Κατώτερο
από τις προσδοκίες μού φάνηκε αυτό το βιβλίο του πολλά υποσχόμενου Σερραίου
συγγραφέα, που με είχε γοητεύσει στο «Οι τέσσερις τοίχοι» και «Ο φιλοξενούμενος». Σίγουρα το ύφος παραμένει ελκυστικό, η περιγραφική
δύναμη (ιδιαίτερα των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τύπων που νομίζεις ότι τους
βλέπεις μπροστά σου) απαράμιλλη, και υπάρχουν σημεία πολύ αξιόλογα όσο αφορά το
περιεχόμενο. Η δομή είναι ευρηματική γιατί
η γραμμικότητα της πλοκής σπάει με τις αναδρομικές αφηγήσεις και η
αλήθεια (γιατί υπάρχουν και στοιχεία μυστηρίου ή, μάλλον, τραγικότητας) αποκαλύπτεται
βασανιστικά. Όμως, και τα συνεχή φλας
μπακ κουράζουν αλλά και η υπόθεση είναι υπερβολικά εξεζητημένη.
Ο πρωταγωνιστής,
δηλαδή ο Αυγουστίνος, με όψιμο ενδιαφέρον για την τέχνη, που σχετικά μεγάλος
γράφτηκε σε Δραματική σχολή, είναι άραγε
το alter ego του συγγραφέα (ο
οποίος υπήρξε και ηθοποιός, και μάλιστα
σε αξιόλογες παραστάσεις); Πάντως, ο «ένας ήρωας που δεν είναι φανταστικός»,
όπως δηλώνεται στην αρχή είναι ο… Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, που ως νέος ηθοποιός
μπαίνει αιφνίδια στη μυθιστορηματική «σκηνή» (στη σελίδα 240, δηλαδή προς το
τέλος), και βοηθά τον πρωταγωνιστή να στήσει το δικό του θέατρο.
Ο Αυγουστίνος
λοιπόν, είναι ένα πρόσωπο με πολυποίκιλα
ενδιαφέροντα και κουβαλάει μια τραγική προσωπική ιστορία, εφόσον τον «έκλεψε» ο
θετός του πατέρας αφήνοντας στη θέση του το καχεκτικό δικό του παιδί, ενώ η - θετή-
μητέρα του ποτέ δεν το αγάπησε∙ ὅ δε μέγιστον, σε μικρή ηλικία ήταν μάρτυρας ενός
τρομερού ξεσπάσματος μίσους εναντίον του, από τη γυναίκα που θεωρούσε μάνα του
(«Είναι ξένος! Παιδί αλλουνών!»). Οικογενειακές
ιστορίες που ο αναγνώστης τις συνθέτει σιγά σιγά, μέσα από την οπτική και των
άλλων χαρακτήρων, που είναι εξίσου τραγικοί και ξεκινώντας από το 1940 φτάνουν
μέχρι το 1996. Οι «περιπέτειες» (ανατροπές, σύμφωνα με την ορολογία της τραγωδίας)
οι τραγικές ειρωνείες και οι αναγνωρίσεις είναι συνεχείς, εφόσον η βασική πλοκή
(ανταλλαγή μωρών) το επιβάλλει: κάποια στιγμή ο γιος θα αναζητήσει τον
πραγματικό πατέρα, την πραγματική μάνα, θα συναντηθούν με τον πραγματικό γιο
ή τον «αδερφό»,
θα προβάλουν απαιτήσεις κλπ. Πρέπει να
ομολογήσω ότι οι στιγμές αναγνώρισης είναι αριστοτεχνικά δοσμένες. Επίσης, στις
τόσο τραγικές καταστάσεις, τα «αν» βασανίζουν τους ήρωες (πόσο ευτυχισμένος θα
ήταν ο Α. Ψ αν είχε κρατήσει το πραγματικό του παιδί, κλπ)
Δυο
βασικά θέματα φαίνεται να απασχόλησαν τον συγγραφέα, δύο έννοιες γύρω από τις
οποίες περιπλέκεται η τραγική εξέλιξη: η
έννοια του ταλέντου και η έννοια της ασχήμιας, που ίσως συνδέονται επειδή
είναι και τα δύο δοσμένα από τη φύση.
Α. Όσο αφορά το ταλέντο (κάτι που απασχολεί τον Αυγουστίνο, εφόσον θέλει να γίνει ηθοποιός)
υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις που παρατίθενται με έντεχνο τρόπο από την αρχή
του μυθιστορήματος:
-
Μα δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο προικισμένοι από άλλους;
Από τη φύση τους;
-
Η δύναμη του καλλιτέχνη δε βρίσκεται μέσα του,
κρυμμένη μέσα σε μια σκοτεινή λίμνη, βρίσκεται στον εξωτερικό κόσμο. Σε ό, τι
τον περιβάλλει. Αν έχει τα μάτια του ανοιχτά για τη ζωή και τον κόσμο, αν
μπορεί να βιώνει τα ερεθίσματα που παρουσιάζονται και να τα κατανοεί σε όλο του
το βάθος, τότε έχει ενεργοποιήσει το μηχανισμό της δημιουργίας. Για να το
καταφέρει αυτό δε χρειάζεται να είναι προικισμένος, χρειάζεται να ασκηθεί.
Χρειάζεται να έχει την επιθυμία να ασκηθεί. Το ταλέντο είναι στον αέρα, δεν
έχεις παρά να απλώσεις το χέρι σου και να τ’ αρπάξεις!
Η διαφορετική άποψη διατυπώνεται
παρακάτω, σε άλλη περίσταση:
-
Άκουσε να δεις, έχω δει 100άδες υποψήφιους ηθοποιούς στις εισαγωγικές
εξετάσεις. Μηδενική εμπειρία, μηδενική εκπαίδευση. Ε, ορισμένα πλάσματα
ξεχωρίζουν. Όχι βέβαια για τη δεξιοτεχνία
ή για την σκηνική τους άνεση. Ξεχωρίζουν, μ’ έναν τρόπο διαφορετικό.
Μόνο καλημέρα να πουν, χωρίς να αισθάνονται τίποτα, χωρίς συγκέντρωση, χωρίς
προετοιμασία, κάθεσαι και τους χαζεύεις. Τι ηθοποιός λες. Στα μάτια τους
καθρεφτίζεται ένα σύμπαν.
Ο Αυγουστίνος αρχικά θέλει να ασχοληθεί
με τη μουσική αλλά είναι εξαιρετικά ατάλαντος. Ως ηθοποιός δεν είναι χαρισματικός,
γίνεται όμως φίλος με τον Σέργιο, που, χωρίς να έχει συνείδηση της υπεροχής του
(ή μήπως ακριβώς γι αυτό;) κατάφερνε
κυριολεκτικά να μαγνητίζει την προσοχή επάνω του, να μη σ’ αφήνει να χάνεις
λέξη από το στόμα του –κι ας ήταν συχνά οι τονισμοί του λανθασμένοι, με αποτέλεσμα να χάνεται το νόημα των
φράσεων. Ο Σέργιος ποτέ δεν διάβαζε π.χ.
ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ για να
παίξει το μονόλογο του Ριχάρδου, πράγμα
αδιανόητο για τον Αυγουστίνο! Οι δυο
συσπουδαστές γίνονται αχώριστοι φίλοι,
εφόσον κι ο Σέργιος απ τη μεριά του εκτιμά απεριόριστα τον Αυγουστίνο για όλα όσα ήξερε, και για την ανησυχία του
να εμβαθύνει στα πράγματα. Ο ένας εξωστρεφής κι ενθουσιώδης, ο άλλος
εσωστρεφής, κρατώντας μυστικό το παρελθόν του. Γρήγορα όμως παρεισφρέει ένα
είδος ανταγωνισμού μεταξύ τους, κι η σχέση τους δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Η τελική
αναμέτρηση επί σκηνής, οι εξετάσεις του τρίτου έτους είναι το τελειωτικό
χτύπημα για τον Αυγουστίνο, η πανεύκολη «νίκη» του Σέργιου. Η ήττα του
Αυγουστίνου κορυφώνεται μ’ ένα… χαστούκι που δίνει στο Σέργιο επί σκηνής (η πιο έντονη, η πιο φορτισμένη στιγμή της παράστασης-μπορεί
και όλων των παραστάσεων που παίζονταν κείνο το βράδυ στην Αθήνα), που
σηματοδοτεί και την οριστική του απομάκρυνση από τη θεατρική σκηνή.
Β. Αλλά
και το μοτίβο της -τερατόμορφης- ασχήμιας εμφανίζεται με διάφορους
τρόπους στο βιβλίο: οι θετοί γονείς του
Αυγουστίνου είχαν κάνει ένα παιδί προβληματικό, μικρόσωμο, καχεκτικό, με μικρό
περιθώριο επιβίωσης, γι αυτό κι ο πατέρας του το αντικατέστησε κρυφά. Αυτόν τον
παράδοξο αδερφό θα γνωρίσει μετά από χρόνια ο Αυγουστίνος, όταν θα ψάξει την
πραγματική του οικογένεια, και θα συνδεθεί μαζί του με εξίσου παράδοξο τρόπο. Εν
τω μεταξύ όμως έλκεται κι από ένα τερατόμορφο εντεκάχρονο κορίτσι που γνωρίζει
στο λεωφορείο, το προσλαμβάνει ως υπηρέτρια, και με τον καιρό το αγαπά και
συνάπτει σεξουαλική σχέση μαζί του (είναι πολύ δυνατές οι στιγμές ερωτισμού κι
ερωτικής προσέγγισης μεταξύ αυτών των δύο τόσο ανόμοιων πλασμάτων).
Τέλος,
πρωταγωνιστεί και η αγάπη για το θέατρο, με αφορμή την οποία ο συγγραφέας παραθέτει
πολλές σκέψεις για την τέχνη. Μια εύστοχη παρατήρηση είναι, φερειπείν, ότι ακόμα κι όταν
ένας ρόλος είναι βουβός, ο ηθοποιός φτιάχνει μαζί με τον άλλον μια ατμόσφαιρα,
δεν κοιτάει παθητικά (ο πιο μικρός και
ασήμαντος δραματουργικά ρόλος δεν παύει να ζει πάνω στη σκηνή ως ολοκληρωμένος
άνθρωπος). ή, όπως γράφει κάπου αλλού, δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, μεγάλοι
ρόλοι.
Η μεγάλη
αγάπη του Αυγουστίνου για το θέατρο, όπως είναι κι αυτή μοιραία τραγική. Γιατί πρώτα
απ’ όλα θέλει αλλά δεν μπορεί:
Έχουν οι ηθοποιοί ένα άλλο μέτρο εκτίμησης της απόδοσής
τους: την καθαρή απόλαυση που αισθάνονται υπάρχοντας πάνω στη σκηνή. Απόλαυση ίσον
απελευθέρωση. Άφημα, λύσιμο, και επομένως ανάταση, δόνηση, πλήρωση. Ο Αυγουστίνος
δεν ένιωθε απόλαυση. Δε λυτρωνόταν ποτέ από το εσώτερο εκείνο μάτι που διαρκώς
έκρινε και ανέλυε. Και την ίδια στιγμή γνώριζε πως αυτό είναι ίδιον ηθοποιού
περιορισμένων δυνατοτήτων. Του το έλεγε η φωνή από μέσα. Το κραύγαζε.
Είχε όμως μια απάντηση να δώσει.
«Ό, τι και να μου λέτε, εγώ ξέρω ένα κι άλλο κανένα. Το
θέατρο είναι η μόνη δουλειά που θέλω να κάνω στη ζωή μου!»
Έτσι,
παρόλη την παταγώδη αποτυχία ακόμα και της θεατρικής σκηνής που έφτιαξε (λίγο
άκυρο το θέμα της συνέντευξης για τον ολοκληρωτισμό/συνδέει τον Χίτλερ με το
ταλέντο/δε μας είχε δώσει τέτοια δείγματα πριν, ίσως είναι μια παραδοχή μέσα
στην απελπισία του επειδή δεν είχε το χάρισμα) αποτολμά να ξαναπαίξει, βάζοντας
το μαχαίρι στο κόκκαλο.
Είναι
η τελική κορύφωση, στιγμή της υπέρβασης, η τελευταία παράσταση της ζωής του, όπου
ο θεατρικός θάνατος συμπίπτει με το φυσικό θάνατο, και… αυτό που δε γινόταν σε καμιά περίπτωση να αιτιολογηθεί ήταν η χρονική
σύμπτωση του θανάτου του ηθοποιού και του ρόλου.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου