Ένα ταξίδι στο Παρίσι
στην κρίσιμη εποχή της Αλγερινής επανάστασης (1959-64), εποχή κρίσιμη και για
όλη την -Ανατολική και Δυτική- Ευρώπη (με την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου
το 1961 να σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του ψυχρού πολέμου), αλλά περισσότερο
μια περιήγηση στον πολιτικό και πνευματικό κόσμο της πόλης των Φώτων, είναι για
τον αναγνώστη αυτό το εμπνευσμένο μυθιστόρημα του Γκενασιά. Μ’ έναν πρωτότυπο
τρόπο μάς βάζει μέσα στη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», μια μυστική
σκακιστική λέσχη κρυμμένη πίσω από την πράσινη κουρτίνα του μπιστρό «Balto», στέκι του Σαρτρ και του Κεσέλ, όπου μαζεύονται οι εμιγκρέδες, λογής λογής
εξόριστοι από τις ανατολικές χώρες∙ Ούγγροι,
Πολωνοί, Ρουμάνοι, πρώην κάτοικοι της Ανατολικής Γερμανίας, Γιουγκοσλάβοι,
Τσεχοσλοβάκοι, Ρώσοι- ή μάλλον συγνώμη, Σοβιετικοί, όπως με διόρθωναν κάποιοι. Στη
Λέσχη, δεν χρειάζονταν να δώσουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν για κάτι. Ήταν
εξόριστοι μεταξύ εξορίστων και δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσουν για να καταλάβει
ο ένας τον άλλον. Βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Ο Πάβελ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να νιώθουν περήφανοι που κατάφεραν
επιτέλους να πραγματώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες: ήταν ίσοι. Όπως μου
είπε μια μέρα ο Σάσα: «Η διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους είναι ότι
εκείνοι είναι ζωντανοί κι εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει, δεν έχεις
δικαίωμα να παραπονιέσαι για την τύχη σου· θα ήταν ύβρις γι’ αυτούς που έμειναν
πίσω».
Μισέλ
Πρωταγωνιστής και
αφηγητής είναι ο Μισέλ, ένας ιδιαίτερης ευφυΐας πιτσιρικάς, με αυξημένη
περιέργεια κι ευαισθησία, που γράφει το σχολείο στα παλιά του τα παπούτσια αλλά
είναι εξαιρετικά βιβλιόφιλος, αγαπά το ροκ εν ρολ, τη φωτογραφία και είναι πολύ
επιδέξιος στο ποδοσφαιράκι (γι αυτό και γίνεται θαμώνας του « Balto», καταπλήσσοντας του θαμώνες με τις επιδόσεις του). Ανήκει
σε μια οικογένεια όπου οι πολιτικές διαφορές λόγω διαφορετικής κοινωνικής
προέλευσης είναι αξεπέραστες (οι φίλοι
μου είχαν μία οικογένεια∙ εγώ είχα δύο). Τον παρακολουθούμε από τη μέρα που
γιορτάζει τα δωδέκατα γενέθλιά του, τη
μόνη φορά που είδε τις δυο οικογένειες μαζί, αρκετά μικρός για να καταλαβαίνει
τις αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές αλλά αρκετά μεγάλος για να τις θυμάται και
να μπορεί να αποκωδικοποιήσει αργότερα. Η εφηβική όμως, υγιής αντίδραση είναι
να προσπερνά όλες αυτές τις αντιθέσεις με χιούμορ (η αλήθεια είναι ότι δεν μου καιγόταν καρφί για τις ιστορίες, τα πιστεύω
και τις βρισιές που αντάλλασσαν. Η ισχυρογνωμοσύνη τους μου έδινε στα νεύρα),
και να παρακολουθεί τον καθένα με την προσοχή που περιμένει κανείς από ένα
άτομο τόσο παθιασμένο με τη λογοτεχνία (ήμουν
ο μόνος που τον πρόσεχε όταν μιλούσε. Μου άρεσε πάντα ν’ ακούω τους άλλους).
Έτσι, δεν είναι
παράξενο που ένας τόσο νέος παρατηρητής είναι και τόσο οξυδερκής. Άλλωστε, το
πάθος του για τα βιβλία τον κάνει να ξεχωρίζει σαν εξαίρεση, ή μάλλον, δείχνει
ότι είναι φύση εξαιρετική. Καταβροχθίζει πέντε πέντε τα βιβλία, διαβάζει στο
δρόμο πηγαίνοντας για το σχολείο (περπατούσα
λες και είχα ραντάρ κι έφτανα πάντα στο σχολείο σώος κι αβλαβής. Την ώρα των
περισσότερων μαθημάτων συνέχιζα την ανάγνωσή μου, με το βιβλίο στερεωμένο
ανάμεσα στα πόδια μου. Έφτανα αργότερο από το κανονικό κάθε φορά που μερικές
συναρπαστικές σελίδες με καθήλωναν στο πεζοδρόμιο για απροσδιόριστο χρόνο. Είχα
κατατάξει τους συγγραφείς σε δυο κατηγορίες. Εκείνους που μου επέτρεπαν να
φτάνω στην ώρα μου κι εκείνους που μ’ έκαναν να καθυστερώ). Δε
διαβάζει μόνο τα μυθιστορήματα αλλά και τις βιογραφίες των συγγραφέων
τους, και λέει ότι το έργο τους του αρέσει μόνο αν του αρέσουν κι ως άνθρωποι
(δείγμα νεότητας!). Έτσι διχάζεται τρομερά όταν θα αναγκαστεί να κρίνει το έργο
π.χ. του Ιουλίου Βερν, του Μωπασάν, του Φλωμπέρ, του Ντοστογέβσκι (;) που τους
χαρακτηρίζει «απαίσιους παλιάνθρωπους»: πώς
να αγνοήσω, να προσποιηθώ ότι δεν υπήρχαν, τη στιγμή που τα μυθιστορήματά τους
έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ειδικά για μένα; Απ την απορία τον βγάζει ο
παππούς του που του λέει ότι το ίδιο θα πρεπε να συμβαίνει και με τους
ζωγράφους, με τους συνθέτες κλπ.∙ αν έκλεινε τα μάτια και τ΄ αυτιά σε όποιον
δεν ήταν άψογος, θα ήταν καταδικασμένος
να ζει σ’ ένα ανεπίληπτο κόσμο όπου, όμως, θα έπληττε θανάσιμα.
Στην πρώιμη ωρίμανση
του Μισέλ συντελεί κι η προσωπικότητα του αδερφού του, του Φρανκ, που είναι
επτά χρόνια μεγαλύτερος, στρατευμένος κομμουνιστής (απ αυτούς που «κάνουν πράξη τα πιστεύω τους») και υπέρ
της Αλγερινής ανεξαρτησίας. Βέβαια, οι γονείς δημιουργούν έναν προστατευτικό
κλοιό για να μην ακολουθήσει ο Μισέλ το παράδειγμα του Φρανκ, αλλά οι ατέλειωτες
συζητήσεις του Φρανκ με τον φίλο του και ορκισμένο πολιτικό του αντίπαλο,
τροτσκιστή Πιερ (αδυνατούσα να καταλάβω
την αμοιβαία έχθρα ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους τροτσκιστές), ή με
τη φιλενάδα του Φρανκ, τη Σεσίλ (Σεσίλ: τον
ενοχλεί που ο Καμύ είναι κατανοητός. Και διαυγής. Σε αντίθεση με τον Σαρτρ. Τον
σιχαίνονται γιατί έχει δίκιο, παρότι ούτε εγώ συμφωνώ σε όλα μαζί του.
Παραείναι ανθρωπιστής για τα γούστα μου. Κάποιες φορές πρέπει να είσαι πιο
ριζοσπάστης, καταλαβαίνεις;), τον βάζει σ’ ένα πνευματικό κλίμα ακόμα κι αν
δεν το επιδιώκει.
Φρανκ
Ο Φρανκ είναι και το
πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας, εφόσον ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του τον
κάνει να αφιερωθεί στο Κόμμα να διαρρήξει κάθε δεσμό με την δεξιά οικογένεια
(βασικά τη μάνα, που τον διώχνει απ το σπίτι) και να εξαφανιστεί από τη Σεσίλ,
την κοπέλα που αγαπά. Ο Μισέλ προσπαθεί να χειριστεί τις ιδιαίτερες περιστάσεις
μιας και βρίσκεται στο κέντρο των επί μέρους τραγικών επεισοδίων (σύγκρουση
μάνας- πατέρα, απόπειρα αυτοκτονίας της Σεσίλ, μυστικές συναντήσεις με τον
Φρανκ ο οποίος αποφασίζει να γραφτεί εθελοντικά στο στρατό υπέρ της
ανεξαρτησίας της Αλγερίας, συνεννόηση με πατέρα για να τον συναντήσει,
λιποταξία, δίωξη από την αστυνομία, ένταλμα σύλληψης, κ.α.). Οι καταστάσεις βέβαια τον ωριμάζουν πρόωρα,
ωστόσο δεν παύει να λειτουργεί συναισθηματικά, σύμφωνα με την ηλικία του:
Αντί για τη Σεσίλ είχε επιλέξει τον στρατό. Ένιωθα
αχρείος, στριμωγμένος, γεμάτος οργή. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς είναι να λες
κάτι και να κάνεις το αντίθετο. Να πληγώνεις κάποιον που ορκίζεσαι ότι αγαπάς,
να έχεις έναν φίλο και να τον ξεχνάς, να λες ότι έχεις οικογένεια και να την
αγνοείς λες και είναι ξένη, να διακηρύσσεις υψηλές αρχές και να μην τις
ακολουθείς, να δηλώνεις ότι πιστεύεις στον θεό και να συμπεριφέρεσαι σαν να μην
υπάρχει, να θεωρείς τον εαυτό σου ήρωα και να φέρεσαι σαν κάθαρμα.
Και μεγαλειώδεις
διάλογοι στην προσπάθεια του Μισέλ να καταλάβει τον ηρωισμό του Φρανκ:
-
Γιατί πας εκεί πέρα; Όλοι ξέρουμε τι θα γίνει με την
αυτοδιάθεση. Τι νόημα έχει; Το παιχνίδι έχει κριθεί.
-
Κάνεις λάθος, το παιχνίδι έχει κριθεί αν δεχτείς να
παίζεις με τους όρους τους. Δε θέλω να το συζητήσω.
-
Θα αγωνιστείς
για ανθρώπους που δεν τους καίγεται καρφί για τον αγώνα σου.
Το ιστορικό
πλαίσιο
Όπως είπαμε, η εποχή
1959-64 για την Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα για τη Γαλλία, λόγω Αλγερινής εξέγερσης
είναι κρίσιμη. Η αναφορά σε ιστορικά πρόσωπα είναι αναπόφευκτη. Εκτενής αναφορά
γίνεται π.χ. στον Σαρτρ, για τον οποίο πληροφορούμαστε ότι δεν ήταν πολύ
συμπαθής στους περισσότερους, (« επαναστάτης του σαλονιού»). Κατηγορείται ότι ήξερε (τα λάθη του κομμουνιστικού
καθεστώτος) και αποσιώπησε. Παρόλη την ιδεολογική κόντρα με τον Καμύ, όταν
σκοτώθηκε ο τελευταίος, ο Σαρτρ περιγράφεται να έχει κλονιστεί (κατά πόσο άραγε
είναι μυθοπλασία). Δεν κάνει όμως ιστορία ο Γκενασιά. Φαίνεται ότι επιλέγει το
ιστορικό πλαίσιο σαν φόντο, γιατί έχει κάτι άλλο να πει εκτός από το να
διασώσει την ιστορία.
Αρκετά εκτενής και η
αναφορά στην Ουγγρική επανάσταση με αφορμή τον Ούγγρο Ίμρε και τον αγαπημένο
του, τον ηθοποιό/φίρμα Τίλμπορ… Διωγμένος
από την πατρίδα του μετά τα γεγονότα : στη ζωή μας όλοι κάνουμε λάθη. Ψάχνουμε και
βρίσκουμε καλές ή κακές αιτίες γι αυτά, συνήθως δικαιολογίες ή προσχήματα. Το χειρότερο
είναι να ανακαλύπτεις πόσο βαθιά ηλίθιος είσαι. Μετά τα τραγικά γεγονότα που
έπνιξαν στο αίμα την Ουγγαρία, ο Τίμπορ, ο Ίμρε και οι περισσότεροι από τους 600.000
πατριώτες που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα αναρωτιούνταν επί δεκαετίες τα ίδια. Μήπως
οι Ούγγροι ήταν ηλίθιοι; (…) Ο Ίμρε έκλαιγε γιατί ο κόσμος είχε αλλάξει. Οι
Ούγγροι είχαν πεθάνει για το τίποτα.
Η περίοδος αυτή
περιλαμβάνει και την ανάδειξη του «πατερούλη Χρουστσόφ», την αποκατάσταση
συγγραφέων και ποιητών που είχαν τουφεκιστεί ή εξαφανιστεί στα στρατόπεδα. Ο μαύρος κομμουνισμός των στημένων δικών,
των στρατοπέδων, της KGB και του
Στάλιν κατέρρεε όπως ο πάγος λιώνει τον ήλιο κι όπως η μέρα διαδέχεται τη
νύχτα.
Όλοι ανασαίνουν ώσπου…
το πρωί της 13ης Αυγούστου
1961 τους ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Είναι
η ανέγερση του τείχους. Τις βδομάδες που
ακολούθησαν εμφανίστηκαν στη λέσχη πολλοί αξιολύπητοι Γερμανοί.
Η λέσχη
Ο Μισέλ ανακαλύπτει
σχεδόν τυχαία την μυστικά κρυμμένη λέσχη, λόγω της παιδικής του περιέργειας. Προχώρησα προσεκτικά, η ψυχή μου πήγαινε να
σπάσει. Δοκίμασα την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου∙ είχα εισχωρήσει στο άδυτο
μιας σκακιστικής Λέσχης. Η έκπληξη όμως δεν ήταν η σκακιστική λέσχη. Έκπληξη ήταν να βλέπεις τον Ζαν- Πολ- Σαρτρ
και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν στη ντουμανιασμένη απ’ τον καπνό αίθουσα του
πολυσύχναστου μπιστρό. Ο μικρός ήρωάς μας είναι αποδεκτός γιατί ξεχωρίζει
στο ποδοσφαιράκι, αλλά και γιατί είναι καλός ακροατής. Με τον καιρό γνωρίζεται
με όλους κι αποκτά μια ιδιαίτερη σχέση με τον καθένα.
Είχαν πολλά κοινά. Είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους
κάτω από δραματικές ή ακόμα και ροκαμβολικές συνθήκες, ενώ πολλοί από αυτούς
είχαν περάσει στη δύση με αφορμή κάποιο επιχειρηματικό ταξίδι ή κάποια διπλωματική
αποστολή. (…) επιδίδονταν σε ατέρμονες συζητήσεις ή προσπαθούσαν να
δικαιολογήσουν τον εαυτό τους κι έθεταν ερωτήματα που δεν είχαν απάντηση. (…) Ήταν
φαντάσματα, παρίες, χωρίς χρήματα, με πτυχία που δεν αναγνωρίζονταν. Μιλούσαν
ελάχιστα για το παρελθόν/είχαν απαρνηθεί άνετα σπίτια και υψηλές θέσεις. Από
ανώτεροι αξιωματούχοι κλπ είχαν γίνει άστεγοι. Αυτή η κατρακύλα τους ήταν
αφόρητη, όσο και η μοναξιά και η νοσταλγία που τους βασάνιζε.
Ο Μισέλ δεν αργεί να
συνδεθεί ιδιαίτερα με καθέναν απ αυτούς τους «παρίες» που μπορεί στην πατρίδα
τους να ήταν γιατροί, στελέχη του κόμματος κλπ. Δε μιλούν φυσικά εύκολα για το παρελθόν
(Ίγκορ: - Έζησα πολλές ζωές που έχω πια
ξεχάσει. – Δεν ξεχνάει κανείς απ την μια στιγμή στην άλλη. – Κι όμως. Ή ξεχνάς,
ή πεθαίνεις). Έχει όμως τον τρόπο να διεισδύει στα μυστικά τους και στο
παρελθόν τους, και σ’ αυτό ο συγγραφέας είναι μάστορας. Έτσι σιγά σιγά εξυφαίνονται
απίστευτα συναρπαστικές ιστορίες που διαπλέκονται μεταξύ τους καθώς συσχετίζονται
οι ήρωες στο διάστημα των τεσσάρων χρόνων κατά το οποίο εκτυλίσσεται το
μυθιστόρημα, ενώ έχουμε και δυο τρεις αναδρομές στη δεκαετία του ‘ 50.
Το σκηνικό της λέσχης είναι
υποβλητικό: Στη λέσχη η σιωπή είναι ο
κανόνας. Στην πραγματικότητα, ζητούμενο δεν είναι τόσο η σιωπή, όσο η ηρεμία. Μιλούν σιγανά, με το χέρι στο στόμα, με
πνιχτούς ψιθύρους και στεναγμούς. Ο Ίγκορ έλεγε ότι ήταν μια συνήθεια που
είχαν αποκτήσει στην «άλλη πλευρά του κόσμου», όπου και η παραμικρή κουβέντα
μπορούσε να σε στείλει στη φυλακή ή στον τάφο, όπου έπρεπε να φυλάγεσαι από τον
καλύτερό σου φίλο, από τον αδερφό σου, από τον ίσκιο σου. Πολλές φορές όμως
η παρέα ξέσπαγε σε καταιγιστικά γέλια, με αφορμή ανέκδοτες ιστορίες για γέλια
και για κλάματα. Ξαφνικά επίσης ξέσπαγαν ομηρικοί καβγάδες για ζητήματα
θεωρητικά ή καθώς ανταγωνίζονταν ποιανού
η χώρα ήταν πιο σχολαστική, απρόβλεπτη,
εφιαλτική. Καθένας υποστήριζε ότι ήταν εκείνη της δικής του πατρίδας,
διεκδικώντας φανατικά για τη χώρα του τον κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτο τίτλο της
πιο ηλίθιας γραφειοκρατίας στον κόσμο (είχαν
καταλήξει ότι η πιο τρομερή ήταν η σοβιετική διοίκηση). Μάλιστα η «κριτική
επιτροπή» είχε απονείμει και βραβείο
«ασυναγώνιστου παραλογισμού» στον Τ.Ζ., θύμα του πολωνικού κρατικού
μηχανισμού!
Όλα αυτά τα
παρακολουθούμε κι οι αναγνώστες αναλυτικά, γελάμε και μεις με τα ανέκδοτα,
συμμετέχουμε στις αναμνήσεις αλλά και στις διαφωνίες. Κυρίως όμως γνωρίζουμε
τους ήρωες, που κουβαλάνε ο καθένας μια ξεχωριστή ιστορία, «στο περιθώριο» ή μάλλον στο μεταίχμιο της επίσημης
ιστορίας. Έτσι, έχουμε τον Ίγκορ, γιατρό στην πατρίδα του αλλά χωρίς χαρτιά στη
Γαλλία, ιδρυτή της Λέσχης μαζί με τον Βίκτορ (ισχυριζόταν ότι σκότωσε τον
Ρασπούτιν, αλλά δεν ήταν ψεύτης, ήταν παραμυθάς!). Ιδεολογικοί αντίπαλοι,
εκδιώχτηκαν κι οι δυο απ τη χώρα τους και… βρέθηκαν
να αναπολούν τη μυρωδιά, τη μουσική και το φως της χώρας τους, μολονότι ο ένας
ήταν φιλομοναρχικός, χριστιανός ορθόδοξος, αντισημίτης, μισογύνης και εχθρός
των μπολσεβίκων ενώ ο άλλος ένας παλιός εχθρός, ένας βαμμένος κόκκινος,
φανατικός κι ενθουσιώδης, που είχε συμμετάσχει στην εγκαθίδρυση του
κομμουνισμού. Οι διαφορές τους, που στη χώρα τους θα τους έκαναν να
ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλον, χάνονταν εδώ.
Δεν είναι βέβαια εύκολο
ούτε σκόπιμο να αναφερθεί κανείς σ όλες αυτές τις ιστορίες. Έτσι θα αναφέρω
σύντομα μόνο αυτές που είναι αξιομνημόνευτες, όπως αυτή του Βέρνερ, Γερμανό από
την Ανατολική Γερμανία, που τον βρίσκουν
ημιλιπόθυμο, σε κατάσταση πλήρους αμνησίας κι επειδή φαινόταν « Γερμαναράς» δεν
θα τον περιμάζευαν αν δεν επενέβαινε ο Ίγκορ από ανθρωπισμό και δεν τον
αναγνώριζε ο Μαρκυζό (δεν είναι δυνατόν! Είναι
παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του
δικτύου Monnaie, ειδικευόταν
στη διείσδυση στις γερμανικές υπηρεσίες. Παρασημοφορεμένος απ την αντίσταση,
κλπ κλπ/ δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση). Ο τρόπος ανάκτησης της μνήμης του είναι απίστευτος…
μέσα από μια παρτίδα σκάκι!
Άλλη σημαδιακή
προσωπικότητα ο Λεονίντ, που είχε το χρυσό αστέρι του Ήρωα της Σοβιετικής
Ένωσης, γνωστός για τα τρομερά του ανέκδοτα που έκαναν ακόμα και τον Στάλιν να
γελάει. Ο πρώτος υψηλόβαθμος που αυτομόλησε στη Δύση, για μια γυναίκα. Για ένα
πουκάμισο αδειανό, γιατί αυτή η γυναίκα δεν τον δέχτηκε: μερικοί από δω μέσα πιστεύουν ότι έχω τύψεις που χαράμισα τη ζωή μου
και θυσίασα τη θέση μου για μια περιπέτεια δίχως αύριο. Στο είπα, δε μετανιώνω
για τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί της για 794 μέρες ήταν τόσο μοναδικό, τόσο
έντονο, που φτάνει για να γεμίσει μια ολόκληρη ζωή. (…) Είναι η μοίρα μου, ο
δικός μου τρόπος να της είμαι πιστός.
Η πιο απίθανη όμως περίπτωση,
η πιο θλιβερή/τραγική/αδιέξοδη είναι η περίπτωση του Σάσα, ο οποίος,
απομονωμένος από τους υπόλοιπους, είναι φανερό απ την αρχή στον Μισέλ ότι
κρύβει μεγάλο μυστικό. Λόγω της ενασχόλησης του με τη φωτογραφία, οι δυο τους συνδέονται
με ιδιαίτερα φιλικό δεσμό. Ο τραγικός του θάνατος φέρνει στα χέρια του Μισέλ γράμμα
απολογισμού, όπου αποκαλύπτεται ο αποφασιστικός του ρόλος στο διωγμό πολλών συγγενών
συμπατριωτών του, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι όσοι τον διατάζανε είχαν δίκιο,
ότι έπρεπε να εξοντώσουν τους εχθρούς. Αυτό
που σοκάρει όμως είναι η παραχάραξη της αλήθειας που φτάνει στην καταστροφή
έργων ποιητών (τα μάθαινε απ έξω…) ως και στην επέμβαση σε… φωτογραφίες! (η δική μου δουλειά ήταν να διαγράφω). Με
τη μοναξιά και τη συγκίνηση αυτού του ανθρώπου που αυτοψυχογραφείται (κι αυτός θυσίασε
τα πάντα για ένα πουκάμισο αδειανό…) και
με την κάθαρση που φέρνει η κατανόηση τελειώνει και το βιβλίο.
Χριστίνα Παπαγγελή
1 σχόλιο:
Το διάβασα πέρσι. Ένα πανέμορφο βιβλίο!
Δημοσίευση σχολίου