα. Η επιστροφή του στο δωμάτιο είναι το σημείο που η ατμόσφαιρα έχει ήδη φτιαχτεί. Ο τρόπος που ο Στήβενσον μας αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός πτώματος στο κρεβάτι είναι ζωντανός σα να είναι ο αναγνώστης που κινείται στο σκοτεινό χώρο του δωματίου.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Σίλας Σκάνταμοουρ θα λυθεί με την επέμβαση του γιατρού Νόελ. Επειδή, όμως, δε μ’ αρέσει η γραμμική παρουσίαση του αφηγήματος σταματώ εδώ. Πολύ καλά σημεία είναι ο μονόλογος του γιατρού στη σελίδα 87, όπου υπονοείται η ταυτότητά του. Εν τέλει η λύση που δίνεται είναι να σταλεί το πτώμα στον Πρόεδρο της Λέσχης, στο Λονδίνο. Και αυτός που θα διευκολύνει τη μεταφορά είναι ο Πρίγκιπας Φλόριζελ. Η ταυτότητα του πτώματος θα αποκαλυφτεί όταν ο Πρίγκιπας θα πει «δε θέλω την παράκλησή μου να την ονομάσω διαφορετικά», σελ. 100, είναι ο μικρός αδελφός του Τζέραλντιν.
Τρίτη ιστορία είναι «η περιπέτεια της επιβατικής άμαξας». Ένας αμαξάς μεταφέρει το νεαρό στρατιωτικό σε δεξίωση. «Ήταν ένα γλυκό βράδυ, είχε πέσει ήδη το σκοτάδι και κάθε τόσο φαινόταν πως θα βρέξει» (106). Ο κύριος Μόρρις έχει δώσει την ίδια εντολή και σε άλλους αμαξάδες, να φέρουν στο σπίτι κυρίους αξιοπρεπείς, κατά προτίμηση στρατιωτικούς. «Η νύχτα ήταν ήδη αρκετά προχωρημένη όταν μια καταιγιστική κρύα βροχή άρχισε ξαφνικά να πέφτει μες στο σκοτάδι» (107). Όλα είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Καθώς οι περίεργοι καλεσμένοι διασκεδάζουν ο Μόρρις τους παρατηρεί και διακριτικά φροντίζει να διώξει πολλούς από αυτούς. Πρόσχημα είναι ότι υπάρχει και άλλος Μόρρις λίγα σπίτια παρακάτω και πιθανόν να έγινε κάποιο λάθος.
Όλο το σκηνικό είναι στημένο, το σπίτι είναι ακατοίκητο και επιπλώθηκε μόνο για μια βραδιά, ο Μόρρις έχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό που θα αποκαλύψει: ο Πρίγκιπας Φλόριζελ θα μονομαχήσει με τον Πρόεδρο της Λέσχης και έχει επιφορτίσει τον Τζέραλντιν να βρει δύο μάρτυρες, άτομα με άψογη συμπεριφορά και διακριτικότητα που θα αγνοούν την ταυτότητά του. Ο Μόρρις είναι ο Ταγματάρχης Χάμερσμιθ, δηλαδή ο Συνταγματάρχης Τζέραλντιν. «Μέσα στον αδιάλειπτο θόρυβο της βροχής ...» (120). Βέβαια η ταυτότητα του Πρίγκιπα αποκαλύπτεται στη σελίδα 126, «... μου δίνεται η ευκαιρία να σας ευχαριστήσω και πιο επίσημα» δηλώνει προς τους δύο μάρτυρες.
«Η βροχή είχε πια σταματήσει· ήταν πια μέρα και τα πουλιά ...» (134). «Κοιτάξτε Τζέραλντιν... να το αίμα του ανθρώπου που σκότωσε τον αδελφό σας» (135) είναι τα λόγια του Πρίγκιπα που δίνουν τέλος στις τρεις ιστορίες που απαρτίζουν τη Λέσχη της Αυτοκτονίας».
Τώρα, αν πίσω από όλα αυτά θελήσουμε να συνάγουμε συμπεράσματα για την κοινωνική διάσταση της γραφής του Στήβενσον, για τη κριτική ματιά στην βικτωριανή Αγγλία, για..., για..., θα συμφωνοδιαφωνήσουμε. Εκεί όμως που, νομίζω, θα σταθούμε όλοι είναι η μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργεί βάζοντάς μας δίπλα στους πρωταγωνιστές των παραμυθιών του.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου