Τα προβλήματα ή καλύτερα οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στις σύγχρονες κοινωνίες διέπονται από το χαρακτηριστικό της πολύ-πολιτισμικότητας της οποίας οι φορείς αναμειγνύονται μεταξύ τους και συνυπάρχουν στα πλαίσια του ίδιου εθνικού κράτους. Αυτές οι συνθήκες συνύπαρξης έχουν τον ιδεολογικό αντίκτυπο και θέτουν επιτακτικά το ζήτημα του προσδιορισμού ή του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας.
Αν το ζήτημα των ταυτοτήτων τεθεί ως ζήτημα εθνικής ταυτότητας τότε η ιστορία καλύπτει το σύνολο του 20ου αιώνα και κυρίως από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Τα κριτήρια της εθνικής ταυτότητας σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σχετικά αφήνοντας ως μόνο αναμφισβήτητο αυτό του αυτοπροσδιορισμού. Και αυτό όμως πολλές φορές δεν αναγνωρίστηκε ως δικαίωμα, κυρίως όταν αφορούσε τις μειονότητες.
Σήμερα οι πιέσεις που ασκούνται είναι μεγαλύτερες επειδή η ομοιογένεια των εθνικών κρατών έχει διαταραχθεί εξαιτίας της έλευσης προσφύγων και οικονομικών μεταναστών στις χώρες της Δύσης και στην Ελλάδα. Η έννοια της εθνικής ταυτότητας – ιδωμένη στατικά – δέχεται πιέσεις που την καθιστούν ξεπερασμένη, αναχρονιστική. Η λύση που παρουσιάζεται δεν είναι καινούργια, έρχεται από την αρχαιότητα με τη ρήση του Ισοκράτη ότι Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας (μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, Ισοκράτους Πανηγυρικός, παρ. 50)
Εδώ τίθεται ξανά το ζήτημα με αριστοτελικό τρόπο, δηλαδή θα πρέπει να διερευνήσουμε το βάθος και το πλάτος της έννοιας εθνική ταυτότητα και ίσως πρέπει να θέσουμε το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Συνήθη χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στην εθνική ταυτότητα ήταν (και είναι σε ένα βαθμό) η γλώσσα, η θρησκεία, τα έθιμα, η καταγωγή κλπ (σχετικά με αυτό είναι ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του βιβλίου της Ελπίδας Κ. Βόγλη, «Έλληνες το γένος» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Όμως καθένα από αυτά αίρεται όταν έχουμε περιπτώσεις όπως οι παλινοστούντες – που δε γεννήθηκαν στην Ελλάδα, οι θρησκευτικά αλλόδοξοι των Κυκλάδων – που δεν υιοθετούν το Ορθόδοξο δόγμα, οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς στην Αμερική, την Ευρώπη ή αλλού – που δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, κλπ.
Μειώνοντας το βάθος, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να προσδιορίσουμε κάποιον με την έννοια της εθνικής ταυτότητας, αυτομάτως, αυξάνουμε το πλάτος της, μπορούμε δηλαδή να συμπεριλάβουμε περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες που παρουσιάζονται πολιτισμικά και εθνοτικά διαφοροποιημένες. Αρκεί να έχουν την απαιτούμενη παιδεία ώστε να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Στο περιθώριο (ή στο κέντρο;) αυτής της συζήτησης έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε τη γένεση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αυτό θα μας οδηγούσε σε μεγάλη κουβέντα, αλλά νομίζω ότι όλη η προσπάθεια συγκρότησης ευρωπαϊκής ταυτότητας γίνεται γύρω από την υιοθέτηση ορισμένων εννοιών - αξιών όπως η δημοκρατία ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Κάτι τέτοιο αμβλύνει την έννοια «ευρωπαίος» και επιτρέπει την ένταξη σε αυτή ομάδων με διαφορετικό χρώμα, διαφορετική μητρική γλώσσα από αυτές των ευρωπαϊκών, διαφορετικών τελικά εθνοτικών ομάδων.
Αυτή η ευρωπαϊκή πρακτική πιέζει και την πρακτική των κρατών σχετικά με την έννοια της εθνικής ταυτότητας τα χαρακτηριστικά της οποίας ορίζει το καθένα. Διαμορφώνονται και δυναμικοί συσχετισμοί μεταξύ των μειονοτικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, των εθνοτικών και εθνικών ταυτοτήτων ως συνέπεια των συσχετισμών μεταξύ εθνικών ταυτοτήτων και της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Νομίζω ότι η διεθνής κοινότητα ήδη τοποθετείται σχετικά με αυτά τα ζητήματα για παράδειγμα στη Διάσκεψη για την Ανθρώπινη Διάσταση, Κοπεγχάγη 1990, στη Συνάντηση της Γενεύης του 1991 και του Ελσίνκι 1992. Ενδεικτικά μπορεί να δει κανείς τους συνδέσμους 1.http://www.lawnet.gr/pages/eofn/2/meion.asp,
2.http://www.greekhelsinki.gr/bhr/greek/articles_2002/pr_30_03_02.doc
και 3. http://archive.enet.gr/1999/08/02/on-line/stiles/analisi.htm
Νομίζω ότι σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να μελετήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο ή προς αυτά θα οδηγηθούμε.
Το βιβλίο είναι μια πολυεπίπεδη και πολύπλευρη προσέγγιση του ζητήματος των ταυτοτήτων στην Μακεδονία Πιο συγκεκριμένα είναι προσέγγιση στον προσδιορισμό και αυτοπροσδιορισμού των ντόπιων κατοίκων, στην ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εθνοτική, πολιτισμική διάσταση των ταυτοτήτων και στις εκφάνσεις που αυτή αποκτά ως ψήφος, ως αντιπαράθεση με κατοίκους που προσδιορίζονται διαφορετικά (όπως οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 στη Μακεδονία), ως πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα, κλπ. Κοιτά με τόλμη την πραγματικότητα στην ελληνική Μακεδονία και προσπαθεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συνθήκες που διαμορφώνονται διεθνώς και αφορούν τόσο την επιστήμη της ιστορίας όσο και τη θέση ομάδων ή μειονοτήτων με πολιτισμικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα κυρίαρχα στα πλαίσια μιας επικράτειας. Έτσι διερευνώνται πολύπλευρα τα χαρακτηριστικά εκείνα που διαφοροποίησαν ή διαφοροποιούν ακόμη ομάδες δίγλωσσων/σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας.
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από νηφάλια και αποστασιοποιημένη προσπάθεια να προσεγγίσει όλα αυτά τα φλέγοντα και συγκινησιακά φορτισμένα θέματα και από μια γλώσσα ιδιαίτερα προσεγμένη. Η χρήση ορολογίας είναι ιδιαίτερα προσεκτική, αφού όπως επισημαίνεται και στην εισαγωγή του Β. Γούναρη οι όροι που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν είναι αναγκαστικά φορτωμένοι με ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Εκδόθηκε το 1997 και οι έκδοσή του στις γενικότερες συνθήκες της δεκαετίας το 1990 το καθιστά περισσότερο σημαντικό, δηλαδή εκτός από το περιεχόμενό του είναι και η κυκλοφορία του ίδιου, ως εκδοτικού συμβάντος που έχει σημασία.
Το στίγμα και τις προθέσεις του βιβλίου δίνει εξ’ αρχής ο πρόλογος του Θ. Βερέμη που καταλήγει στην αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας εθνικής ελληνικής συνείδησης, χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, μιας τέτοιας συνείδησης που θα μπορέσει να εντάξει το διαφορετικό έτσι όπως παρουσιάζεται στην πολυπολιτισμική πραγματικότητα των ημερών μας. Νομίζω ότι αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της επιστημονικής προσέγγισης που επιχειρείται στη χώρα μας. Κατά συνέπεια, η μελέτη του είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση ρεαλιστικής και σύγχρονης αντίληψης για το μακεδονικό ζήτημα.
Κάθε μία από τις οκτώ εργασίες του βιβλίου διατηρεί την αυτονομία της και όλες μαζί συγκλίνουν στο ίδιο ζήτημα της διαμόρφωσης ταυτοτήτων.
Χωρίς να υποτιμώ τις άλλες εργασίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο θα ήθελα να σταθώ σε τρεις. Του Βλάση Βλασίδη, «η αυτονόμηση της Μακεδονίας, από τη θεωρία στην πράξη». Παρουσιάζει το μακεδονικό ζήτημα από τα χρόνια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται το αίτημα αυτονόμησης της Μακεδονίας τίθεται για πρώτη φορά το 1876 από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Το 1893 ιδρύεται η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) της οποίας η δράση θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις. Το 1895 έχουμε την ίδρυση του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου και το 1903 τη σημαντική για τους βόρειους γείτονες εξέγερση του Ίλιντεν. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πολιτική και ένοπλη δράση. Αρχικά η ΕΜΕΟ ήταν προσανατολισμένη στην αυτονομία της Μακεδονίας. Το κομιτάτο όμως στόχευε στην ενσωμάτωση της στο Βουλγαρικό κράτος. Η ΕΜΕΟ διασπάστηκε και έτσι άφησε ελεύθερο πεδίο για να εμφανιστούν και ένοπλα ελληνικά σώματα στη Μακεδονία που αποτελούσε, ακόμη, μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είναι ξεχωριστά ενδιαφέρουσα αυτή η πρώτη φάση του Μακεδονικού ζητήματος γιατί συνήθως επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην μεταπολεμική περίοδο.
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης μελετά τις σχέσεις Σλαβόφωνων και Προσφύγων, ένα ακανθώδες θέμα. Η διαφοροποίηση των δύο πληθυσμιακών ομάδων και η αντιπαράθεσή τους εκφράζεται και πολιτικά ως τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι πρόσφυγες ήταν προσκολλημένοι στους Φιλελεύθερους γιατί από εκεί προσδοκούσαν την αποκατάστασή τους και γιατί είχαν αντιμετωπίσει την έχθρα των «Λαϊκών» και των άλλων φιλοβασιλικών κομμάτων. Αυτή η αντιπροσφυγική πολιτική των δεύτερων έσπρωξε την πλειοψηφία των σλαβόφωνων στα δεξιά κόμματα. Ωστόσο κάποιοι από τους σλαβόφωνους συμπορεύτηκαν με το ΚΚΕ που υποστήριξε την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Μετά τον πόλεμο και σε κάθε περίπτωση μετά την μεταπολίτευση δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις, αν και έχουμε διαπιστωμένη τη μαζική περιχαράκωση και τη διοχέτευση των ντόπιων ψήφων προς συγκεκριμένα κάθε φορά κόμματα. Η εργασία βασίζεται στη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα.
Για το ίδιο θέμα έχει συμπληρωματικό ενδιαφέρον ένα δημοσίευμα του Ιου στις 15/3/1998 σχετικά με την ιστορία και την αντιπαλότητα των χωριών Αγίου Παντελεήμονα και Βεγόρας.
Τρίτη εργασία αυτή του Άγγελου Χοτζίδη για την «Άρθρωση και Δομή του μειονοτικού λόγου». Μελετάται εκ των έσω η ιδεολογία που αναπτύσσουν οι σλαβόφωνοι με την έκδοση των περιοδικών «Μογλενά» και «Ζόρα». Αποτελεί προσέγγιση της πιο σύγχρονης εποχής. Η προώθηση εθνοτικών χαρακτηριστικών από το 1991 με την εμφάνιση της ΜΑΚΙΒΕ και την ευρωπαϊκή προοπτική της υπόθεσης με την οργάνωση «Ουράνιο Τόξο». Εξετάζονται το όνομα και οι ασαφείς διακηρύξεις μιας ομάδας που έχει ιδιαίτερα εθνοτικά χαρακτηριστικά αλλά όχι τα χαρακτηριστικά μιας εθνικής μειονότητας.
Κατά δεύτερο λόγο η κατάδειξη της διαφορετικότητας των σλαβόφωνων γίνεται μέσω της ιστορίας με αναφορές κυρίως στην εξέγερση του Ίλιντεν το 1903. Επίσης εξετάζεται η ξεχωριστή πολιτιστική ταυτότητά τους σε σχέση με την προσπάθεια ίδρυσης «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού» στη Φλώρινα.
Σε όλα αυτά κεντρικό είναι το ζήτημα της γλώσσας και της γραφής, όπως επίσης και η κοινωνική διαφοροποίηση αφού οι ντόπιοι νιώθουν να βρίσκονται σε υποδεέστερη μοίρα συγκριτικά με τους πρόσφυγες.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις Παπαζήση
Υ.Γ. Πρόσφατα εκδόθηκε το "Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο: Η διαχρονική τους πορεία".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου