Τρίτη, Μαρτίου 04, 2025

Oh, Canada, Russel Banks

      Μια πρωτότυπη συνέντευξη-εξομολόγηση, που καταλήγει σταδιακά να γίνει η καταγραφή των τελευταίων συμπυκνωμένων αναμνήσεων, κι εντέλει των έσχατων στιγμών μιας ταραγμένης ψυχής, του διάσημου αμερικανικής καταγωγής Καναδού ντοκιμενταρίστα, αριστερού και στρατευμένου Λέοναρντ Φάιφ ή αλλιώς Λίο, είναι ο κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος. Μια αυτοβιογραφική αφήγηση μπροστά στον ανελέητο φακό, με συνεπή ειρμό στην αρχή τουλάχιστον, που αποκτά εξομολογητικό χαρακτήρα και καθηλώνει με τις αποκαλύψεις, τις ανατροπές, τις διαψεύσεις και τις ήττες, αλλά κυρίως με την παραδοχή των «σφαλμάτων» που διέπραξε ο ήρωας. Γίνεται ξεκάθαρο ότι ο Λίο, μπροστά στο ενδεχόμενο του επικείμενου θανάτου του, βρίσκεται προ των παθών του και αγωνίζεται, παρά την τρομακτική σωματική του αδυναμία, να τα μοιραστεί με τους δικούς του ανθρώπους, και κυρίως να έχει «καθαρή τη συνείδησή του» απέναντι στη γυναίκα του, την Έμμα Φλυν (παρά το παρελθόν του, όπου δεν ήθελε να αγαπήσει και δεν άξιζε να αγαπηθεί, σκοπεύει να φύγει έχοντας αγαπήσει κι αγαπηθεί. Χωρίς μυστικά. Χωρίς ψέματα. Δεν είναι ηρωισμός. Είναι απλώς το τέλος ενός ολόκληρου βίου δειλίας). Γι’ αυτό και επιμένει με έντονο τρόπο να είναι παρούσα στη συνέντευξη και η Έμμα, από την αρχή μέχρι το τέλος.
     Είναι καθηλωτική η βασική σκηνοθετική εικόνα του μυθιστορήματος: ο παλαίμαχος σκηνοθέτης, βαριά άρρωστος από καρκίνο, αποστεωμένος και παροπλισμένος, καθισμένος στο αναπηρικό αμαξίδιο με τη νοσοκόμα Ρενέ δίπλα του για κάθε ανάγκη, σ’ ένα τεράστιο σκοτεινό δωμάτιο με τον προβολέα στραμμένο πάνω του, μιλά στην αόρατη κάμερα (μια «ομιλούσα κεφαλή»), ένα φαλακρό κεφάλι ξεκομμένο, «όμορφο και στοχαστικό». Δίπλα του είναι ο διάσημος επίσης σκηνοθέτης και μαθητής του Μάλκολμ Μακλίοντ, ο σκηνοθέτης του επίμαχου «ντοκιμαντέρ», ο καμεραμάν Βίνσεντ, η παραγωγός Νταϊάνα και γενικότερα όλο το συνεργείο καθώς και η γυναίκα του, και όλοι περιμένουν την τελευταία συνέντευξη του Λίο, με θέμα το έργο του. Ήδη από το ξεκίνημα ο Λίο δηλώνει ότι «θα τα αφηγηθεί όλα», εκπλήσσοντας τους παραγωγούς που έχουν ετοιμάσει «φοβερές ερωτήσεις». Η πρώτη όμως, ήταν και η μοναδική ερώτηση που μπόρεσε να κάνει ο Μάλκολμ που δεν απαντήθηκε ευθέως: «γιατί αποφασίσατε, την άνοιξη του 1968, να φύγετε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μεταναστεύσετε στον Καναδά;». Μια ερώτηση στον αμερικανικής καταγωγής και παιδείας Λίο (Αν. Μασσαχουσέτη, Μέιν, Βοστόνη, Ρίτσμοντ, οι πολιτείες της Νέας Αγγλίας όπου έζησε μέχρι το 1968), που προετοιμάζει την αναμενόμενη απάντηση, ότι ο Λίο ήταν ένας από τους 60.000 «ανυπότακτους/λιποτάκτες» Αμερικανούς που πέρασαν στον Καναδά για να αποφύγουν την στράτευση στο Βιετνάμ. Είναι η εναρκτήρια ερώτηση για την «αμφιλεγόμενη» ταινία που θα γυρίσει ο Μακλίοντ, «Oh Canada».

Η αλήθεια ωστόσο, όπως πάντα, είναι πιο περίπλοκη και συγκεχυμένη
     Αρχίζει λοιπόν η συνειρμική και θραυσματική αφήγηση του Λίο Φάιφ, που παρατίθεται στον αναγνώστη στο γ΄ενικό, ένα μείγμα πρωτοπρόσωπης (εσωτερικής εστίασης) και τριτοπρόσωπης αφήγησης (παντογνώστη αφηγητή) που οδηγεί τον αναγνώστη να ξεχάσει το σκηνικό, και να μεταφερθεί στις Βορειοανατολικές ΗΠΑ-σύνορα με τον Καναδά, σε μια κρίσιμη εποχή για την Αμερική και όχι μόνο (Βιετνάμ, φοιτητικές εξεγέρσεις κλπ), δεκαετία του 60. Ο Russel Banks, στο πρώτο μέρος αφήγησης (πρώτο δίωρο για τον Λίο, το οποίο εξαντλεί φυσικά τον ασθενή), ζωντανεύει την πολιτικοκοινωνική ατμόσφαιρα όπου στις νεανικές καρδιές συγκρούεται το αμερικανικό όνειρο (καριέρα, οικογένεια, λεφτά), και το επαναστατικό πνεύμα που εκπροσωπείται από τις προσωπικότητες π.χ. της Τζόαν Μπαέζ, του άντρα της Ντέηβιντ Χάρις (που φυλακίστηκε επειδή αρνήθηκε να στρατευθεί),του Μπομπ Ντύλαν, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και άλλων ακτιβιστών.
     Όμως, όχι, δεν τους λέει αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν. Ο Λίο Φάιφ αυτή τη στιγμή είναι 78 χρονών, ζει στον Καναδά εδώ και 40 χρόνια, είναι γνωστή η δράση του στον Καναδά και θέλουν να τον κάνουν να μιλήσει για την Τζόαν Μπαέζ, που στη συναυλία της το 1969 κατήγγειλε τους 60.000 νεαρούς αμερικανούς που διέφυγαν στον Καναδά για λιποταξία. Έπρεπε να μείνουν και να φυλακιστούν, όπως ο Ντέηβιντ Χάρις, ο άντρας της (μπορείς να μας μιλήσεις για τις προσδοκίες των ανυπότακτων και των λιποτακτών πριν απ’ το φεστιβάλ, και για την απογοήτευση και τη σύγχυσή τους μετά;). Όμως ο Λίο λοξοδρομεί· δεν έχει χρόνο, εστιάζει αλλού.
     Ο σκηνοθέτης κάθε τόσο διακόπτει επιμένοντας να είναι παρούσα η Έμμα (η οποία αρχικά είχε δουλειά και ήθελε να φύγει), έχοντας ολοφάνερα σκοπό να λυτρωθεί μέσω της εξομολόγησης από ένα παρελθόν που τον βαραίνει (εκεί όπου τα δικά του ένοχα μυστικά ήταν βαλσαμωμένα και μουμιοποιημένα και, ως τώρα, οριστικά ενταφιασμένα από κάθε άποψη). Έτσι λοιπόν, τοποθετεί την έναρξη της αφήγησης στα 1968 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, όταν η πρώην γυναίκα του Αλίσια Τσάπμαν ήταν έγκυος ήδη στο δεύτερο παιδί. Έχουν επομένως κι ένα πρώτο παιδί (τον Κόρνελ), ενώ πρόθεση του ζευγαριού, κόντρα στις προσδοκίες των γονέων και των πεθερικών, είναι να πάνε στο Βερμόντ (στα σύνορα με τον Καναδά, στο πέρασμα απ’ όπου δραπέτευαν οι αντιρρησίες) όπου ο Λίο έχει ήδη δεχτεί θέση καθηγητή σ’ ένα μικρό κολλέγιο (έχει πτυχίο αγγλικής φιλολογίας με ειδίκευση στο αμερικανικό μυθιστόρημα, και γενικότερα « συγγραφικές κι επιστημονικές ανησυχίες»). Είναι ένα όνειρο που σοκάρει τον κύκλο των πεθερικών, που έχουν να του προτείνουν επιχειρήσεις κλπ (Ξέρει ότι οποιαδήποτε επιχειρηματική συμφωνία κι αν του προτείνουν θα την απορρίψει αμέσως. Ευγενικά αλλά κατηγορηματικά, απερίφραστα. Ο Φάιφ θέλει να απεμπλακεί απ’ αυτούς τους ανθρώπους). Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτά είναι γνωστά στους ακροατές και μάλιστα στην Έμμα, η οποία αρχικά δηλώνει ότι τα ήξερε, προς το τέλος όμως αποφαίνεται ότι η «ψευδομνήμη» του καρκινοπαθούς -σε τελευταίο στάδιο- κι εξαντλημένου συζύγου της πλάθει ιστορίες ανύπαρκτες, με φαντασία και με όνειρο.
     Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Μάλκολμ να τον αποκόψει από τις προσωπικές αναμνήσεις και να τον επαναφέρει σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, που να χρησιμεύσουν στο επίδοξο ντοκιμαντέρ, αποβαίνουν άκαρπες (όπως π.χ. το πολύ ενδιαφέρον και σχετικά άγνωστο θέμα της χρήσης του Agent Orange[1] στη στρατιωτική βάση του Γκέιτζταουν (Καναδά), την οποία υποτίθεται αποκάλυψε ο Λίο στην πρώτη του ταινία κινδυνεύοντας να μπει φυλακή). Ωστόσο ο Λίο συνεχίζει την αλλοπρόσαλλη (και ομολογουμένως συναρπαστική) αφήγησή του, πετώντας σχεδόν τυχαία ότι ο γάμος με την Αλίσια ήταν ο δεύτερος γάμος του, άρα υπήρχε και πρώτος, και σκορπίζοντας την έκπληξη όχι μόνο στο ακροατήριό του αλλά και όλες αναγνώστες. Έχει ήδη εγκαταλείψει κατόπιν «προδοσίας», όπως μαθαίνουμε αργότερα, την πρώτη του γυναίκα, την παιδούλα σύζυγό του που τον λάτρευε, την Έιμι, μαζί με την κόρη του Χάιντι, απ’ τον πρώτο αυτόν γάμο. Ήταν δεκαεννιά χρονών και μαζί με την οικογένεια εγκατέλειψε και κάθε απόπειρα συγγραφής (αν καταφέρει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αποδράσει απ’ το κλουβί του, τα πάντα θα αλλάξουν, σκέφτεται).
Ήξερε πως η αγάπη ήταν παρούσα και τον περίμενε,
έπρεπε να κάνει απλώς ένα βήμα και να την αγκαλιάσει.
    Καθώς ο Λίο αφηγείται, ο συγγραφέας όλες μεταφέρει τα συναισθήματά του, πάντα στο απρόσωπο γ΄ενικό, ή μάλλον θα λέγαμε τα εσωτερικά βήματα μιας συνείδησης που ανασυγκροτείται πριν το τέλος. Συνειδητοποιεί, π.χ. ότι δεν ήταν αγάπη αυτό που είχε νιώσει στους γάμους του, όσο κι αν ορκιζόταν π.χ. στην Έιμι ότι δεν πρόκειται ποτέ να την εγκαταλείψει (εκείνος δεν ξέρει πώς να ορίσει την αγάπη ούτε κι αν είναι ικανός να τη βιώσει, γιατί δεν αγάπησε ποτέ κανέναν, κι ωστόσο το λέει). Έτσι λοιπόν, το απογύμνωμα ψυχής που επιλέγει δημόσια, με πολλαπλασιαστή την κάμερα, είναι η κάθαρση που αποζητά πριν παραδοθεί στο μοιραίο: είναι η τελευταία του ευκαιρία να πάψει να λέει ψέματα, η τελευταία του ευκαιρία να της ανταποδώσει δημοσίως όλα όσα εκείνη του είχε προσφέρει ιδιωτικά. Γιατί, έτσι όπως συνειδητοποιεί τώρα, όλες οι γυναίκες που αγάπησε ήταν έντιμες. Κι εκείνος, απ’ την πρώτη αγάπη ως τη χθεσινή, δεν ήταν.
     Oh, Canada
     Όμως, το μεγάλο διακύβευμα για τον Φάιφ είναι η απόδραση, ίσως και το μοτίβο της ζωής του. Ήδη το έχει σκάσει δυο φορές από το πατρικό του (πού θα μπορέσει να πάει ένας δεκαοχτάχρονος που παράτησε το πανεπιστήμιο, αν εγκαταλείψει και το πανεπιστήμιο, και το σπίτι του; Μα φυσικά! Θα πάει στην Κούβα!/Πρέπει να βιαστεί, γιατί ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυτόν). Το 1968, ωστόσο, είναι η χρονολογία-κλειδί που σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία του γιατί βρέθηκε στο Βερμόντ, στα σύνορα με τον Καναδά για να επικυρώσει το συμβόλαιο του σπιτιού, όπου θα έμενε με την Αλίσια και τα δυο παιδιά. Είναι η δεύτερη φορά που ο Φάιφ θα το σκάσει από ένα γάμο με παιδί, αλλά κι από τη χώρα του, κι από το επάγγελμά του, εγκαινιάζοντας μια τελείως διαφορετική αρχή.
     Παρακολουθούμε με λεπτομέρειες αυτό το ταξίδι προς τον Βορρά, προς στο Βέρμοντ, με μια επιταγή στα χέρια (για το σπίτι), ενώ η έγκυος Αλίσια με τον μικρό Κόρνελ τον περιμένει. Είναι ένα ταξίδι επιστροφής στην παιδική ηλικία (περνώντας από το Στράφορντ, με όλες τις σχετικές, ανάμεικτες μνήμες), όπου η αφήγηση έχει αρχίσει να είναι πιο ακανόνιστη, γιατί μας σκιαγραφεί με αδρές γραμμές τους γονείς του, σκόρπιες παιδικές αναμνήσεις και τις νεανικές του σκανταλιές με τον συμμαθητή του Νικ Νταφίντα, -όπως κλοπή αυτοκινήτου, κλοπή του εργοδότη του, ουτοπικές αποδράσεις κ.α. (πέρασε όλη του τη νιότη διορθώνοντας συνεχώς την πορεία του).
     Το Βερμόντ είναι ωστόσο ο τόπος όπου ο στενός του φίλος Στάνλεϊ Ράινχαρτ τον περιμένει, με τη γυναίκα του Γκλόρια. Σ’ ένα απομονωμένο σπίτι κοντά στα σύνορα, απ’ όπου ο Στάνλεϊ βοηθάει τους αντιρρησίες και τους φοιτητές που θέλουν να αποφύγουν τη στράτευση να περάσουν στον Καναδά. Τους δείχνει τον δρόμο, ή μάλλον το κακοτράχαλο μονοπάτι μέσα από τους πετρώδεις ορεινούς όγκους , που αρχικά ήταν ινδιάνικο μονοπάτι των Μοχώκ και των Μίκμακ και αργότερα οι Αμερικανοί εισέβαλαν απο κει στον Καναδά. Τους δίνει οδηγίες και πώς θα προσαρμοστούν στον Καναδά (έχει στηθεί ένα ολόκληρο δίκτυο υποστήριξης εκεί πάνω).
Τα φάρμακα φταίνε.
Μερικές φορές κατασκευάζει αναμνήσεις.
Σαν να ονειρεύεται.
     Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει το αυτονόητο ο Λίο, το πώς το έσκασε από τους δαίμονές του για την άλλη χώρα. Η αφήγηση εδώ και ώρα έχει πάψει να είναι γραμμική, ενώ η Έμμα διαμαρτύρεται έντονα στο κινηματογραφικό επιτελείο που απομυζεί κάθε «χρήσιμη» λεπτομέρεια, ότι ο Λίο εξαντλείται, κι ότι ο ψυχίατρος τη συμβούλεψε να μην τον φέρνει αντιμέτωπο με ό, τι αποκαλούμε πραγματικότητα. Είναι ολοφάνερο ότι υπάρχει ένα χάος στη «δεξαμενή των αναμνήσεων» απ’ όπου αντλεί την δική του πραγματικότητα. Παρόλ’ αυτά ο Λίο δεν τραυλίζει, δεν είναι «αφασικός», είναι σαν να είναι δύο πρόσωπα ταυτόχρονα.
     Είναι το πιο συγκλονιστικό μέρος του βιβλίου. Ο ήρωας έχει πλήρη συναίσθηση ότι τίποτα δεν λειτουργεί στο σώμα του, ωστόσο υπάρχουν οι εμπειρίες του: Με εξαίρεση τις αναμνήσεις του, όλα τα ζωντανά ίχνη του παρελθόντος του, όλοι οι μάρτυρες και όλες οι αποδείξεις, σβήστηκαν από χρόνια ολόκληρα προδοσίας, εγκατάλειψης, χωρισμού, ματαίωσης και εξορίας. Αυτές οι αποσπασματικές αναμνήσεις που συνθέτουν μια δική του α-λήθεια (α+ λήθη), για να καταλήξει εντέλει πόσο θαυμαστή και άσκοπη ήταν η ύπαρξή του.
     Το επιθανάτιο παραλήρημα του Λίο Φάιφ, ενώ αποκαλύπτει ταυτόχρονα ως τραγικό αποτύπωμα τον κυνισμό των κινηματογραφιστών, αναδεικνύει την πανανθρώπινη αγωνία μπροστά στο επικείμενο τέλος και δίνει στο μυθιστόρημα έναν χαρακτήρα βαθιά υπαρξιακό κι εσχατολογικό.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Το Agent Orange είναι ένα χημικό ζιζανιοκτόνο και αποφυλλωτικό , ένα από τα ζιζανιοκτόνα τακτικής χρήσης Rainbow . Χρησιμοποιήθηκε πράγματι από τον αμερικανικό στρατό ως μέρος του προγράμματος ζιζανιοκτόνου πολέμου του, Operation Ranch Hand, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ από το 1961 έως το 1971. [ 2 ] Οι ΗΠΑ επηρεάστηκαν έντονα από τους Βρετανούς που χρησιμοποίησαν το Agent Orange κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης της Μαλαισίας . Είναι ένα μείγμα ίσων μερών δύο ζιζανιοκτόνων, 2,4,5-T και 2,4-D .

Δεν υπάρχουν σχόλια: