Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2017

Ο μπολσεβικικός μύθος, Αλεξάντερ Μπέρκμαν

Συγκλονιστική κι αυτή η μαρτυρία του αναρχικού Ρώσου Αλεξάντερ Μπέρκμαν[1] για τα χρόνια από τον εμφύλιο της Οκτωβριανής επανάστασης (Δεκέμβρη του 1919) μέχρι το αιματοκύλισμα της Κροστάνδης (1921), εφόσον έζησε τα γεγονότα και συμμετείχε σ’ αυτά. Από άποψη ιστορικού ενδιαφέροντος τη βρήκα ισάξια της αντίστοιχης του Βικτόρ Σερζ (Αναμνήσεις ενός επαναστάτη 1 και 2), αν και λιγότερο εκτεταμένη (άλλωστε καλύπτει και πολύ μικρότερη χρονική διάρκεια), αλλά και λιγότερο «λογοτεχνίζουσα», με την έννοια ότι υπάρχει ημερολογιακή καταγραφή και όχι αναστοχασμός πάνω στα γεγονότα. Το ημερολόγιο, απ’ την άλλη έχει την ιδιαιτερότητα ότι καταγράφεις τις στιγμές χωρίς να ξέρεις τι θα επακολουθήσει, έχει λοιπόν άλλου είδους παραστατικότητα/ζωντάνια, και αξία ως μαρτυρία.
Όπως και ο Σερζ, ο Μπέρκμαν προσέγγισε την επανάσταση των Μπολσεβίκων χωρίς να απαρνηθεί την ιδεολογία του αναρχισμού, και υποστήριξε την πολιτική της λενινιστικής κυβέρνησης πιστεύοντας ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν μια σύντομη περίοδος εδραίωσης του νέου καθεστώτος έναντι της μοναρχίας του Τσάρου. Έτσι, ενώ και οι δυο (Σερζ και Μπέρκμαν), πιστοί στο όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης όπως την αντιλαμβάνονται οι αναρχικοί, διακρίνουν με οξυδέρκεια τα λάθη και τις αντιφάσεις της πολιτική του Λένιν, του Τρότσκι, του Ζηνόβιεφ κλπ, αισιοδοξούν ότι αυτά θα ξεπεραστούν όταν θα παγιωθεί το κομμουνιστικό αταξικό κράτος (ο Σερζ νομίζω ενδίδει κάπως περισσότερο στο πνεύμα του λενινισμού-μπολσεβικισμού). Όμως  αργά ή γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται απλώς για λάθη, αλλά για εγκλήματα, κι αυτή την οδυνηρή διάψευση παρακολουθούμε εμείς, βήμα βήμα. Μετά δε την άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης, η κυβέρνηση («Κρατικός Καπιταλισμός») των Μπολσεβίκων, επειδή δεν έχει ανάγκη πια τους αναρχικούς (που βοηθούσαν στον εμφύλιο), τους ασκεί απροκάλυπτη δίωξη και τους εκτελεί χωρίς δίκη, ενώ πολλοί, ανάμεσά τους και ο Μπέρκμαν, διαφεύγουν στο εξωτερικό.
Το ημερολόγιο του Μπέρκμαν ξεκινά τον Δεκέμβρη του 1919, όταν με άλλους 249 (ανάμεσά τους τρεις γυναίκες) Ρώσους απελαθέντες αναρχικούς και συνδικαλιστές στις ΗΠΑ, επιβαίνει στο θρυλικό μεταγωγικό Buford που από την Αμερική τους μεταφέρει στην επαναστατημένη Ρωσία. Ήδη ο Μπέρκμαν έχει εκτίσει ποινή δύο χρόνων στην Ατλάντα της Τζόρτζια για «αντιμιλιταριστική προπαγάνδα» μέσα σε άθλιες συνθήκες (ναι, στη «χώρα της ελευθερίας»)!
Στη Ρωσία ο εμφύλιος δεν έχει τελειώσει και ο Λευκός Στρατός απειλεί αρκετές περιοχές. Στις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού προστίθεται και η αγωνία μήπως πέσουν πάνω στον στρατηγό του τσαρικού στρατού, τον Ντενίκιν. Όμως ο Μπέρκμαν δεν δίνει μια στεγνή περιγραφή των γεγονότων, αντίθετα στις καταγραφές του υπάρχει διάχυτο το ανθρώπινο, καθημερινό στοιχείο (π.χ. παρά τη μεγάλη αγωνία μας σχετικά με το πού μας πηγαίνουν, πέφτει πολύ γέλιο και πειράγματα στην καμπίνα μας). Έτσι, αποκτάμε μια συνολική εικόνα της τότε ατμόσφαιρας, τις σχέσεις π.χ. με το προλεταριάτο ή τους Σπαρτακιστές της Γερμανίας (οι οποίοι π.χ. στέλνουν συντροφικούς χαιρετισμούς όταν το πλοίο αράζει προσωρινά στο κατεστραμμένο Κίελο) ή τον κίνδυνο σε σχέση με τους Φινλανδούς που τους θεωρούν προαιώνιους εχθρούς κ.α.
Την επιστροφή στη «Σοβιετική γη» ο Μπέρκμαν την ονομάζει «την πιο υπέροχη μέρα της ζωής του». Η θερμή λαϊκή συγκέντρωση που είχε οργανωθεί ήταν συγκλονιστική για τους απελαθέντες εξόριστους, ενώ ο κόσμος ζει ακόμα με την -φρούδα- προσδοκία ότι η επανάσταση του προλεταριάτου έχει εξαπλωθεί σε Αμερική και Ευρώπη.
Στα δυο χρόνια της ημερολογιακής καταγραφής, ο αφηγητής μεταβαίνει στα δυο βασικά αστικά κέντρα, στην Πετρούπολη και  στη συνέχεια στη Μόσχα, αρχικά με την ιδιότητα του διερμηνέα. Στη συνέχεια, με αφορμή διάφορες αποστολές  που αναλαμβάνει (όπως να παραλάβει  Αμερικανούς πολιτικούς εξόριστους που αποδείχτηκε ότι ήταν Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου, ή να βοηθήσει στην οργάνωση θερινών εγκαταστάσεων -«θερέτρων»- που θα φιλοξενούσαν 50000 εργάτες για ξεκούραση και μεγαλύτερο συσσίτιο), ταξιδεύει και σε διάφορες άλλες πόλεις και χωριά ενώ με την αποστολή να συλλέξει υλικό για το «Μουσείο της Επανάστασης μεταβαίνει και προς το Νότο (Λεττονία, Ουκρανία). Στην παραμονή του στις δυο σπουδαίες πόλεις, αλλά και στην Ουκρανία που είναι ένα καζάνι που βράζει, έχει την ευκαιρία να συναντήσει μεγάλες προσωπικότητες όπως τον Λένιν (τον οποίο σκιαγραφεί σαν πολιτικό αλλά και σαν χαρακτήρα), τον Κροπότκιν (ήταν ήδη περίπου 80, ένα χρόνο μετά πέθανε), τον Ζηνόβιεφ, τον αναρχικό Μαχνό  και άλλα πολύ σημαντικά πρόσωπα και κοινωνικά κινήματα της κρίσιμης αυτής εποχής, για τα οποία μαθαίνουμε και μεις από τα πολύ καίρια και κατατοπιστικά υπομνήματα του μεταφραστή.
Η διάψευση του συλλογικού οράματος ξεκινά από τις εικόνες πείνας και αθλιότητας που αντικρίζει ο Μπέρκμαν, αρχικά στην Πετρούπολη, αλλά και στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο όπου οι αγρότες, («οπισθοδρομικοί και βαθιά ποτισμένοι με το μικροαστικό πνεύμα της ιδιοκτησίας»), στο όνομα της επίταξης λόγω του αποκλεισμού των συμμάχων χάνουν κάθε περιουσιακό στοιχείο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να επιβιώσουν. Άπειρα μικρά χαρακτηριστικά καθημερινά επεισόδια συνθέτουν αυτή την εικόνα εξαθλίωσης των μαζών. Κάθε εμπορική ή απλή συναλλαγή απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά. Η θανατική ποινή, που υποτίθεται καταργήθηκε από την επανάσταση, γρήγορα  επαναφέρεται γιατί, όπως λέει ο Κάρακχιαν, «σε μερικές περιπτώσεις είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε εξαιρέσεις» (γιατί «δεν πρέπει να είμαστε συναισθηματικοί»).  Η βίαιη κρατική καταστολή γίνεται ο εφιάλτης καθενός που δεν υπακούει στις κεντρικές εντολές (η Ρωσία, η Επανάσταση, έμοιαζε να χάθηκε ξαφνικά, και να ξαναβρέθηκα στην Αμερική, ανάμεσα σε εργάτες την ώρα που του χτύπαγε η αστυνομία), εφόσον οι εκτελέσεις γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκες ούτε καν αποδείξεις. Τα «αναμορφωτήρια» της Πετρούπολης είναι κανονικές φυλακές, βουτηγμένες στην κακοδιοίκηση και τη διαφθορά, ενώ η γραμμή είναι οι «παιδαγωγοί» να προέρχονται από τους Κομμουνιστές και να ελέγχονται από τους πολιτικούς κομισάριους.
Η Τσεκά (πολιτική αστυνομία από τον Δεκέμβρη του 1917, πρόδρομος της Γκεπεού), η «ψυχή της επανάστασης» όπως λέει ένας Τσεκάς, χρησιμοποιεί απίστευτα βίαιες και ανήθικες μεθόδους για να ασκήσει εξουσία  ενώ, η διαφθορά καλπάζει –οι περισσότεροι από τους Τσεκάδες  λαδώνονται ενώ γρήγορα οι ομάδες των αναρχικών, που εξακολουθούν να δρουν στο Κομμουνιστικό κράτος, συνειδητοποιούν ότι η τρομοκρατία και η συγκέντρωση εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του Κομμουνιστικού κόμματος αλλοτρίωσαν τις μάζες, κατέστειλαν την ανάπτυξη της επανάστασης και παρέλυσαν τη δημιουργικότητα. Οι απάνθρωπες κατασταλτικές μέθοδοι είναι ιδιαίτερα σκληρές στην Οδησσό όπου δουλεύουν παλιοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και πρώην θανατοποινίτες, που τους χαρίστηκε η ζωή «για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στον πόλεμο ενάντια στην αντεπανάσταση και την κερδοσκοπία».
Το «πάιεκ», δηλαδή οι μερίδες ψωμιού δίνονται ανάλογα με την κοινωνική θέση (αιφνιδιάζει το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι διανοούμενοι βρίσκονται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας), ενώ ο Μπέρκμαν μάς δίνει αναρίθμητα επεισόδια ανεκδιήγητης γραφειοκρατίας. Σύνθετα πολιτικά όργανα, πολιτικοί κομισάριοι και κάθε είδους επιτροπή ελέγχουν την παραμικρή πρωτοβουλία που μπορεί να οποιοσδήποτε, σε οποιοδήποτε πόστο. Ο αργοκίνητος γραφειοκρατικός μηχανισμός ευθύνεται για κάθε είδους καταστροφή και αθλιότητα που μπορεί να φτάνει σε θανάτους από πείνα και αρρώστιες, ενώ η λύπηση/οίκτος/ανθρωπιά και κάθε ηθικός δισταγμός θεωρείται «μπουρζουάδικος συναισθηματισμός» (η αδιαφορία τους μου έφερε αηδία. Ο Ρώσος, ο απλός άνθρωπος του λαού, ποτέ δεν στεκόταν χωρίς συμπόνια απέναντι στη φτώχια και τη δυστυχία. Η καρδιά του ήταν πάντα με το μέρος των αδύναμων και των περιφρονημένων). 
Ο Μπέρκμαν παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές διεργασίες, όπως τη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Μόσχας (Καμένεφ) όπου η κραυγαλέα μισαλλοδοξία  τον κατέθλιψε, την Τρίτη Διεθνή όπου οι προσδοκίες του ήταν μεγάλες αλλά πάλι η έλλειψη ενθουσιασμού και οι μηχανικές διαδικασίες τον κούρασαν και τον  απογοήτευσαν και, αργότερα, το 9ο Συνέδριο του Κόμματος όπου ο Λένιν και ο Τρότσκι εισηγήθηκαν τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας: αντικατάσταση της συνεργατικής μορφής διεύθυνσης των εργοστασίων από τη μονοπρόσωπη διεύθυνση (εδώ έχει ενδιαφέρον ως προσωπική μαρτυρία η λεπτομέρεια η κάθετη επιμονή του Τρότσκι ότι τα συνδικάτα είχαν αποτύχει να διευθύνουν τη βιομηχανία, παρά την αντίδραση των εργατών στον κρατικό συγκεντρωτισμό, που είχε αφαιρέσει από τις εργατικές ενώσεις όλα τα δικαιώματα. Γνωρίζουμε εκ των υστέρων τις συνέπειες αυτής της απόφασης, και ο Μπέρκμαν είχε την ευκαιρία να τις διαπιστώσει ο ίδιος π.χ. στο Κίεβο αργότερα.
Η υποκρισία του συστήματος είναι απροκάλυπτη μπροστά στην Βρετανική (όπου συμμετέχει και ο Μπέρτραντ Ράσελ) και την Ιταλική αποστολή όπου όλα παρουσιάζονται όμορφα αγγελικά πλασμένα (το δίλημμα αν πρέπει να παρουσιάσουν εξιδανικευμένη την εικόνα ή αληθινή δεν φαίνεται να απασχολεί την Επιτροπή Υποδοχής, που δίνουν εντελώς πλαστή εικόνα εξαφανίζουν κάθε ίχνος αδυναμίας).
Η παρουσία των αναρχικών είναι ακόμα απαραίτητη και οι αντιδράσεις τους στις αυθαιρεσίες των Μπολσεβίκων είναι έντονες και -ακόμα- συλλογικές (υπάρχουν βέβαια και ατομικές). Η «Ουνιβερσαλιστική» Λέσχη της οδού Τσβέρσκαγια, συγκεντρώνει ανθρώπους όλων των επαναστατικών τάσεων που κατηγορούν το Μπολσεβικικό Κράτος σαν την πιο ολοκληρωμένη τυραννία, κρίνοντας και κατακρίνοντας τις μεθόδους των Μπολσεβίκων  (η Λέσχη διαλύθηκε μετά την εξέγερση της Κροστάνδης), όπως την κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης.  Οι αντιδράσεις πολλαπλασιάζονται όταν αρχίζουν και κρατούν αναρχικούς στη φοβερή φυλακή Βουτέρκα (Μόσχα) χωρίς κατηγορία. Ο Μπέρκμαν αρχίζει και βλέπει πια καθαρά ότι οι φυλακές έχουν γεμίσει αντιδρώντες στην κυβέρνηση (οι διώξεις εναντίον των Αριστερών συνεχίζονται κι οι φυλακές έχουν γεμίσει επαναστάτες).
Όταν ο συγγραφέας αρνείται να μεταφράσει στα αγγλικά το βιβλίο του Λένιν «Η παιδική αρρώστια του Αριστερισμού» (αυτό το φυλλάδιο παραποιεί και αμαυρώνει όλα τα ιδανικά μου. Δεν γίνεται να συμφωνήσω να το μεταφράσω χωρίς να προσθέσω μερικά λόγια για να τα υπερασπιστώ»), η στάση του κράτους αλλάζει σταδιακά απέναντί του (έγινα persona non grata/οι φίλοι μου στην αριστερά με λένε Μπολσεβίκο και οι Κομμουνιστές με κοιτάνε με μισό μάτι). Δεν είναι ίσως τυχαίο που σχεδόν αμέσως μετά τον στέλνουν στις νότιες επαρχίες, στην Ουκρανία για να «συλλέξει υλικό για το Μουσείο της επανάστασης» (το οποίο ποτέ δεν αξιοποιήθηκε). Ανάμεσα στους συνεργάτες του είναι και η γνωστή αναρχοκομμουνίστρια  Έμμα Γκόλντμαν[2].
Μπροστά στο καζάνι που κοχλάζει στο Νότο, η ζωή στο Βορρά μοιάζει γαλήνια και ομαλή. Η ιστορία της Ουκρανίας[3], του σιτοβολώνα της Ρωσίας, είναι πολύπαθη (όλο το φάσμα των επαναστατικών και αντεπαναστατικών παθών έχει συνταράξει την Ουκρανία). Χαρακτηριστική των αλλαγών στη διακυβέρνησή της είναι η έκφραση του Μπέρκμαν «καλειδοσκοπικές εναλλαγές κυβερνήσεων»(!).  Είναι γνωστή η λιμοκτονία 6.000.000 λόγω της πολιτικής κολεκτιβοποίησης του  Στάλιν, το 1932-3,δεν ήξερα όμως εγώ τουλάχιστον ότι άλλοι τόσοι περίπου (σύμφωνα με την Wikipedia  5.000.000) πέθαναν στο διάστημα 1921-23 από επιτάξεις και καταλήστευση από Λευκούς αρχικά και Κόκκινους στη συνέχεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του Μπέρκμαν (δεν δίνει νούμερα, φυσικά).
Ο συγγραφέας παραθέτει άπειρες επώνυμες μικροϊστορίες, απίστευτες, από τον «μακρόχρονο επαναστατικό αγώνα της»: τον πόλεμο κατά των λευκών, το αγροτικό αντάρτικο, από τη δράση του αναρχικού Μαχνό, από τους διωγμούς των Εβραίων (ασκεί πογκρόμ εναντίον τους ΚΑΙ ο Μαχνό). Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον Μαχνό για τον οποίο οι απόψεις των χωρικών/πολιτών ποικίλλουν. Πρόκειται πάντως για ένα κοινωνικό κίνημα, σε αντιπαράθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα που είναι πολιτικό σώμα, γι’ αυτό επικρατεί η άποψη ότι είναι η σπουδαιότερη έκφραση ολόκληρης της επανάστασης. Όπως λέει και ο αναρχικός Γιάσα, το κίνημα του Μαχνό είναι έκφραση των ίδιων των ανθρώπων του μόχθου. Είναι το πρώτο μεγάλο μαζικό κίνημα που παλεύει με τις δικές του δυνάμεις ν’ απελευθερωθεί από κάθε είδους κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει την οικονομική αυτοδιάθεση. Με αυτή την έννοια, είναι απ’ άκρη σε άκρη αναρχικό. Ωστόσο, το κίνημα του Μαχνό ευθύνεται για πολλές βιαιότητες (όπως είπαμε πριν υπήρχε έντονος αντισημιτισμός(!), και γι αυτό το θέμα αφιερώνει πολλές σελίδες ο Μπέρκμαν).
Πολύ συμπαθητική μορφή που αναδεικνύεται απ’ το ημερολόγιο είναι ο «Ιωσήφ ο Εμιγκρές», ένας σύντροφος αναρχικός που με τη γυναίκα του Λέα συντέλεσαν στην ίδρυση της γνωστής αναρχικής ομάδας Ναμπάτ.
Άλλη μια οικτρή διάψευση περιμένει τον Μπέρκμαν στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Χάρκοβο όπου η κατάσταση είναι πανάθλια ενώ στο Κίεβο οι εργαζόμενοι παραπονιούνται για την κατάργηση της εργατικής διαχείρισης και για τις «μοσχοβίτικες μεθόδους». Οι διωγμοί των Εβραίων είναι ακόμα πιο έντονοι εδώ, και ο Μπέρκμαν παραθέτει πολλά επεισόδια που του δημιουργούν απόγνωση.
Το αποκορύφωμα όμως της αποκαρδίωσης είναι η άγρια καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης (Φεβρουάριος 1921). Όταν πια ο Μπέρκμαν έχει επιστρέψει στο Βορρά, γίνεται μάρτυρας όλης της εξέλιξης και την παρακολουθούμε μέρα μέρα στο ημερολόγιο. Η σπίθα άναψε όταν κατέβηκαν σε απεργία οι εργάτες της βιομηχανίας Τρούμποσνι (είναι απίστευτο το γεγονός ότι ένα σχετικά τόσο ασήμαντο περιστατικό, όσο η απεργία στη βιομηχανία Τ., πρόκειται να οδηγήσει τα πράγματα σε εμφύλιο πόλεμο και αιματοχυσία). Η απεργία παίρνει γρήγορα πολιτική χροιά, μεταλαμπαδεύεται στη Μόσχα, στη Σιβηρία, στην Ουκρανία, στον Καύκασο∙ η ανοικτή συνέλευση στην πλατεία Γιάκαρνε αριθμεί 16.000 ναύτες, άντρες του κόκκινου στρατού και εργάτες! Ο Μπέρκμαν μάς παραθέτει όλο το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης των πληρωμάτων της Βαλτικής (με αναλυτικά τα πολιτικά αιτήματα),που είναι συγκλονιστικό, ευθυγραμμισμένο στις αρχές της επανάστασης. Απευθύνει προσωπική επιστολή στον Ζινόβιεφ (πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας), αλλά όπως γνωρίζουμε κανένα αίτημα δεν εισακούστηκε, εφόσον στις 17 Μαρτίου 1921 χιλιάδες ναύτες και εργάτες κείτονταν νεκροί στους δρόμους…
Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα (έχει εν τω μεταξύ αρχίσει να εφαρμόζεται και η Νέα Οικονομική Πολιτική), οι αναρχικοί δεν έχουν πια θέση στη Σοβιετική ένωση. Ο συγγραφέας αρνείται, για λόγους αρχής, να υπογράψει την απόφαση της σχετικής Επιτροπής (από κυβερνητικούς και ξένους απεσταλμένους) να απελαθούν οι αναρχικοί, αλλά  μέσα σε ένα βαρύ κλίμα πένθους για αγαπημένα πρόσωπα που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες, στις 30 Σεπτεμβρίου αποφασίζει να εγκαταλείψει ξανά τη Ρωσία.
Τελειώνοντας το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να νιώθεις τη δίνη της εποχής, μια δίνη τόσο διαφορετική από τη δική μας, με τόσο έντονο το επαναστατικό και το πολιτικό στοιχείο (ποιος μπορούσε να μένει αμέτοχος; ποιος μπορούσε να είναι "φιλήσυχος πολίτης";).  Και  η ημερολογιακή καταγραφή του Μπέρκμαν μεταφέρει άμεσα το βιωματικό στοιχείο που λείπει, μοιραία, από ιστορικούς και αναλυτές.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Γεννήθηκε το 1870 στο Βίλνο της σημερινής Λιθουανίας. Το 1888 μεταναστεύει στις ΗΠΑ και εμπλέκεται ως αναρχικός με το εκεί εργατικό κίνημα, που ήδη μετρούσε πολλούς νεκρούς ─μιλάμε για εποχές όπου οι απεργίες αντιμετωπίζονταν με κανόνια. Το 1892 πυροβολεί, χωρίς να σκοτώσει, το διευθυντή ενός εργοστασίου που θεωρήθηκε υπεύθυνος για το θάνατο 11 απεργών από τα πυρά της Πολιτοφυλακής. Κάνει 14 χρόνια φυλακή. Βγαίνοντας, βοηθάει στην ίδρυση του ελευθεριακού «σχολείου Φερέρ», που ιδρύθηκε το 1911 στη Νέα Υόρκη και λειτούργησε μέχρι το 1953. (Πήρε το όνομά του από τον Φρανσίσκο Φερέρ ι Γκουάρντια, αναρχικό δάσκαλο και ιδρυτή του κινήματος «Μοντέρνο Σχολείο» στην Ισπανία.) Το 1914, μαζί με τη συντρόφισσά του Έμμα Γκόλντμαν, ιδρύει μια Αντιπολεμική Λίγκα, το 1917 συλλαμβάνεται και μένει φυλακή ώσπου το Δεκέμβρη του 1919 τον φορτώνουν, μαζί με άλλους 250 στο μεταγωγικό Buford με προορισμό την επαναστατημένη Ρωσία (από την ομιλία του HS, του μεταφραστή Γιάννη Ιωαννίδη, για το "μπολσεβικικό μύθο").
[2]https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%88%CE%BC%CE%BC%CE%B1_%CE%93%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%BD%CF%84%CE%BC%CE%B1%CE%BD
[3] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%85%CE%BA%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1

Δεν υπάρχουν σχόλια: