Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

Αλμπέρτο Μοράβια, 1934

Μα κάθε ευχαρίστηση θέλει αιωνιότητα∙
θέλει βαθιά βαθιά αιωνιότητα.
Νίτσε

Ένα παιχνίδι πάνω στον έρωτα και το θάνατο, μάλλον πάνω στην υπαρξιακή απελπισία που βρίσκει  διέξοδο  στον έρωτα και μπορεί να καταλήξει στο θάνατο, είναι το πρωτότυπο και μάλλον παραγνωρισμένο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1984 (Εξάντας) αλλά δεν κυκλοφορεί πια. Ένα βιβλίο γεμάτο ερωτισμό (ευφάνταστος πάντα σε πολύ ιδιαίτερες ερωτικές καταστάσεις ο Μοράβια, τις οποίες μας αναπαριστά με μεγάλη μαστοριά) και  μύχιες σκέψεις που δείχνουν τις αντιφατικές διακυμάνσεις της ψυχής όταν διερευνά τα όριά της. Όπως γράφει κι ο τίτλος, βρισκόμαστε στο 1934, εποχή όπου μεσουρανεί η μελαγχολία, ο πεσσιμισμός, οι αυτοκτονικές τάσεις, ενώ παράλληλα ανέρχεται ο φασισμός κι ο ναζισμός.
«Είναι δυνατόν να ζει κανείς μέσα στην απελπισία και να μην επιζητεί το θάνατο;» είναι το καίριο ερώτημα που απασχολεί μέχρι τα βάθη το νεαρό Ιταλό σπουδαστή Λούτσιο, που είναι και ο αφηγητής. Γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό, επηρεασμένος από τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ, που έδωσε ρομαντικό τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας μαζί με την αγαπημένη του (κάνει διπλωματική εργασία σχετικά), θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα του οποίου ο ήρωας θα αυτοκτονήσει, μόνο και μόνο για να «σταθεροποιήσει» συνειδητά και συστηματικά την απελπισία(!). Κι αυτό, σύμφωνα με τη λογική του παραλόγου που είναι διάχυτη στο έργο, γιατί «μέσα από την άσκηση της λογοτεχνίας θα μετέφερε στο χαρτί αυτό που ήταν στο επίπεδο της πρόθεσης, θα κατόρθωνε να κάνει την «σταθεροποιημένη» πια, άρα αναποτελεσματική απελπισία, αυτό που πίστευε ακλόνητα πως στις μέρες μας έπρεπε να είναι, η φυσική κατάσταση της ύπαρξης του ανθρώπου». Ήθελε, όπως έλεγε, να κάνει «έξυπνη» την απελπισία, να τη ρυθμίζει όπως ρυθμίζεται η θερμοκρασία του μπάνιου:
Εδώ και μερικά χρόνια με καταδίωκε η έμμονη ιδέα να «σταθεροποιήσω» την απελπισία. Υπέφερα από μια μορφή άγχους  που, ακριβώς, οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ήλπιζα σε τίποτα ούτε στο κοντινό, αλλά ούτε και στο απόμακρο μέλλον. Η σκέψη μου χάιδευε συχνά τη λύση της αυτοκτονίας είτε σαν λύτρωση από το άγχος είτε σα λογική και αναπόφευκτη απόληξη της έλλειψης ελπίδας (..) Η αυτοκαταστροφική δύναμη της απελπισίας θα εύρισκε διέξοδο πάνω στη σελίδα κι όχι στη ζωή μου.

Όμως ερωτεύεται. Μια Γερμανίδα. Στο πλοίο από τη Νάπολι στο Κάπρι. Κεραυνοβόλα και παθιασμένα, εφόσον το αντικείμενο του πόθου δείχνει να πάσχει από την ίδια κι απαράλλαχτη τυφλή παραφορά με την οποία στη δική της ηλικία επιθυμεί κανείς να κάνει έρωτα: την εμμονή του θανάτου.  Έτσι, η αντίφαση γίνεται ακόμα τραγικότερη, εφόσον αυτό που τονώνει τον έρωτα (που είναι επιθυμία ζωής!) είναι η επιθυμία του κοινού θανάτου, στα πρότυπα του Φον Κλάιστ!  Ο Λούτσιο ακολουθεί την παντρεμένη γυναίκα και τον σύζυγό της στο ξενοδοχείο, όπου χτίζεται μια σιωπηρή σχέση. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά το βίωμα αυτής της ερωτικής γοητείας (βλέμματα, στίχοι, μυστικά σημειώματα) αλλά και της αντίφασης μέσα από πλήθος κωμικοτραγικές καταστάσεις (π.χ. συνεννοήσεις με τα μάτια που γίνονται παρουσία  του… συζύγου, ή απίστευτα «τυχαίες» συναντήσεις) και η όμορφη, δυστυχισμένη, απελπισμένη Μπεάτε, (που παραπέμπει στον πίνακα «Μελαγχολία» του Ντύρερ), προτείνει με τα πολλά να πάει στο δωμάτιο  του Λούτσιο μεταμεσονύκτιες ώρες για να πεθάνει, μετά τον έρωτα, μαζί με τον αγαπημένο της.
Ήταν μια συνεχής εναλλαγή, μέσα στην ψυχή μου, του 2% της ανθρώπινης φύσης και του 98% της ζωώδους φύσης, γι αυτό πότε μου φαινόταν πως η αυτοκτονία ήταν τόσο ώριμη όσο κι ένα φρούτο πάνω στο δέντρο που έφτανε να σηκώσεις το χέρι για να το πάρεις, και κάποτε μου συνέβαινε, όπως τώρα, για παράδειγμα, μετά τη συνάντηση πάνω στο καράβι, να επιχειρώ με κάθε μέσο την ικανοποίηση των επιθυμιών μου. Αυτή η αντιφατική εναλλαγή της απελπισίας και της επιθυμίας με ταπείνωνε. Πώς; Ήμουν απελπισμένος, πάρα πολύ απελπισμένος. Παρόλ’ αυτά, μπλεκόμουν με κλειστά μάτια μέσα στα πάθη της ηλικίας μου.

Η πρόταση της Μπεάτε για διπλή αυτοκτονία ταράζει τις ισορροπίες του νεαρού Λούτσιο (έκανε συντρίμμια την ψυχολογικο- λογοτεχνική μου μηχανούλα!). Στο κάτω κάτω, όταν κανείς είναι πραγματικά απελπισμένος, αυτοκτονεί, δεν γράφει μυθιστόρημα για την αυτοκτονία!  Η ορθολογική αυτή σκέψη αλλά και η μεγάλη σωματική έλξη που νιώθει ο ήρωας (κι εδώ μάστορας ο Μοράβια) τον κάνει να δεχτεί. Όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα αισθήματα είναι γνήσια, η σχέση μας ήταν αβέβαιη και μαζί στέρεη∙ εγώ είχα πρώτα επιθυμήσει, μετά φοβηθεί, μετά πάλι επιθυμήσει και μετά πάλι φοβηθεί κι ούτω καθεξής, να αγαπήσω αυτή τη γυναίκα που δε γνώριζα, που τίποτα δεν ήξερα γι αυτήν, που μόνο βλέμματα είχα ανταλλάξει μαζί της. Είναι έτοιμος να πεθάνει μαζί της από… απελπισία(!)

Όμως… η Μπεάτε το ίδιο εκείνο βράδυ εξαφανίζεται.  Από κει και πέρα αρχίζει ένας κυκεώνας που αντανακλά την ιδεολογική σύγχυση του Λούτσιο. Γιατί στην ίδια θέση όπου καθόταν η Μπεάτε, κάθεται τις επόμενες μέρες ο σωσίας της, η αδερφή της με την κυριαρχική μητέρα… Η Τρούντε είναι το άλλο άκρο: προκλητική (ξεκαρδιστική η σκηνή που τον αναγκάζει να κατεβάσει τα παντελόνια για να δε αν… είναι Εβραίος!), εξωστρεφής, αντισημίτρια, αντιδιανοούμενη  … και φασίστρια! Η πρόκληση φτάνει σε εξωφρενικές καταστάσεις έως ότου αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για την ίδια κοπέλα… ο Λούτσιο δε θυμώνει, αντίθετα… Ποια όμως είναι «αληθινή»; η αυθάδης, σπινθηροβόλα και φιλοναζί Τρούντε ή η σκοτεινή, διανοούμενη, μυστηριώδης και τρομοκρατημένη Μπεάτε ;(ποια απ τις δυο είχε αρνηθεί να βγει από την πανσιόν; Η τρομοκρατημένη Μπεάτε που παρίστανε την Τρούντε, ή η φανατική Τρούντε που παρίστανε την Μπεάτε; Όπως φαίνεται, βρισκόμουν πάλι στη μεγάλη σύγχυση όσο αφορούσε την ταυτότητα της γυναίκας που αγαπούσα). Μήπως στο πρόσωπο της Τρούντε θα μπορέσει να ελέγξει («σταθεροποιήσει») την απελπισία, εφόσον θα μπορέσει να υποκριθεί ότι αγκαλιάζει την Μπεάτε αγκαλιάζοντας την Τρούντε, αλλά δε θα φτάσει στο μοιραίο τέλος; Μ αυτό το παραλογισμένο σκεπτικό φτάνει στο σημείο να φιλήσει παθιασμένα την Τρούντε αυτή τη φορά…
Αυτό που έκανε συγκινητικό κι ερεθιστικό το φιλί της Τρούντε ήταν ακριβώς η έλλειψη πρωτοτυπίας. Αλλά πίσω απ αυτήν την τόσο κοινή ερωτική τεχνική, διέκρινα ένα πάθος βαθιά μελαγχολικό που ήταν προσωπικό και αφορούσε μόνο τη γυναίκα που με φιλούσε, και θα μπορούσα να πω, έμοιαζε να αναζητά, όπως και στο στίχο του Νίτσε, μέσα στην ευχαρίστηση του φιλιού την αιωνιότητα του τίποτε και της λήθης.
Το φιλί τού στέλνει μηνύματα ότι υποβόσκει η μελαγχολία της Μπεάτε… Η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας της κοπέλας τόσο βασανίζει τον ήρωα, που χάνεται σ ένα λαβύρινθο συλλογισμών  και συναισθημάτων.  Ξεκινά από τη σκέψη, φερειπείν, ότι εκείνος και η Μπεάτε έχουν μια τελείως διαφορετική αντίληψη για την απελπισία (ο Κλάιστ δεν ήταν το πρότυπό μου, δεν ήμουν Γερμανός. Σε πείσμα του αχαλίνωτου γερμανικού ρομαντισμού, μου φαινόταν πως έπρεπε να κρατηθώ στο φρόνιμο, αν και μελαγχολικό, μεσογειακό στωικισμό) και μετά από διαψεύσεις και αδιέξοδα καταλήγει:
Τώρα η μαγεία που στο παρελθόν ασκούσε η φανταστική μορφή της Μπεάτε, είχε μεγεθυνθεί από το γεγονός ότι η Τρούντε και η Μπεάτε ήταν το ίδιο πρόσωπο κι ότι αυτό το πρόσωπο, για να θέσει σε λειτουργία τη φάρσα, κατάφερε τόσο τέλεια να διπλασιαστεί, να χωρίσει τον εαυτό της σε  δύο διαφορετικά αλλά αντίθετα άτομα. (…) Κι εγώ καταλάβαινα πως ήμουν ερωτευμένος όχι τόσο με την φανταστική Μπεάτε ή με την Τρούντε που την είχε φανταστεί, αλλά με μια γυναίκα που ήταν μαζί η Μπεάτε και η Τρούντε, δηλαδή συγχρόνως με την επινοημένη κι αυτήν που την είχε επινοήσει. Ήταν απελπισμένη σαν την Μπεάτε αλλά και κτηνώδης σαν την Τρούντε, βρισκόταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας σαν την Μπεάτε αλλά δεν ήθελε στην πραγματικότητα να πεθάνει, σαν την Τρούντε.

Ιστορικές πινελιές

Οι αναφορές που κάνει ο Μοράβια στο ιστορικό πλαίσιο είναι λιγοστές αλλά καίριες, παίζουν δηλαδή καθοριστικό ρόλο στην ωρίμανση του ήρωα.
Συναρπαστική αλλά και χαρακτηριστική για την εποχή είναι η –εγκιβωτισμένη- ιστορία της ρωσίδας Σόνιας, διευθύντριας του μουσείου Σαπίρο που γνώρισε τον Λένιν (απογοήτευση: να έχει γνωρίσει τον Λένιν και να θυμάται μονάχα πως το ένα μπατζάκι του είναι πιο μακρύ από τ άλλο!). Η γνωριμία της με τον προβοκάτορα  βομβιστή  Έβνο (ο χαφιές ψάχνει για την αλήθεια. Ο προβοκάτορας τη δημιουργεί), μέσω ενός ζευγαριού παπουτσιών όπου θα ήταν κρυμμένη  μια βόμβα είναι απίστευτη, και… μοιραία γιατί την αναγκάζει να εκπατριστεί δια βίου.

Η άνοδος του φασισμού την εποχή του μεσοπολέμου, αρχικά δεν φαίνεται να απασχολεί τον συγγραφέα, ούτε τον κατά βάση ουδέτερο ήρωα. Ο Λούτσιο λέει ρητά ότι ποτέ δε θα έβαζε τον ήρωά του μυθιστορήματός του να αυτοκτονήσει για πολιτικούς λόγους (δίνει, όπως είπαμε, υπαρξιακό περιεχόμενο στην απελπισία), και διστάζει μεν, αλλά τελικά  δέχεται να χαιρετήσει με φασιστικό τρόπο, για να μην προκαλέσει τον άντρα της Μπεάτε. Η πολιτική του ιδεολογία δοκιμάζεται πιο άμεσα στην επαφή του με την Τρούντε, που είναι παθιασμένη, γραμμένη σε κόμμα, παρακολουθεί τους λόγους του Χίτλερ κλπ (ενδιαφέρουσα η άποψη της Πάολα: ο εθνικοσοσιαλισμός χρειαζόταν όχι τόσο σ αυτήν που δεν τον είχε ανάγκη αφού είχε γεννηθεί σε οικογένεια στρατιωτικών, όσο στη Γερμανία, σ΄ όλους εκείνους δηλαδή που, όπως η Τρούντε, δεν προερχόταν από μια κάστα παραδοσιακή και γι αυτό υπέφεραν από ηθικές κρίσεις).
Το βιβλίο είναι πολύ πιο πολιτικό απ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά∙ ο διχασμός αυτός της προσωπικότητας μοιάζει να υπαγορεύεται από τις πολιτικές συνθήκες. Άλλωστε, η σκέψη-κλειδί που έκανε  τον ήρωα να καταλάβει την αληθινή περσόνα της Μπεάτε/Τρούντε συνυφαίνεται με την άνοδο του φασισμού:
Τι ήταν το χιτλερικό καθεστώς αν όχι ένα καθεστώς βασισμένο από τη μια μεριά στην πίστη κι από την άλλη στην τρομοκρατία; Κι η πίστη εκφραζόταν με συμπεριφορές που η τρομοκρατία μπορούσε εύκολα να μιμηθεί γιατί ήταν συμπεριφορές απλές και ακραίες, όμοιες ακριβώς μ εκείνες της τρομοκρατίας. Έτσι εξηγούνταν η γελοιογραφική σχεδόν υπερβολή της πολιτικής προσωπικότητας της Τρούντε που ζητούσε να δει το πέος μου για να δει αν έχει περιτομηθεί. Έτσι εξηγούνταν επίσης η χυδαιότητα, ο εκτραχηλισμός, η λαιμαργία, η θηριωδία, όλα υπερβολικά αληθινά για να μην είναι προσποιητά. (…)
 Η προσωπικότητα της Τρούντε ήταν ένα επινόημα υπαγορευμένο από τον τρόμο.


Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: