Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2017

Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, Erri de Luna

Όχι μόνο απ’ την κορφή ενός βουνού,
ακόμα και σ’ ένα μικροσκόπιο διακρίνονται ορίζοντες

   Ένα μικρό βιβλιαράκι –κομψοτέχνημα όπου συμπυκνώνεται η ουσία μιας (αυτο)βιογραφίας,  μας δίνει σε 150 σελίδες πολύ μικρού μεγέθους ο Ναπολιτάνος συγγραφέας, που θεωρείται και πρόδρομος της Φερράντε (υποθέτω λόγω καταγωγής αλλά και θεματολογίας: το συγκεκριμένο βιβλίο έχει χαρακτηριστεί «μυθιστόρημα ενηλικίωσης»).
Ο αφηγητής, σε α΄ενικό, εξήντα χρονών «σήμερα», μας μεταφέρει  στο καλοκαίρι των δέκα του χρόνων στη Νάπολη, στην ηλικία όπου τελειώνει η παιδική ηλικία αλλά τίποτα δεν συμβαίνει, είσαι πάντα στριμωγμένος μέσα στο ίδιο κατσιασμένο κορμάκι του πιτσιρίκου, όπως τα περασμένα καλοκαίρια, ανάστατος από μέσα κι ασάλευτος απόξω/στα δέκα είσαι μέσα σ’ ένα κουκούλι που περιλαμβάνει όλα τα μελλοντικά σου σχήματα. Όμως, με την προφορικότητα μιας εξομολόγησης, το σκληρό αυτό καλοκαίρι όπου ξυπνά ο ενήλικος εαυτός, γίνεται ο πυρήνας απ’ όπου η αφήγηση εξακτινώνεται με σύντομες πινελιές στο πριν και στο μετά (γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο αναφέρονται τρεις γενιές, αποπροσανατολίζοντας τον αναγνώστη –δεν βλέπουμε πουθενά τους πολέμους και τις επαναστάσεις του οπισθοφυλλου που αναπαράγουν μάλιστα όλοι οι εκδοτικοί οίκοι… Υπάρχουν μόνο απλές, σύντομες αναφορές). Έτσι, παρόλο που μαθαίνουμε σχεδιαγραμματικά όλη την βασική πορεία του ήρωα μέχρι τα εξήντα, το καλοκαίρι εκείνο των δέκα χρόνων γίνεται κεντρικό θέμα στην εξιστόρηση, γιατί είναι καθοριστικό και αμετάκλητο.
Ένα ευαίσθητο, μοναχικό παιδί που ντρέπεται γιατί κλαίει πολλές φορές χωρίς «λόγο» (στην ηλικία μου τα παιδιά έχουν πάψει πια να κλαίνε, εγώ αρχίνιζα), που ταυτίζεται με τη μοναξιά της νεαρής μητέρας του, που αποφεύγει τα άλλα παιδιά, αγαπά το ψάρεμα και τη θάλασσα, χαζεύει του ψαράδες, διαβάζει και παρατηρεί την πραγματικότητα με ποιητικό τρόπο. Θέλει να εξαφανίζεται, να είναι αόρατος, από ντροπή για ένα κορμί που δεν το αναγνωρίζει για δικό του (τις νύχτες, γυμνός στο κρεβάτι, μπορούσα να εξαφανίζομαι ολότελα). Κυρίως όμως αναστοχάζεται, ψάχνει να βρει τον εαυτό του, τον κατηγορεί και τον παραδέχεται ταυτόχρονα, μέσα από μια επώδυνη διαδικασία που δεν είναι άλλη από τη διαδικασία της ενηλικίωσης (είχα φανεί λίγος. Δεν ήμουν αυτός που επιζητώ να είμαι. Ρωτάω τον εαυτό μου και τρέμω πως θα τον βρω λειψό).
Μιλάει για το ρήμα «αγαπώ» που του φαίνεται τόσο ψεύτικο (μια λιχουδιά υποχρεωτική, για μένα που δεν μ’ ενδιέφερε η ζαχαροπλαστική). Κι όμως έρχεται από μόνη της η στιγμή που αγγίζει την αγάπη∙ έρχεται μέσα απ’ τη μορφή ενός κοριτσιού, το οποίο με την τόλμη της αθωότητας σπάει το κουκούλι στο οποίο είναι κρυμμένος. Αργά, αργά, σταδιακά, παιδικά, ποιητικά (της οφείλω την απελευθέρωση του ρήματος «αγαπώ», το οποίο στο δικό μου λεξιλόγιο ήταν φυλακισμένο).
Είναι τόσο εκπληκτικές οι στιγμές αυτού του αθώου ερωτισμού, όπως τις μεταφέρει ο συγγραφέας που σίγουρα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτές. Πώς να μιλήσεις για την πρώτη πρώτη αίσθηση του αποκορυφώματος της ερωτικής συνάντησης που είναι το φιλί (μέχρι σήμερα ξέρω πως είναι ο υψηλότερος στόχο στον οποίο φτάνουν τα σώματα. Από κει πάνω, απ’ την κορυφή των φιλιών, μπορείς έπειτα να κατέβει στις παροξυσμικές περιδινήσεις του έρωτα),το φιλί των παιδιών που είναι και παιχνίδι, και αίσθηση και εξερεύνηση;  Και που γεννά τέτοια ομρφιά, που ο αφηγητής δεν μπορεί να κλείσει τα… μάτια (μα καλά, εσύ δεν κλείνεις τα μάτια όταν φιλάς; Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια).
Γρήγορα η μοναχική του συμπεριφορά γίνεται στόχος για τα αλητάκια της Νάπολης. Βρίσκει τρόπο να τους εξαγριώσει και η τιμωρία που τον περιμένει είναι τόσο αναμενόμενη, που την επιδιώκει, πιστεύοντας ότι έτσι θα «μεγαλώσει» (πρέπει να ξεφορτωθώ αυτό το παιδικό κορμί που δε λέει να μεγαλώσει (…) πρέπει να βρω αυτούς τους τρεις και να με καταχερίσουν ώσπου να μου σπάσουν το τσόφλι/στα δέκα μου χρόνια πίστευα στην αλήθεια του ξυλοκοπήματος. Μου φαινόταν χρήσιμο το ανεπανόρθωτο).
Δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να εξηγήσει σε κανέναν γιατί βρέθηκε τόσο σμπαραλιασμένος στο πεζοδρόμιο (υπάρχουν εξηγήσεις που είναι χειρότερες απ’ τα γεγονότα). Η επίσπευση της ενηλικίωσης, για την οποία τόσο πάσχισε, ήρθε μέσα από την ωριμότητα με την οποία αντιμετώπισε τους τρεις βασανιστές του, τη μητέρα του, τους καραμπινιέρος, αλλά κυρίως το «κορίτσι» (του οποίου δεν θυμάται καν το όνομα, πενήντα χρόνια μετά). Το πυρηνικό αυτό επεισόδιο αλλάζει όλους τους συσχετισμούς- των τριών αλητόπαιδων μεταξύ τους, του κοριτσιού με όλους, με τη ,ητέρα του που τον βλέπει αλλιώς τώρα. Διαορφώνεται και η σχέση του με τον νόμο, όπως και την «αυτοδικία» στην οποία σοπέυσει η φιλενάδα του (καμιά τιμωρία δεν θα μου συνέφερνε εμένα το κορμί. Έπρεπε να γιατρευτεί από μόνο του, με τις ιστορίες της μαμάς, με το βιβλίο που διάβαζα, όχι με τον καραμπινιέρο, με την κατηγορία και την ιεροτελεστία του Νόμου. Τότε δεν είχα έτοιμα τα λόγια που έχω τώρα, όμως, έτσι ήταν, η δικαιοσύνη δεν σήμαινε τίποτα για μένα).
Καθώς το καλοκαίρι τελειώνει κι έρχονται οι μέρες του αποχαιρετισμού, γέρνει και η αγάπη, η αποκάλυψη της ένωσης της ομορφιάς με το συναίσθημα. Οι δυο φίλοι όμως δεν ανταλλάσσουν διευθύνσεις, τηλέφωνα, έχουν τη σοφία να δέχονται ότι «δεν θα ξαναϊδωθούν, κι αν αυτό συμβεί θα είναι τόσο διαφορετικοί που δεν θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον».  
Γιατί ίσως τα παιδιά να νιώθουν ακομα πιο έντονα από μας, τους έμπειρους, την ακραία αίσθηση του φευγαλέου: 
Σήμερα ξέρω πως εκείνη η αγάπη –νεοσσός περιείχε όλα τα αντίο που θα επακολουθούσαν.


Χριστίνα Παπαγγελή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: